Language of document :

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 28ης Φεβρουαρίου 2018 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 – Άρθρο 15, παράγραφος 1 – Άρθρο 57, παράγραφοι 2 και 3 – Άρθρο 64 – Άρθρο 76, παράγραφος 2 – Κανονισμός (ΕΚ) 2868/95 – Κανόνας 22, παράγραφος 2 – Κανόνας 40, παράγραφος 6 – Διαδικασία κηρύξεως της ακυρότητας – Αιτήσεις κηρύξεως της ακυρότητας στηριζόμενες σε προγενέστερο εθνικό σήμα – Ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος – Απόδειξη – Απόρριψη των αιτήσεων – Συνεκτίμηση εκ μέρους του τμήματος προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) νέων αποδεικτικών στοιχείων – Ακύρωση των αποφάσεων του τμήματος ακυρώσεων του EUIPO – Αναπομπή – Συνέπειες»

Στην υπόθεση C‑418/16 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 27 Ιουλίου 2016,

mobile.de GmbH, πρώην mobile.international GmbH, με έδρα το Kleinmachnow (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον T. Lührig, Rechtsanwalt,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενο από τον M. Fischer,

καθού πρωτοδίκως,

η Rezon OOD, με έδρα τη Σόφια (Βουλγαρία), εκπροσωπούμενη από τον P. Kanchev, advokat,

παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, C. G. Fernlund, A. Arabadjiev, S. Rodin και E. Regan (εισηγητή), δικαστές,

γενικήεισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 23ης Νοεμβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτησή της αναιρέσεως, η mobile.de GmbH, πρώην mobile.international GmbH, ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 12ης Μαΐου 2016, mobile.international κατά EUIPO – Rezon (mobile.de) (T‑322/14 και T‑325/14, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2016:297), με την οποία αυτό απέρριψε τις δύο προσφυγές της νυν αναιρεσείουσας με αίτημα την ακύρωση των αποφάσεων του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) της 9ης Ιανουαρίου (υπόθεση R 922/2013-1) και της 13ης Φεβρουαρίου 2014 (υπόθεση R 951/2013-1) (στο εξής: επίδικες αποφάσεις), σχετικά με δύο διαδικασίες κηρύξεως της ακυρότητας μεταξύ mobile.international και Rezon OOD.

 Το νομικό πλαίσιο

 Ο κανονισμός (ΕΚ) 207/2009

2        Το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το [σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης] (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2424 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015 (ΕΕ 2015, L 341, σ. 21) (στο εξής: κανονισμός 207/2009), ορίζει τα εξής:

«1.      Κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το [ζη]τούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση:

[…]

β)      εάν, λόγω του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα· ο κίνδυνος σύγχυσης περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης με το προγενέστερο σήμα.

2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ως “προγενέστερα σήματα” νοούνται:

α)      τα σήματα τα οποία έχουν κατατεθεί πριν από την ημερομηνία αίτησης σήματος της ΕΕ, αφού ληφθεί υπόψη, ενδεχομένως, το προβαλλόμενο δικαίωμα προτεραιότητας, για τα σήματα αυτά και τα οποία ανήκουν στις ακόλουθες κατηγορίες:

[…]

ii)      σήματα καταχωρισμένα σε κράτος μέλος […]

[…]».

3        Το άρθρο 15 του κανονισμού 207/2009 προβλέπει τα εξής:

«1.      Εάν, εντός προθεσμίας πέντε ετών από την καταχώριση, ο δικαιούχος δεν έχει κάνει ουσιαστική χρήση του [σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης] μέσα στην [Ένωση] για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες αυτό έχει καταχωρισθεί, ή εάν έχει αναστείλει τη χρήση του επί μια συνεχή πενταετία, το [σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης] υπόκειται στις κυρώσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, εκτός εάν υπάρχει εύλογος αιτία για τη μη χρήση.

Κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου, ως χρήση θεωρείται επίσης:

α)      η χρήση του σήματος της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] υπό μορφή που διαφέρει ως προς στοιχεία τα οποία δεν μεταβάλλουν τον διακριτικό χαρακτήρα του σήματος στην καταχωρισμένη του μορφή, ανεξαρτήτως εάν το σήμα στη μορφή που χρησιμοποιείται είναι επίσης καταχωρισμένο στο όνομα του δικαιούχου·

[…]».

4        Το άρθρο 53, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

«Το σήμα της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] κηρύσσεται άκυρο μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο [EUIPO] […]:

α)      όταν υφίσταται προγενέστερο σήμα όπως αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, και πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 ή της παραγράφου 5 του εν λόγω άρθρου,

[…]».

5        Το άρθρο 54 του εν λόγω κανονισμού αφορά την απώλεια δικαιώματος λόγω ανοχής.

6        Κατά το άρθρο 57 του ίδιου αυτού κανονισμού:

«1.      Κατά την εξέταση της αίτησης έκπτωσης ή ακυρότητας, το [EUIPO] καλεί, όποτε είναι αναγκαίο, τους διαδίκους, να υποβάλουν, στις προθεσμίες που τους τάσσει, τις παρατηρήσεις τους για τις κοινοποιήσεις που τους έχει απευθύνει ή τις γνωστοποιήσεις που προέρχονται από τους λοιπούς διαδίκους.

2.      Μετά από αίτηση του δικαιούχου του σήματος της [Ευρωπαϊκής Ένωσης], ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος της [Ευρωπαϊκής Ένωσης], διάδικος σε διαδικασία ακυρότητας, οφείλει να αποδείξει ότι, κατά τη διάρκεια της πενταετίας που προηγήθηκε της ημερομηνίας της αίτησης κήρυξης της ακυρότητας, είχε γίνει ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] στην Ένωση για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία είχε καταχωρισθεί, και τα οποία ο δικαιούχος του εν λόγω προγενέστερου σήματος επικαλείται προς αιτιολόγηση της αίτησής του, ή ότι υπάρχει εύλογη αιτία για τη μη χρήση, εφόσον κατά την ημερομηνία αυτή το προγενέστερο σήμα της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] ήταν από πενταετίας τουλάχιστον καταχωρισμένο. […] Αν δεν αποδειχθούν τα ανωτέρω, η αίτηση [για κήρυξη] ακυρότητας απορρίπτεται. Αν το προγενέστερο σήμα της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] χρησιμοποιήθηκε για μέρος μόνο των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία καταχωρίσθηκε, τότε, για τους σκοπούς της εξέτασης της αίτησης κήρυξης της ακυρότητας, θεωρείται καταχωρισμένο γι’ αυτό το μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών μόνον.

3.      Η παράγραφος 2 εφαρμόζεται για τα προγενέστερα εθνικά σήματα που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 στοιχείο α), υπό τον όρο ότι η χρήση στην Ένωση αντικαθίσταται από τη χρήση στο κράτος μέλος στο οποίο προστατεύεται το προγενέστερο εθνικό σήμα.

[…]

5.      Αν, από την εξέταση της αίτησης έκπτωσης ή ακυρότητας, προκύψει ότι το σήμα δεν έπρεπε να είχε γίνει δεκτό προς καταχώριση για το σύνολο ή μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών για τις οποίες έχει καταχωρισθεί, ο δικαιούχος του κοινοτικού σήματος κηρύσσεται έκπτωτος των δικαιωμάτων του ή το σήμα κηρύσσεται άκυρο για τα συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες. Στην αντίθετη περίπτωση, η αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας απορρίπτεται.

[…]»

7        Το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 ορίζει τα εξής:

«Κατά την εξέταση της προσφυγής, το τμήμα προσφυγών καλεί τους διαδίκους, όποτε είναι αναγκαίο και εντός προθεσμίας που τους τάσσει, να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τις κοινοποιήσεις που τους έχει απευθύνει ή για τις γνωστοποιήσεις που προέρχονται από τους λοιπούς διαδίκους.»

8        Το άρθρο 64 του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής:

«1.      Μετά την εξέταση της προσφυγής επί της ουσίας, το τμήμα προσφυγών αποφαίνεται επί της προσφυγής. Δύναται, είτε να ασκήσει τις αρμοδιότητες του τμήματος που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, είτε να αναπέμψει την υπόθεση στο τμήμα αυτό για τα περαιτέρω.

2.      Αν το τμήμα προσφυγών αναπέμψει την υπόθεση για τα περαιτέρω στο τμήμα που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα αυτό δεσμεύεται από το σκεπτικό και το διατακτικό της απόφασης του τμήματος προσφυγών, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως είναι τα ίδια.

[…]»

9        Το άρθρο 76, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Το [EUIPO] μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη πραγματικά περιστατικά των οποίων δεν έγινε επίκληση ή αποδείξεις που δεν προσεκόμισαν εγκαίρως οι διάδικοι.»

 Ο κανονισμός εφαρμογής

10      Ο κανόνας 22, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1995, L 303, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1041/2005 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 2005 (ΕΕ 2005, L 172, σ. 4) (στο εξής: κανονισμός εφαρμογής), προβλέπει τα εξής:

«Αν ο ανακόπτων υποχρεούται να αποδείξει ότι έγινε χρήση του σήματος ή ότι συντρέχουν βάσιμοι λόγοι για τη μη χρήση, το [EUIPO] τον καλεί να προσκομίσει, μέσα σε προθεσμία που του τάσσει, τα απαιτούμενα αποδεικτικά στοιχεία. Αν ο ανακόπτων δεν προσκομίσει αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία εμπρόθεσμα, το [EUIPO] απορρίπτει την ανακοπή.»

11      Ο κανόνας 22, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού εφαρμογής αφορά τις αναφορές και τα αποδεικτικά στοιχεία που πρέπει να υποβάλλονται για την απόδειξη της χρήσης του σήματος.

12      Το άρθρο 40, παράγραφος 6, αυτού του κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Εάν ο αιτών πρέπει να παράσχει απόδειξη χρήσης ή απόδειξη ύπαρξης κατάλληλων λόγων μη χρήσης σύμφωνα με το άρθρο [57], παράγραφος 2 ή 3, του κανονισμού [207/2009], το [EUIPO] καλεί τον αιτούντα να παράσχει αποδείξεις πραγματικής χρήσης του σήματος εντός προθεσμίας που καθορίζει. Εάν οι αποδείξεις δεν παρασχεθούν εντός της καθορισθείσας προθεσμίας, η αίτηση για κήρυξη [ακυρότητας] απορρίπτεται. Ο κανόνας 22, [παράγραφος] 2 […] εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών.»

13      Ο κανόνας 50, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Οι διατάξεις που ισχύουν για τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και για τη διαδικασία προσφυγής, εκτός αν ορίζεται άλλως.

[…]

Στην περίπτωση που η προσφυγή αφορά απόφαση τμήματος ανακοπών, το τμήμα εξετάζει την προσφυγή μόνον όσον αφορά τα γεγονότα και τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν κατατεθεί εντός των προθεσμιών που ορίζονται ή διευκρινίζονται από το τμήμα ανακοπών σύμφωνα με τον κανονισμό [207/2009] και τους παρόντες κανόνες, εκτός εάν το τμήμα θεωρεί ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη επιπρόσθετα ή συμπληρωματικά γεγονότα και στοιχεία δυνάμει του άρθρου [76], παράγραφος 2, του κανονισμού [207/2009].»

 Το ιστορικό της διαφοράς

14      Στις 17 Νοεμβρίου 2008, η νυν αναιρεσείουσα κατέθεσε ενώπιον του EUIPO δύο αιτήσεις καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά, αντιστοίχως, με το λεκτικό σημείο mobile.de (στο εξής: λεκτικό σήμα) και το εικονιστικό σημείο (στο εξής: εικονιστικό σήμα) που απεικονίζεται κατωτέρω:

Image not found

15      Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες, για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση των σημάτων αυτών, εμπίπτουν στις κλάσεις 9, 16, 35, 38 και 42 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί (στο εξής: Διακανονισμός της Νίκαιας).

16      Το εικονιστικό σήμα και το λεκτικό σήμα καταχωρίσθηκαν, αντιστοίχως, στις 26 Ιανουαρίου και στις 29 Σεπτεμβρίου 2010.

17      Στις 18 Ιανουαρίου 2011, η Rezon υπέβαλε ενώπιον του EUIPO δύο αιτήσεις κηρύξεως της ακυρότητας, αντιστοίχως, του λεκτικού σήματος και του εικονιστικού σήματος, δυνάμει του άρθρο 53, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού. Προς στήριξη των αιτήσεων αυτών, η Rezon επικαλέστηκε το βουλγάρικο εικονιστικό σήμα που είχε καταχωρισθεί στις 20 Απριλίου 2005 (στο εξής: επίμαχο προγενέστερο εθνικό σήμα) και το οποίο απεικονίζεται κατωτέρω:

Image not found

18      Το προγενέστερο εθνικό σήμα είχε καταχωρισθεί για υπηρεσίες που εμπίπτουν στις κλάσεις 35, 39 και 42 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 35: «Διαφήμιση· διοίκηση επιχειρήσεων· διαχείριση επιχειρήσεων· εργασίες γραφείου».

–        κλάση 39: «Μεταφορές· συσκευασία και αποθήκευση εμπορευμάτων· οργάνωση ταξιδιών», και

–        κλάση 42: «Υπηρεσίες επιστημονικές και τεχνολογικές και υπηρεσίες έρευνας και σχεδιασμού· υπηρεσίες βιομηχανικής ανάλυσης και έρευνας· σχεδιασμός και ανάπτυξη υλικού και λογισμικού ηλεκτρονικών υπολογιστών· νομικές υπηρεσίες».

19      Εντούτοις, οι αιτήσεις κηρύξεως της ακυρότητας στηρίχθηκαν μόνο στις υπηρεσίες που εμπίπτουν στις κλάσεις 35 και 42 του Διακανονισμού της Νίκαιας.

20      Ενώπιον του τμήματος ακυρώσεων του EUIPO (στο εξής: τμήμα ακυρώσεων), η νυν αναιρεσείουσα ζήτησε να αποδείξει η Rezon τη χρήση του επίμαχου προγενέστερου εθνικού σήματος, σύμφωνα με το άρθρο 57, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009, για τις υπηρεσίες που εμπίπτουν στις δύο αυτές κλάσεις.

21      Με δύο αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 2013, το τμήμα ακυρώσεων απέρριψε τις αιτήσεις κηρύξεως της ακυρότητας για τον λόγο ότι η Rezon δεν είχε προσκομίσει την απόδειξη αυτή.

22      Επιληφθέν των προσφυγών που άσκησε η Rezon κατά των αποφάσεων αυτών, το τμήμα προσφυγών, αφού έλαβε υπόψη, δυνάμει του άρθρου 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, μια σειρά από συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά στο πλαίσιο των προσφυγών αυτών, έκρινε, με το σημείο 61 εκάστης των προσβαλλομένων αποφάσεων, ότι η Rezon είχε αποδείξει την ουσιαστική χρήση του επίμαχου προγενέστερου εθνικού σήματος για τις υπηρεσίες διαφήμισης αυτοκινήτων οχημάτων που εμπίπτουν στην κλάση 35 του Διακανονισμού της Νίκαιας. Ως εκ τούτου, με το σημείο 62 των εν λόγω αποφάσεων, ακύρωσε τις αποφάσεις του τμήματος ακυρώσεων. Δεδομένου ότι τα μέρη δεν προέβαλαν κανένα επιχείρημα σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 και δεδομένου ότι το τμήμα ακυρώσεων δεν εξέτασε τον κίνδυνο συγχύσεως, το τμήμα προσφυγών, με το σημείο 62 των ως άνω αποφάσεων, ανέπεμψε τις υποθέσεις στο τμήμα ακυρώσεων προκειμένου να εξετάσει τις αιτήσεις κηρύξεως της ακυρότητας επί της ουσίας, σύμφωνα με το άρθρο 64 του εν λόγω κανονισμού.

 Οι προσφυγές ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

23      Με δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Μαΐου (υπόθεση T‑325/14) και στις 7 Μαΐου 2014 (υπόθεση T‑322/14), η νυν αναιρεσείουσα άσκησε δύο προσφυγές με αίτημα την ακύρωση των επίδικων αποφάσεων.

24      Το Γενικό Δικαστήριο, αφού με απόφαση της 4ης Μαρτίου 2016 αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑322/14 και T‑325/14 προς έκδοση κοινής αποφάσεως περατώνουσας τη δίκη, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απέρριψε τις προσφυγές αυτές στο σύνολό τους.

 Αιτήματα των διαδίκων

25      Με την αίτησή της αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και

–        να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

26      Το EUIPO και η Rezon ζητούν από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Επί του αιτήματος επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας

27      Μετά την ανάπτυξη των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα, η αναιρεσείουσα ζήτησε, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 26 Ιανουαρίου 2018, να διαταχθεί η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας. Προς στήριξη του αιτήματός της, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι από το άρθρο 10, παράγραφος 7, και το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/1430 της Επιτροπής, της 18ης Μαΐου 2017, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 207/2009 του Συμβουλίου για το σήμα της ΕΕ και για την κατάργηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2868/95 και (ΕΚ) αριθ. 216/96 της Επιτροπής (ΕΕ 2017, L 205, σ. 1), που τέθηκε σε εφαρμογή, με την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων, από 1ης Οκτωβρίου 2017, προκύπτει ότι μόνο «βάσιμοι λόγοι» δύνανται να δικαιολογήσουν να λαμβάνει υπόψη το EUIPO, κατά το άρθρο 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη χρήση προγενέστερου σήματος που ο αιτών την κήρυξη της ακυρότητας προσκόμισε εκτός της ταχθείσας προθεσμίας. Από αυτό συνάγεται, κατά την αναιρεσείουσα, ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος. Εξάλλου, διατυπώνοντας, στο σημείο 40 των προτάσεών της, την άποψη ότι ο έκτος λόγος αναιρέσεως δεν είναι βάσιμος, λόγω της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει το EUIPO να λαμβάνει υπόψη πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία, η γενική εισαγγελέας δεν απαντά στο ερώτημα αν η διακριτική αυτή ευχέρεια ασκήθηκε χωρίς το EUIPO να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο.

28      Υπενθυμίζεται ότι ο Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο Κανονισμός Διαδικασίας του δεν προβλέπουν τη δυνατότητα των ενδιαφερόμενων μερών να διατυπώνουν παρατηρήσεις σε απάντηση των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα (απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Vnuk, C‑162/13, EU:C:2014:2146, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

29      Δυνάμει του άρθρου 252, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αποστολή του γενικού εισαγγελέα είναι να διατυπώνει δημόσια, με πλήρη αμεροληψία και ανεξαρτησία, αιτιολογημένες προτάσεις επί των υποθέσεων οι οποίες, σύμφωνα με τον Οργανισμό του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαιτούν την παρέμβασή του. Το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται ούτε από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα ούτε από την αιτιολογία βάσει της οποίας αυτός καταλήγει στις εν λόγω προτάσεις (απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 25).

30      Κατά συνέπεια, η διαφωνία διαδίκου με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, ανεξαρτήτως των ζητημάτων που εξετάζει στο πλαίσιο αυτών, δεν μπορεί να συνιστά αυτή καθαυτήν λόγο που δικαιολογεί την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας (απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 26).

31      Τούτου λεχθέντος, το Δικαστήριο μπορεί ανά πάσα στιγμή, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 83 του Κανονισμού Διαδικασίας του, ιδίως αν κρίνει ότι δεν έχει διαφωτισθεί επαρκώς ή, ακόμη, ότι η διαφορά πρέπει να επιλυθεί βάσει επιχειρήματος που δεν έχει συζητηθεί μεταξύ των διαδίκων ή των ενδιαφερομένων στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (απόφαση της 29 Απριλίου 2015, Nordzucker, C‑148/14, EU:C:2015:287, σκέψη 24).

32      Αυτό δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Πράγματι, όπως και το EUIPO και η Rezon, η αναιρεσείουσα είχε τη δυνατότητα να αναπτύξει, στο πλαίσιο της έγγραφης διαδικασίας, το σύνολο των πραγματικών και νομικών επιχειρημάτων της προς στήριξη των αιτημάτων της, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τη δυνατότητα υποβολής, στο πλαίσιο διαδικασίας κηρύξεως της ακυρότητας, πρόσθετων αποδεικτικών στοιχείων της χρήσεως προγενέστερου σήματος, δυνάμει του άρθρου 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009. Επομένως, το Δικαστήριο κρίνει, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, ότι διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να αποφανθεί επί της διαφοράς καθώς και ότι τα στοιχεία αυτά αποτέλεσαν αντικείμενο της διεξαχθείσας ενώπιόν του συζητήσεως.

33      Κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο εκτιμά ότι δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως

34      Η Rezon υποστηρίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως δεν περιέχει σαφή ένδειξη ως προς τους λόγους που καθιστούν αναγκαία την επανεξέταση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, η αναιρεσείουσα δεν αποδεικνύει έννομο συμφέρον προς άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως. Συγκεκριμένα, η εντολή ad litem που επισυνάπτεται στην εν λόγω αίτηση αναιρέσεως δεν περιέχει καμία έκφραση βουλήσεως σχετικά με ενδεχόμενη εξουσία εκπροσωπήσεως ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Η εντολή αυτή αφορά προηγούμενες διαδικασίες και η διατύπωσή της δεν είναι αρκετά ακριβής προκειμένου να θεμελιώσει μια τέτοια εξουσία.

35      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από το άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και το άρθρο 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να προσδιορίζει με ακρίβεια τα προσβαλλόμενα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 169, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού απαιτεί οι προβαλλόμενοι λόγοι και τα προβαλλόμενα νομικά επιχειρήματα να προσδιορίζουν με ακρίβεια τα σημεία του σκεπτικού της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου που αμφισβητούνται (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Μαλλής κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C‑105/15 P έως C‑109/15 P, EU:C:2016:702, σκέψεις 33 και 34).

36      Εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις αυτές προδήλως πληρούνται. Πράγματι, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως εκθέτει με όλη την απαιτούμενη σαφήνεια τα προσβαλλόμενα στοιχεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως καθώς και τους λόγους και τα επιχειρήματα που προβάλλονται για την αναίρεσή της.

37      Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 56, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναίρεση μπορεί να ασκηθεί από τον εν όλω ή εν μέρει ηττηθέντα διάδικο, ενώ οι παρεμβαίνοντες, εξαιρέσει των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, δεν μπορούν να ασκήσουν αναίρεση, εκτός εάν η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου τους θίγει απευθείας.

38      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η mobile.de είχε, σε πρώτο βαθμό, την ιδιότητα της προσφεύγουσας και όχι της παρεμβαίνουσας και καθόσον τα αιτήματά της απορρίφθηκαν στο σύνολό τους, η ενεργητική της νομιμοποίηση και το έννομο συμφέρον της στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως θεμελιώνονται στο γεγονός αυτό, χωρίς αυτή να οφείλει συναφώς να αποδείξει ότι η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου τη θίγει ευθέως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 5ης Απριλίου 2017, EUIPO κατά Szajner, C‑598/14 P, EU:C:2017:265, σκέψη 24).

39      Τέλος, ο δικηγόρος ο οποίος εκπροσωπεί την αναιρεσείουσα στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως απέδειξε, σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, την ιδιότητά του με πληρεξούσιο που εξέδωσε η εταιρία αυτή προκειμένου να την εκπροσωπήσει στο πλαίσιο οποιασδήποτε διαφοράς στον τομέα του δικαίου των σημάτων.

40      Επομένως, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να απορριφθεί εξαρχής ως απαράδεκτη στο σύνολό της.

 Επί της ουσίας

 Επί του πρώτου και του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

41      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 57, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009, καθώς και τον κανόνα 22, παράγραφος 2, και τον κανόνα 40, παράγραφος 6, του κανονισμού εφαρμογής, καθόσον έκρινε ότι το τμήμα προσφυγών μπορούσε να λάβει υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία για την ουσιαστική χρήση του προγενέστερου εθνικού σήματος που προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιόν του. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε, με τις σκέψεις 27 και 28 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, σε περίπτωση που ορισμένα στοιχεία τα οποία σκοπούν να αποδείξουν τη χρήση αυτή προσκομίσθηκαν εντός της ταχθείσας από το EUIPO προθεσμίας, η διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας πρέπει, καταρχήν, να συνεχίσει την πορεία της.

42      Η συλλογιστική αυτή είναι αντίθετη τόσο προς το γράμμα όσο και προς την οικονομία των διαφόρων αυτών διατάξεων. Πράγματι, η έννοια των «αποδεικτικών στοιχείων», κατά το άρθρο 57, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, απαιτεί ο αιτών την κήρυξη της ακυρότητας να αποδεικνύει πράγματι την ουσιαστική χρήση του εν λόγω προγενέστερου σήματος. Αν δεν αποδεικνύεται η χρήση αυτή, η αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας απορρίπτεται. Ομοίως, ο κανόνας 22, παράγραφος 2, και ο κανόνας 40, παράγραφος 6, του κανονισμού εφαρμογής διευκρινίζουν ότι η ανακοπή και η αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας πρέπει να απορρίπτονται αν η «απόδειξη της χρήσεως» δεν έχει προσκομιστεί εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Συναφώς, το άρθρο 57, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, ως γενική διάταξη διαδικαστικού χαρακτήρα, αντικαταστάθηκε από τις πιο ειδικές διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 57, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, καθώς και από τους εν λόγω κανόνες.

43      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, που αφορά παράβαση του άρθρου 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο, πρώτον, ότι εφάρμοσε τη διάταξη αυτή. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνον «εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη διάταξη». Ωστόσο, ο κανόνας 22, παράγραφος 2, και ο κανόνας 40, παράγραφος 6, του κανονισμού εφαρμογής αποτελούν ακριβώς τέτοιου είδους «αντίθετες διατάξεις». Επιπλέον, ενώ ο κανόνας 50, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού αυτού περιλαμβάνει ειδικό κανόνα που παρέχει στο τμήμα προσφυγών τη δυνατότητα να λάβει υπόψη νέα πραγματικά περιστατικά στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής, τέτοιος ειδικός κανόνας δεν υφίσταται για τη διαδικασία κηρύξεως της ακυρότητας. Επιπροσθέτως, θα ήταν σύμφωνο με τον σκοπό των κανόνων αυτών τα τμήματα προσφυγών να έχουν τέτοια εξουσία μόνο στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής, δεδομένου ότι, σε αντίθεση με τον ανακόπτοντα, που υποχρεούται στην τήρηση μιας πολύ σύντομης προθεσμίας, ο δικαιούχος προγενέστερου δικαιώματος θα μπορούσε να καθορίσει ο ίδιος το χρονικό σημείο της κινήσεως της διαδικασίας κηρύξεως της ακυρότητας και, σε περίπτωση που δεν ασκηθεί ανακοπή, ο δικαιούχος του σήματος θα μπορούσε δικαιολογημένα να έχει εμπιστοσύνη όσον αφορά την ύπαρξή του.

44      Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 40 έως 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, βασίστηκε αποκλειστικά στο γεγονός ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν εκπροθέσμως ήταν πράγματι σημαντικά, χωρίς να εξετάσει ούτε το στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο αυτά προσκομίσθηκαν ούτε το ζήτημα αν οι περιστάσεις υπό τις οποίες αυτά προσκομίσθηκαν απέκλειαν ενδεχομένως τη συνεκτίμησή τους. Ωστόσο, εν προκειμένω, η αιτούσα την κήρυξη της ακυρότητας είχε στη διάθεσή της τα επίμαχα αποδεικτικά στοιχεία ήδη κατά το στάδιο της κινήσεως της διαδικασίας και είχε κατ’ επανάληψη την ευκαιρία να λάβει θέση επί των επικρίσεων της νυν αναιρεσείουσας σχετικά με την αποδεικτική αξία των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων.

45      Τρίτον, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι, αντιθέτως προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα τιμολόγια που προσκομίσθηκαν ενώπιον του τμήματος προσφυγών δεν συνιστούσαν επιβεβαίωση ή αποσαφήνιση των καταλόγων τιμολογίων που προσκομίσθηκαν ενώπιον του τμήματος ακυρώσεων. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε, με τη σκέψη 43 της εν λόγω αποφάσεως, τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε σε αντιφατικά επιχειρήματα, καθόσον θεώρησε, αφενός, ότι οι εν λόγω κατάλογοι είχαν ήδη σημαντική αποδεικτική αξία ενώπιον του τμήματος ακυρώσεων και, αφετέρου, ότι μόνον τα τιμολόγια αυτά επέτρεπαν να γίνει κατανοητό ότι οι εν λόγω κατάλογοι αποτελούσαν καταλόγους τιμολογίων. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά καθόσον έκρινε ότι η αναιρεσείουσα είχε παραδεχθεί ότι ήταν σε θέση να κατανοήσει την αναφορά «διαφήμιση στη mobile.bg» στη βουλγαρική γλώσσα, δεδομένου ότι αυτή δεν ήταν σε θέση να εντοπίσει, βάσει των καταλόγων, οποιαδήποτε αναφορά στην παροχή υπηρεσιών διαφημίσεως.

46      Το EUIPO, υποστηριζόμενο από τη Rezon, φρονεί ότι οι δύο αυτοί λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

47      Κατά το άρθρο 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, το EUIPO μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη πραγματικά περιστατικά των οποίων δεν έγινε επίκληση ή αποδείξεις που δεν προσκόμισαν εγκαίρως οι διάδικοι.

48      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, την οποία υπενθυμίζει το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 25 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, από το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι, κατά κανόνα και εκτός άλλης αντίθετης διατάξεως, η επίκληση πραγματικών περιστατικών και η προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων από τους διαδίκους παραμένει δυνατή και μετά το πέρας των σχετικών προθεσμιών που προβλέπονται στον κανονισμό 207/2009, καθώς και ότι επ’ ουδενί απαγορεύεται στο EUIPO να λαμβάνει υπόψη πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που έχουν υποβληθεί εκπροθέσμως στην κρίση του (αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2007, ΓΕΕΑ κατά Kaul, C‑29/05 P, EU:C:2007:162, σκέψη 42, και της 4ης Μαΐου 2017, Comercializadora Eloro κατά EUIPO, C‑71/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:345, σκέψη 55).

49      Η ως άνω διάταξη, διευκρινίζοντας ότι το EUIPO «μπορεί» σε ανάλογες περιπτώσεις να αποφασίσει να μη λάβει υπόψη παρόμοια αποδεικτικά στοιχεία, παρέχει στην πράξη στο EUIPO ευρεία διακριτική ευχέρεια, προκειμένου να καταλήξει, αιτιολογώντας την απόφασή του επί του σημείου αυτού, αν πρέπει να τα λάβει υπόψη ή όχι (αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2007, ΓΕΕΑ κατά Kaul, C‑29/05 P, EU:C:2007:162, σκέψεις 43, 63 και 68, καθώς και της 4ης Μαΐου 2017, Comercializadora Eloro κατά EUIPO, C‑71/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:345, σκέψη 56).

50      Στο μέτρο που ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως που προέβαλε η αναιρεσείουσα αφορούν την εξουσία εκτιμήσεως την οποία διαθέτει το τμήμα προσφυγών, πρέπει, προκειμένου να εκτιμηθεί αν υφίσταται «αντίθετη διάταξη» προς το άρθρο 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, δυνάμενη να στερήσει το EUIPO από μια τέτοια διακριτική ευχέρεια, να ληφθούν υπόψη οι κανόνες που διέπουν τη διαδικασία προσφυγής.

51      Συναφώς, ο κανόνας 50, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής προβλέπει ότι, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη διάταξη, οι διατάξεις οι οποίες διέπουν τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση εφαρμόζονται mutatis mutandis στη διαδικασία προσφυγής.

52      Όσον αφορά, όμως, την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων περί της ουσιαστικής χρήσεως του προγενεστέρου σήματος κατά το άρθρο 57, παράγραφοι 2 ή 3, του κανονισμού 207/2009, στο πλαίσιο, όπως εν προκειμένω, διαδικασίας κηρύξεως της ακυρότητας που κινήθηκε βάσει του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, ο κανόνας 40, παράγραφος 6, του κανονισμού εφαρμογής προβλέπει ότι το EUIPO οφείλει να ζητήσει από τον δικαιούχο του προγενέστερου σήματος να αποδείξει τη χρήση του σήματος κατά τη διάρκεια μιας περιόδου που καθορίζει.

53      Μολονότι από το γράμμα της διατάξεως αυτής συνάγεται ότι, όταν δεν παρέχεται εντός της προθεσμίας που τάσσει το EUIPO κανένα αποδεικτικό στοιχείο για τη χρήση του οικείου σήματος, η αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας πρέπει να απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως από το EUIPO, δεν ισχύει, αντιθέτως, το ίδιο, όπως ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 27 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όταν ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη χρήση αυτή προσκομίσθηκαν εμπροθέσμως (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, Centrotherm Systemtechnik κατά ΓΕΕΑ και centrotherm Clean Solutions, C‑610/11 P, EU:C:2013:593, σκέψη 86, καθώς και της 4ης Μαΐου 2017, Comercializadora Eloro κατά EUIPO, C‑71/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:345, σκέψη 58).

54      Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, και εφόσον δεν προκύπτει εκ πρώτης όψεως ότι τα στοιχεία αυτά είναι παντελώς αλυσιτελή για την απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως του σήματος, η διαδικασία πρέπει να συνεχίζεται. Επομένως, το EUIPO οφείλει, όπως ορίζει το άρθρο 57, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, να καλεί, όποτε είναι αναγκαίο, τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους για τις κοινοποιήσεις που τους έχει απευθύνει ή τις γνωστοποιήσεις που προέρχονται από τους λοιπούς διάδικους. Στο πλαίσιο αυτό, αν η αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας απορριφθεί για τον λόγο ότι το προγενέστερο σήμα δεν αποτέλεσε αντικείμενο ουσιαστικής χρήσεως, η απόρριψη αυτή δεν απορρέει από την εφαρμογή του κανόνα 40, παράγραφος 6, του κανονισμού εφαρμογής, δηλαδή από μια διάταξη κατά βάση διαδικαστικής φύσεως, αλλά αποκλειστικώς από την εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων του άρθρου 57, παράγραφοι 2 ή 3, του κανονισμού 207/2009 (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, Centrotherm Systemtechnik κατά ΓΕΕΑ και centrotherm Clean Solutions, C‑610/11 P, EU:C:2013:593, σκέψη 87).

55      Επομένως, όπως ορθώς διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 29 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η προσκόμιση σχετικών με τη χρήση του προγενέστερου σήματος αποδεικτικών στοιχείων τα οποία έρχονται να προστεθούν σε άλλα στοιχεία, προσκομισθέντα εντός της προθεσμίας που είχε τάξει το EUIPO δυνάμει του κανόνα 40, παράγραφος 6, του κανονισμού εφαρμογής, παραμένει δυνατή και μετά το πέρας της εν λόγω προθεσμίας και σε καμία περίπτωση δεν απαγορεύεται στο EUIPO να λάβει υπόψη συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία υποβλήθηκαν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, εκπροθέσμως, κάνοντας χρήση της διακριτικής ευχέρειας που του παρέχει το άρθρο 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, Centrotherm Systemtechnik κατά ΓΕΕΑ και centrotherm Clean Solutions, C‑610/11 P, EU:C:2013:593, σκέψη 88, καθώς και διάταξη της 16ης Ιουνίου 2016, L’Oréal κατά EUIPO, C‑611/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:463, σκέψη 25).

56      Επομένως, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, ο κανόνας 40, παράγραφος 6, του κανονισμού εφαρμογής δεν συνιστά διάταξη αντίθετη προς το άρθρο 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, με συνέπεια το τμήμα προσφυγών να μη μπορεί να λάβει υπόψη τα πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη χρήση του εν λόγω προγενέστερου σήματος που προσκόμισε ο αιτών την κήρυξη της ακυρότητας προς στήριξη της προσφυγής του ενώπιον αυτού (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, Centrotherm Systemtechnik κατά ΓΕΕΑ και centrotherm Clean Solutions, C‑610/11 P, EU:C:2013:593, σκέψη 88).

57      Όσον αφορά, εξάλλου, τη διαδικασία προσφυγής, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι από το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 76, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, προκύπτει ότι, για την εξέταση της ουσίας της προσφυγής της οποίας έχει επιληφθεί, το τμήμα προσφυγών όχι μόνον καλεί τους διαδίκους, οσάκις απαιτείται, να υποβάλουν, εντός προθεσμίας που αυτό καθορίζει, παρατηρήσεις επί των κοινοποιήσεων που τους έχει απευθύνει, αλλά μπορεί επίσης να αποφασίσει τη διεξαγωγή αποδείξεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η προσκόμιση των πραγματικών και αποδεικτικών στοιχείων.Με τις διατάξεις αυτές επιβεβαιώνεται η δυνατότητα προβολής νέων πραγματικών περιστατικών κατά τα διάφορα στάδια της ενώπιον του EUIPO διαδικασίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 13ης Μαρτίου 2007, ΓΕΕΑ κατά Kaul, C‑29/05 P, EU:C:2007:162, σκέψη 58).

58      Επιπλέον, η αναιρεσείουσα δεν μπορεί επίσης να προβάλει ότι ο κανόνας 50, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής αποτελεί διάταξη αντίθετη προς το άρθρο 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009.

59      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ο εν λόγω κανόνας 50, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ορίζει ότι, όταν η προσφυγή βάλλει κατά αποφάσεως του τμήματος ανακοπών, το τμήμα προσφυγών εξετάζει την προσφυγή μόνον όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία έχουν προβληθεί ή, αντιστοίχως, κατατεθεί εντός των προθεσμιών που τάσσει ή ορίζει το τμήμα ανακοπών, εκτός αν το τμήμα εκτιμά ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη πρόσθετα ή συμπληρωματικά πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία δυνάμει του άρθρου 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009.

60      Στο πλαίσιο αυτό, ο κανονισμός εφαρμογής προβλέπει ρητώς ότι το τμήμα προσφυγών διαθέτει, στο πλαίσιο της εξετάσεως προσφυγής κατά αποφάσεως του τμήματος ανακοπών, διακριτική ευχέρεια δυνάμει τόσο του κανόνα 50, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής όσο και του άρθρου 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 ως προς το ζήτημα αν πρέπει να λάβει υπόψη, ή όχι, νέα ή συμπληρωματικά πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία τα οποία οι διάδικοι δεν επικαλέστηκαν ή, αντιστοίχως, δεν προσκόμισαν εντός των προθεσμιών που έταξε ή όρισε το τμήμα ανακοπών (απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Rintisch κατά ΓΕΕΑ, C‑122/12 P, EU:C:2013:628, σκέψη 33).

61      Ωστόσο, εξ αυτού δεν μπορεί να συναχθεί, a contrario, ότι, κατά την εξέταση προσφυγής κατά αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων, το τμήμα προσφυγών δεν έχει τέτοια εξουσία εκτιμήσεως. Συγκεκριμένα, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, ο κανόνας 50, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής συνιστά απλώς, όσον αφορά την εξέταση προσφυγής κατά αποφάσεως του τμήματος ανακοπών, έκφραση της αρχής που απορρέει από το άρθρο 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, το οποίο συνιστά τη νομική βάση του εν λόγω κανόνα 50 και περιέχει μια διάταξη οριζοντίου εφαρμογής εντός του συστήματος του εν λόγω κανονισμού η οποία, επομένως, τυγχάνει εφαρμογής ανεξαρτήτως της φύσεως της διαδικασίας περί της οποίας πρόκειται (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 21ης Ιουλίου 2016, EUIPO κατά Grau Ferrer, C‑597/14 P, EU:C:2016:579, σκέψεις 25 και 27).

62      Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε, με τις σκέψεις 24 έως 29 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το τμήμα προσφυγών μπορεί, στο πλαίσιο εξετάσεως προσφυγής βάλλουσας κατά της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων, να λάβει υπόψη συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ουσιαστική χρήση του εν λόγω προγενέστερου σήματος τα οποία δεν προσκομίσθηκαν εντός της ταχθείσας από αυτό προθεσμίας.

63      Κατά τα λοιπά, καθόσον η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι προέβη σε ελλιπή εκτίμηση των κριτηρίων που δικαιολογούν τη λήψη υπόψη τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων, υπενθυμίζεται ότι η συνεκτίμηση από το EUIPO πραγματικών περιστατικών ή αποδεικτικών στοιχείων που δεν υποβλήθηκαν εμπροθέσμως στην κρίση του, όταν αυτό καλείται να αποφανθεί στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής, μπορεί να δικαιολογηθεί ιδίως όταν το EUIPO θεωρεί, αφενός, ότι τα εκπροθέσμως προσκομισθέντα στοιχεία ενδέχεται, εκ πρώτης όψεως, να έχουν πράγματι σημασία για την τύχη της ασκηθείσας ενώπιόν του αιτήσεως για την κήρυξη της ακυρότητας και, αφετέρου, ότι η απόρριψή τους δεν κρίνεται επιβεβλημένη λόγω είτε του σταδίου της διαδικασίας κατά το οποίο γίνεται η εκπρόθεσμη υποβολή τους είτε των σχετικών με αυτήν περιστάσεων (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2007, ΓΕΕΑ κατά Kaul, C‑29/05 P, EU:C:2007:162, σκέψη 44, και της 4ης Μαΐου 2017, Comercializadora Eloro κατά EUIPO, C‑71/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:345, σκέψη 59).

64      Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι, με τις σκέψεις 39 έως 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε όχι μόνον αν τα εκπροθέσμως υποβληθέντα αποδεικτικά στοιχεία είχαν πράγματι τέτοια σημασία, αλλά και αν το στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε η εκπρόθεσμη αυτή υποβολή και οι σχετικές με αυτή περιστάσεις δεν επέτρεπαν στη συνεκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων.

65      Τέλος, στο μέτρο που η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι εκτίμησε εσφαλμένως την αποδεικτική αξία και παραμόρφωσε το περιεχόμενο ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 256 ΣΛΕΕ καθώς και από το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται στα νομικά ζητήματα. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να προβαίνει στη διαπίστωση και εκτίμηση των σχετικών πραγματικών περιστατικών και να εκτιμά τα αποδεικτικά στοιχεία. Η εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων δεν συνιστά, συνεπώς, υπό την επιφύλαξη της ενδεχόμενης παραμορφώσεώς τους, νομικό ζήτημα υποκείμενο, αυτό καθεαυτό, στον έλεγχο του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτήσεως αναιρέσεως (απόφαση της 17ης Μαρτίου 2016, Naazneen Investments καά ΓΕΕΑ, C‑252/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:178, σκέψη 59).

66      Εξάλλου, λαμβανομένου υπόψη του εξαιρετικού χαρακτήρα της αιτιάσεως περί παραμορφώσεως των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, τόσο οι προμνημονευθείσες διατάξεις όσο και το άρθρο 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου επιβάλλουν ειδικότερα στον αναιρεσείοντα την υποχρέωση να παραθέτει επακριβώς τα στοιχεία που παραμορφώθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο και να καταδεικνύει τα σφάλματα αναλύσεως που, κατά την εκτίμησή του, οδήγησαν στην παραμόρφωση αυτή. Η παραμόρφωση αυτή πρέπει να προκύπτει προδήλως από τη δικογραφία, χωρίς να απαιτείται εκ νέου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2016, Pensa Pharma κατά EUIPO, C‑442/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:720, σκέψεις 21 και 60).

67      Εν προκειμένω, ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, προσάπτοντας στο Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων, η αναιρεσείουσα επιδιώκει, στην πραγματικότητα, να προβεί το Δικαστήριο σε νέα εκτίμηση των στοιχείων αυτών όσον αφορά το ζήτημα αν τα τιμολόγια που προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών σκοπούσαν, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην ενίσχυση και την αποσαφήνιση του περιεχομένου των αποδεικτικών στοιχείων που είχαν προσκομισθεί ενώπιον του τμήματος ακυρώσεων. Αντιθέτως, η αναιρεσείουσα ουδόλως επιδιώκει να αποδείξει, προσδιορίζοντας επακριβώς τα φερόμενα ως παραμορφωθέντα στοιχεία, ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη συναφώς σε διαπιστώσεις προδήλως αντίθετες προς το περιεχόμενο των εγγράφων της δικογραφίας ή ότι προσέδωσε σε αυτά περιεχόμενο το οποίο προφανώς δεν έχουν.

68      Επομένως, η επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας πρέπει, κατά το μέτρο αυτό, να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

69      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως, εν μέρει, απαράδεκτοι και, εν μέρει, αβάσιμοι.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

70      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέβη το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, καθόσον δεν έλαβε υπόψη τις διαφορές, εν μέρει, φωνητικές και, εν μέρει, εννοιολογικές μεταξύ των επίμαχων σημείων.

71      Καταρχάς, κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο δεν προέβη, στις σκέψεις 51 έως 61 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε φωνητική ανάλυση των επίμαχων σημάτων. Πλην όμως, από φωνητικής απόψεως, ο διακριτικός χαρακτήρας του επίμαχου προγενέστερου εθνικού σήματος διαφοροποιείται έντονα με την προσθήκη των λεκτικών στοιχείων «.bg».

72      Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι ο διακριτικός χαρακτήρας δεν μεταβάλλεται με την προσθήκη εικονιστικών και λεκτικών στοιχείων. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στηρίχθηκε αποκλειστικά στα διάφορα στοιχεία των επίμαχων σημάτων και όχι στη συνολική εντύπωση που αυτά προκαλούν. Πλην όμως, αφενός, λόγω του ασθενούς διακριτικού χαρακτήρα της λέξης «mobile» στο πλαίσιο της συνολικής εντυπώσεως, η απουσία εικονιστικού στοιχείου έχει τέτοια σημασία στις μορφές χρήσης «mobile.bg» και «mobile bg» ώστε ο διακριτικός χαρακτήρας να είναι περιορισμένος. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη, κατά την εκτίμηση της συνολικής εντυπώσεως του επίμαχου προγενέστερου εθνικού σήματος, την προσθήκη του λεκτικού στοιχείου «.bg», μολονότι αυτό περιόριζε τον διακριτικό χαρακτήρα του σημείου αυτού στο σύνολό του.

73      Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει την εννοιολογική σημασία του σημείου «mobilen.bg». Πράγματι, αντιθέτως προς το «mobile», το «mobilen» είναι μια βουλγαρική λέξη της καθομιλουμένης που σημαίνει «κινητός, ικανός για κίνηση». Πλην όμως παραλλάσσουσα εννοιολογική σημασία συνεπάγεται, κατ’ ανάγκην, περιορισμό του διακριτικού χαρακτήρα.

74      Το EUIPO υποστηρίζει ότι ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

75      Επισημαίνεται εξαρχής ότι η αναιρεσείουσα, καθόσον προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν εξέτασε τη φωνητική και εννοιολογική ομοιότητα μεταξύ του επίμαχου προγενέστερου εθνικού σήματος, όπως αυτό καταχωρίσθηκε, και των διαφόρων λεκτικών καθώς και εικονιστικών σημείων που προβάλλονται προκειμένου να αποδειχθεί η ουσιαστική χρήση του εν λόγω σήματος, ερμηνεύει εσφαλμένα την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

76      Πράγματι, από τις σκέψεις 56 έως 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στις οποίες παραπέμπουν, εν μέρει, οι σκέψεις 59 και 60 αυτής, προκύπτει σαφώς ότι το Γενικό Δικαστήριο, κατά την εξέταση του αν οι διαφορές μεταξύ του επίμαχου προγενέστερου εθνικού σήματος και των σημείων αυτών είχαν μεταβάλει τον διακριτικό χαρακτήρα του εν λόγω σήματος, εκτίμησε τόσο την ηχητική ομοιότητά τους, υπογραμμίζοντας, ειδικότερα, ότι αυτά περιέχουν τη λέξη «mobile» και ότι η προσθήκη ορισμένων όρων, όπως «.bg», «bg» ή «n», στα εν λόγω σημεία αντανακλά αμελητέες διαφορές, όσο και την εννοιολογική ομοιότητά τους, τονίζοντας το μήνυμα που μεταδίδει καθένα από αυτά και τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτό από το κοινό.

77      Ομοίως, η αναιρεσείουσα στηρίζεται σε εσφαλμένη κατανόηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όταν προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη τη συνολική εντύπωση που προκαλούν τα διάφορα αυτά σημεία. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο προέβη ρητώς σε τέτοια εξέταση στις σκέψεις 58 και 59 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Ειδικότερα, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στην τελευταία σκέψη, ότι τα λεκτικά σημεία περί των οποίων πρόκειται, λαμβανομένης υπόψη της ελλείψεως εικονιστικού στοιχείου και της προσθήκης ορισμένων στοιχείων, αντιστοιχούν συνολικώς προς το επίμαχο προγενέστερο εθνικό σήμα.

78      Κατά τα λοιπά, διαπιστώνεται ότι η αναιρεσείουσα, με τα επιχειρήματα που αναπτύσσει στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, σκοπεί σε αμφισβήτηση της εξετάσεως των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο με τις σκέψεις 56 έως 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να επιτύχει την επανεκτίμηση συναφώς εκ μέρους του Δικαστηρίου, πράγμα ωστόσο το οποίο, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 65 της παρούσας αποφάσεως, δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του τελευταίου στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως.

79      Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

 Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

80      Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέβη το άρθρο 57, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με τον κανόνα 22, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού εφαρμογής, κατά το μέτρο που, στις σκέψεις 66 έως 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι οι εκτιμήσεις του τμήματος προσφυγών σχετικά με τον τόπο, τον χρόνο, την έκταση και τη φύση της χρήσεως του επίμαχου προγενέστερου εθνικού σήματος δεν είναι εσφαλμένες. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη, καθόσον έλαβε υπόψη αποδεικτικά στοιχεία που δεν φέρουν ημερομηνία και δεν αφορούν το κρίσιμο χρονικό διάστημα.

81      Το EUIPO υποστηρίζει ότι η αιτίαση αυτή είναι παντελώς αβάσιμη.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

82      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με τον υπό κρίση λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα σκοπεί, χωρίς να προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο οιαδήποτε παραμόρφωση, να θέσει υπό αμφισβήτηση την εκτίμηση στην οποία αυτό προέβη, με τις σκέψεις 66 έως 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά τη λυσιτέλεια των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η Rezon προκειμένου να αποδείξει την ουσιαστική χρήση του επίμαχου προγενέστερου εθνικού σήματος. Με τον τρόπο αυτό, η αναιρεσείουσα επιδιώκει την επανεξέταση των στοιχείων αυτών, πράγμα που, κατά τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 65 της παρούσας αποφάσεως, εκφεύγει της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως.

83      Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

 Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

84      Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 54, παράγραφος 2, το άρθρο 56, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 64, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, καθόσον έκρινε, με τις σκέψεις 75 έως 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το τμήμα προσφυγών δεν ήταν υποχρεωμένο να αποφανθεί επί του ερωτήματος σχετικά με την ενδεχόμενη κακή πίστη του δικαιούχου του επίμαχου προγενέστερου εθνικού σήματος.

85      Συγκεκριμένα, το ζήτημα αυτό αφορά το παραδεκτό της αιτήσεως κηρύξεως της ακυρότητας και, ως εκ τούτου, θα πρέπει πάντοτε να ελέγχεται, δεδομένου ότι ο αιτών την κήρυξη της ακυρότητας πρέπει να έχει έννομο συμφέρον. Ωστόσο, το συμφέρον αυτό δεν υφίσταται όταν ο αιτών έχει αποκτήσει το δικαίωμά του επί του προγενέστερου εθνικού σήματος κατά τρόπο καταχρηστικό και το επικαλείται κατά τρόπο εξίσου καταχρηστικό. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να ασκήσει τις αρμοδιότητες του οργάνου που εξέδωσε τις επίδικες αποφάσεις. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε ούτε την ένσταση παραγραφής και, ως εκ τούτου, παρέβη το άρθρο 54, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009.

86      Το EUIPO υποστηρίζει ότι ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

87      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 57, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009, στην περίπτωση που ο δικαιούχος προγενέστερου εθνικού σήματος ο οποίος κίνησε διαδικασία κηρύξεως της ακυρότητας σήματος της Ένωσης δεν αποδείξει, κατόπιν αιτήσεως του δικαιούχου του τελευταίου αυτού σήματος, ότι, κατά τη διάρκεια των πέντε ετών που προηγούνται της ημερομηνίας της αίτησης κηρύξεως της ακυρότητας, είχε γίνει ουσιαστική χρήση του προγενέστερου εθνικού σήματος στο κράτος μέλος στο οποίο προστατεύεται για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία είχε καταχωρισθεί, και τα οποία ο δικαιούχος του εν λόγω προγενέστερου σήματος επικαλείται προς αιτιολόγηση της αιτήσεώς του, η εν λόγω αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας πρέπει να απορρίπτεται.

88      Δεδομένου ότι η έλλειψη ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος, οσάκις προβάλλεται από τον δικαιούχο σήματος της Ένωσης το οποίο αμφισβητείται στο πλαίσιο αιτήσεως για την κήρυξη της ακυρότητας, αποτελεί, κατά το γράμμα της διατάξεως αυτής, λόγο ο οποίος δικαιολογεί, αυτός καθαυτόν, την απόρριψη της εν λόγω αιτήσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, με τη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το ζήτημα της αποδείξεως της χρήσεως αυτής έπρεπε να διευθετηθεί πριν εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεως κηρύξεως της ακυρότητας και ότι, ως εκ τούτου, αποτελούσε συναφώς «προκριματικό ζήτημα».

89      Υπό τις συνθήκες αυτές, καθόσον το τμήμα προσφυγών έκρινε, εν προκειμένω, ότι ο δικαιούχος του επίμαχου προγενέστερου εθνικού σήματος απέδειξε την ουσιαστική χρήση αυτού για ορισμένες από τις υπηρεσίες στις οποίες στηρίζονται οι αιτήσεις κηρύξεως της ακυρότητας και ακύρωσε, για τον λόγο αυτόν και μόνον, τις αποφάσεις του τμήματος ακυρώσεων, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το εν λόγω τμήμα προσφυγών μπορούσε, σύμφωνα με το άρθρο 64, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, να αναπέμψει την εξέταση των αιτήσεων κηρύξεως της ακυρότητας στο εν λόγω τμήμα, προκειμένου αυτό να αποφανθεί, μεταξύ άλλων, επί του επιχειρήματος της αναιρεσείουσας που στηρίζεται στο απαράδεκτο των εν λόγω αιτήσεων, βάσει του άρθρου 54 του κανονισμού αυτού, λόγω της υποτιθέμενης κακής πίστης του αιτούντος την κήρυξη της ακυρότητας.

90      Πράγματι, από το ίδιο το γράμμα του εν λόγω άρθρου 64, παράγραφος 1, προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών, οσάκις αποφαίνεται επί προσφυγής, ουδόλως υποχρεούται να ασκήσει τις αρμοδιότητες του τμήματος που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά διαθέτει συναφώς ευρεία εξουσία εκτιμήσεως.

91      Εξάλλου, η αναιρεσείουσα δεν δύναται να προσάψει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν εξέτασε τα επιχειρήματά της με τα οποία προβάλλεται το απαράδεκτο των αιτήσεων κηρύξεως της ακυρότητας λόγω παρόδου της σχετικής προθεσμίας, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της προσφυγής σε πρώτο βαθμό, τα επιχειρήματα αυτά ήταν στενά συνδεδεμένα με εκείνα που αντλούνται από την κακή πίστη του αιτούντος.

92      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το σκεπτικό που εκτίθεται στις σκέψεις 76 και 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο, εμμέσως πλην σαφώς, απέρριψε το σύνολο των επιχειρημάτων της αναιρεσείουσας με τα οποία προβάλλεται, εν τέλει, η κακή πίστη του αιτούντος.

93      Κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του έκτου λόγου αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

94      Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, κατά παράβαση του άρθρου 64, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, δεν έλαβε υπόψη, στις σκέψεις 79 έως 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός ότι το τμήμα προσφυγών εσφαλμένως ακύρωσε τις αποφάσεις του τμήματος ακυρώσεων στο σύνολό τους.

95      Δεδομένου ότι το τμήμα προσφυγών θεώρησε ότι η ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος αποδείχθηκε μόνο για τις υπηρεσίες διαφημίσεως αυτοκινήτων οχημάτων, όφειλε να ακυρώσει τις εν λόγω αποφάσεις ως προς τις υπηρεσίες αυτές και μόνον. Όσον αφορά τις λοιπές υπηρεσίες για τις οποίες η χρήση δεν αποδείχθηκε, το τμήμα προσφυγών όφειλε, σύμφωνα με το άρθρο 57, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, καθώς και με τον κανόνα 22, παράγραφος 2, και τον κανόνα 40, παράγραφος 6, του κανονισμού εφαρμογής, να αποφανθεί οριστικά και να προβεί σε μερική απόρριψη των αιτήσεων κηρύξεως της ακυρότητας με ένα διατακτικό το οποίο να μπορεί να αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.

96      Συγκεκριμένα, η ένσταση που στηρίζεται στην έλλειψη ουσιαστικής χρήσεως δεν αποτελεί, αντιθέτως προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προκαταρκτικό ζήτημα, αλλά θα έπρεπε να εξεταστεί όπως εξετάζονται οι προϋποθέσεις του παραδεκτού ή η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως. Το τμήμα προσφυγών όφειλε, επομένως, να ακυρώσει τις αποφάσεις του τμήματος ακυρώσεων και να αναπέμψει την υπόθεση σε αυτό, διευκρινίζοντας ότι ο κίνδυνος συγχύσεως μπορούσε πλέον να εξετασθεί μόνο για τις υπηρεσίες διαφημίσεως αυτοκινήτων οχημάτων.

97      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας με τη σκέψη 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι, στο πλαίσιο της αναπομπής, το τμήμα ακυρώσεων δεσμεύεται από την εκτίμηση του τμήματος προσφυγών, δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 64, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, το τμήμα ακυρώσεων δεσμεύεται από το σκεπτικό της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών μόνον «εφόσον τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως είναι τα ίδια». Ωστόσο, εάν, κατόπιν της αναπομπής της υποθέσεως, ο αιτών την κήρυξη της ακυρότητας προσκομίσει νέα αποδεικτικά στοιχεία για την ουσιαστική χρήση του επίμαχου προγενέστερου εθνικού σήματος και το τμήμα ακυρώσεων εκτιμήσει ότι τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία μπορούν να ληφθούν υπόψη, δυνάμει του άρθρου 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως θα έπαυαν να είναι πανομοιότυπα. Υπό τις συνθήκες αυτές, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη χρήση που προσκομίζονται εκ των υστέρων θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη για υπηρεσίες πλην των σχετικών με τη διαφήμιση αυτοκινήτων οχημάτων.

98      Το EUIPO υποστηρίζει ότι ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

99      Καταρχάς, για τους ίδιους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 87 και 88 της παρούσας αποφάσεως, ο έκτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, κατά το μέτρο που, με τον λόγο αυτό, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, με τη σκέψη 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι η απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως του προγενεστέρου εθνικού σήματος, κατά την έννοια του άρθρου 57, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, συνιστά προκαταρκτικό ζήτημα που πρέπει να επιλυθεί πριν από την έκδοση αποφάσεως επί των αιτήσεων κηρύξεως της ακυρότητας.

100    Κατά τα λοιπά, στο μέτρο που η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι το τμήμα προσφυγών εσφαλμένα ακύρωσε τις αποφάσεις του τμήματος ακυρώσεων στο σύνολό τους, υπενθυμίζεται ότι, όπως επισήμανε και το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 83 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το διατακτικό μιας πράξεως πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως της αιτιολογίας της (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη της 10ης Ιουλίου 2001, Irish Sugar κατά Επιτροπής, C‑497/99 P, EU:C:2001:393, σκέψη 15, και απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2013, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑95/12, EU:C:2013:676, σκέψη 40).

101    Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 64, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 ρητώς προβλέπει ότι, αν το τμήμα προσφυγών αναπέμψει την υπόθεση για τα περαιτέρω στο τμήμα που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα αυτό δεσμεύεται από το σκεπτικό και το διατακτικό της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως είναι τα ίδια.

102    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι το τμήμα προσφυγών, όπως προκύπτει από το σημείο 61 καθεμιάς από τις επίδικες αποφάσεις, ακύρωσε τις αποφάσεις του τμήματος ακυρώσεων με το σκεπτικό ότι, αντίθετα προς ό,τι είχε κριθεί με αυτές, η ουσιαστική χρήση του επίμαχου προγενέστερου εθνικού σήματος είχε αποδειχθεί από τον δικαιούχο του σήματος αυτού όσον αφορά μόνον τις υπηρεσίες διαφημίσεως αυτοκινήτων οχημάτων που εμπίπτουν στην κλάση 35 του Διακανονισμού της Νίκαιας.

103    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι το τμήμα ακυρώσεων, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεσμεύεται από το σκεπτικό αυτό στο πλαίσιο της αναπομπής από το τμήμα προσφυγών δυνάμει του άρθρου 64, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, η ακύρωση από το τελευταίο, κατά τα αναφερόμενα στο σημείο 62 των επίδικων αποφάσεων, των αποφάσεων του τμήματος ακυρώσεων πρέπει κατ’ ανάγκην να θεωρηθεί ως αφορώσα μόνον τις εν λόγω αποφάσεις, καθόσον με αυτές απορρίφθηκαν οι αιτήσεις κηρύξεως της ακυρότητας με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε η ουσιαστική χρήση του προγενέστερου εθνικού σήματος για τις εν λόγω υπηρεσίες διαφημίσεως αυτοκινήτων οχημάτων.

104    Αντιθέτως, καθόσον το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η ουσιαστική χρήση του προγενέστερου εθνικού σήματος δεν είχε αποδειχθεί από τον δικαιούχο του όσον αφορά τις λοιπές υπηρεσίες που αποτελούν το αντικείμενο των αιτήσεων κηρύξεως της ακυρότητας, ήτοι τις υπηρεσίες που εμπίπτουν στην κλάση 35 του Διακανονισμού της Νίκαιας πλην των υπηρεσιών διαφημίσεως αυτοκινήτων οχημάτων και των υπηρεσιών που εμπίπτουν στην κλάση 42 του Διακανονισμού αυτού, οι αποφάσεις του τμήματος ακυρώσεων πρέπει να θεωρηθούν, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν ασκήθηκε προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ως προς το σημείο αυτό, ότι έχουν οριστικά απορρίψει τις αιτήσεις κηρύξεως της ακυρότητας όσον αφορά τις υπηρεσίες αυτές (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2017, British Airways κατά Επιτροπής, C‑122/16 P, EU:C:2017:861, σκέψεις 82 έως 85 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

105    Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, με τη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το τμήμα ακυρώσεων, στο πλαίσιο της αναπομπής δυνάμει του άρθρου 64, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, μπορεί μόνον, προκειμένου να αποφανθεί επί της ουσίας των αιτήσεων κηρύξεως της ακυρότητας βάσει του σχετικού λόγου απαραδέκτου που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού, να λάβει υπόψη τις υπηρεσίες διαφημίσεως αυτοκινήτων οχημάτων που εμπίπτουν στην κλάση 35 του Διακανονισμού της Νίκαιας.

106    Ασφαλώς, όπως ορθώς παρατηρεί η αναιρεσείουσα, το τμήμα ακυρώσεων δεσμεύεται, σύμφωνα με το άρθρο 64, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, μόνον από το σκεπτικό των αποφάσεων του τμήματος προσφυγών «εφόσον τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως είναι τα ίδια».

107    Εντούτοις, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, η γενική εισαγγελέας, με τα σημεία 44 και 46 των προτάσεών της, το τμήμα ακυρώσεων δεν μπορεί, διότι διαφορετικά θα τίθετο σε κίνδυνο ο οριστικός χαρακτήρας των αποφάσεών του και θα διακυβευόταν η ασφάλεια δικαίου, να εξετάσει, βάσει του άρθρου 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, νέα αποδεικτικά στοιχεία για την ουσιαστική χρήση του προγενέστερου εθνικού σήματος όσον αφορά τις υπηρεσίες για τις οποίες κρίθηκε από το τμήμα προσφυγών, χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί από τον αιτούντα την κήρυξη της ακυρότητας διά της ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι η απόδειξη αυτή δεν προσκομίσθηκε.

108    Κατά συνέπεια, ο έκτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και, ως εκ τούτου, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

109    Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. Το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, ορίζει ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

110    Δεδομένου ότι το EUIPO και η Rezon ζήτησαν να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα και η τελευταία ηττήθηκε, η αναιρεσείουσα πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει τη mobile.de GmbH στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) και η Rezon ODD.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.