Language of document : ECLI:EU:T:2010:355

Υπόθεση T-29/05

Deltafina SpA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ισπανική αγορά αποκτήσεως και πρώτης μεταποιήσεως ακατέργαστου καπνού – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Καθορισμός των τιμών και κατανομή της αγοράς – Σύμπτωση μεταξύ της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και της προσβαλλομένης αποφάσεως – Δικαιώματα άμυνας – Ορισμός της οικείας αγοράς – Πρόστιμα – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Πρωτοστατούσα επιχείρηση – Συνεργασία»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Καταλογισμός σε επιχείρηση – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα την ευθύνη επιχειρήσεως η οποία δραστηριοποιείται σε αγορά που εμπίπτει στο αμέσως επόμενο στάδιο εκείνο της οικείας αγοράς και η οποία συνέβαλε ενεργώς και σκοπίμως στη σύμπραξη

(Άρθρο 3 § 1, στοιχείο ζ΄, ΕΚ και 81 § 1 ΕΚ)

2.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Ανακοίνωση των αιτιάσεων – Αναγκαίο περιεχόμενο – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Έκταση

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17 και 1/2003)

3.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

4.      Πράξεις των οργάνων – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβάσεως των κανόνων περί ανταγωνισμού

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

5.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Εκτίμηση – Κατά περίπτωση εκτίμηση

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 3· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

6.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Εκτίμηση – Αλληλεξάρτηση των τριών κριτηρίων που μνημονεύονται ρητώς στις θεσπισθείσες από την Επιτροπή κατευθυντήριες γραμμές – Χαρακτηρισμός παραβάσεως ως πολύ σοβαρής – Πρωτεύων ρόλος του κριτηρίου που αντλείται από τη φύση της παραβάσεως

(Κανονισμοί 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 3· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

7.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Πραγματικός αντίκτυπος στην αγορά

(Κανονισμοί 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 3· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A, εδ. 1)

8.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Νομικό πλαίσιο – Καθορισμός – Επιρροή της προγενέστερης πρακτικής λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής – Δεν υφίσταται

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17 και 1/2003)

9.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Έκταση

(Άρθρο 253 ΕΚ)

10.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Ανακοίνωση των αιτιάσεων – Αναγκαίο περιεχόμενο – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17 και 1/2003· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 2)

11.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Επιχείρηση πρωτοστατούσα στην παράβαση – Έννοια

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 3· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 2)

12.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Εκτίμηση – Υποχρέωση χωριστής συνεκτιμήσεως καθεμίας από τις ελαφρυντικές περιστάσεις – Δεν υφίσταται – Σφαιρική εκτίμηση

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 3· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 3)

13.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Συμπεριφορά που αποκλίνει από εκείνη που αποτέλεσε αντικείμενο συμφωνίας στο πλαίσιο της συμπράξεως – Εκτίμηση

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15, και 1/2003, άρθρο 23· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 3, δεύτερη περίπτωση)

14.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Παύση της παραβάσεως πριν από την επέμβαση της Επιτροπής – Δεν εμπίπτει

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 3· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 3, τρίτη περίπτωση)

15.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Μείωση του ποσού του προστίμου έναντι της συνεργασίας της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως – Προϋποθέσεις

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17 και 1/2003· ανακοίνωση 96/C 207/04)

16.    Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Πρόστιμα – Καθορισμός – Κριτήρια – Γενική αύξηση των προστίμων – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις

(Άρθρα 81 § 1 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμοί του Συμβουλίου 17 και 1/2003)

1.      Η Επιτροπή δεν υπερβαίνει τα όρια της προβλεπόμενης από το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ απαγορεύσεως, διαπιστώνοντας την ευθύνη μιας επιχειρήσεως λόγω παραβάσεως της διατάξεως αυτής, όταν η εν λόγω επιχείρηση, καίτοι δραστηριοποιείται σε αγορά που εμπίπτει στο αμέσως επόμενο στάδιο εκείνο της αγοράς εντός της οποίας εκδηλώθηκαν οι πρακτικές που είχαν ως συνέπεια τον περιορισμό του ανταγωνισμού, μετέχει ενεργώς και σκοπίμως στη σύμπραξη παραγωγών που δραστηριοποιούνται σε διαφορετική αγορά από την αγορά στην οποία δραστηριοποιείται εκείνη.

Πράγματι, μια επιχείρηση μπορεί να παραβεί τον απαγορευτικό κανόνα του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, οσάκις η συμπεριφορά της, εναρμονιζόμενη με τη συμπεριφορά άλλων επιχειρήσεων, αποσκοπεί στον περιορισμό του ανταγωνισμού στην ειδική οικεία αγορά στο εσωτερικό της κοινής αγοράς, χωρίς αυτό να προϋποθέτει αναγκαστικώς ότι η ίδια δραστηριοποιείται στην εν λόγω οικεία αγορά.

Έτσι, δεν αποκλείεται η συμβολή μιας επιχειρήσεως στον περιορισμό του ανταγωνισμού ακόμη και χωρίς αυτή να περιορίζει τη δική της ελευθερία δράσεως στην αγορά στην οποία αναπτύσσει την κύρια δραστηριότητά της. Πράγματι, οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία μπορεί να συρρικνώσει το περιεχόμενο της απαγορεύσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ σε βαθμό που να θίγει την πρακτική αποτελεσματικότητά του και τον κύριο σκοπό του ο οποίος, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, ΕΚ, συνίσταται στην εξασφάλιση υγιούς ανταγωνισμού στο εσωτερικό της κοινής αγοράς, δεδομένου ότι δεν θα καθιστούσε δυνατή την κύρωση της ενεργού συμβολής μιας επιχειρήσεως στον περιορισμό του ανταγωνισμού για τον λόγο και μόνον ότι η συμβολή αυτή δεν απορρέει από οικονομική δραστηριότητα αναπτυσσόμενη στην οικεία αγορά εντός της οποίας λαμβάνει χώρα ή σκοπείται ο περιορισμός αυτός.

Η ερμηνεία του όρου «συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων» υπό το πρίσμα των σκοπών του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, ΕΚ επιβεβαιώνει ότι η έννοια της συμπράξεως και του αυτουργού παραβάσεως δεν διαφοροποιείται αναλόγως του τομέα ή της αγοράς στην οποία δραστηριοποιούνται οι οικείες επιχειρήσεις.

Ο καταλογισμός του συνόλου της παραβάσεως σε μια επιχείρηση, η οποία μετέσχε σε σύμπραξη, είναι σύμφωνος προς τις απαιτήσεις της αρχής της ατομικής ευθύνης εφόσον πληρούνται δύο προϋποθέσεις, εκ των οποίων η πρώτη είναι αντικειμενικής φύσεως και η δεύτερη είναι υποκειμενικής φύσεως.

Ως προς την πρώτη προϋπόθεση, αυτή πληρούται, όσον αφορά τη σχέση μεταξύ ανταγωνιστών που δραστηριοποιούνται στην ίδια επίμαχη αγορά και μεταξύ των ανταγωνιστών αυτών και των πελατών τους, εφόσον η μετέχουσα επιχείρηση συνέβαλε στην υλοποίηση της συμπράξεως, έστω κατά τρόπο δευτερεύοντα, εξαρτώμενο ή παθητικό, για παράδειγμα μέσω σιωπηρής εγκρίσεως και μη καταγγελίας της συμπράξεως αυτής στις αρχές.

Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, ο καταλογισμός του συνόλου της παραβάσεως στη μετέχουσα επιχείρηση εξαρτάται, εξάλλου, από την εκδήλωση της βουλήσεώς της που αποδεικνύει ότι αποδέχεται, έστω σιωπηρώς, τους σκοπούς της συμπράξεως.

(βλ. σκέψεις 48-49, 51, 57-58, 62)

2.      Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία που μπορεί να καταλήξει σε επιβολή κυρώσεων, ιδίως προστίμων ή χρηματικών ποινών, απαιτεί, ιδίως, ότι η ανακοίνωση των αιτιάσεων που απευθύνει η Επιτροπή σε επιχείρηση, στην οποία προτίθεται να επιβάλει κύρωση λόγω παραβάσεως των κανόνων περί ανταγωνισμού, πρέπει να περιλαμβάνει τα ουσιώδη στοιχεία σε βάρος της εν λόγω επιχειρήσεως, όπως τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά, τον χαρακτηρισμό που τους αποδίδεται και τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή, ώστε η επιχείρηση αυτή να είναι σε θέση να προβάλει λυσιτελώς τα επιχειρήματά της στο πλαίσιο της κινηθείσας κατ’ αυτής διοικητικής διαδικασίας.

Η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας εκτιμάται υπό το πρίσμα των αιτιάσεων που έκρινε αποδεδειγμένες η Επιτροπή με την ανακοίνωση των αιτιάσεων και με την απόφαση διά της οποίας τερματίζεται η εν λόγω διαδικασία. Υπό τις συνθήκες αυτές, η διαπίστωση προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας προϋποθέτει ότι η αιτίαση, την οποία η επιχείρηση θεωρεί ότι δεν της είχε προσαφθεί με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, κρίνεται αποδεδειγμένη από την Επιτροπή με την οριστική απόφασή της. Μια απλή διαφορά ως προς την παρουσίαση των πραγματικών περιστατικών, η οποία αποσκοπεί στην ακριβέστερη καταγραφή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στην οριστική απόφαση, δεν μπορεί να συνιστά ουσιαστική τροποποίηση των αιτιάσεων.

(βλ. σκέψεις 113-115, 120)

3.      Για να μπορεί μια απόφαση, συμφωνία ή πρακτική να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο, πρέπει, βάσει ενός συνόλου αντικειμενικών, νομικών ή πραγματικών, στοιχείων, να πιθανολογείται επαρκώς ότι η οικεία απόφαση, συμφωνία ή πρακτική ασκεί επιρροή, άμεση ή έμμεση, πραγματική ή δυνητική, επί των εμπορικών ρευμάτων μεταξύ κρατών μελών, τούτο δε κατά τρόπο δυνάμενο να εμποδίσει την υλοποίηση της ενιαίας αγοράς μεταξύ κρατών μελών. Επιπλέον, πρέπει η επιρροή αυτή να μην είναι ασήμαντη. Έτσι, η διαπίστωση επιπτώσεων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο προϋποθέτει εν γένει τη συνδρομή πολλών παραγόντων, οι οποίοι, εκτιμώμενοι μεμονωμένα, δεν θα ήσαν κατ’ ανάγκην καθοριστικοί.

Πράγματι, το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ δεν επιβάλλει μεν οι διαλαμβανόμενες στη διάταξη αυτή συμπράξεις να επηρεάζουν αισθητά το ενδοκοινοτικό εμπόριο, επιβάλλει όμως να αποδεικνύεται ότι οι συμπράξεις αυτές είναι ικανές να έχουν ένα τέτοιο αποτέλεσμα.

(βλ. σκέψεις 167-169)

4.      Μολονότι οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ δεν μπορούν να χαρακτηρίζονται ως κανόνας δικαίου τον οποίο οφείλει να τηρεί σε κάθε περίπτωση η διοίκηση, εντούτοις περιέχουν κανόνα συμπεριφοράς που υποδεικνύει την ακολουθητέα τακτική, από την οποία η διοίκηση δεν μπορεί να παρεκκλίνει σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να προσδιορίσει τους σχετικούς λόγους που πρέπει να συμβιβάζονται με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως .

(βλ. σκέψη 230)

5.      Το γεγονός ότι η Επιτροπή διευκρίνισε, με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, την προσέγγισή της ως προς την αξιολόγηση της σοβαρότητας μιας παραβάσεως δεν αντιτίθεται στο να εκτιμήσει η Επιτροπή το εν λόγω κριτήριο σφαιρικά βάσει όλων των σχετικών περιστάσεων, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που δεν μνημονεύονται ρητώς στις κατευθυντήριες γραμμές

(βλ. σκέψη 230)

6.      Τα τρία κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση της σοβαρότητας μιας παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, είναι η ίδια η φύση της παραβάσεως, ο πραγματικός αντίκτυπός της στην αγορά, εφόσον αυτός μπορεί να εκτιμηθεί, και η έκταση της σχετικής γεωγραφικής αγοράς. Οι τρεις αυτές πτυχές της αξιολογήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως δεν έχουν το ίδιο βάρος στο πλαίσιο της σφαιρικής εξετάσεως. Η φύση της παραβάσεως διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο, ιδίως προς χαρακτηρισμό των παραβάσεων ως «πολύ σοβαρών».

Συναφώς, από την περιγραφή των πολύ σοβαρών παραβάσεων στις κατευθυντήριες γραμμές προκύπτει ότι συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές που αποβλέπουν ιδίως στον καθορισμό των τιμών ή στην κατανομή των αγορών μπορούν να χαρακτηρισθούν, βάσει της φύσεώς τους και μόνον, ως «πολύ σοβαρές», χωρίς να απαιτείται να έχουν αυτές οι εκδηλώσεις συμπεριφοράς κάποιον ιδιαίτερο αντίκτυπο στην αγορά ή να επηρεάζουν συγκεκριμένη γεωγραφική έκταση. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από το ότι, ενώ η περιγραφή των σοβαρών παραβάσεων αναφέρεται ρητώς στον αντίκτυπο στην αγορά και στα αποτελέσματα σε εκτεταμένες ζώνες της κοινής αγοράς, η περιγραφή των πολύ σοβαρών παραβάσεων, αντιθέτως, δεν απαιτεί να υπάρχει συγκεκριμένος αντίκτυπος στην αγορά ή συνέπειες σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.

Υπάρχει μια αλληλεξάρτηση μεταξύ των τριών πτυχών της αξιολογήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως, υπό την έννοια ότι ένας υψηλός βαθμός σοβαρότητας με γνώμονα τη μία ή την άλλη πτυχή μπορεί να αντισταθμίσει την αμελητέα σοβαρότητα της παραβάσεως από άλλες απόψεις.

Όσον αφορά την έκταση της γεωγραφικής αγοράς, αυτή αντιπροσωπεύει μόνον ένα από τα τρία προσήκοντα κριτήρια, για τη σφαιρική εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και δεν αποτελεί αυτοτελές κριτήριο, υπό την έννοια ότι μόνον παραβάσεις που αφορούν την πλειονότητα των κρατών μελών θα μπορούσαν να λάβουν τον χαρακτηρισμό «πολύ σοβαρές». Ούτε η Συνθήκη ΕΚ ούτε ο κανονισμός 17 ή ο κανονισμός 1/2003 ούτε οι κατευθυντήριες γραμμές ούτε η νομολογία παρέχουν τη δυνατότητα να γίνει δεκτό ότι μόνον πολύ εκτεταμένοι, από γεωγραφική άποψη, περιορισμοί μπορούν να λάβουν τέτοιο χαρακτηρισμό. Επομένως, το περιορισμένο μέγεθος της οικείας γεωγραφικής αγοράς δεν αποκλείει τον χαρακτηρισμό της διαπιστωθείσας παραβάσεως ως «πολύ σοβαρής». Η λύση αυτή είναι επιβεβλημένη, κατά μείζονα λόγο, όσον αφορά το περιορισμένο μέγεθος της αγοράς του συγκεκριμένου προϊόντος, δεδομένου ότι το μέγεθος της αγοράς του προϊόντος δεν αποτελεί, κατ’ αρχήν, στοιχείο που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνεται υπόψη, αλλά αποτελεί ένα μόνον από τα κρίσιμα στοιχεία για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και τον καθορισμό του ύψους του προστίμου.

Πάντως, είναι σαφές ότι η παράβαση, η οποία προσάπτεται σε επιχειρήσεις μεταποιήσεως καπνού και σε μια εμπλεκόμενη επιχείρηση έχουσα μεταξύ των δραστηριοτήτων της τη διάθεση μεταποιημένου καπνού στο εμπόριο και η οποία συνίσταται στον καθορισμό των τιμών για τις διάφορες ποικιλίες ακατέργαστου καπνού εντός ενός κράτους μέλους και στην κατανομή των ποσοτήτων ακατέργαστου καπνού που πρόκειται να αγοραστούν από τους παραγωγούς, αποτελεί πολύ σοβαρή παράβαση ως εκ της φύσεώς της. Οι παραβάσεις αυτού του είδους χαρακτηρίζονται ως ιδιαιτέρως σοβαρές στον βαθμό που συνεπάγονται ευθεία παρέμβαση στις ουσιώδεις παραμέτρους του ανταγωνισμού στην οικεία αγορά ή ως κατάφωρες παραβάσεις των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 231, 233-234, 238, 240-242)

7.      Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού προς τον σκοπό του καθορισμού του ύψους του προστίμου, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι η σύμπραξη έχει πραγματικό αντίκτυπο στην αγορά δεν ασκεί επιρροή επί του χαρακτηρισμού της παραβάσεως ως «πολύ σοβαρής».

Η έλλειψη επαρκούς αποδείξεως περί της υπάρξεως πραγματικού αντικτύπου στην αγορά δεν είναι ικανή να θέσει υπό αμφισβήτηση το αρχικό ποσό του προστίμου, το οποίο καθορίστηκε από την Επιτροπή με βάση τη σοβαρότητα της παραβάσεως.

(βλ. σκέψεις 250-251)

8.      Η προγενέστερη πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής δεν χρησιμεύει η ίδια ως νομικό πλαίσιο των προστίμων στον τομέα του ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 292, 426)

9.      Από την αιτιολογία μιας ατομικής αποφάσεως πρέπει να διαφαίνεται, κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο, η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία ανταποκρίνεται στις επιταγές του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματος της πράξεως, αλλά και του πλαισίου εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα.

(βλ. σκέψη 319)

10.    Αν η Επιτροπή αναφέρει ρητώς, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, ότι πρόκειται να εξετάσει το αν πρέπει να επιβάλει πρόστιμα στις οικείες επιχειρήσεις και αν αναφέρει τα κύρια πραγματικά και νομικά στοιχεία που μπορούν να επισύρουν πρόστιμο, όπως είναι η σοβαρότητα και η διάρκεια της προσβαλλομένης παραβάσεως καθώς και το γεγονός ότι αυτή διεπράχθη «εκ προθέσεως ή εξ αμελείας», πληροί την υποχρέωσή της σεβασμού του δικαιώματος ακροάσεως των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Η Επιτροπή, ενεργώντας έτσι, παρέχει στις επιχειρήσεις τα αναγκαία στοιχεία για να αμυνθούν όχι μόνον έναντι της διαπιστώσεως της παραβάσεως, αλλά και έναντι της επιβολής προστίμου. Ωστόσο, τυχόν υποχρέωση της Επιτροπής να γνωστοποιεί στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, κατά το στάδιο της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, συγκεκριμένα στοιχεία ως προς το επίπεδο των προστίμων που σχεδιάζει να επιβάλει θα προδίκαζε κατά τρόπον ανάρμοστο την τελική της απόφαση.

Συναφώς, η απόδοση σε μια επιχείρηση του χαρακτηρισμού της πρωτοστατούσας επιχειρήσεως ενέχει σημαντικές συνέπειες όσον αφορά το ποσό του προστίμου που πρόκειται να επιβληθεί στην εν λόγω επιχείρηση. Έτσι, κατά το σημείο 2 των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, πρόκειται για επιβαρυντική περίσταση που επισύρει σημαντική αύξηση του βασικού ποσού του προστίμου. Ομοίως, κατά το σημείο Β, στοιχείο ε΄, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, ένας τέτοιος χαρακτηρισμός αποκλείει, ευθύς εξαρχής, το ενδεχόμενο να τύχει η ενδιαφερόμενη επιχείρηση πολύ σημαντικής μειώσεως του προστίμου, ακόμη και όταν η επιχείρηση που χαρακτηρίσθηκε ως πρωτοστατούσα επιχείρηση πληροί όλες τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις ώστε να είναι σε θέση να τύχει της μειώσεως αυτής. Κατά συνέπεια, απόκειται στην Επιτροπή να παραθέσει, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, τα στοιχεία που κρίνει σκόπιμα ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα στην επιχείρηση, η οποία μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πρωτοστατούσα επιχείρηση στο πλαίσιο της συμπράξεως, να απαντήσει σε μια τέτοια αιτίαση. Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη ότι μια τέτοια ανακοίνωση εξακολουθεί να αποτελεί ένα στάδιο στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως της τελικής αποφάσεως και ότι η εν λόγω ανακοίνωση δεν αντιπροσωπεύει, ως εκ τούτου, την οριστική θέση της Επιτροπής, δεν μπορεί να απαιτείται ότι η Επιτροπή θα πρέπει να προβαίνει, ήδη κατά το στάδιο αυτό, σε νομικό χαρακτηρισμό των στοιχείων επί των οποίων πρόκειται να στηριχθεί, με την τελική απόφασή της, προκειμένου να αποδώσει σε μια επιχείρηση τον χαρακτηρισμό της πρωτοστατούσας επιχειρήσεως στο πλαίσιο της συμπράξεως.

(βλ. σκέψεις 324-325, 327)

11.    Στο πλαίσιο του καθορισμού του ύψους του προστίμου λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού, μια εμπλεκόμενη επιχείρηση, για να θεωρηθεί ότι έχει ηγετικό ρόλο, πρέπει να έχει αναλάβει σημαντικές πρωτοβουλίες στο πλαίσιο της λειτουργίας της συμπράξεως και πρέπει να υπείχε ειδική και συγκεκριμένη ευθύνη ως προς τη λειτουργία της εν λόγω συμπράξεως.

Μολονότι τα στοιχεία που προέβαλε η Επιτροπή αποδεικνύουν ότι η επιχείρηση αυτή διαδραμάτισε ενεργό και άμεσο ρόλο στο πλαίσιο μιας συμπράξεως, εντούτοις δεν αρκούν για να αποδειχθεί ότι η εν λόγω επιχείρηση ανέλαβε σημαντικές πρωτοβουλίες στο πλαίσιο της λειτουργίας της εν λόγω συμπράξεως, ιδίως εάν κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν καταδεικνύει ότι η εμπλεκόμενη επιχείρηση ανέλαβε οποιαδήποτε πρωτοβουλία με σκοπό τη δημιουργία της εν λόγω συμπράξεως ή με σκοπό να παρακινήσει μία από τις λοιπές επιχειρήσεις να προσχωρήσει στη σύμπραξη αυτή, και εάν κανένα στοιχείο δεν παρέχει ούτε τη δυνατότητα να αποδειχθεί ότι η εμπλεκόμενη επιχείρηση ανέλαβε την ευθύνη για την άσκηση δραστηριοτήτων που σχετίζονται συνήθως με την άσκηση του ρόλου του πρωτοστάτη μιας συμπράξεως, όπως είναι η προεδρία συσκέψεων ή η συγκέντρωση και η διανομή ορισμένων δεδομένων.

(βλ. σκέψεις 332-335)

12.    Η Επιτροπή οφείλει, κατ’ αρχήν, κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων λόγω παραβάσεων των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού, να συμμορφώνεται με τους όρους των κατευθυντηρίων γραμμών της. Ωστόσο, στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ δεν αναφέρεται ότι η Επιτροπή πρέπει πάντοτε να λαμβάνει υπόψη χωριστά κάθε μία από τις ελαφρυντικές περιστάσεις που απαριθμούνται στο σημείο 3 των κατευθυντηρίων αυτών γραμμών, η δε Επιτροπή δεν υποχρεούται να χορηγεί αυτομάτως επιπλέον μείωση λόγω των περιστάσεων αυτών, δεδομένου ότι ο προσήκων χαρακτήρας τυχόν μειώσεως του προστίμου λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς και λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των κρισίμων περιστάσεων.

Συγκεκριμένα, η θέσπιση των κατευθυντηρίων γραμμών δεν είχε ως αποτέλεσμα το να στερηθεί του λυσιτελούς χαρακτήρα της η προγενέστερη νομολογία κατά την οποία η Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως που της παρέχει τη δυνατότητα να λαμβάνει ή να μη λαμβάνει υπόψη ορισμένα στοιχεία κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων τα οποία σχεδιάζει να επιβάλει, σε συνάρτηση ιδίως με τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υποθέσεως.

Έτσι, ελλείψει δεσμευτικών στοιχείων στις κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις ελαφρυντικές περιστάσεις που δύνανται να ληφθούν υπόψη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή έχει διατηρήσει ορισμένο περιθώριο προκειμένου να προβαίνει στη σφαιρική εκτίμηση της σημασίας μιας ενδεχόμενης μειώσεως του ύψους των προστίμων λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων.

(βλ. σκέψεις 347-348)

13.    Στο πλαίσιο του καθορισμού του ύψους του προστίμου λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να αναγνωρίσει την ύπαρξη ελαφρυντικής περιστάσεως λόγω μη εφαρμογής μιας συμπράξεως παρά μόνον αν η επιχείρηση η οποία επικαλείται την περίσταση αυτή μπορεί να αποδείξει ότι αντιτάχθηκε σαφώς και ουσιαστικώς στην εφαρμογή της συμπράξεως αυτής, σε σημείο που να παρεμπόδισε αυτή καθαυτή τη λειτουργία της, και ότι δεν προσχώρησε στη συμφωνία φαινομενικά και, ως εκ τούτου, ώθησε άλλες επιχειρήσεις να θέσουν σε εφαρμογή την εν λόγω σύμπραξη. Πράγματι, θα ήταν υπερβολικά ευχερές για τις επιχειρήσεις να ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο να υποχρεωθούν να καταβάλουν επαχθές πρόστιμο αν μπορούσαν να επωφελούνται από παράνομη σύμπραξη και να επιτυγχάνουν εν συνεχεία μείωση του προστίμου με την αιτιολογία ότι δεν διαδραμάτισαν παρά περιορισμένο ρόλο στην υλοποίηση της παραβάσεως, ενώ η στάση τους παρότρυνε άλλες επιχειρήσεις να συμπεριφερθούν κατά τρόπο βλαπτικότερο για τον ανταγωνισμό.

(βλ. σκέψη 350)

14.    Στο πλαίσιο του καθορισμού του ύψους του προστίμου λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού, η «παύση των παραβάσεων ταυτόχρονα με τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής (παραδείγματος χάρη επιτόπιοι έλεγχοι), που μνημονεύεται στο σημείο 3, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, δεν μπορεί λογικά να συνιστά ελαφρυντική περίσταση, παρά μόνον αν υπάρχουν λόγοι να υποτεθεί ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις παροτρύνθηκαν να θέσουν τέρμα στις θίγουσες τον ανταγωνισμό συμπεριφορές τους από τις εν λόγω ενέργειες, δεδομένου ότι η περίπτωση κατά την οποία είχε ήδη τεθεί τέρμα στην παράβαση πριν από την ημερομηνία των πρώτων ενεργειών της Επιτροπής δεν καλύπτεται από την ως άνω διάταξη των κατευθυντηρίων γραμμών.

(βλ. σκέψεις 354-355)

15.    Η Επιτροπή απολαύει ευρείας διακριτικής ευχέρειας ως προς τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού και μπορεί, συναφώς, να λάβει υπόψη πολλαπλά στοιχεία, μεταξύ των οποίων καταλέγεται η συνεργασία των οικείων επιχειρήσεων κατά την έρευνα που διεξάγουν οι υπηρεσίες του οργάνου αυτού. Πράγματι, η Επιτροπή έχει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως ως προς την αξιολόγηση της ποιότητας και της χρησιμότητας της συνεργασίας μιας επιχειρήσεως, ιδίως σε σχέση με τη συμβολή άλλων επιχειρήσεων. Για να δικαιολογεί μείωση του ύψους του προστίμου λόγω συνεργασίας, η συμπεριφορά της επιχειρήσεως πρέπει να διευκολύνει το έργο της Επιτροπής που συνίσταται στη διαπίστωση και τη δίωξη των εν λόγω παραβάσεων. Στο πλαίσιο της εκ μέρους της εκτιμήσεως της συνεργασίας που έχουν παράσχει οι επιχειρήσεις, η Επιτροπή δεν μπορεί να αγνοήσει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία παραβιάζεται όταν παρόμοιες καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά τρόπο διαφορετικό ή διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς.

(βλ. σκέψεις 389-390, 399)

16.    Το γεγονός ότι η Επιτροπή επέβαλε στο παρελθόν πρόστιμα ορισμένου ύψους για ορισμένες μορφές παραβάσεων δεν μπορεί να της αφαιρέσει τη δυνατότητα αυξήσεως του ύψους αυτού, εντός των ορίων που καθορίζονται από τον κανονισμό 1/2003, αν η εν λόγω αύξηση είναι αναγκαία για να εξασφαλιστεί η εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού.

Οι επιχειρηματίες δεν μπορούν δικαιολογημένα να τρέφουν προσδοκίες για διατήρηση μιας υφισταμένης καταστάσεως, η οποία μπορεί να μεταβληθεί στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή.

Κατά συνέπεια, οι επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε διοικητική διαδικασία η οποία μπορεί να καταλήξει στην επιβολή προστίμου δεν μπορούν να έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στο γεγονός ότι η Επιτροπή δεν θα υπερβεί το ύψος των προστίμων το οποίο εφάρμοζε προηγουμένως.

Πράγματι, κάθε επιχείρηση που εμπλέκεται σε διοικητική διαδικασία, η οποία μπορεί να καταλήξει στην επιβολή προστίμου, πρέπει να λαμβάνει υπόψη το ενδεχόμενο να αποφασίσει η Επιτροπή, ανά πάσα στιγμή, να αυξήσει το ποσό των προστίμων σε σχέση με τα πρόστιμα που επέβαλλε κατά το παρελθόν.

(βλ. σκέψεις 426, 435)