Language of document : ECLI:EU:C:2009:457

Υπόθεση C-427/07

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Ιρλανδίας

«Παράβαση κράτους μέλους – Εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων στο περιβάλλον – Οδηγία 85/337/ΕΟΚ – Πρόσβαση στη δικαιοσύνη – Οδηγία 2003/35/ΕΚ»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Περιβάλλον – Εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων έργων στο περιβάλλον – Οδηγία 85/337

(Οδηγία 85/337 του Συμβουλίου, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 97/11, άρθρα 2 § 1 και 4 § 2, και παράρτημα II, σημείο 10, στοιχείο ε΄)

2.        Πράξεις των οργάνων – Οδηγίες – Εκτέλεση από τα κράτη μέλη

(Οδηγίες του Συμβουλίου 85/337, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 2003/35, άρθρο 10α, και 96/61, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 2003/35, άρθρο 15α)

3.        Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Απόδειξη της παραβάσεως – Βάρος το οποίο φέρει η Επιτροπή – Τεκμήρια – Δεν επιτρέπονται – Μη τήρηση της υποχρεώσεως ενημερώσεως που επιβάλλεται στα κράτη μέλη από οδηγία – Συνέπειες

(Άρθρα 10 ΕΚ και 226 ΕΚ)

1.        Τα κράτη μέλη, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 85/337, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων κα ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11, αποφασίζουν, για τα έργα που ανήκουν στις κατηγορίες που απαριθμούνται στο παράρτημα II της ως άνω οδηγίας όπως έχει τροποποιηθεί, είτε βάσει κατά περίπτωση εξετάσεως είτε βάσει κατωτάτων ορίων ή κριτηρίων, κατά πόσον για τα εν λόγω έργα θα γίνει εκτίμηση των επιπτώσεών τους στο περιβάλλον. Κατά την ίδια διάταξη, τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να εφαρμόσουν και τις δύο αυτές διαδικασίες.

Έστω και αν στα κράτη μέλη παρέχεται έτσι περιθώριο εκτιμήσεως για να προσδιορίσουν ορισμένα είδη σχεδίων που πρέπει να υποβάλλονται σε εκτίμηση ή για να καθορίσουν κριτήρια και/ή κατώτατα όρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, αυτό το περιθώριο εκτιμήσεως περιορίζεται από την υποχρέωση, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/337 όπως τροποποιήθηκε, να υποβάλλονται σε μελέτη επιπτώσεων τα σχέδια που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, ιδίως λόγω της φύσεως, του μεγέθους ή της θέσεώς τους. Ένα κράτος μέλος το οποίο καθορίζει τα κριτήρια ή τα κατώτατα όρια σε τέτοιο επίπεδο ώστε, στην πράξη, μια ολόκληρη κατηγορία σχεδίων να εξαιρείται εκ προοιμίου από την υποχρέωση μελέτης των επιπτώσεων υπερβαίνει το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει, εκτός εάν το σύνολο των εξαιρουμένων σχεδίων μπορεί να θεωρηθεί, βάσει συνολικής εκτιμήσεως, ότι δεν δύναται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

Συναφώς, υποβάλλοντας τα σχέδια κατασκευής ιδιωτικών οδών σε εκτίμηση των επιπτώσεών τους στο περιβάλλον μόνο στην περίπτωση που τα σχέδια αυτά εντάσσονται στο πλαίσιο άλλων σχεδίων τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας και υπόκεινται στην υποχρέωση εκτιμήσεως, η εθνική νομοθεσία έχει ως αποτέλεσμα να εξαιρείται από την εκτίμηση των επιπτώσεών του στο περιβάλλον κάθε σχέδιο κατασκευής ιδιωτικής οδού το οποίο εκτελείται μεμονωμένα, έστω και αν το εν λόγω σχέδιο ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

(βλ. σκέψεις 40-42, 44)

2.        Οι διατάξεις μιας οδηγίας πρέπει να εφαρμόζονται μέσω κανόνων αναμφισβήτητης δεσμευτικότητας, με την απαιτούμενη εξειδίκευση, ακρίβεια και σαφήνεια, ώστε να πληρούται η απαίτηση της ασφάλειας δικαίου η οποία επιβάλλει, στην περίπτωση κατά την οποία μια οδηγία αποβλέπει στη γένεση δικαιωμάτων για τους ιδιώτες, να μπορούν οι δικαιούχοι να έχουν πλήρη γνώση των δικαιωμάτων τους.

Συναφώς, από το άρθρο 10α της οδηγίας 85/337, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων κα ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2003/35, και από το άρθρο 15α της οδηγίας 96/61, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης, όπως τροποποιήθηκε με την ίδια οδηγία, προκύπτει ότι οι διαδικασίες που θεσπίζονται στο πλαίσιο των διατάξεων αυτών δεν πρέπει να έχουν απαγορευτικό κόστος. Τούτο αφορά μόνον τις δαπάνες που προκαλούνται από τη συμμετοχή σε τέτοιες διαδικασίες. Η επιταγή αυτή δεν απαγορεύει να έχουν τα δικαστήρια την ευχέρεια να καταδικάζουν στα δικαστικά έξοδα, εφόσον το ύψος τους ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή. Η επιταγή του εθνικού δικαίου κατά την οποία τα δικαστήρια έχουν την ευχέρεια να μη καταδικάζουν τον ηττηθέντα διάδικο στα δικαστικά έξοδα και μπορούν, επιπλέον, να ορίζουν ότι τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε βαρύνουν τον αντίδικο συνιστά απλώς δικαστική πρακτική. Μια τέτοια δικαστική πρακτική, η οποία εκ φύσεως δεν είναι παγιωμένη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά έγκυρη εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τα εν λόγω άρθρα.

Εξάλλου, τα εν λόγω άρθρα 10α, έκτο εδάφιο, της οδηγίας 85/337 και 15α, έκτο εδάφιο, της οδηγίας 96/61 προβλέπουν συγκεκριμένη υποχρέωση επιτεύξεως αποτελέσματος, για την υλοποίηση της οποίας οφείλουν να μεριμνούν τα κράτη μέλη και η οποία συνίσταται στο να τίθενται στη διάθεση του κοινού πρακτικές πληροφορίες σχετικές με την πρόσβαση στις διοικητικές και δικαστικές διαδικασίες αναθεώρησης. Ελλείψει ειδικού νομοθετικού ή κανονιστικού πλαισίου σχετικού με την πληροφόρηση για τα δικαιώματα τα οποία παρέχονται κατ’ αυτόν τον τρόπο στο κοινό, το να καθίστανται απλώς διαθέσιμοι μέσω δημοσιεύσεως ή ηλεκτρονικώς οι κανόνες σχετικά με τις διοικητικές και δικαστικές διαδικασίες αναθεώρησης και το να παρέχεται δυνατότητα πρόσβασης στις δικαστικές αποφάσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εγγυάται με επαρκώς σαφή και συγκεκριμένο τρόπο ότι το ενδιαφερόμενο κοινό είναι σε θέση να γνωρίζει τα δικαιώματά του προσβάσεως στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα.

(βλ. σκέψεις 55, 92-94, 97-98)

3.        Μολονότι, στο πλαίσιο διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, η Επιτροπή φέρει το βάρος να αποδείξει το υποστατό της προβαλλομένης παραβάσεως και να προσκομίσει στο Δικαστήριο τα στοιχεία που απαιτούνται προκειμένου αυτό να εξετάσει το υποστατό αυτής της παραβάσεως, χωρίς να υφίσταται δυνατότητα στηρίξεως σε οποιοδήποτε τεκμήριο, εντούτοις τα κράτη μέλη υποχρεούνται επίσης, δυνάμει του άρθρου 10 ΕΚ, να διευκολύνουν την Επιτροπή στην εκτέλεση της αποστολής της, η οποία συνίσταται ιδίως, σύμφωνα με το άρθρο 211 ΕΚ, στη μέριμνα για την εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης καθώς και των διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει αυτής από τα θεσμικά όργανα. Προς τούτο, εξάλλου, ορισμένες οδηγίες επιβάλλουν στα κράτη μέλη υποχρέωση ενημερώσεως.

Η ενημέρωση της Επιτροπής στην οποία οφείλουν να προβαίνουν τα κράτη μέλη πρέπει να είναι σαφής και ακριβής. Στο πλαίσιο αυτής, πρέπει να απαριθμούνται με σαφήνεια τα νομοθετικά, κανονιστικά και διοικητικά μέτρα μέσω των οποίων το κράτος μέλος φρονεί ότι εκπλήρωσε τις διάφορες υποχρεώσεις που του επιβάλλει η οδηγία. Ελλείψει μιας τέτοιας ενημερώσεως, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να εξετάσει αν το κράτος μέλος εφάρμοσε πράγματι και πλήρως την οδηγία. Η εκ μέρους κράτους μέλους παράλειψη εκπληρώσεως αυτής της υποχρεώσεως, είτε ελλείψει κάθε ενημερώσεως είτε διά της παροχής ενημερώσεως που δεν είναι αρκούντως σαφής και ακριβής, μπορεί να δικαιολογήσει, αυτή καθεαυτή, την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 226 EΚ για τη διαπίστωση της παραβάσεως αυτής. Εξάλλου, καίτοι η οδηγία μπορεί να μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη με τους ήδη ισχύοντες κανόνες του εσωτερικού δικαίου, εντούτοις στην περίπτωση αυτή τα κράτη μέλη δεν απαλλάσσονται από την τυπική υποχρέωση να ενημερώσουν την Επιτροπή αναφορικά με τους εν λόγω κανόνες, ώστε να μπορεί αυτή να εκτιμήσει κατά πόσον είναι σύμφωνοι με την οδηγία.

(βλ. σκέψεις 105-108)