Language of document :

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-427/04 και T-17/05

Γαλλική Δημοκρατία και France Télécom SA

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Κρατικές ενισχύσεις – Καθεστώς επιβολής του φόρου επιτηδεύματος στη France Télécom για τα έτη 1994 έως 2002 – Απόφαση που κηρύσσει την ενίσχυση ασύμβατη προς την κοινή αγορά και διατάσσει την ανάκτησή της – Όφελος – Παραγραφή – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Ασφάλεια δικαίου – Παράβαση ουσιώδους τύπου – Συλλογικότητα – Δικαιώματα άμυνας και διαδικαστικά δικαιώματα των ενδιαφερομένων τρίτων»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Επιτροπή – Αρχή της συλλογικότητας – Έκταση – Δυνατότητα της Επιτροπής να εξουσιοδοτεί ένα από τα μέλη της να εκδίδει καθορισμένες κατηγορίες πράξεων διοικητικής και διαχειριστικής φύσεως

(Άρθρα 219 ΕΚ και 253 ΕΚ)

2.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Διοικητική διαδικασία

(Άρθρο 88 §§ 2 και 3 ΕΚ)

3.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Διοικητική διαδικασία – Υποχρέωση της Επιτροπής να παράσχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους

(Άρθρο 88 § 2 ΕΚ)

4.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Ειδικό καθεστώς φορολογήσεως επιχειρήσεως

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

5.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απόφαση της Επιτροπής – Εκτίμηση της νομιμότητας βάσει πληροφοριακών στοιχείων διαθέσιμων κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως

(Άρθρο 87 ΕΚ)

6.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου – Παρέκκλιση από το γενικό φορολογικό σύστημα – Δικαιολογητικός λόγος που στηρίζεται στη φύση ή στην οικονομία του φορολογικού συστήματος – Βάρος αποδείξεως

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

7.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως – Ενίσχυση χορηγούμενη κατά παράβαση των διαδικαστικών κανόνων του άρθρου 88 ΕΚ – Ενδεχόμενη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των αποδεκτών της ενισχύσεως – Προστασία – Προϋποθέσεις και όρια

(Άρθρα 87 § 1 και 88 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 14)

8.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απόφαση της Επιτροπής που διαπιστώνει ότι η ενίσχυση είναι ασύμβατη προς την κοινή αγορά και διατάσσει την ανάκτησή της – Δυνατότητα της Επιτροπής να αφήσει στις εθνικές αρχές το καθήκον του υπολογισμού του ακριβούς προς ανάκτηση ποσού

(Άρθρο 88 § 2 ΕΚ)

9.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως – Δεκαετής παραγραφή του άρθρου 15 του κανονισμού 659/1999 – Χρόνος έναρξης της προθεσμίας παραγραφής

(Άρθρο 88 § 2 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

1.      Δυνάμει του άρθρου 219 ΕΚ, η Επιτροπή αποφασίζει με την πλειοψηφία του αριθμού των μελών της. Η καθιερούμενη ως άνω αρχή της συλλογικότητας στηρίζεται στην ισότιμη συμμετοχή των μελών της Επιτροπής στη λήψη αποφάσεων, συνεπάγεται δε, μεταξύ άλλων, αφενός μεν ότι οι αποφάσεις πρέπει να είναι προϊόν κοινής συσκέψεως, αφετέρου δε ότι όλα τα μέλη του συλλογικού οργάνου φέρουν συλλογική πολιτική ευθύνη για το σύνολο των εκδιδομένων αποφάσεων.

Μολονότι η Επιτροπή δύναται, χωρίς παρά ταύτα να παραβιάζεται η αρχή της συλλογικότητας, να εξουσιοδοτεί ένα από τα μέλη της να εκδίδει καθορισμένες κατηγορίες πράξεων διοικητικής και διαχειριστικής φύσεως, οι αποφάσεις με τις οποίες η Επιτροπή αποφαίνεται επί της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως, επί της συμβατότητας της ενισχύσεως αυτής με την κοινή αγορά και επί της ανάγκης να διαταχθεί η ανάκτηση της εν λόγω ενισχύσεως προϋποθέτει εξέταση σύνθετων πραγματικών και νομικών ζητημάτων, ώστε, καταρχήν, οι αποφάσεις αυτές να μη μπορούν να χαρακτηρισθούν ως πράξεις διοικητικής και διαχειριστικής φύσεως. Επομένως, επειδή το διατακτικό και η αιτιολογία αποφάσεων του είδους αυτού, οι οποίες πρέπει να αιτιολογούνται δυνάμει του άρθρου 253 ΕΚ, αποτελούν αδιαίρετο σύνολο, εναπόκειται αποκλειστικά στην ολομέλεια της Επιτροπής, βάσει της αρχής της συλλογικότητας, να υιοθετήσει συγχρόνως τόσο το ένα όσο και το άλλο. Επομένως, απόκειται στην ολομέλεια της Επιτροπής να εκδίδει το τελικό κείμενο των αποφάσεων που αποφαίνονται επί της υπάρξεως κρατικών ενισχύσεων και επί της συμβατότητας αυτών με την κοινή αγορά. Μετά την έκδοση μιας τέτοιας αποφάσεως, μόνον ορθογραφικές ή γραμματικές τροποποιήσεις επιτρέπεται να γίνονται στο κείμενό της, ενώ κάθε άλλη τροποποίηση εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ολομέλειας.

Εντούτοις, δεν μπορεί να αποκλειστεί η δυνατότητα της ολομέλειας της Επιτροπής να αναθέσει σε ένα ή περισσότερα από τα μέλη της την έγκριση του οριστικού κειμένου αποφάσεως, το περιεχόμενο της οποίας έχει ήδη προσδιοριστεί κατά τις συζητήσεις της. Οσάκις η ολομέλεια κάνει χρήση της ευχέρειας αυτής, απόκειται στον κοινοτικό δικαστή, που έχει επιληφθεί του ζητήματος σχετικά με το κατά πόσο η εξουσία αυτή ασκήθηκε εντός των νομίμων ορίων, να εξακριβώνει αν το συλλογικό αυτό όργανο μπορεί να θεωρηθεί ότι ενέκρινε, καθ’ όλα της τα πραγματικά και νομικά στοιχεία, την προσβαλλόμενη απόφαση.

(βλ. σκέψεις 116-119)

2.      Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία που κινείται κατά ενός προσώπου και μπορεί να καταλήξει σε βλαπτική για το πρόσωπο αυτό πράξη αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου. Η αρχή αυτή απαιτεί να έχει δοθεί η δυνατότητα στο πρόσωπο κατά του οποίου η Επιτροπή κίνησε διοικητική διαδικασία, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή του ως προς το υποστατό και τη λυσιτέλεια των προβαλλομένων από την Επιτροπή πραγματικών περιστατικών και συνθηκών και ως προς τα έγγραφα που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή προκειμένου να στηρίξει τον ισχυρισμό της ότι συντρέχει παραβίαση του κοινοτικού δικαίου.

Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή δεν είναι δυνατόν να είναι υποχρεωμένη να παρουσιάζει, στο πλαίσιο της ανακοινώσεως σχετικά με την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, ολοκληρωμένη ανάλυση σχετικά με την επίμαχη ενίσχυση. Αντιθέτως, είναι ανάγκη να προσδιορίζει επαρκώς το πλαίσιο της εξετάσεώς της, ώστε να παρέχει στο κράτος μέλος κατά του οποίου έχει κινηθεί η διαδικασία τη δυνατότητα να τοποθετηθεί επί του συνόλου των νομικών και πραγματικών στοιχείων που συνιστούν τις αιτιολογίες της τελικής αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή αποφαίνεται επί της συμβατότητας του επίμαχου μέτρου με την κοινή αγορά.

Επομένως, το γεγονός και μόνον ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή μετέβαλε την ανάλυσή της όσον αφορά τη φύση του επίμαχου κρατικού μέτρου δεν είναι δυνατό να έχει ως συνέπεια την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας του οικείου κράτους μέλους παρά μόνον αν τα περιεχόμενα στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας στοιχεία ή, εν συνεχεία, εκείνα που προσκομίστηκαν επ’ ευκαιρία της κατ’ αντιμωλία συζητήσεως κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, δεν κατέστησαν δυνατό στις εθνικές αρχές να τοποθετηθούν λυσιτελώς επί του συνόλου των νομικών και πραγματικών στοιχείων στα οποία στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση. Αντιθέτως, οι αποκλίσεις μεταξύ της προσβαλλόμενης αποφάσεως και της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας που προκύπτουν από το γεγονός ότι η Επιτροπή δέχτηκε, εν όλω ή εν μέρει, τα επιχειρήματα που προέβαλε το εν λόγω κράτος μέλος δεν μπορούν να συνεπάγονται την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας του κράτους μέλους αυτού.

(βλ. σκέψεις 136-138)

3.      Στο πλαίσιο της σχετικής με τις κρατικές ενισχύσεις διοικητικής διαδικασίας, οι ωφεληθείσες των ενισχύσεων επιχειρήσεις θεωρούνται απλώς ως «ενδιαφερόμενοι». Συνεπώς, η επιχείρηση που ωφελήθηκε από την ενίσχυση σαφώς δεν μπορεί να επικαλεστεί τα δικαιώματα άμυνας που αναγνωρίζονται στα πρόσωπα κατά των οποίων έχει κινηθεί η διαδικασία, αλλά έχει απλώς το δικαίωμα να μετάσχει στη διοικητική διαδικασία σε βαθμό επαρκή, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως.

Επιπλέον, μολονότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να παρουσιάζει, στο πλαίσιο της ανακοινώσεως σχετικά με την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, ολοκληρωμένη ανάλυση σχετικά με την επίμαχη ενίσχυση, οφείλει, αντιθέτως, να προσδιορίζει επαρκώς το πλαίσιο της εξετάσεώς της, ώστε να μην καθίσταται άνευ περιεχομένου το δικαίωμα των ενδιαφερομένων να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους. Ωστόσο, το εν λόγω δικαίωμα πληροφόρησης των ενδιαφερομένων δεν βαίνει πέραν των ορίων του δικαιώματος ακροάσεώς τους από την Επιτροπή. Ειδικότερα, το περιεχόμενο του δικαιώματος πληροφόρησης των ενδιαφερομένων δεν μπορεί να διευρυνθεί ώστε να περιλαμβάνει το γενικό δικαίωμά τους να διατυπώνουν την άποψή τους επί όλων των δυνητικώς σημαντικών ζητημάτων που ανακύπτουν κατά την επίσημη διαδικασία εξετάσεως.

(βλ. σκέψεις 146-149)

4.      Η έννοια του πλεονεκτήματος του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, εκτείνεται σε κάθε μέτρο που απαλλάσσει μια επιχείρηση από επιβάρυνση που, σε διαφορετική περίπτωση, η επιχείρηση αυτή θα έπρεπε να φέρει. Συγκεκριμένα, η έννοια της ενισχύσεως είναι ευρύτερη από αυτήν της επιδοτήσεως, διότι περιλαμβάνει όχι μόνον τις θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις καθαυτές, αλλά και παρεμβάσεις οι οποίες, υπό διάφορες μορφές, περιορίζουν τις επιβαρύνσεις που συνήθως βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή του όρου έννοια, είναι της αυτής φύσεως και επιφέρουν πανομοιότυπα αποτελέσματα. Επομένως, μέτρο με το οποίο οι δημόσιες αρχές παρέχουν σε ορισμένες επιχειρήσεις φορολογική απαλλαγή, το οποίο, μολονότι δεν συνεπάγεται μεταβίβαση κρατικών πόρων, περιάγει τους δικαιούχους σε ευνοϊκότερη οικονομική κατάσταση σε σχέση με τους λοιπούς φορολογουμένους, συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

Η Επιτροπή, οσάκις εξετάζει μέτρο που ενδέχεται να συνιστά κρατική ενίσχυση, οφείλει να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των αποτελεσμάτων της ενισχύσεως αυτής για τον δυνητικό αποδέκτη της και, μεταξύ άλλων, να αφαιρεί από το ποσό της εν λόγω ενισχύσεως, εφόσον παρίσταται ανάγκη, τα ποσά των ειδικών επιβαρύνσεων που επιβάλλονται σε ένα πλεονέκτημα. Αντιθέτως, το γεγονός και μόνον ότι ορισμένο μέτρο απαλλαγής αντισταθμίζεται, ως προς εκείνον υπέρ του οποίου θεσπίζεται, από την επιβολή ειδικής επιβαρύνσεως χωριστής και άσχετης με το εν λόγω μέτρο δεν αρκεί για να αποτρέψει τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως.

Επομένως, η εξακρίβωση του ζητήματος αν το ποσό του υπερβάλλοντος φόρου που κατέβαλε μια επιχείρηση για συγκεκριμένη περίοδο, ως κατ’ αποκοπή εισφορά, αντισταθμίζει τη διαφορά στον επιβαλλόμενο φόρο από την οποία η εταιρία αυτή ωφελήθηκε κατά τη διάρκεια άλλης περιόδου εξαρτάται από την ανάλυση των αντικειμενικών χαρακτηριστικών της κατ’ αποκοπή εισφοράς και από το ζήτημα αν η εισφορά αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως επιβάρυνση σύμφυτη με το πλεονέκτημα που προκύπτει για την οικεία επιχείρηση, ενδεχομένως, λόγω της υπαγωγής της στο ειδικό καθεστώς φορολογήσεως.

(βλ. σκέψεις 195-196, 206-208)

5.      Η νομιμότητα αποφάσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων πρέπει να εκτιμάται βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν έλαβε τη σχετική απόφαση. Κατά συνέπεια, η επιχείρηση που ωφελήθηκε από ενίσχυση δεν μπορεί να επικαλείται ενώπιον του δικαστηρίου ότι τα στοιχεία που περιέλαβε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση αποτελούν γενικεύσεις και ότι δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα, όταν η Επιτροπή στηρίχτηκε σε αριθμητικά στοιχεία που της ανακοίνωσε το οικείο κράτος μέλος κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

(βλ. σκέψεις 219, 224)

6.      Προς τον σκοπό της εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει να εξακριβώνεται αν, στο πλαίσιο δεδομένου νομικού καθεστώτος, ένα κρατικό μέτρο μπορεί να ευνοήσει ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής έναντι άλλων επιχειρήσεων που τελούν σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση, υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται με το οικείο μέτρο. Ωστόσο, η έννοια της κρατικής ενισχύσεως δεν αφορά τα κρατικά μέτρα που εισάγουν διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων και είναι, ως εκ τούτου, εκ πρώτης όψεως επιλεκτικής εφαρμογής, όταν η διαφοροποίηση αυτή προκύπτει από τη φύση ή την οικονομία του συστήματος επιβαρύνσεων στο οποίο εντάσσονται.

Το βάρος αποδείξεως της υπάρξεως δικαιολογητικών λόγων που στηρίζονται στη φύση και στην οικονομία του φορολογικού συστήματος φέρει καταρχήν το κράτος μέλος. Κατά συνέπεια, η επιχείρηση που ωφελήθηκε από κρατικό μέτρο δεν μπορεί να επικαλείται, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής και προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της, πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν γνώριζε η Επιτροπή κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 228-229, 232)

7.      Από την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, που εφαρμόζεται ειδικά στον τομέα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 14 του κανονισμού 659/1999, για την εφαρμογή του άρθρου 88 ΕΚ, προκύπτει ότι η επίκληση της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του αποδέκτη κρατικής ενίσχυσης είναι δυνατή, υπό τον όρο ότι ο εν λόγω αποδέκτης διαθέτει επαρκώς σαφείς διαβεβαιώσεις, απορρέουσες από θετική ενέργεια της Επιτροπής, που του παρέχουν τη δυνατότητα να εκτιμήσει ότι ένα μέτρο δεν συνιστά κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Αντιθέτως, στην περίπτωση που η Επιτροπή δεν εκφράσει ρητώς της άποψή της επί μέτρου που της έχει κοινοποιηθεί, η σιωπή του θεσμικού αυτού οργάνου δεν μπορεί, βάσει της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης μιας επιχείρησης στην οποία έχει χορηγηθεί κρατική ενίσχυση, να απαγορεύει την ανάκτηση της ενισχύσεως αυτής.

Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη του επιτακτικού χαρακτήρα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων τον οποίο διενεργεί η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 88 ΕΚ, οι επιχειρήσεις στις οποίες χορηγήθηκε ενίσχυση δεν μπορούν να έχουν, καταρχήν, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα της ενισχύσεως παρά μόνον αν η ενίσχυση αυτή χορηγήθηκε τηρηθείσας της διαδικασίας που προβλέπει το εν λόγω άρθρο. Συγκεκριμένα, ένας επιμελής οικονομικός φορέας πρέπει κανονικά να είναι σε θέση να βεβαιωθεί ότι τηρήθηκε η διαδικασία αυτή. Εν συνεχεία, επίσης, κράτος μέλος του οποίου οι αρχές χορήγησαν ενίσχυση κατά παράβαση των διαδικαστικών κανόνων του άρθρου 88 ΕΚ δεν μπορεί να επικαλεστεί τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των δικαιούχων ώστε να απαλλαγεί από την υποχρέωση να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την εκτέλεση αποφάσεως της Επιτροπής περί ανακτήσεως της ενισχύσεως.

Η δυνατότητα των αποδεκτών παράνομης ενισχύσεως να επικαλούνται εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες μπορούσαν νομίμως να στηρίξουν την εμπιστοσύνη τους στη νομιμότητα της ενισχύσεως αυτής, και, κατά συνέπεια, να αντιτάσσονται στην επιστροφή της δεν μπορεί ωστόσο να αποκλειστεί, εφόσον αποδεικνύουν τη συνδρομή των περιστάσεων αυτών.

Επιπλέον, η κοινοποίηση μέτρου που μπορεί να παράσχει πλεονέκτημα σε μια επιχείρηση αποτελεί το προβλεπόμενο από τη Συνθήκη μέσο που παρέχει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν ότι δεν χορηγούν παράνομη ενίσχυση και στις επιχειρήσεις ότι δεν ωφελούνται από τέτοια ενίσχυση. Δεδομένου όμως ότι το ειδικό καθεστώς φορολογήσεως αποτελεί μορφή υπαγωγής στον φόρο επιτηδεύματος κατά παρέκκλιση από το κοινό δίκαιο και αφορά δύο μόνον επιχειρήσεις, δεν μπορεί να αποκλειστεί εκ των προτέρων ότι συνιστά κρατική ενίσχυση. Συναφώς, ελλείψει εξαιρετικών περιστάσεων, όταν η ενίσχυση καταβλήθηκε χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση στην Επιτροπή, οπότε είναι παράνομη δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, ο αποδέκτης της ενισχύσεως δεν μπορούσε, κατά τον χρόνο αυτό, να έχει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα της χορηγήσεως της ενισχύσεως αυτής.

(βλ. σκέψεις 261-263, 270, 276)

8.      Η Επιτροπή δεν οφείλει να επισημαίνει, με απόφασή της περί ανακτήσεως παράνομης ενισχύσεως, το ακριβές ποσό της προς ανάκτηση ενισχύσεως. Συγκεκριμένα, οι επιταγές του κοινοτικού δικαίου συναφώς περιορίζονται, αφενός, στο ότι η αναζήτηση των παρανόμως χορηγηθεισών ενισχύσεων πρέπει να καταλήγει στην επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και, αφετέρου, ότι η επιστροφή αυτή πρέπει να πραγματοποιείται κατά τον τρόπο που καθορίζει το εθνικό δίκαιο, χωρίς η εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου αυτού να θίγει το περιεχόμενο και την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου. Επομένως, αρκεί ο υπολογισμός του ποσού της προς ανάκτηση ενισχύσεως να μπορεί να πραγματοποιηθεί, λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που εκτίθενται με την απόφαση, χωρίς υπερβολικές δυσκολίες. Η Επιτροπή μπορεί συνεπώς να περιοριστεί στη διαπίστωση της υποχρεώσεως ανακτήσεως των επίμαχων ενισχύσεων και να αφήσει στις εθνικές αρχές τη μέριμνα του υπολογισμού του ακριβούς ποσού των προς ανάκτηση ενισχύσεων, ειδικότερα όταν για τον υπολογισμό χρειάζεται να ληφθούν υπόψη φορολογικά ή κοινωνικοασφαλιστικά συστήματα των οποίων οι κανόνες καθορίζονται από την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία.

(βλ. σκέψεις 297-299)

9.      Κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, οι εξουσίες της Επιτροπής για ανάκτηση της ενισχύσεως υπόκεινται σε δεκαετή προθεσμία παραγραφής. Από το άρθρο 15, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι ο χρόνος έναρξης της προθεσμίας παραγραφής είναι η ημερομηνία κατά την οποία μπορεί να θεωρηθεί ότι χορηγήθηκε η ενίσχυση της οποίας η ανάκτηση έχει διαταχθεί από την Επιτροπή, ήτοι, οσάκις η χορήγηση της ενισχύσεως εξαρτάται από την έκδοση δεσμευτικών νομικών πράξεων, η ημερομηνία εκδόσεως των εν λόγω πράξεων.

Στις περιπτώσεις όμως κατά τις οποίες μια νομική πράξη καθιερώνει ειδικό φορολογικό καθεστώς που εφαρμόζεται στο μέλλον, δεν μπορεί να θεωρείται ότι η προθεσμία παραγραφής αρχίζει να τρέχει κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως αυτής, διότι κατά τον χρόνο αυτό δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί αν το εν λόγω ειδικό καθεστώς εισάγει πλεονέκτημα δυνάμενο να αποτελέσει κρατική ενίσχυση. Αντιθέτως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος κατά τον οποίο χορηγείται στην πράξη πλεονέκτημα για πρώτη φορά. Τούτο ισχύει στην περίπτωση ενισχύσεως που δεν αποτελείται από τις ειδικές φορολογικές διατάξεις που εφαρμόζονται στην αποδέκτρια εταιρία, αλλά από τη διαφορά στον επιβαλλόμενο φόρο που συνίσταται στη διαφορά μεταξύ του ποσού των εισφορών φόρου επιτηδεύματος που η εν λόγω εταιρία θα όφειλε να καταβάλει αν υπαγόταν στον φόρο κατά τα οριζόμενα στο κοινό δίκαιο, και του ποσού το οποίο υποχρεώθηκε να καταβάλει στην πράξη δυνάμει των εφαρμοστέων σε αυτήν ειδικών φορολογικών διατάξεων.

(βλ. σκέψεις 318, 320, 322, 324)