Language of document : ECLI:EU:T:2017:104

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 17ης Φεβρουαρίου 2017 (*)

«Ρήτρα διαιτησίας – Πολλαπλή σύμβαση-πλαίσιο με το σύστημα της διαδοχικής αναθέσεως EMA/2012/10/ICT – Παροχή εξωτερικών υπηρεσιών στον τομέα των εφαρμογών λογισμικού – Αίτημα στις προσφεύγουσες‑ενάγουσες για παροχή υπηρεσιών – Απόρριψη των υποψηφίων που προτάθηκαν από τις προσφεύγουσες‑ενάγουσες – Αναλογικότητα – Μερικός επαναχαρακτηρισμός της προσφυγής – Εξωσυμβατική ευθύνη»

Στην υπόθεση T-441/15,

European Dynamics Luxembourg SA, με έδρα το Λουξεμβούργο (Λουξεμβούργο),

Ευρωπαϊκή Δυναμική – Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής ΑΕ, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα),

European Dynamics Belgium SA, με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο),

εκπροσωπούμενες αρχικώς από τον Ι. Αμπαζή και τη Μ. Σφυρή και εν συνεχεία από τις M. Σφυρή, Δ. Παπαδοπούλου και Χ.‑Ν. Δέδε, δικηγόρους,

προσφεύγουσες-ενάγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA), εκπροσωπούμενου από τον T. Jabłoński και τις N. Rampal Olmedo, Γ. Γαβριηλίδου και P.‑A. Eyckmans,

καθού-εναγομένου,

με αντικείμενο, αφενός, προσφυγή βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της από 4 Ιουνίου 2015 αποφάσεως του EMA, κοινοποιηθείσας με ηλεκτρονικό μήνυμα της διευθύντριας πόρων της τεχνολογίας της πληροφορίας, με την οποία απορρίφθηκαν δύο από τους υποψηφίους που πρότειναν οι προσφεύγουσες-ενάγουσες μετά το αίτημα παροχής υπηρεσιών SC001, στο πλαίσιο της συμβάσεως‑πλαισίου EMA/2012/10/ICT, και, αφετέρου, αγωγή βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που οι προσφεύγουσες‑ενάγουσες υποστηρίζουν ότι υπέστησαν λόγω της αποφάσεως αυτής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, J. Schwarcz (εισηγητή) και Κ. Ηλιόπουλο, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Με προκήρυξη διαγωνισμού της 18ης Αυγούστου 2011, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA) κίνησε τη διαδικασία διαγωνισμού EMA/2011/17/ICT, η οποία αφορούσε την παροχή εξωτερικών υπηρεσιών στον τομέα των εφαρμογών λογισμικού για τα επιγραμμικά συστήματα επεξεργασίας συναλλαγών και περιελάμβανε δύο τμήματα. Αντικείμενο του διαγωνισμού ήταν η σύναψη, για κάθε τμήμα, συμβάσεως-πλαισίου με το σύστημα της διαδοχικής αναθέσεως κατά τη σειρά προτεραιότητας, με τρεις κατ’ ανώτατο όριο παρόχους, διάρκειας τεσσάρων ετών. Η προκήρυξη του διαγωνισμού προέβλεπε την ανάθεση της πρώτης συμβάσεως-πλαισίου στην πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά. Το τμήμα 1 συνίστατο στην παροχή πόρων, «βάσει χρόνου και μέσων», για συστήματα ηλεκτρονικών διαδικασιών και αφορούσε 19 000 ανθρωποημέρες ετησίως.

2        Για το τμήμα 1 υπέβαλαν προσφορές έξι διαγωνιζόμενοι, μεταξύ των οποίων και η κοινοπραξία που αποτελείτο από τις European Dynamics Belgium SA, European Dynamics Luxembourg SA, Ευρωπαϊκή Δυναμική – Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής ΑΕ, καθώς και European Dynamics UK Ltd (στο εξής: κοινοπραξία).

3        Με έγγραφο της 31ης Ιανουαρίου 2012, ο EMA πληροφόρησε την κοινοπραξία ότι, κατόπιν αξιολογήσεως των προσφορών που υποβλήθηκαν, είχε αποφασιστεί να της ανατεθεί η δεύτερη σύμβαση‑πλαίσιο κατά σειρά προτεραιότητας, δεδομένου ότι η προσφορά της κοινοπραξίας κατατάχθηκε στη δεύτερη θέση.

4        Η σύμβαση‑πλαίσιο EMA/2012/10/ICT (στο εξής: σύμβαση‑πλαίσιο) και τα παραρτήματά της υπογράφηκαν στις 19 Μαρτίου 2012 μεταξύ της κοινοπραξίας και του EMA. Στις 5 Απριλίου 2012, τα μέλη της κοινοπραξίας άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως κατά της από 31 Ιανουαρίου 2012 αποφάσεως του ΕΜΑ. Η ως άνω προσφυγή απορρίφθηκε (απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2014, European Dynamics Belgium κ.λπ. κατά EMA, T‑158/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:36), όπως και η αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου (απόφαση της 16ης Απριλίου 2015, European Dynamics Belgium κ.λπ. κατά EMA, C‑173/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:226).

5        Στις 5 Μαΐου 2015, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου Ι.2.5 της συμβάσεως-πλαισίου και των σημείων 4.2.5.2 και 4.2.5.3 των τεχνικών προδιαγραφών, ο ΕΜΑ απηύθυνε στην κοινοπραξία το αίτημα παροχής υπηρεσιών SC001 που αφορούσε την εύρεση ενός επιχειρηματικού αναλυτή (στο εξής: αίτημα SC001). Το αίτημα SC001 περιελάμβανε τις προδιαγραφές για το προφίλ του διαχειριστή έργου, όπως επίσης και έναν λεπτομερή κατάλογο με τις απαιτούμενες ικανότητες, γνώσεις και εξειδικεύσεις. Ειδικότερα, το εν λόγω αίτημα έθετε ως προαπαιτούμενο ότι έκαστος προτεινόμενος υποψήφιος θα έπρεπε να διαθέτει πιστοποίηση «Prince2», όπως επίσης και ορισμένο επίπεδο πείρας στη χρήση της μεθοδολογίας «Prince2», η οποία αφορά διαδικασίες που αποσκοπούν στην αποτελεσματική διαχείριση έργου.

6        Τα μέλη της κοινοπραξίας πρότειναν συνολικά πέντε υποψηφίους για το προφίλ του διαχειριστή έργου. Στις 14 Μαΐου 2015 τα μέλη της κοινοπραξίας πρότειναν στον EMA έναν υποψήφιο και, στις 19 Μαΐου 2015, τέσσερις ακόμη υποψηφίους, μεταξύ των οποίων οι Σ. Β. και Α. Χ. Οι πέντε υποψηφιότητες απορρίφθηκαν.

7        Όσον αφορά ειδικότερα τους Σ. Β. και Α. Χ., ο EMA ενημέρωσε τα μέλη της κοινοπραξίας με ηλεκτρονικό μήνυμα της 4ης Ιουνίου 2015 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση) ότι οι υποψηφιότητες των δύο αυτών ατόμων είχαν απορριφθεί επειδή, αφενός, δεν είχαν πιστοποίηση της μεθοδολογίας «Prince2» και, αφετέρου, από τα βιογραφικά σημειώματά τους προέκυπτε η έλλειψη σχετικής εμπειρίας. Ειδικότερα, στο βιογραφικό σημείωμα του Σ. Β. δεν γινόταν μνεία ούτε σχετικής εμπειρίας στη διαχείριση έργων κατά παραγγελίαν αναπτύξεως λογισμικού ούτε πρακτικής εμπειρίας στη διαχείριση έργου. Ομοίως, από το βιογραφικό σημείωμα του Α. Χ. δεν προέκυψε ικανή εμπειρία στη διαχείριση έργου αναφορικά με την ανάπτυξη πληροφοριακού λογισμικού.

8        Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 8ης Ιουνίου 2015, τα μέλη της κοινοπραξίας διατύπωσαν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την απόρριψη των υποψηφιοτήτων του Σ. Β. και του Α. Χ., αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι αμφότεροι είχαν τεράστια εμπειρία στη διαχείριση έργου και ότι, μέχρι την ανάθεση του έργου από τον EMA, θα είχαν και τη σχετική πιστοποίηση «Prince2».

9        Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 15ης Ιουνίου 2015, τα μέλη της κοινοπραξίας τόνισαν επίσης ότι οι ως άνω δύο υποψήφιοι είχαν την απαιτούμενη εμπειρία σχετικά με τη μεθοδολογία «Prince2» και ότι αυτή η εμπειρία υπερκάλυπτε το επίπεδο που απαιτούνταν για την εν λόγω πιστοποίηση. Ως εκ τούτου, ζήτησαν από τον EMA να αποδεχθεί τα βιογραφικά σημειώματα των υποψηφίων αυτών. Εξάλλου, σε ηλεκτρονικό μήνυμα της 25ης Ιουνίου 2015 τα μέλη της κοινοπραξίας ανέφεραν ότι, αφενός, σε ορισμένες περιπτώσεις η επαγγελματική πείρα αναγνωρίζεται στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως ισότιμη με πτυχία και, αφετέρου, ότι η εμπειρία του Σ. Β. στη μεθοδολογία «Prince2» είχε αποκτηθεί στο πλαίσιο της εργασίας του για την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

10      Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 31 Ιουλίου 2015, οι European Dynamics Luxembourg, Ευρωπαϊκή Δυναμική – Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής και European Dynamics Belgium άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή.

11      Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας κατά το άρθρο 88 του Κανονισμού Διαδικασίας του, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της επιρροής της αποφάσεως της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής (C‑506/13 P, EU:C:2015:562), επί της υπό κρίση υποθέσεως. Επίσης, οι διάδικοι κλήθηκαν να τοποθετηθούν επί ενδεχόμενου επαναχαρακτηρισμού της υπό κρίση προσφυγής-αγωγής. Οι διάδικοι απάντησαν στο Γενικό Δικαστήριο εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

12      Το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία.

13      Οι προσφεύγουσες-ενάγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να υποχρεώσει τον EMA να αποκαταστήσει τη ζημία τους για την ευκαιρία που απώλεσαν να συνάψουν επιμέρους σύμβαση για διαχειριστή έργου στο πλαίσιο του αιτήματος SC001, την οποία αποτιμούν ex æquo et bono σε 8 000 ευρώ, εντόκως από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως, ή να τους καταβάλει όποιο άλλο ποσό κρίνει το Γενικό Δικαστήριο·

–        να καταδικάσει τον EMA στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης τους.

14      Ο EMA ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει το ακυρωτικό αίτημα·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες‑ενάγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου και επί του παραδεκτού της προσφυγής

15      Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες‑ενάγουσες διατύπωσαν ρητώς ακυρωτικό αίτημα βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Εντούτοις, με την από 20 Ιανουαρίου 2016 απάντησή τους σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου υποστήριξαν κατ’ ουσίαν ότι, στην περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο έκρινε απαράδεκτο το ως άνω ακυρωτικό αίτημα, η προσφυγή τους θα μπορούσε να επαναχαρακτηριστεί ως αγωγή βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, την οποία το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδικάσει δυνάμει της ρήτρας διαιτησίας του άρθρου I.7.2 της συμβάσεως‑πλαισίου.

16      Με την από 20 Ιανουαρίου 2016 απάντησή του στην ίδια γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, ο EMA δήλωσε κατ’ ουσίαν ότι δεν αντιτίθεται σε τέτοιο επαναχαρακτηρισμό και ότι επαφίεται στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ως προς το ζήτημα αυτό.

17      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξεταστεί, αρχικώς, το παραδεκτό της προσφυγής ακυρώσεως σε σχέση με τις διατάξεις του άρθρου 263 ΣΛΕΕ και στη συνέχεια να εξεταστεί, εφόσον απαιτείται, εάν η προσφυγή αυτή, στην περίπτωση που κριθεί απαράδεκτη, μπορεί εν πάση περιπτώσει να επαναχαρακτηριστεί ως αγωγή βάσει των διατάξεων του άρθρου 272 ΣΛΕΕ.

 Επί του παραδεκτού του ακυρωτικού αιτήματος σε σχέση με τις διατάξεις του άρθρου 263 ΣΛΕΕ

18      Υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, ο δικαστής της Ένωσης ελέγχει τη νομιμότητα μόνον των πράξεων των θεσμικών οργάνων που προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική τους κατάσταση (διάταξη της 6ης Οκτωβρίου 2008, Austrian Relief Program κατά Επιτροπής, T‑235/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:411, σκέψη 34, και απόφαση της 10ης Απριλίου 2013, GRP Security κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, T‑87/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:161, σκέψη 29).

19      Καίτοι ο ΕΜΑ δεν προέβαλε το απαράδεκτο της προσφυγής για τον ανωτέρω λόγο, πρέπει να εξεταστεί καταρχάς εάν η πράξη κατά της οποίας βάλλει η υπό κρίση προσφυγή συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ (βλ., επ’ αυτού, διάταξη της 6ης Ιανουαρίου 2015, St’art κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑93/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:11, σκέψη 30).

20      Εν προκειμένω, το αίτημα SC001 εντάσσεται στο πλαίσιο των συμβατικών σχέσεων μεταξύ του ΕΜΑ και των μελών της κοινοπραξίας τα οποία δεσμεύονται από την υπογραφή της συμβάσεως-πλαισίου της 19ης Μαρτίου 2012, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 4 ανωτέρω. Δυνάμει των άρθρων I.7.1 και I.7.2 της συμβάσεως‑πλαισίου, αυτή διέπεται από «το δίκαιο της Αγγλίας και της Ουαλίας» (Ηνωμένο Βασίλειο) και, σε περίπτωση μη επιτεύξεως φιλικού διακανονισμού, κάθε διαφορά σχετικά με την εκτέλεση της συμβάσεως-πλαισίου και με την ερμηνεία της υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπροσθέτως, η εκτέλεση της συμβάσεως-πλαισίου διέπεται από τους όρους της.

21      Όπως προκύπτει από τη σκέψη 5 ανωτέρω, το αίτημα SC001 διατυπώθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου I.2.5 της συμβάσεως-πλαισίου και των σημείων 4.2.5.2 και 4.2.5.3 των τεχνικών προδιαγραφών.

22      Από τη δικογραφία προκύπτει ότι το αίτημα SC001 δεν κείται εκτός της συμβατικής σχέσεως των συμβαλλομένων δυνάμει της συμβάσεως-πλαισίου και από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι τα αποτελέσματα της πράξεως αυτής συναρτώνται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας, οι οποίες απονέμονται στο συμβαλλόμενο θεσμικό όργανο ως διοικητική αρχή (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής, C‑506/13 P, EU:C:2015:562, σκέψη 20).

23      Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από το επιχείρημα των προσφευγουσών‑εναγουσών, οι οποίες φαίνεται να θεωρούν ότι δεν υφίσταται συμβατική σχέση στο στάδιο της συμβάσεως‑πλαισίου, υποστηρίζοντας ότι η διαδικασία αναθέσεως της συμβάσεως περατώνεται μόνο με την υπογραφή της ειδικής συμβάσεως. Το εν λόγω επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί διότι, κατά το άρθρο 88, παράγραφος 2, του ισχύοντος κατά τον χρόνο της υπογραφής της συμβάσεως-πλαισίου κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2002, L 248, σ. 1), σύμβαση-πλαίσιο είναι η σύμβαση η οποία συνάπτεται μεταξύ «μιας ή περισσοτέρων αναθετουσών αρχών και ενός ή περισσοτέρων οικονομικών παραγόντων με σκοπό τον καθορισμό των όρων των συμβάσεων που πρόκειται να ανατεθούν εντός συγκεκριμένης χρονικής περιόδου». Διαπιστώνεται ότι εν προκειμένω η σύμβαση‑πλαίσιο εκτελείται, από τον ΕΜΑ, εντός των ορίων της διαδικασίας που προβλέπεται στα άρθρα 1.2.5 έως 1.2.10 της συμβάσεως‑πλαισίου και στα σημεία 4.2.5.2 έως 4.2.5.4 των τεχνικών προδιαγραφών.

24      Εξάλλου, είναι απορριπτέο το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε στο παρελθόν, στην απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2014, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής (T‑498/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:831), επί άλλου αιτήματος περί ακυρώσεως πράξεως θεσμικού οργάνου της Ένωσης εκδοθείσας μετά τη σύναψη συμβάσεως-πλαισίου. Πράγματι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες-ενάγουσες, η υπό κρίση περίπτωση διαφέρει από την επίμαχη στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, στην οποία οι ειδικές συμβάσεις δεν είχαν ακόμη ανατεθεί και έπρεπε να ανατεθούν βάσει «μίνι διαγωνισμού» μεταξύ των καταρχάς επιλεγέντων αντισυμβαλλομένων, όπως προκύπτει από τη σκέψη 2 της αποφάσεως της 26ης Σεπτεμβρίου 2014, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής (T‑498/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:831). Αντιθέτως, στην υπό κρίση υπόθεση, η οποία αφορά την υλοποίηση πολλαπλής συμβάσεως-πλαισίου με το σύστημα της διαδοχικής αναθέσεως, η συγκεκριμένη σύμβαση ανατέθηκε βάσει της σειράς των επιχειρηματιών στην κατάταξη, χωρίς νέο μεταξύ τους διαγωνισμό. Ως εκ τούτου, εάν ο πρώτος επιχειρηματίας δεν ήταν σε θέση να παράσχει την απαιτούμενη υπηρεσία ή δεν ενδιαφερόταν, εκαλείτο ο δεύτερος. Εάν ο δεύτερος δεν ήταν σε θέση να παράσχει την απαιτούμενη υπηρεσία ή δεν ενδιαφερόταν, εκαλείτο ο τρίτος.

25      Τέλος, οι προσφεύγουσες‑ενάγουσες προβάλλουν ότι το να γίνει δεκτός εν προκειμένω ο αμιγώς συμβατικός χαρακτήρας της διαφοράς θα παραβίαζε την «αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας». Υποστηρίζουν ότι, πέραν του ότι οι αντισυμβαλλόμενοι θα έπρεπε εν τοιαύτη περιπτώσει να στραφούν στα εθνικά δικαστήρια, οι αναθέτουσες αρχές θα εξέφευγαν του ελέγχου του Γενικού Δικαστηρίου.

26      Ως προς το ζήτημα αυτό, πρέπει εντούτοις να υπομνησθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο, κατά το άρθρο 272 ΣΛΕΕ, να αποφαίνεται δυνάμει ρήτρας διαιτησίας που περιέχεται σε σύμβαση ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενη από την Ένωση ή για λογαριασμό της, ρήτρα η οποία προβλέπεται εν προκειμένω στο άρθρο Ι.7.2 της συμβάσεως-πλαισίου.

27      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, καθόσον στηρίζεται στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ, το ακυρωτικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

 Επί του επαναχαρακτηρισμού της προσφυγής ως αγωγής βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ

28      Όσον αφορά τη δυνατότητα επαναχαρακτηρισμού της προσφυγής ακυρώσεως ως αγωγής βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, υπενθυμίζεται ότι οσάκις ασκείται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή ακυρώσεως ενώ, στην πραγματικότητα, η διαφορά είναι συμβατικής φύσεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, για λόγους οικονομίας της δίκης, να επαναχαρακτηρίσει την προσφυγή, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις τέτοιου επαναχαρακτηρισμού (βλ. απόφαση της 10ης Απριλίου 2013, GRP Security κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, T‑87/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:161, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

29      Επί συμβατικής διαφοράς, το Γενικό Δικαστήριο θεωρεί ότι είναι αδύνατος ο επαναχαρακτηρισμός προσφυγής ακυρώσεως οσάκις η ρητώς εκπεφρασμένη βούληση του προσφεύγοντος να μη βασίσει την προσφυγή του στο άρθρο 272 ΣΛΕΕ αποκλείει τέτοιο επαναχαρακτηρισμό ή οσάκις η προσφυγή δεν βασίζεται σε κανένα λόγο αντλούμενο από παραβίαση των κανόνων που διέπουν την επίμαχη συμβατική σχέση, είτε πρόκειται για συμβατικές ρήτρες είτε για διατάξεις του εθνικού δικαίου που ορίζεται στη σύμβαση (αποφάσεις της 17ης Ιουνίου 2010, CEVA κατά Επιτροπής, T‑428/07 και T‑455/07, EU:T:2010:240, σκέψη 59, και της 10ης Απριλίου 2013, GRP Security κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, T‑87/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:161, σκέψη 32).

30      Εν προκειμένω, αφενός, στη γραπτή τους απάντηση στα ερωτήματα του Γενικού Δικαστηρίου (βλ. σκέψη 11 ανωτέρω), οι προσφεύγουσες‑ενάγουσες κατ’ ουσίαν επιχείρησαν, επικουρικώς, να στηρίξουν το αίτημά τους στο άρθρο 272 ΣΛΕΕ (βλ. σκέψεις 15 και 16 ανωτέρω).

31      Αφετέρου, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες προβάλλουν προς στήριξη του αιτήματός τους έναν λόγο ακυρώσεως ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας που σχετίζεται με παράβαση των όρων της συμβάσεως‑πλαισίου.

32      Συγκεκριμένα, με τον ως άνω λόγο, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες αμφισβητούν, κατ’ ουσίαν, την εισαγωγή στο αίτημα SC001 της προϋποθέσεως να έχουν οι προτεινόμενοι υποψήφιοι πιστοποίηση «Prince2». Στηρίζουν δε την επιχειρηματολογία τους στο σημείο 4.2 των τεχνικών προδιαγραφών. Στο μέτρο που στο σημείο 4.2 των τεχνικών προδιαγραφών περιγράφονται τα ζητούμενα προφίλ, η επίκληση του συμβατικού αυτού όρου, μολονότι δεν αποτελεί λόγο ακυρώσεως, εντάσσεται στο πλαίσιο του επίμαχου λόγου (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2015, Synergy Hellas κατά Επιτροπής, T‑106/13, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2015:860, σκέψη 42). Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία που προβάλλουν οι προσφεύγουσες-ενάγουσες προς στήριξη των αιτημάτων τους ερείδεται αντικειμενικώς σε προβαλλόμενες παραβάσεις συμβατικού όρου.

33      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει, σύμφωνα με τη νομολογία που εκτέθηκε στις σκέψεις 28 και 29 ανωτέρω, να επαναχαρακτηριστεί η υπό κρίση προσφυγή, η οποία στηρίχθηκε αρχικώς στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ, ως αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ.

34      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι, αφενός, η υπό κρίση προσφυγή ακυρώσεως, η οποία στηριζόταν αρχικώς στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ, πρέπει να επαναχαρακτηριστεί ως αγωγή βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα εκδικάσεως της αγωγής αυτής κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως αυτής και της ρήτρας διαιτησίας του άρθρου I.7.2 της συμβάσεως-πλαισίου.

 Επί του βασίμου της προσφυγήςαγωγής

 Επί του αιτήματος βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ

35      Προς στήριξη του αιτήματος αυτού της προσφυγής, όπως επαναχαρακτηρίστηκε ως αγωγή, οι προσφεύγουσες‑ενάγουσες προβάλλουν έναν μοναδικό ισχυρισμό που αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Κατ’ ουσίαν, αμφισβητούν την εισαγωγή στο αίτημα SC001 της προϋποθέσεως να έχουν υποχρεωτικά οι προτεινόμενοι υποψήφιοι πιστοποίηση «Prince2». Οι προσφεύγουσες-ενάγουσες συνομολογούν ότι ο EMA έχει διακριτική ευχέρεια ως προς την επιλογή του μέσου αποδείξεως που οι υποψήφιοι διαχειριστές έργου οφείλουν να υποβάλουν για να βεβαιώσουν ότι έχουν επαρκή ικανότητα στη μεθοδολογία «Prince2». Κατά την άποψή τους, όμως, η ευχέρεια αυτή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας και, επομένως, το επιλεγόμενο μέσο αποδείξεως πρέπει να είναι πάντα πρόσφορο και αναγκαίο. Οι προσφεύγουσες‑ενάγουσες υποστηρίζουν ότι ο EMA, καθιστώντας την πιστοποίηση «Prince2» το μόνο αποδεκτό μέσο αποδείξεως ενώ «η ικανότητα και η γνώση» της μεθοδολογίας «Prince2» μπορεί να αποδειχθεί και από την πρακτική εμπειρία, υπερέβη τα όρια του αναγκαίου κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

36      Ο EMA αμφισβητεί τη βασιμότητα του ως άνω ισχυρισμού.

37      Υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης και προβλέπεται από το άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ. Η αρχή αυτή επιτάσσει οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης να μην υπερβαίνουν το πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο (βλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, Makhlouf κατά Συμβουλίου, T-383/11, EU:T:2013:431, σκέψη 98 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38      Η αρχή αυτή προορίζεται να ρυθμίσει όλους τους τρόπους δράσεως της Ένωσης, ανεξαρτήτως του αν είναι συμβατικής ή μη συμβατικής φύσεως (απόφαση της 25ης Μαΐου 2004, Distilleria Palma κατά Επιτροπής, T-154/01, EU:T:2004:154, σκέψη 44). Πράγματι, στο πλαίσιο της εκτελέσεως των συμβατικών υποχρεώσεων, η τήρηση της αρχής αυτής εντάσσεται στο πλαίσιο της γενικότερης υποχρεώσεως των συμβαλλομένων για καλόπιστη εκτέλεση της συμβάσεως.

39      Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι ο EMA απηύθυνε στις προσφεύγουσες‑ενάγουσες, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου I.2.5 της συμβάσεως‑πλαισίου και των σημείων 4.2.5.2 και 4.2.5.4 των τεχνικών προδιαγραφών, το αίτημα SC001 που περιελάμβανε τις προδιαγραφές για το προφίλ του διαχειριστή έργου, καθώς και λεπτομερή κατάλογο με τις απαιτούμενες ικανότητες, γνώσεις και εξειδικεύσεις. Ειδικότερα, το εν λόγω αίτημα έθετε ως προαπαιτούμενο ότι έκαστος προτεινόμενος υποψήφιος θα έπρεπε να διαθέτει πιστοποίηση «Prince2», όπως επίσης και ορισμένο επίπεδο πείρας στη χρήση της μεθοδολογίας «Prince2» (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω).

40      Επισημαίνεται ότι οι διάδικοι συνομολογούν ότι η γνώση της μεθοδολογίας «Prince2» ήταν θεμελιώδους σημασίας για το ζητούμενο προφίλ διαχειριστή έργου και ότι η μεθοδολογία αυτή αποτελεί την τυπική μεθοδολογία διαχειρίσεως έργου. Συγκεκριμένα, σε ηλεκτρονικό μήνυμα της 25ης Ιουνίου 2015, τα μέλη της κοινοπραξίας ανέφεραν ότι, αφενός, η διεξοδική γνώση της μεθοδολογίας αυτής είναι ουσιώδης για τις ανάγκες του EMA, ο οποίος δικαιούται να τη ζητεί, και, αφετέρου, ότι η μεθοδολογία αυτή ήταν τυπικό προαπαιτούμενο στην αγορά εργασίας καθώς και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

41      Κατά συνέπεια, η διαφωνία μεταξύ των διαδίκων αφορά το απαιτούμενο από τον EMA μέσο αποδείξεως της γνώσεως της μεθοδολογίας «Prince2». Το κύριο επιχείρημα των προσφευγουσών‑εναγουσών είναι ότι ο EMA δεν δικαιούνταν να καταστήσει την πιστοποίηση της μεθοδολογίας «Prince2» μοναδικό μέσο αποδείξεως της γνώσεως της μεθοδολογίας αυτής και ότι η γνώση αυτή μπορούσε να αποκτηθεί και να αποδειχθεί με την επαγγελματική πείρα των υποψηφίων.

42      Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται ευθύς εξ αρχής ότι ο EMA απαιτούσε για το προφίλ του διαχειριστή έργου όχι μόνο την πιστοποίηση της μεθοδολογίας «Prince2», αλλά και ορισμένη πρακτική εμπειρία στη χρήση της μεθοδολογίας αυτής. Κατά τις πληροφορίες που παρέσχε ο EMA, τις οποίες οι προσφεύγουσες‑ενάγουσες δεν αμφισβήτησαν, η διπλή αυτή απαίτηση δικαιολογούνταν από τη θεμελιώδη σημασία που είχε η μεθοδολογία «Prince2» για το επίμαχο έργο. Ο EMA υποστηρίζει ότι, βάσει των αναγκών του για το προφίλ του διαχειριστή, έκρινε ότι ήταν απαραίτητο οι υποψήφιοι να είναι σε θέση να αποδείξουν όχι μόνο θεωρητική γνώση της μεθοδολογίας αυτής, μέσω της πιστοποιήσεως, αλλά και πρακτική γνώση, μέσω της αποκτηθείσας εμπειρίας με χρήση της ως άνω μεθοδολογίας. Με άλλα λόγια και όπως ορθώς υποστηρίζει με το υπόμνημα ανταπαντήσεως ο EMA, η ύπαρξη είτε μόνο της πιστοποιήσεως είτε μόνο της επαγγελματικής εμπειρίας δεν θα επαρκούσε για να διασφαλίσει τη διεξοδική και λεπτομερή γνώση της συγκεκριμένης μεθοδολογίας.

43      Ο EMA υποστηρίζει ότι, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων αναγκών του, τις οποίες αναγνωρίζουν εξάλλου οι προσφεύγουσες‑ενάγουσες, δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας κάνοντας χρήση της διακριτικής ευχέρειάς του και καθορίζοντας ως υποχρεωτικό προαπαιτούμενο, πέραν της τεκμηριώσεως της απαιτούμενης εμπειρίας, την πιστοποίηση «Prince2» των προτεινόμενων υποψηφίων.

44      Οι προσφεύγουσες-ενάγουσες προβάλλουν πλείονα επιχειρήματα προς αμφισβήτηση της διπλής ως άνω απαιτήσεως.

45      Πρώτον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγουσών-εναγουσών ότι τα κριτήρια που έθεσε ο EMA είναι αντιφατικά και αυθαίρετα, επειδή ο EMA απαιτεί πιστοποίηση για την «Prince2», ενώ αρκείται σε απλή γνώση όσον αφορά τα λοιπά προσόντα, ιδίως σε σχέση με τη μεθοδολογία «PM BOK».

46      Όπως επισήμανε ο EMA, το γεγονός ότι στο αίτημα SC001 ζητήθηκε πιστοποίηση μόνο για τη μεθοδολογία «Prince2» και όχι για τα δεκατέσσερα λοιπά προσόντα δικαιολογείται από την εξέχουσα σημασία της μεθοδολογίας αυτής για το προφίλ του αναζητούμενου διαχειριστή, σε αντίθεση με τη μεθοδολογία «PM BOK» της οποίας η γνώση είχε μικρότερη σημασία υπό το πρίσμα των αναγκών του.

47      Δεύτερον, πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα ότι, κατ’ ουσίαν, η πιστοποίηση της μεθοδολογίας «Prince2» είναι άχρηστη ή μη αναγκαία για την απόδειξη της γνώσεως της μεθοδολογίας αυτής, επειδή, ανεξαρτήτως του αν ορισμένος υποψήφιος έχει την εν λόγω πιστοποίηση ή όχι, ο EMA προβαίνει σε έλεγχο της σχετικής γνώσεως του υποψηφίου αυτού κατά τη διάρκεια ειδικής προφορικής εξετάσεως με την υποβολή τεχνικών ερωτήσεων.

48      Πρέπει να επισημανθεί ότι ο EMA έκρινε ότι οι υποψήφιοι έπρεπε οπωσδήποτε να έχουν τόσο θεωρητικές όσο και πρακτικές γνώσεις (βλ. σκέψη 42 ανωτέρω). Λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία που είχε η μεθοδολογία «Prince2» για το προφίλ του διαχειριστή, ο EMA έκρινε ότι ήταν αναγκαίο να βεβαιωθεί ότι οι υποψήφιοι που είχαν την πιστοποίηση αυτή θα ήταν σε θέση να αποδείξουν τις γνώσεις τους ως προς τις πρακτικές πλευρές της χρήσεως της μεθοδολογίας αυτής και ως προς την εκτέλεση των καθηκόντων που σχετίζονται με τη διαχείριση έργου. Όπως ορθώς υποστηρίζει ο EMA με το υπόμνημα αντικρούσεως, οι τεχνικές ερωτήσεις που τίθενται κατά τη διάρκεια προφορικής εξετάσεως έχουν μεταξύ άλλων ως σκοπό τον έλεγχο των γνώσεων του προτεινόμενου υποψηφίου, όπως, για παράδειγμα, το επίπεδο της πρακτικής γνώσεως υποψηφίου ο οποίος έχει λάβει την πιστοποίηση της μεθοδολογίας «Prince2» πριν από αρκετά έτη χωρίς να έχει εφαρμόσει έκτοτε τη μεθοδολογία αυτή.

49      Τρίτον, δεν μπορούν να γίνουν δεκτά ούτε το επιχείρημα ότι άλλοι οργανισμοί της Ένωσης, όπως η OLAF, δεν θεωρούν αναγκαία την πιστοποίηση της μεθοδολογίας «Prince2», εφόσον μπορεί να αποδειχθεί εμπειρία στη μεθοδολογία αυτή, ούτε το επιχείρημα ότι, κατ’ ουσίαν, από οδηγίες του δικαίου της Ένωσης προκύπτει ότι δεν είναι αναγκαία η κατοχή διπλώματος ή πτυχίου, δεδομένου ότι η επαγγελματική πείρα είναι επαρκές μέσο αποδείξεως της γνώσεως αυτής.

50      Ακόμη και αν ισχύει ότι η OLAF δεν θεωρεί αναγκαία την πιστοποίηση της μεθοδολογίας «Prince2», το στοιχείο αυτό δεν ασκεί σε κάθε περίπτωση επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι η επίμαχη θέση διαχειριστή δεν είναι συγκρίσιμη με θέσεις εργασίας σε άλλους οργανισμούς της Ένωσης. Οι οδηγίες τις οποίες επικαλούνται οι προσφεύγουσες-ενάγουσες, ήτοι η οδηγία 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών (ΕΕ 1989, L 19, σ. 16), και η οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (ΕΕ 2005, L 255, σ. 22), όπως ορθώς υποστηρίζει ο EMA, δεν είναι κρίσιμες για την υπό κρίση υπόθεση καθόσον αφορούν την πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα στα διάφορα κράτη μέλη της Ένωσης και όχι την αναγνώριση της επαγγελματικής πείρας ως επαγγελματικού προσόντος.

51      Τέλος, τέταρτον, οι προσφεύγουσες‑ενάγουσες υποστηρίζουν με το υπόμνημα απαντήσεως ότι ο EMA τροποποίησε τη σύμβαση‑πλαίσιο προσθέτοντας προαπαιτούμενο σχετικά με την πιστοποίηση στη μεθοδολογία «Prince2». Κατά την άποψή τους, εάν η εν λόγω πιστοποίηση ήταν τόσο σημαντική, ο EMA όφειλε να την έχει αναφέρει ρητά στις τεχνικές προδιαγραφές του αρχικού διαγωνισμού και στη σύμβαση-πλαίσιο, για να ληφθεί υπόψη από τους διαγωνιζομένους.

52      Το ως άνω επιχείρημα, ακόμη και αν θεωρηθεί παραδεκτό παρά την όψιμη προβολή του στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, πρέπει να απορριφθεί. Αφενός, όπως επισήμανε ο EMA με το υπόμνημα αντικρούσεως, στο σημείο 4.2.3.1.3 των τεχνικών προδιαγραφών γίνεται αναφορά, έστω και ενδεικτικώς, στη μεθοδολογία «Prince2». Αφετέρου, από το σημείο 4.2.5.4 των τεχνικών προδιαγραφών προκύπτει, εν πάση περιπτώσει, ότι ο EMA δικαιούνταν να μη χρησιμοποιήσει το προκαθορισμένο προφίλ και να καταρτίσει ειδικότερη προδιαγραφή προφίλ βάσει των ιδιαίτερων αναγκών του. Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες‑ενάγουσες, ο EMA δεν τροποποίησε τη σύμβαση‑πλαίσιο με την προσθήκη προαπαιτούμενου.

53      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων αναγκών του, τις οποίες αναγνωρίζουν εξάλλου οι προσφεύγουσες‑ενάγουσες, ο EMA δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας κάνοντας χρήση της διακριτικής ευχέρειάς του και καθορίζοντας ως προαπαιτούμενο, πέραν της τεκμηριώσεως της απαιτούμενης εμπειρίας, την πιστοποίηση «Prince2» των προτεινόμενων υποψηφίων.

54      Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας πρέπει να απορριφθεί, όπως και η προσφυγή, όπως επαναχαρακτηρίστηκε ως αγωγή βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ.

 Επί της αγωγής αποζημιώσεως

55      Υπενθυμίζεται ότι η εκ μέρους θεσμικού οργάνου παράβαση συμβατικής ρήτρας δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει, αφ’ εαυτής, εξωσυμβατική ευθύνη του εν λόγω οργάνου έναντι αντισυμβαλλομένου με τον οποίο έχει συνάψει τη σύμβαση που περιέχει την εν λόγω ρήτρα. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, η καταλογιστέα στο εν λόγω θεσμικό όργανο παρανομία είναι καθαρά συμβατικής φύσεως και απορρέει από τη δέσμευση που αυτό έχει αναλάβει ως συμβαλλόμενο μέρος και όχι λόγω μιας οποιασδήποτε άλλης ιδιότητας, όπως είναι αυτή της διοικητικής αρχής. Κατά συνέπεια, όταν συντρέχουν τέτοιες περιστάσεις, κάθε επιχείρημα περί παραβάσεως συμβατικής ρήτρας προς στήριξη αγωγής αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης πρέπει να κρίνεται αλυσιτελές. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής ο ισχυρισμός που προβάλλουν οι προσφεύγουσες‑ενάγουσες προς στήριξη της αγωγής αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης και ο οποίος αφορά φερόμενη παράβαση συμβατικής ρήτρας.

56      Βάσει του συνόλου των προεκτεθέντων, η προσφυγή-αγωγή πρέπει επομένως να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

57      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες‑ενάγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους και να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα του EMA.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγήαγωγή.

2)      Καταδικάζει τις European Dynamics Luxembourg SA, Ευρωπαϊκή Δυναμική Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής AE και European Dynamics Belgium SA στα δικαστικά έξοδα.


Kanninen

Schwarcz

Ηλιόπουλος

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Φεβρουαρίου 2017.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      H. Kanninen            


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.