Language of document : ECLI:EU:C:2024:201

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 5ης Μαρτίου 2024 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Πρόσβαση στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Άρθρο 4, παράγραφος 2 – Εξαιρέσεις – Άρνηση παροχής πρόσβασης σε έγγραφο η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία των εμπορικών συμφερόντων συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, συμπεριλαμβανομένων των αφορώντων τη διανοητική ιδιοκτησία – Υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί τη γνωστοποίηση – Εναρμονισμένα πρότυπα που έχουν εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης (CEN) – Προστασία που απορρέει από το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας – Αρχή του κράτους δικαίου – Αρχή της διαφάνειας – Αρχή της όσο το δυνατόν πιο ανοικτής λήψης αποφάσεων – Αρχή της χρηστής διακυβέρνησης»

Στην υπόθεση C‑588/21 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 2021,

Public.Resource.Org Inc., με έδρα τη Sebastopol, Καλιφόρνια (Ηνωμένες Πολιτείες),

Right to Know CLG, με έδρα το Δουβλίνο (Ιρλανδία),

εκπροσωπούμενες από τους J. Hackl, C. Nüßing, Rechtsanwälte, και τον F. Logue, solicitor,

αναιρεσείουσες,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την S. Delaude, τον G. Gattinara και τον F. Thiran,

καθής πρωτοδίκως,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης (CEN), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο),

Asociación Española de Normalización (UNE), με έδρα τη Μαδρίτη (Ισπανία),

Asociaţia de Standardizare din România (ASRO), με έδρα το Βουκουρέστι (Ρουμανία),

Association française de normalisation (AFNOR), με έδρα τη La Plaine Saint‑Denis (Γαλλία),

Austrian Standards International (ASI), με έδρα τη Βιέννη (Αυστρία),

British Standards Institution (BSI), με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο),

Bureau de normalisation/Bureau voor Normalisatie (NBN), με έδρα τις Βρυξέλλες,

Dansk Standard (DS), με έδρα την Κοπεγχάγη (Δανία),

Deutsches Institut für Normung eV (DIN), με έδρα το Βερολίνο (Γερμανία),

Koninklijk Nederlands Normalisatie Instituut (NEN), με έδρα το Delft (Κάτω Χώρες),

Schweizerische Normen-Vereinigung (SNV), με έδρα το Winterthour (Ελβετία),

Standard Norge (SN), με έδρα το Όσλο (Νορβηγία),

Suomen Standardisoimisliitto ry (SFS), με έδρα το Ελσίνκι (Φινλανδία),

Svenska institutet för standarder (SIS), με έδρα τη Στοκχόλμη (Σουηδία),

Institut za standardizaciju Srbije (ISS), με έδρα το Βελιγράδι (Σερβία),

εκπροσωπούμενοι από την K. Dingemann, τον M. Kottmann και τον K. Reiter, Rechtsanwälte,

παρεμβαίνοντες πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο, A. Arabadjiev, A. Prechal, E. Regan και N. Piçarra, προέδρους τμήματος, M. Ilešič (εισηγητή), P. G. Xuereb, L. S. Rossi, I. Jarukaitis, A. Kumin, N. Jääskinen, N. Wahl, I. Ziemele και J. Passer, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: L. Medina

γραμματέας: M. Siekierzyńska, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Μαρτίου 2023,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 22ας Ιουνίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτηση αναιρέσεως την οποία άσκησαν, η Public.Resource.Org Inc. και η Right to Know CLG ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 14ης Ιουλίου 2021, Public.Resource.Org και Right to Know κατά Επιτροπής (T‑185/19, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2021:445), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή τους με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2019) 639 final της Επιτροπής, της 22ας Ιανουαρίου 2019 (στο εξής: επίδικη απόφαση), με την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέρριψε την αίτησή τους για παροχή πρόσβασης σε τέσσερα εναρμονισμένα πρότυπα που εκδόθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης (CEN).

 Το νομικό πλαίσιο

 Ο κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001

2        Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43), το οποίο φέρει τον τίτλο «Σκοπός», προβλέπει στα στοιχεία αʹ και βʹ τα εξής:

«Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι:

α)      να καθορίσει τις αρχές, τους όρους και τους περιορισμούς, για λόγους δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος, που διέπουν το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] και της Επιτροπής (εφεξής “τα θεσμικά όργανα”), όπως προβλέπεται στο άρθρο [15 ΣΛΕΕ], ώστε να εξασφαλίζεται όσο το δυνατόν ευρύτερη πρόσβαση στα έγγραφα,

β)      να θεσπίσει κανόνες διασφαλίζοντες την ευχερέστερη δυνατή άσκηση του εν λόγω δικαιώματος, […]

[...]».

3        Το άρθρο 2 του ως άνω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαιούχοι και πεδίο εφαρμογής», ορίζει στις παραγράφους 1 έως 3 τα εξής:

«1.      Κάθε πολίτης της [Ευρωπαϊκής] Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την έδρα του σε ένα κράτος μέλος έχει δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα των θεσμικών οργάνων, υπό την επιφύλαξη των αρχών, όρων και περιορισμών που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

2.      Τα θεσμικά όργανα μπορούν, υπό την επιφύλαξη των ιδίων αρχών, όρων και περιορισμών, να παραχωρήσουν πρόσβαση στα έγγραφα σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δεν κατοικεί ή δεν έχει την έδρα του σε ένα κράτος μέλος.

3.      Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε όλα τα έγγραφα εις χείρας θεσμικού οργάνου, δηλαδή σε όσα συντάσσονται ή παραλαμβάνονται από αυτό και βρίσκονται στην κατοχή του, σε όλους τους τομείς δραστηριότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

4        Το άρθρο 4 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εξαιρέσεις», προβλέπει στις παραγράφους 1, 2 και 4 τα εξής:

«1.      Τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε ένα έγγραφο, η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία:

α)      του δημόσιου συμφέροντος, όσον αφορά:

–        τη δημόσια ασφάλεια,

–        την άμυνα και τις στρατιωτικές υποθέσεις,

–        τις διεθνείς σχέσεις,

–        τη δημοσιονομική, νομισματική ή οικονομική πολιτική της Κοινότητας ή ενός κράτους μέλους,

β)      της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου, ιδίως σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων.

2.      Τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σ’ ένα έγγραφο, η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία:

–        των εμπορικών συμφερόντων ενός συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, συμπεριλαμβανομένης της πνευματικής ιδιοκτησίας,

–        των δικαστικών διαδικασιών και της παροχής νομικών συμβουλών,

–        του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου,

εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον.

[...]

4.      Στην περίπτωση εγγράφων τρίτων, το θεσμικό όργανο διαβουλεύεται με τον τρίτο προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον μπορεί να εφαρμοσθεί η εξαίρεση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ή 2, εκτός εάν είναι σαφές ότι το έγγραφο θα δημοσιοποιηθεί ή όχι.»

5        Το άρθρο 7 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επεξεργασία των αρχικών αιτήσεων», ορίζει στην παράγραφο 2 τα εξής:

«Στην περίπτωση ολικής ή μερικής άρνησης, ο αιτών μπορεί, εντός 15 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της απάντησης του θεσμικού οργάνου, να υποβάλει επιβεβαιωτική αίτηση ζητώντας από το θεσμικό όργανο να αναθεωρήσει τη θέση του.»

6        Το άρθρο 12 του κανονισμού 1049/2001, το οποίο φέρει τον τίτλο «Άμεση πρόσβαση με ηλεκτρονική μορφή ή μέσω μητρώου», ορίζει στην παράγραφο 2 τα εξής:

«Ειδικότερα, με την επιφύλαξη των άρθρων 4 και 9, παρέχεται άμεση πρόσβαση στα νομοθετικά έγγραφα, ήτοι τα έγγραφα που συντάχθηκαν ή παραλήφθηκαν στο πλαίσιο διαδικασιών για την έγκριση πράξεων που είναι δεσμευτικές στα ή για τα κράτη μέλη.»

 Ο κανονισμός (ΕΚ) 1367/2006

7        Το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της σύμβασης του Århus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (ΕΕ 2006, L 264, σ. 13), το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει στην παράγραφο 1, στοιχείο δʹ, σημείο i, τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

[...]

δ)      “περιβαλλοντική πληροφορία”: οιαδήποτε πληροφορία σε γραπτή, οπτική, ηχητική, ηλεκτρονική ή άλλη υλική μορφή, σχετικά με:

i)      την κατάσταση των στοιχείων του περιβάλλοντος, όπως ο αέρας και η ατμόσφαιρα, το νερό, το έδαφος, οι εδαφικές εκτάσεις, τα τοπία και οι φυσικές τοποθεσίες, συμπεριλαμβανομένων των υδροβιότοπων και των παράκτιων και των θαλάσσιων περιοχών, η βιοποικιλότητα και τα συστατικά στοιχεία της, συμπεριλαμβανομένων των γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών, καθώς και η αλληλεπίδραση μεταξύ των εν λόγω στοιχείων».

8        Το άρθρο 6 του ως άνω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εφαρμογή των εξαιρέσεων όσον αφορά τις αιτήσεις πρόσβασης σε περιβαλλοντικές πληροφορίες», ορίζει στην παράγραφο 1, πρώτη περίοδος, τα εξής:

«Όσον αφορά το άρθρο 4 παράγραφος 2 πρώτο και τρίτο εδάφιο του κανονισμού [1049/2001], εξαιρέσει των ερευνών, ιδίως εκείνων που αφορούν τυχόν παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου, θεωρείται ότι υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον που επιβάλλει τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών, όταν οι ζητούμενες πληροφορίες αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον.»

 Ο κανονισμός (ΕΚ) 1907/2006

9        Το σημείο 27 του πίνακα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα XVII του κανονισμού (ΕΚ) 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ 2006, L 396, σ. 1, και διορθωτικά ΕΕ 2007, L 136, σ. 3, και ΕΕ 2013, L 162, σ. 16), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 552/2009 της Επιτροπής, της 22ας Ιουνίου 2009 (στο εξής: κανονισμός 1907/2006), ορίζει, όσον αφορά τους όρους περιορισμού του νικελίου, τα εξής:

«1.      Δεν πρέπει να χρησιμοποιείται:

α)      σε όλα τα συναρμολογούμενα στελέχη, που εισάγονται, προσωρινά ή μη, σε διατρηθέντα αυτιά και άλλα διατρηθέντα μέρη του ανθρωπίνου σώματος, εκτός εάν η εβδομαδιαία ελευθέρωση νικελίου από τα εν λόγω συναρμολογούμενα στελέχη είναι μικρότερη από 0,2 (μg)/cm2 (όριο μετανάστευσης)·

β)      σε αντικείμενα που έρχονται σε άμεση και παρατεταμένη επαφή με το δέρμα, όπως είναι τα παρακάτω:

–        σκουλαρίκια,

–        περιδέραια, βραχιόλια και αλυσίδες, βραχιόλια ποδιού και δαχτυλίδια,

–        περιβλήματα ρολογιών χειρός, μπρασελέ ρολογιών και αγκράφες μπρασελέ,

–        κουμπιά με πριτσίνια, αγκράφες, πριτσίνια, φερμουάρ και μεταλλικά σήματα, όταν αυτά χρησιμοποιούνται στα ενδύματα,

εάν το ποσοστό απελευθέρωσης του νικελίου από τα μέρη των εν λόγω αντικειμένων που έρχονται σε άμεση και παρατεταμένη επαφή με το δέρμα, υπερβαίνει τα 0,5 μg/cm2/εβδομάδα·

γ)      σε αντικείμενα όπως τα απαριθμούμενα στο στοιχείο β), όταν αυτά φέρουν επικάλυψη που δεν περιέχει νικέλιο, εκτός αν η επικάλυψη αυτή είναι επαρκής για να εξασφαλίσει ότι το ποσοστό απελευθέρωσης του νικελίου από τα μέρη των εν λόγω αντικειμένων που έρχονται σε άμεση και παρατεταμένη επαφή με το δέρμα, δεν υπερβαίνει τα 0,5 μg/cm2/την εβδομάδα, για διετή τουλάχιστον περίοδο κανονικής χρήσης του αντικειμένου.

2.      Τα αντικείμενα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν πρέπει να διατίθενται στην αγορά παρά μόνον εφόσον ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο.

3.      Τα πρότυπα που έχει εγκρίνει η [CEN] πρέπει να χρησιμοποιούνται ως μέθοδοι δοκιμασίας για να αποδεικνύεται η συμμόρφωση των αντικειμένων με τις παραγράφους 1 και 2.»

 Ο κανονισμός (ΕΕ) 1025/2012

10      Η αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού (ΕΕ) 1025/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με την ευρωπαϊκή τυποποίηση, την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 89/686/ΕΟΚ και 93/15/ΕΟΚ και των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 94/9/ΕΚ, 94/25/ΕΚ, 95/16/ΕΚ, 97/23/ΕΚ, 98/34/ΕΚ, 2004/22/ΕΚ, 2007/23/ΕΚ, 2009/23/ΕΚ και 2009/105/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 87/95/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της απόφασης αριθ. 1673/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2012, L 316, σ. 12), έχει ως εξής:

«Τα ευρωπαϊκά πρότυπα διαδραματίζουν έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην εσωτερική αγορά, επί παραδείγματι μέσω της χρήσης εναρμονισμένων προτύπων για τον καθορισμό του τεκμηρίου συμμόρφωσης των προϊόντων που πρόκειται να διατεθούν στην αγορά με τις βασικές απαιτήσεις σχετικά με τα εν λόγω προϊόντα οι οποίες προβλέπονται στη σχετική νομοθεσία εναρμόνισης της Ένωσης. Οι απαιτήσεις αυτές θα πρέπει να ορίζονται επακριβώς προκειμένου να αποφεύγονται παρερμηνείες εκ μέρους των ευρωπαϊκών οργανισμών τυποποίησης.»

11      Το άρθρο 2 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει στο σημείο 1, στοιχείο γʹ, τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)      “πρότυπο”: η τεχνική προδιαγραφή που έχει εγκριθεί από αναγνωρισμένο φορέα τυποποίησης, για επανειλημμένη ή διαρκή εφαρμογή, των οποίων η τήρηση δεν είναι υποχρεωτική και οι οποίες υπάγονται σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες:

[...]

γ)      “εναρμονισμένο πρότυπο”: ευρωπαϊκό πρότυπο που έχει εκδοθεί κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής για την εφαρμογή της νομοθεσίας εναρμόνισης της Ένωσης».

12      Το άρθρο 10 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αιτήματα τυποποίησης σε ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Η Επιτροπή μπορεί, στο πλαίσιο των περιορισμών των αρμοδιοτήτων που προβλέπουν οι Συνθήκες, να ζητεί από έναν ή περισσότερους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης να καταρτίσουν ένα ευρωπαϊκό πρότυπο ή παραδοτέο ευρωπαϊκής τυποποίησης εντός ταχθείσας προθεσμίας. Τα ευρωπαϊκά πρότυπα και παραδοτέα ευρωπαϊκής τυποποίησης έχουν γνώμονα την αγορά, λαμβάνουν υπόψη το δημόσιο συμφέρον και τους στόχους πολιτικής που δηλώνονται σαφώς στο αίτημα της Επιτροπής και βασίζονται στη συναίνεση. Η Επιτροπή προσδιορίζει τις απαιτήσεις όσον αφορά το περιεχόμενο του ζητούμενου εγγράφου και την προθεσμία για τη θέσπισή του.»

13      Το άρθρο 11 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επίσημες αντιρρήσεις σε εναρμονισμένα πρότυπα», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Όταν ένα κράτος μέλος ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φρονεί ότι ένα εναρμονισμένο πρότυπο δεν ικανοποιεί πλήρως τις απαιτήσεις που επιδιώκει να καλύψει και οι οποίες καθορίζονται στην οικεία νομοθεσία εναρμόνισης της Ένωσης, ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή με λεπτομερή εξήγηση, και η Επιτροπή, αφού διαβουλευθεί με την επιτροπή που έχει συσταθεί με τη σχετική νομοθεσία εναρμόνισης της Ένωσης, αν υπάρχει, ή μετά από άλλες μορφές διαβούλευσης με ειδικούς κατά τομέα, αποφασίζει:

α)      να δημοσιεύσει, να μη δημοσιεύσει ή να δημοσιεύσει με περιορισμούς τα στοιχεία αναφοράς του σχετικού εναρμονισμένου προτύπου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

β)      να διατηρήσει, να διατηρήσει με περιορισμούς ή να αποσύρει τα στοιχεία αναφοράς του σχετικού εναρμονισμένου προτύπου από την Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

14      Η ενδεχόμενη χορήγηση χρηματοδότησης από την Ένωση στους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης για δραστηριότητες τυποποίησης ρυθμίζεται στο άρθρο 15 του κανονισμού 1025/2012.

 Η οδηγία 2009/48/ΕΚ

15      Το άρθρο 13 της οδηγίας 2009/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2009, σχετικά με την ασφάλεια των παιχνιδιών (ΕΕ 2009, L 170, σ. 1), το οποίο φέρει τον τίτλο «Τεκμήριο συμμόρφωσης», έχει ως εξής:

«Τα παιχνίδια που συμμορφούνται προς τα εναρμονισμένα πρότυπα ή με μέρη αυτών, τα στοιχεία των οποίων έχουν δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τεκμαίρεται ότι συμμορφούνται προς τις απαιτήσεις των εν λόγω προτύπων ή μερών τους, όπως προβλέπονται στο άρθρο 10 και στο παράρτημα ΙΙ.»

 Το ιστορικό της διαφοράς

16      Το ιστορικό της διαφοράς, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 1 έως 4 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έχει ως ακολούθως.

17      Οι αναιρεσείουσες είναι οργανώσεις μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα των οποίων πρωταρχικός σκοπός είναι να προάγουν την ελεύθερη πρόσβαση όλων των πολιτών στο δίκαιο. Στις 25 Σεπτεμβρίου 2018 υπέβαλαν στη Γενική Διεύθυνση Εσωτερικής Αγοράς, Βιομηχανίας, Επιχειρηματικότητας και Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, βάσει του κανονισμού 1049/2001 και του κανονισμού 1367/2006, αίτηση για την παροχή πρόσβασης σε έγγραφα που βρίσκονταν στην κατοχή της Επιτροπής (στο εξής: αίτηση πρόσβασης).

18      Η αίτηση πρόσβασης αφορούσε τέσσερα εναρμονισμένα πρότυπα που είχαν εκδοθεί από τη CEN, κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 1025/2012, και πιο συγκεκριμένα το πρότυπο EN 71‑5:2015, με τίτλο «Ασφάλεια παιχνιδιών – Μέρος 5: Χημικά παιχνίδια (συλλογές) πλην συλλογών πειραμάτων χημείας», το πρότυπο EN 71‑4:2013, με τίτλο «Ασφάλεια παιχνιδιών – Μέρος 4: Συλλογές χημικών πειραμάτων και συναφών δραστηριοτήτων», το πρότυπο EN 71‑12:2013, με τίτλο «Ασφάλεια παιχνιδιών – Μέρος 12: N-νιτροζαμίνες και Ν-νιτροζώσιμες ουσίες», και το πρότυπο EN 12472:2005+ A 1:2009, με τίτλο «Μέθοδος για την προσομοίωση φθοράς και διάβρωσης για την ανίχνευση της απελευθέρωσης νικελίου από επικαλυμμένα αντικείμενα» (στο εξής: επίδικα εναρμονισμένα πρότυπα).

19      Με έγγραφο της 15ης Νοεμβρίου 2018, η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση πρόσβασης, στηριζόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

20      Στις 30 Νοεμβρίου 2018 οι αναιρεσείουσες υπέβαλαν, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, επιβεβαιωτική αίτηση στην Επιτροπή. Με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή επιβεβαίωσε την άρνηση πρόσβασης στα επίδικα εναρμονισμένα πρότυπα.

 Η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

21      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Μαρτίου 2019, οι νυν αναιρεσείουσες άσκησαν προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως.

22      Με διάταξη της 20ής Νοεμβρίου 2019, Public.Resource.Org και Right to Know κατά Επιτροπής (T‑185/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:828), επετράπη στη CEN και σε δεκατέσσερις εθνικούς οργανισμούς τυποποίησης, ήτοι στους Asociación Española de Normalización (UNE), Asociația de Standardizare din România (ASRO), Association française de normalisation (AFNOR), Austrian Standards International (ASI), British Standards Institution (BSI), Bureau de normalisation/Bureau voor Normalisatie (NBN), Dansk Standard (DS), Deutsches Institut für Normung eV (DIN), Koninklijk Nederlands Normalisatie Instituut (NEN), Schweizerische Normen-Vereinigung (SNV), Standard Norge (SN), Suomen Standardisoimisliitto ry (SFS), Svenska institutet för standarder (SIS) και Institut za standardizaciju Srbije (ISS) (στο εξής, από κοινού: πρωτοδίκως παρεμβαίνοντες), να παρέμβουν υπέρ της Επιτροπής στην υπόθεση Τ-185/19.

23      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι αναιρεσείουσες προέβαλαν δύο λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, υποστήριξαν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε νομικά σφάλματα και σφάλματα εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή της εξαίρεσης του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, διότι, αφενός, τα επίδικα εναρμονισμένα πρότυπα ουδόλως προστατεύονταν από δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας και, αφετέρου, δεν είχε αποδειχθεί καμία προσβολή των εμπορικών συμφερόντων της CEN και των εθνικών μελών της.

24      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, οι αναιρεσείουσες ισχυρίστηκαν ότι η Επιτροπή, αφενός, υπέπεσε σε νομικά σφάλματα όσον αφορά την έλλειψη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταία υποπερίοδος, και, αφετέρου, παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης, καθόσον έκρινε ότι κανένα υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, δεν δικαιολογούσε τη γνωστοποίηση των επίδικων εναρμονισμένων προτύπων και δεν αιτιολόγησε επαρκώς την άρνησή της να αναγνωρίσει την ύπαρξη τέτοιου υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος.

25      Απαντώντας στον πρώτο λόγο ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε, στη σκέψη 29 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο κανονισμός 1049/2001 έχει ως σκοπό να παράσχει στο κοινό ένα δικαίωμα όσο το δυνατόν ευρύτερης πρόσβασης στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού, το δικαίωμα πρόσβασης καλύπτει τόσο τα έγγραφα που έχουν καταρτιστεί από τα θεσμικά όργανα όσο και τα έγγραφα που αυτά έχουν λάβει από τρίτους, περιλαμβανομένου κάθε νομικού προσώπου, διαπίστωσε, στις σκέψεις 30 και 31 της ως άνω αποφάσεως, ότι το εν λόγω δικαίωμα υπόκειται σε ορισμένα όρια τα οποία βασίζονται σε λόγους δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος .

26      Κατά πρώτον, όσον αφορά το ενδεχόμενο να θίγεται η προστασία των εμπορικών συμφερόντων η οποία απορρέει από δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας στα επίδικα εναρμονισμένα πρότυπα, καθώς και το ζήτημα αν τα εν λόγω εναρμονισμένα πρότυπα μπορούν, καίτοι αποτελούν μέρος του δικαίου της Ένωσης, να προστατεύονται με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας, το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 40 έως 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι απόκειται στην αρχή ενώπιον της οποίας υποβάλλεται αίτηση πρόσβασης σε έγγραφα προερχόμενα από τρίτο να διαπιστώσει αν υφίστανται αντικειμενικά και συγκλίνοντα στοιχεία που θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν την ύπαρξη του προβαλλόμενου από τον ενδιαφερόμενο τρίτο δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας.

27      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 47 και 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε σφάλμα κρίνοντας ότι το απαιτούμενο ελάχιστο όριο πρωτοτυπίας προκειμένου να υφίσταται «έργο», κατά την έννοια της νομολογίας, που θα είναι, ως εκ τούτου, επιλέξιμο για την προστασία αυτή πληρούνταν εν προκειμένω ως προς τα επίδικα εναρμονισμένα πρότυπα.

28      Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι είναι εσφαλμένος ο ισχυρισμός των αναιρεσειουσών ότι, στον βαθμό που το Δικαστήριο διαπίστωσε με την απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2016, James Elliott Construction (C‑613/14, EU:C:2016:821), ότι τα πρότυπα αυτά αποτελούν μέρος του «δικαίου της Ένωσης», η πρόσβαση στα εν λόγω πρότυπα θα έπρεπε να είναι ελεύθερη και δωρεάν, με συνέπεια να μην τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωσή τους καμία από τις εξαιρέσεις από το δικαίωμα πρόσβασης.

29      Κατά δεύτερον, όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι τα επίδικα εναρμονισμένα πρότυπα δεν προστατεύονται από δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας, διότι δεν συνιστούν «προσωπικό πνευματικό δημιούργημα», κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, όπερ συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για την παροχή τέτοιας προστασίας, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 59 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει τεκμηριωθεί επαρκώς.

30      Κατά τρίτον, όσον αφορά την ύπαρξη σφάλματος εκτιμήσεως ως προς το ζήτημα αν εθίγησαν προστατευόμενα εμπορικά συμφέροντα, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε, στις σκέψεις 65 και 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η πώληση προτύπων είναι βασική συνιστώσα του οικονομικού μοντέλου που ακολουθούν όλοι οι οργανισμοί τυποποίησης. Στον βαθμό που η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι τα επίδικα εναρμονισμένα πρότυπα προστατεύονταν με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας, λόγω του οποίου ήταν προσβάσιμα στους ενδιαφερομένους αποκλειστικώς και μόνον κατόπιν καταβολής τέλους, η δωρεάν γνωστοποίησή τους βάσει του κανονισμού 1049/2001 μπορούσε να θίξει συγκεκριμένα και πραγματικά τα εμπορικά συμφέροντα της CEN και των εθνικών μελών της. Το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε, στη σκέψη 71 της ως άνω αποφάσεως, ότι το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί τυποποίησης συμβάλλουν στην εκπλήρωση αποστολής δημοσίου συμφέροντος παρέχοντας υπηρεσίες πιστοποίησης όσον αφορά τη συμβατότητα με την ισχύουσα νομοθεσία ουδόλως μεταβάλλει το καθεστώς τους ως ιδιωτικών φορέων που ασκούν οικονομική δραστηριότητα.

31      Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, στη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τον πρώτο λόγο ακυρώσεως στο σύνολό του.

32      Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες είχε τρία σκέλη.

33      Όσον αφορά το τρίτο σκέλος του ως άνω λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορούσε ανεπαρκή αιτιολογία της άρνησης της Επιτροπής να αναγνωρίσει την ύπαρξη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, κατ’ αρχάς, στη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, στην επίδικη απόφαση, η Επιτροπή ανέφερε ότι η απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2016, James Elliott Construction (C‑613/14, EU:C:2016:821), δεν δημιουργούσε υποχρέωση προδραστικής δημοσίευσης των εναρμονισμένων προτύπων στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτε ίδρυε αυτομάτως υπέρτερο δημόσιο συμφέρον για τη γνωστοποίησή τους. Εν συνεχεία, στις σκέψεις 87 και 88 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι η Επιτροπή αντέκρουσε τους ισχυρισμούς των αναιρεσειουσών ότι, σε περιβαλλοντικά θέματα, υφίστανται υποχρεώσεις διαφάνειας λόγω των οποίων θεωρείται ότι υπάρχει δημόσιο συμφέρον που υπερισχύει της προστασίας των εμπορικών συμφερόντων ενός συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου και ότι η Επιτροπή προσέθεσε ότι δεν ήταν σε θέση να εντοπίσει οποιοδήποτε υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που να δικαιολογεί τη γνωστοποίηση. Τέλος, στη σκέψη 91 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε ότι, μολονότι η Επιτροπή όφειλε να εκθέσει τους λόγους που δικαιολογούν την εφαρμογή, στην προκειμένη περίπτωση, μιας εκ των προβλεπόμενων από τον κανονισμό 1049/2001 εξαιρέσεων από το δικαίωμα πρόσβασης, εντούτοις δεν είχε υποχρέωση να παράσχει άλλες πληροφορίες πέραν εκείνων οι οποίες είναι αναγκαίες για να μπορούν ο μεν αιτών την πρόσβαση να κατανοήσει για ποιους λόγους εκδόθηκε η απόφασή της, το δε Γενικό Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα της αποφάσεως αυτής.

34      Όσον αφορά την ύπαρξη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλει την ελεύθερη πρόσβαση των πολιτών στη νομοθεσία, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, πρώτον, στις σκέψεις 99 έως 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείουσες επιχείρησαν να εξαιρέσουν εντελώς την κατηγορία των εναρμονισμένων προτύπων από το πεδίο εφαρμογής του συστήματος των ουσιαστικής φύσης εξαιρέσεων το οποίο θεσπίζει ο κανονισμός 1049/2001, χωρίς ωστόσο να τεκμηριώσουν για ποιους συγκεκριμένους λόγους δικαιολογείται η γνωστοποίηση των επίδικων εναρμονισμένων προτύπων και χωρίς να εξηγήσουν σε ποιον βαθμό η γνωστοποίηση των αυτών προτύπων θα πρέπει να υπερισχύει της προστασίας των εμπορικών συμφερόντων της CEN ή των εθνικών μελών της.

35      Δεύτερον, το δημόσιο συμφέρον προς διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του ευρωπαϊκού συστήματος τυποποίησης, του οποίου σκοπός είναι να διευκολύνει την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων κατοχυρώνοντας παράλληλα ένα ελάχιστο επίπεδο ασφάλειας που να είναι ισοδύναμο για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, υπερισχύει της κατοχύρωσης της ελεύθερης και δωρεάν πρόσβασης στα εναρμονισμένα πρότυπα.

36      Τρίτον, ο κανονισμός 1025/2012 προβλέπει ρητώς ένα καθεστώς δημοσίευσης περιοριζόμενης στα στοιχεία αναφοράς των εναρμονισμένων προτύπων και επιτρέπει την επί πληρωμή πρόσβαση στα εν λόγω πρότυπα για όσους επιθυμούν να τύχουν του τεκμηρίου συμμόρφωσης που ισχύει υπέρ των προτύπων αυτών.

37      Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 104 και 105 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε σφάλμα κρίνοντας, στην επίδικη απόφαση, ότι κανένα υπέρτερο δημόσιο συμφέρον δεν δικαιολογούσε τη γνωστοποίηση των επίδικων εναρμονισμένων προτύπων δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταία υποπερίοδος, του κανονισμού 1049/2001. Το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε, στη σκέψη 107 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι πέραν του ότι οι αναιρεσείουσες δεν προσδιόρισαν από πού ακριβώς πηγάζει η «συνταγματική αρχή» η οποία επιβάλλει την ελεύθερη και δωρεάν πρόσβαση στα εναρμονισμένα πρότυπα, ουδόλως δικαιολόγησαν γιατί αυτά θα έπρεπε να υπόκεινται στις επιταγές της δημοσιότητας και της προσβασιμότητας οι οποίες ισχύουν για «τη νομοθεσία», δεδομένου ότι τα εναρμονισμένα πρότυπα δεν είναι κανόνες δεσμευτικής ισχύος, παράγουν τα έννομα αποτελέσματα που τους προσδίδονται μόνον έναντι των ενδιαφερομένων και διατίθενται δωρεάν προς αναζήτηση και ανάγνωση σε ορισμένες βιβλιοθήκες στα κράτη μέλη.

38      Όσον αφορά την ύπαρξη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος το οποίο απορρέει από την υποχρέωση διαφάνειας σε περιβαλλοντικά θέματα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 119 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τόσο η Σύμβαση για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, η οποία υπογράφηκε στο Aarhus στις 25 Ιουνίου 1998 και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2005/370/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2005 (ΕΕ 2005, L 124, σ. 1), όσο και ο κανονισμός 1367/2006 προβλέπουν την πρόσβαση του κοινού στις περιβαλλοντικές πληροφορίες είτε κατόπιν αιτήσεως είτε στο πλαίσιο της ενεργού διάδοσής τους από τις οικείες αρχές και τα οικεία θεσμικά όργανα. Εφόσον όμως οι ως άνω αρχές και τα ως άνω θεσμικά όργανα μπορούν να απορρίψουν αίτηση πρόσβασης σε πληροφορίες όταν αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής ορισμένων εξαιρέσεων, οι εν λόγω αρχές και τα εν λόγω θεσμικά όργανα δεν υπέχουν υποχρέωση ενεργού διάδοσης των πληροφοριών αυτών.

39      Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εκ των ανωτέρω, στη σκέψη 129 της ως άνω αποφάσεως, ότι τα επίδικα εναρμονισμένα πρότυπα δεν εντάσσονται στη σφαίρα των πληροφοριών που αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωσή τους το τεκμήριο το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του ως άνω κανονισμού, κατά το οποίο θεωρείται ότι υπάρχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, το οποίο επιβάλλει τη δημοσιοποίηση τέτοιου είδους προτύπων.

40      Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 130 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απέρριψε τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως στο σύνολό του, καθώς και την προσφυγή.

 Αιτήματα των διαδίκων στην αναιρετική δίκη

41      Με την αίτηση αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να χορηγήσει πρόσβαση στα επίδικα εναρμονισμένα πρότυπα·

–        επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

42      Η Επιτροπή και οι πρωτοδίκως παρεμβαίνοντες ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως, και

–        να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Επί του αιτήματος για επανάληψη της προφορικής διαδικασίας

43      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 17 Αυγούστου 2023, οι πρωτοδίκως παρεμβαίνοντες ζήτησαν την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 83 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

44      Προς στήριξη του αιτήματός τους, υποστηρίζουν ότι οι προτάσεις της γενικής εισαγγελέα, οι οποίες αναπτύχθηκαν στις 22 Ιουνίου 2023, στηρίζονται σε πλείονες παραδοχές οι οποίες δεν θεμελιώνονται σε πραγματικά περιστατικά, ή είναι ακόμη και εσφαλμένες, και απαιτούν, τουλάχιστον, μια πιο διεξοδική συζήτηση. Επιπλέον, θεωρούν ότι απαιτείται κατά μείζονα λόγο εμπεριστατωμένη ανταλλαγή επιχειρημάτων, καθόσον η γενική εισαγγελέας στηρίχθηκε σε ανακριβείς παραδοχές και η προσέγγιση που υιοθέτησε στις προτάσεις της, ιδίως εκείνη κατά την οποία «το σύστημα τυποποίησης της Ένωσης δεν απαιτεί […] την επί πληρωμή πρόσβαση στα [εναρμονισμένα τεχνικά πρότυπα]», δημιουργεί κίνδυνο για τη λειτουργία του συστήματος αυτού.

45      Σύμφωνα με το άρθρο 83 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, ιδίως αν κρίνει ότι δεν έχει διαφωτιστεί επαρκώς ή όταν ένας διάδικος, μετά τη λήξη της διαδικασίας αυτής, επικαλείται νέο πραγματικό περιστατικό δυνάμενο να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της αποφάσεως του Δικαστηρίου, ή ακόμα όταν, προς επίλυση της διαφοράς, το Δικαστήριο χρειάζεται να στηριχθεί σε επιχείρημα επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των διαδίκων ή των ενδιαφερομένων κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

46      Εν προκειμένω δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση. Πράγματι, οι πρωτοδίκως παρεμβαίνοντες και η Επιτροπή εξέθεσαν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, την εκ μέρους τους εκτίμηση του πραγματικού πλαισίου της διαφοράς. Μεταξύ άλλων, είχαν την ευκαιρία να εκφράσουν την άποψή τους επί της έκθεσης των πραγματικών περιστατικών, όπως αυτή περιλαμβάνεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και στην αίτηση αναιρέσεως, καθώς και να διευκρινίσουν τους λόγους για τους οποίους, κατά την άποψή τους, το ευρωπαϊκό σύστημα τυποποίησης απαιτεί την επί πληρωμή πρόσβαση στα επίδικα εναρμονισμένα πρότυπα. Επομένως, το Δικαστήριο εκτιμά, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, ότι έχει στη διάθεσή του όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να αποφανθεί.

47      Εξάλλου, όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι οι προτάσεις της γενικής εισαγγελέα περιέχουν κατευθύνσεις οι οποίες ενέχουν κίνδυνο για τη λειτουργία του ευρωπαϊκού συστήματος τυποποίησης, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο Κανονισμός Διαδικασίας δεν προβλέπουν τη δυνατότητα των ενδιαφερόμενων μερών να διατυπώνουν παρατηρήσεις σε απάντηση των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2017, Polbud – Wykonawstwo, C‑106/16, EU:C:2017:804, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Πράγματι, δυνάμει του άρθρου 252, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο ρόλος του γενικού εισαγγελέα είναι να διατυπώνει δημοσίως, με πλήρη αμεροληψία και ανεξαρτησία, αιτιολογημένες προτάσεις επί των υποθέσεων στις οποίες απαιτείται, σύμφωνα με τον Οργανισμό του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η παρέμβασή του. Συναφώς, το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα ούτε από την αιτιολογία βάσει της οποίας καταλήγει στην τελική πρότασή του. Κατά συνέπεια, η διαφωνία οποιουδήποτε από τους ενδιαφερομένους με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, όποια και αν είναι τα ζητήματα που εξετάζει ο γενικός εισαγγελέας με τις προτάσεις του αυτές, δεν συνιστά επαρκή λόγο για την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας (απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Vnuk, C‑162/13, EU:C:2014:2146, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο εκτιμά ότι δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

50      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν δύο λόγους. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται νομικό σφάλμα στο οποίο υπέπεσε κατ’ αυτές το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι τα επίδικα εναρμονισμένα πρότυπα εμπίπτουν στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, η οποία αποσκοπεί στην προστασία των εμπορικών συμφερόντων συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, συμπεριλαμβανομένων των αφορώντων τη διανοητική ιδιοκτησία. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται νομικό σφάλμα ως προς την αναγνώριση υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταία υποπερίοδος, το οποίο να δικαιολογεί τη γνωστοποίηση των κανόνων αυτών.

51      Πρέπει να εξεταστεί κατ’ αρχάς ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

52      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, κρίνοντας ότι δεν υπήρχε υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταία υποπερίοδος, του κανονισμού 1049/2001, το οποίο να δικαιολογεί τη γνωστοποίηση των επίδικων εναρμονισμένων προτύπων.

53      Κατά πρώτον, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε, στις σκέψεις 98 έως 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι αναιρεσείουσες δεν κατέδειξαν τους συγκεκριμένους λόγους που δικαιολογούσαν την εκ μέρους τους υποβολή αίτησης πρόσβασης λόγω της ύπαρξης υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος για τη γνωστοποίηση των επίδικων εναρμονισμένων προτύπων.

54      Συναφώς, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, κατ’ αρχάς, ότι τα επίδικα εναρμονισμένα πρότυπα αποτελούν μέρος του δικαίου της Ένωσης, η πρόσβαση στο οποίο πρέπει να είναι ελεύθερη. Στη συνέχεια, υποστηρίζουν ότι τα πρότυπα αυτά αφορούν ζητήματα θεμελιώδη για τους καταναλωτές, ήτοι την ασφάλεια των παιχνιδιών. Τέλος, προβάλλουν ότι τέτοιου είδους πρότυπα είναι επίσης πολύ σημαντικά για τους κατασκευαστές και όλους τους λοιπούς συμμετέχοντες στην αλυσίδα εφοδιασμού, δεδομένου ότι υφίσταται τεκμήριο συμμόρφωσης των οικείων προϊόντων προς τη νομοθεσία της Ένωσης εφόσον πληρούνται οι απαιτήσεις που προβλέπονται από τα εν λόγω πρότυπα.

55      Κατά δεύτερον, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στις σκέψεις 102 και 103 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, κρίνοντας ότι το δημόσιο συμφέρον προς διασφάλιση της λειτουργικότητας του ευρωπαϊκού συστήματος τυποποίησης υπερισχύει της κατοχύρωσης της ελεύθερης και δωρεάν πρόσβασης στα εναρμονισμένα πρότυπα.

56      Επιπλέον, κατά τις αναιρεσείουσες, η λειτουργικότητα του ευρωπαϊκού συστήματος τυποποίησης δεν εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, η οποία αφορά μόνον την προστασία των εμπορικών συμφερόντων ενός συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, συμπεριλαμβανομένων των αφορώντων τη διανοητική ιδιοκτησία. Κρίνοντας ότι το δημόσιο συμφέρον για τη διασφάλιση της λειτουργικότητας του ευρωπαϊκού συστήματος τυποποίησης εμπίπτει στη διάταξη αυτή, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως εισήγαγε εξαίρεση μη προβλεπόμενη από τον ως άνω κανονισμό.

57      Κατά τρίτον, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, στις σκέψεις 104 και 105 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επιβεβαιώνοντας την εκτίμηση της Επιτροπής, κατά την οποία η απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2016, James Elliott Construction (C‑613/14, EU:C:2016:821), δεν δημιουργεί υποχρέωση προδραστικής δημοσίευσης των εναρμονισμένων προτύπων στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτε ιδρύει αυτομάτως υπέρτερο δημόσιο συμφέρον το οποίο να δικαιολογεί τη γνωστοποίησή τους.

58      Συναφώς, τα επίδικα εναρμονισμένα πρότυπα πρέπει να θεωρούνται νομοθετικά έγγραφα, δεδομένου ότι η διαδικασία έκδοσής τους συνιστά περίπτωση «ελεγχόμενης» νομοθετικής εξουσιοδότησης. Ειδικότερα, τα στοιχεία αναφοράς τέτοιων προτύπων δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η δε Επιτροπή υποχρεώνει τα κράτη μέλη να υιοθετήσουν κάθε εναρμονισμένο πρότυπο, χωρίς τροποποίηση, ως εθνικό πρότυπο εντός προθεσμίας έξι μηνών. Επιπλέον, η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ως αποτέλεσμα ότι τα προϊόντα που καλύπτονται από τη νομοθεσία της Ένωσης και πληρούν τις οριζόμενες στα εναρμονισμένα πρότυπα τεχνικές απαιτήσεις τυγχάνουν τεκμηρίου συμμόρφωσης προς τους κανόνες της Ένωσης.

59      Κατά τέταρτον, οι αναιρεσείουσες επικαλούνται νομικό σφάλμα στο οποίο υπέπεσε κατ’ αυτές το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 107 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνοντας ότι τα εναρμονισμένα πρότυπα παράγουν τα έννομα αποτελέσματα που τους προσδίδονται μόνον έναντι των ενδιαφερομένων. Ειδικότερα, το συμπέρασμα αυτό προσκρούει στη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία τα εναρμονισμένα πρότυπα αποτελούν μέρος του δικαίου της Ένωσης.

60      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τους πρωτοδίκως παρεμβαίνοντες, αντιτείνει, κατ’ αρχάς, ότι οι ισχυρισμοί των αναιρεσειουσών είναι τόσο γενικόλογοι ώστε θα μπορούσαν να ισχύουν για κάθε αίτηση γνωστοποίησης σχετική με εναρμονισμένο πρότυπο.

61      Όσον αφορά τους λόγους που προέβαλαν συγκεκριμένα οι αναιρεσείουσες, η Επιτροπή επισημαίνει, πρώτον, ότι, καίτοι τα επίδικα εναρμονισμένα πρότυπα αποτελούν πράγματι μέρος του δικαίου της Ένωσης, τούτο δεν σημαίνει ότι η πρόσβαση σε αυτά πρέπει να είναι ελεύθερη. Δεύτερον, ως προς το γεγονός ότι τα πρότυπα αυτά αφορούν ζητήματα θεμελιώδη για τους καταναλωτές, η Επιτροπή τονίζει ότι η σχετική επιχειρηματολογία είναι υπερβολικά γενικόλογη προκειμένου να υπερισχύει των λόγων που δικαιολογούν την άρνηση γνωστοποίησης των επίμαχων εγγράφων. Τρίτον, το ενδιαφέρον που έχουν τα εναρμονισμένα πρότυπα για τους κατασκευαστές και τους λοιπούς συμμετέχοντες στην αλυσίδα εφοδιασμού στο πλαίσιο της πρόσβασής τους στην εσωτερική αγορά δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως υπέρτερο δημόσιο συμφέρον το οποίο να δικαιολογεί τη γνωστοποίηση των προτύπων αυτών.

62      Επιπλέον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ελεύθερη και δωρεάν πρόσβαση στα εναρμονισμένα πρότυπα θα είχε συστημικές συνέπειες για τους πρωτοδίκως παρεμβαίνοντες, για τα δικαιώματά τους διανοητικής ιδιοκτησίας και για τα εμπορικά τους έσοδα. Συναφώς, το ευρωπαϊκό σύστημα τυποποίησης δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς επί πληρωμή πρόσβαση στα πρότυπα αυτά, με αποτέλεσμα να τυγχάνει εφαρμογής η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001. Εν πάση περιπτώσει, δεν υφίσταται κατ’ αυτούς υπέρτερο δημόσιο συμφέρον το οποίο να δικαιολογεί τη γνωστοποίηση των εν λόγω προτύπων.

63      Τέλος, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι τα εναρμονισμένα πρότυπα δεν καταρτίζονται στο πλαίσιο νομοθετικής διαδικασίας, αλλά βάσει εντολής παρεχόμενης από την Επιτροπή προς οργανισμό τυποποίησης κατόπιν της έκδοσης νομοθετικής πράξης. Επιπλέον, αφ’ ης στιγμής εκδοθούν από τον οργανισμό τυποποίησης, τα εναρμονισμένα πρότυπα πρέπει να μεταφερθούν στις εθνικές έννομες τάξεις από τα κράτη μέλη του οργανισμού αυτού, σύμφωνα με τους εσωτερικούς διαδικαστικούς κανόνες που τον διέπουν. Εν πάση περιπτώσει, η άμεση πρόσβαση που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 υπόκειται επίσης στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού αυτού.

64      Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

65      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κρίνοντας ότι κανένα υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταία υποπερίοδος, του κανονισμού 1049/2001, δεν δικαιολογούσε τη γνωστοποίηση των επίδικων εναρμονισμένων προτύπων. Κατά την άποψή τους, υφίσταται, δυνάμει της αρχής του κράτους δικαίου, η οποία επιτάσσει την ελεύθερη πρόσβαση στο δίκαιο της Ένωσης, υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί την πρόσβαση στα πρότυπα αυτά για κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την έδρα του σε κράτος μέλος, διότι τα εν λόγω πρότυπα αποτελούν μέρος του δικαίου της Ένωσης.

66      Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, ανεξαρτήτως υποθέματος, διασφαλίζεται σε κάθε πολίτη της Ένωσης και σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο κατοικεί ή έχει την καταστατική έδρα του σε κράτος μέλος από το άρθρο 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, καθώς και από το άρθρο 42 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). Η άσκηση του δικαιώματος αυτού διέπεται, όσον αφορά την πρόσβαση στα έγγραφα του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, από τον κανονισμό 1049/2001, σκοπός του οποίου είναι μεταξύ άλλων, κατά το άρθρο 1 αυτού, να «καθορίσει τις αρχές, τους όρους και τους περιορισμούς» του εν λόγω δικαιώματος, «ώστε να εξασφαλίζεται όσον το δυνατόν ευρύτερη πρόσβαση στα έγγραφα», και να «θεσπίσει κανόνες διασφαλίζοντες την ευχερέστερη δυνατή άσκηση του [ίδιου] δικαιώματος».

67      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού προβλέπει συγκεκριμένα δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, τα θεσμικά αυτά όργανα μπορούν, υπό την επιφύλαξη των ως άνω αρχών, όρων και περιορισμών, να παραχωρήσουν πρόσβαση στα έγγραφα σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δεν κατοικεί ή δεν έχει την έδρα του σε κράτος μέλος.

68      Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση και τελευταία υποπερίοδος, του ίδιου κανονισμού, τα εν λόγω θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε ένα έγγραφο, η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία των εμπορικών συμφερόντων ενός συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, συμπεριλαμβανομένων των αφορώντων τη διανοητική ιδιοκτησία, εκτός εάν για η γνωστοποίηση του εγγράφου δικαιολογείται από υπέρτερο δημόσιο συμφέρον.

69      Επομένως, από το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι η προβλεπόμενη σε αυτήν εξαίρεση δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση κατά την οποία υπέρτερο δημόσιο συμφέρον δικαιολογεί τη γνωστοποίηση του οικείου εγγράφου.

70      Συναφώς, υπενθυμίζεται, κατά πρώτον, ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι εναρμονισμένο πρότυπο το οποίο έχει εκδοθεί βάσει οδηγίας και τα στοιχεία αναφοράς του οποίου έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί μέρος του δικαίου της Ένωσης, λόγω των εννόμων αποτελεσμάτων του (πρβλ. απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2016, James Elliott Construction, C‑613/14, EU:C:2016:821, σκέψη 40).

71      Ειδικότερα, πρώτον, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι τα εναρμονισμένα πρότυπα μπορούν να αντιταχθούν στους ιδιώτες εν γένει μόνον αν έχουν τα ίδια δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, Stichting Rookpreventie Jeugd κ.λπ., C‑160/20, EU:C:2022:101, σκέψη 48).

72      Δεύτερον, όσον αφορά τη διαδικασία κατάρτισης εναρμονισμένων προτύπων, πρέπει να επισημανθεί ότι η διαδικασία αυτή καθορίστηκε από τον νομοθέτη της Ένωσης με τον κανονισμό 1025/2012 και ότι, βάσει των διατάξεων του κεφαλαίου III του κανονισμού, η Επιτροπή διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στο ευρωπαϊκό σύστημα τυποποίησης.

73      Επομένως, πρέπει να επισημανθεί, όπως τόνισε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 23 έως 31 των προτάσεών της, ότι, ακόμη και αν η κατάρτιση των προτύπων αυτών έχει ανατεθεί σε οργανισμό ιδιωτικού δικαίου, αρμόδια να ζητήσει την ανάπτυξη εναρμονισμένου προτύπου στο πλαίσιο της εφαρμογής οδηγίας ή κανονισμού είναι αποκλειστικά η Επιτροπή. Σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 1, τελευταία περίοδος, του κανονισμού 1025/2012, η Επιτροπή προσδιορίζει τις απαιτήσεις όσον αφορά το περιεχόμενο του ζητούμενου εναρμονισμένου προτύπου και την προθεσμία για τη θέσπισή του. Η ως άνω κατάρτιση του προτύπου τελεί υπό την εποπτεία της Επιτροπής, η οποία παρέχει επίσης χρηματοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 15 του ως άνω κανονισμού. Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού, η Επιτροπή αποφασίζει να δημοσιεύσει, να μη δημοσιεύσει ή να δημοσιεύσει με περιορισμούς τα στοιχεία αναφοράς του σχετικού εναρμονισμένου προτύπου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

74      Τρίτον, μολονότι ο κανονισμός 1025/2012 προβλέπει, στο άρθρο 2, σημείο 1, ότι η τήρηση των εναρμονισμένων προτύπων δεν είναι υποχρεωτική, τα προϊόντα που τηρούν τα πρότυπα αυτά τυγχάνουν, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού, τεκμηρίου συμμόρφωσης προς τις βασικές απαιτήσεις σχετικά με τα εν λόγω προϊόντα οι οποίες προβλέπονται στη σχετική περί εναρμόνισης νομοθεσία της Ένωσης. Το έννομο αυτό αποτέλεσμα που προσδίδεται από την ως άνω νομοθεσία αποτελεί ένα από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των εν λόγω προτύπων και τα καθιστά βασικό εργαλείο, προκειμένου οι οικονομικοί φορείς να τυγχάνουν του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας αγαθών ή υπηρεσιών εντός της αγοράς της Ένωσης.

75      Πιο συγκεκριμένα, μπορεί να είναι δυσχερής, αν όχι αδύνατη, για τους οικονομικούς φορείς η χρήση άλλης διαδικασίας πλην της συμμόρφωσης προς τέτοιου είδους πρότυπα, όπως η χρήση των υπηρεσιών μεμονωμένου εμπειρογνώμονα, λαμβανομένων υπόψη των συνακόλουθων διοικητικών δυσχερειών και πρόσθετων εξόδων (πρβλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012, Fra.bo, C‑171/11, EU:C:2012:453, σκέψεις 29 και 30).

76      Κατά συνέπεια, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 43 των προτάσεών της, όταν προβλέπεται από τη νομοθεσία της Ένωσης ότι η τήρηση ενός εναρμονισμένου προτύπου δημιουργεί τεκμήριο συμμόρφωσης προς τις βασικές απαιτήσεις της νομοθεσίας αυτής, τούτο σημαίνει ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που επιδιώκει να αμφισβητήσει λυσιτελώς το εν λόγω τεκμήριο όσον αφορά συγκεκριμένο προϊόν ή υπηρεσία πρέπει να αποδείξει ότι το συγκεκριμένο προϊόν ή η συγκεκριμένη υπηρεσία δεν ανταποκρίνεται στο πρότυπο αυτό ή ότι το εν λόγω πρότυπο είναι πλημμελές.

77      Εν προκειμένω, τρία από τα τέσσερα επίδικα εναρμονισμένα πρότυπα, ήτοι το πρότυπο EN 71‑5:2015, με τίτλο «Ασφάλεια παιχνιδιών – Μέρος 5: Χημικά παιχνίδια (συλλογές) πλην συλλογών πειραμάτων χημείας», το πρότυπο EN 71‑4:2013, με τίτλο «Ασφάλεια παιχνιδιών – Μέρος 4: Συλλογές χημικών πειραμάτων και συναφών δραστηριοτήτων», και το πρότυπο EN 71‑12:2013, με τίτλο «Ασφάλεια παιχνιδιών – Μέρος 12: Ν-νιτροζαμίνες και Ν-νιτροζώσιμες ουσίες», παραπέμπουν στην οδηγία 2009/48. Τα στοιχεία αναφοράς τους έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 13ης Νοεμβρίου 2015 (ΕΕ 2015, C 378, σ. 1). Βάσει του άρθρου 13 της ως άνω οδηγίας, τα παιχνίδια που έχουν κατασκευαστεί σύμφωνα με τα πρότυπα αυτά τυγχάνουν τεκμηρίου συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις των εν λόγω προτύπων.

78      Όσον αφορά το πρότυπο EN 12472:2005+A 1:2009, με τίτλο «Μέθοδος για την προσομοίωση φθοράς και διάβρωσης για την ανίχνευση της απελευθέρωσης νικελίου από επικαλυμμένα αντικείμενα», τούτο παραπέμπει στον κανονισμό 1907/2006.

79      Μολονότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 74 της παρούσας αποφάσεως, η τήρηση των εναρμονισμένων προτύπων δεν είναι κατά κανόνα υποχρεωτική, το πρότυπο αυτό είναι, εν προκειμένω, προδήλως υποχρεωτικό, στον βαθμό που ο κανονισμός 1907/2006 προβλέπει, στο σημείο 27, παράγραφος 3, του πίνακα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα XVII του κανονισμού, ότι, όσον αφορά το νικέλιο, τα πρότυπα που έχει εγκρίνει η CEN πρέπει να χρησιμοποιούνται ως μέθοδοι δοκιμασίας για να αποδεικνύεται ότι τα οικεία προϊόντα είναι σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του ως άνω σημείου 27.

80      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, επιβάλλεται, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 70 της παρούσας αποφάσεως, η διαπίστωση ότι τα επίδικα εναρμονισμένα πρότυπα αποτελούν μέρος του δικαίου της Ένωσης.

81      Κατά δεύτερον, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 52 των προτάσεών της, το άρθρο 2 ΣΕΕ προβλέπει ότι η Ένωση βασίζεται στην αρχή του κράτους δικαίου, η οποία επιτάσσει την ελεύθερη πρόσβαση όλων των φυσικών και νομικών προσώπων της Ένωσης στο δίκαιο της Ένωσης, καθώς και τη δυνατότητα των πολιτών να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους (απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, Stichting Rookpreventie Jeugd κ.λπ., C‑160/20, EU:C:2022:101, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η εν λόγω ελεύθερη πρόσβαση πρέπει, ιδίως, να παρέχει σε κάθε πρόσωπο, το οποίο ένας νόμος αποσκοπεί να προστατεύσει, τη δυνατότητα να εξακριβώνει, εντός των ορίων που τίθενται από το δίκαιο, ότι οι αποδέκτες των κανόνων που θεσπίζει ο εν λόγω νόμος συμμορφώνονται πράγματι προς τους κανόνες αυτούς.

82      Επομένως, ένα εναρμονισμένο πρότυπο, ως εκ των αποτελεσμάτων που του προσδίδει μια νομοθεσία της Ένωσης, μπορεί να εξειδικεύει τόσο τα δικαιώματα που παρέχονται στους πολίτες όσο και τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλονται, η δε εξειδίκευση αυτή μπορεί να τους είναι απαραίτητη προκειμένου οι πολίτες να εξακριβώνουν αν ένα συγκεκριμένο προϊόν ή μια συγκεκριμένη υπηρεσία είναι πράγματι σύμφωνη προς τις απαιτήσεις της νομοθεσίας της Ένωσης.

83      Κατά τρίτον, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της διαφάνειας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αρχή της όσο το δυνατόν πιο ανοικτής λήψης αποφάσεων, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, και στο άρθρο 10, παράγραφος 3, ΣΕΕ, στο άρθρο 15, παράγραφος 1, και στο άρθρο 298, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθώς και στο άρθρο 42 του Χάρτη. Εξασφαλίζει, μεταξύ άλλων, μεγαλύτερη νομιμότητα, αποτελεσματικότητα και υπευθυνότητα της Διοίκησης έναντι του πολίτη σε ένα δημοκρατικό σύστημα (πρβλ. απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, Stichting Rookpreventie Jeugd κ.λπ., C‑160/20, EU:C:2022:101, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

84      Προς τούτο, διασφαλίζεται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και κατοχυρώνεται στο άρθρο 42 του Χάρτη δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα, το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή, μεταξύ άλλων, με τον κανονισμό 1049/2001, ο οποίος, στο άρθρο 2, παράγραφος 3, προβλέπει ότι ο κανονισμός εφαρμόζεται σε όλα τα έγγραφα στην κατοχή του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής (πρβλ. απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, Stichting Rookpreventie Jeugd κ.λπ., C‑160/20, EU:C:2022:101, σκέψη 36).

85      Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι η γνωστοποίηση των επίδικων εναρμονισμένων προτύπων δικαιολογείται από υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταία υποπερίοδος, του κανονισμού 1049/2001.

86      Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα καθόσον έκρινε, στις σκέψεις 104 και 105 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι κανένα υπέρτερο δημόσιο συμφέρον δεν δικαιολογούσε τη γνωστοποίηση, δυνάμει της διατάξεως αυτής, των επίδικων εναρμονισμένων προτύπων.

87      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως και, χωρίς να είναι αναγκαία η εξέταση του πρώτου λόγου αναιρέσεως, να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

 Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

88      Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εάν η αναίρεση κριθεί βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση. Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω.

89      Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 65 έως 87 της παρούσας αποφάσεως, η Επιτροπή όφειλε να αναγνωρίσει, με την επίδικη απόφαση, την ύπαρξη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταία υποπερίοδος, του κανονισμού 1049/2001, απορρέοντος από τις αρχές του κράτους δικαίου, της διαφάνειας, της όσο το δυνατόν πιο ανοικτής λήψης αποφάσεων και της χρηστής διακυβέρνησης και δικαιολογεί τη γνωστοποίηση των επίδικων εναρμονισμένων προτύπων, τα οποία αποτελούν, λόγω των εννόμων αποτελεσμάτων τους, μέρος του δικαίου της Ένωσης.

90      Υπό τις συνθήκες αυτές, η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

91      Σύμφωνα με το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αυτό αποφαίνεται επί των εξόδων.

92      Το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού, ορίζει ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

93      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδα τόσο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου όσο και της αναιρετικής διαδικασίας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα των αναιρεσειουσών.

94      Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αναίρεση δεν ασκήθηκε από παρεμβαίνοντα πρωτοδίκως, αυτός μπορεί να καταδικαστεί στα έξοδα της αναιρετικής δίκης μόνον αν έλαβε μέρος στην ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφη ή προφορική διαδικασία. Όταν ο εν λόγω διάδικος μετέχει στη δίκη, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι αυτός φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Δεδομένου ότι οι πρωτοδίκως παρεμβαίνοντες μετείχαν στην ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφη και προφορική αναιρετική διαδικασία, πρέπει να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

1)      Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 14ης Ιουλίου 2021, Public.Resource.Org και Right to Know κατά Επιτροπής (T185/19, EU:T:2021:445).

2)      Ακυρώνει την απόφαση C(2019) 639 final της Επιτροπής, της 22ας Ιανουαρίου 2019.

3)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα τόσο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και της αναιρετικής διαδικασίας.

4)      Οι Comité européen de normalisation (CEN), Asociación Española de Normalización (UNE), Asociația de Standardizare din România (ASRO), Association française de normalisation (AFNOR), Austrian Standards International (ASI), British Standards Institution (BSI), Bureau de normalisation/Bureau voor Normalisatie (NBN), Dansk Standard (DS), Deutsches Institut für Normung eV (DIN), Koninklijk Nederlands Normalisatie Instituut (NEN), Schweizerische Normen Vereinigung (SNV), Standard Norge (SN), Suomen Standardisoimisliitto ry (SFS), Svenska institutet för standarder (SIS) και Institut za standardizaciju Srbije (ISS) φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους τα οποία αφορούν τόσο την πρωτόδικη όσο και την αναιρετική διαδικασία.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.