Language of document : ECLI:EU:C:2024:195

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 29ης Φεβρουαρίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινή πολιτική στον τομέα του ασύλου και της μετανάστευσης – Αίτηση διεθνούς προστασίας – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 4 – Κίνδυνος απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως – Κριτήρια και μηχανισμοί προσδιορισμού του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας – Κανονισμός (ΕΕ) 604/2013 – Άρθρο 3, παράγραφος 2 – Περιεχόμενο των υποχρεώσεων του κράτους μέλους το οποίο ζήτησε την εκ νέου ανάληψη του αιτούντος από το υπεύθυνο κράτος μέλος και επιθυμεί να προβεί στη μεταφορά του αιτούντος προς το δεύτερο κράτος μέλος – Αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης – Αποδεικτικά μέσα και απαιτούμενο επίπεδο αποδείξεως όσον αφορά την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως λόγω συστημικών ελλείψεων – Πρακτικές συνοπτικής επαναπροωθήσεως (pushback) σε τρίτη χώρα και κρατήσεως στους συνοριακούς σταθμούς»

Στην υπόθεση C‑392/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το rechtbank Den Haag, zittingsplaats ’s‑Hertogenbosch (πρωτοδικείο Χάγης με μεταβατική έδρα το ’s‑Hertogenbosch, Κάτω Χώρες) με απόφαση της 15ης Ιουνίου 2022, η οποία περιήλθε αυθημερόν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της δίκης

X

κατά

Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Κ. Λυκούργο, πρόεδρο τμήματος, O. Spineanu‑Matei (εισηγήτρια), J.‑C. Bonichot, S. Rodin και L. S. Rossi, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο X, εκπροσωπούμενος από τον A. Khalaf, advocaat,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις K. Bulterman και C. S. Schillemans,

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Jacobs, A. Van Baelen και M. Van Regemorter,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Edelmannová, καθώς και από τους M. Smolek και J. Vláčil,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller και R. Kanitz,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον D. G. Pintus, avvocato dello Stato,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Posch και τη J. Schmoll,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη, αρχικώς μεν, από τη L. Grønfeldt και τον G. Wils, εν συνεχεία δε, από τον G. Wils,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 13ης Ιουλίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (ΕΕ 2013, L 180, σ. 31, στο εξής: κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του X και του Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Υφυπουργού Δικαιοσύνης και Ασφάλειας, Κάτω Χώρες) (στο εξής: υφυπουργός) σχετικά με την απόφαση του δευτέρου να μην εξετάσει την αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο Χ στις Κάτω Χώρες.

 Το νομικό πλαίσιο

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 3, 20, 32 και 39 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ έχουν ως εξής:

«(3)      Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, κατά την ειδική σύνοδο που πραγματοποίησε στο Τάμπερε στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999, συμφώνησε να αρχίσουν οι εργασίες για την εγκαθίδρυση του [κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου (ΚΕΣΑ)], που θα βασίζεται στην πλήρη και συμπεριληπτική εφαρμογή της σύμβασης της Γενεύης για το καθεστώς των προσφύγων, της 28ης Ιουλίου 1951, η οποία συμπληρώθηκε από το πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης, της 31ης Ιανουαρίου 1967 (καλούμενης εφεξής “σύμβαση της Γενεύης”), ώστε να εξασφαλίζεται ότι κανείς δεν θα αποστέλλεται πίσω εκεί όπου θα υποστεί διώξεις, δηλαδή να διατηρηθεί η αρχή της μη επαναπροώθησης. Από την άποψη αυτή, και χωρίς να θίγονται τα κριτήρια ευθύνης που ορίζει ο παρών κανονισμός, τα κράτη μέλη, όλα εκ των οποίων σέβονται την αρχή της μη επαναπροώθησης, θεωρούνται ασφαλείς χώρες για τους υπηκόους τρίτων χωρών.

[…]

(20)      Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι ένα πρόσωπο δεν θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνο επειδή επιζητεί διεθνή προστασία. Η κράτηση θα πρέπει να είναι όσο το δυνατό πιο σύντομη και να υπόκειται στις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας. Ειδικότερα, η κράτηση των αιτούντων πρέπει να είναι σύμφωνη με το άρθρο 31 της σύμβασης της Γενεύης. Οι διαδικασίες που προβλέπονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό όσον αφορά τους κρατουμένους θα πρέπει να εκτελούνται κατά προτεραιότητα, εντός των ελάχιστων δυνατών προθεσμιών. Όσον αφορά τις γενικές εγγυήσεις που διέπουν την κράτηση, καθώς και τις συνθήκες κράτησης, όπου ενδείκνυται, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν τις διατάξεις της οδηγίας 2013/33/ΕΕ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (ΕΕ 2013, L 180, σ. 96)] και στα πρόσωπα που κρατούνται βάσει του παρόντος κανονισμού.

[…]

(32)      Όσον αφορά τη μεταχείριση των προσώπων τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη δεσμεύονται από τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από πράξεις του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της σχετικής νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

[…]

(39)      Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται, ιδίως, από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [στο εξής: Χάρτης]. Ιδιαίτερα, ο παρών κανονισμός αποσκοπεί να εξασφαλίσει την πλήρη τήρηση του δικαιώματος ασύλου που διασφαλίζεται από το άρθρο 18 του [Χάρτη], καθώς και τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στα άρθρα 1, 4, 7, 24 και 47 αυτού. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει κατά συνέπεια να εφαρμόζεται ανάλογα.»

4        Το άρθρο 3 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πρόσβαση στη διαδικασία εξέτασης αίτησης διεθνούς προστασίας», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Τα κράτη μέλη εξετάζουν κάθε αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα στο έδαφος οποιουδήποτε από αυτά, συμπεριλαμβανομένων των συνόρων ή των ζωνών διέλευσης. Η αίτηση εξετάζεται από ένα μόνο κράτος μέλος, το οποίο είναι το οριζόμενο ως υπεύθυνο σύμφωνα με τα κριτήρια που αναφέρονται στο κεφάλαιο III.

2.      Εάν δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί το υπεύθυνο κράτος μέλος βάσει των κριτηρίων που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό, υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης είναι το πρώτο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας.

Όταν είναι αδύνατη η μεταφορά αιτούντος στο κράτος μέλος που έχει προσδιορισθεί πρωτίστως ως υπεύθυνο, εξαιτίας βάσιμων λόγων που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν συστημικές ελλείψεις στη διαδικασία ασύλου και στις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων στο εν λόγω κράτος μέλος, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης, κατά την έννοια του άρθρου 4 του [Χάρτη], το προσδιορίζον κράτος μέλος εξακολουθεί να εξετάζει τα κριτήρια του κεφαλαίου ΙΙΙ, ώστε να διαπιστώσει αν άλλο κράτος μέλος μπορεί να προσδιοριστεί ως υπεύθυνο.

Όταν η μεταφορά δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, βάσει της παρούσας παραγράφου, σε κάποιο κράτος μέλος που έχει προσδιορισθεί σύμφωνα με τα κριτήρια του κεφαλαίου ΙΙΙ ή στο πρώτο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση, το προσδιορίζον κράτος μέλος καθίσταται το υπεύθυνο κράτος μέλος.

[…]»

5        Το άρθρο 5, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«1.      Προκειμένου να διευκολύνει τη διαδικασία προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους, το προσδιορίζον κράτος μέλος διεξάγει προσωπική συνέντευξη με τον αιτούντα. Η συνέντευξη επιτρέπει επίσης την ορθή κατανόηση των πληροφοριών που παρέχονται στον αιτούντα σύμφωνα με το άρθρο 4.

2.      Η προσωπική συνέντευξη μπορεί να παραλείπεται, εφόσον:

[…]

β)      μετά την παραλαβή των πληροφοριών του άρθρου 4, ο αιτών έχει ήδη παράσχει τις πληροφορίες σχετικά με τον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους με άλλο μέσο. Το κράτος μέλος που παραλείπει τη συνέντευξη δίνει στον αιτούντα τη δυνατότητα να παράσχει όλες τις περαιτέρω πληροφορίες σχετικές για τον ορθό προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους, πριν από τη λήψη απόφασης για τη μεταφορά του αιτούντος στο υπεύθυνο κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 26, παράγραφος 1.

3.      Η προσωπική συνέντευξη πραγματοποιείται εγκαίρως και, σε κάθε περίπτωση, πριν από τη λήψη απόφασης μεταφοράς του αιτούντος στο υπεύθυνο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 26, παράγραφος 1.»

6        Κατά το άρθρο 21 του κανονισμού:

«1.      Εάν το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε αίτηση διεθνούς προστασίας θεωρεί ότι άλλο κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για την εξέτασή της, μπορεί να απευθύνει σε αυτό αίτημα περί αναδοχής του αιτούντος, το συντομότερο δυνατό και, σε κάθε περίπτωση, εντός προθεσμίας τριών μηνών από την υποβολή της αίτησης κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2.

[…]

3.      Στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2, το αίτημα αναδοχής από άλλο κράτος μέλος γίνεται μέσω τυποποιημένου εντύπου και συμπεριλαμβάνει αποδεικτικά στοιχεία ή έμμεσα αποδεικτικά στοιχεία, όπως περιγράφονται στους δύο καταλόγους του άρθρου 22, παράγραφος 3 και/ή άλλα συναφή στοιχεία από τη δήλωση του αιτούντος, τα οποία επιτρέπουν στις αρχές του κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται το αίτημα να επαληθεύει εάν είναι υπεύθυνο βάσει των κριτηρίων του παρόντος κανονισμού.

[…]»

7        Το άρθρο 22 του κανονισμού Δουβλίνο III ορίζει τα εξής:

«[…]

2.      Κατά τη διαδικασία προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους, χρησιμοποιούνται αποδεικτικά στοιχεία και έμμεσες αποδείξεις.

3.      Η [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή, μέσω εκτελεστικών πράξεων, καταρτίζει και αναθεωρεί περιοδικά δύο καταλόγους, αναφέροντας τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία και τις έμμεσες αποδείξεις σύμφωνα με τα κριτήρια που καθορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου. […]

[…]

β)      Έμμεσες αποδείξεις:

i)      Αυτό αναφέρεται σε ενδείξεις, οι οποίες, αν και είναι μαχητές, ενδέχεται να επαρκούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, σύμφωνα με την αποδεικτική αξία που τους αποδίδεται.

[…]

4.      Οι απαιτήσεις για τα αποδεικτικά στοιχεία θα πρέπει να μην υπερβαίνουν ό,τι είναι απαραίτητο για την καλή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

5.      Εάν δεν υπάρχουν τυπικές αποδείξεις, το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αναγνωρίζει την ευθύνη του, εάν οι έμμεσες αποδείξεις έχουν συνοχή, μπορούν να εξακριβωθούν και είναι αρκούντως λεπτομερείς για να θεμελιωθεί η ευθύνη.

[…]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

8        Ο Χ είναι Σύρος υπήκοος. Υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στην Πολωνία στις 9 Νοεμβρίου 2021.

9        Εν συνεχεία, την 21η Νοεμβρίου 2021 μετέβη στις Κάτω Χώρες και υπέβαλε εκ νέου αίτηση διεθνούς προστασίας στο εν λόγω κράτος μέλος.

10      Στις 20 Ιανουαρίου 2022 το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ζήτησε από τη Δημοκρατία της Πολωνίας να αναλάβει εκ νέου τον X, βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Την 1η Φεβρουαρίου 2022 η Δημοκρατία της Πολωνίας δέχθηκε το συγκεκριμένο αίτημα βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του εν λόγω κανονισμού.

11      Με απόφαση της 20ής Απριλίου 2022, ο υφυπουργός αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη η αίτηση διεθνούς προστασίας που είχε υποβάλει ο Χ στις Κάτω Χώρες, για τον λόγο ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας ήταν υπεύθυνη για την εξέταση της αιτήσεως, και απέρριψε τα επιχειρήματα που προέβαλε ο Χ κατά της μεταφοράς του.

12      Ο X άσκησε ενώπιον του rechtbank Den Haag, zittingsplaats’s‑Hertogenbosch (πρωτοδικείου Χάγης με μεταβατική έδρα το ’s‑Hertogenbosch, Κάτω Χώρες), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, προσφυγή κατά της ως άνω αποφάσεως, ζητώντας να απαγορευθεί η μεταφορά του στην Πολωνία. Συγχρόνως, ζήτησε να απαγορευθεί η συγκεκριμένη μεταφορά μέχρις ότου αποφανθεί οριστικώς το δικαστήριο επί της προσφυγής του, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό.

13      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, στο πλαίσιο της προσφυγής του, ο Χ υποστηρίζει, κατά πρώτον, ότι οι πολωνικές αρχές προσέβαλαν τα θεμελιώδη δικαιώματά του.

14      Συναφώς, η απόφαση περί παραπομπής μνημονεύει τους ισχυρισμούς του Χ ότι επαναπροωθήθηκε συνοπτικώς («pushback») τρεις φορές στη Λευκορωσία κατόπιν της εισόδου του στην πολωνική επικράτεια, εκ των οποίων μία φορά τη νύχτα. Ο Χ δηλώνει ότι κατόρθωσε εν τέλει να εισέλθει στην Πολωνία μαζί με δύο μέλη της οικογένειάς του στις 7 Νοεμβρίου 2021 και ότι παρέμεινε στα δάση πριν συλληφθεί και παραδοθεί σε συνοριοφύλακες. Προσθέτει ότι, κατά την παραμονή του στα δάση, οι συνθήκες διαβιώσεώς του είχαν καταστεί αφόρητες. Επισημαίνει ότι συναίνεσε στη λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων του υπό την απειλή επαναπροωθήσεώς του στη Λευκορωσία και βάσει συμβουλών μιας οργανώσεως, αγνοώντας ότι η συναίνεσή του αυτή ισοδυναμούσε με υποβολή αιτήσεως διεθνούς προστασίας. Του δόθηκαν επίσης έγγραφα στην πολωνική γλώσσα και ένα έγγραφο στην αραβική γλώσσα που περιείχαν πληροφορίες σχετικά με τον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ, πλην όμως δεν έτυχε της συνδρομής διερμηνέα. Ο Χ δηλώνει ότι εν συνεχεία τέθηκε υπό κράτηση επί μία περίπου εβδομάδα στον σταθμό των συνοριοφυλάκων, όπως και οι λοιποί αιτούντες διεθνή προστασία, όπου υπέστη ιδιαιτέρως απάνθρωπη μεταχείριση, ιδίως λόγω της ελλείψεως τροφής και οποιουδήποτε ιατρικού ελέγχου. Ο X υποστήριξε ότι δεν υπέβαλε καταγγελία στις πολωνικές αρχές σχετικά με την εν λόγω απάνθρωπη μεταχείριση για τον λόγο ότι αυτή αποτέλεσε έργο των ίδιων των ως άνω αρχών.

15      Ο Χ εκφράζει τον φόβο ότι τα θεμελιώδη δικαιώματά του θα προσβληθούν εκ νέου σε περίπτωση μεταφοράς του στην Πολωνία.

16      Κατά δεύτερον, ο Χ υποστηρίζει ότι τα πολωνικά δικαστήρια δεν είναι ανεξάρτητα.

17      Ο X τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς του με τις δηλώσεις του, καθώς και με εκθέσεις μη κυβερνητικών οργανώσεων σχετικά με την κατάσταση, στην Πολωνία, των υπηκόων τρίτων χωρών και των προσώπων για τα οποία έχει εκδοθεί απόφαση μεταφοράς βάσει του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Επικαλέσθηκε επίσης τη νομολογία του Δικαστηρίου, του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και εθνικών δικαστηρίων.

18      Στηριζόμενο σε εκθέσεις προερχόμενες από έγκυρες πηγές, τις οποίες παραθέτει, και σε επίσημα έγγραφα, το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει τη στάση πλειόνων κρατών μελών τα οποία εμποδίζουν τους υπηκόους τρίτων χωρών να εισέρχονται στο έδαφός τους και δηλώσεις προερχόμενες από άπαντα τα κράτη μέλη οι οποίες αφορούν την αποτροπή της μεταναστεύσεως στο έδαφός τους. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι υφίσταται αντίφαση μεταξύ, αφενός, της στάσεως και των δηλώσεων που μνημονεύονται ανωτέρω και, αφετέρου, των υποχρεώσεων που υπέχουν τα κράτη μέλη από τη Σύμβαση της Γενεύης, από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και από τον Χάρτη, η τήρηση των οποίων αποτελεί τη βάση του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο κάνει λόγο, μεταξύ άλλων, για τις πρακτικές συνοπτικής επαναπροωθήσεως στα σύνορα.

19      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι τέτοιες πρακτικές αντιβαίνουν στην υποχρέωση εξετάσεως κάθε αιτήσεως διεθνούς προστασίας και υπονομεύουν την αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, καθώς και τη λειτουργία του συγκεκριμένου συστήματος, μεταξύ άλλων επειδή έχουν ως αποτέλεσμα να παρακινούν τους υπηκόους τρίτων χωρών να παρακάμπτουν τα κράτη μέλη που τις χρησιμοποιούν.

20      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι αντικειμενικές, αξιόπιστες, συγκεκριμένες και δεόντως ενημερωμένες πληροφορίες καταδεικνύουν ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας παραβιάζει συστηματικά και επί πολλά έτη πλείονα θεμελιώδη δικαιώματα των υπηκόων τρίτων χωρών προβαίνοντας σε συνοπτικές επαναπροωθήσεις, κατά κανόνα με χρήση βίας, και θέτοντας κατά σύστημα υπό κράτηση και υπό συνθήκες που χαρακτηρίζονται ως «αφόρητες» τους υπηκόους τρίτων χωρών που εισέρχονται παρανόμως στην επικράτειά της.

21      Οι δηλώσεις του Χ όσον αφορά τις εις βάρος του συνοπτικές επαναπροωθήσεις, των οποίων η αξιοπιστία δεν αμφισβητήθηκε από τον υφυπουργό, συγκλίνουν με τις ως άνω πληροφορίες.

22      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, σε περίπτωση κατά την οποία σε κράτος μέλος διαπιστώνονται συστηματικές προσβολές των θεμελιωδών δικαιωμάτων εις βάρος αιτούντος ή υπηκόων τρίτων χωρών εν γένει, οφείλει η αρμόδια αρχή να μη λάβει απόφαση μεταφοράς προς το εν λόγω κράτος μέλος ή αν η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης εξακολουθεί να εφαρμόζεται πλήρως.

23      Εφόσον μπορεί να ληφθεί απόφαση περί μεταφοράς, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, σε περίπτωση συστηματικής και γενικευμένης προσβολής των δικαιωμάτων των υπηκόων τρίτων χωρών από το υπεύθυνο κράτος μέλος, το κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα μπορεί παρά ταύτα να στηριχθεί στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης προκειμένου να εκτιμήσει την κατάσταση του αιτούντος κατόπιν της μεταφοράς του με γνώμονα το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.

24      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι από τη σκέψη 82 της αποφάσεως της 19ης Μαρτίου 2019, Jawo (C‑163/17, EU:C:2019:218), και από την αιτιολογική σκέψη 32 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ προκύπτει ότι η εκ μέρους κράτους μέλους τήρηση των υποχρεώσεών του βάσει του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου δεν περιορίζεται στο μεταγενέστερο της μεταφοράς του αιτούντος χρονικό διάστημα ούτε στο άρθρο 4 του Χάρτη.

25      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, εξάλλου, ότι, σε περίπτωση κατά την οποία το αιτούν κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλεσθεί την αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, χωρούν διευθετήσεις όσον αφορά το βάρος αποδείξεως.

26      Συγκεκριμένα, σε περίπτωση συστηματικής και γενικευμένης προσβολής από κράτος μέλος των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ακόμη και άλλων από εκείνα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 4 του Χάρτη, το αιτούν δικαστήριο εξετάζει το ενδεχόμενο να απαιτείται από τον αιτούντα χαμηλότερο επίπεδο αποδείξεως, αφενός, όσον αφορά τις δηλώσεις του σχετικά με προσβολές θεμελιωδών δικαιωμάτων και, αφετέρου, όσον αφορά τους δυνητικούς κινδύνους σε περίπτωση μεταφοράς. Εξετάζει μάλιστα, συναφώς, εάν το βάρος αποδείξεως αντιστρέφεται. Σε τέτοια περίπτωση θα όφειλε το αιτούν κράτος μέλος να εξαλείψει κάθε σοβαρή αμφιβολία ως προς την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου παραβάσεως του άρθρου 4 του Χάρτη έναντι του συγκεκριμένου αιτούντος σε περίπτωση μεταφοράς, ενδεχομένως δε και προσβολής του συνόλου των θεμελιωδών δικαιωμάτων του, κατ’ αναλογίαν προς το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9), όσον αφορά τους κινδύνους που διατρέχει στη χώρα καταγωγής.

27      Επιπλέον, φρονεί ότι το αιτούν κράτος μέλος μπορεί να ζητεί από τις αρχές του υπεύθυνου κράτους μέλους επιμέρους εγγυήσεις όσον αφορά τις κατάλληλες συνθήκες υποδοχής, τη συνέχιση της διαδικασίας ασύλου καθώς και τη μη κράτηση άνευ νομίμου βάσεως, ακόμη δε και να ελέγχει την τήρηση των εγγυήσεων που του δόθηκαν.

28      Τέλος, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο αιτών εκθέτει κατά τρόπο πειστικό ότι δεν διαθέτει πραγματική δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής σε περίπτωση προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του κατόπιν ενδεχόμενης μεταφοράς και διερωτάται ως προς τις ενδεχόμενες συνέπειες της ελλείψεως τέτοιας δυνατότητας.

29      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Rechtbank Den Haag, zittingsplaat’s‑Hertogenbosch (πρωτοδικείο Χάγης με μεταβατική έδρα το Hertogenbosch) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ, λαμβανομένων υπόψη των αιτιολογικών του σκέψεων 3, 32 και 39 και σε συνδυασμό με τα άρθρα 1, 4, 18, 19 και 47 του Χάρτη, να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται υπό την έννοια ότι η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών [μελών] είναι αδιαίρετη και, επομένως, σοβαρές και συστηματικές παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης, διαπραττόμενες, πριν τη μεταφορά, από το ενδεχομένως υπεύθυνο κράτος μέλος εις βάρος υπηκόων τρίτων χωρών ως προς τους οποίους δεν έχει (ακόμη) εκδοθεί απόφαση επιστροφής δυνάμει του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, εμποδίζουν απολύτως τη μεταφορά στο εν λόγω κράτος μέλος;

2)      Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο [πρώτο προδικαστικό] ερώτημα, έχει το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1, 4, 18, 19 και 47 του Χάρτη, την έννοια ότι, εάν το κράτος μέλος το οποίο είναι ενδεχομένως υπεύθυνο παραβιάζει με σοβαρό και συστηματικό τρόπο το δίκαιο της Ένωσης, το κράτος μέλος που προβαίνει στη μεταφορά δεν επιτρέπεται να στηρίζεται, στο πλαίσιο του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, άνευ άλλου τινός στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών [μελών], αλλά οφείλει να άρει κάθε αμφιβολία ότι ο αιτών δεν θα περιέλθει μετά τη μεταφορά του σε κατάσταση ασύμβατη προς το άρθρο 4 του Χάρτη ή αντίστοιχα οφείλει να αποδεικνύει επαρκώς ότι τούτο δεν θα συμβεί;

3)      Με ποια αποδεικτικά μέσα μπορεί ο αιτών να στηρίξει τα επιχειρήματά του ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ αντιτίθεται στη μεταφορά του και ποιος βαθμός αποδείξεως απαιτείται εν προκειμένω; Έχει το κράτος μέλος που προβαίνει στη μεταφορά, λαμβανομένων υπόψη των αναφορών στο κεκτημένο της Ένωσης που περιλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις [του εν λόγω κανονισμού], υποχρέωση συνεργασίας και/ή εξακρίβωσης ή πρέπει, σε περίπτωση σοβαρών και συστηματικών παραβιάσεων θεμελιωδών δικαιωμάτων έναντι υπηκόων τρίτων χωρών, να λαμβάνονται επιμέρους εγγυήσεις από το υπεύθυνο κράτος μέλος ως προς το ότι θα γίνουν (όντως) σεβαστά τα θεμελιώδη δικαιώματα του αιτούντος άσυλο μετά τη μεταφορά του; Διαφέρει η απάντηση στο ερώτημα αυτό αν ο αιτών βρίσκεται σε αποδεικτική αδυναμία εφόσον δεν μπορεί να τεκμηριώσει με έγγραφα τις συνεπείς και λεπτομερείς δηλώσεις του, ενώ κάτι τέτοιο, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των δηλώσεων, δεν μπορεί να αναμένεται;

4)      Διαφοροποιείται η απάντηση [στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα], αν ο αιτών αποδεικνύει επαρκώς ότι η υποβολή διοικητικών ενστάσεων ενώπιον των αρχών και/ή η άσκηση ενδίκων βοηθημάτων στο υπεύθυνο κράτος μέλος δεν είναι δυνατές και/ή αποτελεσματικές;»

 Επί του αιτήματος υπαγωγής στην ταχεία διαδικασία

30      Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε την υπαγωγή της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην ταχεία διαδικασία του άρθρου 105 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

31      Μολονότι εκθέτει ότι διέταξε τη λήψη προσωρινού μέτρου με το οποίο απαγόρευσε τη μεταφορά του αιτούντος στην Πολωνία έως ότου εκδοθεί οριστική δικαστική απόφαση επί της νομιμότητας της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης αποφάσεως περί μεταφοράς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η υπόθεση της κύριας δίκης εγείρει σημαντικά ζητήματα που άπτονται των αρχών του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, συγκεκριμένα δε ζητήματα που συνδέονται με τις πρακτικές συνοπτικής επαναπροωθήσεως και κρατήσεως στους συνοριακούς σταθμούς των υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι εισήλθαν στο έδαφος των κρατών μελών με σκοπό την υποβολή αιτήσεως διεθνούς προστασίας. Επιπλέον, τα εθνικά δικαστήρια θα καλούνται να αντιμετωπίζουν όλο και συχνότερα τα ζητήματα αυτά, οπότε η χρησιμότητα της προδικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί βαίνει πέραν του πλαισίου της υποθέσεως της κύριας δίκης. Επομένως, κατά το αιτούν δικαστήριο, η φύση της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως δικαιολογεί την υπαγωγή της σε ταχεία διαδικασία.

32      Το άρθρο 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι, κατόπιν αιτήματος του αιτούντος δικαστηρίου ή, σε εξαιρετική περίπτωση, αυτεπαγγέλτως, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μπορεί, αφού ακούσει τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, να αποφασίσει την υπαγωγή της προδικαστικής παραπομπής σε ταχεία διαδικασία, όταν η φύση της υποθέσεως απαιτεί να αποφανθεί το Δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν.

33      Εν προκειμένω, στις 19 Ιουλίου 2022 ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε, αφού άκουσε την εισηγήτρια δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, να απορρίψει το μνημονευόμενο στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου.

34      Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, η εφαρμογή της ταχείας προδικαστικής διαδικασίας δεν εξαρτάται από τη φύση της διαφοράς της κύριας δίκης αυτή καθεαυτήν, αλλά από τις εξαιρετικές περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, από τις οποίες πρέπει να αποδεικνύεται ότι η έκδοση αποφάσεως επί των προδικαστικών ερωτημάτων είναι εξαιρετικά επείγουσα (απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2023, Puig Gordi κ.λπ., C‑158/21, EU:C:2023:57, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35      Το γεγονός, όμως, ότι η υπόθεση αφορά μία ή περισσότερες ουσιώδεις πτυχές του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου δεν συνιστά λόγο που να αποδεικνύει εξαιρετικά επείγουσα κατάσταση, η οποία ωστόσο είναι αναγκαία για να δικαιολογηθεί η εκδίκαση της υποθέσεως με ταχεία διαδικασία. Το αυτό ισχύει και ως προς το ότι τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα ενδέχεται να αφορούν σημαντικό αριθμό προσώπων (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Randstad Italia, C‑497/20, EU:C:2021:1037, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 Επί του αιτήματος παραπομπής της υποθέσεως στο τμήμα μείζονος συνθέσεως και διεξαγωγής προφορικής διαδικασίας

36      Κατόπιν της αναπτύξεως των προτάσεων στις 13 Ιουλίου 2023, ο προσφεύγων της κύριας δίκης ζήτησε από το Δικαστήριο, με έγγραφο της 16ης Αυγούστου του ίδιου έτους, την παραπομπή της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στο τμήμα μείζονος συνθέσεως, προτείνοντας, σε περίπτωση τέτοιας παραπομπής, τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας.

37      Οι αιτήσεις αυτές απορρίφθηκαν με απόφαση του προέδρου του τετάρτου τμήματος της 23ης Αυγούστου 2023.

38      Επισημαίνεται συναφώς ότι, κατά το άρθρο 60, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, στο Δικαστήριο απόκειται να αποφαίνεται επί του δικαστικού σχηματισμού στον οποίο πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως κατά την οποία η παραπομπή της υποθέσεως ενώπιον του τμήματος μείζονος συνθέσεως έχει ζητηθεί, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 16, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από κράτος μέλος ή από θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι διάδικος στην υπόθεση. Επιπλέον, κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου 60, απόκειται αποκλειστικώς στην εκτίμηση του δικαστικού σχηματισμού ενώπιον του οποίου έχει παραπεμφθεί μια υπόθεση, να ζητήσει από το Δικαστήριο να παραπέμψει την υπόθεση σε μεγαλύτερο δικαστικό σχηματισμό.

39      Εν προκειμένω, όμως, ο προσφεύγων της κύριας δίκης ζήτησε την παραπομπή ενώπιον του τμήματος μείζονος συνθέσεως χωρίς να υφίσταται κανένα στοιχείο που να δικαιολογεί την παραπομπή της υποθέσεως σε μεγαλύτερο δικαστικό σχηματισμό. Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η εξέταση της προτάσεως του προσφεύγοντος της κύριας δίκης, η οποία υποβλήθηκε για την περίπτωση κατά την οποία η υπόθεση θα παραπέμπονταν ενώπιον του τμήματος μείζονος συνθέσεως, να διεξαχθεί προφορική διαδικασία. Εν πάση περιπτώσει, εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 76, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, δεδομένου ότι το Δικαστήριο έχει επαρκώς διαφωτιστεί ώστε να αποφανθεί επί της υποθέσεως.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου και του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

40      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, με τα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί η ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ, και ειδικότερα στο άρθρο του 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, σε περίπτωση σοβαρών και συστηματικών παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης, εις βάρος υπηκόων τρίτων χωρών, από το κράτος μέλος το οποίο είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ενός εκ των υπηκόων αυτών πριν από την ενδεχόμενη μεταφορά του στο εν λόγω κράτος μέλος. Ειδικότερα, διερωτάται αν οι εν λόγω παραβιάσεις δύνανται να θέσουν εν αμφιβόλω την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών σε τέτοιο βαθμό ώστε να εμποδίζουν τη συγκεκριμένη μεταφορά ή, τουλάχιστον, αν συνεπάγονται ότι το αιτούν κράτος μέλος που επιθυμεί να προβεί στη μεταφορά διακριβώνει ότι, σε περίπτωση μεταφοράς, ο ενδιαφερόμενος αιτών διεθνή προστασία δεν θα εκτεθεί σε κίνδυνο μεταχειρίσεως αντίθετης προς το άρθρο 4 του Χάρτη.

41      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι τα συγκεκριμένα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν περίπτωση κατά την οποία ο αιτών υποστηρίζει ότι το υπεύθυνο κράτος μέλος προβαίνει σε συνοπτικές επαναπροωθήσεις στα εξωτερικά σύνορά του («pushback») και θέτει υπό κράτηση στους συνοριακούς σταθμούς του τους υπηκόους τρίτων χωρών που επιδιώκουν να υποβάλουν αίτηση διεθνούς προστασίας, πρακτικές τις οποίες υποστηρίζει ότι υπέστη ο ίδιος ο προσφεύγων της κύριας δίκης.

42      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ έχει την έννοια ότι το γεγονός ότι το κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας την οποία υπέβαλε υπήκοος τρίτης χώρας προβαίνει, εις βάρος των υπηκόων τρίτων χωρών που επιδιώκουν να υποβάλουν τέτοια αίτηση στα σύνορά του, σε συνοπτικές επαναπροωθήσεις και λαμβάνει μέτρα κρατήσεώς τους στους συνοριακούς σταθμούς του εμποδίζει τη μεταφορά του συγκεκριμένου υπηκόου στο εν λόγω κράτος μέλος.

43      Υπενθυμίζεται ότι το δίκαιο της Ένωσης εδράζεται στη θεμελιώδη παραδοχή ότι κάθε κράτος μέλος αποδέχεται από κοινού με τα λοιπά κράτη μέλη, αναγνωρίζει δε ότι τα εν λόγω κράτη αποδέχονται από κοινού με αυτό, μια σειρά κοινών αξιών επί των οποίων στηρίζεται η Ένωση, όπως διευκρινίζει το άρθρο 2 ΣΕΕ. Η παραδοχή αυτή συνεπάγεται και δικαιολογεί την ύπαρξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών ως προς την αναγνώριση των εν λόγω αξιών και, επομένως, ως προς την τήρηση του δικαίου της Ένωσης που υλοποιεί τις αξίες αυτές, καθώς και ως προς το γεγονός ότι οι αντίστοιχες εθνικές έννομες τάξεις τους είναι σε θέση να παρέχουν ισοδύναμη και αποτελεσματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στον Χάρτη, ιδίως στα άρθρα του 1 και 4, τα οποία κατοχυρώνουν μία από τις θεμελιώδεις αξίες της Ένωσης και των κρατών μελών της, ήτοι την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η οποία συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την απαγόρευση της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως [απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2023, Ministero dell’Interno κ.λπ. (Κοινό φυλλάδιο – Έμμεση επαναπροώθηση), C‑228/21, C‑254/21, C‑297/21, C‑315/21 και C‑328/21, EU:C:2023:934, σκέψη 130 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

44      Η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών έχει θεμελιώδη σημασία στο δίκαιο της Ένωσης, καθώς καθιστά δυνατή τη δημιουργία και τη διατήρηση ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα. Ειδικότερα, η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, ιδίως όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, επιβάλλει σε καθένα από αυτά τα κράτη μέλη να δέχονται, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, ότι τα λοιπά κράτη μέλη τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, ότι σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζονται από το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019, Jawo, C‑163/17, EU:C:2019:218, σκέψη 81 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, ιδίως δε του κανονισμού Δουβλίνο III, πρέπει να τεκμαίρεται ότι η μεταχείριση των αιτούντων διεθνή προστασία σε κάθε κράτος μέλος είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις του Χάρτη, της Συμβάσεως της Γενεύης καθώς και της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019, Jawo, C‑163/17, EU:C:2019:218, σκέψη 82 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46      Δεν αποκλείεται, πάντως, το σύστημα αυτό να αντιμετωπίζει, στην πράξη, σοβαρές δυσλειτουργίες εντός ορισμένου κράτους μέλους, με αποτέλεσμα οι αιτούντες διεθνή προστασία να διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο, σε περίπτωση μεταφοράς σε αυτό το κράτος μέλος, να τύχουν μεταχειρίσεως αντίθετης προς τα θεμελιώδη δικαιώματά τους (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019, Jawo, C‑163/17, EU:C:2019:218, σκέψη 83 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47      Ως εκ τούτου, το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ προβλέπει ότι δεν επιτρέπεται η μεταφορά αιτούντος διεθνή προστασία στο κράτος μέλος το οποίο έχει προσδιορισθεί πρωτίστως ως υπεύθυνο εάν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι θα διατρέξει κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως, κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη, λόγω συστημικών ελλείψεων στη διαδικασία ασύλου και στις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων διεθνή προστασία στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

48      Εν προκειμένω, ο προσφεύγων της κύριας δίκης προβάλλει την ύπαρξη συστημικών ελλείψεων όσον αφορά τις συνθήκες υποδοχής στο υπεύθυνο κράτος μέλος, οι οποίες συνίστανται σε συνοπτικές επαναπροωθήσεις στα εξωτερικά σύνορα και σε κράτηση στους συνοριακούς σταθμούς των υπηκόων τρίτων χωρών που επιδιώκουν να υποβάλουν αίτηση διεθνούς προστασίας ή που έχουν κατορθώσει να υποβάλουν τέτοια αίτηση, αλλά και την ύπαρξη συστημικών ελλείψεων όσον αφορά τη διαδικασία ασύλου, δεδομένου ότι η συνοπτική επαναπροώθηση υπηκόου τρίτης χώρας συνιστά εμπόδιο για την κίνηση της διαδικασίας αυτής.

49      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η ύπαρξη τέτοιων πρακτικών καταδεικνύεται από αντικειμενικές, αξιόπιστες, συγκεκριμένες και δεόντως ενημερωμένες πληροφορίες.

50      Όσον αφορά, κατά πρώτον, τις πρακτικές συνοπτικής επαναπροωθήσεως στα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση από το έδαφος της Ένωσης προσώπων που επιδιώκουν να υποβάλουν αίτηση διεθνούς προστασίας ή την απομάκρυνση από το έδαφος της Ένωσης προσώπων που έχουν υποβάλει τέτοια αίτηση κατά την είσοδο στο έδαφος της Ένωσης, πριν η συγκεκριμένη αίτηση εξετασθεί σύμφωνα με όσα προβλέπει η νομοθεσία της Ένωσης, επισημαίνεται ότι οι πρακτικές αυτές αντιβαίνουν στο άρθρο 6 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60, και διορθωτικό ΕΕ 2021, L 313, σ. 74).

51      Η ως άνω διάταξη, η οποία αφορά την πρόσβαση στη διαδικασία παροχής διεθνούς προστασίας, αποτελεί ένα από τα θεμέλια του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου και καταλέγεται μεταξύ των νομοθετικών διατάξεων της Ένωσης που εξειδικεύουν το θεμελιώδες δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 18 του Χάρτη περί αναγνωρίσεως της ιδιότητας του δικαιούχου διεθνούς προστασίας εφόσον πληρούνται οι απαιτούμενες από το δίκαιο της Ένωσης προϋποθέσεις (πρβλ. απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság Dél-alföldi Regionális Igazgatóság, C‑924/19 PPU και C‑925/19 PPU, EU:C:2020:367, σκέψη 192). Η εν λόγω διάταξη συνεπάγεται ότι κάθε υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής έχει το δικαίωμα να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας, μεταξύ άλλων και στα σύνορα κράτους μέλους, εκδηλώνοντας τη βούλησή του να τύχει διεθνούς προστασίας ενώπιον κάποιας από τις αρχές που μνημονεύονται στη συγκεκριμένη διάταξη. Το ως άνω δικαίωμα πρέπει να του αναγνωρίζεται ακόμη και αν διαμένει παρανόμως στο έδαφος αυτό και ανεξαρτήτως των πιθανοτήτων ευδοκιμήσεως της εν λόγω αιτήσεως [απόφαση της 22ας Ιουνίου 2023, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Δήλωση προθέσεων πριν από την υποβολή αίτησης ασύλου), C‑823/21, EU:C:2023:504, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

52      Όπως, όμως, επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 31 και 32 των προτάσεών του, μια πρακτική συνοπτικής επαναπροωθήσεως θίγει το ως άνω θεμελιώδες στοιχείο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, καθόσον εμποδίζει την άσκηση του δικαιώματος υποβολής αιτήσεως διεθνούς προστασίας και, κατά συνέπεια, τη διεξαγωγή, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπει η νομοθεσία της Ένωσης, της διαδικασίας που συνίσταται στην υποβολή και στην εξέταση τέτοιας αιτήσεως.

53      Η πρακτική της συνοπτικής επαναπροωθήσεως, εκτός του ότι σε αντιβαίνει σε κάθε περίπτωση στο άρθρο 6 της οδηγίας 2013/32, μπορεί, επιπλέον, να παραβιάζει την αρχή της μη επαναπροωθήσεως. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 3 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, η αρχή αυτή, κατά την οποία κανείς δεν επαναπροωθείται εκεί όπου διατρέχει τον κίνδυνο να υποστεί εκ νέου διώξεις, κατοχυρώνεται, ως θεμελιώδες δικαίωμα, στο άρθρο 18 του Χάρτη, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 33 της Συμβάσεως της Γενεύης, καθώς και στο άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη [πρβλ. απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Απομάκρυνση – Θεραπευτική κάνναβη), C‑69/21, EU:C:2022:913, σκέψη 55]. Επομένως, μια πρακτική συνοπτικής επαναπροωθήσεως παραβιάζει την εν λόγω αρχή μόνον αν συνίσταται στην απομάκρυνση προσώπων που επιδιώκουν να υποβάλουν, εντός της Ένωσης, αίτηση διεθνούς προστασίας προς τρίτη χώρα στο έδαφος της οποίας διατρέχουν τον προμνημονευθέντα κίνδυνο.

54      Όσον αφορά, δεύτερον, την πρακτική της κρατήσεως στους συνοριακούς σταθμούς, στην αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας 2013/33 καθώς και στην αιτιολογική σκέψη 20 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, υπενθυμίζεται η αρχή κατά την οποία κανείς δεν θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή ζητεί διεθνή προστασία.

55      Λαμβανομένων υπόψη της βαρύτητας της συγκεκριμένης επεμβάσεως στο δικαίωμα στην ελευθερία και της σημασίας που έχει το δικαίωμα αυτό, η εξουσία που αναγνωρίζεται στις αρμόδιες εθνικές αρχές να θέτουν υπό κράτηση υπηκόους τρίτων χωρών οριοθετείται αυστηρώς. Η κράτηση, επομένως, μπορεί να διαταχθεί ή να παραταθεί μόνον εφόσον τηρούνται γενικοί και αφηρημένοι κανόνες οι οποίοι καθορίζουν τους όρους και τις προϋποθέσεις της [απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Αυτεπάγγελτη εξέταση της κράτησης), C‑704/20 και C‑39/21, EU:C:2022:858, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

56      Επιπλέον, ο υπήκοος τρίτης χώρας δεν μπορεί να τεθεί υπό κράτηση στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου εάν μπορεί να εφαρμοσθεί αποτελεσματικώς ένα λιγότερο περιοριστικό μέτρο [πρβλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Αυτεπάγγελτη εξέταση της κράτησης), C‑704/20 και C‑39/21, EU:C:2022:858, σκέψη 78].

57      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι πρακτικές συνοπτικής επαναπροωθήσεως και κρατήσεως σε συνοριακούς σταθμούς, όπως οι διαπιστωθείσες εν προκειμένω, δεν είναι σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης και συνιστούν σοβαρές ελλείψεις στη διαδικασία ασύλου και στις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων. Εντούτοις, εξ αυτού δεν προκύπτει κατ’ ανάγκην ότι οι ως άνω ελλείψεις πληρούν τις δύο σωρευτικές προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, οι οποίες πρέπει να πληρούνται προκειμένου να εμποδίζεται η μεταφορά αιτούντος διεθνή προστασία προς το κράτος μέλος όπου διαπιστώνονται οι συγκεκριμένες πρακτικές.

58      Κατά την ως άνω διάταξη, μόνον οι «συστημικές» ελλείψεις οι οποίες έχουν ως «αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 4 του [Χάρτη]» καθιστούν αδύνατη μια τέτοια μεταφορά.

59      Εν προκειμένω, όσον αφορά την πρώτη από τις δύο αυτές προϋποθέσεις, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει αν οι διαπιστωθείσες ελλείψεις εξακολουθούν να υφίστανται στην Πολωνία και αν αφορούν, εν γένει, τη διαδικασία ασύλου και τις συνθήκες υποδοχής που έχουν εφαρμογή στην περίπτωση των αιτούντων διεθνή προστασία ή, τουλάχιστον, ορισμένων ομάδων αιτούντων διεθνή προστασία θεωρούμενων στο σύνολό τους, όπως η ομάδα των προσώπων που επιδιώκουν να τύχουν διεθνούς προστασίας μετά τη διέλευση ή την απόπειρα διελεύσεως των συνόρων της Πολωνίας με τη Λευκορωσία.

60      Εάν αποδειχθεί ότι τούτο συμβαίνει, οι ελλείψεις αυτές θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως «συστημικές», λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου η οποία καθιστά δυνατό να εξομοιώνονται με συστημικές οι ελλείψεις που επηρεάζουν ορισμένες ομάδες προσώπων (πρβλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019, Jawo, C‑163/17, EU:C:2019:218, σκέψη 90).

61      Σε αντίθετη περίπτωση, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι δεν πληρούται εν προκειμένω η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Σε τέτοια περίπτωση, η εν λόγω διάταξη δεν θα εμπόδιζε τη μεταφορά του αιτούντος στο υπεύθυνο κράτος μέλος.

62      Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, η οποία αφορά την ύπαρξη κινδύνου απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη λόγω των συστημικών ελλείψεων στη διαδικασία ασύλου και στις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει αν οι συστημικές ελλείψεις συνεπάγονται κίνδυνο να εκτεθεί ο ενδιαφερόμενος σε μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 4 του Χάρτη.

63      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει, αφενός, αν συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι ο προσφεύγων της κύριας δίκης θα διέτρεχε, σε περίπτωση μεταφοράς, πραγματικό κίνδυνο να οδηγηθεί εκ νέου στα σύνορα της Πολωνίας με τη Λευκορωσία και να επαναπροωθηθεί με συνοπτικές διαδικασίες στη Λευκορωσία, ενδεχομένως κατόπιν κρατήσεως σε συνοριακό σταθμό, και, αφετέρου, αν τέτοια μέτρα ή πρακτικές θα τον εξέθεταν σε κατάσταση έσχατης υλικής στερήσεως, η οποία δεν θα του παρείχε τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει τις πλέον στοιχειώδεις ανάγκες του, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η τροφή, η προσωπική καθαριότητα και η στέγαση, και η οποία θα έβλαπτε τη σωματική ή την ψυχική υγεία του ή θα τον περιήγε σε κατάσταση εξευτελισμού ασυμβίβαστη με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ήτοι σε κατάσταση τόσο σοβαρή ώστε να μπορεί να εξομοιωθεί με απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση (πρβλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019, Jawo, C‑163/17, EU:C:2019:218, σκέψεις 85 και 87, καθώς και 91 έως 93, αντιστοίχως).

64      Κατά την ως άνω εκτίμηση, η κατάσταση που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι εκείνη στην οποία ο ενδιαφερόμενος αιτών θα διέτρεχε τον κίνδυνο να περιέλθει κατά τη μεταφορά ή κατόπιν της μεταφοράς στο υπεύθυνο κράτος μέλος [βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 19ης Μαρτίου 2019, Jawo, C‑163/17, EU:C:2019:218, σκέψεις 85, 87 και 88, καθώς και της 30ής Νοεμβρίου 2023, Ministero dell’Interno κ.λπ. (Κοινό φυλλάδιο – Έμμεση επαναπροώθηση), C‑228/21, C‑254/21, C‑297/21, C‑315/21 και C‑328/21, EU:C:2023:934, σκέψεις 134 και 135], και όχι εκείνη στην οποία βρισκόταν όταν είχε αρχικώς εισέλθει στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους.

65      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ έχει την έννοια ότι το γεγονός ότι το κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας την οποία υπέβαλε υπήκοος τρίτης χώρας έχει προβεί, εις βάρος υπηκόων τρίτων χωρών που επιδιώκουν να υποβάλουν τέτοια αίτηση στα σύνορά του, σε συνοπτικές επαναπροωθήσεις και έχει λάβει μέτρα κρατήσεώς τους στους συνοριακούς σταθμούς του δεν εμποδίζει αφ’ εαυτού τη μεταφορά του συγκεκριμένου υπηκόου στο εν λόγω κράτος μέλος. Πάντως, η μεταφορά του υπηκόου αυτού στο εν λόγω κράτος μέλος αποκλείεται εάν υφίστανται σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι που να πείθουν ότι, κατά τη μεταφορά ή κατόπιν αυτής, θα διέτρεχε πραγματικό κίνδυνο να υποστεί τέτοιες πρακτικές και ότι αυτές, αναλόγως των περιστάσεων των οποίων η εκτίμηση απόκειται στις αρμόδιες αρχές και στο δικαστήριο που θα επιληφθεί ενδεχομένως προσφυγής κατά της αποφάσεως περί μεταφοράς, δύνανται να τον περιαγάγουν σε κατάσταση έσχατης υλικής στερήσεως τέτοιας σοβαρότητας ώστε να μπορεί να εξομοιωθεί με απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, απαγορευόμενη από το άρθρο 4 του Χάρτη.

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

66      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 4 του Χάρτη, έχει την έννοια, πρώτον, ότι το κράτος μέλος που ζήτησε την εκ νέου ανάληψη αιτούντος διεθνή προστασία από το υπεύθυνο κράτος μέλος και επιθυμεί τη μεταφορά του αιτούντος στο δεύτερο αυτό κράτος μέλος οφείλει, πριν προβεί στη συγκεκριμένη μεταφορά, να λάβει υπόψη όλες τις πληροφορίες που του παρέχει ο εν λόγω αιτών, ιδίως όσον αφορά την ενδεχόμενη ύπαρξη πραγματικού κινδύνου να υποστεί, κατά τη μεταφορά ή κατόπιν αυτής, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη, δεύτερον, ότι οφείλει να συνεργασθεί για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών και/ή να διακριβώσει το υποστατό τους και, τρίτον, ότι, σε περίπτωση σοβαρών και συστηματικών προσβολών των θεμελιωδών δικαιωμάτων των υπηκόων τρίτων χωρών στο υπεύθυνο κράτος μέλος, πρέπει να του ζητήσει την παροχή επιμέρους εγγυήσεων ως προς τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων του συγκεκριμένου υπηκόου σε περίπτωση μεταφοράς.

67      Όσον αφορά το επίπεδο και τους κανόνες περί των αποδείξεων που απαιτούνται για την εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, πρέπει, ελλείψει ειδικότερων διευκρινίσεων στη συγκεκριμένη διάταξη, να ληφθούν υπόψη οι γενικές διατάξεις και η οικονομία του κανονισμού.

68      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο του εν λόγω κανονισμού, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν περιορίσθηκε να θεσπίσει οργανωτικές ρυθμίσεις που διέπουν αποκλειστικώς τις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών, με σκοπό τον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους, αλλά αποφάσισε να περιλάβει τους αιτούντες διεθνή προστασία στη διαδικασία αυτή, υποχρεώνοντας τα κράτη μέλη να τους ενημερώνουν για τα κριτήρια ευθύνης και να τους προσφέρουν τη δυνατότητα να παράσχουν πληροφορίες οι οποίες καθιστούν δυνατή την ορθή εφαρμογή των κριτηρίων αυτών (απόφαση της 7ης Ιουνίου 2016, Ghezelbash, C‑63/15, EU:C:2016:409, σκέψη 51).

69      Πράγματι, κατ’ αρχάς, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 46 των προτάσεών του, η προσωπική συνέντευξη που προβλέπεται στο άρθρο 5 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, όπως και η ενδεχόμενη προσφυγή κατά της αποφάσεως περί μεταφοράς, πρέπει να παρέχουν στον αιτούντα διεθνή προστασία τη δυνατότητα να υποβάλει τα στοιχεία τα οποία έχει στην κατοχή του.

70      Κατά το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, η προσωπική συνέντευξη αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, να καταστήσει ευχερέστερη τη διαδικασία προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους. Η συνέντευξη αυτή πρέπει να πραγματοποιείται εγκαίρως και, σε κάθε περίπτωση, πριν από τη λήψη αποφάσεως περί μεταφοράς.

71      Περαιτέρω, από το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ προκύπτει ότι ο αιτών πρέπει να έχει τη δυνατότητα να «παράσχει όλες τις […] πληροφορίες [που είναι] σχετικές για τον ορθό προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους».

72      Ως εκ τούτου, πρέπει να παρέχεται στον αιτούντα η δυνατότητα να προσκομίζει κάθε σχετικό αποδεικτικό στοιχείο ή έμμεσο αποδεικτικό στοιχείο, κατά την έννοια του άρθρου 22, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού, σχετικά με τον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους.

73      Επιπλέον, το άρθρο 21, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού αφορά τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία ή έμμεσα αποδεικτικά στοιχεία, αλλά και τα λοιπά συναφή στοιχεία τα οποία προέρχονται από τη δήλωση του αιτούντος και τα οποία παρέχουν στις αρχές του κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται το αίτημα τη δυνατότητα να διακριβώνουν εάν αυτό είναι υπεύθυνο βάσει των κριτηρίων που καθορίζονται στον εν λόγω κανονισμό.

74      Τέλος, το άρθρο 22, παράγραφοι 4 και 5, του ίδιου κανονισμού διευκρινίζει, αφενός, ότι η απαίτηση περί αποδείξεως δεν θα πρέπει να βαίνει πέραν του απαραίτητου για την προσήκουσα εφαρμογή του κανονισμού και, αφετέρου, ότι, ελλείψει τυπικών αποδείξεων, το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αναγνωρίζει την ευθύνη του εάν οι έμμεσες αποδείξεις έχουν συνοχή και είναι επαληθεύσιμες και αρκούντως λεπτομερείς για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης.

75      Από τα στοιχεία που επισημάνθηκαν στις σκέψεις 68 έως 74 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν επέβαλε καμία απαίτηση όσον αφορά τη φύση και την αποδεικτική ισχύ των πληροφοριών που μπορεί να υποβάλει ο αιτών στο πλαίσιο της συμμετοχής του στη διαδικασία προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους, ιδίως προκειμένου να αποδειχθεί η ενδεχόμενη ύπαρξη σοβαρών και αποδεδειγμένων λόγων που να πείθουν ότι θα διατρέξει πραγματικό κίνδυνο, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού, σε περίπτωση μεταφοράς στο υπεύθυνο κράτος μέλος.

76      Κατά συνέπεια, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα στοιχεία που προσκομίζει ο αιτών προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη κινδύνου μεταχειρίσεως αντίθετης προς το άρθρο 4 του Χάρτη, ώστε οι δικαστικές αρχές του κράτους μέλους που πρέπει να προβεί στον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους να εκτιμήσουν, βάσει αντικειμενικών, αξιόπιστων, συγκεκριμένων και δεόντως ενημερωμένων στοιχείων και υπό το πρίσμα του επιπέδου προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων που εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης, εάν όντως υφίστανται οι προβαλλόμενες ελλείψεις [πρβλ. αποφάσεις της 19ης Μαρτίου 2019, Jawo, C‑163/17, EU:C:2019:218, σκέψη 90, και της 30ής Νοεμβρίου 2023, Ministero dell’Interno κ.λπ. (Κοινό φυλλάδιο – Έμμεση επαναπροώθηση), C‑228/21, C‑254/21, C‑297/21, C‑315/21 και C‑328/21, EU:C:2023:934, σκέψη 136].

77      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, ανεξαρτήτως της συνεκτιμήσεως των παρεχόμενων από τον αιτούντα πληροφοριών, τα κράτη μέλη οφείλουν να μην προβαίνουν στη μεταφορά αιτούντος προς το υπεύθυνο κράτος μέλος οσάκις είναι αδύνατο να αγνοούν ότι οι συστημικές ελλείψεις όσον αφορά τη διαδικασία ασύλου και τις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων διεθνή προστασία στο συγκεκριμένο κράτος μέλος αποτελούν σοβαρούς και αποδεδειγμένους λόγους που να πείθουν ότι ο αιτών θα διατρέξει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2011, N. S. κ.λπ., C‑411/10 και C‑493/10, EU:C:2011:865, σκέψη 94, και της 19ης Μαρτίου 2019, Jawo, C‑163/17, EU:C:2019:218, σκέψη 85). Επομένως, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο το κράτος μέλος που είναι επιφορτισμένο με τον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους να πρέπει λάβει υπόψη, με δική του πρωτοβουλία, σχετικές πληροφορίες των οποίων έχει λάβει γνώση, προκειμένου να αποφασίσει σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.

78      Ως εκ τούτου, το κράτος μέλος που είναι επιφορτισμένο με τον προσδιορισμό του κράτους μέλους το οποίο είναι υπεύθυνο για την εξέταση της υποβληθείσας από υπήκοο τρίτης χώρας αιτήσεως διεθνούς προστασίας πρέπει, αφενός, να λαμβάνει υπόψη όλες τις πληροφορίες τις οποίες του παρέχει ο υπήκοος αυτός, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την ενδεχόμενη ύπαρξη κινδύνου μεταχειρίσεως αντίθετης προς το άρθρο 4 του Χάρτη σε περίπτωση μεταφοράς του συγκεκριμένου υπηκόου. Το πρώτο κράτος μέλος πρέπει, αφετέρου, να συνεργασθεί για την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών εκτιμώντας το υποστατό του εν λόγω κινδύνου, βάσει αντικειμενικών, αξιόπιστων, συγκεκριμένων και δεόντως ενημερωμένων πληροφοριών και υπό το πρίσμα του επιπέδου προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων που εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης, λαμβάνοντας ενδεχομένως υπόψη, με δική του πρωτοβουλία, σχετικές πληροφορίες τις οποίες δεν μπορεί να αγνοεί όσον αφορά ενδεχόμενες συστημικές ελλείψεις στη διαδικασία ασύλου και στις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων διεθνή προστασία στο υπεύθυνο κράτος μέλος.

79      Σε περίπτωση κατά την οποία αποδειχθεί η ύπαρξη τέτοιων ελλείψεων, οι οποίες αποτελούν σοβαρούς και αποδεδειγμένους λόγους που να πείθουν ότι, σε περίπτωση μεταφοράς, ο αιτών διεθνή προστασία θα διέτρεχε πραγματικό κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 4 του Χάρτη, το κράτος μέλος που είναι επιφορτισμένο με τον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, να συνεχίσει την εξέταση των κριτηρίων του κεφαλαίου III του κανονισμού προκειμένου να διαπιστώσει αν μπορεί να προσδιορισθεί ως υπεύθυνο άλλο κράτος μέλος.

80      Τούτου δοθέντος, πριν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υφίσταται πραγματικός κίνδυνος απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως σε περίπτωση μεταφοράς στο υπεύθυνο κράτος μέλος, το κράτος μέλος που προτίθεται να προβεί στη μεταφορά μπορεί να ζητήσει επιμέρους εγγυήσεις οι οποίες να είναι επαρκείς για να αποκλεισθεί ο συγκεκριμένος κίνδυνος (πρβλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, C. K. κ.λπ., C‑578/16 PPU, EU:C:2017:127, σκέψεις 83 και 84).

81      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ, ερμηνευόμενος υπό το πρίσμα του άρθρου 4 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι:

–        το κράτος μέλος που ζήτησε την εκ νέου ανάληψη αιτούντος διεθνή προστασία από το υπεύθυνο κράτος μέλος και επιθυμεί τη μεταφορά του αιτούντος στο δεύτερο αυτό κράτος μέλος οφείλει, πριν προβεί στη μεταφορά, να λάβει υπόψη όλες τις πληροφορίες που του παρέχει ο εν λόγω αιτών, ιδίως όσον αφορά την ενδεχόμενη ύπαρξη πραγματικού κινδύνου να υποστεί, κατά τη μεταφορά ή κατόπιν αυτής, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη·

–        το κράτος μέλος που επιθυμεί να προβεί στη μεταφορά οφείλει να συνεργασθεί για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών και/ή να διακριβώσει το υποστατό τους·

–        το ως άνω κράτος μέλος δεν πρέπει να προβεί στη συγκεκριμένη μεταφορά εφόσον συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι που να πείθουν ότι υφίσταται πραγματικός κίνδυνος τέτοιας μεταχειρίσεως σε περίπτωση μεταφοράς·

–        το εν λόγω κράτος μέλος δύναται, πάντως, να ζητήσει από το υπεύθυνο κράτος μέλος την παροχή επιμέρους εγγυήσεων και, εφόσον αυτές παρασχεθούν και εφόσον προκύπτει ότι είναι τόσο αξιόπιστες όσο και επαρκείς για να αποκλεισθεί εντελώς η ύπαρξη πραγματικού κινδύνου απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως, να προβεί στη μεταφορά.

 Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

82      Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν η απάντηση στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα επηρεάζεται από το την περίσταση ότι, εφόσον αυτή θεωρηθεί αποδεδειγμένη, ο αιτών διεθνή προστασία δεν μπορεί, ή δεν μπορεί αποτελεσματικώς, να προσφύγει στις αρχές και να ασκήσει ένδικα βοηθήματα στο υπεύθυνο κράτος μέλος.

83      Υπενθυμίζεται ότι η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, με την οποία το Δικαστήριο παρέχει στα εθνικά δικαστήρια τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που τους είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν. Στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής, το εθνικό δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς, δεδομένου ότι είναι το μόνο που έχει άμεση γνώση του ιστορικού της και φέρει την ευθύνη για τη δικαστική απόφαση η οποία πρόκειται να εκδοθεί, είναι και αποκλειστικώς αρμόδιο να εκτιμήσει τόσο το αν η προδικαστική απόφαση είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το αν τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβάλλει στο Δικαστήριο είναι λυσιτελή. Κατά συνέπεια, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο οφείλει, κατ’ αρχήν, να αποφανθεί [απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2023, mBank (Δήλωση του καταναλωτή), C‑140/22, EU:C:2023:965, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

84      Πάντως, το Δικαστήριο δεν μπορεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη από εθνικό δικαστήριο ερμηνεία κανόνα του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί το εθνικό δικαστήριο, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα (πρβλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2022, Cilevičs κ.λπ., C‑391/20, EU:C:2022:638, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

85      Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, επισημαίνεται η σημασία της εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου παραθέσεως των συγκεκριμένων λόγων που το ώθησαν να διερωτηθεί ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και να κρίνει αναγκαία την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο (απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2005, ABNA κ.λπ., C‑453/03, C‑11/04, C‑12/04 και C‑194/04, EU:C:2005:741, σκέψη 46, και διάταξη της 15ης Απριλίου 2011, Debiasi, C‑613/10, EU:C:2011:266, σκέψη 22).

86      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι το αιτούν δικαστήριο δεν εκθέτει με τον απαιτούμενο βαθμό σαφήνειας και ακρίβειας τις δυσχέρειες τις οποίες ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο προσφεύγων της κύριας δίκης σε περίπτωση μεταφοράς στο υπεύθυνο κράτος μέλος.

87      Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο δεν εκθέτει σαφώς ούτε τους λόγους για τους οποίους συνδέει τις δυσχέρειες ασκήσεως αποτελεσματικής προσφυγής στο εν λόγω κράτος μέλος, κατόπιν της μεταφοράς του αιτούντος, με το απαιτούμενο επίπεδο αποδείξεως στο πλαίσιο της διαδικασίας προσδιορισμού του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεώς του όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά που προβάλλει ο αιτών προς στήριξη του ισχυρισμού του ότι θα διατρέξει κίνδυνο μεταχειρίσεως αντίθετης προς το άρθρο 4 του Χάρτη σε περίπτωση μεταφοράς στο εν λόγω κράτος μέλος λόγω συστημικών ή γενικευμένων ελλείψεων στη διαδικασία ασύλου ή στις συνθήκες υποδοχής.

88      Ως εκ τούτου, το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

89      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα,

έχει την έννοια ότι:

το γεγονός ότι το κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας την οποία υπέβαλε υπήκοος τρίτης χώρας έχει προβεί, εις βάρος υπηκόων τρίτων χωρών που επιδιώκουν να υποβάλουν τέτοια αίτηση στα σύνορά του, σε συνοπτικές επαναπροωθήσεις και έχει λάβει μέτρα κρατήσεώς τους στους συνοριακούς σταθμούς του δεν εμποδίζει αφ’ εαυτού τη μεταφορά του συγκεκριμένου υπηκόου στο εν λόγω κράτος μέλος. Πάντως, η μεταφορά του υπηκόου αυτού στο εν λόγω κράτος μέλος αποκλείεται εάν υφίστανται σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι που να πείθουν ότι, κατά τη μεταφορά ή κατόπιν αυτής, θα διέτρεχε πραγματικό κίνδυνο να υποστεί τέτοιες πρακτικές και ότι αυτές, αναλόγως των περιστάσεων των οποίων η εκτίμηση απόκειται στις αρμόδιες αρχές και στο δικαστήριο που θα επιληφθεί ενδεχομένως προσφυγής κατά της αποφάσεως περί μεταφοράς, δύνανται να τον περιαγάγουν σε κατάσταση έσχατης υλικής στερήσεως τέτοιας σοβαρότητας ώστε να μπορεί να εξομοιωθεί με απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, απαγορευόμενη από το άρθρο 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2)      Ο κανονισμός 604/2013, ερμηνευόμενος υπό το πρίσμα του άρθρου 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων,

έχει την έννοια ότι:

–        το κράτος μέλος που ζήτησε την εκ νέου ανάληψη αιτούντος διεθνή προστασία από το υπεύθυνο κράτος μέλος και επιθυμεί τη μεταφορά του αιτούντος στο δεύτερο αυτό κράτος μέλος οφείλει, πριν προβεί στη συγκεκριμένη μεταφορά, να λάβει υπόψη όλες τις πληροφορίες που του παρέχει ο εν λόγω αιτών, ιδίως όσον αφορά την ενδεχόμενη ύπαρξη πραγματικού κινδύνου να υποστεί, κατά τη μεταφορά ή κατόπιν αυτής, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη·

–        το κράτος μέλος που επιθυμεί να προβεί στη μεταφορά οφείλει να συνεργασθεί για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών και/ή να διακριβώσει το υποστατό τους·

–        το ως άνω κράτος μέλος δεν πρέπει να προβεί στη συγκεκριμένη μεταφορά εφόσον συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι που να πείθουν ότι υφίσταται πραγματικός κίνδυνος τέτοιας μεταχειρίσεως σε περίπτωση μεταφοράς·

–        το εν λόγω κράτος μέλος δύναται, πάντως, να ζητήσει από το υπεύθυνο κράτος μέλος την παροχή επιμέρους εγγυήσεων και, εφόσον αυτές παρασχεθούν και εφόσον προκύπτει ότι είναι τόσο αξιόπιστες όσο και επαρκείς για να αποκλεισθεί εντελώς η ύπαρξη πραγματικού κινδύνου απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως, να προβεί στη μεταφορά.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.