Language of document : ECLI:EU:T:2010:202

Υπόθεση T-18/05

IMI plc κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Τομέας των χαλκοσωλήνων υδραυλικών εγκαταστάσεων – Απόφαση η οποία διαπιστώνει παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Διαρκής και πολύμορφη παράβαση – Διακοπή της συμμετοχής – Πρόστιμα – Περιορισμένη συμμετοχή στη σύμπραξη»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής η οποία διαπιστώνει παράβαση – Το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως και της διαρκείας της φέρει η Επιτροπή

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

2.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Ανακοίνωση των αιτιάσεων – Υποχρεωτικό περιεχόμενο

3.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων – Μέθοδος υπολογισμού η οποία λαμβάνει υπόψη πλείονα στοιχεία παρέχοντα δυνατότητα ελιγμών

(Άρθρο 229 ΕΚ· κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση της Επιτροπής 98/C 9/03)

4.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Μη επιβολή ή μείωση του προστίμου, ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία της εμπλεκομένης επιχειρήσεως

(Ανακοίνωση της Επιτροπής 96/C 207/04)

5.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Απόφαση επιβάλλουσα πρόστιμο – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Άρθρο 253 ΕΚ· κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 2)

6.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση της Επιτροπής 98/C 9/03, σημείο 1 A)

7.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Μέγεθος της αγοράς των επιμάχων προϊόντων – Συνεκτίμηση

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση της Επιτροπής 98/C 9/03, σημείο 1 A)

1.      Το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ δεν έχει εφαρμογή, εκτός εάν υπάρχει σύμπτωση βουλήσεων μεταξύ δύο τουλάχιστον μερών, της οποίας η μορφή εκδηλώσεως δεν είναι σημαντική, εφόσον συνιστά πιστή έκφραση των βουλήσεων αυτών.

Όταν δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία δυνάμενα να αποδείξουν άμεσα τη διάρκεια μιας παραβάσεως, η Επιτροπή υποχρεούται να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά χωρίς μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους, ώστε να μπορεί λογικά να γίνει δεκτό ότι η παράβαση συνεχίστηκε αδιαλείπτως μεταξύ δύο συγκεκριμένων ημερομηνιών.

Μολονότι το διάστημα μεταξύ δύο εκδηλώσεων μιας συνιστώσας παράβαση συμπεριφοράς αποτελεί ουσιώδες κριτήριο προκειμένου να αποδειχθεί ο διαρκής χαρακτήρας μιας παραβάσεως, γεγονός παραμένει ότι το ζήτημα αν το εν λόγω διάστημα είναι αρκούντως μακρό ώστε να αποτελέσει διακοπή της παραβάσεως δεν μπορεί να εξετασθεί αφηρημένα. Αντιθέτως, πρέπει να εξετασθεί στο πλαίσιο της λειτουργίας της εν λόγω συμπράξεως.

Η Επιτροπή υποπίπτει σε πλάνη περί το δίκαιο, δεχόμενη την αδιάλειπτη συμμετοχή μιας επιχειρήσεως σε σύμπραξη, ενώ δεν μπορεί να προσάψει στην επιχείρηση αυτή καμία επαφή ούτε καμία άλλη εκδήλωση στο πλαίσιο της συμπράξεως για διάστημα το οποίο υπερβαίνει κατά ένα τουλάχιστον έτος τα διαστήματα εντός των οποίων τα μέλη της συμπράξεως εκδηλώνουν συνήθως τη βούλησή τους να περιορίσουν τον ανταγωνισμό.

(βλ. σκέψεις 88-90, 96)

2.      Η ανακοίνωση των αιτιάσεων πρέπει να παρέχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να αντιληφθούν ποιες ενέργειες τους προσάπτει η Επιτροπή. Η επιταγή αυτή τηρείται εφόσον η τελική απόφαση δεν προσάπτει στους ενδιαφερομένους παραβάσεις διαφορετικές από εκείνες που εκτίθενται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και εφόσον δεν δέχεται παρά μόνον τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων οι ενδιαφερόμενοι είχαν την ευκαιρία να παράσχουν εξηγήσεις. Ωστόσο, η τελική απόφαση της Επιτροπής δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να αποτελεί αντίγραφο της ανακοινώσεως αιτιάσεων. Τα δικαιώματα άμυνας δεν προσβάλλονται από μια ασυμφωνία μεταξύ της ανακοινώσεως αιτιάσεων και της τελικής αποφάσεως παρά μόνον υπό την προϋπόθεση ότι αιτίαση που διατυπώνεται στην απόφαση δεν εκτέθηκε στην ανακοίνωση των αιτιάσεων επαρκώς ώστε να επιτρέψει στους αποδέκτες της να αμυνθούν. Συγκεκριμένα, δικαίωμα ακροάσεως υφίσταται ως προς όλα τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η περιέχουσα την απόφαση πράξη, όχι όμως ως προς την τελική θέση που προτίθεται να λάβει η διοίκηση.

(βλ. σκέψεις 106, 108-109)

3.      Μολονότι οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως κανόνας δικαίου, περιέχουν ωστόσο κανόνα συμπεριφοράς που υποδεικνύει την ακολουθητέα τακτική, από την οποία η Επιτροπή δεν μπορεί να παρεκκλίνει σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να προσδιορίσει τους σχετικούς λόγους, οι οποίοι πρέπει να συμβιβάζονται με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Επομένως, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας των επιβληθέντων με μια απόφαση της Επιτροπής προστίμων, να εξακριβώσει αν η Επιτροπή άσκησε την εξουσία της εκτιμήσεως σύμφωνα με τη μέθοδο που εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές και, εφόσον διαπιστώσει ότι αυτή παρεξέκλινε από την ως άνω μέθοδο, να εξακριβώσει αν η εν λόγω παρέκκλιση είναι νομικώς δικαιολογημένη και επαρκώς κατά νόμον αιτιολογημένη.

Ο αυτοπεριορισμός της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής που προκύπτει από την έκδοση των κατευθυντηρίων γραμμών δεν είναι ασυμβίβαστος με τη διατήρηση σημαντικού περιθωρίου εκτιμήσεως για το θεσμικό αυτό όργανο. Οι κατευθυντήριες γραμμές περιέχουν διάφορα στοιχεία που παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα ελιγμών κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας της σύμφωνα με τις διατάξεις των κανονισμών 17 και 1/2003, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, σε τομείς στους οποίους η Επιτροπή διατηρεί περιθώριο εκτιμήσεως, ο σχετικός έλεγχος νομιμότητας περιορίζεται στο να εξακριβωθεί ότι δεν υπάρχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Το περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής και τα όρια τα οποία η ίδια έχει ορίσει δεν προδικάζουν, κατ’ αρχήν, την εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, που του παρέχει την εξουσία να εξαλείφει, να μειώνει ή να αυξάνει το ποσό του επιβαλλόμενου από την Επιτροπή προστίμου.

(βλ. σκέψεις 117-121)

4.      Αν η ανακοίνωση του 1996 σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων έχει δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στην οποία μπορούν να στηριχθούν οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να ενημερώσουν την Επιτροπή για την ύπαρξη συμπράξεως, η εμπιστοσύνη αυτή μπορεί να αφορά αποκλειστικώς και μόνον τον τρόπο κατά τον οποίο η Επιτροπή θα λάβει υπόψη τη συμβολή τους, άπαξ εκδηλώσουν τη βούλησή τους να συνεργασθούν. Δεν προκύπτει από το γράμμα της εν λόγω ανακοινώσεως περί συνεργασίας ούτε από τη λογική που είναι εγγενής στον μηχανισμό τον οποίο καθιέρωσε η Επιτροπή ότι αυτή υποχρεούται, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, να ενημερώνει τις επιχειρήσεις που δεν έχουν εκδηλώσει βούληση συνεργασίας για τα μέτρα που έχει λάβει στο πλαίσιο της έρευνάς της ή για την εξέλιξη της έρευνας αυτής. Όλοι οι μετέχοντες σε μια σύμπραξη έχουν την ευχέρεια να ζητήσουν να τύχουν, ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, της εφαρμογής της εν λόγω ανακοινώσεως, όποια και αν είναι τα μέτρα έρευνας τα οποία έχει λάβει η Επιτροπή. Κάθε μετέχων σε σύμπραξη οφείλει να αποφασίσει εάν και πότε επιθυμεί να επικαλεσθεί την εν λόγω ανακοίνωση.

(βλ. σκέψεις 129-130)

5.      Στο πλαίσιο του καθορισμού προστίμων λόγω παραβιάσεως του δικαίου ανταγωνισμού, η υποχρέωση αιτιολογήσεως πληρούται εφόσον η Επιτροπή εκθέτει στην απόφασή της τα στοιχεία εκτιμήσεως τα οποία χρησιμοποίησε για να μετρήσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως. Το άρθρο 253 ΕΚ δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι της επιβάλλει την υποχρέωση να εξηγεί στις αποφάσεις της τους λόγους για τους οποίους δεν δέχθηκε, όσον αφορά τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου, εναλλακτικές μεθόδους σε σχέση με αυτή την οποία πράγματι επέλεξε με την τελική απόφαση.

(βλ. σκέψεις 152-153)

6.      Επιχείρηση της οποίας η ευθύνη έχει αποδειχθεί όσον αφορά πλείονα μέρη μιας συμπράξεως συντελεί περισσότερο στην αποτελεσματικότητα και στη σοβαρότητα της συμπράξεως αυτής από επιχείρηση εμπλεκόμενη αποκλειστικώς και μόνο σε ένα μέρος της ίδιας συμπράξεως αυτής. Ως εκ τούτου, η πρώτη επιχείρηση διαπράττει σοβαρότερη παράβαση από τη δεύτερη.

Δυνάμει της αρχής της ατομικότητας των ποινών και της προσωπικής ευθύνης, η Επιτροπή υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη, κατά την εκτίμηση της σχετικής σοβαρότητας της συμμετοχής εκάστης επιχειρήσεως σε μια σύμπραξη, το γεγονός ότι ορισμένοι παραβάτες, ενδεχομένως, δεν έχουν κριθεί υπεύθυνοι για το σύνολο των μερών της συμπράξεως αυτής.

Στο πλαίσιο της εφαρμογής των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η εκτίμηση αυτή πρέπει οπωσδήποτε να πραγματοποιείται στο στάδιο του καθορισμού του συγκεκριμένου αρχικού ποσού, δεδομένου ότι η συνεκτίμηση ελαφρυντικών περιστάσεων καθιστά δυνατή μόνον τη διαμόρφωση του βασικού ποσού του προστίμου με γνώμονα τις λεπτομέρειες συμμετοχής του παραβάτη στη σύμπραξη. Παραβάτης στον οποίο δεν αποδίδονται ευθύνες για ορισμένα μέρη της συμπράξεως αυτής δεν μπορεί να είχε μετάσχει στην εφαρμογή των εν λόγω μερών της συμπράξεως. Η παράβαση των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού είναι, λόγω της περιορισμένης εκτάσεως της παραβάσεως για την οποία αποδίδονται ευθύνες στον παραβάτη αυτόν, λιγότερο σοβαρή από την καταλογιζόμενη στους παραβάτες που μετέσχαν σε όλα τα μέρη της παραβάσεως.

Συνεπώς, η Επιτροπή παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, παραλείποντας να λάβει υπόψη της, κατά τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων, το γεγονός ότι μια επιχείρηση μετέσχε σε ένα μόνο μέρος της συμπράξεως, αντιθέτως προς άλλες επιχειρήσεις μέλη της συμπράξεως αυτής, και αντιμετωπίζοντας, επομένως, διαφορετικές καταστάσεις κατά πανομοιότυπο τρόπο, χωρίς η αντιμετώπιση αυτή να είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένη.

(βλ. σκέψεις 162-164, 166)

7.      Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της σοβαρότητας μιας παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, για τον καθορισμό του αρχικού ποσού του επιβαλλομένου σε μια επιχείρηση προστίμου, η Επιτροπή μπορεί, χωρίς ωστόσο να της επιβάλλεται σχετική υποχρέωση, να συνεκτιμήσει το μέγεθος της επηρεασθείσας αγοράς. Προς τούτο, μπορεί να λάβει υπόψη της τον κύκλο εργασιών της σχετικής αγοράς. Κανένας βάσιμος λόγος δεν επιβάλλει ο υπολογισμός αυτού του κύκλου εργασιών μιας αγοράς να πραγματοποιείται αφού εξαιρεθούν από αυτόν ορισμένες δαπάνες παραγωγής. Πράγματι, σε όλους τους τομείς της βιομηχανίας υπάρχουν δαπάνες οι οποίες είναι σύμφυτες με το τελικό προϊόν και τις οποίες ο κατασκευαστής αδυνατεί να ελέγξει, αλλά που συνιστούν παρά ταύτα ουσιώδες στοιχείο του συνόλου των δραστηριοτήτων του και, κατά συνέπεια, δεν μπορούν να αποκλειστούν από τον κύκλο εργασιών κατά τον καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η τιμή μιας πρώτης ύλης συνιστά σημαντικό τμήμα της τελικής τιμής του τελειωμένου προϊόντος ούτε από το γεγονός ότι ο κίνδυνος διακυμάνσεων των τιμών μιας πρώτης ύλης είναι πολύ αυξημένος σε σχέση με άλλες πρώτες ύλες.

(βλ. σκέψεις 180, 182-183)