Language of document : ECLI:EU:C:2023:856

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JEAN RICHARD DE LA TOUR

της 9ης Νοεμβρίου 2023 (1)

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C608/22 και C609/22

AH (C608/22),

FN (C609/22)

παρισταμένης της:

Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl

[αίτηση του Verwaltungsgerichtshof
(Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Αυστρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Οδηγία 2011/95/ΕΕ – Κανόνες σχετικά με τη χορήγηση διεθνούς προστασίας και το περιεχόμενο αυτής της προστασίας – Άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ – Έννοια των “πράξεων δίωξης” – Σώρευση πράξεων και μέτρων που εισάγουν διακρίσεις κατά κοριτσιών και γυναικών – Τρόποι εκτίμησης του απαιτούμενου βαθμού σοβαρότητας – Άρθρο 4, παράγραφος 3 – Αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας σε εξατομικευμένη βάση – Λήψη υπόψη του φύλου, χωρίς συνεκτίμηση άλλων χαρακτηριστικών της προσωπικής κατάστασης – Διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών»






I.      Εισαγωγή

1.        Μετά την παλινόρθωση του καθεστώτος των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, η κατάσταση των κοριτσιών και των γυναικών επιδεινώθηκε ραγδαία, σε βαθμό που να μπορεί να γίνει λόγος ακόμη και για άρνηση της ταυτότητάς τους. Προκειμένου να μην υποστούν αυτήν την αφόρητη κατάσταση, οι Αφγανές, τόσο γυναίκες όσο και κορίτσια, εγκαταλείπουν τη χώρα τους ή αρνούνται να επιστρέψουν και ζητούν άσυλο, κυρίως στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντιμέτωπες με αυτή την κατάσταση, οι αρχές των κρατών μελών αμφιταλαντεύονται μεταξύ, αφενός, της χορήγησης καθεστώτος πρόσφυγα σε αυτές τις γυναίκες αποκλειστικά και μόνο λόγω του φύλου τους και, αφετέρου, της διερεύνησης σε εξατομικευμένη βάση του κατά πόσον υφίσταται κίνδυνος δίωξης.

2.        Η υπό κρίση υπόθεση θα παράσχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποσαφηνίσει την ως άνω περιγραφείσα κατάσταση.

3.        Πιο συγκεκριμένα, στο πλαίσιο των υπό κρίση προδικαστικών παραπομπών, το Δικαστήριο καλείται να διευκρινίσει τις μεθόδους εκτίμησης σχετικά με την ύπαρξη βάσιμου φόβου «πράξη δίωξης» κατά την έννοια του άρθρου 9 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ (2) όταν η αίτηση διεθνούς προστασίας υποβάλλεται από μια γυναίκα για τον λόγο ότι, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της, κινδυνεύει να εκτεθεί σε σειρά πράξεων και μέτρων που εισάγουν διακρίσεις που περιορίζουν την άσκηση των αστικών, πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων της.

4.        Ειδικότερα, το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Αυστρία) ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει εάν πράξεις όπως αυτές που έχει θεσπίσει το καθεστώς των Ταλιμπάν από τις 15 Αυγούστου 2021, οι οποίες περιορίζουν την πρόσβαση κοριτσιών και γυναικών στην εκπαίδευση, στην άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας και στην υγειονομική περίθαλψη, καθώς και τη συμμετοχή τους στη δημόσια και πολιτική ζωή, αλλά και την ελευθερία κινήσεως και την άσκηση αθλητικής δραστηριότητας, ενώ παράλληλα απαιτούν από τις γυναίκες να καλύπτουν ολόκληρο το σώμα και το πρόσωπό τους και τους στερούν την προστασία έναντι της έμφυλης και της ενδοοικογενειακής βίας μπορούν να χαρακτηρισθούν, λόγω της σωρευτικής τους επίδρασης και της έντασής τους, ως «πράξεις δίωξης» κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο καλείται να συμπληρώσει τις αρχές που έχει ήδη διατυπώσει στις αποφάσεις της 5ης Σεπτεμβρίου 2012, Y και Z (3), και της 7ης Νοεμβρίου 2013, X κ.λπ.(4), όσον αφορά την ερμηνεία του όρου «πράξεις δίωξης» κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/83/ΕΚ (5), η οποία καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2011/95, καθότι το άρθρο 9 είναι διατυπωμένο σε αμφότερες τις οδηγίες σχεδόν πανομοιότυπα.

5.        Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινιστεί εάν η αρμόδια αρχή, στο πλαίσιο της απαιτούμενης για την αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας σε εξατομικευμένη βάση εξέτασης της ατομικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων της αιτούσας, μπορεί να συναγάγει ότι υπάρχει βάσιμος φόβος να υποστεί η αιτούσα μια τέτοια πράξη δίωξης λόγω του φύλου της, χωρίς να χρειάζεται να διερευνήσει άλλα χαρακτηριστικά της προσωπικής της κατάστασης.

6.        Αυτό το δεύτερο ερώτημα, σχετικά με το περιεχόμενο της αξιολόγησης σε εξατομικευμένη βάση, η οποία απαιτείται από τον νομοθέτη της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95, εντάσσεται σε ιδιαίτερο πλαίσιο. Πράγματι, ορισμένα κράτη μέλη, όπως το Βασίλειο της Σουηδίας (6) και το Βασίλειο της Δανίας (7) ή η Δημοκρατία της Φινλανδίας (8), έχουν ήδη αποφασίσει να χορηγούν καθεστώς πρόσφυγα σε Αφγανές υπηκόους σχεδόν αυτόματα, αποκλειστικά και μόνον λόγω του φύλου τους, ευθυγραμμιζόμενα συνεπώς με εκείνα που από τον Αύγουστο του 2021 εξέταζαν την εφαρμογή του καθεστώτος προσωρινής προστασίας που θεσπίστηκε με την οδηγία 2001/55/ΕΚ (9). Ο Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (EUAA) καταλήγει, από την πλευρά του, στην τελευταία του ενημερωτική έκθεση για το Αφγανιστάν (2023), ότι θα τεκμαίρεται γενικά ένας βάσιμος φόβος δίωξης για τα κορίτσια και τις γυναίκες από το Αφγανιστάν όσον αφορά τα μέτρα που θεσπίζονται από το καθεστώς των Ταλιμπάν (10), ενώ η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR) τονίζει επίσης, στη δήλωσή της που εκδόθηκε στο πλαίσιο των υπό κρίση προδικαστικών παραπομπών, ότι υπάρχει τεκμήριο αναγνώρισης του καθεστώτος πρόσφυγα για κορίτσια και γυναίκες από το Αφγανιστάν (11).

7.        Στις παρούσες προτάσεις θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους θεωρώ ότι τα μέτρα στα οποία αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο συνιστούν «πράξη δίωξης» κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95. Θα εξηγήσω ότι η σοβαρή, συστηματική και θεσμοθετημένη διάκριση σε βάρος Αφγανών κοριτσιών και γυναικών έχει ως αποτέλεσμα τη στέρηση των πιο βασικών δικαιωμάτων τους στην κοινωνική ζωή και υπονομεύει τον πλήρη σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 ΣΕΕ καθώς και στο άρθρο 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (12).

8.        Επίσης, θα αναλύσω τους λόγους για τους οποίους εκτιμώ ότι η αρμόδια αρχή μπορεί, χωρίς εμπόδια, να κρίνει ότι υπάρχει βάσιμος φόβος δίωξης αποκλειστικά και μόνο λόγω του φύλου της αιτούσας, χωρίς να χρειάζεται να διερευνήσει άλλα χαρακτηριστικά της προσωπικής της κατάστασης.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Η ΕΣΔΑ

9.        Το άρθρο 15 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (13), το οποίο επιγράφεται «Παρέκκλιση σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης», προβλέπει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«1.      Εν περιπτώσει πoλέμoυ ή ετέρoυ δημoσίoυ κινδύνoυ απειλoύντoς την ζωήν τoυ έθνoυς, έκαστoν υψηλόν συμβαλλόμενoν μέρoς δύναται να λάβη μέτρα κατά παρέκκλισιν των υπό της παρούσης [σ]υμβάσεως πρoβλεπoμένων υπoχρεώσεων εν τω απαιτουμένω υπό της καταστάσεως απολύτως αναγκαίω μέτρω και υπό τoν όρoν όπως τα μέτρα ταύτα μη αντιτίθενται εις τας άλλας υπoχρεώσεις τας απορρεούσας εκ του διεθνούς δικαίου.

2.      Η προηγουμένη διάταξις ουδεμίαν επιτρέπει παράβασιν του άρθρου 2 [“Το δικαίωμα στη ζωή”], ειμή διά την περίπτωσιν θανάτου συνεπεία κανονικών πολεμικών πράξεων, ή των άρθρων 3 [“Απαγόρευση των βασανιστηρίων”], 4 (παράγραφος 1) [“Απαγόρευση της δουλείας”] και 7 [“Μη επιβολή ποινής άνευ νόμου”]».

Β.      H οδηγία 2011/95

10.      Η αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 2011/95 έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ περισσότερο ευνοϊκές διατάξεις σε σχέση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία για τους υπηκόους τρίτων χωρών ή τους ανιθαγενείς που αιτούνται διεθνή προστασία από κράτος μέλος, οσάκις το εν λόγω αίτημα νοείται ως στηριζόμενο στο γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είτε είναι πρόσφυγας κατά την έννοια του άρθρου 1(Α) της σύμβασης [περί του καθεστώτος των προσφύγων (14), όπως συμπληρώθηκε με το πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων (15) (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης)], είτε πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία.»

11.      Το άρθρο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[…]

δ)      “πρόσφυγας”, ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος, συνεπεία βάσιμου φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποιθήσεων ή ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, ευρίσκεται εκτός της χώρας της ιθαγένειάς του και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας ή ο ανιθαγενής ο οποίος, ευρισκόμενος εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του για τους ίδιους προαναφερθέντες λόγους, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτήν και στον οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 12.»

12.      Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Ευνοϊκότερες διατάξεις», προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ ευνοϊκότερες διατάξεις για να καθορίζουν το ποιος δικαιούται να θεωρηθεί πρόσφυγας ή πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία και το περιεχόμενο της διεθνούς προστασίας, υπό την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις αυτές συνάδουν με την παρούσα οδηγία.»

13.      Το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95, το οποίο επιγράφεται «Αξιολόγηση των γεγονότων και περιστάσεων», προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη μπορούν να κρίνουν ότι εναπόκειται στον αιτούντα να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας. Αποτελεί καθήκον των κρατών μελών να αξιολογούν, σε συνεργασία με τον αιτούντα, τα συναφή στοιχεία της αίτησής του.

2.      Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του αιτούντος και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο αιτών στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, συμπεριλαμβανομένου του ιστορικού των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την (τις) ιθαγένεια(‑ες), τη (τις) χώρα(‑ες) και το (τα) μέρος(‑η) προηγούμενης διαμονής του, προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, τα δρομολόγια που ακολούθησε, τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία.

3.      Η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας θα πρέπει να γίνεται σε εξατομικευμένη βάση και να περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση:

α)      όλων των συναφών στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά τον χρόνο λήψης απόφασης σχετικά με την αίτηση, συμπεριλαμβανομένων των νόμων και των κανονισμών στη χώρα καταγωγής και του τρόπου εφαρμογής τους·

β)      των συναφών δηλώσεων και εγγράφων που υπέβαλε ο αιτών, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων σχετικά με το εάν ο αιτών έχει ήδη ή ενδέχεται να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη·

γ)      της ατομικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, οι πράξεις στις οποίες έχει ήδη ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη·[…]».

14.      Το άρθρο 9 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Πράξεις δίωξης», προβλέπει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«1.      Μία πράξη για να θεωρηθεί ως πράξη δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 1Α της σύμβασης της Γενεύης πρέπει:

α)      να είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 2, της [ΕΣΔΑ]· ή

β)      να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο α).

2.      Οι πράξεις που μπορούν να χαρακτηρισθούν ως πράξεις δίωξης σύμφωνα με την παράγραφο 1 μπορούν μεταξύ άλλων να έχουν τη μορφή:

α)      πράξεων σωματικής ή ψυχικής βίας, συμπεριλαμβανομένων πράξεων σεξουαλικής βίας·

β)      νομικών, διοικητικών, αστυνομικών ή/και δικαστικών μέτρων, τα οποία εισάγουν διακρίσεις αφεαυτά ή εφαρμόζονται κατά τρόπο μεροληπτικό·

γ)      ποινικής δίωξης ή επιβολής ποινής η οποία είναι δυσανάλογη ή μεροληπτική·

[…]

στ)      πράξεων που στοχεύουν το φύλο ή τα παιδιά.»

III. Το ιστορικό των υποθέσεων της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15.      Στην υπόθεση C‑608/22, η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης AH είναι Αφγανή υπήκοος, γεννημένη το 1995. Μετά την είσοδό της στην Αυστρία, υπέβαλε στο εν λόγω κράτος μέλος, την 31η Αυγούστου 2015, αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας. Προς στήριξη της αίτησής της ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι είχε διαφύγει από καταναγκαστικό γάμο που είχε κανονίσει ο πατέρας της. Η αναιρεσείουσα, ηλικίας τότε περίπου 14 ετών, κατέφυγε με τη μητέρα της στο Ιράν, όπου έζησε με τις δύο αδερφές της μέχρι το 2015. Υπέβαλε την αίτησή της στην Αυστρία διότι ο σύζυγός της, τον οποίο παντρεύτηκε κατά τη διάρκεια της διαμονής της στην Ελλάδα, ζούσε ήδη στη χώρα αυτή.

16.      Στην υπόθεση C‑609/22 η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης FN είναι επίσης Αφγανή υπήκοος, γεννημένη το 2007. Το 2020 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στην Αυστρία. Όπως προέβαλε, δεν είχε ποτέ ζήσει στο Αφγανιστάν. Ζούσε εσχάτως με τη μητέρα της και τις δύο αδερφές της στο Ιράν, το οποίο εγκατέλειψε για τον λόγο ότι τα μέλη της οικογένειάς της δεν είχαν ούτε άδεια διαμονής ούτε άδεια εργασίας στην εν λόγω χώρα και η ίδια δεν μπορούσε να φοιτήσει σε σχολείο. Ισχυρίστηκε ότι αν επέστρεφε στο Αφγανιστάν θα διέτρεχε, ως γυναίκα, κίνδυνο απαγωγής, δεν θα μπορούσε να πάει σχολείο και πιθανόν να μην μπορούσε να συντηρήσει τον εαυτό της, δεδομένου ότι η οικογένειά της δεν βρισκόταν εκεί. Η FN ισχυρίστηκε επίσης, προς στήριξη της αίτησής της, ότι επιθυμεί να ζει ελεύθερη και να έχει τα ίδια δικαιώματα με τους άνδρες.

17.      Η Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl (αυστριακή ομοσπονδιακή υπηρεσία μετανάστευσης και ασύλου) χαρακτήρισε τα προβαλλόμενα από την AH επιχειρήματα σχετικά με τον λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα της ως μη αξιόπιστα, και έκρινε ότι η FN δεν διέτρεχε πραγματικό κίνδυνο δίωξης στο Αφγανιστάν, βάσει των διαθέσιμων κατά την έκδοση της απόφασης εκθέσεων, ήτοι τον Οκτώβριο του 2020. Επομένως, και στις δύο περιπτώσεις, η εν λόγω αρχή αρνήθηκε να χορηγήσει το καθεστώς πρόσφυγα κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2011/95. Ωστόσο, αναγνώρισε στις AH και FN το καθεστώς επικουρικής προστασίας για τον λόγο ότι δεν έχουν οικογενειακούς δεσμούς στο Αφγανιστάν και θα αντιμετώπιζαν δυσχέρειες οικονομικής και κοινωνικής φύσης εάν επέστρεφαν στην εν λόγω χώρα.

18.      Η AH και η FN άσκησαν προσφυγή ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου, Αυστρία) κατά των αποφάσεων με τις οποίες απορρίφθηκε το αίτημά τους για χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα, υποστηρίζοντας ιδίως ότι, μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν το καλοκαίρι του 2021, η κατάσταση στο Αφγανιστάν είχε αλλάξει τόσο πολύ που οι γυναίκες θα ήταν πλέον εκτεθειμένες σε σοβαρές διώξεις. Η FN θεωρεί ότι και μόνο το γεγονός ότι είναι Αφγανή γυναίκα θα πρέπει να οδηγήσει στη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα, όπως έκανε δεκτό στη νομολογία του το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) κατά την περίοδο της προηγούμενης κατάληψης της εξουσίας από τους Ταλιμπάν.

19.      Το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο) απέρριψε τις δύο ανωτέρω προσφυγές ως αβάσιμες, επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών διαβίωσης των προσφευγουσών στην Αυστρία, αυτές δεν είχαν υιοθετήσει έναν «τρόπο ζωής κατά τα δυτικά πρότυπα» που να έχει καταστεί τόσο ουσιώδες στοιχείο της ταυτότητάς τους ώστε να είναι αδύνατο για αυτές να αποφύγουν τον κίνδυνο δίωξης που διατρέχουν στη χώρα καταγωγής τους.

20.      Η AH και η FN υπέβαλαν έκαστη αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Verwaltungsgerichtshof (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου), προβάλλοντας και πάλι ότι η κατάσταση των γυναικών υπό το νέο καθεστώς των Ταλιμπάν δικαιολογούσε, αφεαυτής, τη χορήγηση καθεστώτος πρόσφυγα.

21.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία είναι πανομοιότυπα σε αμφότερες τις υποθέσεις:

«1)      Πρέπει η σώρευση μέτρων τα οποία επιβάλλονται, προωθούνται ή γίνονται ανεκτά σε ένα κράτος από φορέα που ασκεί de facto κυβερνητική εξουσία και προβλέπουν ιδίως ότι οι γυναίκες:

–        στερούνται της δυνατότητας να αναλαμβάνουν πολιτικές θέσεις και να μετέχουν σε πολιτικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων,

–        δεν διαθέτουν νομικά μέσα προκειμένου να τυγχάνουν προστασίας έναντι της έμφυλης και της ενδοοικογενειακής βίας,

–        εκτίθενται γενικώς στον κίνδυνο καταναγκαστικών γάμων και μολονότι οι γάμοι αυτοί έχουν απαγορευθεί από τον φορέα που ασκεί de facto κυβερνητική εξουσία, εντούτοις οι γυναίκες δεν προστατεύονται αποτελεσματικά από αυτούς, ενίοτε δε οι εν λόγω γάμοι τελούνται με τη συμμετοχή προσώπων που διαθέτουν de facto κρατική εξουσία, εν γνώσει τους ότι πρόκειται για καταναγκαστικούς γάμους,

–        δεν επιτρέπεται να ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα ή επιτρέπεται να την ασκούν σε περιορισμένο βαθμό μόνον κατ’ οίκον,

–        αντιμετωπίζουν δυσχέρειες όσον αφορά την πρόσβαση σε μονάδες υγειονομικής περίθαλψης,

–        στερούνται, πλήρως ή σε μεγάλο βαθμό, την πρόσβαση στην εκπαίδευση (για παράδειγμα, τα κορίτσια έχουν πρόσβαση μόνο στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση),

–        δεν επιτρέπεται να παραμένουν ή να κυκλοφορούν σε δημόσιους χώρους χωρίς τη συνοδεία άνδρα (με τον οποίο συνδέονται με ορισμένο δεσμό συγγένειας), τουλάχιστον σε περίπτωση απομάκρυνσης σε συγκεκριμένη απόσταση από τον τόπο κατοικίας τους,

–        είναι υποχρεωμένες να σκεπάζουν πλήρως το σώμα τους δημοσίως και να καλύπτουν το πρόσωπό τους,

–        δεν επιτρέπεται να ασκούν αθλητική δραστηριότητα,

να θεωρείται ως αρκούντως σοβαρή, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας [2011/95] ούτως ώστε να θίγεται μια γυναίκα κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο αʹ του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας;

2)      Αρκεί, για την αναγνώριση του καθεστώτος ασύλου, το γεγονός ότι μια γυναίκα θίγεται από τα ανωτέρω μέτρα στη χώρα καταγωγής της αποκλειστικά λόγω του φύλου της ή μήπως, προκειμένου να εκτιμηθεί αν μια γυναίκα θίγεται από τα μέτρα –εξεταζόμενα σωρευτικά– κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας [2011/95], είναι αναγκαίο να εξετάζεται η ατομική κατάστασή της;»

22.      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 13ης Οκτωβρίου 2022, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των εν λόγω υποθέσεων προς διευκόλυνση της έγγραφης και προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής απόφασης του Δικαστηρίου.

23.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι αναιρεσείουσες, η Αυστριακή, η Βελγική, η Ισπανική και η Γαλλική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

IV.    Ανάλυση

24.      Κατά το άρθρο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, η αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα προϋποθέτει ότι ο ενδιαφερόμενος υπήκοος της τρίτης χώρας διακατέχεται από βάσιμο φόβο δίωξής του στη χώρα καταγωγής του, λόγω της φυλής, της θρησκείας, της εθνικότητάς του, των πολιτικών πεποιθήσεών του ή του γεγονότος ότι ανήκει σε ορισμένη κοινωνική ομάδα.

25.      Επομένως, για να χορηγήσει το καθεστώς του πρόσφυγα, η αρμόδια αρχή πρέπει να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο ενδιαφερόμενος υφίσταται δίωξη ή διατρέχει κίνδυνο δίωξής του.

26.      Αφενός, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των άρθρων 9 και 10 της οδηγίας 2011/95, η έννοια της «δίωξης» αποτελείται από δύο στοιχεία.

27.      Το πρώτο είναι το υλικό στοιχείο. Πρόκειται για την «πράξη δίωξης» που ορίζει το άρθρο 9 της οδηγίας. Το στοιχείο αυτό είναι κρίσιμο διότι επ’ αυτού θεμελιώνεται ο φόβος του ατόμου και εξηγεί την αδυναμία ή την άρνησή του να ζητήσει την προστασία της χώρας καταγωγής του. Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να κριθεί εάν τα θεσπιζόμενα από το καθεστώς των Ταλιμπάν μέτρα τα οποία εισάγουν διακρίσεις κατά των κοριτσιών και γυναικών παρουσιάζουν τον απαιτούμενο από το άρθρο 9 της εν λόγω οδηγίας βαθμό σοβαρότητας ώστε να χαρακτηριστούν ως «πράξεις δίωξης». Το δεύτερο είναι το διανοητικό στοιχείο. Πρόκειται για τον λόγο, στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 10 της ίδιας οδηγίας, για τον οποίο διαπράχθηκε ή εφαρμόστηκε η πράξη ή το σύνολο πράξεων ή μέτρων. Αυτό το τελευταίο στοιχείο δεν αμφισβητείται στις υπό κρίση υποθέσεις.

28.      Αφετέρου, η αρμόδια αρχή πρέπει να εξετάσει, προβαίνοντας στην απαιτούμενη από το άρθρο 4, της οδηγίας 2011/95 εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων που περιγράφονται στην αίτηση διεθνούς προστασίας, αν είναι βάσιμος ο φόβος του αιτούντος ότι θα διωχθεί, αφ’ ης στιγμής επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του. Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν, υπό το πρίσμα ιδίως του άρθρου 4, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, μια Αφγανή γυναίκα δικαιούται διεθνή προστασία χωρίς να εξεταστεί η κατάστασή της σε εξατομικευμένη βάση, λαμβανομένου υπόψη ότι ορισμένες γυναίκες ενδέχεται να μην απορρίπτουν, ή ακόμη και να εγκρίνουν, τα μέτρα που θεσπίζονται ή γίνονται ανεκτά από τους Ταλιμπάν, με αποτέλεσμα τα συγκεκριμένα μέτρα να μην έχουν, ενδεχομένως, αντίκτυπο στη συγκεκριμένη κατάσταση των εν λόγω γυναικών.

Α.      Το εννοιολογικό περιεχόμενο των «πράξεων δίωξης», κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρώτο προδικαστικό ερώτημα)

29.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι συνιστούν «πράξη δίωξης» οι πράξεις και τα μέτρα που εισάγουν διακρίσεις και επιβάλλουν αυστηρούς περιορισμούς σε κορίτσια και γυναίκες όσον αφορά την ελευθερία κινήσεών τους, τη συμμετοχή τους στη δημόσια και πολιτική ζωή, την πρόσβασή τους στην εκπαίδευση και την υγειονομική περίθαλψη, την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας και αθλητικής δραστηριότητας, στερώντας τους, επιπλέον, την προστασία έναντι της έμφυλης και της ενδοοικογενειακής βίας και επιβάλλοντας σε αυτές ενδυματολογικό κώδικα σύμφωνα με τον οποίο πρέπει να καλύπτουν ολόκληρο το σώμα και το πρόσωπό τους.

1.      Εισαγωγικές παρατηρήσεις

30.      Στις παρατηρήσεις τους, η AH, η Βελγική Κυβέρνηση και η Επιτροπή εκφράζουν αμφιβολίες σχετικά με το περιεχόμενο του εν λόγω ερωτήματος.

31.      Πρώτον, η Επιτροπή και η Βελγική Κυβέρνηση τονίζουν ότι δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφανθεί in abstracto σχετικά με το αν η σώρευση μέτρων στα οποία αναφέρεται ρητά το αιτούν δικαστήριο συνιστά «πράξη δίωξης» κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας και το άρθρο 10, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ (16), η εκτίμηση αυτή είναι αποκλειστική ευθύνη της αρμόδιας αρχής, η οποία οφείλει να αξιολογήσει τις ανάγκες διεθνούς προστασίας του αιτούντος κατόπιν δέουσας, πλήρους και ακριβούς εξέτασης.

32.      Ωστόσο, φρονώ ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα δεν διατυπώνεται σε αυτό το πλαίσιο. Στην πραγματικότητα, το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί απλώς να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να εκτιμηθεί η προκύπτουσα από το σωρευτικό αποτέλεσμα σοβαρότητα αυτών των μέτρων σε σύγκριση με τον βαθμό σοβαρότητας που απαιτείται από το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95. Όπως αποδεικνύεται από τη χρήση του επιρρήματος «ιδίως» στη διατύπωση αυτού του ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο δεν σκόπευε να απαριθμήσει όλα τα μέτρα τα οποία ενδέχεται να επιβληθούν στις Αφγανές υπηκόους σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής τους. Το εύρος αυτών των μέτρων αυξάνεται σταθερά, όπως φαίνεται από την τελευταία έκθεση πληροφοριών του EUAA (17) για το Αφγανιστάν (2023) καθώς και από το πρόσφατο διάταγμα που εξέδωσε το καθεστώς των Ταλιμπάν το οποίο διατάσσει το κλείσιμο των ινστιτούτων αισθητικής, του μοναδικού «δημόσιου» χώρου όπου επιτρεπόταν ακόμη στις γυναίκες να συναθροίζονται. Το αιτούν δικαστήριο είναι εν γνώσει του ότι, καίτοι τα εν λόγω μέτρα, μεμονωμένα εξεταζόμενα, είναι αποδοκιμαστέα, δεν συνιστούν προσβολή απόλυτου δικαιώματος όπως ορίζεται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ, από το οποίο δεν χωρεί καμία παρέκκλιση, και ότι, συνολικά εξεταζόμενα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι τόσο σοβαρά όσο απαιτείται από το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας.

33.      Δεύτερον, η AH υποστηρίζει στις παρατηρήσεις της ότι τα μνημονευόμενα από το αιτούν δικαστήριο μέτρα που εισάγουν διακρίσεις δεν χρειάζεται να εξεταστούν υπό το πρίσμα του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95, δεδομένου ότι οι Αφγανές, τόσο οι γυναίκες όσο και τα κορίτσια, εκτίθενται επίσης σε πράξεις που θίγουν σοβαρά τα θεμελιώδη δικαιώματά τους κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας. Είναι προφανές, μάλιστα, ότι οι πράξεις έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας, τις οποίες κινδυνεύουν να υποστούν σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής τους, ενδεχομένως να συνιστούν, είτε λόγω της φύσης τους είτε λόγω της επανάληψης τους, «σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων», και ως εκ τούτου πράξη δίωξης κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης (18).

34.      Επίσης, δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι οι διώξεις και οι κυρώσεις στις οποίες εκτίθενται οι Αφγανές υπήκοοι όταν δεν τηρούν τους κανόνες που τους επιβάλλονται ενδέχεται να συνιστούν, αφεαυτών, πράξη δίωξης κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, στον βαθμό που μπορούν να προκαλέσουν σοβαρή και αφόρητη βλάβη στον άνθρωπο.

35.      Πλην όμως, θα ήθελα να επισημάνω ότι τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν τον χαρακτηρισμό των μέτρων που εισάγουν διακρίσεις σε βάρος των Αφγανών κοριτσιών και γυναικών με βάση το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο β, της οδηγίας 2011/95 και ότι η αρμόδια αρχή υποχρεούται να προβεί σε πλήρη χαρακτηρισμό των πράξεων δίωξης ή σοβαρής βλάβης που κινδυνεύει να υποστεί η αιτούσα σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.

36.      Αφενός, προκύπτει από τις απαιτήσεις του άρθρου 4 της οδηγίας 2011/95 ότι η αρμόδια εθνική αρχή υποχρεούται να προβεί σε προσήκουσα και αποτελεσματική εξέταση της αίτησης για την παροχή διεθνούς προστασίας ώστε να διασφαλίσει την εξαντλητική αξιολόγηση της ανάγκης προστασίας του ενδιαφερομένου. Με την απόφασή του στην υπόθεση Y και Z, το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι «όταν η αρμόδια αρχή προβαίνει, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας, στην αξιολόγηση αιτήσεως διεθνούς προστασίας σε εξατομικευμένη βάση, οφείλει να συνεκτιμά όλες τις πράξεις στις οποίες ο αιτών έχει εκτεθεί ή κινδυνεύει να εκτεθεί προκειμένου να προσδιορίσει αν, λαμβανομένης υπόψη της προσωπικής καταστάσεώς του, οι εν λόγω πράξεις μπορούν να εκληφθούν ως δίωξη, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, της [εν λόγω] οδηγίας (19) ».

37.      Αφετέρου, τούτο καθιστά δυνατή την αποφυγή δύσκολων καταστάσεων στις οποίες ενδέχεται να θεωρηθεί ότι ο ενδιαφερόμενος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο 3ʹ, της οδηγίας 2011/95, έπαυσε να δικαιούται καθεστώς πρόσφυγα λόγω μεταβολής των συνθηκών στη χώρα καταγωγής και να πρέπει, ως εκ τούτου, να ανακληθεί πρόωρα το καθεστώς που του χορηγήθηκε λόγω ανεπαρκούς χαρακτηρισμού του κινδύνου.

38.      Υπό τις συνθήκες αυτές, καίτοι είναι προφανές ότι ορισμένα από τα επίμαχα μέτρα που εισάγουν διακρίσεις συνιστούν κατάφωρα πράξη δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, στην αρμόδια εθνική αρχή εναπόκειται να προσδιορίσει, κατόπιν αξιολόγησης του κινδύνου, τον βαθμό στον οποίο οι αιτούσες ενδέχεται επίσης να υποστούν πράξεις δίωξης που εμπίπτουν στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας (20).

2.      Επί της ουσίας

39.      Το άρθρο 9 της οδηγίας 2011/95 ορίζει τα στοιχεία βάσει των οποίων μια πράξη μπορεί να θεωρηθεί ως πράξη δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 1, τμήμα Α, της Σύμβασης της Γενεύης (21).

40.      Το άρθρο 9, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας αφορά τις απαιτήσεις σχετικά με τη φύση και τη σοβαρότητα της πράξης, ενώ το άρθρο 9, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας απαριθμεί, ενδεικτικά, τις μορφές που μπορεί να έχει μια πράξη δίωξης.

41.      Στην υπό κρίση υπόθεση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα μέτρα τα οποία μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο περιλαμβάνονται στην εν λόγω απαρίθμηση, δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται εν προκειμένω η ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/95. Στην πραγματικότητα, η πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης δεν είναι να περιορίσει τις πράξεις δίωξης σε πράξεις σωματικής βίας, αλλά, μέσω ενός αρκετά ανοιχτού και ευέλικτου κειμένου, να αποτυπώσει πολλές διαφορετικές και συνεχώς εξελισσόμενες μορφές δίωξης (22). Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, της ως άνω οδηγίας, οι πράξεις δίωξης, μπορούν «μεταξύ άλλων» να έχουν τη μορφή «νομικών, διοικητικών, αστυνομικών ή/και δικαστικών μέτρων, τα οποία εισάγουν διακρίσεις αφεαυτά ή εφαρμόζονται κατά τρόπο μεροληπτικό», «ποινικής δίωξης ή επιβολής ποινής η οποία είναι δυσανάλογη ή μεροληπτική» και «πράξεων που στοχεύουν το φύλο ή τα παιδιά».

42.      Είναι όμως πιθανό τα μέτρα αυτά να είναι τόσο σοβαρά όσο απαιτείται από το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95;

43.      Το εν λόγω άρθρο εισάγει μια διάκριση ανάλογα με το εάν η εν λόγω πράξη παραβιάζει τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα (στοιχείο αʹ) ή άλλα ανθρώπινα δικαιώματα (στοιχείο βʹ).

44.      Το άρθρο 9, παράγραφος 1 της οδηγίας 2011/95, προβλέπει κατ’ αρχάς, στο στοιχείο αʹ, ότι η επίμαχη πράξη πρέπει να είναι «αρκούντως σοβαρή» λόγω της φύσης ή της επανάληψής της, ώστε να συνιστά «σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων», ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της [ΕΣΔΑ] (23).

45.      Μια πράξη που, λόγω της φύσης της, μπορεί να μην είναι αρκούντως σοβαρή ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενδέχεται να καταστεί τελικά, λόγω της επανάληψής της, τόσο σοβαρή ώστε να συνιστά τέτοια παραβίαση.

46.      Τα μνημονευόμενα στο άρθρο 15, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ δικαιώματα είναι τα καλούμενα ως «απόλυτα» ή «απαράγραπτα» δικαιώματα κάθε ατόμου. Κανένας περιορισμός τους δεν είναι δυνατός, ακόμη και σε περίπτωση εξαιρετικού δημόσιου κινδύνου «απειλούντος την ζωήν του έθνους». Πρόκειται για το δικαίωμα του ατόμου στη ζωή, το δικαίωμά του να μην υποβληθεί σε βασανιστήρια, ούτε σε απάνθρωπες ή εξευτελιστικές ποινές ή μεταχείριση, το δικαίωμά του να μην περιαχθεί σε κατάσταση δουλείας ή ειλωτείας, καθώς και το δικαίωμά του να μη συλληφθεί ή κρατηθεί αυθαιρέτως (24). Στην κοινή θέση του 96/196/ΔΕΥ (25), το Συμβούλιο όρισε ήδη την έννοια της «δίωξης» ως την αφορώσα τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν προσβολή ουσιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, για παράδειγμα του δικαιώματος της ζωής, του δικαιώματος της ελευθερίας ή της σωματικής ακεραιότητας, ή την καθιστώσα εμφανώς αδύνατη τη συνέχιση της διαβίωσης του ενδιαφερομένου στη χώρα καταγωγής του (26). Σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, η πράξη δίωξης πρέπει, επομένως, να συνιστά σοβαρή και απαράδεκτη προσβολή του ανθρώπου, και ιδίως των πιο ουσιωδών δικαιωμάτων του.

47.      Ωστόσο, όπως σημείωσε το Δικαστήριο, το άρθρο αυτό μνημονεύει το άρθρο 15, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ «ενδεικτικώς», για να προσδιορίσει ποιες πράξεις πρέπει κυρίως να εκλαμβάνονται ως δίωξη (27). Κατά συνέπεια, όταν ο αιτών στηρίζει το αίτημά του για διεθνή προστασία σε προσβολή προβλεπόμενου στην εν λόγω διάταξη απόλυτου δικαιώματος, η ύπαρξη δίωξης αποδεικνύεται αυτοδικαίως, εφόσον η προσβολή αυτή ερείδεται σε λόγους που σχετίζονται με τη φυλή, τη θρησκεία, την εθνικότητα, τις πολιτικές πεποιθήσεις ή τη συμμετοχή σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα.

48.      Αντίθετα, όταν ο αιτών στηρίζει το αίτημά του σε προσβολή θεμελιώδους δικαιώματος που δεν είναι απόλυτο δικαίωμα, το Δικαστήριο εκτιμά ότι μια τέτοια προσβολή δεν υποχρεώνει αυτή καθεαυτήν την αρμόδια αρχή να του χορηγήσει το καθεστώς του πρόσφυγα (28). Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι αυτή η προσβολή πρέπει να είναι «σοβαρή σε ορισμένο τουλάχιστον βαθμό (29)» που «να θίγει ουσιαστικά τον ενδιαφερόμενο (30)». Επομένως, κατά το Δικαστήριο, είναι αναγκαίο να εξεταστεί μήπως η εν λόγω προσβολή δεν συνιστά νόμιμο περιορισμό στην άσκηση του επίμαχου θεμελιώδους δικαιώματος, οπότε αποκλείεται ο χαρακτηρισμός της ως «πράξη δίωξης (31)». Είναι επίσης αναγκαίο να προσδιοριστεί ο βαθμός στον οποίο η εν λόγω προσβολή ενδέχεται να συνιστά παραβίαση τέτοιας σοβαρότητας που να μπορεί να εξομοιωθεί ή να ισοδυναμεί με εκείνη της παραβίασης των απόλυτων δικαιωμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ (32). Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο εκτιμά ότι είναι αναγκαία η υπέρβαση της «κατηγοριοποίησης» του εν λόγω δικαιώματος ή της ελευθερίας προκειμένου να ληφθεί υπόψη όχι μόνον η εγγενής σοβαρότητα της πράξης ή του μέτρου και οι συνέπειες που απορρέουν από αυτήν για το θιγόμενο πρόσωπο, αλλά και η φύση και η σοβαρότητα του επιβαλλόμενου στον ενδιαφερόμενο κολασμού (33). Στην απόφαση Y και Z και στην απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Fathi (34), το Δικαστήριο έκρινε συναφώς ότι ο αιτών είχε εκτεθεί σε πράξη δίωξης στον βαθμό που, λόγω της άσκησης της θρησκευτικής του ελευθερίας στη χώρα καταγωγής του, διέτρεχε πραγματικό κίνδυνο, μεταξύ άλλων, να διωχθεί ή να υποβληθεί σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή να του επιβληθούν απάνθρωπες ή εξευτελιστικές ποινές εκ μέρους ενός από τους κατά το άρθρο 6 της οδηγίας 2011/95 φορείς δίωξης (35).

49.      Δεύτερον, όσον αφορά το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο β, της οδηγίας 2011/95, το οποίο επίσης μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο, διευκρινίζει ότι πρέπει επίσης να εκλαμβάνεται ως δίωξη τυχόν σώρευση διαφόρων μέτρων, συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας.

50.      Ο νομοθέτης της Ένωσης μνημονεύει στο σημείο αυτό πράξεις ή μέτρα, συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων που, μεμονωμένα, δεν συνιστούν προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του αιτούντος. Κατά την εν λόγω διάταξη, αυτές οι πράξεις ή τα μέτρα ισοδυναμούν με δίωξη μόνο στον βαθμό που, λόγω της «σώρευσής τους», θίγουν τον αιτούντα κατά τρόπο συγκρίσιμο με σοβαρή παραβίαση βασικού ανθρώπινου δικαιώματος κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας (36).

51.      Το τελευταίο ως άνω στοιχείο είναι κρίσιμο, δεδομένου ότι η έννοια «πράξεις δίωξης» πρέπει να διαφοροποιείται από κάθε άλλο μέτρο που εισάγει διακρίσεις. Πράγματι, σκοπός του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου (ΚΕΣΑ) δεν είναι η χορήγηση προστασίας κάθε φορά που ένα πρόσωπο δεν μπορεί να ασκήσει πλήρως και αποτελεσματικώς, στη χώρα καταγωγής του, τα δικαιώματα που του αναγνωρίζουν ο Χάρτης ή η ΕΣΔΑ, αλλά ο περιορισμός της αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα στα άτομα που διατρέχουν τον κίνδυνο να εκτεθούν σε σοβαρή άρνηση ή συστημική προσβολή των πλέον ουσιωδών δικαιωμάτων τους και η ζωή των οποίων έχει, ως εκ τούτου, καταστεί ανυπόφορη στη χώρα καταγωγής τους.

52.      Επομένως, για να προσδιοριστεί η ύπαρξη υλικής πράξης δίωξης, είναι απαραίτητο να εξεταστεί ο βαθμός στον οποίο οι περιορισμοί ή οι διακρίσεις που υφίσταται ο αιτών κατά την άσκηση των δικαιωμάτων του, συμπεριλαμβανομένου ορισμένου θεμελιώδους δικαιώματος, έχουν, λόγω της σωρευτικής τους επίδρασης, τόσο σοβαρές συνέπειες για τον αιτούντα στη χώρα καταγωγής του, σε βαθμό ισοδύναμο με σοβαρή παραβίαση ενός εκ των θεμελιωδών δικαιωμάτων του (37). Στο πλαίσιο της Σύμβασης της Γενεύης, η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες τονίζει ότι δεν είναι δυνατό να θεσπιστεί ένας γενικός κανόνας ως προς τους σωρευτικούς λόγους που μπορούν να οδηγήσουν σε έγκυρη αίτηση χορήγησης του καθεστώτος του πρόσφυγα (38). Επίσης, κατά την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, ένα μέτρο που εισάγει διακρίσεις συνιστά δίωξη μόνον εάν συνεπάγεται σοβαρές επιβλαβείς συνέπειες για το θιγόμενο πρόσωπο, όπως σοβαρούς περιορισμούς στο δικαίωμα του βιοπορισμού, το δικαίωμα άσκησης της θρησκευτικής ελευθερίας, ή ακόμη και το δικαίωμα πρόσβασης σε εκπαιδευτικά ιδρύματα. Εξαρτάται δε από ένα σύνολο περιστάσεων, ιδίως από το ιδιαίτερο γεωγραφικό, ιστορικό και εθνολογικό πλαίσιο (39).

53.      Παράλληλα με τις αρχές που έχει καθορίσει το Δικαστήριο σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, η αρμόδια αρχή πρέπει να εξετάζει, υπό το πρίσμα των προσωπικών περιστάσεων του ενδιαφερομένου, τη συγκεκριμένη κατάσταση στην οποία εκτίθεται στη χώρα καταγωγής του, λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνον τη φύση και τη σοβαρότητα των μέτρων τα οποία εισάγουν διακρίσεις και τα οποία κινδυνεύει να υποστεί ο ενδιαφερόμενος, αλλά και τις απορρέουσες γι’ αυτόν συνέπειες, καθώς και τη φύση και τη σοβαρότητα των επαπειλούμενων κυρώσεων όταν δεν σέβεται τα όρια και τους περιορισμούς που του επιβάλλονται. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζω ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι πράξεις που μπορούν να εκληφθούν ως δίωξη κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95 πρέπει να προσδιορίζονται σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα των μέτρων και των κυρώσεων που ελήφθησαν ή μπορούν να ληφθούν σε βάρος του ενδιαφερομένου (40).

54.      Εν προκειμένω, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, ανεξάρτητα από τη φύση του κολασμού στον οποίο εκτίθενται τα κορίτσια και οι γυναίκες στο Αφγανιστάν σε περίπτωση μη τήρησης των κανόνων που έχει θεσπίσει το καθεστώς των Ταλιμπάν –οι οποίοι δύνανται να συνιστούν αφεαυτών πράξη δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, καθόσον μπορούν να οδηγήσουν σε σοβαρή και αφόρητη βλάβη του ανθρώπου– η σοβαρότητα των επίμαχων πράξεων και μέτρων που εισάγουν διακρίσεις είναι βαθμού ισοδύναμου με εκείνον της παραβίασης απόλυτων δικαιωμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ, τόσο ως προς την ένταση και τη σωρευτική τους επίδραση όσο και ως προς τις συνέπειες στο θιγόμενο πρόσωπο.

55.      Οι περιορισμοί στην πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας είναι τόσο αυστηροί που παραβιάζουν το θεμελιώδες δικαίωμα στην προστασία της υγείας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 35 του Χάρτη και εκθέτουν τα κορίτσια και τις γυναίκες στο Αφγανιστάν σε κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη, λόγω έλλειψης πρόσβασης σε αρμόδιες υπηρεσίες υγείας. Οι περιορισμοί στην πρόσβαση στην εκπαίδευση, την επαγγελματική κατάρτιση και την αγορά εργασίας παραβιάζουν τα δικαιώματα των γυναικών για πρόσβαση στην εκπαίδευση και την εργασία, τα οποία αναγνωρίζονται ιδίως στα άρθρα 14 και 15 του Χάρτη, εκθέτοντας τις γυναίκες στον κίνδυνο να μην είναι σε θέση να καλύψουν τις πλέον στοιχειώδεις ανάγκες αυτών και των παιδιών τους, όπως η τροφή, η προσωπική καθαριότητα και η στέγαση (41). Οι ως άνω περιορισμοί, λόγω της σοβαρότητας των στερήσεων που συνεπάγονται, είναι πιθανό να θέσουν σε κίνδυνο τη σωματική ή ψυχική τους ακεραιότητα, σε τέτοιο βαθμό όσο και οι πιο άμεσες απειλές για τη ζωή. Συναφώς, αυτά τα κορίτσια και οι γυναίκες στερούνται επίσης νομικής προστασίας κατά της έμφυλης και της ενδοοικογενειακής βίας, όπερ, πέρα από προσβολή της αρχής της ισότητας ενώπιον του νόμου και του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, δύναται να συνιστά προσβολή του δικαιώματος στη ζωή και της αρχής της απαγόρευσης των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής ποινής ή μεταχείρισης (42).

56.      Εκτός από αυτά τα μέτρα, υπάρχουν και άλλα μέτρα που εισάγουν διακρίσεις σε βάρος των Αφγανών κοριτσιών και γυναικών, τα οποία περιορίζουν ή ακόμα και απαγορεύουν την ελευθερία μετακίνησής τους σε δημόσιους χώρους, την ελευθερία έκφρασης και την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, καθώς και την ελευθερία τους να αναλαμβάνουν πολιτικά αξιώματα και να συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης πολιτικών αποφάσεων. Όλα αυτά τα μέτρα καταδεικνύουν την πρόδηλη βούληση των φορέων δίωξης να αποκλείσουν τα κορίτσια και τις γυναίκες από τον κοινωνικό βίο, διά της μη αναγνωρίσεως των αστικών, πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών ή πολιτιστικών τους δικαιωμάτων. Λόγω της σωρευτικής επίδρασής τους και της σκόπιμης και συστηματικής εφαρμογής τους, τα εν λόγω μέτρα καταδεικνύουν μια κοινωνική οργάνωση βασισμένη σε καθεστώς διαχωρισμού και καταπίεσης των κοριτσιών και των γυναικών, οι οποίες αποκλείονται από την κοινωνία των πολιτών και στερούνται του δικαιώματος σε μια αξιοπρεπή και ικανοποιητική ζωή στη χώρα καταγωγής τους.

57.      Στις προτάσεις του στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Y και Z, ο γενικός εισαγγελέας Y. Bot επισήμανε ότι «η δίωξη αφορά μία πράξη έσχατης σοβαρότητας, διότι συνίσταται στην κατάφωρη και μετ’ επιμονής άρνηση των πλέον ουσιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, λόγω του χρώματος της επιδερμίδας, της εθνικότητας, του φύλου και των σεξουαλικών προτιμήσεών του, των πολιτικών πεποιθήσεων ή των θρησκευτικών δοξασιών του. Όποια και αν είναι η μορφή την οποία λαμβάνει και πέραν της δυσμενούς διακρίσεως στην οποία οδηγεί, η δίωξη συνοδεύεται από την άρνηση του ανθρώπου και χρησιμοποιείται για να τον αποκλείσει από την κοινωνία. Πίσω από τη δίωξη διαγράφεται η ιδέα μίας απαγορεύσεως, ήτοι της απαγορεύσεως της ζωής εν κοινωνία με άλλους λόγω του φύλου, της απαγορεύσεως να αντιμετωπίζεται επί ίσοις όροις λόγω των πεποιθήσεων ή της απαγορεύσεως της προσβάσεως στην περίθαλψη και την εκπαίδευση λόγω της φυλής. Οι απαγορεύσεις αυτές εμπεριέχουν αφεαυτών κολασμό, τον κολασμό αυτού που το άτομο είναι ή αυτού που το άτομο αντιπροσωπεύει» (43).

58.      Στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, όποια μορφή κι αν έχουν τα μέτρα που εισάγουν διακρίσεις, είτε πρόκειται για διατάγματα που εκδόθηκαν από το ισχύον καθεστώς είτε για πράξεις ανεκτές από αυτό, εμπεριέχουν αφεαυτών κολασμό, τον κολασμό αυτού που είναι η γυναίκα ή αυτού που αντιπροσωπεύει η γυναίκα στη συγκεκριμένη χώρα. Πράγματι, τα επίμαχα μέτρα έχουν ως αποτέλεσμα την κατάφωρη και μετ’ επιτάσεως άρνηση των πλέον ουσιωδών δικαιωμάτων των κοριτσιών και γυναικών, λόγω του φύλου τους, στερώντας τους την ταυτότητά τους και καθιστώντας την καθημερινότητά τους αφόρητη.

59.      Λαμβανομένων υπόψη αυτών των στοιχείων, φρονώ ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι εμπίπτει στον όρο «πράξεις δίωξης» η σώρευση πράξεων και μέτρων που εισάγουν διακρίσεις τα οποία θεσπίζονται σε μια χώρα σε βάρος των κοριτσιών και γυναικών, και τα οποία περιορίζουν ή απαγορεύουν, μεταξύ άλλων, την πρόσβασή τους στην εκπαίδευση και στην υγειονομική περίθαλψη, την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, τη συμμετοχή τους στη δημόσια και πολιτική ζωή, την ελευθερία κινήσεως και την άσκηση αθλητικής δραστηριότητας, ενώ παράλληλα τους στερούν την προστασία έναντι της έμφυλης και της ενδοοικογενειακής βίας και απαιτούν από αυτές να καλύπτουν πλήρως το σώμα και το πρόσωπό τους, καθώς οι εν λόγω πράξεις και τα εν λόγω μέτρα, λόγω της σωρευτικής τους επίδρασης, έχουν ως συνέπεια να στερούνται τα κορίτσια και οι γυναίκες τα πλέον ουσιώδη δικαιώματά τους στον κοινωνικό βίο και, επομένως, υπονομεύουν τον πλήρη σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, όπως αυτός κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, καθώς και στο άρθρο 1 του Χάρτη.

Β.      Το εύρος της αξιολόγησης σε εξατομικευμένη βάση που καλείται να διενεργήσει η αρμόδια αρχή δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95 (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα)

60.      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι υποχρεώνει την αρμόδια αρχή να λάβει υπόψη χαρακτηριστικά της προσωπικής κατάστασης της αιτούσας, πέραν του φύλου της, ώστε να κριθεί αν τα μέτρα που εισάγουν διακρίσεις στα οποία έχει ήδη εκτεθεί ή κινδυνεύει να εκτεθεί στη χώρα καταγωγής της συνιστούν δίωξη κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας.

61.      Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν αρκεί να αποδειχθεί ότι η αιτούσα είναι γυναίκα ή εάν χρειάζεται να αποδειχθεί ότι η απειλή αφορά τη συγκεκριμένη γυναίκα ειδικώς, λόγω των χαρακτηριστικών της κατάστασής της.

62.      Το συγκεκριμένο ερώτημα έχει δύο παραμέτρους.

63.      Αφενός, αφετηρία αποτελεί η νομολογία του ίδιου του αιτούντος δικαστηρίου σχετικά με την αξιολόγηση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας Αφγανών κοριτσιών και γυναικών που διέφυγαν από το προηγούμενο καθεστώς των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν. Κατά τη νομολογία αυτή, πριν από την έκδοση της οδηγίας 2011/95, η κατάσταση αυτών των κοριτσιών και των γυναικών έπρεπε να χαρακτηριστεί στο σύνολό της αρκούντως σοβαρή ώστε να θεωρηθεί ότι τα μέτρα που εισάγουν διακρίσεις σε βάρος τους συνιστούσαν αυτά καθεαυτά πράξεις δίωξης κατά την έννοια της Σύμβασης της Γενεύης. Ως εκ τούτου, το καθεστώς πρόσφυγα χορηγούνταν σε αιτούσα αποκλειστικά και μόνο λόγω της ιδιότητάς της ως κοριτσιού ή γυναίκας από το Αφγανιστάν. Μετά την πτώση του καθεστώτος των Ταλιμπάν, το αιτούν δικαστήριο μετέβαλε τη νομολογία του και έκρινε ότι διεθνή προστασία δικαιούνται μόνο τα κορίτσια και οι γυναίκες που κινδύνευαν να διωχθούν λόγω της υιοθέτησης ενός «τρόπου ζωής κατά τα δυτικά πρότυπα», ο οποίος είχε καταστεί τόσο ουσιώδες στοιχείο της ταυτότητάς τους που δεν ήταν δυνατό να απαιτηθεί από αυτές να τον εγκαταλείψουν προκειμένου να αποφύγουν τον κίνδυνο δίωξης. Η σχετική εκτίμηση βασιζόταν στην in concreto εξέταση των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης.

64.      Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, καίτοι τα μέτρα που έχει θεσπίσει το καθεστώς των Ταλιμπάν αφορούν κορίτσια και γυναίκες στο σύνολό τους, ενδέχεται σε μια συγκεκριμένη περίπτωση ένα κορίτσι ή μια γυναίκα να μην εκτίθεται σε ένα ή περισσότερα από τα εν λόγω μέτρα και, ως εκ τούτου, τα μέτρα που εισάγουν διακρίσεις στα οποία το συγκεκριμένο κορίτσι ή η συγκεκριμένη γυναίκα εκτίθεται να μη φτάνουν, βάσει της σωρευτικής τους επίδρασης, στον βαθμό σοβαρότητας που απαιτεί το άρθρο 9, παράγραφος 1, εδάφιο αʹ, της οδηγίας 2011/95.

65.      Το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95 ορίζει τους κανόνες σχετικά με την αξιολόγηση των γεγονότων και περιστάσεων όπου βασίζεται η εξέταση της ανάγκης διεθνούς προστασίας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το εν λόγω άρθρο έχει εφαρμογή σε όλες τις αιτήσεις παροχής διεθνούς προστασίας, ανεξαρτήτως των λόγων δίωξης των οποίων γίνεται επίκληση προς στήριξη των αιτήσεων αυτών (44).

66.      Το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95 υποχρεώνει την αρμόδια αρχή να διενεργεί αξιολόγηση της αίτησης σε εξατομικευμένη βάση. Τούτο απαιτείται για τον προσδιορισμό από την εν λόγω αρχή του προσώπου που χρήζει όντως διεθνούς προστασίας και την εκτίμηση της αξιοπιστίας του (45). Στο πλαίσιο αυτής της αξιολόγησης, η εν λόγω αρχή υποχρεούται, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας, να λαμβάνει υπόψη «[την] ατομικ[ή] κατάστασ[η] και [τις] προσωπικ[ές] περιστάσε[ις] του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν, βάσει των προσωπικών περιστάσε[ών του], οι πράξεις στις οποίες έχει ήδη ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη (46)». Ο νομοθέτης της Ένωσης δεν θεσπίζει ειδικούς κανόνες ως προς τη βαρύτητα ή τη σημασία που πρέπει να δοθεί σε χαρακτηριστικά της ατομικής κατάστασης ή των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος.

67.      Το άρθρο 4, παράγραφος 1 και το άρθρο 10, παράγραφος 3 στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2013/32 υποχρεώνουν την αρμόδια αρχή να διεξάγει κατάλληλη, επαρκή και πλήρη εξέταση της αίτησης (47). Με αυτόν τον τρόπο, ο νομοθέτης της Ένωσης παρέχει στην αρχή επαρκή διακριτική ευχέρεια να καθορίζει, κατά περίπτωση και υπό το πρίσμα όλων των πληροφοριών που διαθέτει, τα συναφή στοιχεία της αίτησης για την εξέταση της ανάγκης διεθνούς προστασίας του αιτούντος. Η εν λόγω αρχή είναι, στην πραγματικότητα, στην καλύτερη θέση για να καθορίσει τα στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη σχετικά με τα γεγονότα και τις περιστάσεις στις οποίες βασίζεται η αίτηση (48).

68.      Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει στη νομολογία του την ύπαρξη αυτού του περιθωρίου εκτίμησης.

69.      Στο πλαίσιο αυτό, στις αποφάσεις της 2ας Δεκεμβρίου 2014, A κ.λπ. (49), και της 25ης Ιανουαρίου 2018, F (50), σχετικά με τον φόβο δίωξης λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, το Δικαστήριο έκρινε ότι, μολονότι οι διατάξεις του άρθρου 4 της οδηγίας 2011/95 έχουν εφαρμογή σε όλες τις αιτήσεις παροχής διεθνούς προστασίας, ανεξαρτήτως των λόγων δίωξης των οποίων γίνεται επίκληση προς στήριξη των αιτήσεων αυτών, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να προσαρμόζουν τον τρόπο με τον οποίο εκτιμούν τις δηλώσεις και τα έγγραφα ή τις άλλες αποδείξεις ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε χωριστής κατηγορίας αίτησης παροχής διεθνούς προστασίας, τηρουμένων των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από τον Χάρτη (51). Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο ορισμένες μορφές πραγματογνωμοσύνης να αποδειχθούν χρήσιμες για την αξιολόγηση των γεγονότων και των περιστάσεων και να μπορούν να διενεργηθούν με σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων του αιτούντος διεθνή προστασία (52).

70.      Επιπλέον, στην απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2009, Elgafaji (53), σχετικά με τον φόβο σοβαρής και προσωπικής απειλής λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, το Δικαστήριο έκανε δεκτό ότι η ύπαρξη τέτοιας απειλής μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να θεωρηθεί αποδεδειγμένη όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην απειλή αυτή και, σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της προσωπικής του κατάστασης (54).

71.      Επομένως, η ίδια η απαίτηση για τη διενέργεια αξιολόγησης της αίτησης διεθνούς προστασίας σε εξατομικευμένη βάση προϋποθέτει ότι η αρμόδια αρχή προσαρμόζει τον τρόπο εκτίμησης των πραγματικών γεγονότων και των αποδεικτικών στοιχείων ανάλογα με τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε αίτησης.

72.      Πλην όμως, οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας που υποβάλλονται από κορίτσια και γυναίκες από το Αφγανιστάν εμφανίζουν, κατά τη γνώμη μου, ειδικά χαρακτηριστικά τα οποία επιτρέπουν την προσαρμογή, από τις αρμόδιες αρχές, των μεθόδων αξιολόγησης των εν λόγω αιτήσεων.

73.      Πράγματι, τα μέτρα που εισάγουν διακρίσεις στα οποία κινδυνεύουν να εκτεθούν οι Αφγανές, γυναίκες και κορίτσια, θεσπίζονται από ένα καθεστώς διαχωρισμού και καταπίεσης που ισχύει σε βάρος τους απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας τους στο έδαφος, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ταυτότητα ή η προσωπική τους κατάσταση (55). Υπάρχουν, ομολογουμένως, περιπτώσεις στις οποίες η αιτούσα δεν θίγεται από ένα ή περισσότερα από τα εν λόγω μέτρα λόγω ιδιαίτερων χαρακτηριστικών· εντούτοις παραμένει εκτεθειμένη σε περιορισμούς και στερήσεις που, μεμονωμένα ή συνολικά, είναι σοβαρές στον βαθμό που απαιτείται κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95. Αυτό το καθεστώς, για το οποίο υπάρχει εκτενέστατη βιβλιογραφία, περιγράφεται, εξάλλου, ως διαφορετικό από οποιοδήποτε άλλο (56). Τόσο οι εκθέσεις που συντάχθηκαν από τον EUAA, από τα όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης ή στο πλαίσιο του συστήματος των Ηνωμένων Εθνών, όσο και οι εκθέσεις που εκδόθηκαν από διεθνείς ΜΚΟ αναφέρουν ότι η μεταχείριση των κοριτσιών και των γυναικών στο Αφγανιστάν είναι τέτοια που δημιουργεί γενική ανάγκη διεθνούς προστασίας για τις αιτούσες.

74.      Υπό αυτές τις περιστάσεις, η αρμόδια αρχή δύναται κατ’ εμέ ελεύθερα να θεωρήσει, υπό το πρίσμα όλων των πληροφοριών που διαθέτει, ότι δεν χρειάζεται να αποδειχθεί ότι η αιτούσα θίγεται ειδικώς λόγω ιδιαίτερων χαρακτηριστικών πέραν του φύλου της.

75.      Σε αυτό το πνεύμα κινείται και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η εν λόγω νομολογία αντιμετωπίζει λιγότερο αυστηρά την απαίτηση κατά την οποία ο αιτών πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου κακομεταχείρισης λόγω ειδικών περιστάσεων ή ιδιαίτερων χαρακτηριστικών σε περιπτώσεις στις οποίες αποδεικνύεται ότι ο αιτών ανήκει σε ομάδα που στοχοποιείται συστηματικά στη χώρα καταγωγής του και ότι η γενική κατάσταση βίας στη χώρα αυτή θα τον εκθέσει, απλώς και μόνο λόγω της επιστροφής του, σε κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης που αντιβαίνει στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ (57).

76.      Κατά τη γνώμη μου, οι εν λόγω μέθοδοι αξιολόγησης εμπίπτουν στη διακριτική ευχέρεια που παρέχει ο νομοθέτης της Ένωσης στα κράτη μέλη στο άρθρο 3 της οδηγίας 2011/95. Κατά το άρθρο αυτό, τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ ευνοϊκότερες διατάξεις για να καθορίζουν το ποιος δικαιούται να θεωρηθεί πρόσφυγας, υπό την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις αυτές συνάδουν με την οδηγία. Όπως επισήμανε το Δικαστήριο στην απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Διατήρηση της οικογενειακής ενότητας) (58), οι εν λόγω διατάξεις μπορούν να συνίστανται στον καθορισμό λιγότερο αυστηρών προϋποθέσεων χορήγησης του καθεστώτος του πρόσφυγα και δεν πρέπει να θίγουν την όλη οικονομία ή τους σκοπούς της οδηγίας (59).

77.      Ωστόσο, τέτοιες μέθοδοι αξιολόγησης δεν μπορούν, κατά τη γνώμη μου, να υπονομεύσουν τη γενική οικονομία και τον σκοπό της οδηγίας 2011/95, από τη στιγμή που το καθεστώς του πρόσφυγα χορηγείται κατόπιν κατάλληλης και πλήρους εξέτασης της ανάγκης της αιτούσας για διεθνή προστασία, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις χορήγησης αυτού του καθεστώτος που ορίζονται στα κεφάλαια II και III της εν λόγω οδηγίας.

78.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, φρονώ ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται, στο πλαίσιο της απαιτούμενης για την αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας σε εξατομικευμένη βάση εξέτασης της ατομικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων της αιτούσας, στο να κρίνουν οι εθνικές αρχές ότι υπάρχει βάσιμος φόβος να υποστεί η αιτούσα πράξη δίωξης λόγω του φύλου της, χωρίς να χρειάζεται να διερευνήσουν άλλα χαρακτηριστικά της προσωπικής της κατάστασης.

V.      Πρόταση

79.      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Αυστρία) ως εξής:

1)      Το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας,

έχει την έννοια ότι:

εμπίπτει στον όρο «πράξεις δίωξης» η σώρευση πράξεων και μέτρων που εισάγουν διακρίσεις τα οποία θεσπίζονται σε μια χώρα σε βάρος των κοριτσιών και γυναικών, και τα οποία περιορίζουν ή απαγορεύουν, μεταξύ άλλων, την πρόσβασή τους στην εκπαίδευση και στην υγειονομική περίθαλψη, την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, τη συμμετοχή τους στη δημόσια και πολιτική ζωή, την ελευθερία κινήσεως και την άσκηση αθλητικής δραστηριότητας, ενώ παράλληλα τους στερούν την προστασία έναντι της έμφυλης και της ενδοοικογενειακής βίας και απαιτούν από αυτές να καλύπτουν πλήρως το σώμα και το πρόσωπό τους, καθώς οι εν λόγω πράξεις και τα εν λόγω μέτρα, λόγω της σωρευτικής τους επίδρασης, έχουν ως συνέπεια να στερούνται τα κορίτσια και οι γυναίκες τα πλέον ουσιώδη δικαιώματά τους στον κοινωνικό βίο και, επομένως, υπονομεύουν τον πλήρη σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, όπως αυτός κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, καθώς και στο άρθρο 1 του Χάρτη.

2)      Το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95

έχει την έννοια ότι:

δεν αντιτίθεται, στο πλαίσιο της απαιτούμενης για την αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας σε εξατομικευμένη βάση εξέτασης της ατομικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων της αιτούσας, στο να κρίνουν οι εθνικές αρχές ότι υπάρχει βάσιμος φόβος να υποστεί η αιτούσα πράξη δίωξης λόγω του φύλου της, χωρίς να χρειάζεται να διερευνήσουν άλλα χαρακτηριστικά της προσωπικής της κατάστασης.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9).


3      Απόφαση C‑71/11 και C‑99/11 (στο εξής: απόφαση Υ και Ζ, EU:C:2012:518). Η εν λόγω απόφαση αφορά την αξιολόγηση αίτησης διεθνούς προστασίας με βάση τον κίνδυνο δίωξης λόγω της θρησκείας του αιτούντος. Βλ. απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Fathi (C‑56/17, EU:C:2018:803).


4      Απόφαση C‑199/12 έως C‑201/12 (EU:C:2013:720). Η εν λόγω απόφαση αφορά την αξιολόγηση αίτησης διεθνούς προστασίας με βάση τον κίνδυνο δίωξης λόγω της ομοφυλοφιλίας του αιτούντος.


5      Οδηγία του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους (ΕΕ 2004, L 304, σ. 12).


6      Βλ. τα από 7 Δεκεμβρίου 2022 δελτία τύπου της Migrationsverket (υπηρεσίας μετανάστευσης, Σουηδία), με τίτλο «Women from Afghanistan to be granted asylum in Sweden» («Οι γυναίκες από το Αφγανιστάν θα λαμβάνουν άσυλο στη Σουηδία») και «Being a woman from Afghanistan is enough to get protection» («Το να είσαι γυναίκα από το Αφγανιστάν αρκεί για να έχεις προστασία»).


7      Βλ. το από 30 Ιανουαρίου 2023 δελτίο τύπου της Flygtningenævnet (επιτροπής προσφύγων, Δανία), διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://fln.dk/da/Nyheder/Nyhedsarkiv/2023/30012023.


8      Βλ. το από 15 Φεβρουαρίου 2023 δελτίο τύπου της Maahanmuuttovirasto (εθνικής υπηρεσίας αλλοδαπών και μετανάστευσης, Φινλανδία), με τίτλο «Refugee Status to Afghan Women and Girls» («Καθεστώς πρόσφυγα σε γυναίκες και κορίτσια από το Αφγανιστάν»).


9      Οδηγία του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 2001, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές παροχής προσωρινής προστασίας σε περίπτωση μαζικής εισροής εκτοπισθέντων και μέτρα για τη δίκαιη κατανομή των βαρών μεταξύ κρατών μελών όσον αφορά την υποδοχή και την αντιμετώπιση των συνεπειών της υποδοχής αυτών των ατόμων (ΕΕ 2001, L 212, σ. 12). Βλ., κατόπιν της παρατήρησης που διατύπωσε στις 19 Αυγούστου 2021 ο Ζοζέπ Μπορέλ, Ύπατος Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, Αντιπρόεδρος της Επιτροπής, ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2021, σχετικά με την κατάσταση στο Αφγανιστάν [2021/2877(RSP), σημείο 41].


10      Βλ. EUAA, Country guidance: Afghanistan, January 2023, Υπηρεσία εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2023, ειδικότερα, σημείο 3.15 (σ. 23) καθώς και σ. 86 επ.


11      Βλ. UNHCR, «Statement on the concept of persecution on cumulative grounds in light of the current situation for women and girls in Afghanistan, issued in the context of the preliminary ruling reference to the Court of Justice of the European Union in the cases of AH and FN v. Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl (C‑608/22 and C‑609/22)», σημείο 5.1.11.


12      Στο εξής: Χάρτης.


13      Η Σύμβαση υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ).


14      Η Σύμβαση υπεγράφη στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αρ. 2545 (1954)] και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954.


15      Το Πρωτόκολλο συνήφθη στη Βιέννη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967.


16      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60).


17      Βλ. υποσημείωση 10 των παρουσών προτάσεων.


18      Παραπέμπω στις προτάσεις μου στην απόφαση Intervyuirasht organ na DAB pri MS (Γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας) (C‑621/21, EU:C:2023:314, υποσημείωση 17).


19      Βλ. σκέψη 68 της εν λόγω απόφασης. Η υπογράμμιση δική μου.


20      Φρονώ ότι η χρήση του συνδέσμου «ή» στο άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95 δεν αποκλείει την ερμηνεία αυτή.


21      Η Σύμβαση της Γενεύης δεν ορίζει την έννοια των «πράξεων δίωξης». Μόνο το άρθρο 1, τμήμα Α, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της Σύμβασης προβλέπει ότι ο όρος «πρόσφυγας» καταλαμβάνει κάθε πρόσωπο το οποίο «συνεπεία δεδικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την υπηκοότητα και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης» (η υπογράμμιση δική μου).


22      Βλ., σχετικά με την οδηγία 2004/83, σχόλια της Επιτροπής επί του άρθρου 11, με τίτλο «Η φύση της δίωξης» (νυν άρθρο 9 της οδηγίας 2004/83), στην πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου, την οποία υπέβαλε η Επιτροπή στις 12 Σεπτεμβρίου 2001, για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους [COM(2001) 510 τελικό].


23      Βλ. απόφαση Y και Z (σκέψη 57).


24      Τα δικαιώματα αυτά αναφέρονται αντιστοίχως στα άρθρα 2 και 3, στο άρθρο 4, παράγραφος 1, και στο άρθρο 7 της ΕΣΔΑ, καθώς και στα άρθρα 2 και 4, στο άρθρο 5, παράγραφος 1, και στο άρθρο 49 του Χάρτη.


25      Κοινή θέση της 4ης Μαρτίου 1996 που καθόρισε το Συμβούλιο βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με την εναρμονισμένη εφαρμογή του ορισμού του «πρόσφυγα» κατά την έννοια του άρθρου 1 της Σύμβασης της Γενεύης, της 28ης Ιουλίου 1951, περί του καθεστώτος των προσφύγων (EE 1996, L 63, σ. 2).


26      Βλ. σκέψη 4 της εν λόγω κοινής θέσης. Θα ήθελα να επισημάνω ότι το 2001, στο πλαίσιο των εργασιών του Συμβουλίου σχετικά με την πρόταση οδηγίας η οποία μνημονεύεται στην υποσημείωση 22 των παρουσών προτάσεων, ο νομοθέτης της Ένωσης αναφέρθηκε στα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, επιμένοντας κατ’ αρχάς στο «δικαίωμα της ζωής, της ελευθερίας ή […] της σωματικής ακεραιότητας», προτού αναφέρει, κατόπιν των επιφυλάξεων που εξέφρασαν ορισμένα κράτη μέλη, τα δικαιώματα από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ (βλ. έγγραφα διαθέσιμα στον ιστότοπο του Συμβουλίου στις παραπομπές 13620/01, 11356/02, 12620/02 και 13648/02).


27      Βλ. απόφαση Y και Z (σκέψη 57).


28      Βλ. απόφαση Y και Z (σκέψη 58).


29      Βλ. αποφάσεις της 7ης Νοεμβρίου 2013, X κ.λπ. (C‑199/12 έως C‑201/12, EU:C:2013:720, σκέψη 53), και της 19ης Νοεμβρίου 2020, Bundesamt für Migration und Flüchtlinge (Στρατιωτική θητεία και άσυλο) (C‑238/19, EU:C:2020:945, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


30      Βλ. απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Fathi (C‑56/17, EU:C:2018:803, σκέψη 94 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


31      Βλ. απόφαση Y και Z, στην οποία το Δικαστήριο τόνισε ότι «αποκλείονται ευθύς εξ αρχής οι πράξεις οι οποίες συνιστούν περιορισμούς, προβλεπόμενους από τη νομοθεσία, της ασκήσεως του θεμελιώδους δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, του [Χ]άρτη, αλλά δεν παραβιάζουν το συγκεκριμένο δικαίωμα δοθέντος ότι καλύπτονται από το άρθρο 52, παράγραφος 1, του [Χ]άρτη» (σκέψη 60).


32      Βλ. απόφαση Y και Z, στην οποία το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «[δ]εν μπορούν περαιτέρω να εκληφθούν ως δίωξη, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας και του άρθρου 1 Α της Συμβάσεως της Γενεύης, οι πράξεις οι οποίες παραβιάζουν μετά βεβαιότητος το αναγνωριζόμενο από το άρθρο 10, παράγραφος 1, του Χάρτη δικαίωμα, αλλ’ η σοβαρότητα των οποίων δεν ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ» (σκέψη 61, η υπογράμμιση δική μου).


33      Πρβλ. απόφαση Y και Z, στην οποία το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι οι πράξεις οι οποίες, λόγω της εγγενούς σοβαρότητάς τους από κοινού με εκείνη των συνεπειών τους για το θιγόμενο πρόσωπο, μπορούν να εκλαμβάνονται ως δίωξη, δεν πρέπει να προσδιορίζονται βάσει του στοιχείου της θρησκευτικής ελευθερίας το οποίο θίγεται αλλά βάσει της φύσης του επιβαλλόμενου στον ενδιαφερόμενο κολασμού και των συνεπειών του (σκέψεις 65 και 66).


34      Απόφαση C‑56/17(EU:C:2018:803).


35      Βλ. αποφάσεις Y και Z (σκέψη 67), της 4ης Οκτωβρίου 2018, και Fathi (C‑56/17, EU:C:2018:803, σκέψη 95 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


36      Πρβλ. EUAA, Qualification for International Protection, Judicial analysis, second edition, January 2023, Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2023 (ιδίως το σημείο 1.4.3, σχετικά με το άρθρο 9, παράγραφος 1 στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95).


37      Πρβλ. τη μνημονευόμενη στην υποσημείωση 36 των παρουσών προτάσεων νομική ανάλυση, στην οποία ο EUAA σημειώνει ότι «η λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση που προκύπτει από διαφορές στη μεταχείριση διαφορετικών ομάδων δεν συνιστά από μόνη της δίωξη. Η νομοθεσία που εισάγει διακρίσεις ή η μεροληπτική εφαρμογή του νόμου μπορεί να εκληφθεί ως πράξη δίωξης μόνο εάν υπάρχουν πολύ σοβαρές επιβαρυντικές περιστάσεις, όπως οι σοβαρές και επιβλαβείς συνέπειες για τον αιτούντα». Κατά τον EUAA «οι σοβαροί περιορισμοί στο δικαίωμα άσκησης επαγγέλματος, άσκησης της θρησκείας ή πρόσβασης σε εκπαιδευτικά ιδρύματα μπορούν –ανάλογα με τις περιστάσεις– είτε από μόνοι τους, είτε μέσω της σωρευτικής επίδρασής τους σε άλλους περιορισμούς, να ισοδυναμούν με δίωξη, εάν θίγουν ένα άτομο κατά τρόπο ισοδύναμο με σοβαρή παραβίαση βασικού ανθρώπινου δικαιώματος κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι επιμέρους περιστάσεις και, ειδικότερα, η επίδραση της σώρευσης πράξεων και/ή μέτρων που εισάγουν διακρίσεις στις συνθήκες διαβίωσης ενός προσώπου» (ανεπίσημη μετάφραση) (σημείο 1.4.4.3).


38      Βλ. UNHCR, Guide des procédures et critères à appliquer pour déterminer le statut de réfugié et principes directeurs sur la protection internationale au regard de la convention [de Genève], Φεβρουάριος 2019 (σημεία 53 έως 55).


39      Βλ. UNHCR, Guide et principes directeurs sur les procédures et critères à appliquer pour déterminer le statut des réfugiés au regard de la convention [de Genève], Δεκέμβριος 2011 (σημεία 53 έως 55), καθώς και UNHCR, Principes directeurs sur la protection internationale n o 1 : La persécution liée au genre dans le cadre de l’article 1A (2) de la [convention de Genève], 8 Ιουλίου 2008 (σημείο 14).


40      Στην απόφαση Y και Z το Δικαστήριο έκρινε ότι τυχόν προσβολή του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας μπορεί να εκληφθεί ως δίωξη υπό την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/83, αν ο αιτών άσυλο διατρέχει, λόγω της άσκησης της εν λόγω ελευθερίας στη χώρα καταγωγής του, πραγματικό κίνδυνο, μεταξύ άλλων, να διωχθεί ή να υποβληθεί σε μεταχείριση ή ποινές απάνθρωπες ή ταπεινωτικές εκ μέρους ενός από τους κατά το άρθρο 6 της οδηγίας αυτής φορείς (σκέψη 67). Βλ., επίσης, απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Fathi (C‑56/17, EU:C:2018:803, σκέψη 95).


41      Κατά το Δικαστήριο, ο ιδιαιτέρως αυξημένος βαθμός σοβαρότητας που προβλέπεται στο άρθρο 4 του Χάρτη υπάρχει σε κατάσταση έσχατης υλικής στέρησης του ενδιαφερομένου, η οποία θα τον εμπόδιζε να αντιμετωπίσει τις πλέον στοιχειώδεις ανάγκες του, όπως είναι μεταξύ άλλων η τροφή, η προσωπική καθαριότητα και η στέγαση, και η οποία θα έβλαπτε την ψυχική ή σωματική υγεία του ή θα τον περιήγε σε κατάσταση εξευτελισμού ασυμβίβαστη με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Στην απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019, Jawo (C‑163/17, EU:C:2019:218, σκέψη 92), το Δικαστήριο παρέπεμψε στην απόφαση του ΕΔΔΑ της 21ης Ιανουαρίου 2011, M.S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδας (CE:ECHR:2011:0121JUD003069609, § 252 έως 263).


42      Βλ., επίσης, απόφαση του ΕΔΔΑ της 9ης Ιουνίου 2009, Opuz κατά Τουρκίας (CE:ECHR:2009:0609JUD003340102, § 176).


43      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Y και Z (C‑71/11 και C‑99/11, EU:C:2012:224, σκέψη 56).


44      Βλ. απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2018 F (C‑473/16, EU:C:2018:36, σκέψη 36).


45      Βλ. αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας 2011/95. Βλ. επίσης αποφάσεις της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité (C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 33), της 18ης Δεκεμβρίου 2014, M’Bodj (C‑542/13, EU:C:2014:2452, σκέψη 37), της 25ης Ιανουαρίου 2018, F (C‑473/16, EU:C:2018:36, σκέψη 34), και της 10ης Ιουνίου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Έννοια της «σοβαρής και προσωπικής απειλής») (C‑901/19, EU:C:2021:472, σκέψη 44). Υπενθυμίζω ότι η συνεκτίμηση της προσωπικής κατάστασης του αιτούντος πρέπει, εξάλλου, να επιτρέπει στην αρμόδια αρχή να αξιολογήσει εάν ο αιτών χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων κατά το άρθρο 24 της οδηγίας 2013/32 και να προσδιορίσει τα ευεργετήματα που πρέπει να παρέχονται στους δικαιούχους διεθνούς προστασίας βάσει του άρθρου 20, παράγραφοι 3 και 4 της οδηγίας 2011/95.


46      Η υπογράμμιση δική μου. Πρβλ. EASO (νυν EUAA), Δικαστική ανάλυση, Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2018, στο οποίο ο EUAA σημειώνει ότι το συνδυαστικό αποτέλεσμα των μέτρων που εισάγουν διακρίσεις πρέπει να αξιολογηθεί υπό το φως της προσωπικής κατάστασης του αιτούντος, με συνεκτίμηση όλων των πράξεων στις οποίες έχει ήδη εκτεθεί ή κινδυνεύει να εκτεθεί ο αιτών (σημείο 4.3.1, σ. 68).


47      Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 18 και 20 της οδηγίας 2013/32.


48      Όπως προκύπτει από το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32, η αρμόδια αρχή μπορεί, εφόσον το θεωρεί σκόπιμο για την αξιολόγηση μιας αίτησης, κατά το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95 και με την επιφύλαξη της συγκατάθεσης του αιτούντος, να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου ο αιτών να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση όσον αφορά ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστη κατά το παρελθόν.


49      Απόφαση C‑148/13 έως C‑150/13 (EU:C:2014:2406).


50      Απόφαση C‑473/16 (EU:C:2018:36).


51      Βλ. αποφάσεις της 2ας Δεκεμβρίου 2014, A κ.λπ. (C‑148/13 έως C‑150/13, EU:C:2014:2406, σκέψη 54), και της 25ης Ιανουαρίου 2018, F (C‑473/16, EU:C:2018:36, σκέψη 36).


52      Βλ. απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2018, F (C‑473/16, EU:C:2018:36, σκέψη 37). Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται πρέπει να είναι σύμφωνες τόσο με τις διατάξεις των οδηγιών 2011/95 και 2013/32 όσο και, όπως προκύπτει αντιστοίχως από τις αιτιολογικές σκέψεις 16 και 60 των οδηγιών αυτών, με τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνει ο Χάρτης, στα οποία περιλαμβάνονται το δικαίωμα σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που προβλέπεται στο άρθρο 1 του Χάρτη, καθώς και το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής που προβλέπεται στο άρθρο 7 του Χάρτη. Πρβλ. απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2014, A κ.λπ. (C‑148/13 έως C‑150/13, EU:C:2014: 2406, σκέψη 53).


53      Απόφαση C‑465/07 (EU:C:2009:94).


54      Βλ. αποφάσεις της 17ης Φεβρουαρίου 2009, Elgafaji (C‑465/07, EU:C:2009:94, σκέψη 43), και της 10ης Ιουνίου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Έννοια της «σοβαρής και προσωπικής απειλής») (C‑901/19, EU:C:2021:472, σκέψη 28).


55      Αυτή είναι επίσης η άποψη που εκφράζει η UNHCR στην εκδοθείσα στο πλαίσιο των υπό κρίση υποθέσεων δήλωσή της: «Ενώ, στο πλαίσιο ορισμένων αιτήσεων που σχετίζονται με ζητήματα ισότητας των φύλων, οι αιτούντες διατρέχουν κίνδυνο δίωξης λόγω ιδιαίτερων περιστάσεων –για παράδειγμα κυρώσεις για προσβολή κοινωνικών ηθών ή ενδοοικογενειακή βία– άλλοι διατρέχουν τέτοιο κίνδυνο λόγω της γενικής κατάστασης της ύπαρξης διακρίσεων και της έμφυλης βίας σε μια χώρα» (ανεπίσημη μετάφραση) (σημείο 5.2.4).


56      Βλ. Conseil des droits de l’homme (ΟΗΕ), Situation des droits de l’homme en Afghanistan, rapport du Rapporteur spécial sur la situation des droits de l’homme en Afghanistan, 9 Σεπτεμβρίου 2022: «Σε καμία άλλη χώρα οι γυναίκες και τα κορίτσια δεν εξαφανίστηκαν τόσο γρήγορα από όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής και είναι σε τόσο μειονεκτική θέση σε όλες τις πτυχές της ζωής τους» (σημείο 21).


57      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση του ΕΔΔΑ της 25ης Φεβρουαρίου 2020, A.S.N. κ.λπ. κατά Κάτω Χωρών (CE:ECHR:2020:0225JUD006837717, § 107 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


58      Απόφαση C‑91/20 (EU:C:2021:898).


59      Βλ. σκέψεις 39 και 40 της εν λόγω απόφασης καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι απαγορεύονται ιδίως διατάξεις βάσει των οποίων μπορεί να χορηγηθεί καθεστώς πρόσφυγα σε υπηκόους τρίτων χωρών ευρισκόμενους σε καταστάσεις που ουδόλως σχετίζονται με τη λογική της διεθνούς προστασίας (σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).