Language of document :

Προσφυγή της 19ης Φεβρουαρίου 2014 – Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-122/14)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ιταλική Δημοκρατία (εκπρόσωποι: S. Fiorentino, avvocato dello Stato, G. Palmieri)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Η υπό κρίση προσφυγή στρέφεται κατά της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής C(2013) 8681 τελικό, της 9ης Δεκεμβρίου 2013, με την οποία, σε εκτέλεση της αποφάσεως που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 17 Νοεμβρίου 2011 επί της υποθέσεως C-496/09, η Επιτροπή υποχρεώνει την Ιταλική Δημοκρατία να καταβάλει ως χρηματική ποινή ποσό 6 252 000 ευρώ.

Η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά το δεύτερο εξάμηνο καθυστερήσεως, δηλαδή το χρονικό διάστημα από 17 Μαΐου έως 17 Νοεμβρίου 2012.

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τους ακόλουθους λόγους ακυρώσεως.

1.    Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 260, παράγραφοι 1 και 3, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, καθώς και από παραβίαση της προς εκτέλεση αποφάσεως όσον αφορά τις απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων που είχαν τεθεί σε καθεστώς «προληπτικού της πτωχεύσεως συμβιβασμού» ή «ελέγχου της διοικήσεως».

Συγκεκριμένα, στην απόφαση δεν αφαιρούνται από την ενίσχυση που εξακολουθεί να οφείλεται κατά την εκπνοή του εξαμήνου αναφοράς οι απαιτήσεις έναντι των επιχειρήσεων αυτών, οι οποίες προέκυψαν στο πλαίσιο των συλλογικών διαδικασιών εξυγιάνσεως και πτωχεύσεως, μολονότι η Ιταλική Κυβέρνηση φρονεί ότι πρόκειται για απαιτήσεις για την ανάκτηση των οποίων το κράτος μέλος επέδειξε σαφώς την αναγκαία επιμέλεια και οι οποίες πρέπει, ως εκ τούτου, να εξαιρεθούν από το ποσό των ενισχύσεων που εξακολουθούν να οφείλονται δυνάμει της προς εκτέλεση αποφάσεως.

2.    Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999, του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83, σ.1), και από πεπλανημένη εφαρμογή του άρθρου 11 του κανονισμού (ΕΚ) 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 140, σ. 1).

Υποστηρίζεται συναφώς ότι με την απόφαση επιβάλλεται στις ιταλικές αρχές η εφαρμογή επιτοκίων υπολογιζόμενων με τη μέθοδο ανατοκισμού στα ποσά που οφείλουν οι επιχειρήσεις για την επιστροφή των κρατικών ενισχύσεων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 11 του κανονισμού 794/2004. Η Ιταλική Κυβέρνηση βάλλει κατά του σημείου αυτού του διατακτικού της αποφάσεως, διατεινόμενη ότι – λαμβανομένης υπόψη και της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ιδίως δε της αποφάσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2008, C-495/07, Επιτροπή κατά Département du Loiret και Scott SA) – αυτό το σύστημα υπολογισμού των τόκων δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής επί αποφάσεων περί ανακτήσεως προγενέστερων της θέσεως σε εφαρμογή του κανονισμού 794/2004 και κατά μείζονα λόγο όσον αφορά αποφάσεις προγενέστερες της δημοσιεύσεως της ανακοινώσεως της Επιτροπής περί εφαρμοστέων επιτοκίων σε περίπτωση ανακτήσεως παρανόμων ενισχύσεων (ΕΕ C 110 της 8ης Μαΐου 2003, σ. 21).