Language of document : ECLI:EU:T:2009:140

Υπόθεση T-116/04

Wieland-Werke AG

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά χαλκοσωλήνων για βιομηχανική χρήση – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Καθορισμός των τιμών και κατανομή των αγορών – Πρόστιμα – Αρχή της νομιμότητας των ποινών – Μέγεθος της σχετικής αγοράς – Αποτρεπτικό αποτέλεσμα – Διάρκεια της παράβασης – Συνεργασία»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Νομικό πλαίσιο – Κατευθυντήριες γραμμές εκδοθείσες από την Επιτροπή

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

2.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Μέγεθος της αγοράς των οικείων προϊόντων

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

3.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Απόφαση περί επιβολής προστίμων – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Άρθρο 253 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

4.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Υποχρέωση να λαμβάνονται υπόψη οι κύκλοι εργασιών των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων και να εξασφαλίζεται η αναλογικότητα των προστίμων με αυτούς τους κύκλους εργασιών – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

5.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Αποτρεπτικός χαρακτήρας – Συνεκτίμηση του μεγέθους και του συνόλου των πόρων της επιχειρήσεως στην οποία επιβάλλεται πρόστιμο

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

6.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κριτήρια – Διάρκεια της παραβάσεως – Παραβάσεις μακράς διάρκειας – Προσαύξηση του αρχικού ποσού κατά 10 % ανά έτος

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 B)

7.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κριτήρια –Εκτίμηση του βαθμού συνεργασίας που παρέχει καθεμία από τις επιχειρήσεις κατά τη διοικητική διαδικασία

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15· ανακοίνωση 96/C 207/04 της Επιτροπής, τίτλος Δ)

8.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Μη επιβολή ή μείωση του προστίμου ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία που παρέχει η εμπλεκόμενη επιχείρηση

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοινώσεις 96/C 207/04 και 2002/C 45/03 της Επιτροπής)

1.      Στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας των επιβαλλομένων λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού προστίμων, εναπόκειται στο Πρωτοδικείο να εξακριβώσει αν η Επιτροπή άσκησε την εξουσία της εκτιμήσεως σύμφωνα με τη μέθοδο που εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ και, εφόσον διαπιστώσει ότι αυτή παρέκκλινε από την ως άνω μέθοδο, να εξακριβώσει αν η εν λόγω παρέκκλιση είναι νομικώς δικαιολογημένη και επαρκώς κατά νόμον αιτιολογημένη.

Ο αυτοπεριορισμός της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής που προκύπτει από την έκδοση των κατευθυντηρίων γραμμών δεν είναι στην πραγματικότητα ασυμβίβαστος με τη διατήρηση σημαντικού περιθωρίου εκτίμησης για το θεσμικό αυτό όργανο. Οι κατευθυντήριες γραμμές περιέχουν διάφορα στοιχεία που παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα ελιγμών κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας της σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 του κανονισμού 17, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο.

Επιπλέον, σε τομείς όπως ο καθορισμός του ύψους ενός προστίμου, στους οποίους η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως, για παράδειγμα όσον αφορά τον συντελεστή προσαύξησης λόγω της διάρκειας της παραβάσεως, ο έλεγχος νομιμότητας που ασκείται επί των εκτιμήσεων αυτών περιορίζεται στο να εξακριβωθεί ότι δεν υπάρχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

Εξάλλου, το περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής και τα όρια τα οποία η ίδια έχει ορίσει δεν προδικάζουν, καταρχήν, την εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή άσκηση της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας, που του παρέχει την εξουσία να εξαλείφει, να μειώνει ή να αυξάνει το ποσό του επιβαλλόμενου από την Επιτροπή προστίμου.

(βλ. σκέψεις 29-33)

2.      Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της σοβαρότητας μιας παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού προκειμένου να καθοριστεί το αρχικό ποσό του επιβαλλόμενου σε μια επιχείρηση προστίμου, η Επιτροπή μπορεί, χωρίς ωστόσο να της επιβάλλεται σχετική υποχρέωση, να συνεκτιμήσει το μέγεθος της επηρεασθείσας αγοράς. Προς τούτο, το θεσμικό αυτό όργανο μπορεί να λαμβάνει υπόψη τον κύκλο εργασιών της οικείας αγοράς. Κανένας βάσιμος λόγος δεν επιβάλλει ο υπολογισμός του κύκλου εργασιών μιας αγοράς να πραγματοποιείται αφού εξαιρεθούν από αυτόν ορισμένες δαπάνες παραγωγής. Συγκεκριμένα, σε όλους τους τομείς της βιομηχανίας υπάρχουν δαπάνες που είναι σύμφυτες με το τελικό προϊόν και που ο κατασκευαστής αδυνατεί να ελέγξει, αλλά που συνιστούν παρά ταύτα ουσιώδες στοιχείο του συνόλου των δραστηριοτήτων του και που, κατά συνέπεια, δεν μπορούν να αποκλειστούν από τον κύκλο εργασιών κατά τον καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η τιμή μιας πρώτης ύλης συνιστά σημαντικό τμήμα της τελικής τιμής του τελικού προϊόντος ούτε από το γεγονός ότι ο κίνδυνος διακυμάνσεων των τιμών μιας πρώτης ύλης είναι πολύ αυξημένος σε σχέση με άλλες πρώτες ύλες.

(βλ. σκέψεις 63, 66, 69)

3.      Όσον αφορά απόφαση της Επιτροπής περί επιβολής προστίμου λόγου παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, η υποχρέωση αιτιολογήσεως τηρείται όταν η Επιτροπή εκθέτει τα στοιχεία εκτιμήσεως τα οποία έλαβε υπόψη για να μετρήσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης. Το άρθρο 253 ΕΚ δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στην Επιτροπή να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους δεν δέχεται, όσον αφορά τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου, προσεγγίσεις που είναι υποθετικές σε σχέση με εκείνη την οποία τελικώς δέχτηκε με την τελική απόφασή της.

(βλ. σκέψεις 78, 82)

4.      Το γεγονός ότι η μέθοδος υπολογισμού που εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ δεν στηρίζεται στον ολικό κύκλο εργασιών των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων και καθιστά δυνατό, για τον λόγο αυτόν, να παρουσιάζονται ανισότητες μεταξύ των επιχειρήσεων, όσον αφορά τον λόγο του κύκλου εργασιών τους προς το ποσό των επιβαλλόμενων σε αυτές προστίμων, δεν ασκεί επιρροή για την εκτίμηση του ζητήματος αν η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως καθώς και την αρχή της εξατομίκευσης των ποινών. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν υποχρεούται, κατά τον προσδιορισμό του ποσού των προστίμων αναλόγως της σοβαρότητας και της διάρκειας της συγκεκριμένης παραβάσεως, να εξασφαλίζει, σε περίπτωση που επιβάλλει πρόστιμα σε πολλές επιχειρήσεις εμπλεκόμενες στην ίδια παράβαση, ότι τα τελικά ποσά των προστίμων στα οποία καταλήγει ο υπολογισμός της για τις οικείες επιχειρήσεις αντανακλούν κάθε διαφοροποίηση μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών όσον αφορά τον ολικό ή τον σχετικό κύκλο εργασιών τους. Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υποχρεούται, σε οποιοδήποτε στάδιο εφαρμογής των κατευθυντηρίων γραμμών, να εξασφαλίζει ότι τα ενδιάμεσα ποσά των προστίμων στα οποία καταλήγει αντανακλούν κάθε διαφοροποίηση μεταξύ των ολικών κύκλων εργασιών των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων.

(βλ. σκέψεις 86-87)

5.      Η αύξηση του αρχικού ποσού του προστίμου που επιβάλλεται σε μια επιχείρηση εμπλεκόμενη σε παράβαση των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού για να ληφθεί υπόψη, προς τον σκοπό της εξασφάλισης αποτρεπτικού αποτελέσματος, το μέγεθός της και το σύνολο των πόρων της δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή οφείλει να μειώσει το αρχικό ποσό του προστίμου που επιβάλλει σε έτερη, μικρότερου μεγέθους και με λιγότερους πόρους, επιχείρηση η οποία εμπλέκεται στην ίδια παράβαση. Συγκεκριμένα, επιτρέπεται στην Επιτροπή, στο πλαίσιο του περιθωρίου εκτιμήσεως που αυτή διαθέτει, να προσαρμόζει το ποσό των προστίμων χρησιμοποιώντας μια μέθοδο ενιαίας αντιμετώπισης, υπό την προϋπόθεση ότι τα πρόστιμα αυτά δεν είναι παράλογα σε σχέση με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.

Επιπλέον, επιλέγοντας τον συντελεστή προσαύξησης για επιχειρήσεις μεγαλύτερου μεγέθους, η Επιτροπή περιορίζεται από το ότι το αρχικό ποσό δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να υπερβαίνει ένα ύψος ανάλογο προς τη σοβαρότητα της παράβασης. Ως εκ τούτου, ακόμα και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κύκλος εργασιών της μεγαλύτερης επιχείρησης είναι σαφώς υψηλότερος από τον κύκλο εργασιών των άλλων ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, είναι δυνατόν, βάσει της σοβαρότητας της οικείας παράβασης, η Επιτροπή να μη μπορεί να προσαυξήσει παρά ελάχιστα το αρχικό ποσό του επιβαλλόμενου στη μεγαλύτερη επιχείρηση προστίμου.

(βλ. σκέψεις 92-93, 95)

6.      Από τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε καμία αλληλοεπικάλυψη ή αλληλεξάρτηση μεταξύ της εκτιμήσεως της σοβαρότητας και της εκτιμήσεως της διάρκειας της παραβάσεως. Το γεγονός ότι η Επιτροπή διατήρησε τη δυνατότητα να αυξάνει το πρόστιμο ανά έτος παράβασης κατά ποσοστό που ανέρχεται, στις περιπτώσεις μεγάλης διάρκειας παραβάσεων, μέχρι το 10 % του ποσού στο οποίο καταλήγει για τη σοβαρότητα της παράβασης, ουδόλως την υποχρεώνει να καθορίζει τον συντελεστή αυτό βάσει της έντασης των δραστηριοτήτων της σύμπραξης ή των αποτελεσμάτων της ή, κατά μείζονα λόγο, της σοβαρότητας της παράβασης. Στην πραγματικότητα, απόκειται στην Επιτροπή να επιλέγει, στο πλαίσιο του περιθωρίου εκτίμησης που διαθέτει, τον συντελεστή προσαύξησης που προτίθεται να εφαρμόσει λόγω της διάρκειας της παράβασης.

Επιπλέον, η Επιτροπή μπορεί να χρησιμοποιεί την ίδια περίσταση, ήτοι το ότι η επίμαχη παράβαση εξακολούθησε για χρονικό διάστημα άνω των πέντε ετών, τόσο για να αιτιολογήσει την εφαρμογή προσαύξησης όσο και για να καθορίσει τον ανώτατο συντελεστή της προσαύξησης αυτής στο 10 %, καθόσον δεν στερείται νομιμότητας το γεγονός ότι η διάρκεια μιας παράβασης ασκεί επιρροή όχι μόνον στην προσαύξηση του βασικού ποσού αυτού καθαυτό αλλά, ενδεχομένως, και στον οριστικό συντελεστή προσαύξησης.

(βλ. σκέψεις 107, 109-110)

7.      Όσον αφορά την εκτίμηση του βαθμού συνεργασιμότητας διαφόρων επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας κινηθείσας σχετικά με απαγορευμένη σύμπραξη, το χρονολογικό στοιχείο δεν μπορεί να λαμβάνεται υπόψη σε καταστάσεις κατά τις οποίες τα ενδιαφερόμενα μέρη διαβίβασαν πληροφορίες με αρκετά μικρή χρονική διαφορά και κατά το ίδιο περίπου στάδιο της διοικητικής διαδικασίας. Κατά συνέπεια, το γεγονός και μόνον ότι μια επιχείρηση προηγείται μιας άλλης στη συνεργασία της με την Επιτροπή δεν συνεπάγεται, αφ’ εαυτού, ότι το θεσμικό αυτό όργανο οφείλει, κατ’ εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, να ορίσει για την πρώτη επιχείρηση συντελεστή μείωσης του ύψους του επιβληθέντος προστίμου ανώτερο ή, τουλάχιστον, πανομοιότυπο με αυτόν που χορηγεί στην επιχείρηση που έπεται στη συνεργασία.

(βλ. σκέψεις 124, 127-128)

8.      Η κατ’ αναλογία εφαρμογή της ανακοίνωσης του 2002 σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) είναι δυνατή μόνον προς κάλυψη ενός νομικού κενού και όχι στην περίπτωση κατά την οποία η συνεργασία των οικείων επιχειρήσεων διέπεται από την ανακοίνωση του 1996 σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων.

Άλλωστε, μόνο στις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν μεταβατικές διατάξεις εφαρμόζεται ένας νέος κανόνας πάραυτα στα μελλοντικά αποτελέσματα μιας καταστάσεως γεννηθείσας υπό το κράτος παλαιότερου κανόνα. Όμως, το σημείο 28 της ανακοίνωσης του 2002 για τη συνεργασία προβλέπει σαφώς ότι η εν λόγω ανακοίνωση αρχίζει να εφαρμόζεται στις 14 Φεβρουαρίου 2002 σε όλες τις υποθέσεις στις οποίες καμία επιχείρηση δεν επικαλέστηκε την ανακοίνωση του 1996 για τη συνεργασία.

(βλ. σκέψεις 129-130)