Language of document : ECLI:EU:T:2016:396

Υπόθεση T‑82/14

Copernicus-Trademarks Ltd

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας – Λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης LUCEO – Απόλυτος λόγος απαραδέκτου – Κακή πίστη κατά την κατάθεση της αιτήσεως καταχωρίσεως – Άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (ένατο τμήμα)
της 7ης Ιουλίου 2016

1.      Ένδικη διαδικασία – Εξέταση της ουσίας πριν την εξέταση του παραδεκτού – Επιτρέπεται

2.      Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Παραίτηση, έκπτωση και ακυρότητα – Απόλυτοι λόγοι ακυρότητας – Αιτών την καταχώριση κακόπιστος κατά την κατάθεση της αιτήσεως καταχωρίσεως του σήματος – Κριτήρια εκτιμήσεως – Συνεκτίμηση όλων των σχετικών παραγόντων που υφίστανται κατά τον χρόνο καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως – Πρόθεση του αιτούντος – Προέλευση του αμφισβητούμενου σημείου – Εμπορική λογική στην οποία στηρίζεται η καταχώριση του αμφισβητούμενου σημείου ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Χρονολογική σειρά των γεγονότων που υπήρξαν καθοριστικά για την κατάθεση της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 52 § 1, στοιχείο βʹ)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 21)

2.      Η έννοια της κακής πίστεως, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συναρτάται με τα υποκειμενικά κίνητρα του αιτούντος την καταχώριση του σήματος, συνιστάμενα σε κακόβουλη πρόθεση ή άλλο κίνητρο προκλήσεως ζημίας. Περιλαμβάνει συμπεριφορά η οποία αποκλίνει από τις παραδεδεγμένες αρχές που διέπουν την ηθική συμπεριφορά ή από τα χρηστά συναλλακτικά ήθη που ισχύουν στη βιομηχανία ή το εμπόριο.

Προκειμένου να εκτιμηθεί αν ο αιτών την καταχώριση είναι κακόπιστος, πρέπει μεταξύ άλλων να εξετάζεται αν σκοπεύει να χρησιμοποιήσει το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση. Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι η ουσιώδης λειτουργία του σήματος είναι να εγγυάται στον τελικό καταναλωτή ή χρήστη την ταυτότητα προελεύσεως του οικείου προϊόντος ή της οικείας υπηρεσίας, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να διακρίνει χωρίς κίνδυνο συγχύσεως το εν λόγω προϊόν ή υπηρεσία από εκείνα που έχουν άλλη προέλευση.

Η πρόθεση να παρεμποδιστεί η διάθεση ενός προϊόντος στο εμπόριο μπορεί, υπό ορισμένες περιστάσεις, να είναι δηλωτική της κακής πίστεως του αιτούντος. Τούτο ισχύει, ειδικότερα, οσάκις αποδεικνύεται εκ των υστέρων ότι ο αιτών υπέβαλε την αίτηση καταχωρίσεως ενός σημείου ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς να έχει την πρόθεση να το χρησιμοποιήσει, με σκοπό απλώς να εμποδίσει την είσοδο ενός τρίτου στην αγορά.

H πρόθεση του αιτούντος κατά τον κρίσιμο χρόνο αποτελεί υποκειμενικό στοιχείο που πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών παραγόντων που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπόθεση και υφίστανται κατά τον χρόνο καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως ενός σημείου ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το κίνητρο αυτό διαπιστώνεται συνήθως με γνώμονα αντικειμενικά κριτήρια, μεταξύ των οποίων, ιδίως, η εμπορική λογική στην οποία εντάσσεται η κατάθεση της αιτήσεως καταχωρίσεως.

Στο πλαίσιο της σφαιρικής εξετάσεως που πραγματοποιείται δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, μπορεί επίσης να συνεκτιμηθεί η προέλευση του αμφισβητούμενου σημείου και η χρήση του από τον χρόνο δημιουργίας του, η εμπορική λογική στο πλαίσιο της οποίας εντάσσεται η κατάθεση της αιτήσεως καταχωρίσεως του εν λόγω σημείου ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και η χρονολογική σειρά των γεγονότων που υπήρξαν καθοριστικά για την κατάθεση της αιτήσεως αυτής.

Απόκειται στον αιτούντα την κήρυξη της ακυρότητας, ο οποίος προτίθεται να στηριχθεί στον ως άνω απόλυτο λόγο απαραδέκτου, να αποδείξει τις περιστάσεις βάσει των οποίων είναι δυνατό να γίνει δεκτό ότι ο δικαιούχος σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενήργησε κακόπιστα κατά την κατάθεση της αιτήσεως καταχωρίσεως του σήματος αυτού.

(βλ. σκέψεις 28-33)