Προσωρινό κείμενο
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
TAMARA ĆAPETA
της 16ης Μαΐου 2024 (1)
Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑269/23 P και C‑272/23 P
Hengshi Egypt Fiberglass Fabrics SAE,
Jushi Egypt for Fiberglass Industry SAE (C‑269/23 P)
Jushi Egypt for Fiberglass Industry SAE (C‑272/23 P)
κατά
Ευρωπαϊκής Επιτροπής
«Αίτηση αναιρέσεως – Επιδοτήσεις – Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1037 – Συμφωνία για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) – Αντιστάθμιση χρηματοδοτικής συνεισφοράς από τρίτη χώρα στην επικράτεια άλλης τρίτης χώρας – Κύρος»
I. Εισαγωγή
1. Η ρύθμιση των επιδοτήσεων αποτελεί λεπτό εγχείρημα. Η χορήγησή τους συνδέεται στενά με την κυριαρχία των κρατών, δεδομένου ότι αυτά είναι γενικώς ελεύθερα να προσπορίζουν οφέλη στις βιομηχανίες τους χωρίς να οφείλουν να αιτιολογούν τις ενέργειές τους (2).
2. Ωστόσο, ορισμένοι εμπορικοί εταίροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης αξιοποιούν ολοένα και περισσότερο τις επιδοτήσεις ως ελαφρώς συγκαλυμμένο μέσο άσκησης οικονομικής πολιτικής (3). Ειδικότερα, οι ενέργειες της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (στο εξής: Κίνα) έχουν καταστεί το επίκεντρο μιας διεθνούς προσπάθειας για την αντιμετώπιση των «χορηγήσεων επιδοτήσεων που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό της αγοράς και του εμπορίου» (4), και συγκεκριμένα της πολιτικής «ανοίγματος στον κόσμο» (5) της εν λόγω χώρας, η οποία ενθαρρύνει τις κινεζικές επιχειρήσεις να πραγματοποιούν επενδύσεις στο εξωτερικό (6).
3. Οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως αφορούν τις στρεβλώσεις που ενδέχεται να προκαλέσει η εν λόγω πολιτική στην εσωτερική αγορά. Το κρίσιμο ζήτημα εν προκειμένω είναι αν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα μπορούσε νομίμως να καταφύγει στη χρήση αντισταθμιστικών μέτρων, κατά τις προβλέψεις του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων (7) και της συμφωνίας για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα (στο εξής: συμφωνία ΕΑΜ) (8), προκειμένου να αντισταθμίσει τις επιδοτήσεις που χορηγούνται από ένα μέλος του ΠΟΕ (Κίνα) στο έδαφος άλλου μέλους του ΠΟΕ (της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου) (στο εξής: Αίγυπτος) (9).
4. Στις αποφάσεις Hengshi Egypt Fiberglass Fabrics και Jushi Egypt for Fiberglass Industry κατά Επιτροπής (10)και Jushi Egypt for Fiberglass Industry κατά Επιτροπής (11)(στο εξής, από κοινού: αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις), το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε το νόμιμο της χρήσης των αντισταθμιστικών δασμών στον συγκεκριμένο αυτόν συνδυασμό πραγματικών περιστατικών. Οι αναιρεσείουσες των εν λόγω υποθέσεων αμφισβητούν το ως άνω συμπέρασμα.
5. Δεδομένου ότι οι οικείες έρευνες αποτελούν την πρώτη φορά που μέλος του ΠΟΕ πραγματοποίησε αντιστάθμιση των ζημιογόνων επιπτώσεων «διακρατικών επιδοτήσεων» (12), η οικεία προβληματική είναι καινοφανής και αμφισβητούμενη (13), τούτο δε όχι μόνον από απόψεως δικαίου της Ένωσης (14).
II. Το ιστορικό της διαδικασίας
6. Το ιστορικό των οικείων προσφυγών εκτίθεται στις σκέψεις 2 έως 26 των αναιρεσιβαλλομένων αποφάσεων. Για τους σκοπούς της παρούσας αναλύσεως, είναι σκόπιμο να υπομνησθούν τα ακόλουθα.
7. Η ζώνη οικονομικής και εμπορικής συνεργασίας Κίνας-Αιγύπτου στο Σουέζ (Suez Economic and Trade Cooperation Zone, στο εξής: ζώνη SETC) αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης ελεύθερης οικονομικής ζώνης στα βόρεια του κόλπου του Σουέζ και μέρος της επικράτειας της Αιγύπτου (15).
8. Δυνάμει του αιγυπτιακού νόμου 83/2002 περί ειδικών οικονομικών ζωνών, η εν λόγω ζώνη χαρακτηρίστηκε από την Κυβέρνηση της Αιγύπτου ως ειδική οικονομική ζώνη (16).
9. Από το 2013 οι κινεζικές εταιρίες «που δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό», συμπεριλαμβανομένων όσων ασκούν δραστηριότητα στη ζώνη SETC, η οποία έχει χαρακτηριστεί από την Κίνα ως μία από τις πρώτες 18 επισήμως εγκεκριμένες «ζώνες εμπορίου και συνεργασίας στο εξωτερικό» (17), έχουν τη δυνατότητα να επωφελούνται από ευνοϊκές δημοσιονομικές πολιτικές και πολιτικές φορολογικής στήριξης, δάνεια με ευνοϊκούς όρους, χρηματοδοτική στήριξη μέσω κοινοπρακτικών δανείων, εξαγωγικές πιστώσεις και χρηματοδότηση έργων, επενδύσεις μετοχικού κεφαλαίου και ασφάλιση εξαγωγικών πιστώσεων (18).
10. Το 2016, οι Πρόεδροι της Κίνας και της Αιγύπτου υπέγραψαν τη Συμφωνία μεταξύ του υπουργείου Εμπορίου της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και της Γενικής Αρχής για την Οικονομική Ζώνη του Σουέζ της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου για τη ζώνη οικονομικής και εμπορικής συνεργασίας του Σουέζ (19).
11. Σύμφωνα με τους όρους της εν λόγω συμφωνίας συνεργασίας, οι κυβερνήσεις της Κίνας και της Αιγύπτου θα αναπτύσσουν από κοινού τη ζώνη SETC, σύμφωνα με τις αντίστοιχες εθνικές στρατηγικές τους (20). Στο πλαίσιο του εν λόγω εγχειρήματος, η Κυβέρνηση της Αιγύπτου παρέχει τη γη, το εργατικό δυναμικό και ορισμένες φορολογικές απαλλαγές, ενώ οι κινεζικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη ζώνη διαχειρίζονται τη μονάδα παραγωγής με στοιχεία του ενεργητικού τους και με διευθυντικά στελέχη τους. Η Κίνα παρέχει άμεσα πρόσθετη χρηματοδότηση (21).
12. Προσφεύγουσες πρωτοδίκως είναι η Jushi Egypt for Fiberglass Industry SAE (στο εξής: Jushi Egypt) και η Hengshi Egypt Fiberglass Fabrics SAE (στο εξής: Hengshi Egypt). Πρόκειται για εταιρίες συσταθείσες κατά το δίκαιο της Αιγύπτου με έδρα στην εν λόγω χώρα από την Jushi China και την Hengshi China, τις κινεζικές μητρικές εταιρίες τους. Οι εν λόγω εταιρίες είναι συνδεδεμένες και έχουν ως τελική μητρική εταιρία τον όμιλο China National Building Material Group, εταιρία η οποία ανήκει στο κράτος (22).
13. Από την πλευρά του, ο εν λόγω όμιλος έχει τελικό ιδιοκτήτη την κρατική Επιτροπή Εποπτείας και Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων (στο εξής: SASAC) του Κρατικού Συμβουλίου της Κίνας (23). Καθώς ελέγχεται ευθέως από το Κρατικό Συμβούλιο της Κίνας, ήτοι από το ανώτατο διοικητικό όργανο της εν λόγω χώρας, οι επίμαχοι κανονισμοί προσδιορίζουν «τη SASAC [ως] το βασικό μέσο με το οποίο η Κινεζική Κυβέρνηση ελέγχει, με διάφορους τρόπους, τις κρατικές επιχειρήσεις ως προς την εφαρμογή των πολιτικών και των σχεδίων της, αντί να ακολουθεί τη λογική της αγοράς στις επιχειρηματικές της δραστηριότητες» (24).
14. Τα επίμαχα στις υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως προϊόντα είναι προϊόντα συνεχούς νήματος από υαλοΐνες (στο εξής: φιτίλια από υαλοΐνες) και υφάσματα από υαλοΐνες (στο εξής: υφάσματα από υαλοΐνες). Τα φιτίλια από υαλοΐνες αποτελούν τη βασική πρώτη ύλη για την παρασκευή υφασμάτων από υαλοΐνες.
15. Τα φιτίλια από υαλοΐνες είναι κατ’ ουσίαν άμμος η οποία μετατρέπεται σε εύκαμπτο νήμα από υαλοΐνες, το οποίο, εν συνεχεία, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως έχει ή για την ύφανση και/ή τη ραφή υφασμάτων από υαλοΐνες. Σε συνδυασμό με ρητίνες για τη δημιουργία σύνθετων υλικών μικρού βάρους, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ενίσχυση της δυσθραυστότητας, τον περιορισμό του βάρους και την αύξηση της ανθεκτικότητας των συστατικών. Ως εκ τούτου, χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων, στους τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας, των ναυτιλιακών προϊόντων, της αεροδιαστημικής, της αιολικής ενέργειας, των υποδομών, των αγωγών, της οικοδομής και των κατασκευών.
16. Η φιλόδοξη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το κλίμα έχει αυξήσει σημαντικά τη ζήτηση της Ένωσης για φιτίλια από υαλοΐνες και για υφάσματα από υαλοΐνες (25).
17. Η Jushi Egypt και η Hengshi Egypt παράγουν αμφότερες υφάσματα από υαλοΐνες στη ζώνη SETC, ενώ η πρώτη παράγει και φιτίλια από υαλοΐνες στην εν λόγω ζώνη (26). Αμφότερες οι εταιρίες πραγματοποιούν εξαγωγές των εν λόγω προϊόντων από τη ζώνη αυτή προς στην Ευρωπαϊκή Ένωση (27).
18. Με τους επίδικους κανονισμούς, βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που είχε στη διάθεσή της (28), η Επιτροπή κατέληξε, μεταξύ άλλων, στο συμπέρασμα ότι υπήρχε σύνδεση (29) μεταξύ των ενεργειών της Κυβερνήσεως της Κίνας και της Κυβερνήσεως της Αιγύπτου, επί παραδείγματι όσον αφορά την προτιμησιακή δανειοδότηση (30) και τη στήριξη επενδύσεων σε κεφάλαια (31) υπέρ της Jushi Egypt και της Hengshi Egypt, με αποτέλεσμα οι χρηματοδοτικές συνεισφορές της Κυβερνήσεως της Κίνας στις εν λόγω εταιρίες να μπορούν να καταλογιστούν στην Κυβέρνηση της Αιγύπτου (32).
19. Με τους επίδικους κανονισμούς, η Επιτροπή επέβαλε αντισταθμιστικούς δασμούς επί των εισαγωγών υφασμάτων από υαλοΐνες και φιτιλιών από υαλοΐνες στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όσον αφορά τις αναιρεσείουσες, ο εν λόγω δασμός προσδιορίστηκε σε 13,1 %.
III. Οι αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις
20. Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Ιουλίου 2020 και στις 27 Αυγούστου 2020, οι αναιρεσείουσες άσκησαν προσφυγές ακυρώσεως κατά των επίδικων κανονισμών.
21. Την 1η Μαρτίου 2023 το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις, απορρίπτοντας τις προσφυγές των αναιρεσειουσών και καταδικάζοντάς τες στα δικαστικά έξοδά τους καθώς και στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής.
IV. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
22. Με τις αιτήσεις αναιρέσεως που άσκησαν αντιστοίχως στις 25 Απριλίου 2023 και στις 27 Απριλίου 2023, οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο να αναιρέσει τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις, να δεχθεί εν μέρει τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλαν πρωτοδίκως και να καταδικάσει την Επιτροπή και τους παρεμβαίνοντες στα δικαστικά έξοδα.
23. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο πρέπει να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως στο σύνολό τους και να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.
24. Υπέρ της Επιτροπής παρεμβαίνουν η Tech-Fab Europe eV (στην υπόθεση C‑269/23 P) και η European Glass Fibre Producers Association (στην υπόθεση C‑272/23 P).
V. Ανάλυση
25. Οι παρούσες προτάσεις διαρθρώνονται ως εξής. Δεδομένου ότι το κύριο νομικό ζήτημα του οποίου η εξέταση ζητείται από τις υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως αφορά το κύρος της μεθοδολογίας που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να αντισταθμίσει τις «διακρατικές επιδοτήσεις» της Κίνας στην Αίγυπτο, θα ξεκινήσω με την εξέταση του ζητήματος αυτού. Θα προτείνω να κριθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έσφαλε επικυρώνοντας την επίμαχη μεθοδολογία δυνάμει του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων και της Συμφωνίας ΕΑΜ (τμήμα Α) (33).
26. Στη συνέχεια, θα ασχοληθώ με τους περισσότερο τεχνικούς κοινούς λόγους αναιρέσεως: τον προσδιορισμό του στοιχείου σύγκρισης για τους σκοπούς της αντιστάθμισης του αιγυπτιακού συστήματος εκπτώσεων δασμών εισαγωγής (τμήμα Β) και τον αντισταθμιστικό χαρακτήρα της φορολογικής μεταχείρισης των συναλλαγματικών απωλειών (τμήμα Γ). Τέλος, θα ασχοληθώ με τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως που διαφέρει μεταξύ των δύο αιτήσεων αναιρέσεως που εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου: το επίπεδο της αντισταθμίσιμης επιδότησης για οντότητες που ανήκουν σε όμιλο (τμήμα Δ).
Α. Η εφαρμογή των μέτρων κατά των επιδοτήσεων στις «διακρατικές επιδοτήσεις»
27. Ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑269/23 P καθώς και ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑272/23 P αφορούν, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα αν η Επιτροπή μπορούσε νομίμως να καταφύγει στη χρήση των μέτρων κατά των επιδοτήσεων, όπως ρυθμίζονται από τον βασικό κανονισμό κατά των επιδοτήσεων, για να αντισταθμίσει την άμεση και έμμεση χρηματοδοτική στήριξη που έλαβαν οι αναιρεσείουσες από την Κυβέρνηση της Κίνας για την παρασκευή του οικείου προϊόντος στην Αίγυπτο (34).
28. Με τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε την εν λόγω δυνατότητα. Βάσει γραμματικής, συστηματικής και τελολογικής ερμηνείας, το εν λόγω δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «ο βασικός κανονισμός κατά των επιδοτήσεων δεν αποκλείει το ενδεχόμενο η χρηματοδοτική συνεισφορά να καταλογιστεί στο Δημόσιο της χώρας καταγωγής ή εξαγωγής, ακόμη και αν δεν προέρχεται απευθείας από αυτό» (35). Κατέληξε δε στο συμπέρασμα αυτό βάσει ερμηνείας του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, το οποίο ορίζει την έννοια της «επιδότησης», σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 5 του εν λόγω κανονισμού (36).
29. Το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου με βρίσκει σύμφωνη. Στην ανάλυση που ακολουθεί θα παραθέσω περαιτέρω αιτιολόγηση.
30. Το νομικό ζήτημα που τίθεται με τις υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως αφορά στον πυρήνα του το περιεχόμενο της έννοιας της «επιδότησης», η οποία ορίζεται στο άρθρο 3 του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων.
31. Στην απόδοσή της στην αγγλική γλώσσα, η εν λόγω διάταξη ορίζει ότι ως επιδότηση πρέπει να νοείται «a financial contribution by a government in the country of origin or export» («χρηματοδοτική συνεισφορά του Δημοσίου στη χώρα καταγωγής ή εξαγωγής») (37), συνεπεία της οποίας προσπορίζεται κάποιο όφελος (38).
32. Η επιχειρηματολογία της Επιτροπής συνδέεται ευθέως με τα υπογραμμισμένα τμήματα του γράμματος της εν λόγω διατάξεως στην αγγλική γλωσσική απόδοση. Το επιχείρημά της αφορά κατ’ ουσίαν τις διαφορές μεταξύ της χρήσης του αόριστου άρθρου «a» και του οριστικού άρθρου «the» στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων και τη συνεπακόλουθη έκταση εφαρμογής των προβλέψεων της εν λόγω πράξης, στο πλαίσιο της αντιστάθμισης των κινεζικών επιδοτήσεων που χορηγήθηκαν σε επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην Αίγυπτο.
33. Ωστόσο, όπως ορθώς τονίζουν οι αναιρεσείουσες, από τη γλωσσική εξέταση των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων προκύπτει ότι υφίστανται διαφορές.
34. Ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις της εν λόγω διατάξεως μπορούν πράγματι να νοηθούν, όπως και η αγγλική γλωσσική απόδοση, υπό την έννοια ότι αφήνουν σε ορισμένο βαθμό ανοιχτή την πηγή της χρηματοδοτικής συνεισφοράς που ωφελεί το επίμαχο προϊόν στη χώρα καταγωγής ή εξαγωγής (39). Ωστόσο, άλλες γλωσσικές αποδόσεις είναι διατυπωμένες κατά τρόπο που υποδηλώνει ότι η έννοια της επιδότησης περιορίζεται στις χρηματοδοτικές εισφορές που χορηγούνται από την κυβέρνηση της χώρας καταγωγής ή εξαγωγής του επίμαχου προϊόντος (40).
35. Επομένως, προκειμένου να διασφαλίζεται η ομοιόμορφη εφαρμογή και ερμηνεία του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού πρέπει να ερμηνεύεται με κριτήριο το πλαίσιο και τον σκοπό της κανονιστικής ρυθμίσεως όπου εντάσσεται (41).
36. Οι αρχές που περιβάλλουν το πεδίο εφαρμογής και την εφαρμογή των μέτρων κατά των επιδοτήσεων καθορίζονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων. Κατά την εν λόγω διάταξη, αντισταθμιστικός δασμός είναι δυνατό να επιβάλλεται με σκοπό την εξουδετέρωση «των συνεπειών της επιδότησης που έχει ενδεχομένως χορηγηθεί, άμεσα ή έμμεσα, για την κατασκευή, την παραγωγή, την εξαγωγή ή τη μεταφορά οποιουδήποτε προϊόντος του οποίου η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Ένωση προκαλεί ζημία» (42).
37. Από τον ως άνω ορισμό προκύπτει σαφώς ότι ο βασικός κανονισμός κατά των επιδοτήσεων αποσκοπεί στην εφαρμογή του σε κάθε περίπτωση στην οποία ενδέχεται να πρέπει να επιβληθεί αντισταθμιστικός δασμός για την εξουδετέρωση της επιδότησης ενός ξένου προϊόντος με ευρύ φάσμα μεταβιβάσεων με αξία που προκαλεί ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ομοειδούς προϊόντος.
38. Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων δεν ορίζει ότι η ζημιογόνος επιδότηση πρέπει να προέρχεται άμεσα από τη χώρα από την οποία κατάγεται ή εξάγεται το οικείο προϊόν. Αντιθέτως, η αναφορά στην «έμμεση» χορήγηση μιας τέτοιας επιδότησης συνεπάγεται ότι δεν πρέπει οπωσδήποτε να υφίσταται εδαφικός δεσμός με τη χώρα καταγωγής ή εξαγωγής, εφόσον η επιδότηση αυτή μπορεί να συνδέεται με την κατασκευή, την παραγωγή, την εξαγωγή ή τη μεταφορά κάθε προϊόντος του οποίου η διάθεση στην εσωτερική αγορά προκαλεί ζημία.
39. Η εν λόγω ερμηνεία επιρρωννύεται επίσης από το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, το οποίο, στο οικείο τμήμα του, ορίζει ότι η αντισταθμίσιμη «επιδότηση είναι δυνατό να χορηγείται από το Δημόσιο της χώρας καταγωγής του εισαγόμενου προϊόντος ή από το Δημόσιο μιας ενδιάμεσης χώρας από την οποία το προϊόν εξάγεται στην Ένωση» (43). Επομένως, με τη χρήση της έκφρασης «είναι δυνατό», η εν λόγω διάταξη αφήνει επίσης ανοιχτή την ομάδα των ενδεχομένων χορηγούντων αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις, χωρίς να την περιορίζει στη χώρα καταγωγής ή εξαγωγής του επίμαχου προϊόντος.
40. Εξάλλου, και σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, η ως άνω ερμηνεία δεν κλονίζεται από το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, το οποίο πραγματεύεται το ζήτημα του ατομικού χαρακτήρα μιας αντισταθμίσιμης επιδότησης και ορίζει ότι ο ατομικός χαρακτήρας εκτιμάται σε συνάρτηση με την «αρμοδιότητα της αρχής που παρέχει την επιδότηση».
41. Πράγματι, η εν λόγω διάταξη ουδεμία πρόβλεψη περιέχει ως προς το αν η αρχή που παρέχει την επιδότηση πρέπει να βρίσκεται στη χώρα εξαγωγής ή καταγωγής του οικείου προϊόντος.
42. Κατά συνέπεια, όπως ορθώς διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο (44), όταν, όπως στις υποκείμενες έρευνες, η Επιτροπή είναι σε θέση, βάσει των στοιχείων που έχει στη διάθεσή της, να καταλογίσει χρηματοδοτική συνεισφορά στην κυβέρνηση της χώρας καταγωγής ή εξαγωγής του επίμαχου προϊόντος, παρά το γεγονός ότι η εν λόγω συνεισφορά προέρχεται αρχικά από την κυβέρνηση ή δημόσιο οργανισμό τρίτης χώρας, το άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να θεωρεί την εν λόγω πρώτη κυβέρνηση ως τη «χορηγούσα αρχή» της συγκεκριμένης αυτής χρηματοδοτικής συνεισφοράς (45).
43. Τέλος, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η εν λόγω ερμηνεία επιρρωννύεται επίσης από την αιτιολογική σκέψη 5 του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, η οποία φαίνεται ότι, κατά τρόπο συνεκτικό στις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις (46), εξηγεί ότι επιδότηση υφίσταται όταν αποδεικνύεται ότι έχει παρασχεθεί «a financial contribution by a government or a public body within the territory of a country» («χρηματοδοτική συνεισφορά από το Δημόσιο ή από κρατικό φορέα, εντός της επικράτειας μιας χώρας», στην απόδοση της αιτιολογικής σκέψης στην ελληνική γλώσσα) (47).
44. Στο πλαίσιο αυτό, ένα προϊόν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί αντικείμενο επιδότησης όχι μόνον όταν μπορεί να αποδοθεί επιδότηση στη χώρα καταγωγής ή εξαγωγής του επίμαχου προϊόντος, αλλά και όταν μπορεί να προσδιοριστεί, βάσει των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων, ότι την πηγή της ζημιογόνου επιδότησης αποτελεί και άλλο Δημόσιο ή άλλος δημόσιος φορέας.
45. Η ως άνω ερμηνεία επιρρωννύεται επίσης από τον σκοπό του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, ο οποίος, από την αρχική του μορφή το 1968 (48), συνίσταται κυρίως στο να βοηθήσει τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης να επανεξισορροπήσει τους όρους ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά που επηρεάζονται από τις απαγορευμένες επιδοτήσεις που χορηγούνται στο εξωτερικό (49).
46. Συμπερασματικά, ο βασικός κανονισμός κατά των επιδοτήσεων δεν περιορίζεται στις επιδοτήσεις που χορηγούνται από το Δημόσιο ενός κράτους στη «δική του» επικράτεια.
47. Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, ωστόσο, ότι η ως άνω έννοια του πεδίου εφαρμογής της ρυθμίσεως κατά των επιδοτήσεων δεν είναι συμβατή με τις υποχρεώσεις που υπέχει η Ευρωπαϊκή Ένωση από τη ΓΣΔΕ και τη Συμφωνία ΕΑΜ (50).
48. Συμφωνώ ότι οι εν λόγω διεθνείς συμφωνίες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στον βαθμό που η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος στις συμφωνίες ΠΟΕ, στις οποίες συγκαταλέγονται η ΓΣΔΕ και η Συμφωνία ΕΑΜ, και οι οποίες, ως εκ τούτου, αποτελούν μέρος της έννομης τάξεως της Ένωσης και δεσμεύουν τα θεσμικά της όργανα (51).
49. Μολονότι γίνεται παγίως δεκτό ότι οι εν λόγω συμφωνίες δεν αναπτύσσουν εν γένει άμεσο αποτέλεσμα (52), η συνταγματική υποχρέωση της Ένωσης να τηρεί τις δεσμεύσεις που απορρέουν από τις διεθνείς δεσμεύσεις της (53), η οποία απηχεί την αρχή του γενικού διεθνούς δικαίου περί τηρήσεως των δεσμεύσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες (pacta sunt servanda) (54), της επιβάλλει την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, ενδεχομένως, σύμφωνα με το δίκαιο του ΠΟΕ (55).
50. Σύμφωνα με την αιτιολογική του σκέψη 3, ο βασικός κανονισμός κατά των επιδοτήσεων αποσκοπεί στην εφαρμογή στο δίκαιο της Ένωσης «κατά το δυνατόν» των δεσμεύσεων που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο της Συμφωνίας ΕΑΜ.
51. Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η χρήση της ίδιας διατύπωσης, ακόμη και στο πλαίσιο του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ (56), δεν πρέπει, αυτή καθεαυτήν, να νοηθεί ως βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να μεταφέρει στο δίκαιο της Ένωσης το σύνολο των κανόνων που περιέχονται στη Συμφωνία ΕΑΜ (57).
52. Ως εκ τούτου, δεν είναι ορθό να συναχθεί το συμπέρασμα, όπως έπραξε το Γενικό Δικαστήριο (58), ότι η χρήση της ως άνω διατύπωσης συνιστά επαρκή ένδειξη για να γίνει δεκτό ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να εκπληρώσει τη συγκεκριμένη υποχρέωση που αναλήφθηκε βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο 1, της συμφωνίας ΕΑΜ.
53. Τούτου λεχθέντος, το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων απηχεί σε σημαντικό βαθμό το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο 1, της συμφωνίας ΕΑΜ. Επομένως, η ερμηνεία του πρώτου πρέπει να συνάδει με την ερμηνεία του δεύτερου (59).
54. Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο 1, της εν λόγω συμφωνίας ορίζει ότι «a subsidy shall be deemed to exist if […] there is a financial contribution by a government or any public body within the territory of a Member» («γίνεται δεκτό ότι συντρέχει επιδότηση εφόσον […] παρέχεται χρηματοδότηση από το Δημόσιο ή από οποιονδήποτε κρατικό φορέα που λειτουργεί στην επικράτεια ενός μέλους», στην απόδοση της διάταξης στην ελληνική γλώσσα) (60).
55. Η ερμηνεία της ως άνω διατάξεως καλή τη πίστει και σύμφωνα με τη συνήθη έννοια που δίδεται στους όρους της στο πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται, όπως απαιτεί το άρθρο 31, παράγραφος 1, της Σύμβασης της Βιέννης για το δίκαιο των Συνθηκών (Recueil des traités des Nations unies, τόμ. 1155, σ. 331), οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη χρήση του αόριστου άρθρου «a» στη φράση «financial contribution by a government» στο εισαγωγικό μέρος του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο 1, της συμφωνίας ΕΑΜ δεν προσδιορίζει τη γεωγραφική προέλευση της πηγής της εν λόγω χρηματοδοτικής συνεισφοράς, εφόσον η επίμαχη επιδότηση προέρχεται από οποιοδήποτε μέλος του ΠΟΕ.
56. Φρονώ ότι η ως άνω ερμηνεία δεν αναιρείται από τον προσδιορισμό «within the territory of a Member» («στην επικράτεια ενός μέλους»), στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο 1, της συμφωνίας ΕΑΜ, δεδομένου ότι η εν λόγω φράση αναφέρεται στην έννοια «Δημόσιο ή οποιοσδήποτε κρατικός φορέας» και όχι στον όρο «χρηματοδότηση».
57. Το ως άνω συμπέρασμα συνάδει επίσης με τη συμφωνία ΕΑΜ, η οποία ερμηνεύει και εφαρμόζει το άρθρο VI της ΓΣΔΕ του 1994 και η οποία «έχει ως αντικείμενο και σκοπό […] την αύξηση και τη βελτίωση των υποχρεώσεων της ΓΣΔΕ που αφορούν τη χρήση επιδοτήσεων και αντισταθμιστικών μέτρων» (61).
58. Συναφώς, αναφέρομαι συγκεκριμένα στο άρθρο VI, παράγραφος 3, της ΓΣΔΕ του 1994, το οποίο ορίζει τον αντισταθμιστικό δασμό ως τον ειδικό δασμό που επιβάλλεται προκειμένου να εξουδετερωθεί κάθε «πριμοδότηση ή επιδότηση που χορηγείται στην κατασκευή, παραγωγή ή εξαγωγής του προϊόντος», χωρίς να διευκρινίζει ποιος παρέχει την εν λόγω πριμοδότηση ή επιδότηση και χωρίς να περιορίζει από εδαφικής απόψεως την οντότητα που την παρέχει.
59. Επομένως, το άρθρο VI της ΓΣΔΕ του 1994 αφορά κατ’ αρχήν (62) όλες τις επιδοτήσεις, ανεξαρτήτως της προελεύσεώς τους (63).
60. Επίσης υπό το πρίσμα αυτό, διαφορετική ερμηνεία όχι μόνον θα αντέβαινε στη συνήθη έννοια των όρων που χρησιμοποιούνται στη συμφωνία ΕΑΜ και στο άρθρο VI της ΓΣΔΕ του 1994, αλλά, επιπλέον, το γεγονός ότι η Ένωση δεν θα ήταν σε θέση να εξουδετερώσει χρηματοδοτικές συνεισφορές, όπως οι επίμαχες εν προκειμένω, απλώς και μόνον λόγω της εδαφικής προελεύσεώς τους θα οδηγούσε σε ματαίωση του αντικειμένου και του σκοπού των εν λόγω διατάξεων.
61. Δεδομένου ότι από το ιστορικό των διαπραγματεύσεων του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο 1, της συμφωνίας ΕΑΜ (64) δεν μπορεί να προκύψει άλλη ερμηνεία η οποία να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συμπληρωματικό μέσο ερμηνείας της εν λόγω συμφωνίας, κατά την έννοια του άρθρου 32 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών, φρονώ ότι είναι σαφές ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο 1, της συμφωνίας ΕΑΜ δεν περιορίζει από εδαφικής απόψεως το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής της προελεύσεως των χρηματοδοτικών συνεισφορών στο μέλος του ΠΟΕ στο έδαφος του οποίου πραγματοποιείται η παραγωγή του επίμαχου προϊόντος (65).
62. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο 1, της συμφωνίας ΕΑΜ δεν εμποδίζει να θεωρηθεί ως επιδότηση διακανονισμός στο πλαίσιο του οποίου ένα μέλος του ΠΟΕ παρέχει χρηματοδοτική συνεισφορά σε προϊόν που κατασκευάζεται στο έδαφος άλλου μέλους του ΠΟΕ.
63. Κατά συνέπεια, για όλους τους ανωτέρω λόγους, φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έσφαλε καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι το πεδίο εφαρμογής του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, όπως διατυπώνεται ιδίως στο άρθρο 1, παράγραφος 1, και στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού, καταλαμβάνει και την περίπτωση στην οποία η Επιτροπή είναι σε θέση, βάσει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων, να καταλογίσει τη χρηματοδοτική στήριξη που έλαβε η οικεία εταιρία από το Δημόσιο τρίτης χώρας στο Δημόσιο άλλης τρίτης χώρας.
64. Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑269/23 P, καθώς και τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑272/23 P.
Β. Ο προσδιορισμός του στοιχείου σύγκρισης για την αντιστάθμιση του αιγυπτιακού συστήματος απαλλαγής από εισαγωγικούς δασμούς όσον αφορά τα εισαγόμενα υλικά
65. Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑269/23 P και με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑272/23 P, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε επικυρώνοντας την προσέγγιση της Επιτροπής που συνίστατο στη σύγκριση της καταστάσεώς τους με εκείνη επιχειρήσεως εγκατεστημένης στη ζώνη SETC, αλλά η οποία πραγματοποιεί πωλήσεις στην αιγυπτιακή αγορά προκειμένου να αντισταθμιστεί το πλεονέκτημα που αποκόμισαν οι αναιρεσείουσες από το σύστημα απαλλαγής από εισαγωγικούς δασμούς (66). Επιπλέον, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι η κατάστασή τους θα έπρεπε να έχει συγκριθεί με ένα θεωρητικό σενάριο στο οποίο θα ήταν εγκατεστημένες εκτός της ζώνης SETC, αλλά θα εξήγαν και πάλι τα επίμαχα προϊόντα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Κυβέρνηση της Αιγύπτου δεν θα είχε παραιτηθεί από έσοδα μέσω του συστήματος απαλλαγής από εισαγωγικούς δασμούς, δεδομένου ότι δεν θα είχε ποτέ επιδιώξει να εισπράξει εισαγωγικούς δασμούς για εισαγόμενες πρώτες ύλες για την παραγωγή των επίμαχων προϊόντων.
66. Επομένως, το ζήτημα που βρίσκεται στο επίκεντρο της επιχειρηματολογίας των αναιρεσειουσών είναι ποια πρέπει να είναι η συγκρίσιμη κατάσταση στην υπό κρίση υπόθεση (67).
67. Ωστόσο, η μόνη νομική διάταξη την οποία μνημονεύουν οι αναιρεσείουσες στο κείμενο των αιτήσεων αναιρέσεως προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους είναι το άρθρο 5 του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων. Η εν λόγω διάταξη, η οποία αφορά τον ποσοτικό προσδιορισμό του ύψους της αντισταθμίσιμης επιδότησης, δεν ρυθμίζει το στοιχείο σύγκρισης όσον αφορά τη διαπίστωση του κατά πόσον η Κυβέρνηση της Αιγύπτου επέλεξε να παραιτηθεί από ορισμένα έσοδα που κανονικά της οφείλονταν, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο ii, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων (δεδομένου ότι ο ποσοτικός προσδιορισμός των εν λόγω διαφυγόντων εσόδων λογικά πραγματοποιείται μετά τη διαπίστωση της ύπαρξής τους) (68).
68. Περαιτέρω, οι αναιρεσείουσες δεν εξηγούν γιατί το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία ή την εφαρμογή του εφαρμοστέου νομικού πλαισίου.
69. Ωστόσο, η εν λόγω διευκρίνιση είναι κρίσιμη για το παραδεκτό της επιχειρηματολογίας των αναιρεσειουσών, δεδομένου ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο ii, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, ακόμη και αν ήταν η διάταξη την οποία οι αναιρεσείοντες σκοπούσαν να επικαλεστούν (όπερ δεν συνέβη), δεν προβλέπει μέθοδο προσδιορισμού του κατάλληλου στοιχείου σύγκρισης για τη διαπίστωση του κατά πόσον έλαβε χώρα παραίτηση ή μη είσπραξη κρατικών εσόδων που διαφορετικά οφείλονται.
70. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή διαθέτει ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως για να επιλέξει μεταξύ των διαφόρων παραμέτρων και σεναρίων στα οποία στηρίζεται η αποστολή της να διαπιστώσει αν η Κυβέρνηση της Αιγύπτου επέλεξε να παραιτηθεί από έσοδα που διαφορετικά της οφείλονταν (69).
71. Ελλείψει οποιουδήποτε άλλου επιχειρήματος περί του αντιθέτου, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι επιβεβαίωσε την εκ μέρους της Επιτροπής επιλογή του κατάλληλου στοιχείου σύγκρισης στις έρευνες κατά των επιδοτήσεων που αποτελούν τη βάση των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως (70).
72. Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει απαράδεκτο τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑269/23 P και τον τρίτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑272/23 P.
Γ. Η αντιστάθμιση της φορολογικής μεταχειρίσεως των συναλλαγματικών απωλειών που προκλήθηκαν από την υποτίμηση της λίρας Αιγύπτου το 2016
73. Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑269/23 P και τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑272/23 P, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να εκτιμήσει αν η Επιτροπή είχε προσδιορίσει το ορθό σύστημα επιδοτήσεων στους επίδικους κανονισμούς. Κατά τη γνώμη τους, η Επιτροπή εσφαλμένα εκτίμησε ότι η φορολογική μεταχείριση των συναλλαγματικών απωλειών, η οποία εφαρμόστηκε μετά την υποτίμηση της λίρας Αιγύπτου του 2016 (71), αποτελούσε το σύστημα επιδοτήσεων που προσπόριζε όφελος το οποίο είχε εκ των πραγμάτων ατομικό χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2 και του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων. Κατά τις αναιρεσείουσες, η εν λόγω μεταχείριση επιφυλασσόταν σε όλες τις αιγυπτιακές εταιρίες, οπότε, θεωρητικά, κάθε αιγυπτιακή εταιρία μπορούσε να εκπέσει τις απώλειες που είχαν προκληθεί λόγω της υποτιμήσεως της λίρας Αιγύπτου του 2016 από το φορολογητέο της εισόδημα. Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή εσφαλμένα απέδωσε το όφελος που απορρέει από την υποτίμηση του 2016 στη φορολογική μεταχείριση των συναλλαγματικών απωλειών.
74. Μολονότι οι αιτήσεις αναιρέσεως δεν αποτελούν υποδείγματα σαφήνειας, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, αντιλαμβάνομαι ότι αυτοί οι λόγοι αναιρέσεως δεν αποσκοπούν στην επανεξέταση των πραγματικών περιστατικών. Αντιθέτως, από την ευρύτερη ερμηνεία των επιχειρημάτων φαίνεται να προκύπτει ότι οι αναιρεσείουσες επιθυμούν να ζητήσουν από το Δικαστήριο να ελέγξει το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ότι η από κοινού εξέταση της φορολογικής μεταχείρισης και των ειδικών λογιστικών κανόνων ήταν ικανή να προσπορίσει όφελος που έχει εκ των πραγμάτων ατομικό χαρακτήρα.
75. Η εν λόγω επιχειρηματολογία υπάγεται στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου (72).
76. Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνω ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων αποσκοπεί ακριβώς στην αντιμετώπιση των περιπτώσεων στις οποίες, εκ πρώτης όψεως, ένα μέτρο μπορεί να μη φαίνεται ότι έχει ατομικό χαρακτήρα, αλλά, στην πράξη, και βάσει αντικειμενικών κριτηρίων ή προϋποθέσεων, το εν λόγω μέτρο έχει ως αποτέλεσμα τη θέσπιση ειδικού μηχανισμού για τη χορήγηση επιδότησης σε ορισμένες επιχειρήσεις.
77. Για τους σκοπούς της εν λόγω εκτιμήσεως, κατά τη διαπίστωση του κατά πόσον μια επιδότηση έχει εκ των πραγμάτων ατομικό χαρακτήρα, το Δικαστήριο πρέπει να επικεντρωθεί όχι στους εθνικούς κανόνες αυτούς καθεαυτούς, αλλά στον βαθμό του αντικτύπου που έχουν οι εν λόγω κανόνες όσον αφορά ορισμένες επιχειρήσεις (73), εξεταζόμενοι εντός του πλαισίου εντός του οποίου θεσπίστηκαν (74).
78. Ακριβώς αυτό έπραξε το Γενικό Δικαστήριο με τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις.
79. Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών στηριζόταν επί εσφαλμένης παραδοχής, ήτοι ότι «η Επιτροπή δεν θεώρησε ότι η φορολογική μεταχείριση συνιστά καθεαυτή επιδότηση δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο αντισταθμιστικού μέτρου» (75).
80. Δεύτερον, το εν λόγω δικαστήριο εξήγησε ότι η Επιτροπή, εξετάζοντας από κοινού τη φορολογική μεταχείριση και τους ειδικούς λογιστικούς κανόνες, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, μολονότι μπορούσαν να ωφελήσουν όλες τις αιγυπτιακές εταιρίες, στην πράξη οι εν λόγω κανόνες αποσκοπούσαν να καταστήσουν δυνατή την εξουδετέρωση των επιπτώσεων της υποτιμήσεως της λίρας Αιγύπτου του 2016, με αποτέλεσμα να παρέχεται σε συγκεκριμένη κατηγορία εταιριών (76), όπως οι αναιρεσείουσες (77), σημαντικό πλεονέκτημα (78).
81. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι οι αναιρεσείουσες δεν είχαν προσκομίσει κανένα αποδεικτικό στοιχείο για να αμφισβητήσουν τις εν λόγω πραγματικές διαπιστώσεις (79).
82. Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει επίσης τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑269/23 P και τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑272/23 P ως αβάσιμους.
Δ. Ο καθορισμός του επιπέδου της αντισταθμίσιμης επιδότησης για οντότητες που ανήκουν σε όμιλο
83. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑269/23 P, οι αναιρεσείουσες βάλλουν, κατ’ ουσίαν, κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου να επικυρώσει τη μέθοδο υπολογισμού του ύψους της αντισταθμίσιμης επιδότησης της οποίας έτυχαν οι αναιρεσείουσες βάσει του συνολικού κύκλου εργασιών τους (80).
84. Επομένως, ο λόγος αυτός επιβάλλει την πραγματοποίηση ερμηνείας των άρθρων 5 και 6 του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων.
85. Το άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Υπολογισμός του ύψους της αντισταθμίσιμης επιδότησης», ορίζει ότι ως βάση για τον υπολογισμό του ύψους της αντισταθμίσιμης επιδότησης λαμβάνεται υπόψη το όφελος που προσπορίζεται «ο αποδέκτης» κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας. Ομοίως, το άρθρο 6 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Υπολογισμός του οφέλους που προσπορίζεται ο αποδέκτης», καθορίζει ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό του ύψους του οφέλους και, επομένως, της επιδότησης, «που προσπορίζεται ο αποδέκτης».
86. Κατά τους αναιρεσείοντες, η χρήση του ουσιαστικού «αποδέκτης» στον ενικό αριθμό στις εν λόγω διατάξεις έχει την έννοια, όπως κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο με την απόφασή του Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής (81), ότι «το όφελος πρέπει να υπολογίζεται για κάθε αποδέκτη αναλόγως της κατάστασής του» (82). Μόνον όταν μια επιδότηση χορηγείται από κοινού και στις δύο οντότητες, το ύψος της αντισταθμίσιμης επιδότησης μπορεί να καθοριστεί και για τις εν λόγω οντότητες συνολικά. Επομένως, η Επιτροπή όφειλε να έχει υπολογίσει το όφελος για την Jushi Egypt και την Hengshi Egypt ως ποσοστό χωριστά, να έχει εφαρμόσει το εν λόγω όφελος ως ποσοστό στον κύκλο εργασιών τους όσον αφορά το επίμαχο προϊόν και να έχει υπολογίσει ενιαίο συνολικό σταθμισμένο μέσο περιθώριο επιδότησης προς όφελος των αναιρεσειουσών από κοινού (83).
87. Συγχρόνως, οι αναιρεσείουσες δεν αμφισβητούν –αντιθέτως μάλιστα, συμφωνούν ρητώς με τις γραπτές παρατηρήσεις τους– ότι, παρά τη χρήση του ουσιαστικού «αποδέκτης» στον ενικό αριθμό στα άρθρα 5 και 6 του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, η έννοια του «αποδέκτη» μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καταλαμβάνει και όμιλο εταιριών (84).
88. Φρονώ ότι δεν είναι λογικό να ακολουθηθεί η διάκριση που προτείνεται από τις αναιρεσείουσες.
89. Πρώτον, η επιχειρηματολογία τους δεν στηρίζεται σε καμία παραπομπή στη νομική θεωρία ή τη νομολογία (85). Επίσης τα άρθρα 5 και 6 του εν λόγω κανονισμού δεν περιέχουν προσδιοριστικά στοιχεία που να δικαιολογούν τη συσταλτική ερμηνεία της έννοιας του «αποδέκτη».
90. Δεύτερον, η ευρεία ερμηνεία της εν λόγω έννοιας όχι μόνον είναι σύμφωνη με την ερμηνεία που έχει δώσει το Δικαστήριο σε παρόμοιες έννοιες στο πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων και του δικαίου του ανταγωνισμού, ήτοι, στις έννοιες της «οικονομικής ενότητας» ή της «επιχειρήσεως» (86), αλλά επιπλέον αυτή είναι η ερμηνεία που έδωσε το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο του ΠΟΕ στην έννοια του «αποδέκτη», όπως αυτή χρησιμοποιείται στη Συμφωνία ΕΑΜ (87).
91. Τρίτον, η προσέγγιση της αντιμετώπισης των οντοτήτων που αποτελούν μέρος ενός αδιαίρετου συνόλου, από βιομηχανικής και οικονομικής απόψεως, ως συνδεδεμένων ευθυγραμμίζεται με την οικονομική πραγματικότητα, διότι οι ενδοομιλικές μεταφορές κεφαλαίων δεν μπορούν να εξαιρεθούν από τα μέσα κατά των επιδοτήσεων (88).
92. Επομένως, η προκύπτουσα ευρεία ερμηνεία της έννοιας του «αποδέκτη» ανταποκρίνεται στον σκοπό του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, ο οποίος συνίσταται στην «εξουδετέρωση των συνεπειών της επιδότησης που έχει ενδεχομένως χορηγηθεί, άμεσα ή έμμεσα, για την κατασκευή, την παραγωγή, την εξαγωγή ή τη μεταφορά οποιουδήποτε προϊόντος του οποίου η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Ένωση προκαλεί ζημία» (89).
93. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να κρίνει ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε ακολουθώντας την προαναφερθείσα ερμηνευτική γραμμή επικυρώνοντας τον υπολογισμό που πραγματοποίησε η Επιτροπή όσον αφορά την αντισταθμίσιμη επιδότηση των αναιρεσειουσών.
94. Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τον πρώτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑269/23 P.
VI. Επί των δικαστικών εξόδων
95. Κατά το άρθρο 137 και το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.
96. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική δίκη δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.
97. Δεδομένου ότι, κατά τη γνώμη μου, οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως, για τους λόγους που εξέθεσα ανωτέρω, δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν, φρονώ ότι οι αναιρεσείουσες πρέπει να φέρουν, πέραν των δικών τους δικαστικών εξόδων, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ αναίρεση.
98. Αντιθέτως, κατά το άρθρο 140, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη, η Tech-Fab Europe eV και η European Glass Fibre Producers Association πρέπει να φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.
VII. Πρόταση
99. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο:
– να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως ως αβάσιμες·
– να επιβεβαιώσει τις αποφάσεις της 1ης Μαρτίου 2023, Hengshi Egypt Fiberglass Fabrics και Jushi Egypt for Fiberglass Industry κατά Επιτροπής (T‑480/20, EU:T:2023:90), και της 1ης Μαρτίου 2023, Jushi Egypt for Fiberglass Industry κατά Επιτροπής (T‑540/20, EU:T:2023:91)·
– να κρίνει ότι οι Hengshi Egypt Fiberglass Fabrics SAE και Jushi Egypt for Fiberglass Industry SAE φέρουν, εκάστη, πέραν των δικαστικών εξόδων τους, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ αναίρεση· και
– να κρίνει ότι η Tech-Fab Europe eV και η European Glass Fibre Producers Association φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.