Language of document : ECLI:EU:T:2013:121

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 11ης Μαρτίου 2013 (*)

«Ασφαλιστικά μέτρα – Δημόσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών – Διαδικασία προσκλήσεως υποβολής προσφορών – Υπηρεσίες διδασκαλίας ξένων γλωσσών – Απόρριψη προσφοράς διαγωνιζομένου – Αίτηση αναστολής εκτελέσεως και λήψεως προσωρινών μέτρων – Απώλεια ευκαιρίας – Έλλειψη σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας – Έλλειψη επείγοντος»

Στην υπόθεση T‑4/13 R,

Communicaid Group Ltd, με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από τους C. Brennan, solicitor, F. Randolph, QC, και M. Gray, barrister,

αιτούσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τις S. Delaude και S. Lejeune, επικουρούμενες από τον P. Wytinck, δικηγόρο,

καθής,

με αίτημα, αφενός, να ανασταλεί η εκτέλεση των αποφάσεων της Επιτροπής με τις οποίες απορρίφθηκαν οι υποβληθείσες από την αιτούσα προσφορές για περισσότερα τμήματα στο πλαίσιο διαγωνισμού για τη σύναψη συμφωνιών-πλαισίων σχετικών με την παροχή υπηρεσιών διδασκαλίας ξένων γλωσσών στο προσωπικό των οργάνων, οργανισμών και υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εδρεύουν στις Βρυξέλλες (Βέλγιο) και, αφετέρου, να απαγορευθεί στην Επιτροπή να συνάψει με τον επιλεγέντα διαγωνιζόμενο τις σχετικές με τα επίμαχα τμήματα συμβάσεις,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς, διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

1        Η αιτούσα, Communicaid Group Ltd, είναι εταιρία αγγλικού δικαίου η οποία, από μερικών ετών, παρέχει υπηρεσίες διδασκαλίας ξένων γλωσσών σε πλήθος οργάνων, οργανισμών και υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (διαθέτοντας δασκάλους και υλικό διδασκαλίας ξένων γλωσσών), βάσει συμφωνίας-πλαισίου με ισχύ έως τον Ιούλιο του 2013.

2        Με προκήρυξη δημοσιευθείσα στις 6 Μαρτίου 2012, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κίνησε διαδικασία διαγωνισμού για τη σύναψη (πολλαπλών) συμφωνιών-πλαισίων σχετικών με τη διδασκαλία ξένων γλωσσών στο προσωπικό των οργάνων, οργανισμών και υπηρεσιών της Ένωσης που εδρεύουν στις Βρυξέλλες (Βέλγιο) (αριθ. αναφοράς: HR/R3/PR/2012/002). Η σύμβαση υποδιαιρέθηκε σε περισσότερα τμήματα και κάθε διαγωνιζόμενος μπορούσε να υποβάλει προσφορά για ένα ή περισσότερα τμήματα. Τα τμήματα 1 έως 9 περιλάμβαναν τις εκτιμώμενες ποσότητες σε αριθμό ωρών ή σε αριθμό αδειών για το σύνολο των προβλεπόμενων υπηρεσιών, το δε τμήμα 10 αφορούσε την ηλεκτρονική εκμάθηση γλωσσών («e-learning»). Η προκήρυξη του διαγωνισμού προέβλεπε ότι, για κάθε τμήμα, συνάπτεται πολλαπλή συμφωνία-πλαίσιο με διαδοχικές αναθέσεις σε τρεις εταιρίες ή συμπράξεις κατ’ ανώτατο όριο, για μέγιστη διάρκεια τεσσάρων ετών.

3        Ο επίμαχος διαγωνισμός διεξήχθη με κλειστή διαδικασία και προβλεπόταν η ανάθεση στην πλέον οικονομικά συμφέρουσα προσφορά βάσει των κριτηρίων της συγγραφής υποχρεώσεων. Αντικείμενο του διαγωνισμού ήταν η επιλογή υποψηφίων που θα λάμβαναν τη συγγραφή υποχρεώσεων και θα καλούνταν να υποβάλουν προσφορά. Πριν από την πρόσκληση για την υποβολή προσφοράς, οι δυνητικοί υποψήφιοι όφειλαν ειδικότερα να ικανοποιήσουν –σύμφωνα με την προκήρυξη του διαγωνισμού και το άρθρο 136, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (EK, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 357, σ. 1)– τις προϋποθέσεις οικονομικής και χρηματοδοτικής επάρκειας επί ποινή αποκλεισμού από τη διαδικασία.

4        Με έγγραφο της 30ής Μαΐου 2012, η αιτούσα κλήθηκε να υποβάλει προσφορά για τα τμήματα 1, 2, 4, 5, 7, 8, 9 και 10. Κατόπιν της προσκλήσεως αυτής, η αιτούσα υπέβαλε χωριστές προσφορές για κάθε επιμέρους τμήμα, με εξαίρεση το τμήμα 10. Ακολούθως, στις 30 Οκτωβρίου 2012, η Επιτροπή απηύθυνε στην αιτούσα, με χωριστά έγγραφα, επτά αποφάσεις οι οποίες αντιστοιχούσαν σε κάθε επιμέρους τμήμα για το οποίο είχε υποβάλει προσφορά, από τις οποίες προέκυπτε, με εξαίρεση το τμήμα 5 για το οποίο είχε επιλεγεί, ότι η αιτούσα είχε καταταγεί δεύτερη μετά την προσφέρουσα CLL-Allingua, η οποία επελέγη για τα έξι επίμαχα τμήματα (στο εξής: προσβαλλόμενες αποφάσεις).

5        Με την παραλαβή των προσβαλλόμενων αποφάσεων, η αιτούσα ζήτησε από την Επιτροπή, αφενός, στοιχεία σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τα πλεονεκτήματα των προσφορών της CLL-Allingua καθώς και με την αξιολόγηση της δικής της προσφοράς και, αφετέρου, λεπτομερή έκθεση των απαντήσεων που υπέβαλε η CLL-Allingua όσον αφορά τις τιμές. Επιπλέον, επισήμανε ορισμένες προβληματικές καταστάσεις. Συγκεκριμένα, ανέφερε μεταξύ άλλων ότι πρώην υπάλληλος της Επιτροπής –ο οποίος απασχολείτο στη μονάδα ανθρωπίνων πόρων κατά τη διάρκεια των μηνών πριν από τη δημοσίευση της προκηρύξεως του επίμαχου διαγωνισμού και είχε συμμετάσχει σε επιτροπές αξιολογήσεως στο πλαίσιο παρόμοιων διαδικασιών αναθέσεως συμβάσεων για υπηρεσίες διδασκαλίας ξένων γλωσσών στα όργανα της Ένωσης που εδρεύουν στο Λουξεμβούργο (Λουξεμβούργο)– ήταν πλέον υπάλληλος της CLL-Allingua, μετά τη συμμετοχή του στη διαδικασία προετοιμασίας των προσφορών της ως άνω εταιρίας. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η αιτούσα ζήτησε εξηγήσεις από την Επιτροπή σχετικά με την εμπλοκή του προσώπου αυτού στη διαδικασία του διαγωνισμού πριν και μετά την αποχώρησή του από την Επιτροπή. Με την απάντησή της η Επιτροπή επισήμανε ότι το εν λόγω πρόσωπο είχε αποχωρήσει από τη μονάδα ανθρωπίνων πόρων πριν από τον διαγωνισμό και ότι δεν είχε επιχειρήσει να έρθει ξανά σε επαφή μαζί της, οπότε δεν υπήρξε σύγκρουση συμφερόντων.

6        Περαιτέρω, η αιτούσα αμφισβήτησε την οικονομική και χρηματοδοτική ικανότητα της CLL-Allingua προς εκτέλεση της επίμαχης συμβάσεως. Έπειτα από συχνές σημαντικές οικονομικές ζημίες, η επιλεγείσα ανάδοχος δεν πληρούσε τις αρχικές απαιτήσεις της προκηρύξεως. Τέλος, λαμβανομένης υπόψη της μεθόδου αξιολογήσεως και των κλιμάκων βαθμολογήσεως που συνέταξε η επιτροπή αξιολογήσεως, καθίσταται σαφές ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πάσχουν από σειρά προδήλων σφαλμάτων κατά την εκτίμηση εκάστου κριτηρίου που χρησιμοποιήθηκε ως βάση για την ποιοτική αξιολόγηση των υποβληθεισών προσφορών.

7        Δεδομένου ότι δεν ικανοποιήθηκε από τις απαντήσεις της Επιτροπής, η αιτούσα, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Ιανουαρίου 2013, άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων. Προς στήριξη της προσφυγής της, η αιτούσα προέβαλε τρεις λόγους οι οποίοι αφορούν, πρώτον, παραβίαση των αρχών της διαφάνειας, της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της ίσης μεταχειρίσεως λόγω της εμπλοκής του προαναφερθέντος πρώην υπαλλήλου της Επιτροπής (βλ. ανωτέρω σκέψη 5), δεύτερον, την μη τήρηση των κανόνων σχετικά με την καταλληλότητα της οικονομικής και χρηματοδοτικής ικανότητας των υποψηφίων όσον αφορά την CLL-Allingua (βλ. ανωτέρω σκέψη 6) και, τρίτον, την πολλαπλή πλάνη εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε η επιτροπή αξιολογήσεως (βλ. ανωτέρω σκέψη 6).

8        Με χωριστό δικόγραφο, το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Ιανουαρίου 2013, η αιτούσα υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία, κατά βάση, ζητεί από τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου:

–        να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως των προσβαλλομένων αποφάσεων μέχρι να εκδοθεί η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου επί της προσφυγής·

–        να απαγορεύσει στην Επιτροπή να συνάψει με την CLL-Allingua τις σχετικές με τα τμήματα 1, 2, 4, 7, 8 και 9 συμβάσεις, ή να τις εκτελέσει, σε περίπτωση που οι συμβάσεις έχουν ήδη συναφθεί.

9        Με τις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Φεβρουαρίου 2013, η Επιτροπή ζητεί, κατά βάση, από τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου:

–        να απορρίψει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων·

–        να καταδικάσει την αιτούσα στα δικαστικά έξοδα.

10      Η Επιτροπή στις παρατηρήσεις της επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι όλες οι προβλεπόμενες συμβάσεις συνεπεία του επίμαχου διαγωνισμού είχαν συναφθεί τον Δεκέμβριο του 2012 με τους επιλεγέντες υποψηφίους, συμπεριλαμβανομένης και της αφορώσας το τμήμα 5 η οποία συνάφθηκε με την αιτούσα.

11      Με υπόμνημα της 8ης Φεβρουαρίου 2013, η αιτούσα διατύπωσε τις απόψεις της επί των παρατηρήσεων της Επιτροπής, η οποία, με τη σειρά της, υπέβαλε υπόμνημα στις 15 Φεβρουαρίου 2013.

 Σκεπτικό

12      Από τη συνδυασμένη ερμηνεία, αφενός, των άρθρων 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, του άρθρου 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί, εφόσον εκτιμά ότι τούτο επιβάλλεται από τις περιστάσεις, να διατάξει την αναστολή της εκτελέσεως μιας προσβαλλομένης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πράξεως ή να διατάξει τα αναγκαία προσωρινά μέτρα. Παρά ταύτα, το άρθρο 278 ΣΛΕΕ καθιερώνει την αρχή του μη ανασταλτικού χαρακτήρα των προσφυγών, λαμβανομένου υπόψη ότι για τις πράξεις που εκδίδουν τα όργανα, οι οργανισμοί και οι υπηρεσίες της Ένωσης ισχύει το τεκμήριο νομιμότητας. Επομένως, κατ’ εξαίρεση και μόνον ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως τέτοιας πράξεως ή τη λήψη προσωρινών μέτρων (βλ., υπό την έννοια αυτή, διατάξεις του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 2009, T‑396/09 R, Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

13      Περαιτέρω, κατά το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων προσδιορίζουν το αντικείμενο της διαφοράς, τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως, τη λήψη του προσωρινού μέτρου το οποίο ζητείται. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να διατάξει αναστολή εκτελέσεως ή προσωρινά μέτρα αν έχει αποδειχθεί ότι η λήψη τους δικαιολογείται εκ πρώτης όψεως (fumus boni juris) βάσει των προβαλλομένων πραγματικών και νομικών ισχυρισμών και ότι τα μέτρα αυτά είναι επείγοντα, υπό την έννοια ότι είναι αναγκαίο, προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία των συμφερόντων του αιτούντος, να διαταχθούν και να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους πριν την έκδοση της αποφάσεως επί της κύριας δίκης. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, πράγμα που σημαίνει ότι τα προσωρινά μέτρα πρέπει να απορρίπτονται αν μία από αυτές δεν πληρούται [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1996, C-268/96 P(R), SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑4971, σκέψη 30].

14      Στο πλαίσιο αυτής της συνολικής εξετάσεως, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και είναι ελεύθερος να καθορίσει, βάσει των ιδιαιτεροτήτων της υποθέσεως, τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να εξακριβωθεί η συνδρομή των διαφόρων αυτών προϋποθέσεων καθώς και τη σειρά με την οποία θα διεξαχθεί η εξέταση αυτή, εφόσον κανένας κανόνας κοινοτικού δικαίου δεν του επιβάλλει προκαθορισμένο σχέδιο αναλύσεως για να εκτιμήσει την αναγκαιότητα της εκδόσεως διατάξεως προσωρινών μέτρων [διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 1995, C‑149/95 P(R), Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. I‑2165, σκέψη 23, και της 3ης Απριλίου 2007, C‑459/06 P(R), Vischim κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 25]. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει, εφόσον κριθεί αναγκαίο, σε στάθμιση των συγκρουομένων συμφερόντων (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 2001, C‑445/00 R, Αυστρία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I‑1461, σκέψη 73).

15      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων της δικογραφίας, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων εκτιμά ότι διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να αποφανθεί επί της υπό κρίση αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, χωρίς να χρειάζεται να ακούσει προηγουμένως τις προφορικές εξηγήσεις των διαδίκων.

16      Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, επιβάλλεται να εξετασθεί κατ’ αρχάς αν συντρέχει η προϋπόθεση του επείγοντος.

17      Η αιτούσα υποστηρίζει ότι υφίσταται για την ίδια πραγματικός και άμεσος κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία σε περίπτωση μη λήψεως των αιτηθέντων προσωρινών μέτρων. Συγκεκριμένα, είναι πολύ πιθανόν, κατά την άποψή της, οι συναφθείσες με την CLL-Allingua συμβάσεις για τα επίμαχα τμήματα να έχουν εκτελεσθεί πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί της ουσίας. Επίσης, είναι όλως απίθανο να διοργανώσει η Επιτροπή νέο διαγωνισμό σε περίπτωση ακυρώσεως των προσβαλλομένων αποφάσεων, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή με αυτόν τον τρόπο η αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η αιτούσα. Παραπέμποντας στη διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου], της 20ής Ιουλίου 2006, T‑114/06 R, Globe κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. II‑2627, σκέψη 117), η αιτούσα προσθέτει ότι είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να προσδιοριστεί ποσοτικώς η πιθανότητα να της ανατεθεί το αντικείμενο της επίμαχης συμβάσεως και, κατά συνέπεια, να αποτιμηθεί με την απαιτούμενη ακρίβεια η ζημία που συνεπάγεται η απώλειά της.

18      Όσον αφορά το διαφυγόν κέρδος της εξαιτίας των προσβαλλομένων αποφάσεων, η αιτούσα υποστηρίζει ότι στο πλαίσιο εκτελέσεως των συμβάσεων που έχει συνάψει με όργανα, οργανισμούς και υπηρεσίες της Ένωσης πραγματοποιεί από μακρού ήδη το [εμπιστευτικό] (1) % περίπου του κύκλου εργασιών της, στοιχείο σημαντικό που της παρέχει τη δυνατότητα να καλύπτει τις γενικής φύσεως δαπάνες του ομίλου της. Αν της είχε ανατεθεί το αντικείμενο της επίμαχης συμβάσεως, η εκτέλεση των συνεπαγόμενων συμβάσεων θα εξασφάλιζε το [εμπιστευτικό] % του κύκλου εργασιών του ομίλου της. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις έχουν ως άμεση συνέπεια τον περιορισμό των προσδοκούμενων κερδών του ομίλου της για τα επόμενα τρία έτη από [εμπιστευτικό] ευρώ σε [εμπιστευτικό] ευρώ, ήτοι μείωσή τους κατά [εμπιστευτικό] % από απόψεως αποδοτικότητας, ενώ το μέσο ετήσιο κατά προσέγγιση κέρδος της θα περιοριστεί σε [εμπιστευτικό] ευρώ κατ’ έτος ([εμπιστευτικό] ευρώ διαιρούμενα διά του 3), το οποίο, κατά τα φαινόμενα, δεν επαρκεί για [εμπιστευτικό].

19      Η αιτούσα επισημαίνει ότι [εμπιστευτικό].

20      Η αιτούσα φοβάται, επίσης, ότι θα υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη στη φήμη της. Συγκεκριμένα, οι συμφωνίες-πλαίσια για την παροχή υπηρεσιών διδασκαλίας ξένων γλωσσών στο προσωπικό των οργάνων, οργανισμών και υπηρεσιών της Ένωσης που εδρεύουν στις Βρυξέλλες θεωρούνται ως οι πλέον σημαντικές και έγκριτες συμφωνίες του είδους τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Κατά την υποβολή προσφορών για άλλους διαγωνισμούς, η αιτούσα αναφέρεται εκτενώς στην εμπειρία και εξειδίκευση που έχει αποκτήσει στο πλαίσιο της διδασκαλίας ξένων γλωσσών στα όργανα της Ένωσης, καθώς ο όμιλός της παρέχει επί πολλά έτη ποιοτικές υπηρεσίες διδασκαλίας ξένων γλωσσών στο πλαίσιο παρόμοιων συμφωνιών. Τέλος, η αιτούσα θα βρεθεί σε μειονεκτική θέση από άποψη ανταγωνιστικότητας έναντι της CLL-Allingua, στον βαθμό που η εν λόγω εταιρία επελέγη ως ανάδοχος της επίμαχης συμφωνίας και μπορεί να την επικαλεστεί για ανταγωνιστικούς σκοπούς, παρότι υφίστανται σοβαροί λόγοι εξαιτίας των οποίων μπορεί να θεωρηθεί ότι το αντικείμενο της συμφωνίας αυτής δεν θα έπρεπε να της είχε ανατεθεί.

21      Συναφώς υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, ο επείγων χαρακτήρας μιας αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την ανάγκη λήψεως προσωρινής αποφάσεως προς αποτροπή σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας που θα μπορούσε να προκληθεί στον διάδικο ο οποίος ζητεί τα ασφαλιστικά μέτρα (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 18ης Οκτωβρίου 1991, C‑213/91 R, Abertal κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I‑5109, σκέψη 18· διατάξεις του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Δεκεμβρίου 2001, T‑195/01 R και T‑207/01 R, Government of Gibraltar κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑3915, σκέψη 95, και της 3ης Δεκεμβρίου 2002, T‑181/02 R, Neue Erba Lautex κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑5081, σκέψη 82). Πάντως, δεν αρκεί να προβάλει απλώς ο αιτών ότι η εκτέλεση της πράξεως, της οποίας ζητείται η αναστολή της εκτελέσεως, είναι επικείμενη, αλλά απόκειται στον διάδικο αυτό να προσκομίσει σοβαρά αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι αν ανέμενε την έκβαση της διαδικασίας επί της προσφυγής ενδέχετο να υποστεί προσωπικώς μια τέτοια ζημία (διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 25ης Ιουνίου 2002, T‑34/02 R, B κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑2803, σκέψη 85). Μολονότι ο επικείμενος χαρακτήρας της ζημίας δεν χρειάζεται να αποδειχθεί με απόλυτη βεβαιότητα, εντούτοις, η επέλευσή της πρέπει να μπορεί να προβλεφθεί με υψηλό βαθμό πιθανότητας [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 1999, C‑335/99 P(R), HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑8705, σκέψη 67, και προπαρατεθείσα διάταξη Neue Erba Lautex κατά Επιτροπής, σκέψη 83].

22      Επίσης, κατά πάγια νομολογία, βλάβη χρηματικής φύσεως δεν δύναται, εκτός εξαιρετικών περιστάσεων, να θεωρηθεί ανεπανόρθωτη ή έστω δύσκολα ανορθώσιμη, καθόσον συνήθως δύναται να αποτελέσει αργότερα αντικείμενο χρηματικής αποζημιώσεως. Σε τέτοια περίπτωση, το ζητούμενο ασφαλιστικό μέτρο δικαιολογείται μόνον όταν, αν δεν διαταχθεί το μέτρο αυτό, ο αιτών θα βρεθεί σε κατάσταση ικανή να θέσει σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητά του πριν από την έκδοση οριστικής αποφάσεως στη δίκη επί της προσφυγής ή όταν θα μεταβληθούν με ανεπανόρθωτο και σοβαρό τρόπο τα μερίδια αγοράς που έχει ο αιτών ιδίως αναλόγως προς το μέγεθος της επιχειρήσεώς του (βλ. διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 2009, T‑95/09 R, United Phosporus κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 33 έως 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

23      Ως προς τη φερόμενη οικονομική βλάβη εν προκειμένω, η αιτούσα, μολονότι διαμαρτύρεται για τη μειονεκτική θέση από άποψη ανταγωνιστικότητας στην οποία θα τελεί έναντι της CLL-Allingua, λόγω της αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως στην εταιρία αυτή, δεν επικαλείται, εντούτοις, απώλεια μεριδίων αγοράς στον τομέα των υπηρεσιών διδασκαλίας ξένων γλωσσών. Εν πάση περιπτώσει, δεν προσκόμισε αριθμητικά στοιχεία επ’ αυτού ούτε απέδειξε ότι εμπόδια διαρθρωτικής ή νομικής φύσεως θα την εμποδίσουν να ανακτήσει σημαντικό κλάσμα των μεριδίων της αγοράς που απώλεσε [βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 2009, C‑60/08 P(R), Cheminova κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 64]. Η ενδεχόμενη ζημία που θα υποστεί συναφώς δεν δύναται, επομένως, να θεωρηθεί ανεπανόρθωτη.

24      Στον βαθμό που η αιτούσα υποστηρίζει ότι, αν δεν διαταχθούν τα αιτούμενα ασφαλιστικά μέτρα, θα βρεθεί σε κατάσταση [εμπιστευτικό], υπενθυμίζεται ότι, για να είναι σε θέση να εκτιμήσει αν η προβαλλόμενη ζημία είναι σοβαρή και ανεπανόρθωτη, με αποτέλεσμα να δικαιολογείται, κατ’ εξαίρεση, η λήψη των αιτούμενων μέτρων, πρέπει ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων να διαθέτει συγκεκριμένες και ακριβείς ενδείξεις, τεκμηριωμένες από λεπτομερή έγγραφα που να αποδεικνύουν την οικονομική κατάσταση του αιτούντος και να παρέχουν τη δυνατότητα εκτιμήσεως των συνεπειών που πιθανολογείται ότι θα απορρεύσουν από τη μη λήψη των αιτούμενων μέτρων. Ο αιτών υποχρεούται να παρουσιάσει, βάσει στοιχείων, πιστή και συνολική εικόνα της οικονομικής καταστάσεώς του [βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 2010, T‑410/09 R, Almamet κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 32, 57 και 61, η οποία επιβεβαιώθηκε κατ’ αναίρεση με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 2010, C‑373/10 P(R), Almamet κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 24]

25      Αυτή η πιστή και συνολική εικόνα πρέπει, εξάλλου, να προκύπτει από το δικόγραφο της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων. Πράγματι, η αίτηση αυτή πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής ώστε και μόνη αυτή να παρέχει στον καθού τη δυνατότητα να ετοιμάσει τις παρατηρήσεις του και στον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων τη δυνατότητα να αποφανθεί επί της αιτήσεως, εν ανάγκη, χωρίς άλλα πληροφοριακά στοιχεία που τη στηρίζουν, τα δε ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων η αίτηση αυτή στηρίζεται πρέπει να απορρέουν με συνεπή και κατανοητό τρόπο από το ίδιο το περιεχόμενο της αιτήσεως αυτής [διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 31ής Αυγούστου 2010, T‑299/10 R, Babcock Noell κατά Entreprise commune Fusion for Energy, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 17· βλ. επίσης, διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 2010, C‑113/09 P(R), Ziegler κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 13]. Επίσης, οι ενδείξεις που αποδεικνύουν αυτήν την πιστή και συνολική εικόνα πρέπει να είναι τεκμηριωμένες από λεπτομερή έγγραφα, πιστοποιημένα από ανεξάρτητο εξωτερικό πραγματογνώμονα, ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση της ακρίβειας των εν λόγω ενδείξεων (βλ., υπό την έννοια αυτή, διατάξεις του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Ιανουαρίου 2001, T‑241/00 R, Le Canne κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑37, σκέψη 35· της 13ης Οκτωβρίου 2006, T‑420/05 R II, Vischim κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4085, σκέψη 83, και της 15ης Μαρτίου 2010, T‑435/09 R, GL2006 Europe κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 34).

26      Εν προκειμένω, η αιτούσα παρουσίασε, βεβαίως, πλήθος αριθμητικών στοιχείων προκειμένου να αποδείξει το μέγεθος της μειώσεως του κύκλου εργασιών της και του διαφυγόντος κέρδους της σε περίπτωση που δεν της ανατεθεί το αντικείμενο της επίμαχης συμβάσεως. Παρέλειψε, όμως, να παρουσιάσει, με την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, πλήρη στοιχεία σχετικά με τη διάρθρωση της επιχειρήσεώς της. Ως εκ τούτου, δεν διευκρίνισε τις συνέπειες για την οικονομική κατάστασή της του γεγονότος, που τονίσθηκε από την Επιτροπή και δεν αμφισβητήθηκε από την αιτούσα, ότι απασχολούσε σχεδόν αποκλειστικώς ανεξάρτητους (free-lance) διδασκάλους ξένων γλωσσών και όχι μισθωτούς με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Μια τέτοια διάρθρωση μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να επιτρέψει στην αιτούσα να προσαρμοστεί στη μείωση των παραγγελιών της χωρίς να υποβληθεί σε υπέρογκες πάγιες δαπάνες, μη προσφεύγουσα απλώς στις υπηρεσίες του ανεξάρτητου προσωπικού κατά τις περιόδους με μειωμένη δραστηριότητα. Κατά συνέπεια, η μη σύναψη της επίμαχης συμβάσεως δεν θα της επιφέρει δαπάνες προσωπικού δυνάμενες να απειλήσουν την οικονομική βιωσιμότητά της. Σε κάθε περίπτωση, η αιτούσα όφειλε να εξηγήσει, με υποστηρικτικά λογιστικά στοιχεία πιστοποιημένα από ανεξάρτητο εξωτερικό εμπειρογνώμονα, τους λόγους για τους οποίους, παρά τη διάρθρωση της επιχειρήσεώς της, [εμπιστευτικό].

27      Περαιτέρω, η αιτούσα ρητώς αναγνωρίζει [εμπιστευτικό].

28      Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι η ζημία που επικαλείται η αιτούσα θα είναι αποτέλεσμα διαδικασίας διαγωνισμού για την ανάθεση δημόσιας συμβάσεως. Σκοπός της διαδικασίας αυτής είναι να μπορέσει η ενδιαφερόμενη αναθέτουσα αρχή να επιλέξει, μεταξύ πλειόνων ανταγωνιστικών προσφορών, την προσφορά εκείνη που κατά την κρίση της είναι η πλέον συμβατή με τα προκαθορισμένα κριτήρια επιλογής, στο πλαίσιο δε αυτό η εν λόγω αρχή έχει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως. Επομένως, επιχείρηση συμμετέχουσα σε τέτοια διαδικασία δεν μπορεί ποτέ να είναι βέβαιη ότι θα της ανατεθεί το αντικείμενο της συμβάσεως, αλλά πρέπει πάντοτε να λαμβάνει υπόψη το ενδεχόμενο της αναθέσεώς του σε άλλον διαγωνιζόμενο. Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι αρνητικές οικονομικές συνέπειες για την οικεία επιχείρηση, λόγω απορρίψεως της προσφοράς της, είναι, κατ’ αρχήν, μέρος του συνήθους επιχειρηματικού κινδύνου, τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίζει κάθε επιχείρηση δραστηριοποιούμενη στην αγορά (βλ. διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Ιανουαρίου 2012, T‑637/11 R, Euris Consult κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

29      Συνεπώς, η απώλεια της πιθανότητας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως και εκτελέσεως του αντικειμένου της είναι συνυφασμένη με τον αποκλεισμό από την επίμαχη διαδικασία διαγωνισμού και δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι συνιστά, καθεαυτή, σοβαρή ζημία, καθόσον ακόμη και ο διαγωνιζόμενος η προσφορά του οποίου επελέγη πρέπει να αναμείνει έως ότου η αναθέτουσα αρχή, δυνάμει του άρθρου 101, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1), πριν από την υπογραφή της συμβάσεως, είτε παραιτηθεί από τη σύμβαση είτε ακυρώσει τη διαδικασία συνάψεως της συμβάσεως, χωρίς ο διαγωνιζόμενος να μπορεί, κατ’ αρχήν, να διεκδικήσει οποιαδήποτε αποζημίωση (προπαρατεθείσα διάταξη Euris Consult κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 20). Πράγματι, πριν από την υπογραφή της συμβάσεως με τον επιλεγέντα διαγωνιζόμενο, η αναθέτουσα αρχή δεν έχει δεσμευθεί και επομένως μπορεί, στο πλαίσιο της λειτουργίας της που άπτεται του γενικού συμφέροντος, να αποφασίσει ελευθέρως να παραιτηθεί της συμβάσεως ή να ακυρώσει τη διαδικασία διαγωνισμού, χωρίς να φέρει υποχρέωση αποζημιώσεως του εν λόγω διαγωνιζόμενου (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Μαΐου 2008, T‑383/06 και T‑71/07, Icuna.Com κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2008, σ. II‑727, σκέψη 59), τουλάχιστον έως ότου να του δημιουργήσει την πεποίθηση ότι η σχετική σύμβαση θα συναφθεί με αυτόν και, επιπλέον, να τον παρακινήσει να προβεί σε αμετάκλητες δαπάνες (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, T‑203/96, Embassy Limousines & Services κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II‑4239, σκέψεις 76 και 80).

30      Το άρθρο 101, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1605/2002 αποκλείει επομένως τη δυνατότητα του επιλεγέντος διαγωνιζόμενου να μπορέσει να υποχρεώσει την αναθέτουσα αρχή να συνάψει την αντίστοιχη σύμβαση, υποστηρίζοντας ότι η οικονομική του ευημερία ή και η οικονομική του επιβίωση εξαρτάται από την εκτέλεση του αντικειμένου της συμβάσεως που του έχει ανατεθεί. Αυτή η εγγενής αβεβαιότητα στη νομική και οικονομική κατάσταση της αναδόχου επιχειρήσεως η οποία, καίτοι της ανατέθηκε το αντικείμενο της επίμαχης συμβάσεως, πρέπει εκ των προτέρων να αναμένει το ενδεχόμενο της μη αποζημιώσεώς της, περιλαμβάνεται μεταξύ των παραγόντων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων κατά την εκτίμηση της αιτήσεως λήψεως προσωρινών μέτρων που καταθέτει ο διαγωνιζόμενος του οποίου η προσφορά απορρίφθηκε: επομένως, όπως ακριβώς και στην περίπτωση του επιλεγέντος διαγωνιζόμενου, μόνον το γεγονός ότι η απόρριψη της προσφοράς μπορεί να έχει αρνητικές οικονομικές συνέπειες, έστω και σοβαρές, για τον αποκλεισθέντα διαγωνιζόμενο δεν μπορεί να δικαιολογήσει, αυτό και μόνο, τα αιτούμενα προσωρινά μέτρα.

31      Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 136 του κανονισμού 2342/2002, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να δεχθεί προσφορά επιχειρήσεως μόνο αν η επιχείρηση αυτή τεκμηριώσει, προ της αναθέσεως του αντικειμένου της επίμαχης συμβάσεως, ότι έχει την αναγκαία οικονομική και χρηματοδοτική ικανότητα για την καλή εκτέλεση της συμβάσεως. Εφόσον γίνει δεκτό εν προκειμένω ότι η αιτούσα πληροί το κριτήριο αυτό, δεν μπορεί να νοηθεί ότι και μόνο η απώλεια της επίμαχης συμβάσεως είναι ικανή να επηρεάσει βίαια την οικονομική και χρηματοπιστωτική υγεία της, μολονότι απασχολεί σχεδόν αποκλειστικώς ανεξάρτητους διδασκάλους, [εμπιστευτικό], παρά το ότι της έχει ανατεθεί το αντικείμενο του τμήματος 5 της συμβάσεως αυτής, έχει συνάψει σειρά συμβάσεων διδασκαλίας ξένων γλωσσών με όργανα της Ένωσης, όπως με [εμπιστευτικό] και [εμπιστευτικό], και έχει συμβατικές σχέσεις με άλλους πελάτες, πλην των θεσμικών οργάνων, οι οποίοι εδρεύουν κυρίως στο Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο), στο [εμπιστευτικό] (Ηνωμένο Βασίλειο) και στο Παρίσι (Γαλλία).

32      Συνεπώς, η αιτούσα δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι, σε περίπτωση που δεν διαταχθούν τα αιτούμενα ασφαλιστικά μέτρα, θα βρεθεί σε κατάσταση δυνάμενη να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξή της.

33      Όσον αφορά το αν το επικαλούμενο από την αιτούσα διαφυγόν κέρδος δύναται να αποτελέσει, σε μεταγενέστερο στάδιο, αντικείμενο χρηματικής αποζημιώσεως, κατά πάγια νομολογία, έχει κριθεί ότι, όταν ο δικαστής της Ένωσης επιδικάζει αποζημίωση αποτιμώντας οικονομικώς τη ζημία που προκλήθηκε λόγω διαφυγόντος κέρδους, η αποζημίωση αυτή μπορεί κατ’ αρχήν να ανταποκρίνεται στην καθιερωθείσα από τη νομολογία επιταγή για εξασφάλιση πλήρους αποκαταστάσεως της προσωπικής ζημίας που πράγματι υπέστη ο οικείος διάδικος, η οποία απέρρευσε από την ιδιαίτερη παρανομία που διαπράχθηκε εις βάρος του (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Φεβρουαρίου 2008, C-348/06 P, Επιτροπή κατά Girardot, Συλλογή 2008, σ. I‑833, σκέψη 76, και διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Απριλίου 2008, T‑41/08 R, Vakakis κατά Επιτροπής, που έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 66).

34      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, σε περίπτωση θετικής εκβάσεως της κύριας δίκης για την αιτούσα, θα μπορούσε να αποτιμηθεί οικονομικώς η ζημία που υπέστη λόγω της απώλειας της πιθανότητας να της ανατεθεί το αντικείμενο της επίμαχης συμβάσεως, οπότε θα ήταν δυνατή η πλήρης αποκατάσταση της οικονομικής ζημίας που θα είχε πράγματι υποστεί. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα της αιτούσας ότι η ζημία της είναι ανεπανόρθωτη λόγω του ότι δεν θα είναι δυνατό να προσδιορισθεί ποσοτικώς η απώλεια της πιθανότητας να υπογράψει την επίμαχη σύμβαση δεν μπορεί να γίνει δεκτό (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου Vakakis κατά Επιτροπής, σκέψεις 67 και 68, και διάταξη της 15ης Ιουλίου 2008, T‑202/08 R, CLL Centres de langues κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 79 και 80).

35      Η προπαρατεθείσα διάταξη Globe κατά Επιτροπής (σκέψεις 117 και 127), την οποία επικαλείται η αιτούσα, πρέπει επομένως να παραχωρήσει το προβάδισμα στην πλέον πρόσφατη νομολογία, όσον αφορά το κριθέν στη διάταξη εκείνη, ότι η απώλεια της πιθανότητας για την ανάθεση του αντικειμένου της συμβάσεως ήταν πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να προσδιορισθεί ποσοτικώς, και, κατά συνέπεια, η εν λόγω απώλεια μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ανεπανόρθωτη ζημία.

36      Συνεπώς, η αιτούσα δεν απέδειξε ότι η οικονομική ζημία την οποία επικαλείται θα είναι πολύ δύσκολο να προσδιορισθεί ποσοτικώς.

37      Η αιτούσα δεν απέδειξε περαιτέρω ότι δεν θα μπορούσε να επιτύχει την αποκατάσταση αυτή ασκώντας ενδεχομένως αγωγή αποζημιώσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 10ης Νοεμβρίου 2004, T‑303/04 R, European Dynamics κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3889, σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Πράγματι, στον βαθμό που η ζημία αυτή δεν θα μπορεί να αποκατασταθεί με μόνη την εκτέλεση της αποφάσεως επί της κύριας δίκης, θα είναι δυνατή η αποκατάστασή της διά της ασκήσεως των ενδίκων μέσων που προβλέπουν τα άρθρα 268 ΣΛΕΕ και 340 ΣΛΕΕ (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 16ης Ιανουαρίου 2004, T‑369/03 R, Arizona Chemical κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑205, σκέψη 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), δεδομένου ότι και μόνον η ύπαρξη της δυνατότητας ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως αρκεί για να μπορεί να θεωρηθεί κατ’ αρχήν ως επανορθώσιμη μια τέτοια ζημία, και τούτο παρά την αβεβαιότητα που συνδέεται με την έκβαση της επίμαχης διαφοράς [βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2001, C‑404/01 P(R), Επιτροπή κατά Euroalliages κ.λπ., Συλλογή 2001, σ. I‑10367, σκέψεις 70 έως 75, και διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Φεβρουαρίου 2002, T‑132/01 R, Euroalliages κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑777, σκέψη 52].

38      Κατά συνέπεια, από το επιχείρημα που προέβαλε η αιτούσα δεν μπορεί να συναχθεί ότι η επικαλούμενη οικονομική ζημία είναι ανεπανόρθωτη.

39      Συνεπώς, η αιτούσα δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι πληρούται η προϋπόθεση του επείγοντος όσον αφορά τη φερόμενη οικονομική ζημία.

40      Περαιτέρω, στον βαθμό που η αιτούσα επικαλείται προσβολή της φήμης της, αρκεί η επισήμανση ότι η συμμετοχή σε δημόσιο διαγωνισμό, εκ της φύσεώς του ιδιαιτέρως ανταγωνιστικό, συνεπάγεται κινδύνους για όλους τους συμμετέχοντες, ο αποκλεισμός δε ενός διαγωνιζομένου, δυνάμει των κανόνων του διαγωνισμού, δεν μπορεί, αυτός καθαυτόν, να επιφέρει ζημία. Όταν μια επιχείρηση απορρίφθηκε παρανόμως σε διαγωνισμό, γίνεται δυσκολότερα δεκτό ότι η εν λόγω επιχείρηση κινδυνεύει να υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη στη φήμη της, δεδομένου ότι, αφενός, ο αποκλεισμός της δεν σχετίζεται με την ικανότητα της επιχειρήσεως και, αφετέρου, η ακυρωτική απόφαση που θα ακολουθήσει θα καταστήσει κατ’ αρχήν δυνατή την αποκατάσταση της φήμης της (βλ. διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 23ης Ιανουαρίου 2009, T‑511/08 R, Unity OSG FZE κατά Συμβουλίου, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

41      Εν προκειμένω, τις μικρής σημασίας συνέπειες της απώλειας δημόσιας συμβάσεως για τη φήμη απορριφθέντος διαγωνιζομένου καταδεικνύει το γεγονός ότι, από το 2004, η εταιρία CLL Centres de langues και η αιτούσα έχουν συμμετάσχει σε διάφορους διαγωνισμούς σχετικούς με τη διδασκαλία ξένων γλωσσών στο προσωπικό της Ένωσης και τους έχουν ανατεθεί εναλλάξ τα αντικείμενα των επίμαχων συμβάσεων ή ακόμη έχουν αναλάβει από κοινού την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων, χωρίς η αποτυχία είτε της μίας είτε της άλλης να έχει θίξει τη φήμη τους σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην μπορούν να αναδειχθούν ανάδοχοι στο πλαίσιο του επόμενου δημόσιου διαγωνισμού. Το επιχείρημα περί προσβολής της φήμης της αιτούσας δεν πληροί, επομένως, τις προϋποθέσεις του επείγοντος.

42      Το ίδιο ισχύει και ως προς το επιχείρημα ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις την εμποδίζουν να αναφέρεται, για σκοπούς ανταγωνισμού, στην εμπειρία και την εξειδίκευση που έχει αποκτήσει κατά την εκτέλεση της επίμαχης συμβάσεως, ενώ η CLL-Allingua, στην οποία έχει ανατεθεί το αντικείμενο της συμβάσεως, μπορεί να την επικαλεστεί. Πράγματι, αρκεί η υπόμνηση ότι η αιτούσα ανέλαβε την εκτέλεση του τμήματος 5 της επίμαχης συμβάσεως και ότι έχει, επίσης, συνάψει σειρά συμβάσεων για τη διδασκαλία ξένων γλωσσών με όργανα της Ένωσης, όπως με [εμπιστευτικό] και [εμπιστευτικό]. Κατά συνέπεια, όχι μόνο δεν αποκλείεται πλήρως από τον επίμαχο οικονομικό τομέα, αλλά αντιθέτως μπορεί να επιδείξει την εμπειρία και την εξειδίκευση που έχει αποκτήσει κατά την εκτέλεση των συμβάσεων αυτών. Εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι καμία από τις λοιπές ζημίες που επικαλείται η αιτούσα δεν πληροί τις προϋποθέσεις του επείγοντος, η απώλεια ενός τέτοιου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, περιοριζόμενου σε ορισμένα τμήματα δημοσίας συμβάσεως, δεν μπορεί από μόνη της να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία δυνάμενη να δικαιολογήσει τη λήψη των αιτούμενων προσωρινών μέτρων.

43      Επομένως, η αιτούσα δεν κατόρθωσε περαιτέρω να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του επείγοντος όσον αφορά τη φερόμενη ηθική βλάβη.

44      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η προϋπόθεση του επείγοντος δεν πληρούται εν προκειμένω.

45      Επιβάλλεται να προστεθεί, επικουρικώς, ότι, κι αν ακόμα θεωρηθεί ότι, στο παρόν στάδιο, η προϋπόθεση υπάρξεως επείγοντος –ιδίως στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψεως ασφαλιστικών μέτρων για δημόσιες συμβάσεις– πληρούται λόγω της επιτακτικής ανάγκης να θεραπευτεί το δυνατόν συντομότερα μια διαφαινόμενη, εκ πρώτης όψεως, καταφανής και εξαιρετικά σοβαρή παρανομία και, ως εκ τούτου, ότι η λήψη τους δικαιολογείται σοβαρώς εκ πρώτης όψεως (fumus boni juris) (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα διάταξη Αυστρία κατά Συμβουλίου, σκέψη 110), από τη δικογραφία δεν προκύπτει prima facie ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πάσχουν από τέτοιας φύσεως παρανομία.

46      Όσον αφορά τον λόγο που αφορά παραβίαση των αρχών της διαφάνειας, της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της ίσης μεταχειρίσεως (βλ. ανωτέρω σκέψεις 5 και 7), ο οποίος είναι, εκ πρώτης όψεως, ο μόνος ο οποίος μπορεί να εξετασθεί συναφώς, μία τέτοια σοβαρή και καταφανής παρανομία θα μπορούσε ενδεχομένως να στηριχθεί αν η αιτούσα είχε υποστηρίξει, με αποδεικτικά στοιχεία, ότι ανατέθηκε το αντικείμενο της επίμαχης συμβάσεως στη CLL-Allingua χάρις στη βοήθεια που προσέφερε υπάλληλος της Επιτροπής ο οποίος, ως ενεργό μέλος επιτροπής αξιολογήσεως για τον επίδικο διαγωνισμό, είχε ασκήσει καθοριστική επιρροή στην επιλογή αυτού του διαγωνιζομένου ή, προ της αποχωρήσεώς του από την Επιτροπή και της προσλήψεώς του από την CLL-Allingua, είχε ο ίδιος προετοιμάσει τον επίδικο διαγωνισμό, παρέχοντας με τον τρόπο αυτό στον νέο του εργοδότη, γνωρίζοντας εκ των έσω τις σχετικές λεπτομέρειες, αποφασιστικό προβάδισμα έναντι της αιτούσας.

47      Τα επιχειρήματα, όμως, της αιτούσας στο πλαίσιο αυτό είναι πολύ περισσότερο αόριστα, καθώς απλώς αναφέρει ότι ο εν λόγω πρώην υπάλληλος απασχολούνταν στη μονάδα ανθρωπίνων πόρων της Επιτροπής πριν από τη δημοσίευση του επίμαχου διαγωνισμού και ότι συμμετέσχε σε επιτροπές αξιολογήσεως στο πλαίσιο παρόμοιων διαδικασιών αναθέσεως σχετικών με υπηρεσίες διδασκαλίας ξένων γλωσσών σε όργανα της Ένωσης. Καίτοι παραπέμπει, επίσης, σε καταθέσεις ορισμένων υπαλλήλων της, κατά τις οποίες ο εν λόγω πρώην υπάλληλος της Επιτροπής είχε τονίσει, σε συνομιλίες μαζί τους, τον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτιζε κατά την προετοιμασία του επίμαχου διαγωνισμού και τις σχέσεις που διατηρούσε με τη CLL-Allingua, αρκεί η διαπίστωση ότι, για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, οι καταθέσεις αυτές δεν είναι σε θέση να αποδείξουν από μόνες τους σοβαρή και καταφανή παρανομία. Πράγματι, αφενός, η αξία τους αποδυναμώνεται διότι οι υπάλληλοι της αιτούσας έχουν προφανές συμφέρον για ανάθεση της επίμαχης συμβάσεως σε αυτήν και, ως εκ τούτου, για την επιτυχή έκβαση της ασκηθείσας αιτήσεώς της ενώπιον του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων. Αφετέρου, από τη δικογραφία προκύπτει ότι ο επίμαχος πρώην υπάλληλος είχε συνάψει σύμβαση με την αιτούσα προκειμένου να προσληφθεί από αυτήν, γεγονός που ενδεχομένως τον παρακίνησε να προσδώσει υπερβολική βαρύτητα στη σημασία του ώστε να μπορέσει να αποκτήσει τη ζητούμενη θέση, με αποτέλεσμα το περιεχόμενο των σχετικών δηλώσεών του να πρέπει να λαμβάνεται υπόψη με επιφύλαξη.

48      Τέλος, στον βαθμό που η αιτούσα ζητεί τη λήψη των αιτούμενων προσωρινών μέτρων επικαλούμενη τη γενική αρχή του δικαιώματος σε πλήρη και αποτελεσματική δικαστική προστασία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν υπέβαλε μαζί με την προσφυγή στην κύρια υπόθεση αίτηση εκδικάσεως της υποθέσεως με την ταχεία διαδικασία κατ’ εφαρμογή του άρθρου 76α του Κανονισμού Διαδικασίας. Παραιτούμενη της δυνατότητας να εκδικασθεί η κύρια διαφορά με την ταχεία διαδικασία, κι επομένως να τύχει επείγουσας δικαστικής προστασίας, η αιτούσα αλυσιτελώς υποστηρίζει ότι η απόρριψη της αιτήσεώς της ασφαλιστικών μέτρων θα συνιστά, αυτή καθαυτήν, προσβολή του δικαιώματός της σε τέτοιου είδους προστασία.

49      Για όλους τους ανωτέρω λόγους, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να απορριφθεί.

Για τους λόγους αυτούς,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

2)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 11 Μαρτίου 2013.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      M. Jaeger


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1 – Εμπιστευτικά στοιχεία που δεν αποκαλύπτονται.