Language of document : ECLI:EU:T:2017:680

Προσωρινό κείμενο

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 21ης Σεπτεμβρίου 2017 (*)

«Διαδικασία – Καθορισμός των δικαστικών εξόδων»

Στην υπόθεση T-332/13 DEP,

Χρυσάνθη Χριστοδούλου, κάτοικος Πάφου (Κύπρος),

Μαρία Σταυρινού, κάτοικος Λάρνακας (Κύπρος),

εκπροσωπούμενες από τους Ε. Ευσταθίου και Κ. Ευσταθίου, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

και

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), εκπροσωπούμενης από τον K. Laurinavičius και την Α. Κουτσούκου, επικουρούμενους από τον H.‑G. Kamann, δικηγόρο,

καθών,

με αντικείμενο αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων που υπέβαλε η ΕΚΤ κατόπιν της διατάξεως της 16ης Οκτωβρίου 2014, Χριστοδούλου και Σταυρινού κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (T‑332/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:910),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

συγκείμενο από τους H. Kanninen (εισηγητή), πρόεδρο, I. Pelikánová και E. Buttigieg, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Πραγματικά περιστατικά, διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

1        Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Ιουνίου 2013, η Χρυσάνθη Χριστοδούλου και η Μαρία Σταυρινού (στο εξής: προσφεύγουσες) άσκησαν προσφυγή με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της δηλώσεως της Ευρωομάδας της 25ης Μαρτίου 2013 σχετικά, μεταξύ άλλων, με την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα στην Κύπρο.

2        Με χωριστά δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η και την 9η Οκτωβρίου 2013, αντιστοίχως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) προέβαλαν ενστάσεις απαραδέκτου, δυνάμει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991.

3        Με διάταξη της 16ης Οκτωβρίου 2014, Χριστοδούλου και Σταυρινού κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (T‑332/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:910, στο εξής: διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη και καταδίκασε τις προσφεύγουσες στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

4        Με έγγραφα της 29ης Απριλίου 2016 και της 28ης Ιουνίου 2016, η ΕΚΤ ζήτησε από τις προσφεύγουσες να της καταβάλουν τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκε λόγω της δίκης, ήτοι ποσό 15 593,83 ευρώ. Οι προσφεύγουσες δεν απάντησαν στα έγγραφα αυτά.

5        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Οκτωβρίου 2016 κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 170, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η ΕΚΤ υπέβαλε την υπό κρίση αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων με την οποία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να καθορίσει σε 15 593,83 ευρώ το ποσό των εξόδων που μπορεί να αναζητήσει για την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου·

–        να καθορίσει σε 404,60 ευρώ το ποσό των εξόδων που μπορεί να αναζητήσει για την παρούσα διαδικασία καθορισμού των δικαστικών εξόδων·

–        να της εκδώσει ένα εκτελεστό αντίγραφο της διατάξεως.

6        Με επιστολή που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Φεβρουαρίου 2017, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί της αιτήσεως καθορισμού των δικαστικών εξόδων. Ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει ως αόριστη την αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων·

–        να απορρίψει ως απαράδεκτη την αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων·

–        να καθορίσει το συνολικό ποσό των δικαστικών εξόδων που πρέπει να καταβληθεί στην υπόθεση της κύριας δίκης σε μηδέν ευρώ·

–        να απορρίψει ως υπερβολικό και/ή ως μη αναγκαίο το αίτημα της αιτούσας·

–        επικουρικώς, να καθορίσει το αναγκαίως και/ή αντικειμενικώς απαραίτητο ποσό που πρέπει να καταβληθεί στην υπόθεση της κύριας δίκης·

–        να καταδικάσει την ΕΚΤ στο σύνολο των εξόδων της διαδικασίας καθορισμού των δικαστικών εξόδων.

 Σκεπτικό

7        Κατά το άρθρο 170, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση αμφισβητήσεως σχετικά με τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται με διάταξη μη υποκείμενη σε ένδικο μέσο, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερόμενου διαδίκου και αφού ο αντίδικος υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

8        Κατά το άρθρο 140, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, θεωρούνται ως δικαστικά έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της δίκης, και ιδίως τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής και η αμοιβή των εκπροσώπων, συμβούλων ή δικηγόρων.

9        Ελλείψει διατάξεων του δικαίου της Ένωσης σχετικών με το ύψος των αμοιβών ή με τον αναγκαίο χρόνο εργασίας, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να εκτιμά ελεύθερα τα στοιχεία της υποθέσεως, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς, τη σημασία της από πλευράς δικαίου της Ένωσης καθώς και τις δυσκολίες που παρουσιάζει, τον όγκο της εργασίας την οποία κλήθηκαν να φέρουν εις πέρας οι εκπρόσωποι ή οι σύμβουλοι των διαδίκων, καθώς και τα διακυβευόμενα στο πλαίσιο της διαφοράς οικονομικά συμφέροντα των διαδίκων [διατάξεις της 20ής Μαΐου 2010, Tetra Laval κατά Επιτροπής, C-12/03 P DEP και C‑13/03 P DEP, EU:C:2010:280, σκέψη 44, και της 16ης Οκτωβρίου 2014, Since Hardware (Guangzhou) κατά Συμβουλίου, T‑156/11 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:930, σκέψη 17].

10      Κατά τον καθορισμό του ποσού των δικαστικών εξόδων που μπορούν να αναζητηθούν, το Γενικό Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη όλες τις περιστάσεις της υποθέσεως έως τον χρόνο εκδόσεως της διατάξεως περί καθορισμού των δικαστικών εξόδων, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών με τη διαδικασία καθορισμού των δικαστικών εξόδων αναγκαίων δαπανών [διατάξεις της 23ης Μαρτίου 2012, Kerstens κατά Επιτροπής, T‑498/09 P-DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:147, σκέψη 15, και της 12ης Ιανουαρίου 2016, Boehringer Ingelheim International κατά ΓΕΕΑ – Lehning entreprise (ANGIPAX), T‑368/13 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:9, σκέψη 14].

 Επί του κατά πόσον δύναται να αναζητηθεί η δικηγορική αμοιβή που κατέβαλε η ΕΚΤ

11      Από το άρθρο 19, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που έχει εφαρμογή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δύνανται να ζητούν τη συνδρομή δικηγόρου. Επομένως, η αμοιβή του δικηγόρου αυτού εμπίπτει στην έννοια των αναγκαίων εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ο διάδικος λόγω της δίκης [διατάξεις της 16ης Μαΐου 2013, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, C‑208/11 P DEP, EU:C:2013:304, σκέψη 14, της 10ης Οκτωβρίου 2013, ΚΓΦΠ κατά Schräder, C‑38/09 P DEP, EU:C:2013:679, σκέψη 20, και της 16ης Οκτωβρίου 2014, Since Hardware (Guangzhou) κατά Συμβουλίου, T‑156/11 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:930, σκέψη 19] χωρίς το θεσμικό όργανο να υποχρεούται να αποδείξει ότι η συνδρομή αυτή ήταν αντικειμενικά δικαιολογημένη [βλ., επ’ αυτού, διατάξεις της 31ης Ιανουαρίου 2012, Επιτροπή κατά Καλλιάνου, C‑323/06 P DEP, EU:C:2012:49, σκέψεις 10 και 11, και της 16ης Οκτωβρίου 2014, Since Hardware (Guangzhou) κατά Συμβουλίου, T‑156/11 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:930, σκέψη 19].

12      Εν προκειμένω, η ΕΚΤ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να καθορίσει το συνολικό ποσό των δικαστικών εξόδων που μπορούν να αναζητηθούν σε 15 998,43 ευρώ και επισημαίνει ότι το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε δικηγορική αμοιβή, αφενός, για την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου, ανερχόμενη σε 15 593,83 ευρώ, και, αφετέρου, για την παρούσα διαδικασία καθορισμού των δικαστικών εξόδων, ανερχόμενη σε 404,60 ευρώ. Τα ποσά περιλαμβάνουν φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) με συντελεστή 19 %.

13      Από τη φύση των ζητούμενων εξόδων προκύπτει ότι αυτά μπορούν να αναζητηθούν. Πρέπει εν συνεχεία να εξεταστεί αν τα έξοδα αυτά ήταν αναγκαία κατά την έννοια του άρθρου 140, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας. Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ότι τα έξοδα των οποίων την καταβολή ζητεί η ΕΚΤ ήταν αναγκαία.

 Επί του ποσού της δυνάμενης να αναζητηθεί δικηγορικής αμοιβής

14      Ο αιτών οφείλει να παράσχει ακριβή στοιχεία, προκειμένου να εκτιμηθεί, βάσει των κριτηρίων που απαριθμούνται στη σκέψη 9 ανωτέρω, αν ήταν αναγκαία τα έξοδα στα οποία πράγματι υποβλήθηκε λόγω της δίκης [διατάξεις της 9ης Νοεμβρίου 1995, Ahlström, C‑89/85 DEP, EU:C:1995:366, σκέψη 20, και της 16ης Οκτωβρίου 2014, Since Hardware (Guangzhou) κατά Συμβουλίου, T‑156/11 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:930, σκέψη 23]. Η απουσία τέτοιων στοιχείων δεν εμποδίζει μεν το Γενικό Δικαστήριο να καθορίσει, κατά δίκαιη κρίση, το ποσό των δικαστικών εξόδων που μπορούν να αναζητηθούν, πλην όμως λειτουργεί κατ’ ανάγκην περιοριστικά όσον αφορά την εκτίμησή του επί των αξιώσεων του αιτούντος [βλ. διατάξεις της 27ης Νοεμβρίου 2012, Gualtieri κατά Επιτροπής, T‑413/06 P‑DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:624, σκέψη 54, και της 16ης Οκτωβρίου 2014, Since Hardware (Guangzhou) κατά Συμβουλίου, T‑156/11 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:930, σκέψη 23].

15      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η αίτηση της ΕΚΤ πρέπει να απορριφθεί ως αόριστη, ιδίως λόγω της ανεπαρκούς θεμελιώσεως του αναγκαίου χαρακτήρα των εξόδων. Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται ότι η ΕΚΤ επισύναψε λεπτομερές τιμολόγιο των δικηγόρων της στην αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων. Ομολογουμένως, το τιμολόγιο αυτό αφορά δώδεκα υποθέσεις μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου. Παρά το γεγονός ότι το τιμολόγιο είναι συγκεντρωτικό, η προσεκτική εξέτασή του και οι διευκρινίσεις που παρέσχε η ΕΚΤ με την αίτησή της καθιστούν δυνατή την εξέταση του αναγκαίου χαρακτήρα των εξόδων.

16      Όσον αφορά, πρώτον, το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου, τη σημασία της από πλευράς δικαίου της Ένωσης καθώς και τις δυσκολίες που παρουσίαζε, υπενθυμίζεται ότι αίτημα της προσφυγής ήταν η ακύρωση της δηλώσεως της Ευρωομάδας της 25ης Μαρτίου 2013 σχετικά, μεταξύ άλλων, με την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα στην Κύπρο. Με το δικόγραφο της προσφυγής τους οι προσφεύγουσες υποστήριζαν ότι η δήλωση αυτή, κατά πρώτον, ήταν αποδοτέα στην ΕΚΤ και στην Επιτροπή και ότι, κατά δεύτερον, επέφερε σημαντική περικοπή των καταθέσεών τους σε κυπριακή τράπεζα προσβάλλοντας έτσι το δικαίωμα ιδιοκτησίας τους επί των καταθέσεων αυτών.

17      Στην περίπτωση αυτή το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε ιδίως, αφενός, το ζήτημα αν η έκδοση της δηλώσεως της Ευρωομάδας της 25ης Μαρτίου 2013 μπορούσε να αποδοθεί στην Επιτροπή και την ΕΚΤ και, αφετέρου, το ζήτημα αν η δήλωση αυτή μπορούσε να παραγάγει έννομα αποτελέσματα έναντι των προσφευγουσών. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε μεταξύ άλλων τα χαρακτηριστικά της Ευρωομάδας, καθώς και τις σχέσεις της με την Επιτροπή και την ΕΚΤ, υπό το πρίσμα του περιεχομένου της δηλώσεως.

18      Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η προσφυγή έθετε ορισμένα καινοφανή ζητήματα και ότι η υπόθεση είχε σημασία από πλευράς δικαίου της Ένωσης. Δεν μπορεί όμως να γίνει δεκτό ότι η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου ήταν ιδιαίτερα περίπλοκη.

19      Όσον αφορά, δεύτερον, τα διακυβευόμενα στο πλαίσιο της διαφοράς οικονομικά συμφέροντα των διαδίκων, επισημαίνεται ότι η περικοπή των καταθέσεων ήταν ικανή να πλήξει τα οικονομικά συμφέροντα των προσφευγουσών, όπως αυτές εκθέτουν στις παρατηρήσεις τους. Η ΕΚΤ, από την πλευρά της, περιορίστηκε στην επισήμανση ότι η υπόθεση είχε ιδιαίτερη πολιτική και οικονομική σημασία. Επισημαίνεται ότι, αν το Γενικό Δικαστήριο είχε κρίνει την προσφυγή παραδεκτή και, ενδεχομένως, βάσιμη, άλλοι καταθέτες των κυπριακών τραπεζών που επίσης είχαν υποστεί περικοπή κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών θα μπορούσαν, καταρχήν, να βρεθούν στην ίδια κατάσταση με τις προσφεύγουσες. Πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτό ότι η ένδικη διαφορά είχε οικονομικό διακύβευμα για την Επιτροπή και την ΕΚΤ.

20      Όσον αφορά, τρίτον, τον όγκο της εργασίας την οποία κλήθηκαν να φέρουν εις πέρας οι δικηγόροι της ΕΚΤ, σημειώνεται ότι η ΕΚΤ δεν προσδιορίζει την εργασία των δικηγόρων της που αφορά ειδικά την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου.

21      Ειδικότερα, η ΕΚΤ εκθέτει καταρχάς ότι οι δικηγόροι της εργάστηκαν συγχρόνως για την ως άνω υπόθεση και για σειρά άλλων υποθέσεων που έθεταν πανομοιότυπα ή παρόμοια ζητήματα με αυτήν και για τις οποίες τα δικόγραφα των προσφυγών είχαν κατατεθεί στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου σε πολύ κοντινές μεταξύ τους ημερομηνίες. Η ΕΚΤ επισημαίνει ότι πρόκειται για τις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι διατάξεις της 10ης Νοεμβρίου 2014, Ledra Advertising κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (T‑289/13, EU:T:2014:981), CMBG κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (T‑290/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:976), Ελευθερίου και Παπαχριστοφή κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (T‑291/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:978), Ευαγγέλου κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (T‑292/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:977), Θεοφίλου κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (T‑293/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:979), και Fialtor κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (T‑294/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:980), στις οποίες γλώσσα διαδικασίας ήταν η αγγλική, και για τις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι διατάξεις της 16ης Οκτωβρίου 2014, Μαλλής και Μαλλή κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (T‑327/13, EU:T:2014:909), Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Τραπέζης Κύπρου κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (T‑328/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:906), Χατζηθωμά κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (T‑329/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:908), Χατζηιωάννου κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (T‑330/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:904), και Νικολάου κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (T‑331/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:905), στις οποίες γλώσσα διαδικασίας ήταν η ελληνική.

22      Εν συνεχεία, η ΕΚΤ διευκρινίζει ότι οι δικηγόροι της τής απέστειλαν ενιαίο τιμολόγιο ποσού 159 902,50 ευρώ πλέον ΦΠΑ, ήτοι συνολικού ποσού 190 289,93 ευρώ, για παροχή υπηρεσιών όσον αφορά το σύνολο των υποθέσεων που μνημονεύθηκαν στην προηγούμενη σκέψη. Λόγω της αλληλοεπικαλύψεως του περιεχομένου των ως άνω υποθέσεων, ορισμένες από τις τιμολογηθείσες εργασίες αφορούσαν αδιακρίτως όλες τις υποθέσεις στις οποίες γλώσσα διαδικασίας ήταν η αγγλική, ορισμένες αφορούσαν όλες τις υποθέσεις στις οποίες γλώσσα διαδικασίας ήταν η ελληνική και ορισμένες αφορούσαν και τις δύο κατηγορίες υποθέσεων. Βάσει των ανωτέρω, η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι η συνολική δικηγορική αμοιβή μπορεί να κατανεμηθεί ως εξής:

–        ποσό 22 411,25 ευρώ, πλέον ΦΠΑ, ήτοι συνολικό ποσό 26 669,39 ευρώ αντιστοιχεί στις έξι υποθέσεις στις οποίες γλώσσα διαδικασίας ήταν η αγγλική·

–        ποσό 19 757,50 ευρώ, πλέον ΦΠΑ, ήτοι συνολικό ποσό 23 517,38 ευρώ αντιστοιχεί στις έξι υποθέσεις στις οποίες γλώσσα διαδικασίας ήταν η ελληνική·

–        ποσό 117 733,75 ευρώ, πλέον ΦΠΑ, ήτοι συνολικό ποσό 140 103,16 ευρώ αντιστοιχεί στο σύνολο των δώδεκα υποθέσεων.

23      Τέλος, η ΕΚΤ εκθέτει ότι το μερίδιο των προσφευγουσών στα έξοδα ανέρχεται στο ποσό των 15 593,83 ευρώ. Επισημαίνει δε ότι το ποσό αυτό αφορά την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου, ήτοι, αφενός, 1/12ο των εξόδων που αντιστοιχούν στο σύνολο των υποθέσεων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 21 ανωτέρω, δηλαδή ποσό 11 675,26 ευρώ, και, αφετέρου, 1/6ο των εξόδων που αντιστοιχούν ειδικά στις υποθέσεις στις οποίες γλώσσα διαδικασίας ήταν η ελληνική, ήτοι ποσό 3 918,57 ευρώ.

24      Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται καταρχάς ότι οι υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι διατάξεις της 16ης Οκτωβρίου 2014, Μαλλής και Μαλλή κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (T-327/13, EU:T:2014:909), Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Τραπέζης Κύπρου κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (T‑328/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:906), Χατζηθωμά κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (T-329/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:908), Χατζηιωάννου κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (T‑330/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:904), και Νικολάου κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (T‑331/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:905), έθεταν πράγματι τα ίδια νομικά ζητήματα με την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου. Τα δικόγραφα των προσφυγών στις υποθέσεις αυτές ήταν σχεδόν πανομοιότυπα και κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την ίδια ημερομηνία, ήτοι την 4η Ιουνίου 2013, με αποτέλεσμα την παράλληλη διεξαγωγή των ενδίκων διαδικασιών.

25      Τα δε δικόγραφα των προσφυγών στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι διατάξεις της 10ης Νοεμβρίου 2014, Ledra Advertising κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (T‑289/13, EU:T:2014:981), CMBG κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (T‑290/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:976), Ελευθερίου και Παπαχριστοφή κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (T‑291/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:978), Ευαγγέλου κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (T‑292/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:977), Θεοφίλου κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (T‑293/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:979), και Fialtor κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (T‑294/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:980), έθεταν νομικά ζητήματα εν μέρει παρόμοια με εκείνα που έθεταν οι υποθέσεις για τις οποίες έγινε λόγος στη σκέψη 24 ανωτέρω και ήταν επίσης κατ’ ουσίαν πανομοιότυπα. Τα δικόγραφα αυτά κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την ίδια ημέρα, στις 24 Μαΐου 2013, και άρα σε ημερομηνία πολύ κοντινή με εκείνη της καταθέσεως των δικογράφων των προσφυγών των υποθέσεων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 24 ανωτέρω. Οι δίκες διεξήχθησαν κατ’ ουσίαν παράλληλα με τις δίκες επί των υποθέσεων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 24 ανωτέρω.

26      Εν συνεχεία, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, σε περίπτωση όπως η εν προκειμένω η οποία χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη σειράς υποθέσεων που θέτουν πανομοιότυπα ή παρόμοια νομικά ζητήματα και επί των οποίων οι δίκες διεξάγονται κατ’ ουσίαν παράλληλα, οι δαπάνες σχετικά με την εργασία που κλήθηκαν να φέρουν εις πέρας οι δικηγόροι θεσμικού οργάνου της Ένωσης μπορούν να καθοριστούν, όπως προβάλλει η ΕΚΤ, επί τη βάσει κατανομής του συνολικού ποσού των εξόδων στις επιμέρους υποθέσεις, εφόσον η κατανομή αυτή γίνεται βάσει αντικειμενικών και εύλογων κριτηρίων. Πράγματι, με αυτόν τον τρόπο καθορισμού των εξόδων, αφενός, καθίσταται δυνατό να συνεκτιμηθεί ότι σημαντικό μέρος της πραγματοποιηθείσας εργασίας αφορά αδιακρίτως το σύνολο των επίμαχων υποθέσεων και, αφετέρου, περιορίζεται το ποσό το οποίο οφείλουν εν τέλει να καταβάλουν οι διάδικοι που καταδικάστηκαν στα δικαστικά έξοδα κάθε υποθέσεως.

27      Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί, πρώτον, ο όγκος της εργασίας την οποία κλήθηκαν να φέρουν εις πέρας οι δικηγόροι της ΕΚΤ, αφενός, για το σύνολο των υποθέσεων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 21 ανωτέρω και, αφετέρου, για εκείνες στις οποίες γλώσσα διαδικασίας ήταν η ελληνική, δεύτερον, ο καταμερισμός των ποσών μεταξύ των διαφόρων υποθέσεων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 21 ανωτέρω και, τρίτον, ο όγκος της εργασίας την οποία κλήθηκαν να φέρουν εις πέρας οι δικηγόροι της ΕΚΤ για την παρούσα διαδικασία καθορισμού των δικαστικών εξόδων.

28      Όσον αφορά τον όγκο της εργασίας την οποία κλήθηκαν να φέρουν εις πέρας οι δικηγόροι της ΕΚΤ για το σύνολο των υποθέσεων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 21 ανωτέρω, η ΕΚΤ ζητεί το ποσό των 117 733,75 ευρώ (140 103,16 ευρώ με τον ΦΠΑ) για δικηγορική αμοιβή, που αντιστοιχεί σε 280,6 ώρες εργασίας που κατανέμονται ως εξής:

–        199,1 ώρες εργασίας με ωριαία αμοιβή 475 ευρώ·

–        15,3 ώρες εργασίας με ωριαία αμοιβή 412,5 ευρώ·

–        τρεις ώρες εργασίας με ωριαία αμοιβή 350 ευρώ·

–        63,2 ώρες εργασίας με ωριαία αμοιβή 250 ευρώ.

29      Η ΕΚΤ προσκόμισε συναφώς τιμολόγιο των δικηγόρων της συνοδευόμενο από πίνακες των πραγματοποιηθεισών ωρών εργασίας.

30      Κατά πρώτον, από το ως άνω τιμολόγιο προκύπτει ότι οι 199,1 ώρες εργασίας με ωριαία αμοιβή 475 ευρώ και οι 15,3 ώρες εργασίας με ωριαία αμοιβή 412,5 ευρώ πραγματοποιήθηκαν από πέντε διαφορετικούς δικηγόρους. Λαμβανομένου υπόψη του ύψους της ωριαίας αμοιβής τους, πρέπει να γίνει δεκτό ότι πρόκειται κατά τεκμήριο για ιδιαίτερα πεπειραμένους δικηγόρους.

31      Από το τιμολόγιο που μνημονεύθηκε στη σκέψη 29 ανωτέρω προκύπτει ότι, μεταξύ των πέντε αυτών δικηγόρων, δύο (στο εξής: κύριοι δικηγόροι) πραγματοποίησαν το κυριότερο μέρος της εργασίας, ενώ οι τρεις υπόλοιποι συνέβαλαν κατά κύριο λόγο εκτελώντας εργασίες είτε συμβουλευτικές είτε ελέγχου και συντονισμού.

32      Επί του σημείου αυτού, επισημαίνεται ότι, μολονότι καταρχήν μπορεί να αναζητηθεί η αμοιβή ενός μόνο δικηγόρου, ενδέχεται, αναλόγως των ιδιαίτερων περιστάσεων κάθε υποθέσεως και πρωτίστως της πολυπλοκότητάς της, να γίνει δεκτό ότι εμπίπτει στην έννοια των αναγκαίων εξόδων η αμοιβή περισσότερων δικηγόρων. Πρέπει εντούτοις να λαμβάνεται κυρίως υπόψη ο συνολικός αριθμός των ωρών εργασίας που δύνανται να θεωρηθούν αντικειμενικά αναγκαίες για τη δίκη, ανεξαρτήτως του αριθμού των δικηγόρων μεταξύ των οποίων κατανεμήθηκε η ως άνω εργασία (διάταξη της 15ης Σεπτεμβρίου 2010, Huvis κατά Συμβουλίου, T‑221/05 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2010:402, σκέψη 30).

33      Εν προκειμένω, τα ζητήματα που τέθηκαν με την προσφυγή απαιτούσαν ομολογουμένως εις βάθος ανάλυση η οποία συνεπαγόταν σημαντικό αριθμό ωρών εργασίας ιδιαίτερα πεπειραμένων δικηγόρων. Εντούτοις, αναγκαία ήταν η ενασχόληση δύο ιδιαίτερα πεπειραμένων δικηγόρων. Το δε ποσό της ωριαίας αμοιβής των κύριων δικηγόρων δεν μπορεί να θεωρηθεί υπερβολικό.

34      Κατά δεύτερον, από το τιμολόγιο που μνημονεύθηκε στη σκέψη 29 ανωτέρω προκύπτει ότι οι τρεις ώρες εργασίας που χρεώθηκαν με ωριαία αμοιβή 350 ευρώ αντιστοιχούν σε αναθεώρηση κειμένου και σε συζητήσεις σχετικά με διαδικαστικά ζητήματα και δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αναγκαίες για τη δίκη λαμβανομένης υπόψη της τεκμαιρόμενης πείρας των δικηγόρων.

35      Κατά τρίτον, από το τιμολόγιο που μνημονεύθηκε στη σκέψη 29 ανωτέρω προκύπτει ότι οι 63,2 ώρες εργασίας που χρεώθηκαν με ωριαία αμοιβή 250 ευρώ αντιστοιχούν σε διάφορες εργασίες επικουρίας των κύριων δικηγόρων τις οποίες έφεραν εις πέρας δύο από τους κατά τα φαινόμενα λιγότερο πεπειραμένους δικηγόρους. Η παροχή επικουρίας από λιγότερο πεπειραμένους δικηγόρους προς τους δικηγόρους που έχουν την κύρια ευθύνη στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας διευκολύνει την παροχή των υπηρεσιών των δεύτερων και μπορεί να μειώσει ουσιωδώς το συνολικό ποσό των δικαστικών εξόδων. Εξάλλου, το ποσό της ωριαίας αμοιβής που χρεώθηκε εν προκειμένω δεν μπορεί να θεωρηθεί υπερβολικό.

36      Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν ο αριθμός των ωρών εργασίας των κύριων δικηγόρων και των δικηγόρων που τους επικούρησαν, που ανέρχεται σε 277,6 ώρες, μπορεί να θεωρηθεί αναγκαίος για τις κρίσιμες δίκες.

37      Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται καταρχάς ότι, κατά τον χρόνο της περατώσεως των υποθέσεων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 21 ανωτέρω, η ΕΚΤ είχε καταθέσει ένα μόνο δικόγραφο σε κάθε υπόθεση και, συγκεκριμένα, ένσταση απαραδέκτου 23 σελίδων συνοδευόμενη από ορισμένα παραρτήματα. Εξάλλου, οι ενστάσεις απαραδέκτου που κατατέθηκαν στις υποθέσεις στις οποίες γλώσσα διαδικασίας ήταν η αγγλική είχαν όλες, κατ’ ουσίαν, το ίδιο περιεχόμενο και εκείνες που κατατέθηκαν στις υποθέσεις στις οποίες γλώσσα διαδικασίας ήταν η ελληνική ήταν σχεδόν πανομοιότυπες μεταξύ τους. Ως εκ τούτου, οι δικηγόροι της ΕΚΤ συνέταξαν στην πραγματικότητα δύο μόνο υποδείγματα ενστάσεως απαραδέκτου από τα οποία το μεν πρώτο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε όλες τις υποθέσεις με γλώσσα διαδικασίας την αγγλική, το δε δεύτερο σε όλες τις υποθέσεις με γλώσσα διαδικασίας την ελληνική.

38      Παρά την πολυπλοκότητα των κοινών νομικών ζητημάτων που έθεταν τα δικόγραφα των προσφυγών, η ορθή κατανόηση των πραγματικών και νομικών περιστάσεων του συνόλου των υποθέσεων καθώς και η σύνταξη των κοινών τμημάτων των δύο υποδειγμάτων ενστάσεως απαραδέκτου που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 37 ανωτέρω δεν δικαιολογούσαν συνολικό αριθμό 277,6 ωρών.

39      Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, πρέπει να οριστεί σε 200 ο αριθμός των αναγκαίων ωρών για τη συγκεντρωτική δικηγορική αμοιβή που αφορά το σύνολο των υποθέσεων οι οποίες μνημονεύθηκαν στη σκέψη 21 ανωτέρω. Λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων ποσών ωριαίας αμοιβής (475, 421,5 και 250 ευρώ), τα έξοδα λόγω της δίκης για το σύνολο των υποθέσεων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 21 ανωτέρω ορίζονται κατά δίκαιη κρίση στο ποσό των 80 000 ευρώ πλέον ΦΠΑ, ήτοι σε 95 200 ευρώ.

40      Όσον αφορά τον όγκο της εργασίας την οποία κλήθηκαν να φέρουν εις πέρας οι δικηγόροι της ΕΚΤ ειδικά για τις υποθέσεις που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 24 ανωτέρω στις οποίες γλώσσα διαδικασίας ήταν η ελληνική, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η ΕΚΤ ζητεί, ως δικηγορική αμοιβή, το ποσό των 19 757,50 ευρώ (23 571,38 ευρώ με τον ΦΠΑ).

41      Από το τιμολόγιο που μνημονεύθηκε στη σκέψη 29 ανωτέρω προκύπτει ότι η αμοιβή αυτή αντιστοιχεί σε 43,9 ώρες εργασίας των δικηγόρων οι οποίες χρεώθηκαν με ωριαία αμοιβή 475 ευρώ (18,5 ώρες), 412,50 ευρώ (23,4 ώρες) και 350 ευρώ (2 ώρες).

42      Επισημαίνεται ως προς το ζήτημα αυτό ότι οι υποθέσεις που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 24 ανωτέρω στις οποίες γλώσσα διαδικασίας ήταν η ελληνική, μολονότι έθεταν καινοφανή νομικά ζητήματα, εντούτοις δεν ήταν ιδιαίτερα περίπλοκες και δεν απαιτούσαν σημαντικό αριθμό ωρών εργασίας ιδιαίτερα πεπειραμένου δικηγόρου.

43      Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι εν προκειμένω πραγματοποιηθείσες 43,9 ώρες εργασίας ήταν αναγκαίες προς τον σκοπό αυτόν. Κατά δίκαιη κρίση πρέπει, για τα δικαστικά έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν ως συγκεντρωτική δικηγορική αμοιβή στις υποθέσεις που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 24 ανωτέρω στις οποίες γλώσσα διαδικασίας ήταν η ελληνική, να ληφθούν υπόψη 25 ώρες εργασίας με ωριαία αμοιβή 475 και 412,50 ευρώ και το ποσό των εξόδων αυτών να οριστεί σε 10 750 ευρώ, πλέον ΦΠΑ, ήτοι σε 12 792,50 ευρώ.

44      Διευκρινίζεται ότι για τις ως άνω μειώσεις του αριθμού των ωρών εργασίας λήφθηκαν υπόψη οι παρατηρήσεις των προσφευγουσών κατά τις οποίες ορισμένα έξοδα δεν ήταν αναγκαία.

45      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, εξάλλου, ότι τα έξοδα για μεταφράσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν αναγκαία, δεδομένου ότι θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί εάν οι μεταφράσεις αυτές είχαν ανατεθεί στο προσωπικό της ΕΚΤ. Υπενθυμίζεται όμως, ως προς το σημείο αυτό, ότι η ΕΚΤ απευθύνθηκε σε εξωτερικούς δικηγόρους και ότι, στο πλαίσιο παρόμοιων υποθέσεων σε δύο γλώσσες, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο αναγκαίες μεταφράσεις να έχουν γίνει με μέριμνα των δικηγόρων ή των συνεργατών τους. Σε κάθε περίπτωση, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο περιέκοψε τον αριθμό ωρών εργασίας που ζητεί η ΕΚΤ.

46      Όσον αφορά τον καταμερισμό των ποσών που ορίστηκαν στις σκέψεις 39 και 43 ανωτέρω μεταξύ των διαφόρων υποθέσεων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 21 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η μέθοδος καταμερισμού που προτείνει η ΕΚΤ (βλ. σκέψη 26 ανωτέρω) είναι αντικειμενική και εύλογη. Επομένως, οι προσφεύγουσες πρέπει να φέρουν το 1/12ο του ποσού των 95 200 ευρώ που ορίστηκε στη σκέψη 39 ανωτέρω και το 1/6ο του ποσού των 12 792,50 ευρώ που ορίστηκε στη σκέψη 43 ανωτέρω, ήτοι, συνολικό ποσό 10 065,41 ευρώ.

47      Τέλος, όσον αφορά τον όγκο της εργασίας την οποία κλήθηκαν να φέρουν εις πέρας οι δικηγόροι της ΕΚΤ για την παρούσα διαδικασία καθορισμού των δικαστικών εξόδων, η ΕΚΤ ζητεί, ως δικηγορική αμοιβή, το ποσό των 340 ευρώ, πλέον ΦΠΑ, ήτοι συνολικό ποσό 404,60 ευρώ, και προσκόμισε προς τούτο τιμολόγιο των δικηγόρων της, συνοδευόμενο από πίνακα των πραγματοποιηθεισών ωρών εργασίας. Από το τιμολόγιο αυτό προκύπτει ότι ένας δικηγόρος εργάστηκε τέσσερις ώρες για να συντάξει τέσσερις αιτήσεις καθορισμού των δικαστικών εξόδων για τέσσερις από τις υποθέσεις που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 21 ανωτέρω, για τις οποίες οι οικείοι προσφεύγοντες δεν είχαν ασκήσει αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένης της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου.

48      Αφενός, οι τέσσερις ώρες εργασίας που πραγματοποίησαν οι δικηγόροι της ΕΚΤ μπορούν να θεωρηθούν αναγκαίες για τη σύνταξη των αιτήσεων καθορισμού των δικαστικών εξόδων στις υποθέσεις για τις οποίες έγινε λόγος στην προηγούμενη σκέψη. Εξάλλου, η ωριαία αμοιβή που χρεώθηκε δεν είναι υπερβολική.

49      Αφετέρου, το ποσό που ζητεί η ΕΚΤ από τις προσφεύγουσες αντιστοιχεί στο 1/4ο του συνολικού ποσού που τιμολόγησαν οι ως άνω δικηγόροι, προέκυψε δε κατ’ εφαρμογήν αντικειμενικής και εύλογης μεθόδου καταμερισμού.

50      Υπό αυτές τις περιστάσεις, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα δικαστικά έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν για την παρούσα διαδικασία καθορισμού των δικαστικών εξόδων μπορούν να οριστούν, όπως ζητεί η ΕΚΤ, στο ποσό των 404,60 ευρώ. Εξάλλου, δεδομένου ότι η αίτηση της ΕΚΤ γίνεται κατά μεγάλο μέρος δεκτή, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα των προσφευγουσών να καταδικαστεί η ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας καθορισμού των δικαστικών εξόδων.

51      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι το ποσό των δικαστικών εξόδων που μπορεί να αναζητήσει η ΕΚΤ πρέπει να οριστεί κατά δίκαιη κρίση στο ποσό των 10 470,02 ευρώ, το οποίο περιλαμβάνει και τον ΦΠΑ, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως μέχρι την ημερομηνία εκδόσεως της παρούσας διατάξεως.

52      Τέλος, παρέλκει η εξέταση του αιτήματος της ΕΚΤ να της χορηγηθεί εκτελεστό αντίγραφο της παρούσας διατάξεως. Πράγματι, το αίτημα αυτό είναι αποκλειστικά διοικητικής φύσεως και κείται εκτός του αντικειμένου της υπό κρίση διαφοράς η οποία αφορά τον καθορισμό των δικαστικών εξόδων που μπορεί να αναζητήσει η ΕΚΤ (διάταξη της 14ης Νοεμβρίου 2016, von Storch κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T‑492/12 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:668, σκέψη 28).

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

διατάσσει:

Το συνολικό ποσό των καταβλητέων από τις Χρυσάνθη Χριστοδούλου και Μαρία Σταυρινού προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) εξόδων ορίζεται σε 10 470,02 ευρώ.

Λουξεμβούργο, 21 Σεπτεμβρίου 2017.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      H. Kanninen


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.