Language of document : ECLI:EU:C:2015:603

Υπόθεση C‑519/13

Alpha Bank Cyprus Ltd

κατά

Senh Dau Si κ.λπ.

(αίτηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή — Δικαστική συνεργασία σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις — Επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών και εξώδικων πράξεων — Κανονισμός (ΕΚ) 1393/2007 — Άρθρο 8 — Άρνηση παραλαβής της πράξεως — Παράλειψη μεταφράσεως ενός εκ των διαβιβαζόμενων εγγράφων — Παράλειψη χρήσεως του τυποποιημένου εντύπου του παραρτήματος ΙI του εν λόγω κανονισμού — Συνέπειες»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα)
της 16ης Σεπτεμβρίου 2015

1.        Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών και εξώδικων πράξεων — Κανονισμός 1393/2007 — Στόχοι

(Κανονισμός 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

2.        Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών και εξώδικων πράξεων — Κανονισμός 1393/2007— Άρνηση παραλαβής της πράξεως — Αρμοδιότητες και υποχρεώσεις της υπηρεσίας παραλαβής — Αρμοδιότητα εκτιμήσεως των προϋποθέσεων αρνήσεως — Δεν υφίσταται — Εκτίμηση που εναπόκειται στον δικαστή του κράτους μέλους διαβιβάσεως

(Κανονισμός 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 7, 8 §§ 1, 2 και 3, και παράρτημα I)

3.        Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών και εξώδικων πράξεων — Κανονισμός 1393/2007— Άρνηση παραλαβής της πράξεως — Δικαίωμα του παραλήπτη της πράξεως, του οποίου η άσκηση υπόκειται σε προϋποθέσεις — Υποχρέωση της υπηρεσίας παραλαβής να ενημερώσει τον εν λόγω παραλήπτη διά του τυποποιημένου εντύπου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα II του κανονισμού — Έλλειψη εξουσίας εκτιμήσεως

(Κανονισμός 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1, και παράρτημα II)

4.        Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών και εξώδικων πράξεων — Κανονισμός 1393/2007— Παράλειψη της υπηρεσίας παραλαβής να γνωστοποιήσει στον παραλήπτη της πράξεως το δικαίωμά του αρνήσεως, διά του τυποποιημένου εντύπου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα II Συνέπειες — Ακυρότητα της διαδικασίας — Δεν υφίσταται — Υποχρέωση της υπηρεσίας παραλαβής να θεραπεύσει την παράλειψη αυτή

(Κανονισμός 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, παράρτημα II)

1.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 29-33)

2.        Κατά το άρθρο 7 του κανονισμού 1393/2007, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, η υπηρεσία παραλαβής προβαίνει στην επίδοση ή στην κοινοποίηση της πράξεως στον παραλήπτη. Στο πλαίσιο αυτό, υποχρεούται, αφενός, να γνωστοποιήσει στην υπηρεσία διαβιβάσεως όλα τα σχετικά με την ενέργεια αυτή στοιχεία, διά του τυποποιημένου εντύπου του παραρτήματος I του κανονισμού αυτού και, αφετέρου, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, να γνωστοποιήσει στον παραλήπτη ότι μπορεί να αρνηθεί να παραλάβει την πράξη, εφόσον αυτή δεν έχει συνταχθεί ή μεταφραστεί σε γλώσσα κατανοητή στον παραλήπτη ή στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου επίδοσης ή κοινοποίησης, γλώσσες τις οποίες ο παραλήπτης τεκμαίρεται ότι γνωρίζει. Κατά τις παραγράφους 2 και 3 του ιδίου άρθρου, εάν ο παραλήπτης αρνηθεί την παραλαβή, η υπηρεσία παραλαβής ενημερώνει αμέσως την υπηρεσία διαβιβάσεως και επιστρέφει την αίτηση και την πράξη της οποίας ζητείται η μετάφραση. Αντιθέτως, οι εν λόγω υπηρεσίες δεν είναι αρμόδιες να κρίνουν ουσιαστικής φύσεως ζητήματα, όπως είναι το ποιες γλώσσες κατανοεί ο παραλήπτης της πράξεως ή το αν η πράξη πρέπει να συνοδεύεται από μετάφραση σε μία από τις γλώσσες που ορίζονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού. Ειδικότερα, ο κανονισμός αυτός δεν παρέχει στην υπηρεσία παραλαβής καμία εξουσία εκτιμήσεως περί του αν πληρούνται οι κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο παραλήπτης πράξεως μπορεί να αρνηθεί την παραλαβή.

Αντιθέτως, αρμόδιο να αποφανθεί επί τέτοιων ζητημάτων, σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ ενάγοντος και εναγομένου, είναι μόνον το δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως, το οποίο έχει επιληφθεί της υποθέσεως. Το εν λόγω δικαστήριο θα κληθεί να εξετάσει, κατόπιν αιτήσεως του ενάγοντος, εάν είναι δικαιολογημένη η άρνηση του παραλήπτη της πράξεως να την παραλάβει ως μη καταρτισθείσα σε γλώσσα την οποία κατανοεί ή τεκμαίρεται ότι κατανοεί. Προς τούτο, πρέπει να λάβει υπόψη του όλα τα στοιχεία της δικογραφίας, προκειμένου, αφενός, να διαπιστώσει τις γλωσσικές γνώσεις του παραλήπτη της πράξεως και, αφετέρου, να αποφασίσει εάν, βάσει της φύσεως της επίμαχης πράξεως, είναι απαραίτητη η μετάφρασή της.

Εν τέλει, το εν λόγω δικαστήριο θα πρέπει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, να εξασφαλίσει την ισόρροπη προστασία των αντίστοιχων δικαιωμάτων των διαδίκων, διά της σταθμίσεως του σκοπού, της αποτελεσματικότητας και της ταχύτητας της επιδόσεως ή της κοινοποιήσεως, προς το συμφέρον του ενάγοντος, και του σκοπού της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας, προς το συμφέρον του παραλήπτη.

(βλ. σκέψεις 36, 37, 40-43)

3.        Ο κανονισμός 1393/2007, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, έχει την έννοια ότι η υπηρεσία παραλαβής υποχρεούται σε κάθε περίπτωση και χωρίς να διαθέτει συναφώς περιθώριο εκτιμήσεως να γνωστοποιεί στον παραλήπτη πράξεως ότι έχει το δικαίωμα να αρνηθεί την παραλαβή της πράξεως αυτής, χρησιμοποιώντας συστηματικά προς τούτο το τυποποιημένο έντυπο του παραρτήματος II του εν λόγω κανονισμού.

Συγκεκριμένα, ο εν λόγω κανονισμός δεν εισάγει καμία εξαίρεση όσον αφορά τη χρήση των δύο τυποποιημένων εντύπων που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα I και II αυτού. Εξάλλου, τα εν λόγω έντυπα αποτελούν, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού αυτού, τα μέσα διά των οποίων οι παραλήπτες ενημερώνονται για τη δυνατότητά τους να αρνηθούν την παραλαβή της προς επίδοση ή κοινοποίηση πράξεως.

Όπως προκύπτει από τον τίτλο και το περιεχόμενο του τυποποιημένου εντύπου του παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού, η δυνατότητα αρνήσεως της παραλαβής της προς επίδοση ή προς κοινοποίηση πράξεως, κατά τα προβλεπόμενα στο εν λόγω άρθρο 8, παράγραφος 1, μπορεί να χαρακτηριστεί ως «δικαίωμα» του παραλήπτη της πράξεως. Ωστόσο, για να μπορεί το παρεχόμενο από τον νομοθέτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαίωμα να παραγάγει λυσιτελώς τα αποτελέσματά του, η ύπαρξη του δικαιώματος αυτού πρέπει να γνωστοποιείται εγγράφως στον παραλήπτη της πράξεως. Στο πλαίσιο του συστήματος του κανονισμού 1393/2007, η εν λόγω γνωστοποίηση διενεργείται διά του τυποποιημένου εντύπου του παραρτήματος II.

Επομένως, το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007 εμπεριέχει δύο πτυχές, συνδεόμενες βεβαίως μεταξύ τους, πλην όμως διακριτές, ήτοι, αφενός, το ουσιαστικό δικαίωμα του παραλήπτη της πράξεως να αρνηθεί να την παραλάβει, απλώς και μόνον επειδή δεν έχει καταρτιστεί ή δεν συνοδεύεται από μετάφραση σε γλώσσα την οποία τεκμαίρεται ότι κατανοεί, και, αφετέρου, την επίσημη γνωστοποίηση, από την υπηρεσία παραλαβής, της υπάρξεως του εν λόγω δικαιώματος. Με άλλα λόγια, η σχετική με το γλωσσικό καθεστώς της επίμαχης πράξεως προϋπόθεση δεν σχετίζεται με την ενημέρωση του παραλήπτη από την υπηρεσία παραλαβής, αλλά αποκλειστικά με το δικαίωμα αρνήσεως του τελευταίου.

Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι πρόδηλον ότι η άρνηση υπόκειται σαφώς σε προϋποθέσεις, υπό την έννοια ότι ο παραλήπτης της πράξεως μπορεί να την προβάλει μόνον εάν η επίμαχη πράξη δεν έχει καταρτιστεί ή δεν συνοδεύεται από μετάφραση σε γλώσσα την οποία τεκμαίρεται ότι κατανοεί ή σε επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής ή, εφόσον οι επίσημες γλώσσες του εν λόγω κράτους μέλους είναι πλείονες, στην επίσημη ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου πρόκειται να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί η πράξη.

Σε κάθε περίπτωση, η άσκηση του δικαιώματος αρνήσεως προϋποθέτει ότι ο παραλήπτης της πράξεως έχει επαρκώς ενημερωθεί, εκ των προτέρων και εγγράφως, για την ύπαρξη του δικαιώματός του.

Επομένως, η υπηρεσία παραλαβής, όταν επιδίδει ή κοινοποιεί την πράξη στον παραλήπτη της ή μεριμνά προς τούτο, υποχρεούται σε κάθε περίπτωση να επισυνάπτει στην επίμαχη πράξη το τυποποιημένο έντυπο του παραρτήματος II του κανονισμού 1393/2007, ενημερώνοντας τον εν λόγω παραλήπτη ότι έχει δικαίωμα να αρνηθεί την παραλαβή της πράξεως αυτής.

(βλ. σκέψεις 44, 45, 47, 49-51, 53-55, 58, 77 και διατακτ.)

4.        Ο κανονισμός 1393/2007, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, έχει την έννοια ότι η εκ μέρους της υπηρεσίας παραλαβής επίδοση ή κοινοποίηση πράξεως στον παραλήπτη της χωρίς επισύναψη του τυποποιημένου εντύπου του παραρτήματος II του κανονισμού δεν συνιστά λόγο ακυρότητας της διαδικασίας, η παράλειψη δε αυτή μπορεί να θεραπευθεί κατά τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού.

Συγκεκριμένα, δεν προκύπτει από καμία διάταξη του κανονισμού αυτού ότι η παράλειψη γνωστοποιήσεως στον παραλήπτη, διά του τυποποιημένου εντύπου του παραρτήματος II του κανονισμού, του δικαιώματός του να αρνηθεί την παραλαβή της πράξεως αυτής συνεπάγεται ακυρότητα της διαδικασίας επιδόσεως ή κοινοποιήσεως. Περαιτέρω, όσον αφορά τις συνέπειες της αρνήσεως του παραλήπτη πράξεως να την παραλάβει, ελλείψει μεταφράσεώς της σε γλώσσα την οποία αυτός κατανοεί ή σε επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής, έχει κριθεί, όσον αφορά τον κανονισμό 1348/2000 ο οποίος ίσχυσε πριν τον κανονισμό 1393/2007, ότι δεν επέρχεται ακυρότητα της διαδικασίας, αλλ’ αντιθέτως ο αποστολέας μπορεί να θεραπεύσει την έλλειψη του απαιτούμενου εγγράφου, αποστέλλοντας την αιτούμενη μετάφραση. Αντίστοιχη, πάντως, λύση πρέπει να γίνει δεκτή στην περίπτωση που η υπηρεσία παραλαβής παρέλειψε να κοινοποιήσει στον παραλήπτη πράξεως το τυποποιημένο έντυπο του παραρτήματος II του κανονισμού. Συγκεκριμένα, η παράλειψη κοινοποιήσεως του εν λόγω τυποποιημένου εντύπου και η άρνηση παραλαβής πράξεως ελλείψει κατάλληλης μεταφράσεως είναι στενά συνδεδεμένες, στον βαθμό που, σε αμφότερες τις περιπτώσεις αυτές, θίγεται η άσκηση, από τον παραλήπτη της εν λόγω πράξεως, του δικαιώματός του να αρνηθεί την παραλαβή της. Εξάλλου, το να κηρυχθεί άκυρη είτε η προς επίδοση ή κοινοποίηση πράξη είτε η διαδικασία επιδόσεως ή κοινοποιήσεως δεν θα συμβάδιζε με τον σκοπό του κανονισμού 1393/2007, ο οποίος προβλέπει την άμεση, ταχεία και αποτελεσματική διαβίβαση, μεταξύ των κρατών μελών σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις.

Κατά συνέπεια, σε περίπτωση παραλείψεως της γνωστοποιήσεως διά του τυποποιημένου εντύπου του παραρτήματος II του κανονισμού, η υπηρεσία παραλαβής πρέπει να γνωστοποιήσει αμέσως στους παραλήπτες της πράξεως ότι έχουν το δικαίωμα να αρνηθούν την παραλαβή της, διαβιβάζοντάς τους, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1393/2007, το εν λόγω τυποποιημένο έντυπο.

(βλ. σκέψεις 59-61, 63, 64, 66, 67, 72, 76, 77 και διατακτ.)