Language of document : ECLI:EU:T:2007:321

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 25ης Οκτωβρίου 2007

Υπόθεση T-27/05

Carmela Lo Giudice

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπάλληλοι – Έκθεση εξελίξεως σταδιοδρομίας – Περίοδος αξιολογήσεως 2003 – Διαδικαστικές πλημμέλειες – Άρθρο 43 του ΚΥΚ – Δικαίωμα ακροάσεως – Αναρρωτική άδεια – Ιατρικό πιστοποιητικό»

Αντικείμενο: Προσφυγή με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της διαδικασίας αξιολογήσεως για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου έως 31 Δεκεμβρίου 2003 και, επικουρικώς, ακυρώσεως της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2004 περί οριστικής καταρτίσεως της εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας της προσφεύγουσας για την οικεία περίοδο.

Απόφαση: Η απόφαση της Επιτροπής της 4ης Μαΐου 2004 περί οριστικής καταρτίσεως της εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας της προσφεύγουσας για την περίοδο αξιολογήσεως 2003 ακυρώνεται. Η Επιτροπή καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Έννοια – Αξιολόγηση του προσωπικού – Δεν εμπίπτει

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι – Βαθμολόγηση – Έκθεση εξελίξεως σταδιοδρομίας – Κατάρτιση χωρίς καμία συμμετοχή του ενδιαφερομένου στη διαδικασία

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

3.      Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση εξελίξεως σταδιοδρομίας – Αδυναμία του υπαλλήλου να μετάσχει στη διαδικασία καταρτίσεως

4.      Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση εξελίξεως σταδιοδρομίας – Προθεσμίες προσβολής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

1.      Συνιστούν πράξεις δεκτικές προσφυγής μόνον εκείνα τα μέτρα τα οποία, αφενός, παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του ενδιαφερομένου, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση, και, αφετέρου, καθορίζουν οριστικώς τη θέση του κοινοτικού οργάνου.

Η διαδικασία αξιολογήσεως δεν συνιστά βλαπτική πράξη κατά την έννοια των άρθρων 90 και 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ), εφόσον δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα δυνάμενο να επηρεάσει άμεσα τα συμφέροντα υπαλλήλου. Η διαδικασία αυτή αποτελεί μια σειρά προπαρασκευαστικών πράξεων που καταλήγουν μεν στην κατάρτιση εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας (στο εξής: ΕΕΣ), πλην όμως, αντιθέτως προς αυτήν, δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα για τον ενδιαφερόμενο.

(βλ. σκέψεις 27 και 28)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 24 Ιουνίου 1993, T‑69/92, Seghers κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II‑651, σκέψη 28· ΠΕΚ, 28 Σεπτεμβρίου 1993, T‑57/92 και T‑75/92, Yorck von Wartenburg κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II‑925, σκέψη 36· ΠΕΚ, 25 Οκτωβρίου 2005, T‑43/04, Fardoom και Reinard κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑329 και II‑1465, σκέψεις 26 και 27

2.      Η ΕΕΣ δεν μπορεί να καταστεί οριστική αν δεν παρασχεθεί προηγουμένως η δυνατότητα στον υπάλληλο να διατυπώσει λυσιτελώς την άποψή του σχετικά με αυτήν. Συγκεκριμένα, συνιστά προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως τυχόν πλημμέλεια κατά τη διαδικασία καταρτίσεως της ΕΕΣ, συνιστάμενη στην παράλειψη διεξαγωγής συζητήσεως με τον υπάλληλο, καθόσον αυτή αποτελεί το κλειδί του συστήματος βαθμολογήσεως.

Επομένως, η εκ μέρους της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (στο εξής: ΑΔΑ) διεξαγωγή ολόκληρης της διαδικασίας καταρτίσεως της ΕΕΣ και η περάτωσή της σε μια περίοδο στη διάρκεια της οποίας ο αξιολογούμενος υπάλληλος βρισκόταν σε κατάσταση πλήρους ανικανότητας προς εργασία και ελλείψει οποιασδήποτε συμμετοχής του συνιστά προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως και, συνεπώς, παράβαση του άρθρου 43 του ΚΥΚ.

Το συμπέρασμα αυτό δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση λόγω του γεγονότος ότι δεν απαντά στις θεσπισθείσες από την Επιτροπή γενικές εκτελεστικές διατάξεις (στο εξής: ΓΕΔ) του άρθρου 43 του ΚΥΚ διάταξη η οποία να παρέχει τη δυνατότητα, σε περίπτωση υπαλλήλου που βρίσκεται μεν σε αναρρωτική άδεια, πλην όμως έχει πρόσβαση στο σύστημα πληροφορικής της Επιτροπής, να ανασταλούν οι σχετικές προθεσμίες προκειμένου να καταστεί δυνατή η συμμετοχή του στη διαδικασία καταρτίσεως της ΕΕΣ. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι εν λόγω ΓΕΔ ερμηνεύθηκαν ορθώς, εντούτοις δεν είναι δυνατό να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του ΚΥΚ και από το δικαίωμα ακροάσεως.

(βλ. σκέψεις 46 έως 48, 52, 74 και 75)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 30 Σεπτεμβρίου 2004, T‑16/03, Ferrer de Moncada κατά Επιτροπή, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑261 και II‑1163, σκέψη 40· ΠΕΚ, 14 Σεπτεμβρίου 2006, T‑115/04, Laroche κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. Ι-Α-2-173 και ΙΙ-Α-2-845, σκέψη 36· ΠΕΚ, 25 Οκτωβρίου 2006, T‑173/04, Carius κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. Ι-Α-2-243 και ΙΙ-Α-2-1269, σκέψη 69

3.      Εφόσον η Επιτροπή παραδέχθηκε ότι ένας υπάλληλος βρισκόταν, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας καταρτίσεως της ΕΕΣ του, σε κατάσταση πλήρους ανικανότητας προς εργασία, δεν μπορεί βασίμως να αμφισβητήσει, χωρίς να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία περί του αντιθέτου, ότι ο εν λόγω υπάλληλος ήταν επίσης ανίκανος να εκπληρώσει συγκεκριμένα καθήκοντα που συνδέονται με τη διαδικασία αξιολογήσεως, ούτε ότι, λόγω της ανικανότητας αυτής, στερήθηκε τη δυνατότητα να ασκήσει στην πράξη του δικαίωμά του ακροάσεως. Τα ως άνω καθήκοντα συνδέονται στενά με τις δραστηριότητες που ασκεί ο υπάλληλος στον χώρο της εργασίας του και απαιτούν, κατ’ ουσίαν, τις ίδιες φυσικές και διανοητικές ικανότητες που είναι αναγκαίες και για την εκπλήρωση των συνήθων καθηκόντων του.

Συναφώς, το γεγονός ότι ο αξιολογούμενος υπάλληλος διάβασε τα ηλεκτρονικά μηνύματα σχετικά με τη διαδικασία αξιολογήσεως και χρησιμοποίησε την πρόσβαση που είχε στο σύστημα πληροφορικής της Επιτροπής δεν αποδεικνύει ότι ήταν σε θέση να μετάσχει στη διαδικασία καταρτίσεως της ΕΕΣ.

Πράγματι, το γεγονός ότι διέθετε τις σωματικές και διανοητικές ικανότητες που απαιτούνται για την πραγματοποίηση των ως άνω ενεργειών στον υπολογιστή, οι οποίες δεν συνδέονται με οποιαδήποτε εκτίμηση επί της επαγγελματικής του καταστάσεως ούτε συνεπάγονται επικοινωνία με τους προϊσταμένους του προς διασφάλιση των συμφερόντων του, δεν αρκεί για να αποδείξει ότι ήταν σε θέση να συντάξει την αυτοαξιολόγησή του, να παραστεί σε συζήτηση ή να αιτιολογήσει, όπως προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 9, των ΓΕΔ του άρθρου 43 του ΚΥΚ, που θεσπίστηκαν από την Επιτροπή, αίτηση αναθεωρήσεως της ΕΕΣ του.

(βλ. σκέψεις 59, 60, 63 και 65)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 26 Ιανουαρίου 1995, T‑527/93, O κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑9 και II‑29

4.      Οι προθεσμίες που θέτουν οι ΓΕΔ του άρθρου 43 του ΚΥΚ, τις οποίες θέσπισε η Επιτροπή, όσον αφορά τη δυνατότητα αμφισβητήσεως της ΕΕΣ κατά τα διάφορα στάδια της διαδικασίας έχουν ως σκοπό όχι μόνον τη διασφάλιση της καλής διαχειρίσεως των πολυάριθμων ΕΕΣ που οφείλει να καταρτίζει ετησίως η Επιτροπή, αλλά και την παροχή στον αξιολογούμενο υπάλληλο επαρκούς χρονικού διαστήματος για να αποφασίσει, αφού μελετήσει την ΕΕΣ που τον αφορά, αν θα συμφωνήσει με το περιεχόμενό της ή αν θα το αμφισβητήσει ενώπιον της αρμόδιας αρχής. Συνεπώς, η προθεσμία των πέντε εργάσιμων ημερών που τάσσεται στον υπάλληλο για την υποβολή αιτήσεως αναθεωρήσεως της ΕΕΣ του πρέπει να ανασταλεί σε περίπτωση δικαιολογημένης απουσίας του, προκειμένου να μη στερηθεί αυτός το δικαίωμά του να αποφασίσει μόνο μετά την παρέλευση επαρκούς προς τούτο προθεσμίας.

(βλ. σκέψη 68)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 15 Δεκεμβρίου 2005, T‑154/04, Bauwens κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑425 και II‑1933, σκέψεις 40 και 42