Language of document : ECLI:EU:C:2021:434

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 3ης Ιουνίου 2021 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Νομική προστασία των βάσεων δεδομένων – Οδηγία 96/9/ΕΚ – Άρθρο 7 – Δικαίωμα “ειδικής φύσεως” των κατασκευαστών βάσεων δεδομένων – Απαγόρευση της εκ μέρους οποιουδήποτε τρίτου “εξαγωγής” ή “επαναχρησιμοποιήσεως” του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου της βάσεως δεδομένων χωρίς την άδεια του κατασκευαστή – Βάση δεδομένων ελευθέρως προσβάσιμη στο Διαδίκτυο – Μεταμηχανή αναζητήσεως εξειδικευμένη στην αναζήτηση αγγελιών ευρέσεως εργασίας – Εξαγωγή και/ή επαναχρησιμοποίηση του περιεχομένου βάσεως δεδομένων – Ενδεχόμενο να θίγεται η ουσιώδης επένδυση για την απόκτηση, τον έλεγχο ή την παρουσίαση του περιεχομένου βάσεως δεδομένων»

Στην υπόθεση C‑762/19,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Rīgas apgabaltiesas Civillietu tiesas kolēģija (περιφερειακό δικαστήριο Ρίγας, πολιτικό τμήμα, Λεττονία) με απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Οκτωβρίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης

«CVOnline Latvia» SIA

κατά

«Melons» SIA,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, M. Ilešič (εισηγητή), E. Juhász, Κ. Λυκούργο και I. Jarukaitis, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: M. Aleksejev, προϊστάμενος μονάδας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Οκτωβρίου 2020,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η «CV‑Online Latvia» SIA, εκπροσωπούμενη από την L. Fjodorova και τον U. Zeltiņš, advokāti,

–        η «Melons» SIA, εκπροσωπούμενη από τον A. Upenieks,

–        η Λεττονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη, αρχικώς μεν από τις V. Soņeca, K. Pommere και L. Juškeviča, εν συνεχεία δε από την K. Pommere,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την J. Samnadda και τον E. Kalniņš,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Ιανουαρίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 96/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 1996, σχετικά με τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων (ΕΕ 1996, L 77, σ. 20).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της «CV‑Online Latvia» SIA (στο εξής: CV‑Online) και της «Melons» SIA σχετικά με την εκ μέρους της δεύτερης εμφάνιση, στον κατάλογο των αποτελεσμάτων που δημιουργεί η μηχανή της αναζητήσεως, διαδικτυακού υπερσυνδέσμου ανακατευθύνσεως προς τον ιστότοπο της CV‑Online, καθώς και μεταετικετών τις οποίες εισάγει η τελευταία στον προγραμματισμό του ιστοτόπου αυτού.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 7, 39 έως 42 και 47 της οδηγίας 96/9 έχουν ως εξής:

«(7)      [Εκτιμώντας] ότι, για την κατασκευή βάσεων δεδομένων, απαιτείται η επένδυση σημαντικών ανθρώπινων, τεχνικών και οικονομικών πόρων, ενώ η αντιγραφή των εν λόγω βάσεων δεδομένων ή η πρόσβαση σε αυτές είναι δυνατή με κόστος πολύ μικρότερο από εκείνο που συνεπάγεται η ανεξάρτητη δημιουργία τους·

[…]

(39)      ότι, εκτός από την προστασία βάσει του δικαιώματος του δημιουργού λόγω της πρωτότυπης επιλογής ή διευθέτησης του περιεχομένου μιας βάσης δεδομένων, η παρούσα οδηγία επιδιώκει την προστασία των κατασκευαστών βάσεων δεδομένων έναντι της ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από οικονομικές και επαγγελματικές επενδύσεις για την αναζήτηση και συγκέντρωση του περιεχομένου, προστατεύοντας το σύνολο ή ουσιώδη μέρη της βάσης δεδομένων έναντι ορισμένων πράξεων στις οποίες προβαίνει ο χρήστης ή ανταγωνιστής·

(40)      ότι, με το εν λόγω δικαίωμα ειδικής φύσεως, επιδιώκεται η προστασία των επενδύσεων στην απόκτηση, επαλήθευση ή παρουσίαση του περιεχομένου μιας βάσης δεδομένων για την περιορισμένη διάρκεια ισχύος του δικαιώματος· ότι οι επενδύσεις αυτές είναι δυνατόν να συνίστανται σε διάθεση χρηματοδοτικών μέσων ή/και δαπάνη χρόνου, προσπαθειών και ενέργειας·

(41)      ότι, με το δικαίωμα ειδικής φύσεως, επιδιώκεται να παρασχεθεί στον κατασκευαστή μιας βάσης δεδομένων η δυνατότητα να εμποδίζει τη χωρίς άδεια εξαγωγή ή/και επαναχρησιμοποίηση του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου της βάσης δεδομένων· ότι ο κατασκευαστής μιας βάσης δεδομένων είναι το πρόσωπο που λαμβάνει την πρωτοβουλία και επωμίζεται τον κίνδυνο των επενδύσεων· ότι, για το λόγο αυτό, ο ορισμός του κατασκευαστή δεν καλύπτει, ιδίως, τους εργολάβους·

(42)      ότι το ειδικό δικαίωμα παρεμπόδισης της χωρίς άδεια εξαγωγής ή/και επαναχρησιμοποίησης αφορά τις πράξεις του χρήστη που υπερβαίνουν τα νόμιμα δικαιώματά του και, συνεπώς, θίγουν την επένδυση· ότι το δικαίωμα απαγόρευσης της εξαγωγής ή/και επαναχρησιμοποίησης του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου δεν αφορά μόνον την κατασκευή παρασιτικού ανταγωνιστικού προϊόντος αλλά και τον χρήστη ο οποίος, με τις πράξεις του, θίγει σημαντικά την επένδυση, κατά ποσοτική ή ποιοτική αξιολόγηση·

[…]

(47)      ότι, προκειμένου να ευνοηθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ προμηθευτών προϊόντων και [παρόχων] υπηρεσιών στον τομέα της αγοράς πληροφοριών, η προστασία με το δικαίωμα ειδικής φύσεως δεν πρέπει να ασκείται με τρόπο ώστε να διευκολύνει τις καταχρήσεις δεσπόζουσας θέσης, ιδίως όσον αφορά τη δημιουργία και κυκλοφορία νέων προϊόντων και υπηρεσιών που παρουσιάζουν προστιθέμενη αξία, πνευματικού, τεκμηριωτικού, τεχνικού, οικονομικού ή εμπορικού χαρακτήρα· ότι, κατά συνέπεια, οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν θίγουν την εφαρμογή των εθνικών ή [ενωσιακών] κανόνων ανταγωνισμού».

4        Στο κεφάλαιο I της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», περιλαμβάνεται το άρθρο 1, το οποίο ορίζει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«1.      Η παρούσα οδηγία αφορά τη νομική προστασία των πάσης μορφής βάσεων δεδομένων.

2.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως “βάση δεδομένων” νοείται η συλλογή έργων, δεδομένων ή άλλων ανεξάρτητων στοιχείων, διευθετημένων κατά συστηματικό ή μεθοδικό τρόπο και ατομικώς προσιτών με ηλεκτρονικά μέσα ή κατ’ άλλον τρόπο.»

5        Στο κεφάλαιο III της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα ειδικής φύσεως», περιλαμβάνεται το άρθρο 7, το οποίο προβλέπει στις παραγράφους 1, 2 και 5 τα ακόλουθα:

«1.      Τα κράτη μέλη παρέχουν στον κατασκευαστή μιας βάσης δεδομένων το δικαίωμα να απαγορεύει την εξαγωγή ή/και επαναχρησιμοποίηση του συνόλου ή ουσιώδους μέρους, αξιολογούμενου ποιοτικά ή ποσοτικά, του περιεχομένου της βάσης δεδομένων, εφόσον η απόκτηση, ο έλεγχος ή η παρουσίαση του περιεχομένου της βάσης καταδεικνύουν ουσιώδη ποιοτική ή ποσοτική επένδυση.

2.      Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου νοείται ως:

α)      “εξαγωγή”: η μόνιμη ή προσωρινή μεταφορά του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου βάσης δεδομένων σε άλλο υπόθεμα, με οποιοδήποτε μέσο ή υπό οποιοδήποτε μορφή·

β)      “επαναχρησιμοποίηση”: η πάσης μορφής διάθεση στο κοινό του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου της βάσης με διανομή αντιγράφων, εκμίσθωση, μετάδοση με άμεση επικοινωνία ή με άλλες μορφές. Η πρώτη πώληση αντιγράφου μιας βάσης δεδομένων στην [Ευρωπαϊκή Ένωση] από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του συνιστά ανάλωση του δικαιώματος ελέγχου της μεταπώλησης του εν λόγω αντιγράφου [εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης].

Ο δανεισμός στο κοινό δεν συνιστά πράξη εξαγωγής ή επαναχρησιμοποίησης.

[…]

5.      Δεν επιτρέπεται η επανειλημμένη και συστηματική εξαγωγή ή/και επαναχρησιμοποίηση επουσιωδών μερών του περιεχομένου της βάσης δεδομένων εφόσον συνεπάγεται τη διενέργεια πράξεων που έρχονται σε σύγκρουση με την κανονική εκμετάλλευση της βάσης δεδομένων ή θίγουν αδικαιολόγητα τα νόμιμα συμφέροντα του κατασκευαστή της βάσης.»

6        Τέλος, το άρθρο 13 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις διατάξεις που διέπουν ιδίως […] το δίκαιο των συμπράξεων και του αθέμιτου ανταγωνισμού […]».

 Το λεττονικό δίκαιο

7        Οι διατάξεις της οδηγίας 96/9 που αφορούν το δικαίωμα ειδικής φύσεως μεταφέρθηκαν στο λεττονικό δίκαιο με τα άρθρα 57 έως 62 του Autortiesību likums (νόμου περί του δικαιώματος του δημιουργού), της 6ης Απριλίου 2000 (Latvijas Vēstnesis, 2000, αριθ. 148/150), όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 22ας Απριλίου 2004 (Latvijas Vēstnesis, 2004, αριθ. 69).

8        Το άρθρο 57, παράγραφοι 1 και 2, του ως άνω νόμου ορίζει ότι ως κατασκευαστής βάσεως δεδομένων, της οποίας η εκπόνηση, ο έλεγχος ή η παρουσίαση καταδεικνύουν ουσιώδη ποιοτική ή ποσοτική επένδυση (άρθρο 5, παράγραφος 2), νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που λαμβάνει την πρωτοβουλία της δημιουργίας της και επωμίζεται τον κίνδυνο της επενδύσεως. Ο κατασκευαστής βάσεως δεδομένων έχει το δικαίωμα να απαγορεύσει την τέλεση των ακολούθων πράξεων όσον αφορά το σύνολο ή ουσιώδες μέρος, αξιολογούμενο ποιοτικά ή ποσοτικά, του περιεχομένου της βάσεως δεδομένων:

–        της εξαγωγής, δηλαδή της μόνιμης ή προσωρινής μεταφοράς του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου βάσεως δεδομένων σε άλλο υπόθεμα, οποιουδήποτε είδους ή οποιασδήποτε μορφής·

–        της επαναχρησιμοποιήσεως, δηλαδή της πάσης μορφής διαθέσεως στο κοινό του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου της βάσεως με διανομή αντιγράφων, εκμίσθωση, μετάδοση με άμεση επικοινωνία ή με άλλες μορφές.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

9        Η CV‑Online, εταιρία λεττονικού δικαίου, εκμεταλλεύεται τον ιστότοπο www.cv.lv. Ο εν λόγω ιστότοπος περιλαμβάνει βάση δεδομένων, την οποία αναπτύσσει και ενημερώνει σε τακτική βάση η CV‑Online και η οποία περιέχει αγγελίες προσφοράς εργασίας που δημοσιεύονται από εργοδότες.

10      Επιπροσθέτως, ο ιστότοπος www.cv.lv περιέχει μεταετικέτες (meta tags), τύπου «μικροδεδομένων» (microdata). Οι εν λόγω ετικέτες, οι οποίες δεν είναι ορατές κατά το άνοιγμα της ιστοσελίδας της CV‑Online, παρέχουν στις μηχανές αναζητήσεως στο Διαδίκτυο τη δυνατότητα να προσδιορίζουν καλύτερα το περιεχόμενο κάθε ιστοσελίδας προκειμένου να προβαίνουν σε ορθή ευρετηρίασή της. Στην περίπτωση του ιστοτόπου της CV‑Online, οι μεταετικέτες αυτές περιέχουν, για κάθε αγγελία κενής θέσεως εργασίας που περιλαμβάνεται στη βάση δεδομένων, τις ακόλουθες λέξεις-κλειδιά: «ονομασία της θέσεως εργασίας», «επωνυμία της επιχειρήσεως», «τόπος εργασίας» και «ημερομηνία δημοσιεύσεως της αγγελίας».

11      Η Melons, επίσης εταιρία λεττονικού δικαίου, εκμεταλλεύεται τον ιστότοπο www.kurdarbs.lv, ο οποίος αποτελεί μηχανή αναζητήσεως εξειδικευμένη στις αγγελίες ευρέσεως εργασίας. Η συγκεκριμένη μηχανή αναζητήσεως καθιστά δυνατή την αναζήτηση σε πλείονες ιστοτόπους που περιέχουν αγγελίες εργασίας, βάσει διαφόρων κριτηρίων, μεταξύ των οποίων το είδος της θέσεως και ο τόπος εργασίας. Μέσω διαδικτυακών υπερσυνδέσμων, ο ιστότοπος www.kurdarbs.lv ανακατευθύνει τους χρήστες στους ιστοτόπους όπου έχουν δημοσιευθεί αρχικώς οι αναζητούμενες πληροφορίες, μεταξύ των οποίων και ο ιστότοπος της CV‑Online. Επιλέγοντας να ανοίξει τον σύνδεσμο αυτόν, ο χρήστης δύναται, μεταξύ άλλων, να λάβει γνώση του συγκεκριμένου ιστοτόπου και του συνόλου του περιεχομένου του. Οι πληροφορίες που περιέχονται στις μεταετικέτες τις οποίες εισάγει η CV‑Online κατά τον προγραμματισμό του ιστοτόπου της εμφανίζονται και στον κατάλογο αποτελεσμάτων που προκύπτει κατά τη χρήση της εξειδικευμένης μηχανής αναζητήσεως της Melons.

12      Η CV‑Online άσκησε αγωγή κατά της Melons, θεωρώντας ότι θίγεται το ειδικής φύσεως δικαίωμά της, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 7 της οδηγίας 96/9. Η εταιρία υποστηρίζει ότι η Melons προβαίνει σε «εξαγωγή» και «επαναχρησιμοποίηση» του ουσιώδους μέρους του περιεχομένου της βάσεως δεδομένων που περιλαμβάνεται στον ιστότοπο www.cv.lv.

13      Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο διαπίστωσε προσβολή του δικαιώματος αυτού, με το σκεπτικό ότι συντρέχει «επαναχρησιμοποίηση» της βάσεως δεδομένων της CV‑Online.

14      Η Μelons άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης αποφάσεως ενώπιον του Rīgas apgabaltiesas Civillietu tiesas kolēģija (περιφερειακού δικαστηρίου Ρίγας, πολιτικό τμήμα, Λεττονία). Επισημαίνει ότι ο ιστότοπός της δεν παρέχει άμεση διαδικτυακή μετάδοση, δηλαδή δεν λειτουργεί «σε πραγματικό χρόνο». Διατείνεται, εξάλλου, ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ του ιστοτόπου www.cv.lv και της βάσεως δεδομένων που περιλαμβάνεται σε αυτόν. Η εν λόγω εταιρία διευκρινίζει συναφώς ότι η εμφάνιση των σχετικών με τις προσφερόμενες θέσεις εργασίας πληροφοριών στα αποτελέσματα που λαμβάνονται μέσω της μηχανής αναζητήσεως www.kurdarbs.lv οφείλεται στις μεταετικέτες που χρησιμοποιεί η CV‑Online. Οι μεταετικέτες αυτές, όμως, δεν αποτελούν, κατά τη συγκεκριμένη εταιρία, μέρος της βάσεως δεδομένων. Κατά την εκκαλούσα της κύριας δίκης, η CV‑Online εισήγαγε τις εν λόγω μεταετικέτες κατά τον προγραμματισμό του ιστοτόπου της ακριβώς επειδή επιθυμεί οι μηχανές αναζητήσεως να εμφανίζουν τις πληροφορίες αυτές.

15      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Rīgas apgabaltiesas Civillietu tiesas kolēģija (περιφερειακό δικαστήριο Ρίγας, πολιτικό τμήμα, Λεττονία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Εμπίπτει η ενέργεια της εναγομένης-εκκαλούσας, η οποία συνίσταται στην ανακατεύθυνση του τελικού χρήστη μέσω υπερσυνδέσμου στον διαδικτυακό τόπο της ενάγουσας-εφεσίβλητης, στον οποίον μπορεί να συμβουλευτεί μια βάση δεδομένων με αγγελίες προσφοράς εργασίας, στην έννοια της “επαναχρησιμοποιήσεως” κατ’ άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της [οδηγίας 96/9], και ειδικότερα, αποτελεί επαναχρησιμοποίηση της βάσεως δεδομένων διά της μεταδόσεως αυτής με άλλη μορφή;

2)      Εμπίπτουν οι πληροφορίες οι οποίες περιέχονται στις μεταετικέτες που προβάλλονται στη μηχανή αναζητήσεως της εναγομένης-εκκαλούσας στην έννοια της “εξαγωγής” κατ’ άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της [οδηγίας 96/9], και συγκεκριμένα συνιστούν μόνιμη ή προσωρινή μεταφορά του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου βάσεως δεδομένων σε άλλο υπόθεμα, με οποιοδήποτε μέσο ή υπό οποιοδήποτε μορφή;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

16      Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, απόκειται στο Δικαστήριο να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα να επιλύσει τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα προδικαστικά ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2020, SABAM, C‑372/19, EU:C:2020:959, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

17      Εν προκειμένω, από τα στοιχεία της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι τα ζητήματα τα οποία εγείρει η υπόθεση της κύριας δίκης αφορούν τον συμβατό χαρακτήρα της λειτουργίας εξειδικευμένης μηχανής αναζητήσεως με το ειδικής φύσεως δικαίωμα που προβλέπεται στο άρθρο 7 της οδηγίας 96/9. Με τα προδικαστικά ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί, ειδικότερα, εάν, αφενός, η εκ μέρους εξειδικευμένης μηχανής αναζητήσεως εμφάνιση διαδικτυακού υπερσυνδέσμου ο οποίος ανακατευθύνει τον χρήστη της εν λόγω μηχανής αναζητήσεως προς ιστότοπο τρίτου, όπου ο χρήστης έχει τη δυνατότητα να συμβουλευθεί το περιεχόμενο βάσεως δεδομένων σχετικής με αγγελίες ευρέσεως εργασίας, εμπίπτει στην έννοια της «επαναχρησιμοποιήσεως» κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 96/9 και, αφετέρου, εάν οι πληροφορίες οι οποίες προέρχονται από τις μεταετικέτες του ιστοτόπου αυτού και τις οποίες εμφανίζει η εν λόγω μηχανή αναζητήσεως πρέπει να χαρακτηρισθούν ως εμπίπτουσες στην έννοια του όρου «εξαγωγή» κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της ίδιας οδηγίας.

18      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι αποφάσεις του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 7 της οδηγίας 96/9 (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Innoweb, C‑202/12, EU:C:2013:850) δεν παρέχουν τη δυνατότητα να κριθεί αν υφίσταται «εξαγωγή» ή «επαναχρησιμοποίηση», κατά την έννοια του άρθρου αυτού, σε περίπτωση κατά την οποία, όπως εν προκειμένω, ο διαχειριστής εξειδικευμένης μηχανής αναζητήσεως εμφανίζει, στον κατάλογο των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από τη χρήση της μηχανής αυτής, αφενός, διαδικτυακό υπερσύνδεσμο ο οποίος παραπέμπει σε ιστότοπο τρίτου που περιέχει βάση δεδομένων και, αφετέρου, τις πληροφορίες οι οποίες προέρχονται από τις μεταετικέτες που έχει εισαγάγει ο κατασκευαστής της συγκεκριμένης βάσεως δεδομένων κατά τον προγραμματισμό του δικού του ιστοτόπου.

19      Επισημαίνεται συναφώς ότι, εν προκειμένω, η επιλογή των αγγελιών προσφοράς εργασίας στις οποίες παραπέμπουν οι διαδικτυακοί υπερσύνδεσμοι πραγματοποιείται με τη βοήθεια της εξειδικευμένης μηχανής αναζητήσεως που παρέχει η Melons. Η εν λόγω μηχανή αναζητήσεως ευρετηριάζει και αντιγράφει στον διακομιστή της το περιεχόμενο των ιστοτόπων που περιέχουν αγγελίες προσφοράς εργασίας, όπως είναι ο ιστότοπος «www.cv.lv», και, εν συνεχεία, καθιστά δυνατή την αναζήτηση εντός του ταξινομημένου αυτού περιεχομένου βάσει κριτηρίων όπως το είδος και ο τόπος εργασίας.

20      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τα δύο αυτά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 96/9 έχει την έννοια ότι μηχανή διαδικτυακής αναζητήσεως εξειδικευμένη στην έρευνα των περιεχομένων των βάσεων δεδομένων, η οποία αντιγράφει και ευρετηριάζει το σύνολο ή ουσιώδες μέρος ελευθέρως προσβάσιμης στο Διαδίκτυο βάσεως δεδομένων και, εν συνεχεία, παρέχει στους χρήστες της τη δυνατότητα να πραγματοποιούν αναζητήσεις στη βάση αυτή δεδομένων χρησιμοποιώντας τον ιστότοπο της μηχανής αναζητήσεως βάσει κριτηρίων σχετικών με το περιεχόμενό της, προβαίνει σε «εξαγωγή» ή σε «επαναχρησιμοποίηση» του περιεχομένου της εν λόγω βάσεως δεδομένων, κατά την έννοια της μνημονευθείσας διατάξεως, και ότι ο κατασκευαστής της συγκεκριμένης βάσεως δεδομένων έχει το δικαίωμα να απαγορεύσει την εν λόγω εξαγωγή ή επαναχρησιμοποίηση της ίδιας αυτής βάσεως δεδομένων.

21      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα αυτά, πρέπει, καταρχάς, να διευκρινισθεί το περιεχόμενο και ο σκοπός της προστασίας του ειδικής φύσεως δικαιώματος που παρέχεται βάσει της οδηγίας 96/9.

22      Συναφώς, από τις αιτιολογικές σκέψεις 40 και 41 της οδηγίας 96/9, μεταξύ άλλων, προκύπτει ότι το ειδικής φύσεως δικαίωμα αυτό αποσκοπεί στη διασφάλιση της προστασίας ουσιώδους επενδύσεως για την απόκτηση, τον έλεγχο ή την παρουσίαση του περιεχομένου βάσεως δεδομένων και για την περιορισμένη χρονική διάρκεια ισχύος του δικαιώματος, παρέχοντας στον κατασκευαστή βάσεως δεδομένων τη δυνατότητα να εμποδίσει την άνευ αδείας εξαγωγή και/ή επαναχρησιμοποίηση του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου της βάσεως δεδομένων. Πράγματι, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι ο σκοπός του δικαιώματος που προβλέπεται στο άρθρο 7 της οδηγίας 96/9 έγκειται στο να διασφαλίσει, υπέρ του προσώπου το οποίο ανέλαβε την πρωτοβουλία και το κόστος της πραγματοποιήσεως ουσιώδους, από απόψεως ανθρώπινων, τεχνικών και/ή χρηματοοικονομικών πόρων, επενδύσεως για τη σύσταση και τη λειτουργία βάσεως δεδομένων, αμοιβή για την επένδυσή του αυτή, παρέχοντάς του προστασία έναντι της άνευ αδείας του οικειοποιήσεως των αποτελεσμάτων της συγκεκριμένης επενδύσεως (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Innoweb, C‑202/12, EU:C:2013:850, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

23      Όπως έχει επίσης διαπιστώσει το Δικαστήριο, στηριζόμενο ιδίως στις αιτιολογικές σκέψεις 39, 42 και 48 της οδηγίας 96/9, ο σκοπός που επιδιώκει ο νομοθέτης της Ένωσης με την καθιέρωση δικαιώματος ειδικής φύσεως συνίσταται στην ενθάρρυνση της δημιουργίας συστημάτων αποθηκεύσεως και επεξεργασίας δεδομένων προκειμένου να συμβάλει στην ανάπτυξη της αγοράς πληροφοριών εντός πλαισίου χαρακτηριζομένου από εκθετική αύξηση του όγκου των δεδομένων που παράγονται και υφίστανται επεξεργασία ετησίως σε όλους τους τομείς δραστηριοτήτων (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Innoweb, C‑202/12, EU:C:2013:850, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

24      Όσον αφορά, κατά πρώτον, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η βάση δεδομένων δύναται να τύχει προστασίας με το ειδικής φύσεως δικαίωμα δυνάμει του άρθρου 7 της οδηγίας 96/9, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο αυτό, η προστασία βάσεως δεδομένων με το δικαίωμα αυτό δικαιολογείται μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η απόκτηση, ο έλεγχος ή η παρουσίαση του περιεχομένου της βάσεως καταδεικνύουν ουσιώδη από ποιοτικής ή ποσοτικής απόψεως επένδυση (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Innoweb, C‑202/12, EU:C:2013:850, σκέψη 22).

25      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η επένδυση για την απόκτηση του περιεχομένου μιας βάσεως δεδομένων αφορά τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την αναζήτηση υφισταμένων στοιχείων και για τη συγκέντρωσή τους στην εν λόγω βάση, εξαιρουμένων των μέσων που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των στοιχείων αυτών (αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 2004, The British Horseracing Board κ.λπ., C‑203/02, EU:C:2004:695, σκέψη 31, και Fixtures Marketing, C‑338/02, EU:C:2004:696, σκέψη 24).

26      Εν συνεχεία, η έννοια της επενδύσεως που συνδέεται με τον έλεγχο του περιεχομένου της βάσεως δεδομένων πρέπει να νοείται ως σημαίνουσα τα μέσα τα οποία χρησιμοποιούνται, προκειμένου να διασφαλισθεί η πιστότητα των πληροφοριών που περιέχονται στην εν λόγω βάση, για τον έλεγχο της ακρίβειας των αναζητουμένων στοιχείων, κατά τη δημιουργία της βάσεως αυτής, καθώς και κατά την περίοδο λειτουργίας της (απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2004, The British Horseracing Board κ.λπ., C‑203/02, EU:C:2004:695, σκέψη 34).

27      Τέλος, η επένδυση για την παρουσίαση του περιεχομένου της βάσεως δεδομένων περιλαμβάνει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για να αποκτήσει η εν λόγω βάση τη λειτουργία επεξεργασίας των πληροφοριών, ήτοι τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη συστηματική ή μεθοδική διευθέτηση των στοιχείων που περιέχονται στη βάση αυτή, καθώς και για την οργάνωση της δυνατότητας ατομικής προσβάσεως στα στοιχεία αυτά (αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 2004, Fixtures Marketing, C‑338/02, EU:C:2004:696, σκέψη 27, Fixtures Marketing, C‑444/02, EU:C:2004:697, σκέψη 43, και Fixtures Marketing, C‑46/02, EU:C:2004:694, σκέψη 37).

28      Δεδομένου ότι τα προδικαστικά ερωτήματα στηρίζονται στην παραδοχή ότι η βάση δεδομένων της CV‑Online πληροί την προϋπόθεση που μνημονεύεται στη σκέψη 24 της παρούσας αποφάσεως, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται, ενδεχομένως, να εξετάσει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 7 της οδηγίας 96/9 για την παροχή προστασίας βάσει του ειδικής φύσεως δικαιώματος, περιλαμβανομένης της περιπτώσεως κατά την οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι μεταετικέτες τις οποίες παρέχει η CV‑Online αποτελούν οι ίδιες ουσιώδες μέρος της προστατευόμενης βάσεως δεδομένων.

29      Όσον αφορά, κατά δεύτερον, τα κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται δεκτό ότι πράξη του χρήστη συνιστά «εξαγωγή» και/ή «επαναχρησιμοποίηση», κατά την έννοια της οδηγίας 96/9, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής ορίζει την «εξαγωγή» ως τη «η μόνιμη ή προσωρινή μεταφορά του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου βάσης δεδομένων σε άλλο υπόθεμα, με οποιοδήποτε μέσο ή υπό οποιοδήποτε μορφή». Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της ίδιας οδηγίας, η έννοια της «επαναχρησιμοποιήσεως» καταλαμβάνει την «πάσης μορφής διάθεση στο κοινό του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου της βάσης με διανομή αντιγράφων, εκμίσθωση, μετάδοση με άμεση επικοινωνία ή με άλλες μορφές».

30      Στηριζόμενο στον σκοπό που επιδιώκει ο νομοθέτης της Ένωσης με τη θέσπιση δικαιώματος ειδικής φύσεως, το Δικαστήριο έχει προκρίνει ευρεία ερμηνεία τόσο της έννοιας της «επαναχρησιμοποιήσεως» (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Innoweb, C‑202/12, EU:C:2013:850, σκέψεις 33 και 34) όσο και εκείνης της «εξαγωγής» (πρβλ. απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2008, Directmedia Publishing, C‑304/07, EU:C:2008:552, σκέψεις 31 και 32).

31      Επομένως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι έννοιες της «εξαγωγής» και της «επαναχρησιμοποιήσεως» πρέπει να ερμηνεύονται ως καταλαμβάνουσες κάθε πράξη η οποία συνίσταται, αντιστοίχως, στην ιδιοποίηση και τη διάθεση στο κοινό, χωρίς τη συγκατάθεση του δημιουργού της βάσεως δεδομένων, των αποτελεσμάτων της επενδύσεως του τελευταίου, στερώντας του κατ’ αυτόν τον τρόπο έσοδα που επρόκειτο να του παράσχουν τη δυνατότητα αποσβέσεως του κόστους της επενδύσεως αυτής (απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2004, The British Horseracing Board κ.λπ., C‑203/02, EU:C:2004:695, σκέψη 51).

32      Όσον αφορά, ειδικότερα, τη λειτουργία εξειδικευμένης μηχανής αναζητήσεως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο διαχειριστής θεματικής μεταμηχανής αναζητήσεως προβαίνει σε «επαναχρησιμοποίηση», κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, στοιχείο β ʹ, της οδηγίας 96/9, του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου βάσεως δεδομένων, η οποία περιέχεται σε ιστότοπο τρίτου, οσάκις παρέχει σε απροσδιόριστο αριθμό τελικών χρηστών μηχανισμό που καθιστά δυνατή την εξερεύνηση όλων των στοιχείων τα οποία περιλαμβάνονται στη βάση αυτή δεδομένων και, ως εκ τούτου, παρέχει πρόσβαση στο περιεχόμενο της βάσεως μέσω διαφορετικής οδού από αυτήν που προβλέπει ο κατασκευαστής της. Το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι μια τέτοια δραστηριότητα προσβάλλει το ειδικής φύσεως δικαίωμα του κατασκευαστή της βάσεως δεδομένων, καθόσον στερεί από τον εν λόγω κατασκευαστή εισοδήματα τα οποία θα του έδιναν τη δυνατότητα αποσβέσεως του κόστους της επενδύσεώς του. Πράγματι, σε τέτοια περίπτωση, ο χρήστης δεν έχει πλέον ανάγκη να επισκεφθεί την αρχική σελίδα υποδοχής και να χρησιμοποιήσει το τυποποιημένο έντυπο αναζητήσεως της βάσεως δεδομένων του οικείου τρίτου, δεδομένου ότι μπορεί να ερευνήσει τη βάση δεδομένων απευθείας, κάνοντας χρήση της υπηρεσίας του διαχειριστή της μεταμηχανής αναζητήσεως (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Innoweb, C‑202/12, EU:C:2013:850, σκέψεις 40 έως 42).

33      Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής και από τις παρατηρήσεις των διαδίκων της κύριας δίκης, καθώς και από πληροφορίες οι οποίες συνελέγησαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και επισημάνθηκαν από τον γενικό εισαγγελέα στο σημείο 33 των προτάσεών του, προκύπτει ότι μια εξειδικευμένη μηχανή αναζητήσεως, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν χρησιμοποιεί τις φόρμες αναζητήσεως των ιστοτόπων, στα περιεχόμενα των οποίων καθιστά δυνατή την αναζήτηση, και δεν μεταφράζει σε πραγματικό χρόνο τις εντολές των χρηστών της σε κριτήρια που χρησιμοποιούνται στις φόρμες αυτές. Αντ’ αυτού, ευρετηριάζει σε τακτική βάση τους εν λόγω ιστοτόπους και τηρεί αντίγραφό τους στους δικούς της διακομιστές. Εν συνεχεία, μέσω δικής της φόρμας αναζητήσεως, παρέχει στους χρήστες τη δυνατότητα να πραγματοποιούν αναζητήσεις βάσει των κριτηρίων που η ίδια προτείνει, καθόσον η αναζήτηση πραγματοποιείται μεταξύ των δεδομένων που έχουν ευρετηριασθεί.

34      Μολονότι, βεβαίως, η λειτουργία μηχανής αναζητήσεως όπως είναι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης διαφέρει από εκείνην της επίμαχης στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Innoweb (C‑202/12, EU:C:2013:850), εντούτοις η εν προκειμένω μηχανή αναζήτησης καθιστά δυνατή την ταυτόχρονη διερεύνηση, μέσω οδού διαφορετικής από εκείνην που προβλέπει ο κατασκευαστής της οικείας βάσεως δεδομένων, του συνόλου του περιεχομένου πλειόνων βάσεων δεδομένων, μεταξύ των οποίων και εκείνης της CV‑Online, θέτοντας το περιεχόμενο αυτό στη διάθεση των δικών της χρηστών. Παρέχοντας τη δυνατότητα ταυτόχρονης αναζητήσεως σε πλείονες βάσεις δεδομένων, σύμφωνα με κριτήρια που ενδιαφέρουν τα πρόσωπα τα οποία αναζητούν εργασία, η εξειδικευμένη αυτή μηχανή αναζητήσεως καθιστά δυνατή στους χρήστες την πρόσβαση, μέσω του ιστοτόπου της, σε προσφορές θέσεως εργασίας που περιέχονται στις εν λόγω βάσεις δεδομένων.

35      Επομένως, μηχανή αναζητήσεως όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης καθιστά δυνατή τη διερεύνηση όλων των στοιχείων που περιέχονται στις ελευθέρως προσβάσιμες εντός του Διαδικτύου βάσεις δεδομένων, περιλαμβανομένου του ιστοτόπου της CV‑Online, και παρέχει στους χρήστες της πρόσβαση στο πλήρες περιεχόμενο των βάσεων αυτών μέσω οδού διαφορετικής από εκείνην που προβλέπει ο κατασκευαστής τους. Επιπλέον, η διάθεση των δεδομένων αυτών απευθύνεται στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 96/9, δεδομένου ότι μια τέτοια μηχανή αναζητήσεως μπορεί να χρησιμοποιηθεί από οποιονδήποτε (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Innoweb, C‑202/12, EU:C:2013:850, σκέψη 51).

36      Επιπροσθέτως, ευρετηριάζοντας και αντιγράφοντας στον δικό της διακομιστή το περιεχόμενο των ιστοτόπων, η εν λόγω μηχανή αναζητήσεως μεταφέρει το περιεχόμενο των βάσεων δεδομένων που συνιστούν οι ιστότοποι αυτοί σε άλλο υπόθεμα.

37      Ως εκ τούτου, μια τέτοια μεταφορά του ουσιώδους περιεχομένου των οικείων βάσεων δεδομένων και μια τέτοια διάθεση των δεδομένων αυτών στο κοινό, χωρίς τη συναίνεση του δημιουργού κάθε βάσεως, συνιστούν, αντιστοίχως, μέτρα εξαγωγής και επαναχρησιμοποιήσεως των εν λόγω βάσεων δεδομένων, τα οποία απαγορεύονται βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/9, εφόσον έχουν ως αποτέλεσμα να στερούν από το πρόσωπο αυτό έσοδα τα οποία θεωρείται ότι του παρέχουν τη δυνατότητα αποσβέσεως του κόστους της επενδύσεως αυτής. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 36 των προτάσεών του, η παροχή διαδικτυακών υπερσυνδέσμων προς τις αγγελίες που περιέχονται στον ιστότοπο της CV‑Online και η αναπαραγωγή των πληροφοριών που περιέχονται στις μεταετικέτες του ιστοτόπου αυτού αποτελούν απλώς και μόνον δευτερεύουσας σημασίας εξωτερικές εκδηλώσεις της εν λόγω εξαγωγής και επαναχρησιμοποιήσεως.

38      Κατά συνέπεια, πρέπει επιπλέον να εξετασθεί αν οι πράξεις που μνημονεύονται στις σκέψεις 35 και 36 της παρούσας αποφάσεως δύνανται να θίξουν την επένδυση του δημιουργού της βάσεως δεδομένων η οποία μεταφέρθηκε σε άλλο υπόθεμα και έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού.

39      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ότι το προβλεπόμενο από το άρθρο 7 της οδηγίας 96/9 δικαίωμα ειδικής φύσεως αποσκοπεί στην προστασία του δημιουργού της βάσεως δεδομένων από πράξεις του χρήστη οι οποίες υπερβαίνουν τα νόμιμα δικαιώματά του και, ως εκ τούτου, θίγουν την επένδυση του προσώπου αυτού (πρβλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2004, The British Horseracing Board κ.λπ., C‑203/02, EU:C:2004:695, σκέψεις 45 και 46). Στο πλαίσιο αυτό, σκοπός του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/9, ερμηνευομένου σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη της 42, είναι να αποτραπεί το ενδεχόμενο ένας χρήστης να θίξει με τις πράξεις του ουσιωδώς, από ποιοτικής ή ποσοτικής απόψεως, την επένδυση (πρβλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2004, The British Horseracing Board κ.λπ., C‑203/02, EU:C:2004:695, σκέψη 69).

40      Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι ο κατασκευαστής βάσεως δεδομένων προστατεύεται από τη δραστηριότητα του διαχειριστή θεματικής μεταμηχανής αναζητήσεως η οποία είναι παρεμφερής της κατασκευής παρασιτικού ανταγωνιστικού προϊόντος που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 42 της οδηγίας 96/9 (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Innoweb, C‑202/12, EU:C:2013:850, σκέψη 48). Πράγματι, μια τέτοια δραστηριότητα ενέχει τον κίνδυνο να προκαλέσει απώλεια κερδών στους εν λόγω κατασκευαστές και να στερήσει από αυτούς έσοδα τα οποία θα τους παρείχαν τη δυνατότητα αποσβέσεως των επενδύσεών τους για τη δημιουργία και τη λειτουργία των βάσεων δεδομένων (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Innoweb, C‑202/12, EU:C:2013:850, σκέψεις 41 έως 43).

41      Συναφώς, πρέπει να επιτευχθεί δίκαιη ισορροπία μεταξύ, αφενός, του θεμιτού συμφέροντος των κατασκευαστών βάσεων δεδομένων να είναι σε θέση να αποσβέσουν τις ουσιώδεις επενδύσεις τους και, αφετέρου, του συμφέροντος των χρηστών και των ανταγωνιστών των κατασκευαστών αυτών να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που περιέχονται στις εν λόγω βάσεις δεδομένων, καθώς και τη δυνατότητα δημιουργίας καινοτόμων προϊόντων στηριζόμενων στις πληροφορίες αυτές.

42      Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι δραστηριότητες των συναθροιστών διαδικτυακού περιεχομένου, όπως είναι η πρωτοδίκως εναγομένη στην υπόθεση της κύριας δίκης, καθιστούν επίσης δυνατή την επίτευξη του σκοπού, ο οποίος υπομνήσθηκε στη σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως και ο οποίος συνίσταται στην ενθάρρυνση της δημιουργίας συστημάτων αποθηκεύσεως και επεξεργασίας δεδομένων προκειμένου να συμβάλει στην ανάπτυξη της αγοράς πληροφοριών. Όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 41 των προτάσεών του, οι συναθροιστές αυτοί συμβάλλουν στη δημιουργία και τη διανομή προϊόντων και υπηρεσιών με πρόσθετη αξία στον τομέα της πληροφορίας. Παρέχοντας στους χρήστες τους ενιαία διεπαφή η οποία καθιστά δυνατή την πραγματοποίηση αναζητήσεως σε πλείονες βάσεις δεδομένων σύμφωνα με κριτήρια λυσιτελή από απόψεως του περιεχομένου τους, συμβάλλουν στην καλύτερη διάρθρωση και αποτελεσματικότερη αναζήτηση των πληροφοριών στο Διαδίκτυο. Συμβάλλουν επίσης στην προσήκουσα λειτουργία του ανταγωνισμού και στη διαφάνεια των προσφορών και των τιμών.

43      Όπως προκύπτει από τη σκέψη 24 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/9 επιφυλάσσει το ευεργέτημα της προστασίας που παρέχει το ειδικής φύσεως δικαίωμα μόνο στις βάσεις δεδομένων των οποίων η δημιουργία ή η λειτουργία απαιτεί ουσιώδη επένδυση από ποιοτικής ή ποσοτικής απόψεως.

44      Ως εκ τούτου, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 43 και 46 των προτάσεών του, το κύριο κριτήριο σταθμίσεως των αντιπαρατιθεμένων θεμιτών συμφερόντων πρέπει να είναι η δυνητική προσβολή της ουσιώδους επενδύσεως του δημιουργού της οικείας βάσεως δεδομένων, συγκεκριμένα δε ο κίνδυνος η επένδυση αυτή να μην μπορεί να αποσβεσθεί.

45      Τέλος, πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι, όπως διευκρινίζεται με το άρθρο 13 της οδηγίας 96/9, οι διατάξεις της οδηγίας αυτής δεν θίγουν τους κανόνες ανταγωνισμού που εμπίπτουν στο δίκαιο της Ένωσης ή των κρατών μελών.

46      Επομένως, στην υπόθεση της κύριας δίκης, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο, προκειμένου να αποφανθεί επί του δικαιώματος της CV‑Online να απαγορεύσει την εξαγωγή ή την επαναχρησιμοποίηση του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου της βάσεως αυτής, να διακριβώσει, με γνώμονα το σύνολο των κρίσιμων περιστάσεων, πρώτον, εάν η απόκτηση, ο έλεγχος ή η παρουσίαση του περιεχομένου της οικείας βάσεως δεδομένων καταδεικνύει ουσιώδη επένδυση και, δεύτερον, εάν η επίμαχη εξαγωγή ή επαναχρησιμοποίηση συνιστά κίνδυνο για τις δυνατότητες αποσβέσεως της επενδύσεως αυτής.

47      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 96/9 έχει την έννοια ότι μηχανή διαδικτυακής αναζητήσεως εξειδικευμένη στην έρευνα των περιεχομένων των βάσεων δεδομένων, η οποία αντιγράφει και ευρετηριάζει το σύνολο ή ουσιώδες μέρος ελευθέρως προσβάσιμης στο Διαδίκτυο βάσεως δεδομένων και, εν συνεχεία, παρέχει στους χρήστες της τη δυνατότητα να πραγματοποιούν αναζητήσεις στη βάση δεδομένων χρησιμοποιώντας τον ιστότοπο της μηχανής αναζητήσεως βάσει κριτηρίων σχετικών με το περιεχόμενό της, προβαίνει σε «εξαγωγή» ή σε «επαναχρησιμοποίηση» του περιεχομένου της εν λόγω βάσεως δεδομένων, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, πράξεις τις οποίες δύναται να απαγορεύσει ο κατασκευαστής της βάσεως δεδομένων εφόσον αυτές θίγουν την επένδυσή του για την απόκτηση, τον έλεγχο και την παρουσίαση του συγκεκριμένου περιεχομένου, δηλαδή εφόσον συνιστούν κίνδυνο για τις δυνατότητες αποσβέσεως της επενδύσεως μέσω της κανονικής εκμεταλλεύσεως της επίμαχης βάσεως δεδομένων, στοιχείο του οποίου η διακρίβωση απόκειται στο αιτούν δικαστήριο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

48      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 96/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 1996, σχετικά με τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων, έχει την έννοια ότι μηχανή διαδικτυακής αναζητήσεως εξειδικευμένη στην έρευνα των περιεχομένων των βάσεων δεδομένων, η οποία αντιγράφει και ευρετηριάζει το σύνολο ή ουσιώδες μέρος ελευθέρως προσβάσιμης στο Διαδίκτυο βάσεως δεδομένων και, εν συνεχεία, παρέχει στους χρήστες της τη δυνατότητα να πραγματοποιούν αναζητήσεις στη βάση δεδομένων χρησιμοποιώντας τον ιστότοπο της μηχανής αναζητήσεως βάσει κριτηρίων σχετικών με το περιεχόμενό της, προβαίνει σε «εξαγωγή» ή σε «επαναχρησιμοποίηση» του περιεχομένου της εν λόγω βάσεως δεδομένων, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, πράξεις τις οποίες δύναται να απαγορεύσει ο κατασκευαστής της βάσεως δεδομένων εφόσον αυτές θίγουν την επένδυσή του για την απόκτηση, τον έλεγχο και την παρουσίαση του συγκεκριμένου περιεχομένου, δηλαδή εφόσον συνιστούν κίνδυνο για τις δυνατότητες αποσβέσεως της επενδύσεως μέσω της κανονικής εκμεταλλεύσεως της επίμαχης βάσεως δεδομένων, στοιχείο του οποίου η διακρίβωση απόκειται στο αιτούν δικαστήριο.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η λεττονική.