Language of document : ECLI:EU:C:2009:457

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 16ης Ιουλίου 2009 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους – Εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων στο περιβάλλον – Οδηγία 85/337/ΕΟΚ – Πρόσβαση στη δικαιοσύνη – Οδηγία 2003/35/ΕΚ»

Στην υπόθεση C‑427/07,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, η οποία ασκήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2007,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την D. Recchia και τους P. Oliver και J.-B. Laignelot, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενης από τον D. O’Hagan, επικουρούμενο από τους M. Collins, SC, και D. McGrath, BL, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, J.‑C. Bonichot, K. Schiemann, J. Makarczyk (εισηγητή) και C. Toader, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: K. Sztranc-Sławiczek, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Νοεμβρίου 2008,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 15ης Ιανουαρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ιρλανδία,

–        παραλείποντας να θεσπίσει, σύμφωνα με τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 4, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ L 175, σ. 40), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997 (ΕΕ L 73, σ. 5, στο εξής: οδηγία 85/337 όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11), όλες τις αναγκαίες διατάξεις ώστε, πριν χορηγηθεί η άδεια, τα έργα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον τα οποία εμπίπτουν στην κατηγορία των έργων οδοποιίας που καλύπτεται από το παράρτημα II, σημείο 10, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 85/337, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11, να υποβάλλονται, σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 10 της οδηγίας αυτής, σε διαδικασία λήψεως αδείας και σε εκτίμηση των επιπτώσεών τους, και

–        παραλείποντας να θεσπίσει όλες τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη συμμόρφωσή της προς τα άρθρα 3, σημεία 1 και 3 έως 7, και 4, σημεία 1 έως 6, της οδηγίας 2003/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, σχετικά με τη συμμετοχή του κοινού στην κατάρτιση ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων που αφορούν το περιβάλλον και με την τροποποίηση όσον αφορά τη συμμετοχή του κοινού και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, των οδηγιών 85/337/ΕΟΚ και 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 156, σ. 17), ή, εν πάση περιπτώσει, μη γνωστοποιώντας τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή,

παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει, αντιστοίχως, από την οδηγία 85/337, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11, και από το άρθρο 6 της οδηγίας 2003/35.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική νομοθεσία

 Η οδηγία 2003/35

2        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2003/35 ορίζει τα εξής:

«Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι να συμβάλει στην εφαρμογή των υποχρεώσεων που προκύπτουν από τη σύμβαση του Aarhus [για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα], ιδίως με:

α)      την πρόβλεψη περί συμμετοχής του κοινού στην κατάρτιση ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων που αφορούν το περιβάλλον·

β)      την ενίσχυση της συμμετοχής του κοινού και την πρόβλεψη διατάξεων σχετικά με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη στα πλαίσια των οδηγιών 85/337 […] και 96/61/EK του Συμβουλίου.»

3        Το άρθρο 6 της οδηγίας 2003/35 έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 25 Ιουνίου 2005. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αυτής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.»

 Η οδηγία 85/337

4        Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 85/337, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3, σημείο 1, της οδηγίας 2003/35, πρέπει να νοείται ως:

«[…]

κοινό:

ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα καθώς και, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή πρακτική, οι ενώσεις, οι οργανώσεις και οι ομάδες αυτών·

ενδιαφερόμενο κοινό:

το κοινό το οποίο θίγεται ή ενδέχεται να θιγεί ή του οποίου διακυβεύονται συμφέροντα από τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων σχετικά με το περιβάλλον που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2· για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις που προάγουν την προστασία του περιβάλλοντος και ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις οι οποίες καθορίζονται από την οικεία εθνική νομοθεσία, θεωρούνται ότι έχουν συμφέροντα.»

5        Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 85/337, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3, σημείο 3, της οδηγίας 2003/35, έχει ως εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε πριν χορηγηθεί η άδεια, τα έργα τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον λόγω, μεταξύ άλλων, της φύσεως, του μεγέθους ή της θέσεώς τους, να χρειάζονται άδεια και εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Αυτά τα έργα ορίζονται στο άρθρο 4.

[…]

3.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, τα κράτη μέλη μπορούν σε εξαιρετικές περιπτώσεις να εξαιρούν, εν όλω ή εν μέρει, ένα ειδικό έργο από την παρούσα οδηγία.

Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη:

α)      εξετάζουν αν ενδείκνυται άλλη μορφή εκτίμησης·

β)      θέτουν στη διάθεση του ενδιαφερομένου κοινού τις πληροφορίες που έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο άλλων μορφών εκτίμησης που αναφέρονται στο στοιχείο α΄, τις πληροφορίες σχετικά με την απόφαση εξαίρεσης και τους λόγους για τη χορήγησή της·

[…]».

6        Το άρθρο 4 της οδηγίας 85/337 όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11 ορίζει τα εξής:

«1.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 2, παράγραφος 3, τα έργα που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι υποβάλλονται σε εκτίμηση σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 10.

2.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 2, παράγραφος 3, για τα έργα που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ, τα κράτη μέλη αποφασίζουν βάσει:

α)      κατά περίπτωση εξέτασης,

ή

β)      κατωτάτων ορίων ή κριτηρίων που καθορίζει το κράτος μέλος,

κατά πόσο το έργο θα υποβληθεί σε εκτίμηση σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 10.

Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόσουν και τις δύο διαδικασίες που αναφέρονται στα στοιχεία α΄ και β΄.

3.      Όταν γίνεται κατά περίπτωση εξέταση ή όταν έχουν τεθεί κατώτατα όρια ή κριτήρια για τους σκοπούς της παραγράφου 2, λαμβάνονται υπόψη τα κριτήρια επιλογής που ορίζονται στο παράρτημα ΙΙΙ.

4.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αποφάσεις που λαμβάνει η αρμόδια αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 2 δημοσιεύονται.»

7        Το άρθρο 5 της οδηγίας 85/337 όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11 προβλέπει τα εξής:

«1.      Στην περίπτωση των έργων που, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, πρέπει να υποβάλλονται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 10, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε ο κύριος του έργου να παρέχει, υπό την κατάλληλη μορφή, τις πληροφορίες που καθορίζονται στο παράρτημα IV στο μέτρο που:

α)      τα κράτη μέλη κρίνουν ότι οι πληροφορίες αυτές ενδιαφέρουν ένα δεδομένο στάδιο της διαδικασίας χορήγησης αδείας και τα ειδικά χαρακτηριστικά ενός έργου ή τύπου έργου και των στοιχείων περιβάλλοντος που ενδέχεται να θιγούν·

β)      τα κράτη μέλη κρίνουν ότι δικαιούνται να απαιτήσουν από τον κύριο του έργου να συλλέξει τα στοιχεία, λαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, υπόψη τις υπάρχουσες γνώσεις και μεθόδους εκτίμησης.

[…]

3.      Οι πληροφορίες [τις] οποίες παρέχει ο κύριος του έργου σύμφωνα με την παράγραφο 1 περιλαμβάνουν τουλάχιστον:

–        τη θέση, το σχεδιασμό και το μέγεθος του έργου,

–        περιγραφή των μέτρων που προβλέπονται προκειμένου να αποφευχθούν, να μειωθούν και, ει δυνατόν, να επανορθωθούν σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις,

–        τα απαραίτητα στοιχεία για την εξακρίβωση και την εκτίμηση των κυριοτέρων περιβαλλοντικών επιπτώσεων του έργου,

–        σύνοψη των κύριων εναλλακτικών λύσεων που μελετά ο κύριος του έργου και υπόδειξη των κύριων λόγων της επιλογής του, λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων στο περιβάλλον,

–        μη τεχνική περίληψη των πληροφοριών που αναφέρονται στις προηγούμενες περιπτώσεις.

[…]»

8        Το άρθρο 6, παράγραφοι 2 έως 6, της οδηγίας 85/337, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3, σημείο 4, της οδηγίας 2003/35, έχει ως εξής:

«2.      Το κοινό ενημερώνεται έγκαιρα, με ανακοινώσεις ή άλλα πρόσφορα μέσα, όπως τα ηλεκτρονικά μέσα όπου αυτά είναι διαθέσιμα, για τα ακόλουθα ζητήματα σε αρχικό στάδιο των διαδικασιών λήψης αποφάσεων σχετικά με το περιβάλλον που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, και, το αργότερο, μόλις καταστεί ευλόγως δυνατή η παροχή πληροφοριών:

α)      την αίτηση για συναίνεση ανάπτυξης·

β)      το γεγονός ότι το σχέδιο υπόκειται σε διαδικασία εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και, ανάλογα με την περίπτωση, το γεγονός ότι έχει εφαρμογή το άρθρο 7·

γ)      λεπτομέρειες σχετικά με τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για τη λήψη της απόφασης, τις αρχές από τις οποίες μπορούν να παρασχεθούν σχετικές πληροφορίες, και τις αρχές προς τις οποίες μπορούν να υποβληθούν παρατηρήσεις ή ερωτήματα καθώς και λεπτομέρειες του χρονοδιαγράμματος για τη διαβίβαση των παρατηρήσεων ή των ερωτημάτων·

δ)      τη φύση των πιθανών αποφάσεων ή, στην περίπτωση που υφίσταται, το σχέδιο απόφασης·

ε)      ένδειξη του κατά πόσον είναι διαθέσιμες οι πληροφορίες που συλλέγονται σύμφωνα με το άρθρο 5·

στ)      ένδειξη του χρονοδιαγράμματος και του τόπου παροχής των σχετικών πληροφοριών και των μέσων με τα οποία καθίστανται διαθέσιμες·

ζ)      λεπτομέρειες όσον αφορά τις ρυθμίσεις περί της συμμετοχής του κοινού κατά την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου.

3.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σε εύλογο χρονικό διάστημα, τίθενται στη διάθεση του ενδιαφερόμενου κοινού τα εξής:

α)      κάθε πληροφορία που συλλέγεται σύμφωνα με το άρθρο 5·

β)      σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, οι κύριες εκθέσεις και συμβουλές που παρέχονται στην αρμόδια αρχή ή αρχές κατά το χρόνο που το ενδιαφερόμενο κοινό ενημερώνεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου·

γ)      σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2003/4/ΕΚ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες […], πληροφορίες, πλην εκείνων οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, [οι οποίες] έχουν σχέση με την απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 8 και οι οποίες καθίστανται διαθέσιμες μόνο αφού έχει ενημερωθεί το ενδιαφερόμενο κοινό σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

4.      Στο ενδιαφερόμενο κοινό παρέχονται έγκαιρα και πραγματικά δυνατότητες να συμμετάσχει στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων σχετικά με το περιβάλλον που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2 και, για το σκοπό αυτό, έχει το δικαίωμα να διατυπώνει παρατηρήσεις και γνώμες, όταν όλες οι επιλογές είναι ακόμη δυνατές, στην αρμόδια αρχή ή αρχές πριν από τη λήψη της απόφασης για τη συναίνεση ανάπτυξης.

5.      Οι αναλυτικές ρυθμίσεις για να ενημερώνεται το κοινό, παραδείγματος χάριν, με τοιχοκόλληση σε ορισμένη ακτίνα ή δημοσίευση στις τοπικές εφημερίδες και για τη διαβούλευση με το ενδιαφερόμενο κοινό, παραδείγματος χάριν, με την υποβολή γραπτών προτάσεων ή τη διενέργεια δημοσκοπήσεων, καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

6.      Για καθένα από τα διαφορετικά στάδια, προβλέπονται εύλογα χρονικά πλαίσια, τα οποία παρέχουν επαρκή χρονικά διαστήματα για την ενημέρωση του κοινού καθώς και για την προετοιμασία και την αποτελεσματική συμμετοχή του ενδιαφερομένου κοινού στη λήψη αποφάσεων για το περιβάλλον, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.»

9        Το άρθρο 7 της οδηγίας 85/337, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3, σημείο 5, της οδηγίας 2003/35, προβλέπει τα εξής:

«1.      Όταν ένα κράτος μέλος γνωρίζει ότι ένα έργο ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον άλλου κράτους μέλους ή όταν το ζητήσει ένα κράτος μέλος που ενδέχεται να θιγεί σοβαρά, το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου πρόκειται να εκτελεσθεί το σχέδιο διαβιβάζει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, το ταχύτερο δυνατό, και όχι αργότερα από την ημερομηνία ενημέρωσης του εγχωρίου πληθυσμού, μεταξύ άλλων:

α)      την περιγραφή του έργου και κάθε διαθέσιμη πληροφορία σχετικά με τις ενδεχόμενες διασυνοριακές επιπτώσεις·

β)      πληροφορίες σχετικά με τη φύση της απόφασης που ενδέχεται να ληφθεί

και παρέχει στο άλλο κράτος μέλος εύλογη προθεσμία προκειμένου να δηλώσει αν επιθυμεί να συμμετάσχει στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων σχετικά με το περιβάλλον, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, και μπορεί να συμπεριλάβει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

2.      Εάν κράτος μέλος, που λαμβάνει πληροφορίες, βάσει της παραγράφου 1, αναφέρει ότι σκοπεύει να συμμετάσχει στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων σχετικά με το περιβάλλον που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2 το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου πρόκειται να εκτελεσθεί το σχέδιο, αποστέλλει, εφόσον δεν έχει ήδη αποστείλει, στο θιγόμενο κράτος μέλος, τις πληροφορίες την παροχή των οποίων επιβάλλει το άρθρο 6, παράγραφος 2, και οι οποίες καθίστανται διαθέσιμες σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ και β΄.

[…]

5.      Οι αναλυτικές ρυθμίσεις σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου μπορούν να καθορίζονται από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη και πρέπει να είναι τέτοιες ώστε να επιτρέπουν στο ενδιαφερόμενο κοινό στην επικράτεια του θιγόμενου κράτους μέλους να συμμετέχει πραγματικά στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων σχετικά με το περιβάλλον που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2 για το σχέδιο.»

10      Το άρθρο 9 της οδηγίας 85/337, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3, σημείο 6, της οδηγίας 2003/35, ορίζει τα εξής:

«1.      Εφόσον ληφθεί απόφαση για τη χορήγηση ή απόρριψη συναίνεσης, η αρμόδια αρχή ή αρχές ενημερώνουν το κοινό σχετικά, σύμφωνα με τις ενδεδειγμένες διαδικασίες και θέτουν στη διάθεση του κοινού τις ακόλουθες πληροφορίες:

–        το περιεχόμενο της απόφασης και τους όρους που ενδεχομένως την συνοδεύουν,

–        έχοντας εξετάσει τους προβληματισμούς και τις γνώμες που έχει εκφράσει το ενδιαφερόμενο κοινό, τους κύριους λόγους και τις εκτιμήσεις στους οποίους βασίστηκε η απόφαση, συμπεριλαμβανομένης της πληροφόρησης σχετικά με τη διαδικασία συμμετοχής του κοινού,

–        περιγραφή οσάκις απαιτείται των κυρίων προς αποφυγή μέτρων, μείωση και, ει δυνατόν, αντιστάθμιση των κυριότερων δυσμενών συνεπειών.

2.      Η αρμόδια αρχή ή αρχές ενημερώνουν κάθε κράτος μέλος το οποίο έχει συμμετάσχει στις διαβουλεύσεις σύμφωνα με το άρθρο 7, διαβιβάζοντας σε αυτό τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Τα κράτη μέλη που έχουν συμμετάσχει στις διαβουλεύσεις εξασφαλίζουν ότι οι εν λόγω πληροφορίες τίθενται με τον κατάλληλο τρόπο στη διάθεση του ενδιαφερόμενου κοινού στην επικράτειά τους.»

11      Το άρθρο 10α της οδηγίας 85/337, που προστέθηκε με το άρθρο 3, σημείο 7, της οδηγίας 2003/35, έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σύμφωνα με το εθνικό νομικό τους σύστημα, κάθε μέλος του ενδιαφερόμενου κοινού:

α)      που έχει επαρκές συμφέρον, ή εναλλακτικά·

β)      που υποστηρίζει ότι επέρχεται προσβολή δικαιώματος, εάν αυτό απαιτείται ως προϋπόθεση από το δικονομικό διοικητικό δίκαιο ενός κράτους μέλους,

έχει πρόσβαση σε μια διαδικασία εξέτασης ενώπιον δικαστηρίου ή άλλου ανεξάρτητου και αμερόληπτου οργάνου συσταθέντος νομοθετικώς, προκειμένου να αμφισβητήσει την ουσιαστική ή τη διαδικαστική νομιμότητα αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων που εμπίπτουν στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας περί συμμετοχής του κοινού.

Τα κράτη μέλη καθορίζουν σε ποια φάση είναι δυνατόν να προσβάλλονται αποφάσεις, πράξεις ή παραλείψεις.

Τα κράτη μέλη καθορίζουν τι αποτελεί επαρκές συμφέρον και τι προσβολή δικαιώματος, με σταθερό στόχο να παρέχεται στο ενδιαφερόμενο κοινό ευρεία πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Προς τούτο, το συμφέρον κάθε μη κυβερνητικής οργάνωσης που πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 1, παράγραφος 2, θεωρείται επαρκές για τους σκοπούς του στοιχείου α΄ του παρόντος άρθρου. Οι οργανώσεις αυτές θεωρείται επίσης ότι έχουν δικαιώματα που μπορούν να προσβληθούν, για τους σκοπούς του στοιχείου β΄ του παρόντος άρθρου.

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν αποκλείουν τη δυνατότητα μιας προκαταρκτικής διαδικασίας αναθεώρησης ενώπιον διοικητικής αρχής και δεν θίγουν την απαίτηση να εξαντλούνται οι διοικητικές διαδικασίες αναθεώρησης πριν από την προσφυγή σε δικαστικές διαδικασίες αναθεώρησης, όπου υφίσταται τέτοιου είδους απαίτηση κατά την εθνική νομοθεσία.

Οι σχετικές διαδικασίες πρέπει να είναι ορθές, δίκαιες, εμπρόθεσμες και να μην έχουν απαγορευτικό κόστος.

Για τη μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας των διατάξεων του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να τίθενται στη διάθεση του κοινού οι πρακτικές πληροφορίες σχετικά με την πρόσβαση στις διοικητικές και δικαστικές διαδικασίες αναθεώρησης.»

12      Το παράρτημα II της οδηγίας 85/337 όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11 απαριθμεί τα έργα τα οποία αφορά το άρθρο 4, παράγραφος 2, της ως άνω οδηγίας όπως έχει τροποποιηθεί. Στο σημείο 10, στοιχείο ε΄, του παραρτήματος αυτού περιλαμβάνονται, υπό τον τίτλο «Έργα υποδομής», η κατασκευή οδών, λιμένων και λιμενικών εγκαταστάσεων, καθώς και αλιευτικών λιμένων (εφόσον δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι).

 Η οδηγία 96/61/ΕΚ

13      Σύμφωνα με το άρθρο 2, σημεία 13 και 14, της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1996, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (ΕΕ L 257, σ. 26), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4, σημείο 1, της οδηγίας 2003/35, πρέπει να νοούνται ως:

«13)      “κοινό”: ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα καθώς και, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή πρακτική, οι ενώσεις, οι οργανώσεις και οι ομάδες αυτών·

14)      “ενδιαφερόμενο κοινό”: το κοινό το οποίο θίγεται ή ενδέχεται να θιγεί ή του οποίου διακυβεύονται συμφέροντα από τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων σχετικά με την έκδοση ή αναπροσαρμογή μιας άδειας ή των όρων της· για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις που προάγουν την προστασία του περιβάλλοντος και ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις οι οποίες καθορίζονται από την οικεία εθνική νομοθεσία, θεωρούνται ότι έχουν συμφέροντα.»

14      Το άρθρο 15, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας 96/61, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4, σημείο 3, της οδηγίας 2003/35, έχει ως εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι παρέχεται έγκαιρα και πραγματικά στο ενδιαφερόμενο κοινό η δυνατότητα συμμετοχής στη διαδικασία:

–        έκδοσης άδειας για νέες εγκαταστάσεις,

–        έκδοσης άδειας για οιαδήποτε ουσιαστική μεταβολή στη λειτουργία εγκατάστασης,

–        αναπροσαρμογής των όρων άδειας ή λειτουργίας εγκατάστασης σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση.

Η διαδικασία που καθορίζεται στο παράρτημα V εφαρμόζεται για τους σκοπούς της εν λόγω συμμετοχής του κοινού.

[…]

5.      Όταν ληφθεί μια απόφαση, η αρμόδια αρχή ενημερώνει το κοινό σύμφωνα με τις κατάλληλες διαδικασίες και θέτει στη διάθεσή του τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)      το περιεχόμενο της απόφασης, συμπεριλαμβανομένου αντιγράφου της άδειας και όλων των όρων και κάθε μετέπειτα αναπροσαρμογής της και

β)      έχοντας εξετάσει τους προβληματισμούς και τις γνώμες που έχει εκφράσει το ενδιαφερόμενο κοινό, τους λόγους και τις εκτιμήσεις στους οποίους βασίστηκε η απόφασή τους, συμπεριλαμβανομένης της πληροφόρησης σχετικά με τη διαδικασία συμμετοχής του κοινού.»

15      Το άρθρο 15α της οδηγίας 96/61, που προστέθηκε με το άρθρο 4, σημείο 4, της οδηγίας 2003/35, προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σύμφωνα με το εθνικό νομικό τους σύστημα, κάθε μέλος του ενδιαφερόμενου κοινού:

α)      που έχει επαρκές συμφέρον ή εναλλακτικά·

β)      που υποστηρίζει ότι επέρχεται προσβολή δικαιώματος, εάν αυτό απαιτείται ως προϋπόθεση από το δικονομικό διοικητικό δίκαιο ενός κράτους μέλους,

έχει πρόσβαση σε μια διαδικασία εξέτασης ενώπιον δικαστηρίου ή άλλου ανεξάρτητου και αμερόληπτου οργάνου, συσταθέντος νομοθετικώς, προκειμένου να αμφισβητήσει την ουσιαστική ή τη διαδικαστική νομιμότητα αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων που εμπίπτουν στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας περί συμμετοχής του κοινού.

Τα κράτη μέλη καθορίζουν σε ποία φάση είναι δυνατόν να προσβάλλονται αποφάσεις, πράξεις ή παραλείψεις.

Τα κράτη μέλη καθορίζουν τι αποτελεί επαρκές συμφέρον και τι προσβολή δικαιώματος, με σταθερό στόχο να παρέχεται στο ενδιαφερόμενο κοινό ευρεία πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Προς τούτο, το συμφέρον κάθε μη κυβερνητικής οργάνωσης που πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 2, παράγραφος 14, θεωρείται επαρκές για τους σκοπούς του στοιχείου α΄ του παρόντος άρθρου. Οι οργανώσεις αυτές θεωρείται επίσης ότι έχουν δικαιώματα που μπορούν να προσβληθούν, για τους σκοπούς του στοιχείου β΄ του παρόντος άρθρου.

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν αποκλείουν τη δυνατότητα μιας προκαταρκτικής διαδικασίας αναθεώρησης ενώπιον διοικητικής αρχής και δεν θίγουν την απαίτηση να εξαντλούνται οι διοικητικές διαδικασίες αναθεώρησης πριν από την προσφυγή σε δικαστικές διαδικασίες αναθεώρησης, εάν υφίσταται τέτοιου είδους απαίτηση κατά την εθνική νομοθεσία.

Οι σχετικές διαδικασίες πρέπει να είναι ορθές, δίκαιες, εμπρόθεσμες και να μην έχουν απαγορευτικό κόστος.

Για τη μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας των διατάξεων του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να τίθενται στη διάθεση του κοινού οι πρακτικές πληροφορίες σχετικά με την πρόσβαση στις διοικητικές και δικαστικές διαδικασίες αναθεώρησης.»

 Η εθνική νομοθεσία

16      Σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 176 του νόμου περί χωροταξίας και αναπτύξεως του 2000 (Public Act n° 30/2000, Planning and Development Act, 2000), όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο περί χωροταξίας και αναπτύξεως (στρατηγικές υποδομές) του 2006 [Public Act n° 27/2006, Planning and Development (Strategic Infrastructure) Act, 2006, Order 2006, S. I. αριθ. 525/2006] (στο εξής: PDA), και του παραρτήματος 5 της κανονιστικής αποφάσεως περί χωροταξίας και αναπτύξεως του 2001 (Planning and Development Regulations 2001, S. I. αριθ. 600/2001), σε περίπτωση υπέρβασης ορισμένων κατωτάτων ορίων, η αναφορά για τον αντίκτυπο στο περιβάλλον και η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων είναι υποχρεωτικές για ορισμένα σχέδια, στα οποία όμως δεν περιλαμβάνεται η ειδική κατηγορία των σχεδίων ιδιωτικών οδών.

17      Η διαδικασία της judicial review ρυθμίζεται από την Order 84 του κανονισμού των ανωτέρων δικαστηρίων (Rules of the Superior Courts) τα οποία έχουν τη δικαιοδοσία να ελέγχουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τις αποφάσεις των κατωτέρων δικαστηρίων και των διοικητικών φορέων.

18      Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής μπορούν να προβληθούν λόγοι τόσο δημοσίου όσο και ιδιωτικού δικαίου· οι παραδοσιακοί λόγοι δημοσίου δικαίου είναι σχετικοί με τον έλεγχο για υπέρβαση εξουσίας και τον έλεγχο της ασκήσεως από τα εν λόγω κατώτερα δικαστήρια και τους εν λόγω φορείς της αρμοδιότητάς τους.

19      Η ένδικη αυτή διαδικασία περιλαμβάνει δύο στάδια. Πρέπει να υποβληθεί ενώπιον του δικαστηρίου αίτηση για τη χορήγηση αδείας ασκήσεως της προσφυγής αυτής, συνοδευόμενη από την έκθεση των λόγων, με την οποία προσδιορίζεται η ζητούμενη επανόρθωση, και από δήλωση όπου εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων θεμελιώνεται η εν λόγω αίτηση. Εφόσον χορηγηθεί η άδεια, ο αιτών δύναται να κινήσει την εν λόγω διαδικασία.

20      Ως προς τις αιτήσεις judicial review που βάλλουν κατά των αποφάσεων των αρμοδίων για θέματα πολεοδομίας αρχών εφαρμόζεται ειδική νομική διαδικασία, η οποία διέπεται από τα άρθρα 50 και 50A του PDA.

21      Το άρθρο 50A, παράγραφος 3, του PDA έχει ως εξής:

«Το δικαστήριο δεν χορηγεί την κατά το άρθρο 50 άδεια αν δεν έχει πειστεί ότι

(a)      υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να θεωρηθεί ότι η εν λόγω απόφαση ή πράξη είναι άκυρη ή πρέπει να ακυρωθεί, και

(b)      ότι

(i)      ο αιτών έχει ουσιώδες συμφέρον όσον αφορά το ζήτημα που αποτελεί το αντικείμενο της αιτήσεως ή

(ii)      όταν η εν λόγω απόφαση ή πράξη αφορά σχέδιο το οποίο αναγνωρίζεται από το νυν ισχύον άρθρο 176 ή από διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου αυτού ως σχέδιο το οποίο ενδέχεται να έχει σημαντικές συνέπειες για το περιβάλλον, ο αιτών

(I)      είναι φορέας ή οργανισμός (αλλά όχι κρατική ή δημόσια αρχή ή κυβερνητικός οργανισμός ή υπηρεσία) του οποίου οι στόχοι ή οι σκοποί άπτονται της προαγωγής της προστασίας του περιβάλλοντος,

(II)      έχει επιδιώξει τους στόχους ή τους σκοπούς αυτούς κατά τη διάρκεια της δωδεκάμηνης περιόδου που προηγήθηκε της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως και

(III) πληροί τις (πιθανές) προϋποθέσεις τις οποίες θα έπρεπε να πληροί, δυνάμει του άρθρου 37, παράγραφος 4, στοιχείο d, σημείο (iii), ένας φορέας ή ένας οργανισμός σε περίπτωση προσφυγής βάσει του άρθρου 37, παράγραφος 4, στοιχείο c, (και προς τούτο, οποιαδήποτε προϋπόθεση επιβάλλεται από το άρθρο 37, παράγραφος 4, στοιχείο e, σημείο iv, θα ισχύει ως εάν ή αναφορά που πραγματοποιεί στον τομέα στον οποίον εμπίπτει η απόφαση κατά της οποίας βάλλει η προσφυγή ήταν αναφορά στον τομέα στον οποίον εμπίπτει η απόφαση ή η πράξη που αποτελεί το αντικείμενο της κατά το άρθρο 50 αιτήσεως χορηγήσεως αδείας).»

22      Το άρθρο 50A, παράγραφος 4, του PDA διευκρινίζει ότι το απαιτούμενο ουσιώδες συμφέρον δεν περιορίζεται σε κτηματικά ή οικονομικά συμφέροντα.

23      Το άρθρο 50A, παράγραφοι 10 και 11, στοιχείο b, του PDA υποχρεώνει τα δικαστήρια σε ταχεία διεκπεραίωση της ενώπιόν τους διαδικασίας, στο μέτρο που αυτό συμβιβάζεται με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Το άρθρο 50A, παράγραφος 12, του PDA επιτρέπει τη θέσπιση πρόσθετων κανόνων για την επιτάχυνση της διαδικασίας.

 Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

24      Η Επιτροπή συνένωσε με την υπό κρίση προσφυγή τις αιτιάσεις δύο διαδικασιών.

25      Πρώτον, το 2001 υποβλήθηκε στην Επιτροπή καταγγελία κατά της Ιρλανδίας, η οποία αφορούσε βλάβη την οποία προκαλούσε ιδιωτικό έργο οδοποιίας σε παράκτια περιοχή κείμενη στο Commogue Marsh, Kinsale, στην κομητεία Cork. Στις 18 Οκτωβρίου 2002, η Επιτροπή απέστειλε στην Ιρλανδία έγγραφο οχλήσεως με το οποίο ανέφερε ότι δεν φαινόταν να έχει χορηγηθεί άδεια για το επίμαχο σχέδιο και ότι δεν είχε γίνει προηγουμένως εκτίμηση των επιπτώσεών του στο περιβάλλον παρά την ευαισθησία του τόπου, κατά παράβαση των επιταγών της οδηγίας 85/337 όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11.

26      Το κράτος μέλος αυτό απάντησε στο εν λόγω έγγραφο οχλήσεως στις 5 Μαρτίου 2003, αναφέροντας ότι το επίμαχο σχέδιο αποτελούσε μέρος ενός σχεδίου οικιστικής ανάπτυξης για το οποίο είχε χορηγηθεί άδεια.

27      Η Επιτροπή έκρινε την απάντηση αυτή μη ικανοποιητική και στις 11 Ιουλίου 2003 εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη, με την οποία κάλεσε την Ιρλανδία να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί προς την οδηγία 85/337, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11, εντός προθεσμίας δύο μηνών από της κοινοποιήσεως της εν λόγω αιτιολογημένης γνώμης.

28      Με έγγραφο της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, η Ιρλανδία ζήτησε παράταση της δίμηνης προθεσμίας για να απαντήσει στην αιτιολογημένη γνώμη, πράγμα που έπραξε με έγγραφο της 10ης Νοεμβρίου 2003.

29      Δεύτερον, η Επιτροπή απηύθυνε στην Ιρλανδία, στις 28 Ιουλίου 2005, έγγραφο οχλήσεως σχετικά με τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη της οδηγίας 2003/35, καλώντας το κράτος μέλος αυτό να υποβάλει τις παρατηρήσεις του εντός προθεσμίας δύο μηνών από της παραλαβής του εγγράφου οχλήσεως.

30      Η Ιρλανδία απάντησε με έγγραφο της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, με το οποίο δεχόταν ότι είχε μεταφέρει εν μέρει μόνον την οδηγία 2003/35 στην εσωτερική έννομη τάξη.

31      Η Επιτροπή εξέδωσε στις 19 Δεκεμβρίου 2005 αιτιολογημένη γνώμη με την οποία κάλεσε την Ιρλανδία να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί προς την εν λόγω οδηγία εντός προθεσμίας δύο μηνών από της παραλαβής της εν λόγω αιτιολογημένης γνώμης.

32      Η Ιρλανδία διευκρίνισε, με έγγραφο της 14ης Φεβρουαρίου 2006, ότι τελούσαν υπό επεξεργασία μέτρα μεταφοράς της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη.

33      Στις 18 Οκτωβρίου 2006, η Επιτροπή εξέδωσε συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη, ζητώντας από την Ιρλανδία να θεσπίσει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να ανταποκριθεί στην εν λόγω αιτιολογημένη γνώμη εντός δύο μηνών από της παραλαβής της. Το κράτος μέλος αυτό απάντησε στις 27 Φεβρουαρίου 2007, μετά τη λήξη της προθεσμίας που είχε τάξει η Επιτροπή.

34      Η Επιτροπή έκρινε μη ικανοποιητικές τις απαντήσεις της Ιρλανδίας στο πλαίσιο των δύο προ της ασκήσεως προσφυγής διαδικασιών και άσκησε, δυνάμει του άρθρου 226, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, την υπό κρίση προσφυγή.

 Επί της προσφυγής

35      Η προσφυγή της Επιτροπής στηρίζεται σε δύο αιτιάσεις.

 Επί της πρώτης αιτιάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

36      Η Επιτροπή φρονεί ότι η κατασκευή ιδιωτικής οδού συνιστά έργο υποδομής το οποίο εμπίπτει στο παράρτημα II, σημείο 10, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 85/337 όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11 και ότι, συνεπώς, οι ιρλανδικές αρχές υποχρεούνται, σύμφωνα με το άρθρο 2 της ως άνω οδηγίας όπως έχει τροποποιηθεί, να μεριμνούν ώστε, πριν χορηγηθεί η άδεια, τα έργα αυτά να υποβάλλονται σε εκτίμηση των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων εφόσον εκτιμάται ότι ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

37      Επομένως, η ιρλανδική νομοθεσία, περιορίζοντας την απαίτηση για τη διενέργεια εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων στα έργα κατασκευής δημοσίων οδών τα οποία σχεδιάζονται από τις δημόσιες αρχές, αγνοεί τις κοινοτικές επιταγές.

38      Η Ιρλανδία ισχυρίζεται ότι τα σχέδια κατασκευής ιδιωτικών οδών, για τα οποία δεν αμφισβητεί ότι εμπίπτουν στο παράρτημα II, σημείο 10, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 85/337 όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11, αποτελούν σχεδόν πάντοτε αναπόσπαστο τμήμα άλλων σχεδίων για τα οποία απαιτείται εκτίμηση των επιπτώσεών τους στο περιβάλλον, κατ’ εφαρμογήν των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 176 του PDA και του παραρτήματος 5 της κανονιστικής αποφάσεως περί χωροταξίας και αναπτύξεως του 2001, όταν ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

39      Το κράτος μέλος αυτό δέχεται εξάλλου ότι η οδηγία 85/337, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11, δεν διακρίνει μεταξύ των ιδιωτικών και των δημοσίων έργων οδοποιίας και αναφέρει ότι σκοπεύει να τροποποιήσει τη νομοθεσία του προκειμένου να καταστήσει τα έργα οδοποιίας αυτοτελή κατηγορία, για την οποία απαιτείται εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, εφόσον το έργο οδοποιίας ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

40      Τα κράτη μέλη, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 85/337 όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11, αποφασίζουν, για τα έργα που ανήκουν στις κατηγορίες που απαριθμούνται στο παράρτημα II της ως άνω οδηγίας όπως έχει τροποποιηθεί, είτε βάσει κατά περίπτωση εξετάσεως είτε βάσει κατωτάτων ορίων ή κριτηρίων, κατά πόσο για τα εν λόγω έργα θα γίνει εκτίμηση των επιπτώσεών τους στο περιβάλλον σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 10 της εν λόγω οδηγίας. Κατά την ίδια διάταξη, τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να εφαρμόσουν και τις δύο αυτές διαδικασίες.

41      Έστω και αν στα κράτη μέλη παρέχεται έτσι περιθώριο εκτιμήσεως για να προσδιορίσουν ορισμένα είδη σχεδίων που πρέπει να υποβάλλονται σε εκτίμηση ή για να καθορίσουν κριτήρια και/ή κατώτατα όρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, αυτό το περιθώριο εκτιμήσεως περιορίζεται από την υποχρέωση, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/337 όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11, να υποβάλλονται σε μελέτη επιπτώσεων τα σχέδια που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, ιδίως λόγω της φύσεως, του μεγέθους ή της θέσεώς τους (βλ. αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 1996, C‑72/95, Kraaijeveld κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I‑5403, σκέψη 50· της 28ης Φεβρουαρίου 2008, C‑2/07, Abraham κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. I‑1197, σκέψη 37, καθώς και απόφαση της 30ής Απριλίου 2009, C‑75/08, Mellor, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 50).

42      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ένα κράτος μέλος το οποίο καθορίζει τα κριτήρια ή τα κατώτατα όρια σε τέτοιο επίπεδο ώστε, στην πράξη, μια ολόκληρη κατηγορία σχεδίων να εξαιρείται εκ προοιμίου από την υποχρέωση μελέτης των επιπτώσεων υπερβαίνει το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει δυνάμει των άρθρων 2, παράγραφος 1, και 4, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας όπως έχει τροποποιηθεί, εκτός εάν το σύνολο των εξαιρουμένων σχεδίων μπορεί να θεωρηθεί, βάσει συνολικής εκτιμήσεως, ότι δεν δύναται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Kraaijeveld κ.λπ., σκέψη 53, καθώς και απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 1999, C‑435/97, WWF κ.λπ., Συλλογή 1999, σ. I‑5613, σκέψη 38).

43      Ως έργο που εμπίπτει στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 85/337 όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11, η «κατασκευή οδών» μνημονεύεται στο παράρτημα II, σημείο 10, στοιχείο ε΄, της ως άνω οδηγίας όπως έχει τροποποιηθεί.

44      Συναφώς, υποβάλλοντας τα σχέδια κατασκευής ιδιωτικών οδών σε εκτίμηση των επιπτώσεών τους στο περιβάλλον μόνο στην περίπτωση που τα σχέδια αυτά εντάσσονταν στο πλαίσιο άλλων σχεδίων τα οποία ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 85/337 όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11 και υπέκειντο στην υποχρέωση εκτιμήσεως, η ιρλανδική νομοθεσία, όπως ίσχυε κατά την εκπνοή της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, είχε ως αποτέλεσμα να εξαιρείται από την εκτίμηση των επιπτώσεών του στο περιβάλλον κάθε σχέδιο κατασκευής ιδιωτικής οδού το οποίο εκτελούνταν μεμονωμένα, έστω και αν το εν λόγω σχέδιο ενδέχετο να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

45      Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι το κριτήριο του ιδιωτικού ή δημόσιου χαρακτήρα μιας οδού δεν έχει καμία σημασία όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του παραρτήματος II, σημείο 10, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 85/337 όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11.

46      Επομένως, η πρώτη αιτίαση είναι βάσιμη.

 Επί της δευτέρας αιτιάσεως

47      Από το πλέον πρόσφατο δικόγραφο της Επιτροπής προκύπτει ότι, κατ’ αυτήν και λαμβανομένης υπόψη της αποσύρσεως των αιτιάσεων ως προς το άρθρο 4, σημεία 1, 5 και 6, της οδηγίας 2003/35, η πραγματοποιηθείσα από την Ιρλανδία μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη παραμένει ατελής σε ό,τι αφορά τα άρθρα 3, σημεία 1 και 3 έως 7, και 4, σημεία 2 έως 4, της οδηγίας αυτής, γεγονός από το οποίο προκύπτει παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας.

48      Εξάλλου, η Επιτροπή φρονεί ότι, εν πάση περιπτώσει, η Ιρλανδία δεν γνωστοποίησε εντός των ταχθεισών προθεσμιών τις διατάξεις που υποτίθεται ότι θέτουν σε εφαρμογή τα προαναφερθέντα άρθρα, παρά τις επιταγές του εν λόγω άρθρου 6.

49      Η δεύτερη αιτίαση, με τις υποδιαιρέσεις της, όπως προβάλλεται κατ’ ουσίαν από την Επιτροπή, αφορά έτσι αποκλειστικά τη μη μεταφορά ορισμένων διατάξεων της οδηγίας 2003/35, όπως, εξάλλου, επιβεβαίωσε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, χωρίς, συνεπώς, να επικρίνεται η ποιότητα της μεταφοράς και, ως εκ τούτου, να μπορεί η Επιτροπή να αμφισβητήσει λυσιτελώς την ποιότητα αυτή στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως.

50      Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι οι διατάξεις του PDA περί των οποίων γίνεται λόγος στην υπό κρίση προσφυγή είναι οι προκύπτουσες από τις τροποποιήσεις που επέφερε ο τροποποιητικός νόμος του 2006 ο οποίος μνημονεύεται στη σκέψη 16 της παρούσας αποφάσεως, οι δε τροποποιήσεις αυτές, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας με το σημείο 53 των προτάσεών της, τέθηκαν σε ισχύ στις 17 Οκτωβρίου 2006, ήτοι πριν την εκπνοή της προθεσμίας που τάχθηκε με τη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη.

 Επί της επιταγής περί μεταφοράς των διατάξεων του άρθρου 3, σημείο 1, της οδηγίας 2003/35

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

51      Ως προς το άρθρο 3, σημείο 1, της οδηγίας 2003/35, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι ιρλανδικές αρχές πρέπει να θεσπίσουν διατάξεις που να εξασφαλίζουν ότι οι έννοιες των όρων «κοινό» και «ενδιαφερόμενο κοινό» δεν ορίζονται στην ιρλανδική νομοθεσία πιο περιοριστικά απ’ ό,τι στην οδηγία 2003/35. Υπογραμμίζει ότι, ιδίως, δεν κατοχυρώνονται επαρκώς τα δικαιώματα που παρέχονται στις μη κυβερνητικές οργανώσεις, όπως προκύπτει από τη νομολογία, μολονότι η εν λόγω οδηγία απονέμει στις οργανώσεις αυτές ορισμένα δικαιώματα ως ενδιαφερόμενο κοινό.

52      Η Ιρλανδία αντιτείνει ότι, υπό το πρίσμα της γενικής υποχρεώσεως ερμηνείας του εθνικού δικαίου σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, η οποία βαρύνει ιδίως τα δικαστήρια, η θέσπιση νομοθετικών διατάξεων περί ορισμού των εννοιών των όρων «κοινό» και «ενδιαφερόμενο κοινό» δεν είναι απαραίτητη για την πλήρη αποτελεσματικότητα των ορισμών αυτών. Προσθέτει ότι τα προσφάτως παρασχεθέντα δικαιώματα κατοχυρώνονται ήδη για το σύνολο του κοινού και ότι, κατά συνέπεια, δεν είναι απαραίτητος ο ιδιαίτερος ορισμός της έννοιας «ενδιαφερόμενο κοινό».

53      Η Ιρλανδία ισχυρίζεται επίσης ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 50A, παράγραφος 3, στοιχείο b, σημείο ii, του PDA, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις οι οποίες δρουν υπέρ του περιβάλλοντος απαλλάσσονται από την υποχρέωση να αποδείξουν ότι έχουν ουσιώδες έννομο συμφέρον.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

54      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο δεν απαιτεί, κατ’ ανάγκη, τυπική και κατά γράμμα επανάληψη των διατάξεων της οδηγίας σε ρητή και ειδική νομοθετική ή κανονιστική διάταξη, μπορεί δε να αρκεί ένα γενικό νομικό πλαίσιο, εφόσον αυτό εξασφαλίζει αποτελεσματικά την πλήρη εφαρμογή της οδηγίας με επαρκώς σαφή και συγκεκριμένο τρόπο (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑214/98, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 2000, σ. I‑9601, σκέψη 49· της 7ης Δεκεμβρίου 2000, C‑38/99, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2000, σ. I‑10941, σκέψη 53, και της 30ής Νοεμβρίου 2006, C‑32/05, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, Συλλογή 2006, σ. I‑11323, σκέψη 34).

55      Από επίσης πάγια νομολογία προκύπτει ότι οι διατάξεις μιας οδηγίας πρέπει να εφαρμόζονται μέσω κανόνων αναμφισβήτητης δεσμευτικότητας, με την απαιτούμενη εξειδίκευση, ακρίβεια και σαφήνεια, ώστε να πληρούται η απαίτηση της ασφάλειας δικαίου η οποία επιβάλλει, στην περίπτωση κατά την οποία μια οδηγία αποβλέπει στη γένεση δικαιωμάτων για τους ιδιώτες, να μπορούν οι δικαιούχοι να έχουν πλήρη γνώση των δικαιωμάτων τους (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 1997, C‑197/96, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1997, σ. I‑1489, σκέψη 15· της 4ης Δεκεμβρίου 1997, C‑207/96, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1997, σ. I‑6869, σκέψη 26, και προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, σκέψη 34).

56      Ενόψει του σκοπού του άρθρου 3, σημείο 1, της οδηγίας 2003/35, που συνίσταται στο να προσθέσει επιπλέον ορισμούς σε αυτούς του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 85/337, και ιδίως στο να υποδείξει τι πρέπει να νοείται, κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, ως «ενδιαφερόμενο κοινό», ενώ παραλλήλως η οδηγία 2003/35 παρέχει νέα δικαιώματα στο εν λόγω κοινό, δεν μπορεί να συναχθεί από την έλλειψη ρητής επανάληψης των ορισμών αυτών στην ιρλανδική νομοθεσία ότι η Ιρλανδία δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση που υπέχει να μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη τις επίμαχες διατάξεις.

57      Ειδικότερα, το εύρος του νέου ορισμού του «ενδιαφερόμενου κοινού», τον οποίον εισήγαγε κατ’ αυτόν τον τρόπο η οδηγία 2003/35, δεν μπορεί να διερευνηθεί, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας με τα σημεία 36 και 37 των προτάσεών της, παρά μόνον ενόψει του συνόλου των δικαιωμάτων τα οποία η εν λόγω οδηγία παρέχει στο «ενδιαφερόμενο κοινό», δεδομένου ότι πρόκειται για δύο αλληλεξαρτώμενες παραμέτρους.

58      Συναφώς, η Επιτροπή δεν αποδεικνύει κατά πόσον το «ενδιαφερόμενο κοινό», το οποίο νοείται ως το κοινό το οποίο θίγεται ή ενδέχεται να θιγεί ή του οποίου διακυβεύονται συμφέροντα από τις διαδικασίες λήψεως αποφάσεων σχετικά με το περιβάλλον, δεν διαθέτει τα δικαιώματα τα οποία υποτίθεται ότι διαθέτει κατ’ εφαρμογήν των τροποποιήσεων που επέφερε η οδηγία 2003/35.

59      Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι τα επιχειρήματα της Επιτροπής σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτός από τη νομολογία ο ρόλος των μη κυβερνητικών οργανώσεων που δρουν στον τομέα του περιβάλλοντος ως μέρους του «ενδιαφερόμενου κοινού» αφορούν, κυρίως, ενδεχόμενες παραλείψεις κατά την εφαρμογή στην πράξη των δικαιωμάτων τα οποία οι εν λόγω οργανώσεις μπορούν να επικαλεσθούν, ιδίως στον τομέα της judicial review, και δεν εμπίπτουν, συνεπώς, στην αιτίαση που αντλείται από παράλειψη μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη, της οποίας και μόνον έχει επιληφθεί το Δικαστήριο.

60      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η δεύτερη αιτίαση είναι αβάσιμη κατά το μέρος που αφορά την επιταγή περί μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη των διατάξεων του άρθρου 3, σημείο 1, της οδηγίας 2003/35.

 Επί της επιταγής περί μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη των άρθρων 3, σημεία 3 έως 6, και 4, σημεία 2 και 3, της οδηγίας 2003/35

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

61      Κατά την Επιτροπή, τα άρθρα 3, σημεία 3 έως 6, και 4, σημεία 2 και 3, της οδηγίας 2003/35 δεν έχουν μεταφερθεί πλήρως στην εσωτερική έννομη τάξη.

62      Ως προς τις διατάξεις αυτές, η Ιρλανδία ισχυρίζεται ότι υπήρξε μεταφορά όσον αφορά το καθεστώς της πολεοδομικής αδείας, αλλά δέχεται ότι, κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με τη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη, απαιτούνταν ακόμη η μεταφορά των διατάξεων αυτών με τη θέσπιση νομοθετικών μέτρων σχετικών με άλλες διαδικασίες χορηγήσεως αδείας.

63      Ως προς τις διατάξεις του άρθρου 4, σημεία 2 και 3, της εν λόγω οδηγίας, η Ιρλανδία αναγνωρίζει ότι, κατά τη εκπνοή της προθεσμίας που τάχθηκε με τη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη, όφειλε ακόμη να θεσπίσει και να γνωστοποιήσει ορισμένα μέτρα σχετικά με την πλήρη μεταφορά των διατάξεων αυτών.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

64      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα την κατάσταση του κράτους μέλους κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2002, C‑173/01, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 2002, σ. I‑6129, σκέψη 7, και της 10ης Απριλίου 2003, C‑114/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2003, σ. I‑3783, σκέψη 9).

65      Δεν αμφισβητείται ότι, κατά την εκπνοή της προθεσμίας που τάχθηκε με τη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη, η Ιρλανδία δεν είχε θεσπίσει τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που ήταν ικανές να εξασφαλίσουν την πλήρη μεταφορά των άρθρων 3, σημεία 3 έως 6, και 4, σημεία 2 και 3, της οδηγίας 2003/35. Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, οι μεταβολές που επέρχονται στη συνέχεια, μετά την άσκηση προσφυγής λόγω παραβάσεως, δεν λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 6ης Μαρτίου 2003, C‑211/02, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, Συλλογή 2003, σ. I‑2429, σκέψη 6).

66      Επομένως, η δεύτερη αιτίαση είναι βάσιμη κατά το μέρος που αφορά παράλειψη μεταφοράς των άρθρων 3, σημεία 3 έως 6, και 4, σημεία 2 και 3, της οδηγίας 2003/35.

 Επί της επιταγής περί μεταφοράς των άρθρων 3, σημείο 7, και 4, σημείο 4, της οδηγίας 2003/35

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

67      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Ιρλανδία δεν μετέφερε στην εσωτερική έννομη τάξη τις επιταγές των διατάξεων των άρθρων 3, σημείο 7, και 4, σημείο 4, της οδηγίας 2003/35, με τις οποίες προστέθηκαν, αντιστοίχως, το άρθρο 10α της οδηγίας 85/337 και το άρθρο 15α της οδηγίας 96/61. Η Επιτροπή προβάλλει πέντε επιχειρήματα προς στήριξη αυτού του σκέλους της δεύτερης αιτίασης.

68      Με το πρώτο επιχείρημα, το οποίο αφορά την έννοια του όρου επαρκές συμφέρον των άρθρων 3, σημείο 7, και 4, σημείο 4, της οδηγίας 2003/35, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το κριτήριο της αποδείξεως του «ουσιώδους συμφέροντος», το οποίο έχει εφαρμογή στο πλαίσιο της ειδικής διαδικασίας του άρθρου 50 του PDA, η οποία εφαρμόζεται επί των αιτήσεων judicial review κατά των αποφάσεων των αρμοδίων για θέματα πολεοδομίας αρχών, δεν αντιστοιχεί στην έννοια του όρου «επαρκές συμφέρον» της εν λόγω οδηγίας.

69      Ο καθορισμός ενός τέτοιου κριτηρίου, αυστηρότερου από το κριτήριο που χρησιμοποιούν το άρθρο 10α της οδηγίας 85/337, που προστέθηκε με το άρθρο 3, σημείο 7, της οδηγίας 2003/35, και το άρθρο 15α της οδηγίας 96/61, που προστέθηκε με το άρθρο 4, σημείο 4, της οδηγίας 2003/35, ισοδυναμεί, κατά την Επιτροπή, με παράλειψη μεταφοράς των επιταγών της οδηγίας 2003/35.

70      Τέλος, η Επιτροπή αναφέρει ότι δύο αποφάσεις του High Court (Ιρλανδία), αντιστοίχως, της 14ης Ιουλίου και της 8ης Δεκεμβρίου 2006, οι οποίες εκδόθηκαν στην υπόθεση Friends of the Curragh Environment Ltd, δείχνουν ότι το ισχύον στην Ιρλανδία σύστημα δικαστικού ελέγχου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εφαρμογή της οδηγίας 2003/35, καθόσον, με τη δεύτερη από τις αποφάσεις αυτές, το High Court ανέφερε, σχετικά με την εξέταση του «ουσιώδους συμφέροντος», ότι η οδηγία αυτή δεν είχε μεταφερθεί στο ιρλανδικό δίκαιο.

71      Η Ιρλανδία αμφισβητεί το κατά πόσον ασκούν επιρροή οι εν λόγω αποφάσεις του High Court, εφόσον εξέτασαν κυρίως το ζήτημα του αμέσου αποτελέσματος της οδηγίας 2003/35.

72      Προσθέτει ότι η απόφαση την οποία εξέδωσε το High Court στις 26 Απριλίου 2007 στην υπόθεση Sweetman αποδεικνύει, αντιθέτως, ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις της εν λόγω οδηγίας εφαρμόζονται με τη διαδικασία της judicial review όπως συμπληρώνεται με τους ειδικούς δικονομικούς κανόνες που προβλέπονται από ορισμένους κώδικες, και ιδίως με το άρθρο 50 του PDA, δεδομένου ότι το κριτήριο του ουσιώδους συμφέροντος χαρακτηρίστηκε ως ευέλικτο από τον δικαστή και θεωρήθηκε ότι δεν αντιβαίνει προς το άρθρο 10α της οδηγίας 85/337, που προστέθηκε με το άρθρο 3, σημείο 7, της οδηγίας 2003/35.

73      Με το δεύτερο επιχείρημα, η Επιτροπή επικαλείται μη μεταφορά του άρθρου 10α της οδηγίας 85/337, που προστέθηκε με το άρθρο 3, σημείο 7, της οδηγίας 2003/35, και του άρθρου 15α της οδηγίας 96/61, που προστέθηκε με το άρθρο 4, σημείο 4, της οδηγίας 2003/35, για τον λόγο ότι δεν μεταφέρθηκε στο ιρλανδικό δίκαιο, παρά τα προβλεπόμενα στο πρώτο εδάφιο καθενός εκ των άρθρων αυτών, η επιταγή ότι ο προσφεύγων μπορεί να αμφισβητήσει την ουσιαστική νομιμότητα αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων που εμπίπτουν στις διατάξεις εκάστης των οδηγιών περί συμμετοχής του κοινού.

74      Η Ιρλανδία ισχυρίζεται, συναφώς, ότι τα εν λόγω άρθρα δεν επιτάσσουν την πρόβλεψη εξαντλητικού ελέγχου της ουσίας μιας αποφάσεως, αλλ’ απλώς την παροχή δυνατότητας για αμφισβήτηση της ουσιαστικής νομιμότητας μιας αποφάσεως. Ο έλεγχος αυτός υπάρχει στο ιρλανδικό δίκαιο.

75      Η Ιρλανδία ισχυρίζεται επίσης ότι οι επιταγές του άρθρου 10α της οδηγίας 85/337, που προστέθηκε με το άρθρο 3, σημείο 7, της οδηγίας 2003/35, και του άρθρου 15α της οδηγίας 96/61, που προστέθηκε με το άρθρο 4, σημείο 4, της οδηγίας 2003/35, μεταφέρθηκαν πλήρως στο ιρλανδικό δίκαιο ως εκ του ότι προβλέπεται η διαδικασία της judicial review ενώπιον των ιρλανδικών δικαστηρίων. Στόχος της judicial review είναι να καταστήσει δυνατή μια μορφή ελέγχου των αποφάσεων και των πράξεων των δικαστηρίων και των διοικητικών οργάνων, προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι οι αρχές αυτές εκπληρώνουν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται κατά τρόπο ορθό και νόμιμο.

76      Εξάλλου, κατά το κράτος μέλος αυτό, ως προς τις προσφυγές που στρέφονται κατά των αρμοδίων για θέματα πολεοδομίας αρχών εφαρμόζεται ειδική διαδικασία judicial review, η οποία διέπεται από τα άρθρα 50 και 50A του PDA.

77      Η Επιτροπή υποστηρίζει, με το τρίτο επιχείρημα, ότι η Ιρλανδία δεν έλαβε κανένα μέτρο για τη μεταφορά των επιταγών περί ταχείας διεξαγωγής των διαδικασιών του άρθρου 10α της οδηγίας 85/337, που προστέθηκε με το άρθρο 3, σημείο 7, της οδηγίας 2003/35, και του άρθρου 15α της οδηγίας 96/61, που προστέθηκε με το άρθρο 4, σημείο 4, της οδηγίας 2003/35.

78      Με το τέταρτο επιχείρημα επικαλείται την ίδια παράλειψη μεταφοράς όσον αφορά την επιταγή περί μη απαγορευτικού κόστους των εν λόγω διαδικασιών, ισχυριζόμενη ότι δεν υφίσταται, όσον αφορά τα έξοδα, ανώτατο όριο που να ισχύει για το ποσό που υποχρεώνεται να καταβάλει ο καταγγέλλων του οποίου η καταγγελία απορρίπτεται, δεδομένου ότι ουδεμία νομοθετική διάταξη αναφέρεται σε μη απαγορευτικό κόστος των διαδικασιών.

79      Κατά την Ιρλανδία, οι υφιστάμενες διαδικασίες είναι ορθές, δίκαιες και δεν έχουν απαγορευτικό κόστος. Εξάλλου, παρέχουν τη δυνατότητα να ελέγχονται γρήγορα οι αποφάσεις στις οποίες αναφέρονται οι οδηγίες 85/337 και 96/61 όπως τροποποιήθηκαν με την οδηγία 2003/35.

80      Τέλος, με το πέμπτο επιχείρημα, η Επιτροπή προσάπτει στην Ιρλανδία ότι δεν έθεσε στη διάθεση του κοινού, όπως υποχρεώνεται από το άρθρο 10α, έκτο εδάφιο, της οδηγίας 85/337, που προστέθηκε με το άρθρο 3, σημείο 7, της οδηγίας 2003/35, και το άρθρο 15α, έκτο εδάφιο, της οδηγίας 96/61, που προστέθηκε με το άρθρο 4, σημείο 4, της οδηγίας 2003/35, τις πρακτικές πληροφορίες που αφορούν την πρόσβαση στις διοικητικές και δικαστικές διαδικασίες αναθεώρησης.

81      Η Ιρλανδία φρονεί ότι ανταποκρίθηκε στην υποχρέωση αυτή, καθόσον η Order 84 του κανονισμού των ανωτέρων δικαστηρίων, που μνημονεύεται στη σκέψη 17 της παρούσας αποφάσεως, είναι νομοθετική διάταξη και εξάλλου υφίσταται δικτυακός τόπος της υπηρεσίας των ιρλανδικών δικαστηρίων στον οποίον παρουσιάζονται τα διάφορα δικαστήρια και οι αρμοδιότητές τους και παρέχεται δυνατότητα πρόσβασης στις αποφάσεις του High Court.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

82      Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα σχετικά με το έννομο συμφέρον, από το άρθρο 10α, πρώτο εδάφιο, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας 85/337, που προστέθηκε με το άρθρο 3, σημείο 7, της οδηγίας 2003/35, και από το άρθρο 15α, πρώτο εδάφιο, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας 96/61, που προστέθηκε με το άρθρο 4, σημείο 4, της οδηγίας 2003/35, προκύπτει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν ότι, σύμφωνα με το εθνικό νομικό τους σύστημα, κάθε μέλος του ενδιαφερόμενου κοινού που έχει επαρκές συμφέρον, ή που υποστηρίζει ότι υφίσταται προσβολή δικαιώματος, εάν αυτό απαιτείται ως προϋπόθεση από το εθνικό δίκαιο, έχει πρόσβαση σε διαδικασία εξέτασης υπό τους όρους που καθορίζουν οι διατάξεις αυτές, προσδιορίζοντας ταυτοχρόνως τι αποτελεί επαρκές συμφέρον και τι προσβολή δικαιώματος, με σταθερό στόχο να παρέχεται στο ενδιαφερόμενο κοινό ευρεία πρόσβαση στη δικαιοσύνη.

83      Δεν αμφισβητείται ότι, επιτρέποντας στους προσφεύγοντες, μέλη του «ενδιαφερόμενου κοινού», που μπορούν να επικαλεσθούν συμφέρον το οποίο πληροί τους όρους του άρθρου 50A, παράγραφος 3, του PDA, να κινήσουν διαδικασίες κατά ορισμένων μέτρων σχεδιασμού, η Ιρλανδία θέσπισε διατάξεις με τις οποίες το δικαίωμα προσβάσεως στη δικαιοσύνη το οποίο παρέχεται σε αυτόν τον ειδικό τομέα εξαρτάται άμεσα από την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος των εν λόγω προσφευγόντων, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας με το σημείο 57 των προτάσεών της.

84      Συναφώς, κατά το μέτρο που, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 49 της παρούσας αποφάσεως, η Επιτροπή επικρίνει μόνον τη μη μεταφορά ορισμένων διατάξεων, έχοντας εξάλλου αναφέρει ρητώς ότι δεν προτίθεται να επικαλεσθεί εσφαλμένη ή ατελή μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη, δεν συντρέχει λόγος να εξεταστεί αν το κριτήριο του ουσιώδους συμφέροντος, όπως εφαρμόζεται και ερμηνεύεται από τα ιρλανδικά δικαστήρια, συμπίπτει με το κριτήριο του επαρκούς συμφέροντος το οποίο θέτει η οδηγία 2003/35, πράγμα που θα είχε ως συνέπεια να τεθεί το ζήτημα της ποιότητας της μεταφοράς, ενόψει, ιδίως, της δικαιοδοσίας την οποία η εν λόγω οδηγία αναγνωρίζει στα κράτη μέλη για τον καθορισμό της έννοιας του επαρκούς συμφέροντος, τηρουμένου του στόχου που επιδιώκει η οδηγία.

85      Εξάλλου, η δεύτερη απόφαση του High Court στην υπόθεση Friends of the Curragh Environment Ltd, την οποία κυρίως επικαλείται η Επιτροπή, εκδόθηκε υπό το κράτος της νομοθεσίας η οποία ίσχυε πριν τις τροποποιήσεις που επήλθαν στον PDA το 2006 και, εν πάση περιπτώσει, δεν αρκεί για να αποδείξει την προσαπτόμενη παράλειψη μεταφοράς.

86      Επομένως, το πρώτο επιχείρημα είναι αβάσιμο.

87      Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα, δεν αμφισβητείται ότι στο ιρλανδικό δίκαιο υφίσταται, εκτός από την ειδική διαδικασία που έχει εφαρμογή σύμφωνα με τα άρθρα 50 και 50A του PDA, η judicial review η οποία διέπεται από την Order 84 του κανονισμού των ανωτέρων δικαστηρίων. Αυτά τα ένδικα βοηθήματα παρέχουν τη δυνατότητα να ζητηθεί η ακύρωση αποφάσεων ή πράξεων, στο πλαίσιο του ελέγχου των αποφάσεων και των πράξεων των δικαστηρίων και των διοικητικών οργάνων, ο οποίος αποσκοπεί στο να εξασφαλισθεί ότι οι αρχές αυτές εκπληρώνουν νομίμως τα καθήκοντα που τους ανατίθενται.

88      Τα διάφορα ένδικα βοηθήματα που θεσπίζονται κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα οποία ασκούνται ενώπιον δικαστηρίου, έχουν εφαρμογή επί αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων που εμπίπτουν στις διατάξεις περί συμμετοχής του κοινού των οδηγιών 85/337 και 96/61 όπως τροποποιήθηκαν με την οδηγία 2003/35, ιδίως στον ειδικό τομέα της πολεοδομίας, και μπορούν επομένως να θεωρηθούν ως μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη του άρθρου 10α της οδηγίας 85/337, που προστέθηκε με το άρθρο 3, σημείο 7, της οδηγίας 2003/35, και του άρθρου 15α της οδηγίας 96/61, που προστέθηκε με το άρθρο 4, σημείο 4, της οδηγίας 2003/35, καθόσον οι διατάξεις αυτές υπαγορεύουν τη δυνατότητα του προσφεύγοντος να αμφισβητήσει την ουσιαστική ή τη διαδικαστική νομιμότητα των εν λόγω πράξεων, αποφάσεων ή παραλείψεων.

89      Το Δικαστήριο, εφόσον δεν έχει επιληφθεί αιτιάσεως αντλούμενης από κακή μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη των εν λόγω διατάξεων, δεν μπορεί να εξετάσει τα επιχειρήματα της Επιτροπής σχετικά με την έκταση του ελέγχου ο οποίος ασκείται πράγματι στο πλαίσιο της judicial review, όπως αυτός προκύπτει ιδίως από τη νομολογία του High Court.

90      Επομένως, το δεύτερο επιχείρημα είναι αβάσιμο.

91      Όσον αφορά το τρίτο επιχείρημα περί μη μεταφοράς του άρθρου 10α της οδηγίας 85/337, που προστέθηκε με το άρθρο 3, σημείο 7, της οδηγίας 2003/35, και του άρθρου 15α της οδηγίας 96/61, που προστέθηκε με το άρθρο 4, σημείο 4, της οδηγίας 2003/35, κατά το μέρος που θέτουν απαιτήσεις περί ταχείας διεξαγωγής των διαδικασιών, καθόσον από το άρθρο 50A, παράγραφοι 10 και 11, στοιχείο b, του PDA προκύπτει ότι τα αρμόδια δικαστήρια οφείλουν να διεκπεραιώνουν ταχέως τις δίκες στο μέτρο που αυτό συμβιβάζεται με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, το εν λόγω επιχείρημα είναι αβάσιμο ενόψει των όσων προαναφέρθηκαν στη σκέψη 49.

92      Όσον αφορά το τέταρτο επιχείρημα περί του κόστους των διαδικασιών, από το άρθρο 10α της οδηγίας 85/337, που προστέθηκε με το άρθρο 3, σημείο 7, της οδηγίας 2003/35, και από το άρθρο 15α της οδηγίας 96/61, που προστέθηκε με το άρθρο 4, σημείο 4, της οδηγίας 2003/35, προκύπτει ότι οι διαδικασίες που θεσπίζονται στο πλαίσιο των διατάξεων αυτών δεν πρέπει να έχουν απαγορευτικό κόστος. Οι ανωτέρω διατάξεις αφορούν μόνον τις δαπάνες που προκαλούνται από τη συμμετοχή σε τέτοιες διαδικασίες. Η επιταγή αυτή δεν απαγορεύει να έχουν τα δικαστήρια την ευχέρεια να καταδικάζουν στα δικαστικά έξοδα, εφόσον το ύψος τους ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή.

93      Μολονότι δεν αμφισβητείται ότι τα ιρλανδικά δικαστήρια έχουν την ευχέρεια να μη καταδικάζουν τον ηττηθέντα διάδικο στα δικαστικά έξοδα και μπορούν, επιπλέον, να ορίζουν ότι τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε βαρύνουν τον αντίδικο, διαπιστώνεται ότι δεν πρόκειται παρά για δικαστική πρακτική.

94      Αυτή η πρακτική και μόνον, η οποία εκ φύσεως δεν είναι παγιωμένη, δεν μπορεί, ενόψει των απαιτήσεων της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου που υπενθυμίστηκε με τις σκέψεις 54 και 55 της παρούσας αποφάσεως, να θεωρηθεί ότι συνιστά έγκυρη εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 10α της οδηγίας 85/337, που προστέθηκε με το άρθρο 3, σημείο 7, της οδηγίας 2003/35, και από το άρθρο 15α της οδηγίας 96/61, που προστέθηκε με το άρθρο 4, σημείο 4, της οδηγίας 2003/35.

95      Επομένως, το τέταρτο επιχείρημα είναι βάσιμο.

96      Όσον αφορά το πέμπτο επιχείρημα, πρέπει να υπομνησθεί ότι μία από τις κύριες βάσεις της οδηγίας 2003/35 είναι να ευνοήσει την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, σύμφωνα με τη Σύμβαση του Aarhus για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα.

97      Συναφώς, η υποχρέωση να τεθούν στη διάθεση του κοινού πρακτικές πληροφορίες σχετικές με την πρόσβαση στις διοικητικές και δικαστικές διαδικασίες αναθεώρησης η οποία προβλέπεται από το άρθρο 10α, έκτο εδάφιο, της οδηγίας 85/337, που προστέθηκε με το άρθρο 3, σημείο 7, της οδηγίας 2003/35, και από το άρθρο 15α, έκτο εδάφιο, της οδηγίας 96/61, που προστέθηκε με το άρθρο 4, σημείο 4, της οδηγίας 2003/35, πρέπει να θεωρηθεί ως συγκεκριμένη υποχρέωση επιτεύξεως αποτελέσματος, για την υλοποίηση της οποίας οφείλουν να μεριμνούν τα κράτη μέλη.

98      Ελλείψει ειδικού νομοθετικού ή κανονιστικού πλαισίου σχετικού με την πληροφόρηση για τα δικαιώματα τα οποία παρέχονται κατ’ αυτόν τον τρόπο στο κοινό, το να καθίστανται απλώς διαθέσιμοι μέσω δημοσιεύσεως ή ηλεκτρονικώς οι κανόνες σχετικά με τις διοικητικές και δικαστικές διαδικασίες αναθεώρησης και το να παρέχεται δυνατότητα πρόσβασης στις δικαστικές αποφάσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εγγυάται με επαρκώς σαφή και συγκεκριμένο τρόπο ότι το ενδιαφερόμενο κοινό είναι σε θέση να γνωρίζει τα δικαιώματά του προσβάσεως στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα.

99      Επομένως, το πέμπτο επιχείρημα πρέπει να γίνει δεκτό.

100    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η δεύτερη αιτίαση, κατά το μέρος που αφορά επιταγή περί μεταφοράς των άρθρων 3, σημείο 7, και 4, σημείο 4, της οδηγίας 2003/35, είναι βάσιμη ως προς το τέταρτο και το πέμπτο επιχείρημα.

 Επί της μη τηρήσεως του άρθρου 6, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/35, καθόσον δεν τηρήθηκε η υποχρέωση ενημερώσεως της Επιτροπής

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

101    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι πληροφορίες που της παρέσχε η Ιρλανδία σχετικά με τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη της οδηγίας 2003/35, με την οποία εισήχθησαν τα άρθρα 10α της οδηγίας 85/337 και 15α της οδηγίας 96/61, δεν είναι επαρκείς.

102    Υποστηρίζει, συναφώς, ότι η Ιρλανδία δεν της γνωστοποίησε τη νομολογία που καθιέρωσε την πρόσβαση του ενδιαφερομένου κοινού στον δικαστικό έλεγχο ή τις συγκεκριμένες νομοθετικές διατάξεις από τις οποίες προκύπτει ότι τα κατά τις ως άνω διατάξεις δικαιώματα και υποχρεώσεις μεταφέρθηκαν στην εσωτερική έννομη τάξη, ειδικότερα όσον αφορά την επιταγή περί ορθού, δίκαιου και εμπρόθεσμου δικαστικού ελέγχου και περί μη απαγορευτικού κόστους των σχετικών διαδικασιών.

103    Προσθέτει ότι δεν ενημερώθηκε για την πρόσφορη εθνική νομολογία που αφορά ειδικά τη χρήση των διαδικασιών αναθεώρησης σε σχέση με την οδηγία 2003/35, και ιδίως ότι η Ιρλανδία δεν της απέστειλε η ίδια τις αποφάσεις που εξέδωσε το High Court στην υπόθεση Friends of Curragh Environment Ltd, οι οποίες της γνωστοποιήθηκαν από άλλη πηγή.

104    Η Ιρλανδία αναγνωρίζει ότι δεν συμμορφώθηκε πλήρως προς την κατά το άρθρο 6 της οδηγίας 2003/35 υποχρέωση ενημερώσεως της Επιτροπής. Διευκρινίζει ωστόσο ότι, κατά το μέτρο που οι διατάξεις των άρθρων 3, σημείο 7, και 4, σημείο 4, της οδηγίας αυτής είχαν ήδη μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη από τις υφιστάμενες νομοθετικές διατάξεις, δεν ήταν υποχρεωμένη να γνωστοποιήσει τις διατάξεις αυτές.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

105    Πρέπει να υπομνησθεί ότι μολονότι, στο πλαίσιο διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, η Επιτροπή φέρει το βάρος να αποδείξει το υποστατό της προβαλλομένης παραβάσεως και να προσκομίσει στο Δικαστήριο τα στοιχεία που απαιτούνται προκειμένου αυτό να εξετάσει το υποστατό αυτής της παραβάσεως, χωρίς να υφίσταται δυνατότητα στηρίξεως σε οποιοδήποτε τεκμήριο, εντούτοις τα κράτη μέλη υποχρεούνται, επίσης, δυνάμει του άρθρου 10 ΕΚ, να διευκολύνουν την Επιτροπή στην εκτέλεση της αποστολής της, η οποία συνίσταται ιδίως, σύμφωνα με το άρθρο 211 ΕΚ, στη μέριμνα για την εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ καθώς και των διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει αυτής από τα θεσμικά όργανα (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2000, C‑408/97, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Συλλογή 2000, σ. I‑6417, σκέψεις 15 και 16, καθώς και της 16ης Ιουνίου 2005, C‑456/03, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2005, σ. I‑5335, σκέψη 26).

106    Για τους σκοπούς που υπενθυμίζει η ως άνω νομολογία, το άρθρο 6 της οδηγίας 2003/35 επιβάλλει, όπως και άλλες οδηγίες, στα κράτη μέλη υποχρέωση ενημερώσεως.

107    Η ενημέρωση της Επιτροπής στην οποία οφείλουν να προβαίνουν τα κράτη μέλη πρέπει να είναι σαφής και ακριβής. Στο πλαίσιο αυτής, πρέπει να απαριθμούνται με σαφήνεια τα νομοθετικά, κανονιστικά και διοικητικά μέτρα μέσω των οποίων το κράτος μέλος φρονεί ότι εκπλήρωσε τις διάφορες υποχρεώσεις που του επιβάλλει η οδηγία. Ελλείψει μιας τέτοιας ενημερώσεως, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να εξετάσει αν το κράτος μέλος εφάρμοσε πράγματι και πλήρως την οδηγία. Η εκ μέρους κράτους μέλους παράλειψη εκπληρώσεως αυτής της υποχρεώσεως, είτε ελλείψει κάθε ενημερώσεως είτε διά της παροχής ενημερώσεως που δεν είναι αρκούντως σαφής και ακριβής, μπορεί να δικαιολογήσει, αυτή καθεαυτή, την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 226 EΚ για τη διαπίστωση της παραβάσεως αυτής (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση της 16ης Ιουνίου 2005, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 27).

108    Εξάλλου, καίτοι η οδηγία μπορεί να μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη με τους ήδη ισχύοντες κανόνες του εσωτερικού δικαίου, εντούτοις στην περίπτωση αυτή τα κράτη μέλη δεν απαλλάσσονται από την τυπική υποχρέωση να ενημερώσουν την Επιτροπή αναφορικά με τους εν λόγω κανόνες, ώστε να μπορεί αυτή να εκτιμήσει κατά πόσον είναι σύμφωνοι με την οδηγία (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση της 16ης Ιουνίου 2005, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 30).

109    Εν προκειμένω, κατά το μέτρο που το ισχύον δίκαιο υποτίθεται ότι εξασφάλιζε από μόνο του την εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας 2003/35 σχετικά με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, εναπέκειτο στην Ιρλανδία να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή τις επίμαχες νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις, χωρίς να δύναται να επικαλεσθεί λυσιτελώς προηγούμενες ανακοινώσεις των κανόνων αυτών του εσωτερικού δικαίου που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της μεταφοράς των οδηγιών 85/337 και 96/61 όπως ίσχυαν πριν από τις τροποποιήσεις που επέφερε η οδηγία 2003/35.

110    Εναπέκειτο επίσης στην Ιρλανδία, εφόσον το κράτος μέλος αυτό υποστήριζε ότι η μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη είχε διαπιστωθεί με τη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων και ιδίως με τη νομολογία του High Court, να κοινοποιήσει στην Επιτροπή μια ακριβή καταγραφή της εν λόγω νομολογίας, επιτρέποντάς της έτσι να εξετάσει αν το κράτος μέλος αυτό είχε πράγματι εφαρμόσει την οδηγία 2003/35 απλώς και μόνο λόγω της εφαρμογής του εθνικού δικαίου που υφίστατο πριν τη θέση σε ισχύ της οδηγίας αυτής και να ασκήσει τον έλεγχο που της έχει ανατεθεί από τη Συνθήκη.

111    Συνεπώς, η δεύτερη αιτίαση είναι βάσιμη κατά το μέρος που αφορά παραβίαση της υποχρεώσεως ενημερώσεως της Επιτροπής.

112    Συνεπώς, κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι η Ιρλανδία,

–        παραλείποντας να θεσπίσει, σύμφωνα με τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 4, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας 85/337 όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11, όλες τις αναγκαίες διατάξεις ώστε, πριν χορηγηθεί η άδεια, τα έργα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον τα οποία εμπίπτουν στην κατηγορία των έργων οδοποιίας που καλύπτεται από το παράρτημα II, σημείο 10, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 85/337, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11, να υποβάλλονται, σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 10 της οδηγίας αυτής, σε διαδικασία λήψεως αδείας και σε εκτίμηση των επιπτώσεών τους, και

–        παραλείποντας να θεσπίσει όλες τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη συμμόρφωσή της προς τα άρθρα 3, σημεία 3 έως 7, και 4, σημεία 2 έως 4, της οδηγίας 2003/35 και μη γνωστοποιώντας ορισμένες από τις διατάξεις αυτές στην Επιτροπή,

παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει, αντιστοίχως, από την οδηγία 85/337, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11, και από το άρθρο 6 της οδηγίας 2003/35.

113    Η προσφυγή είναι απορριπτέα κατά τα λοιπά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

114    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού, το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.

115    Στην υπό κρίση διαφορά, αν και η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Ιρλανδίας στα δικαστικά έξοδα, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε ως προς μεγάλο μέρος των αιτιάσεών της. Πρέπει επομένως να κριθεί ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Η Ιρλανδία,

–        παραλείποντας να θεσπίσει, σύμφωνα με τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 4, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997, όλες τις αναγκαίες διατάξεις ώστε, πριν χορηγηθεί η άδεια, τα έργα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον τα οποία εμπίπτουν στην κατηγορία των έργων οδοποιίας που καλύπτεται από το παράρτημα II, σημείο 10, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 85/337, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11, να υποβάλλονται, σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 10 της οδηγίας αυτής, σε διαδικασία λήψεως αδείας και σε εκτίμηση των επιπτώσεών τους, και

–        παραλείποντας να θεσπίσει όλες τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη συμμόρφωσή της προς τα άρθρα 3, σημεία 3 έως 7, και 4, σημεία 2 έως 4, της οδηγίας 2003/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, σχετικά με τη συμμετοχή του κοινού στην κατάρτιση ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων που αφορούν το περιβάλλον και με την τροποποίηση όσον αφορά τη συμμετοχή του κοινού και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, των οδηγιών 85/337/ΕΟΚ και 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου, και μη γνωστοποιώντας ορισμένες από τις διατάξεις αυτές στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει, αντιστοίχως, από την οδηγία 85/337, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11, και από το άρθρο 6 της οδηγίας 2003/35.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και η Ιρλανδία φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.