Language of document : ECLI:EU:C:2017:286

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤOY ΓΕΝΙΚOY ΕΙΣΑΓΓΕΛΕA

NILS WAHL

της 6ης Απριλίου 2017 (1)

Υπόθεση C‑177/16

Biedrība «Autortiesību un komunicēšanās konsultāciju aģentūra – Latvijas Autoru apvienība»

κατά

Konkurences padome

[αίτηση του Augstākā tiesa (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Λετττονία)για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Άρθρο 102 ΣΛΕΕ – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Συνέπειες για το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών – Εταιρία συλλογικής διαχειρίσεως – Μη δίκαιες τιμές – Κύκλος εργασιών που λαμβάνεται υπόψη για την επιβολή προστίμου»






1.        Υφίσταται άραγε αυτό που ονομάζουμε μη δίκαιες τιμές;

2.        Στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού, διάφορες δικαιοδοσίες έχουν προβεί σε διαφορετικές επιλογές, σε σχέση με το ερώτημα αυτό. Επί παραδείγματι, σε ορισμένες δικαιοδοσίες, μεταξύ των οποίων και οι Ηνωμένες Πολιτείες, η εκμετάλλευση των πελατών από επιχειρήσεις με ισχύ στην αγορά δεν θεωρείται εν γένει ότι παραβιάζει το εν λόγω δίκαιο. Ωστόσο, η επιλογή των συντακτών των Συνθηκών της Ένωσης είναι σαφώς διαφορετική: το άρθρο 102, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ προβλέπει, ως είδος απαγορευμένης κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης, τη συμπεριφορά που συνίσταται σε «άμεση ή έμμεση επιβολή μη δικαίων τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής».

3.        Μολαταύτα, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, η Επιτροπή έχει φανεί εξαιρετικά διστακτική στο να χρησιμοποιήσει την εν λόγω διάταξη σε περιπτώσεις (φερόμενων) υψηλών τιμών που εφαρμόζονται από επιχειρήσεις με δεσπόζουσα θέση. Δικαίως, κατά τη γνώμη μου. Πιο συγκεκριμένα, η εφαρμογή της διατάξεως αυτής σε μια ελεύθερη και ανταγωνιστική αγορά απλώς περιττεύει: εφόσον δεν υπάρχουν φραγμοί εισόδου στην αγορά, οι υψηλές τιμές θα πρέπει κανονικά να προσελκύσουν νέους ανταγωνιστές. Έτσι, η αγορά αυτοδιορθώνεται.

4.        Τούτο ωστόσο ενδέχεται να μην ισχύει σε αγορές με νομικούς φραγμούς για την είσοδο ή την επέκταση στην αγορά και, ειδικότερα, στις αγορές στις οποίες υφίσταται νόμιμο μονοπώλιο. Πράγματι, μπορεί να υπάρχουν αγορές που, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, δεν λειτουργούν αποτελεσματικά όταν είναι ανοικτές στον ανταγωνισμό. Ομοίως, η διοίκηση μπορεί να έχει θεμιτούς λόγους πολιτικής να περιορίσει τον ανταγωνισμό σε συγκεκριμένη αγορά, θυσιάζοντας έτσι την οικονομική αποτελεσματικότητα, προκειμένου να προαγάγει άλλους δημόσιους σκοπούς.

5.        Αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση της κύριας δίκης.

6.        Η επίδικη υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να διευκρινίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η επιβολή υψηλών τιμών από δεσπόζουσα επιχείρηση μπορεί να παραβιάζει το άρθρο 102, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ. Με άλλα λόγια, η παρούσα υπόθεση αφορά τιμές οι οποίες καθορίζονται από δεσπόζουσες επιχειρήσεις και, ως εκ τούτου, ενδέχεται να είναι καταχρηστικές, διότι είναι υπερβολικά υψηλές, με συνέπεια να συνιστούν εκμετάλλευση των πελατών. Αντιθέτως, δεν αφορά τις τιμές που ενδέχεται να είναι καταχρηστικές επειδή συνεπάγονται τον αποκλεισμό των ανταγωνιστών.

I.      Νομικό πλαίσιο

1.      Το Λεττονικό δίκαιο

7.        Το άρθρο 13, παράγραφος 4, του Konkurences likums (νόμου περί ανταγωνισμού) αναπαράγει τη διατύπωση του άρθρου 102, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ.

II.    Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα

8.        Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, Autortiesību un komunicēšanās konsultāciju aģentūra – Latvijas Autoru apvienība (στο εξής: AKKA/LAA), λειτουργεί ως εταιρία συλλογικής διαχειρίσεως και χορηγεί άδειες για τη δημόσια εκτέλεση μουσικών έργων σε εμπορικούς χώρους και κέντρα παροχής υπηρεσιών. Η τιμολόγηση για τις εν λόγω άδειες βασίζεται στο εμβαδό των χώρων. Η AKKA/LAA υπόκειται σε καθεστώς νόμιμου μονοπωλίου στη Λεττονία.

9.        Το 2008, το Konkurences padome (Συμβούλιο Ανταγωνισμού, Λεττονία) επέβαλε στην AKKA/LAA πρόστιμο για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, επειδή η τελευταία είχε εφαρμόσει υπερβολικά υψηλές τιμές ως προς τις αμοιβές των δημιουργών. Το ύψος του προστίμου που επιβλήθηκε υπολογίστηκε βάσει του κύκλου εργασιών της εταιρίας συλλογικής διαχειρίσεως, μετά την αφαίρεση του ποσού που είχε καταβληθεί στους δημιουργούς ως αμοιβή.

10.      Στη συνέχεια, το 2011, η AKKA/LAA εφάρμοσε νέες τιμές για την αμοιβή των δημιουργών, αναφορικά με τις οποίες το Συμβούλιο Ανταγωνισμού κίνησε διαδικασία το 2012. Προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον οι τιμές ήταν δικαιολογημένες, η εν λόγω αρχή τις συνέκρινε, αφενός, με τις τιμές που ίσχυαν στις όμορες Λιθουανία και Εσθονία, οι οποίες θεωρήθηκαν σχετικά παρεμφερείς με τη Λεττονία ως προς τις καταναλωτικές συνήθειες, την οικονομία και το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, και, αφετέρου, –ενδεικτικά– με τις τιμές στα άλλα κράτη μέλη, εφαρμόζοντας δείκτη ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης με βάση το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (στο εξής: δείκτης ΙΑΔ). Η αρχή διαπίστωσε ότι οι τιμές της προσφεύγουσας ήταν αισθητά υψηλότερες (ακόμα και διπλάσιες, σε ορισμένα τμήματα της αγοράς) από τις τιμές που ίσχυαν στις δύο όμορες χώρες, και από τις υψηλότερες στην Ένωση, καθώς υπερέβαιναν κατά 50 % και 100 % το μέσο επίπεδο τιμών στην Ένωση. Το Συμβούλιο Ανταγωνισμού έκρινε ότι αυτές οι τιμές, στο μέτρο που υπερέβαιναν σημαντικά τις εφαρμοζόμενες στις όμορες χώρες, δεν ήταν δικαιολογημένες και ότι, επιπλέον, η AKKA/LAA δεν μπορούσε να τις δικαιολογήσει αντικειμενικά.

11.      Κατά συνέπεια, με απόφασή του της 2ας Απριλίου 2013 (στο εξής: επίδικη στην κύρια δίκη απόφαση), το Συμβούλιο Ανταγωνισμού έκρινε ότι η συμπεριφορά της AKKA/LAA συνιστούσε παραβίαση της απαγορεύσεως που καθιερώνεται με το άρθρο 13, παράγραφος 4, του νόμου περί ανταγωνισμού και με το άρθρο 102, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, και της επέβαλε πρόστιμο. Για τον υπολογισμό του προστίμου, η αρχή έλαβε υπόψη τον κύκλο εργασιών της AKKA/LAA, συμπεριλαμβάνοντας, όμως, αυτή την φορά, τα ποσά που είχαν εισπραχθεί για την αμοιβή των δημιουργών και είχαν καταβληθεί σε αυτούς. Το Συμβούλιο Ανταγωνισμού επισήμανε ότι ο κύκλος εργασιών οντοτήτων όπως οι εταιρείες συλλογικής διαχείρισης πρέπει να υπολογίζεται, για τους σκοπούς του δικαίου του ανταγωνισμού, σύμφωνα με τις ίδιες αρχές που εφαρμόζονται στις κεφαλαιουχικές εταιρείες, ώστε να διασφαλίζεται ότι ο προσδιορισμός του προστίμου δεν διαφέρει ανάλογα με τη νομική μορφή του οικονομικού φορέα.

12.      Με απόφασή του της 9ης Φεβρουαρίου 2015, το Administratīvā apgabaltiesa (Περιφερειακό Διοικητικό Δικαστήριο, Λεττονία) δέχθηκε εν μέρει την προσφυγή: έκρινε ότι το συμπέρασμα ότι είχαν εφαρμοστεί αδικαιολόγητα υψηλές τιμές ήταν ορθό, αλλά ακύρωσε την επίδικη στην κύρια δίκη απόφαση ως προς το επιβληθέν πρόστιμο και, βάσει των αρχών της νομιμότητας και της ισότητας, διέταξε το Συμβούλιο Ανταγωνισμού να υπολογίσει εκ νέου το ύψος του προστίμου προς την AKKA/LAA, χωρίς να συμπεριλαμβάνει στον κύκλο εργασιών τα ποσά που είχαν εισπραχθεί ως αμοιβή των δημιουργών. Αμφότεροι οι διάδικοι άσκησαν αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Augstākā tiesa (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Λεττονία).

13.      Έχοντας αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Εφαρμόζεται το άρθρο 102, [δεύτερο εδάφιο,] [στοιχείο] αʹ, [ΣΛΕΕ] σε ένδικη διαφορά σχετική με τις χρεώσεις εθνικού οργανισμού διαχειρίσεως πνευματικών δικαιωμάτων, όταν ο οργανισμός αυτός εισπράττει και αμοιβές για έργα αλλοδαπών δημιουργών και οι χρεώσεις που εφαρμόζει ενδέχεται να αποτρέψουν τη χρήση των έργων αυτών στο οικείο κράτος μέλος;

2)      Προκειμένου να καθοριστεί η έννοια των μη δίκαιων τιμών του άρθρου 102, [δεύτερο εδάφιο,] [στοιχείο] αʹ, [ΣΛΕΕ] στο πεδίο της διαχειρίσεως δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων, είναι αναγκαίο και επαρκεί –και σε ποιες περιπτώσεις– να γίνεται σύγκριση μεταξύ των τιμών (χρεώσεων) της οικείας αγοράς και των τιμών (χρεώσεων) των όμορων αυτής αγορών;

3)      Προκειμένου να καθοριστεί η έννοια των μη δίκαιων τιμών του άρθρου 102, [δεύτερο εδάφιο,] [στοιχείο] αʹ, [ΣΛΕΕ] στο πεδίο της διαχειρίσεως δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων, είναι αναγκαίο και επαρκεί να χρησιμοποιείται ο δείκτης [ΙΑΔ] όπως προκύπτει από το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν;

4)      Πρέπει η σύγκριση των χρεώσεων να γίνεται ως προς κάθε διαφορετική κατηγορία χρεώσεων ή σε σχέση με το μέσο επίπεδο των χρεώσεων;

5)      Πότε πρέπει να θεωρείται αισθητή η διαφορά στις χρεώσεις που εξετάζονται υπό το πρίσμα της έννοιας των μη δίκαιων τιμών του άρθρου 102, [δεύτερο εδάφιο,] [στοιχείο] αʹ, [ΣΛΕΕ], [με αποτέλεσμα] να εναπόκειται στον οικονομικό φορέα με δεσπόζουσα θέση να αποδείξει ότι οι χρεώσεις του είναι δίκαιες;

6)      Τι πληροφορίες μπορεί εύλογα να αναμένονται από τον οικονομικό φορέα προς απόδειξη του δίκαιου χαρακτήρα των χρεώσεων που αφορούν έργα προστατευόμενα από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 102, [δεύτερο εδάφιο,] [στοιχείο] αʹ, [ΣΛΕΕ], εφόσον το κόστος παραγωγής των έργων αυτών δεν μπορεί να υπολογισθεί όπως στην περίπτωση αγαθών υλικής φύσεως; Πρέπει να λαμβάνονται αποκλειστικά υπόψη οι διοικητικές δαπάνες του οργανισμού διαχειρίσεως πνευματικών δικαιωμάτων;

7)      Πρέπει, σε περίπτωση παραβιάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού, για τον καθορισμό προστίμου να εξαιρούνται από τον κύκλο εργασιών ενός οργανισμού διαχειρίσεως πνευματικών δικαιωμάτων οι αμοιβές που ο εν λόγω οικονομικός φορέας καταβάλλει στους δημιουργούς;»

14.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η AKKA/LAA, η Γερμανική, η Ισπανική, η Λεττονική και η Ολλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή. Η AKKA/LAA, η Ισπανική και η Λεττονική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή αγόρευσαν επίσης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 8ης Φεβρουαρίου 2017.

III. Ανάλυση

1.      Εισαγωγή

15.      Στο επίκεντρο της υποθέσεως, συνολικά, είναι εικαζόμενη κατάχρηση η οποία συνίσταται στην εφαρμογή μη δίκαιων τιμών, κατά την έννοια του άρθρου 102, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, είναι μάλλον χρήσιμο να υπομνησθεί εν συντομία η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τη διάταξη αυτή.

16.      Με την απόφαση United Brands (2), καθώς και με πολλές μεταγενέστερες αποφάσεις (3), το Δικαστήριο έκρινε ότι η εφαρμογή τιμής που είναι υπερβολική ως δυσανάλογη προς την οικονομική αξία του προσφερόμενου προϊόντος αντιβαίνει στο νυν άρθρο 102 ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, μόνο «δυσανάλογες» ή «υπερβολικές» τιμές μπορεί να συνιστούν παράβαση της εν λόγω διατάξεως (4). Η σχετική ανάλυση του Δικαστηρίου αναπτύσσεται σε δύο στάδια.

17.      Κατά το πρώτο στάδιο της ανάλυσης, εξετάζεται εάν υπάρχει υπερβολική απόκλιση –ήτοι, σημαντική διαφορά– μεταξύ της τιμής που πράγματι χρεώνει η επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση στην οικεία αγορά και της τιμής που θα χρέωνε υποθετικά η ίδια επιχείρηση, εάν υπήρχε αποτελεσματικός ανταγωνισμός στην αγορά (στο εξής: τιμή αναφοράς) (5).

18.      Το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι μπορεί να υπάρχουν διαφορετικές μέθοδοι προκειμένου να καθοριστεί αν η τιμή είναι υπερβολική (6). Επί παραδείγματι, εφόσον είναι εφικτό και σκόπιμο, μπορεί να γίνει σύγκριση μεταξύ της τιμής πωλήσεως και του κόστους παραγωγής (7). Αυτή η μέθοδος φαίνεται να βασίζεται στην ιδέα ότι υπάρχει μια κατώτατη τιμή με την οποία διασφαλίζεται ικανοποιητικό περιθώριο κέρδους (8) σε σχέση με το κόστος και ότι, πέρα από αυτό το κατώτατο όριο, η τιμή που χρεώνει η επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση είναι υπερβολική (9). Ως εκ τούτου, η ανάλυση επικεντρώνεται στα περιθώρια κέρδους (ή στην κερδοφορία) που καρπώνεται η επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση κατά την πώληση των εκάστοτε προϊόντων ή υπηρεσιών.

19.      Σε άλλες περιπτώσεις, το Δικαστήριο προέβη σε σύγκριση μεταξύ, αφενός, της τιμής που χρεώνει για το επίμαχο προϊόν η δεσπόζουσα επιχείρηση και, αφετέρου, των τιμών που χρεώνουν στην ίδια αγορά μη δεσπόζουσες επιχειρήσεις (σύγκριση μεταξύ ανταγωνιστών) (10) ή η ίδια επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση σε διαφορετικά χρονικά σημεία (διαχρονική σύγκριση) (11) ή των τιμών που χρεώνει σε άλλες γεωγραφικές αγορές η ίδια δεσπόζουσα επιχείρηση (12) ή άλλες επιχειρήσεις (γεωγραφική σύγκριση) (13). Η βασική ιδέα είναι ότι, εάν τα επιλεγμένα προϊόντα ή οι γεωγραφικές αγορές είναι αρκούντως ομοιογενείς, η σύγκριση των τιμών μπορεί να έχει κάποιο νόημα (14). Ομοίως, χρήσιμες ενδείξεις μπορεί να αντλούνται και από τα δεδομένα τιμολόγησης της επιχειρήσεως με την πάροδο του χρόνου.

20.      Άπαξ και εξακριβωθεί, βάσει μίας ή περισσοτέρων από αυτές τις μεθόδους, ότι υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ της τιμής που χρεώνεται στην πράξη από την δεσπόζουσα επιχείρηση και της τιμής αναφοράς, πρέπει να προσδιοριστεί ο βαθμός κατά τον οποίο η εν λόγω πραγματική τιμή είναι μη δίκαιη, είτε αυτή καθ’ εαυτήν είτε σε σύγκριση με ανταγωνιστικά προϊόντα (15).

21.      Το δεύτερο αυτό στάδιο της ανάλυσης αποσκοπεί στη διερεύνηση του κατά πόσον η διαφορά στην τιμή είναι απλώς αποτέλεσμα της καταχρήσεως από τη δεσπόζουσα επιχείρηση της ισχύος της στην αγορά ή εάν οφείλεται σε άλλους θεμιτούς λόγους.

22.      Μόνο αν δεν υπάρχει βάσιμη δικαιολογία για τη διαφορά μεταξύ της τιμής αναφοράς και της πραγματικής τιμής που επέβαλε η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση στους πελάτες της μπορεί η τιμή να θεωρηθεί «μη δίκαιη» κατά την έννοια του άρθρου 102, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ.

23.      Το Δικαστήριο εφάρμοσε αυτό το κριτήριο των δύο σταδίων προκειμένου να καθορίσει πότε μια τιμή είναι υπερβολική και, συνεπώς, μη δίκαιη κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, και σε περιπτώσεις που αφορούσαν –όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης– τη συμπεριφορά εταιριών συλλογικής διαχείρισης. Στις περιπτώσεις αυτές, το Δικαστήριο έκρινε ότι, «όταν μια επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιβάλλει, για τις υπηρεσίες που παρέχει, τιμές αισθητά υψηλότερες από αυτές που εφαρμόζονται σε άλλα κράτη μέλη και όταν η σύγκριση των επιπέδων των τιμών έχει πραγματοποιηθεί επί ομοιομόρφου βάσεως, η διαφορά αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως ένδειξη καταχρήσεως της δεσπόζουσας θέσεως. Σε μια τέτοια περίπτωση, εναπόκειται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση να δικαιολογήσει τη διαφορά, επικαλούμενη αντικειμενικές διαφορές μεταξύ της καταστάσεως του οικείου κράτους μέλους και της καταστάσεως που επικρατεί σε όλα τα άλλα κράτη μέλη» (16).

24.      Σε αυτό το πλαίσιο θα αναλύσω στη συνέχεια τα νομικά ζητήματα που έθεσε το αιτούν δικαστήριο.

2.      Επί του πρώτου ερωτήματος

25.      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο κατά πόσον η συμπεριφορά εταιρίας συλλογικής διαχειρίσεως που είναι επιφορτισμένη με τη συλλογή αμοιβών που αντιστοιχούν, μεταξύ άλλων, σε έργα αλλοδαπών δημιουργών μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

26.      Κατ’ αρχάς, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι, κατά πάγια νομολογία, η ερμηνεία και η εφαρμογή της προϋποθέσεως σχετικά με τις συνέπειες για το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, την οποία προβλέπουν τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ, πρέπει να στηρίζονται στον σκοπό αυτής της προϋποθέσεως, ήτοι στον καθορισμό, στο πλαίσιο της νομοθεσίας που διέπει τον ανταγωνισμό, του ορίου μεταξύ των τομέων που καλύπτονται από το δίκαιο της Ένωσης και εκείνων που καλύπτονται από τα δίκαια των κρατών μελών, αντιστοίχως. Ως εκ τούτου, στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης εμπίπτει κάθε σύμπραξη και κάθε πρακτική δυναμένη να θίξει την ελευθερία του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών κατά τρόπον ώστε να καταστρατηγήσει την επίτευξη των στόχων της ενιαίας αγοράς μεταξύ των κρατών μελών, ιδίως διά της στεγανοποιήσεως των εθνικών αγορών ή διά της μεταβολής της διαρθρώσεως του ανταγωνισμού εντός της ενιαίας αγοράς. Για να μπορεί μια απόφαση, συμφωνία ή πρακτική να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, πρέπει, βάσει ενός συνόλου νομικών ή πραγματικών στοιχείων, να πιθανολογείται επαρκώς ότι μπορεί να ασκήσει επιρροή, άμεση ή έμμεση, πραγματική ή δυνητική, στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, τούτο δε κατά τρόπο δυνάμενο να εμποδίσει την υλοποίηση της ενιαίας αγοράς μεταξύ κρατών μελών (17).

27.      Τούτου δοθέντος, το γεγονός ότι η συμπεριφορά μιας επιχειρήσεως που κατέχει δεσπόζουσα θέση αφορά απλώς τη διάθεση προϊόντων στο εμπόριο σε ένα μόνον κράτος μέλος δεν αρκεί για να αποκλεισθεί η ύπαρξη επιπτώσεων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο. Πράγματι, μια τέτοια συμπεριφορά μπορεί να συνεπάγεται την περαιτέρω στεγανοποίηση των αγορών σε εθνικό επίπεδο και να εμποδίσει έτσι την οικονομική αλληλοδιείσδυση που επιδιώκει η Συνθήκη (18).

28.      Στην προκειμένη περίπτωση, όπως επισημαίνει και το αιτούν δικαστήριο, η τιμολογιακή πολιτική που εφαρμόζει η AKKA/LAA αφορά και έργα αλλοδαπών δημιουργών και, ως εκ τούτου, επηρεάζει τη διάδοση των εν λόγω έργων στη Λεττονία. Δεδομένου ότι ο εν λόγω οργανισμός λειτουργεί υπό καθεστώς νόμιμου μονοπωλίου, οι επιλογές του όσον αφορά το αν, καθώς και τον τρόπο και την τιμή στην οποία επιτρέπει την αναπαραγωγή προστατευόμενων έργων έχουν αναπόφευκτα αντίκτυπο τόσο στα πρότυπα συμπεριφοράς των καταναλωτών στη Λεττονία όσο και στις αποφάσεις των κατόχων πνευματικών δικαιωμάτων όσον αφορά την αγορά της εν λόγω χώρας.

29.      Το Δικαστήριο έχει, πράγματι, επανειλημμένα κρίνει ότι οι κανόνες ανταγωνισμού της Ένωσης έχουν εφαρμογή στις δραστηριότητες των εταιριών συλλογικής διαχειρίσεως που συνίστανται στη χορήγηση αδειών για την εκτέλεση μουσικών έργων, έστω και αν οι εν λόγω δραστηριότητες περιορίζονται σε ένα μόνον κράτος μέλος (19).

30.      Το γεγονός ότι, όπως αναφέρεται στη διάταξη περί παραπομπής, το 2013 το Γενικό Δικαστήριο (20) ακύρωσε εν μέρει απόφαση της Επιτροπής (στο εξής: απόφαση CISAC) (21), η οποία είχε εκδοθεί σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και απευθυνόταν σε 24 εταιρείες συλλογικής διαχειρίσεως (συμπεριλαμβανομένης της AKKA/LAA), δεν ασκεί καμία επιρροή εν προκειμένω. Το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση CISAC με το σκεπτικό ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής μεταξύ των εταιριών συλλογικής διαχειρίσεως. Καμία πτυχή των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου δεν αφορά το ζήτημα του κατά πόσον η συμπεριφορά των εταιριών συλλογικής διαχειρίσεως ήταν ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

31.      Ως εκ τούτου, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά εταιρίας συλλογικής διαχειρίσεως που είναι επιφορτισμένη με τη συλλογή αμοιβών οι οποίες αντιστοιχούν, μεταξύ άλλων, σε έργα αλλοδαπών δημιουργών, έστω και αν εκδηλώνεται σε ένα μόνο κράτος μέλος, μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

3.      Επί του δευτέρου ερωτήματος

32.      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν, στην περίπτωση της κύριας δίκης, ήταν αναγκαίο και επαρκές η εθνική αρχή ανταγωνισμού να προβεί σε σύγκριση μεταξύ των τιμών στην εγχώρια αγορά και των τιμών στις όμορες αγορές.

33.      Το δεύτερο αυτό ερώτημα –όπως ακριβώς και το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο ερώτημα– αφορά το πρώτο στάδιο της αναλύσεως που προαναφέρθηκε στα σημεία 17 έως 19 των ανά χείρας προτάσεων, ήτοι την εκτίμηση του κατά πόσον υφίσταται ή όχι υπερβολική διαφορά μεταξύ της τιμής που πράγματι χρεώνει η επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση στην εκάστοτε αγορά και της τιμής αναφοράς. Υπενθυμίζω ότι η τελευταία είναι η τιμή που η εν λόγω επιχείρηση θα χρέωνε, υποθετικά, εάν υπήρχε ανταγωνισμός στην αγορά.

34.      Σαφώς, το δεύτερο αυτό ερώτημα άπτεται του πυρήνα των ζητημάτων που ανέκυψαν στην παρούσα δίκη, δεδομένου ότι ζητείται από το Δικαστήριο να διευκρινίσει ποιες μεθόδους και κριτήρια πρέπει να εφαρμόζουν οι αρχές ανταγωνισμού, προκειμένου να καθορίσουν την τιμή αναφοράς. Πριν προβώ σε λεπτομερή εξέταση αυτού του σημείου, θα ήθελα για άλλη μια φορά να υπενθυμίσω ότι η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά προβαλλόμενη μη δίκαιη τιμολόγηση υπό καθεστώς νόμιμου μονοπωλίου.

1.      Γενικές παρατηρήσεις

35.      Όπως εξήγησα στα σημεία 18 και 19 ανωτέρω, το Δικαστήριο έχει αφήσει στις ευρωπαϊκές και εθνικές αρχές ανταγωνισμού ορισμένη ευχέρεια όσον αφορά τη μεθοδολογία που μπορεί να ακολουθηθεί για τον προσδιορισμό της υπερβολικής τιμολογήσεως. Κατά τη γνώμη μου, αυτή είναι μια πολύ εύλογη προσέγγιση, για τους κάτωθι λόγους.

1)      Δεν υφίσταται ενιαία μέθοδος ή κριτήριο

36.      Μπορεί να ειπωθεί με ασφάλεια ότι, για τον σκοπό αυτό, στο τρέχον στάδιο της νομικής και οικονομικής θεωρίας, δεν υπάρχει ενιαία μέθοδος, κριτήριο ή σύνολο κριτηρίων που να είναι γενικά αποδεκτά στην οικονομική βιβλιογραφία ή σε περισσότερες δικαιοδοσίες. Αρχές ανταγωνισμού, νομικοί και οικονομολόγοι έχουν προτείνει διάφορες μεθόδους αναλύσεως (καθώς και ποικίλα κριτήρια ή ελέγχους) για τον σκοπό αυτό. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, καθεμία από αυτές τις μεθόδους πάσχει από ορισμένες εγγενείς αδυναμίες.

37.      Κατ’ αρχάς, καμία από αυτές τις μεθόδους δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε όλες τις περιπτώσεις, δεδομένου ότι η καταλληλότητά τους (και, ενίοτε, η ίδια η δυνατότητα εφαρμογής τους) εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περιπτώσεως. Για να δώσω ένα μόνο παράδειγμα, η σύγκριση κόστους-τιμής δεν έχει πολύ νόημα όταν πρόκειται για την παροχή άυλων αγαθών, όπως είναι τα πνευματικά δικαιώματα επί μουσικών έργων –περίπτωση που αποτελεί αντικείμενο της υποθέσεως της κύριας δίκης.

38.      Κατά δεύτερον, τα στοιχεία που απαιτούνται για την εκτέλεση των αναγκαίων υπολογισμών για τον προσδιορισμό της τιμής αναφοράς μπορεί να μην είναι διαθέσιμα, να είναι ελλιπή, ή να είναι αμφιβόλου αξίας. Επί παραδείγματι, ο προσδιορισμός του κόστους και η σύνδεσή του με συγκεκριμένο προϊόν είναι εξαιρετικά πολύπλοκος στους περισσότερους τύπους επιχειρηματικής δραστηριότητας και σε πολλές επιχειρήσεις (22). Ο υπολογισμός των περιθωρίων κέρδους είναι επομένως ένα μάλλον επισφαλές εγχείρημα. Δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι τα λογιστικά πρότυπα και οι τιμές μπορεί να μεταβάλλονται ανά κλάδο ή ανά χώρα, λόγω διαφορετικών νομικών διατάξεων ή λογιστικών συμβάσεων, και, επίσης, μπορεί να μην αποδίδουν πάντοτε τις σχετικές οικονομικές έννοιες (23).

39.      Κατά τρίτον, η σύγκριση τιμών μεταξύ διαφορετικών γεωγραφικά αγορών, ανταγωνιστών και/ή χρονικών περιόδων παρουσιάζει επίσης κινδύνους. Οι αγορές σπανίως είναι τόσο ομοιογενείς ώστε να μπορούν να συγκριθούν κατά τρόπο ουσιαστικό, άμεσα και αυτόματα.Ενδεχομένως να απαιτούνται διάφορες «προσαρμογές» στα δεδομένα που προκύπτουν από την αγορά (ή τις αγορές) που χρησιμοποιούνται ως σημείο συγκρίσεως, προκειμένου να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον προσδιορισμό της τιμής αναφοράς.

40.      Κατ’ αρχάς, όσον αφορά τις γεωγραφικές συγκρίσεις, στοιχεία όπως π.χ. η εθνική φορολογία, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εθνικής αγοράς εργασίας και οι προτιμήσεις των τοπικών καταναλωτών μπορεί να επηρεάσουν σημαντικά τις τελικές τιμές του εκάστοτε προϊόντος ή υπηρεσίας (24). Όσον αφορά τις συγκρίσεις μεταξύ ανταγωνιστών, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι τυχόν διαφορές στις τιμές μπορεί να αντικατοπτρίζουν απλώς διαφορετικές ιδιότητες: ένα ακριβότερο προϊόν μπορεί αντικειμενικά να είναι (ή απλώς να εκλαμβάνεται ως) ανώτερης ποιότητας.

41.      Τέλος, όσον αφορά τις διαχρονικές συγκρίσεις, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι οι παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν την τελική τιμή ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας ενδεχομένως μεταβάλλονται με μεγάλη ταχύτητα στην αγορά. Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να έγκεινται σε θεμιτές επιχειρηματικές στρατηγικές (π.χ., μια επιχείρηση μπορεί να αποφασίσει να προσπαθήσει να διεισδύσει σε μια νέα αγορά και, για ορισμένο χρονικό διάστημα, να χρεώνει πολύ χαμηλή τιμή, ελαχιστοποιώντας έτσι τα περιθώρια κέρδους), στην αύξηση του κόστους (λόγω εξωτερικών παραγόντων, όπως αλλαγές στην τοπική φορολογία ή στο κόστος δανεισμού, ή λόγω αποφάσεων της ίδιας της επιχειρήσεως, π.χ. τυχόν επιλογές που αφορούν διαφημιστικές εκστρατείες ή έρευνα και ανάπτυξη) ή ακόμα και στις προτιμήσεις των καταναλωτών (π.χ., μεταβολές στον τρόπο που οι καταναλωτές εκλαμβάνουν ένα προϊόν, κατόπιν νέων στρατηγικών εμπορικής προωθήσεως). Όλοι αυτοί οι παράγοντες μπορεί να οδηγήσουν σε (συνήθως νόμιμες) αιφνίδιες και σημαντικές αλλαγές των τιμών.

42.      Λόγω των περιορισμών αυτών, οι αρχές ανταγωνισμού και οι οικονομολόγοι γενικά συμφωνούν ότι στον καθορισμό της τιμής αναφοράς, σε περίπτωση πιθανολογούμενης υπερβολικής τιμολογήσεως, εμφιλοχωρεί μεγάλος κίνδυνος σφαλμάτων τύπου Ι (ψευδώς θετικά αποτελέσματα: η τιμή θεωρείται εσφαλμένα ότι υπερβαίνει την τιμή ανταγωνισμού) και σφαλμάτων τύπου ΙΙ (ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα: η τιμή θεωρείται εσφαλμένα ότι δεν υπερβαίνει την τιμή ανταγωνισμού) (25).

2)      Συνδυασμός διαφορετικών μεθόδων

43.      Συνεπώς, ελλείψει καθολικά αποδεκτού κριτηρίου και δεδομένων των περιορισμών που ενυπάρχουν σε όλες τις υφιστάμενες μεθόδους, προκειμένου να αποφευχθεί (ή, ορθότερα, να περιοριστεί) ο κίνδυνος σφαλμάτων, είναι, κατά τη γνώμη μου, εξαιρετικά σημαντικό οι αρχές ανταγωνισμού να προσπαθούν να εξετάζουν την εκάστοτε περίπτωση συνδυάζοντας διάφορες μεθόδους από εκείνες που δέχεται η τυπική οικονομική θεωρία και οι οποίες φαίνονται κατάλληλες και διαθέσιμες στην εκάστοτε περίσταση. Θεωρώ ότι οι μέθοδοι που εντοπίζονται στη νομολογία του Δικαστηρίου (και παρατίθενται στα σημεία 18 και 19 ανωτέρω) μπορεί να εξυπηρετούν τον σκοπό αυτόν (26).

44.      Η επιλογή του συνδυασμού περισσοτέρων μεθόδων είναι, πράγματι, η προσέγγιση που έχουν ακολουθήσει διάφορες αρχές ανταγωνισμού παγκοσμίως, όπως, επί παραδείγματι, το Office of Fair Trading του Ηνωμένου Βασιλείου στην υπόθεση Napp (27). Επίσης, είναι συνεπής με τις προτάσεις που έχουν διατυπωθεί σε διεθνή φόρα συζητήσεων μεταξύ των εν λόγω αρχών (28), καθώς και με τη σύγχρονη οικονομική βιβλιογραφία (29).

45.      Η προσέγγιση αυτή έχει, βεβαίως, επικριθεί, επειδή η συνδυασμένη εφαρμογή διαφόρων μη ακριβών μεθοδολογιών, ακόμη και όταν παράγουν αμοιβαίως συνεκτικά αποτελέσματα, δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στη συναγωγή πιο αξιόπιστου συμπεράσματος (30). Ομολογουμένως, οι αδυναμίες μιας μεθόδου δεν είναι βέβαιο ότι θεραπεύονται διά της εφαρμογής μιας άλλης, εξίσου αδύναμης μεθόδου. Ωστόσο, εάν οι μέθοδοι εφαρμόζονται ανεξάρτητα μεταξύ τους, ένας δεδομένος περιορισμός που είναι εγγενής σε μία εξ αυτών δεν θα επηρεάζει τα αποτελέσματα που λαμβάνονται με τη χρήση των λοιπών μεθόδων. Κατά συνέπεια, εφόσον οι χρησιμοποιούμενες μεθοδολογίες δεν είναι αυτές καθ’ εαυτές εσφαλμένες, και εφαρμόζονται με αυστηρότητα και αντικειμενικότητα, η σύγκλιση των αποτελεσμάτων μπορεί να θεωρηθεί ένδειξη της πιθανής τιμής αναφοράς σε μια συγκεκριμένη περίπτωση.

3)      Πρόσθετοι δείκτες

46.      Τούτου λεχθέντος, μπορεί να υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες μία μόνον από αυτές τις μεθόδους προσδιορισμού της τιμής αναφοράς είναι διαθέσιμη ή κατάλληλη. Σε αυτές τις περιπτώσεις, φρονώ ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό η αρχή να εξετάζει και άλλους δείκτες που μπορεί να επιβεβαιώσουν ή, αντιθέτως, να θέσουν εν αμφιβόλω το αποτέλεσμα της εν λόγω μεθόδου.

47.      Τέτοιοι δείκτες είναι, κατά τη γνώμη μου, οι κάτωθι.

48.      Πρώτον, δεν μπορεί ευκόλως μια τιμή να ορίζεται σημαντικά πάνω από το επίπεδο του ανταγωνισμού, εάν η αγορά δεν προστατεύεται από σημαντικούς φραγμούς εισόδου ή επεκτάσεως σε αυτήν. Σε αντίθετη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, η αγορά θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να είναι σε θέση να αυτοδιορθωθεί βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα: κανονικά, οι υψηλές τιμές θα πρέπει να προσελκύσουν νέους ανταγωνιστές ή να ενθαρρύνουν τους υφιστάμενους να επεκταθούν. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο –όπως αναφέρεται στην αρχή των ανά χείρας προτάσεων– είμαι πεπεισμένος ότι μη δίκαιες τιμές κατά το άρθρο 102 ΣΛΕΕ μπορεί να υπάρχουν μόνο σε ρυθμιζόμενες αγορές, όπου οι δημόσιες αρχές ασκούν κάποια μορφή ελέγχου στις δυνάμεις της προσφοράς και, κατά συνέπεια, το πεδίο του ελεύθερου και ανοικτού ανταγωνισμού περιορίζεται. Προφανώς, όσο πιο μεγάλοι και μακροχρόνιοι είναι οι φραγμοί που θέτει ο νομοθέτης, τόσο περισσότερο μπορεί να ασκεί την εξουσία της στην αγορά η δεσπόζουσα επιχείρηση.

49.      Δεύτερον, τιμή σημαντικά υψηλότερη από την τιμή ανταγωνισμού είναι πιθανότερο να παρατηρηθεί σε αγορές όπου λειτουργεί τομεακή ρυθμιστική αρχή, έργο της οποίας είναι, μεταξύ άλλων, ο καθορισμός ή ο έλεγχος των τιμών που χρεώνονται από τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον εν λόγω τομέα. Οι τομεακές αρχές είναι σαφώς καλύτερα οργανωμένες από τις αρχές ανταγωνισμού όσον αφορά την εποπτεία των τιμών και, ενδεχομένως, την αντιμετώπιση πιθανών καταχρήσεων (31). Επομένως, οι παραβιάσεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας σε τέτοιες περιστάσεις μάλλον περιορίζονται κυρίως σε περιπτώσεις σφάλματος ή, εν γένει, σε ρυθμιστικές αστοχίες, ήτοι σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η τομεακή αρχή θα έπρεπε να είχε παρέμβει και εσφαλμένα παρέλειψε να το πράξει.

50.      Τρίτον, μια επιχείρηση με ισχύ στην αγορά είναι προφανώς λιγότερο ικανή να εκμεταλλευτεί τη θέση της, όταν διαπραγματεύεται με ισχυρούς αγοραστές. Για να δώσω ένα παράδειγμα, όσον αφορά τη χορήγηση αδειών για χρήση μουσικών έργων που προστατεύονται με πνευματικά δικαιώματα, η διαπραγματευτική θέση μικρών καταστημάτων μάλλον διαφέρει από τη θέση που κατέχουν διεθνείς πλατφόρμες (όπως το Spotify) ή όμιλοι μεγάλων και προηγμένων επιχειρήσεων (όπως οι μεγάλες εταιρείες του Χόλιγουντ). Το μέγεθος και η οικονομική ευρωστία μιας επιχείρησης (ή ομίλου επιχειρήσεων) μπορεί πράγματι να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα στις διαπραγματεύσεις. Εντούτοις, στο πλαίσιο αυτό, μεγάλη σημασία μπορεί να έχει και ο βαθμός στον οποίο τα προϊόντα για τα οποία χορηγείται άδεια εκμεταλλεύσεως συνιστούν σημαντική (ή και αναγκαία) εισροή για την επιχειρηματική δραστηριότητα των πελατών.

51.      Είναι προφανές ότι ενδέχεται να υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που μπορεί να ασκούν επιρροή, ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις κάθε περιπτώσεως.

4)      Επιφύλαξη

52.      Συμπερασματικά, επί του ζητήματος αυτού, είναι σημαντικό να διατυπωθούν οι ακόλουθες δύο παρατηρήσεις. Πρώτον, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι απόκειται στην εκάστοτε αρχή ανταγωνισμού να αποδεικνύει την ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης (32). Δεύτερον, κατά πάγια νομολογία, η αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας ισχύει για επιχειρήσεις που διερευνώνται για ενδεχόμενες παραβιάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης (33).

53.      Ως εκ τούτου, κατά τη γνώμη μου, η έλλειψη αξιόπιστων δεδομένων ή η πολυπλοκότητα των εργασιών που απαιτούνται για τον υπολογισμό (ή την επιβεβαίωση) της τιμής αναφοράς δεν μπορεί να δικαιολογήσει μια ατελή, επιδερμική ή αμφίβολη ανάλυση από την αρχή ανταγωνισμού. Με άλλα λόγια, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι αρχές κατά τη διενέργεια της εκτιμήσεώς τους δεν μπορεί να αποβαίνουν εις βάρος της υπό διερεύνηση επιχειρήσεως.

54.      Ανεξαρτήτως των ειδικών περιστάσεων της εκάστοτε υποθέσεως, η εφαρμοζόμενη μέθοδος (ή μέθοδοι) και ο πρόσθετος εξεταζόμενος δείκτης (ή δείκτες) πρέπει να παρέχουν στην αρχή ένα επαρκώς πλήρες και αξιόπιστο σύνολο στοιχείων τα οποία να τείνουν προς μία ενιαία κατεύθυνση: την ύπαρξη διαφοράς (34) μεταξύ της (υποθετικής) τιμής αναφοράς και της (πραγματικής) τιμής που χρεώνει η οικεία δεσπόζουσα επιχείρηση.

55.      Σε αυτό το πλαίσιο θα εξετάσω τις ειδικές πτυχές της υποθέσεως της κύριας δίκης.

2.      Η υπό κρίση υπόθεση

56.      Στην επίδικη στην κύρια δίκη απόφαση, το Συμβούλιο Ανταγωνισμού αποφάσισε να συγκρίνει τις τιμές που εφάρμοζε η AKKA/LAA με εκείνες που εφάρμοζαν παρόμοιοι οργανισμοί που δραστηριοποιούνται σε άλλες γεωγραφικές αγορές. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν η μέθοδος αυτή ήταν, στην προκειμένη περίπτωση, κατάλληλη και επαρκής.

1)      Καταλληλότητα της μεθόδου

57.      Όπως προαναφέρθηκε στα σημεία 19 και 23, η μέθοδος της γεωγραφικής συγκρίσεως έχει –κατ’ αρχήν– αναγνωρισθεί ως έγκυρη από το Δικαστήριο. Εφαρμόστηκε, επίσης, σε περιπτώσεις που αφορούσαν ακριβώς τη συμπεριφορά οργανισμών συλλογικής διαχειρίσεως.

58.      Ως εκ τούτου, συμφωνώ με τη Γερμανική, την Ισπανική, τη Λεττονική και την Ολλανδική Κυβέρνηση και με την Επιτροπή ότι η γεωγραφική σύγκριση μεταξύ τιμών που εφαρμόζονται για την ίδια υπηρεσία από διαφορετικούς οργανισμούς σε διαφορετικά κράτη μέλη ενδέχεται, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης (35), να αποτελεί κατάλληλη μέθοδο προσδιορισμού της τιμής αναφοράς για τους σκοπούς του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

59.      Τούτο, προφανώς, ισχύει μόνον αν η αρχή έχει εφαρμόσει τη μέθοδο ορθά.

2)      Ορθότητα της μεθόδου

60.      Το κατά πόσον η εν λόγω μέθοδος έχει εφαρμοστεί ορθά σε συγκεκριμένη περίπτωση είναι σαφώς κάτι που, κατ’ αρχήν, απόκειται στα αρμόδια εθνικά δικαστήρια να το κρίνουν. Ωστόσο, το Δικαστήριο μπορεί, όπου είναι δυνατόν, να παράσχει στα εν λόγω δικαστήρια τα εργαλεία προκειμένου να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν το άρθρο 102 ΣΛΕΕ ορθά και με συνέπεια.

61.      Συναφώς, κατά τη γνώμη μου, η εκάστοτε αρχή θα πρέπει, πρωτίστως, να επιλέγει τα κράτη μέλη αναφοράς με βάση αντικειμενικά, πρόσφορα και επαληθεύσιμα κριτήρια.

62.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, το Συμβούλιο Ανταγωνισμού επέλεξε τις όμορες χώρες της Λιθουανίας και της Εσθονίας, επειδή είναι σχετικά όμοιες με τη Λεττονία ως προς τις καταναλωτικές συνήθειες, την οικονομία και την ευημερία των πολιτών (ακαθάριστο εγχώριο προϊόν) και, επίσης, έχουν κοινή ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά.

63.      Σε αντίθεση με την άποψη που εξέφρασε η AKKA/LAA, φρονώ ότι τα εν λόγω κριτήρια είναι αντικειμενικά και επαληθεύσιμα. Επίσης, φαίνεται να είναι λυσιτελή, στο μέτρο που διασφαλίζουν ότι οι αγορές είναι ομοιογενείς τόσο ως προς τη ζήτηση όσο και ως προς την προσφορά. Είναι πράγματι κρίσιμο, στο πλαίσιο αυτό, να λαμβάνονται υπόψη οι εξής δύο παράγοντες, οι οποίοι, κατά τη γνώμη μου, μπορεί να επηρεάσουν την οικονομική αξία της υπηρεσίας που παρέχει η AKKA/LAA: i) η ικανότητα και η βούληση των πελατών της AKKA/LAA να καταβάλουν πληρωμή για την υπηρεσία που λαμβάνουν και ii) το οικονομικό όφελος που μπορεί να αποκομίζουν οι πελάτες της AKKA/LAA από την εν λόγω υπηρεσία, όταν, με τη σειρά τους, παρέχουν προϊόντα ή υπηρεσίες προς τους πελάτες τους.

64.      Εντούτοις, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει ότι οι προβαλλόμενες ομοιότητες μεταξύ, αφενός, της Λεττονίας και, αφετέρου, της Λιθουανίας και της Εσθονίας είναι πραγματικές και λυσιτελείς για την ανάλυση στην οποία προέβη το Συμβούλιο Ανταγωνισμού.

65.      Περαιτέρω, στο ίδιο δικαστήριο απόκειται επίσης να διασφαλίσει ότι κανένα άλλο κράτος μέλος, έστω και μη όμορο (36), δεν πληροί τα κριτήρια που χρησιμοποίησε το Συμβούλιο Ανταγωνισμού. Με άλλα λόγια, όπως υποστηρίζει η Γερμανική Κυβέρνηση, το Augstākā tiesa (Ανώτατο Δικαστήριο) οφείλει επίσης να εξακριβώσει ότι το Συμβούλιο Ανταγωνισμού δεν απέκλεισε χώρες βάσει αυθαίρετων κριτηρίων, ή, ακόμη χειρότερα, επειδή παρήγαγαν δεδομένα που δεν εξυπηρετούσαν τη θέση του.

66.      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, με την απόφασή του, το Συμβούλιο Ανταγωνισμού εξέτασε επίσης, ενδεικτικά, τις τιμές που εφαρμόζονται σε άλλα κράτη μέλη (τόσο μεμονωμένα όσο και για τον υπολογισμό του μέσου όρου της Ένωσης), συνυπολογίζοντας τον δείκτη ΙΑΔ, όπως προκύπτει από το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν. Τα αποτελέσματα αυτής της αναλύσεως φαίνεται να επιβεβαιώνουν τα συμπεράσματα που αντλήθηκαν από την εξέταση των αγορών της Λιθουανίας και της Εσθονίας.

67.      Αυτή η «διεύρυνση» του συνόλου των χωρών με τις οποίες συγκρίθηκε η αγορά της Λεττονίας είναι καθοριστικής σημασίας. Μια σύγκριση που περιορίζεται σε δύο μόνο χώρες –όσο ομοιογενείς και αν είναι με τη Λεττονία– μπορεί να μην παρέχει αξιόπιστα αποτελέσματα. Πράγματι, όπως επισημαίνει η AKKA/LAA, οποιοδήποτε άτυπο στοιχείο που τυχόν ενυπάρχει σε κάποια από τις δύο αυτές αγορές θα μπορούσε να έχει ιδιαιτέρως σημαντική επίδραση στους υπολογισμούς της αρχής ανταγωνισμού. Κατά τη γνώμη μου, το δείγμα των χωρών προς σύγκριση πρέπει να είναι όσο το δυνατόν ευρύτερο (37).

68.      Δεδομένου τούτου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη οποιαδήποτε ουσιαστική διαφορά μεταξύ του οικείου κράτους μέλους και των άλλων κρατών μελών που επιλέχθηκαν προς σύγκριση. Όπως προαναφέρθηκε, το Δικαστήριο έχει όντως καταστήσει σαφές ότι η σύγκριση μεταξύ χωρών είναι δυνατή μόνο εφόσον πραγματοποιείται σε ομοιόμορφη βάση. Επομένως, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να ελέγξει ότι έχουν γίνει οι αναγκαίες προσαρμογές, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές που υφίστανται μεταξύ των χωρών.

3)      Επάρκεια της μεθόδου

69.      Το τελευταίο ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, είναι το κατά πόσον η μέθοδος γεωγραφικής συγκρίσεως που εφάρμοσε το Συμβούλιο Ανταγωνισμού ήταν επαρκής για τον καθορισμό της τιμής αναφοράς.

70.      Και πάλι, τούτο είναι ζήτημα το οποίο κατ’ αρχήν απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει. Προκειμένου, ωστόσο, να παρασχεθούν κατάλληλα ερμηνευτικά εργαλεία στο αιτούν δικαστήριο, θα ήθελα να επισημάνω τα ακόλουθα.

71.      Το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει πρώτα να εξακριβώσει κατά πόσον θα μπορούσαν να είχαν εφαρμοστεί εναλλακτικές μέθοδοι προσδιορισμού της τιμής αναφοράς παράλληλα με τη γεωγραφική σύγκριση. Με την επιφύλαξη της εξακριβώσεως από το αιτούν δικαστήριο, η εντύπωσή μου είναι ότι, κατά πάσα πιθανότητα, ορισμένες άλλες μέθοδοι μάλλον δεν ήταν διαθέσιμες ή κατάλληλες.

72.      Πρώτον, η ανάλυση κόστους-τιμής φαίνεται αδύνατη στην περίσταση που ήταν αντικείμενο της επίδικης στην κύρια δίκη αποφάσεως (ποιο είναι το κόστος της σύνθεσης ενός μουσικού έργου;) (38).

73.      Σε αυτό το πλαίσιο, ωστόσο, παρατηρώ ότι η Ολλανδική Κυβέρνηση προτείνει ένα διαφορετικό είδος αναλύσεως που, αντιθέτως, εστιάζει στην αμοιβή που εισπράττουν στην πράξη οι δημιουργοί των έργων για τα οποία έχει χορηγηθεί άδεια εκμεταλλεύσεως, βάσει των τιμολογίων που εφαρμόζει η AKKA/LAA.Πράγματι, σειρά οδηγιών της Ένωσης ενσωματώνουν διατάξεις που αφορούν ακριβώς τις αμοιβές που πρέπει να εισπράττουν οι κάτοχοι πνευματικών δικαιωμάτων για την εκμετάλλευση των έργων τους.

74.      Επί παραδείγματι, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/100/ΕΟΚ (39) ορίζει ότι οι χρήστες πρέπει να καταβάλλουν στους κατόχους πνευματικών δικαιωμάτων «εύλογη αμοιβή», σε περίπτωση που ένα φωνογράφημα το οποίο εκδίδεται για εμπορικούς σκοπούς ή μια αναπαραγωγή του φωνογραφήματος αυτού χρησιμοποιείται για ασύρματη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση ή για οποιαδήποτε παρουσίαση στο κοινό. Το Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει την έννοια της «εύλογης αμοιβής» ως εκείνης που επιτρέπει την «επίτευξη δέουσας ισορροπίας μεταξύ του συμφέροντος των καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών και των παραγωγών φωνογραφημάτων να εισπράττουν αμοιβή λόγω της ραδιοφωνικής μεταδόσεως φωνογραφήματος και του συμφέροντος των τρίτων να μπορούν να μεταδίδουν ραδιοφωνικώς το εν λόγω φωνογράφημα υπό εύλογες προϋποθέσεις». Επίσης, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο εύλογος χαρακτήρας της αμοιβής «αναλύεται, ιδίως, ενόψει της αξίας της συγκεκριμένης χρήσεως στα πλαίσια των οικονομικών συναλλαγών» (40).

75.      Εξάλλου, το άρθρο 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/26/ΕΕ (41), η οποία αφορά τη χορήγηση αδειών από οργανισμούς συλλογικής διαχειρίσεως, προβλέπει ότι «[ο]ι δικαιούχοι θα πρέπει να λαμβάνουν κατάλληλη αμοιβή για τη χρήση των δικαιωμάτων» (42).Μολονότι η οδηγία 2014/26 δεν έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης , μπορεί να ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι η έννοια της «κατάλληλης αμοιβής» προσιδιάζει στην έννοια της «εύλογης αμοιβής», όπως εμφανίζεται στην οδηγία 92/100. Κατά την άποψη της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, χρεώσεις οι οποίες επάγονται αμοιβή που είναι εύλογη ή κατάλληλη δεν μπορεί να θεωρηθούν καταχρηστικές κατά το άρθρο 102 ΣΛΕΕ.

76.      Η προσέγγιση της Ολλανδικής Κυβερνήσεως φαίνεται ελκυστική: εφόσον μη δίκαιες είναι οι τιμές που συνιστούν υπέρμετρη εκμετάλλευση των πελατών προς όφελος των δεσποζουσών επιχειρήσεων, μπορεί ευλόγως να γίνει δεκτό ότι οι χρεώσεις που δεν επιτυγχάνουν δίκαιη ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων των κατόχων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των συμφερόντων των πελατών ενδέχεται να εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Η προσέγγιση που υιοθέτησε το Δικαστήριο στην υπόθεση Kanal 5 φαίνεται να συνηγορεί υπέρ της θέσεως αυτής (43).

77.      Τούτου λεχθέντος, έχω αμφιβολίες για το κατά πόσον συμπίπτουν πλήρως τα νομικά πλαίσια που θεσπίζουν οι οδηγίες 92/100 και 2014/26, αφενός, και το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, αφετέρου: επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς και υπακούουν σε διαφορετική λογική. Οι οδηγίες αποσκοπούν, μεταξύ άλλων, στο να διασφαλίζεται ότι οι δημιουργοί και οι ερμηνευτές λαμβάνουν επαρκές εισόδημα ως βάση για περαιτέρω δημιουργική και καλλιτεχνική εργασία (44). Αντιθέτως, το άρθρο 102 ΣΛΕΕ επιδιώκει να διασφαλίσει ότι οι επιχειρήσεις με δεσπόζουσα θέση (συμπεριλαμβανομένων των εταιριών συλλογικής διαχειρίσεως) δεν κάνουν κατάχρηση της ισχύος τους στην αγορά.

78.      Εν πάση περιπτώσει, δεν είμαι βέβαιος ότι έννοιες όπως «εύλογη» ή «κατάλληλη» αμοιβή θα μπορούσαν να είναι ιδιαιτέρως χρήσιμες για μια αρχή ανταγωνισμού. Μου φαίνονται αόριστες, όπως και οι έννοιες των «υπερβολικών» ή «μη δίκαιων» τιμών.

79.      Δεύτερον, δεδομένου ότι η AKKA/LAA είναι νόμιμος μονοπωλιακός οργανισμός, δεν υφίστανται παρόμοιες υπηρεσίες που να προσφέρονται από ανταγωνιστικές επιχειρήσεις στη Λεττονία οι οποίες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν προς σύγκριση. Επιπλέον, η AKKA/LAA δεν δραστηριοποιείται εκτός Λεττονίας. Όσον αφορά τις συγκρίσεις των χρεώσεων που εφάρμοσε η AKKA/LAA ανά διαφορετικές χρονικές περιόδους, δεν είναι σαφές αν εξ αυτού θα μπορούσαν να αντληθούν χρήσιμα σημεία αναφοράς, δεδομένου ότι το Συμβούλιο Ανταγωνισμού είχε ήδη κρίνει τις προγενέστερες χρεώσεις υπερβολικά υψηλές.

80.      Κατόπιν της διευκρινίσεως αυτής, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει αν ήταν διαθέσιμες και κατάλληλες τυχόν άλλες μέθοδοι προσδιορισμού της τιμής αναφοράς που θεωρητικά θα μπορούσαν να έχουν χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με τη σύγκριση μεταξύ των κρατών μελών. Επίσης, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει κατά πόσον τα αποτελέσματα που συνήγαγε το Συμβούλιο Ανταγωνισμού ως προς τις τιμές αναφοράς επιβεβαιώθηκαν από πρόσθετους δείκτες.

3.      Απάντηση επί του δευτέρου ερωτήματος

81.      Βάσει των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει επί του δευτέρου ερωτήματος ως εξής: σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, είναι, κατ’ αρχήν, κατάλληλη η σύγκριση μεταξύ των τιμών στην οικεία αγορά και των τιμών σε άλλες αγορές. Απόκειται, εντούτοις, στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει, υπό το πρίσμα όλων των συναφών περιστάσεων, κατά πόσον η σύγκριση, αφενός, εκτελέστηκε ορθά και, αφετέρου, ήταν επαρκής.

4.      Επί του τρίτου ερωτήματος

82.      Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατά πόσον είναι κατάλληλη και επαρκής η χρήση του δείκτη ΙΑΔ κατά τη σύγκριση των τιμών που χρεώνουν οι διάφορες εταιρείες συλλογικής διαχειρίσεως.

83.      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, κατά τη σύγκριση των τιμών τις οποίες εφαρμόζει η AKKA/LAA στη Λεττονία με εκείνες που ισχύουν σε 19 άλλα κράτη μέλη (ήτοι στα κράτη μέλη πλην των όμορών της), το Συμβούλιο Ανταγωνισμού χρησιμοποίησε τον δείκτη ΙΑΔ προκειμένου να «διορθώσει» τις εν λόγω τιμές.

84.      Κατ’ αρχάς, θα ήθελα να υπενθυμίσω για άλλη μια φορά ότι, με τις αποφάσεις Tournier και Lucazeau, το Δικαστήριο έκρινε ότι χωρεί γεωγραφική σύγκριση των τιμών υπό τον όρο ότι γίνεται «επί ομοιομόρφου βάσεως» (45). Κατά τη γνώμη μου, για την ομοιομορφία της συγκρίσεως δεν αρκεί τα υπό εξέταση προϊόντα και υπηρεσίες να είναι όμοια ή παρόμοια, αλλά πρέπει και το οικονομικό πλαίσιο στο οποίο διατίθενται τα εν λόγω προϊόντα και υπηρεσίες να είναι σε μεγάλο βαθμό παρεμφερές.

85.      Εντούτοις, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι, εντός της Ένωσης, παρατηρούνται σημαντικές διαφορές στα επίπεδα τιμών, γεγονός που σημαίνει ότι για τα ίδια προϊόντα ή υπηρεσίες οι πολίτες πληρώνουν διαφορετικές τιμές στις διάφορες χώρες. Ακόμα και στις χώρες που χρησιμοποιούν το ίδιο νόμισμα, η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών μπορεί να διαφέρει.

86.      Για τον λόγο αυτό, συμμεριζόμενος τα επιχειρήματα που προέβαλε η Γερμανική, η Ισπανική, η Λεττονική και η Ολλανδική Κυβέρνηση, φρονώ ότι ο δείκτης ΙΑΔ μπορεί να αποτελεί χρήσιμο μέσο για να διασφαλιστεί ότι η σύγκριση των τιμών που εφαρμόζονται για πανομοιότυπη υπηρεσία σε διαφορετικές χώρες γίνεται σε ομοιόμορφη βάση.

87.      Πράγματι, ο δείκτης ΙΑΔ χρησιμοποιείται συχνά σε οικονομικές μελέτες –μεταξύ άλλων, από φορείς όπως η Eurostat, ο ΟΟΣΑ και η Παγκόσμια Τράπεζα– όταν απαιτείται σύγκριση, π.χ. του βιοτικού επιπέδου, μεταξύ χωρών. Για τον σκοπό αυτό, εφαρμόζονται νομισματικές ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης για τη μετατροπή των οικονομικών δεικτών από το εκάστοτε εθνικό νόμισμα σε ένα πλασματικό κοινό νόμισμα που ονομάζεται μονάδα αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ), η οποία εξομοιώνει την αγοραστική δύναμη των διαφόρων εθνικών νομισμάτων και επιτρέπει τη διεξαγωγή ουσιαστικών συγκρίσεων μεταξύ χωρών. Έτσι, οι εν λόγω διαδικασίες επιτρέπουν την προσαρμογή των προς σύγκριση δεδομένων, σύμφωνα με τα διαφορετικά επίπεδα τιμών που ισχύουν στις διάφορες χώρες.

88.      Ωστόσο, η AKKA/LAA και η Επιτροπή αντέταξαν ότι ένα τέτοιο μέσο θα μπορούσε να είναι χρήσιμο μόνο για το μέρος των χρεώσεων που παρακρατά η εταιρία συλλογικής διαχειρίσεως και όχι για το μέρος που συνιστά την αμοιβή των κατόχων πνευματικών δικαιωμάτων.

89.      Δεν συμφωνώ.

90.      Δεν επηρεάζονται μόνο τα έξοδα της εταιρίας συλλογικής διαχειρίσεως από την οικονομική κατάσταση της χώρας στην οποία δραστηριοποιείται. Η ικανότητα και, ως έναν βαθμό, η βούληση για πληρωμή που επιδεικνύουν οι πελάτες της εταιρίας συλλογικής διαχειρίσεως (εν προκειμένω, τα καταστήματα) και, ακολούθως, οι πελάτες αυτών (εν προκειμένω, οι πελάτες των καταστημάτων) επηρεάζεται επίσης από το βιοτικό επίπεδο και την αγοραστική δύναμη των πολιτών. Για να το θέσω απλούστατα: αν ένα ευρώ σε μια χώρα δεν είναι ίσο με ένα ευρώ σε μια άλλη, τούτο ισχύει ανεξάρτητα από το αν τα εν λόγω χρήματα προορίζονται για τη χρηματοδότηση των δαπανών της εταιρίας συλλογικής διαχειρίσεως ή για την αμοιβή των δημιουργών. Εξάλλου, αν βασικός σκοπός της αναλύσεως είναι ο προσδιορισμός της οικονομικής αξίας της εκάστοτε συναλλαγής, η εκτίμηση αυτή δεν μπορεί να γίνεται in abstracto, αλλά πρέπει να λαμβάνει οπωσδήποτε υπόψη το οικονομικό και χρηματοοικονομικό πλαίσιο εντός του οποίου πραγματοποιείται η συναλλαγή.

91.      Συνεπώς, η χρήση ενός δείκτη ΙΑΔ μπορεί να συνιστά χρήσιμο εργαλείο για την ανάλυση των τιμών που εφαρμόζει η εκάστοτε εταιρία συλλογικής διαχειρίσεως, συνολικά. Δεν είναι απαραίτητο να γίνει διάκριση μεταξύ των διαφόρων συνιστωσών των εν λόγω τιμών.

92.      Κατά συνέπεια, συμπεραίνω ότι, στο μέτρο που μια αρχή προβαίνει σε γεωγραφική σύγκριση των τιμών που εφαρμόζουν διάφορες εταιρείες συλλογικής διαχειρίσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η διαφορετική οικονομική κατάσταση των χωρών στις οποίες δραστηριοποιούνται οι εν λόγω εταιρείες συλλογικής διαχειρίσεως. Η χρήση ενός δείκτη ΙΑΔ φρονώ ότι συνιστά κατάλληλο μέσο προς τον σκοπό αυτόν.

93.      Ωστόσο, το κατά πόσον το εν λόγω μέσο είναι επαρκές εξαρτάται από το αν έχουν ληφθεί υπόψη και οι άλλοι παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την τελική τιμή προϊόντος ή υπηρεσίας σε συγκεκριμένη χώρα. Πράγματι, ενδέχεται να υπάρχουν και άλλοι παράγοντες –συμπεριλαμβανομένων των μη μακροοικονομικών– οι οποίοι μπορεί να επηρεάσουν τη διάρθρωση της ζητήσεως σε μια χώρα. Ειδικότερα, σε μια περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, το αν και σε ποιον βαθμό οι πελάτες των εταιριών συλλογικής διαχειρίσεως (π.χ. τα καταστήματα) σε μια δεδομένη χώρα μπορούν να αυξήσουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες χάρη στη δημόσια αναπαραγωγή μουσικής στις εγκαταστάσεις τους είναι, κατά τη γνώμη μου, καθοριστικής σημασίας εν προκειμένω.

94.      Εν πάση περιπτώσει, αυτοί είναι παράγοντες που μπορεί να εξεταστούν και στο δεύτερο στάδιο της νομικής αναλύσεως που έχει καθιερωθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Έτσι, θα υπεισέλθω στο ζήτημα αυτό κατά την εξέταση του έκτου προδικαστικού ερωτήματος.

95.      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, η απάντηση στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να είναι ότι η χρήση δείκτη ΙΑΔ μπορεί να είναι κατάλληλη για τη σύγκριση των τιμών που χρεώνουν οι διάφορες εταιρείες συλλογικής διαχειρίσεως. Το κατά πόσον το εν λόγω μέσο είναι επαρκές εξαρτάται από το αν έχουν ληφθεί υπόψη και οι άλλοι παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την τελική τιμή προϊόντος ή υπηρεσίας σε συγκεκριμένη χώρα.

5.      Επί του τέταρτου ερωτήματος

96.      Με το τέταρτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, η σύγκριση των τιμών που χρεώνουν οι διάφορες εταιρείες συλλογικής διαχειρίσεως πρέπει να γίνεται για κάθε επιμέρους τμήμα της αγοράς ή ως προς το μέσο επίπεδο των τιμών.

97.      Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι μάλλον απλή.

98.      Το κατά πόσον συγκεκριμένη συμπεριφορά μίας ή περισσοτέρων επιχειρήσεων παραβαίνει το άρθρο 101 ή το άρθρο 102 ΣΛΕΕ πρέπει να διαπιστώνεται μέσω της εξετάσεως της εκάστοτε αγοράς.

99.      Ως εκ τούτου, αν υποτεθεί ότι κάθε επιμέρους τμήμα της αγοράς (ήτοι κάθε κατηγορία χρηστών που ορίζεται με βάση την επιφάνεια εμπορικής εκμεταλλεύσεως) συνιστά σχετική αγορά προϊόντων για τους σκοπούς του άρθρου 102 ΣΛΕΕ –γεγονός το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να το εξακριβώσει–, η σύγκριση των τιμών που χρεώνουν οι διάφορες εταιρείες συλλογικής διαχειρίσεως πρέπει να γίνεται για κάθε επιμέρους τμήμα της αγοράς.

6.      Επί του πέμπτου ερωτήματος

100. Με το πέμπτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί διευκρινίσεις σχετικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες τυχόν διαφορά στην τιμή μπορεί να θεωρηθεί υπερβολική, σύμφωνα με το άρθρο 102, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ.

101. Κατ’ αρχάς, ας ξεκινήσουμε υπενθυμίζοντας την οικονομική ratio της καταχρηστικής συμπεριφοράς που συνίσταται στην επιβολή μη δίκαιων τιμών: όταν δεσπόζουσα επιχείρηση εφαρμόζει τιμές ανώτερες του επιπέδου του ανταγωνισμού, προκαλείται αναποτελεσματική κατανομή πόρων και η ευημερία των καταναλωτών μειώνεται (μέρος της ευημερίας μετακυλίεται στη δεσπόζουσα εταιρία και απλώς χάνεται). Κατά συνέπεια, από θεωρητική σκοπιά, κάθε απόκλιση από την τιμή ανταγωνισμού σε ρυθμιζόμενη αγορά θα μπορούσε να δικαιολογήσει παρέμβαση των αρχών ανταγωνισμού. Πράγματι, οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ της τιμής αναφοράς και της πραγματικής τιμής επάγεται κάποια απώλεια ευημερίας των καταναλωτών που δεν θα υπήρχε εάν η αγορά ήταν ανταγωνιστική.

102. Όμως, για τις αρχές ανταγωνισμού, μια τέτοια προσέγγιση δεν θα ήταν ούτε ρεαλιστική ούτε σκόπιμη.

103. Πρώτον, όπως προαναφέρθηκε στα σημεία 36 έως 42, ο υπολογισμός της τιμής αναφοράς είναι ένα μάλλον πολύπλοκο και επισφαλές εγχείρημα. Εάν η αρχή ανταγωνισμού ήταν υποχρεωμένη να παρεμβαίνει σε σχέση με οποιαδήποτε διαφορά –οσοδήποτε μικρή– μεταξύ των δύο αυτών τιμών, ο κίνδυνος ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων θα ήταν πάρα πολύ μεγάλος. Τούτο αποτελεί πρόβλημα όχι μόνον επειδή μπορεί να επιβληθεί υψηλό πρόστιμο στην υπαίτια επιχείρηση, αλλά και επειδή μπορεί να επιφέρει απαγόρευση τυχόν ουδέτερης –ή ενδεχομένως και ευνοϊκής για τον ανταγωνισμό– συμπεριφοράς. Συναφώς, έχει ορθώς υποστηριχθεί ότι τα σφάλματα τύπου Ι σε αποφάσεις περί ανταγωνισμού που αφορούν μονομερή συμπεριφορά επάγονται πολύ μεγαλύτερο κόστος για την κοινωνία από τα σφάλματα τύπου ΙΙ: «το οικονομικό σύστημα διορθώνει τα μονοπώλια πιο εύκολα απ’ ό,τι διορθώνει τις δικαστικές πλάνες […] Άπαξ και καταδικαστεί, μια πρακτική μάλλον θα παραμείνει καταδικαστέα, ανεξάρτητα από τα οφέλη της. Όμως, μια μονοπωλιακή πρακτική που κρίνεται εσφαλμένα συγγνωστή, τελικά θα υποκύψει στον ανταγωνισμό, καθώς οι υψηλότερες τιμές του μονοπωλίου θα προσελκύσουν αντιπάλους» (46).

104. Δεύτερον, λόγω αυτών των δυσχερειών και αβεβαιοτήτων, πρέπει επίσης να αναγνωριστεί ότι, συχνά, μπορεί να είναι δύσκολο για μια επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση να εκτιμήσει εκ των προτέρων, με επαρκή βαθμό πιθανότητας, το όριο μεταξύ της νόμιμης τιμής ανταγωνισμού και της απαγορευμένης υπερβολικής τιμής. Συνεπώς, για λόγους ασφάλειας δικαίου, το κατώτατο αυτό όριο δεν πρέπει να τίθεται πολύ κοντά στην τιμή αναφοράς.

105. Τρίτον, μια αυστηρή προσέγγιση κατ’ ουσίαν θα απαιτούσε από τις αρχές ανταγωνισμού να καταστούν ρυθμιστές τιμών που θα έπρεπε διαρκώς να παρακολουθούν και να παρεμβαίνουν σε (δυνητικά όλες) τις ρυθμιζόμενες αγορές. Είναι σαφές ότι, σε αντίθεση με τις τομεακές αρχές, οι αρχές ανταγωνισμού δεν διαθέτουν ούτε τους πόρους ούτε την πείρα που απαιτούνται για κάτι τέτοιο (47). Επιπλέον, η απώλεια ευημερίας των καταναλωτών μπορεί ενίοτε να είναι ελάσσων και να μη δικαιολογεί μια πολύπλοκη, χρονοβόρα και δαπανηρή παρέμβαση των δημοσίων αρχών. Πράγματι, ο τρόπος που αντιδρούν οι καταναλωτές στις αυξήσεις τιμών διαφέρει σημαντικά από αγορά σε αγορά, και ακόμα και οι μονοπωλιακοί οργανισμοί δεν μπορούν να καθορίζουν τις τιμές ανεξάρτητα από τους πελάτες τους (48). Ως εκ τούτου, ο βαθμός της επιβαρύνσεως για την ευημερία των καταναλωτών από τις υψηλές τιμές μπορεί να ποικίλλει.

106. Για αυτόν τον λόγο –σύμφωνα και με την προσέγγιση που υιοθετήθηκε από τις αρμόδιες αρχές και τα δικαστήρια, τόσο σε επίπεδο Ένωσης όσο και σε επίπεδο κρατών μελών, και όπως υποδεικνύεται από την οικονομική βιβλιογραφία– κατά τη γνώμη μου, μια τιμή μπορεί να χαρακτηριστεί υπερβολική, δυνάμει του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, μόνον εφόσον πληρούνται δύο προϋποθέσεις: θα πρέπει να υπερβαίνει σημαντικά και διαρκώς την τιμή αναφοράς.

107. Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, θα ήθελα να τονίσω ότι δεν θα πρέπει να θεωρείται νομικά κρίσιμη κατά το άρθρο 102 ΣΛΕΕ οποιαδήποτε διαφορά τιμής, αλλά μόνον οι σημαντικές αποκλίσεις. Η προσέγγιση αυτή έχει υιοθετηθεί ρητώς από το Δικαστήριο: επί παραδείγματι, στις αποφάσεις Tournier και Lucazeau, το Δικαστήριο έκανε λόγο για τιμές «αισθητά υψηλότερες» από εκείνες έναντι των οποίων συγκρίνονται. Αυτή η άποψη υποστηρίζεται ευρέως και στην οικονομική βιβλιογραφία (49).

108. Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, το γεγονός ότι η τιμή συγκεκριμένου προϊόντος ή υπηρεσίας υπερβαίνει σποραδικά την τιμή αναφοράς είναι, κατά τη γνώμη μου, ήσσονος σημασίας. Η ύπαρξη περιόδων υψηλών τιμών σε συνδυασμό με περιόδους χαμηλών τιμών στην οικονομική βιβλιογραφία θεωρείται ότι συνιστά «ένδειξη καλοκουρδισμένης ανταγωνιστικής αγοράς» (50). Επομένως, μια διαρκώς κυμαινόμενη τιμή, η οποία ενίοτε μόνο υπερβαίνει τα επίπεδα του ανταγωνισμού, δεν μπορεί κατά τη γνώμη μου να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στον ανταγωνισμό. Μόνο όταν η τιμή υπερβαίνει σταθερά (ή συστηματικά) την τιμή αναφοράς για σημαντικό χρονικό διάστημα μπορεί να είναι καταχρηστική σύμφωνα με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ. Επιχειρηματολογία υπέρ αυτής της μεθόδου παρατίθεται στην απόφαση General Motors (51).

109. Με βάση τα ανωτέρω, τίθεται το εξής ερώτημα: πόσο σημαντική και πόσο διαρκής πρέπει να είναι η εν λόγω διαφορά προκειμένου να δικαιολογεί παρέμβαση σύμφωνα με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ;

110. Αυτή δεν είναι καθόλου εύκολη ερώτηση. Από την υφιστάμενη νομολογία του Δικαστηρίου δεν προκύπτουν συγκεκριμένα ερμηνευτικά εργαλεία επί του θέματος αυτού. Επίσης, δεν παρατηρούνται σαφή πρότυπα στην πρακτική των εθνικών αρχών ή στην οικονομική βιβλιογραφία (52).

111. Τούτο δεν συνιστά έκπληξη. Πράγματι, όπως υποστηρίζουν η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, είναι αδύνατο να οριστούν εκ των προτέρων και αφηρημένα τα ακριβή όρια που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν σε όλες τις περιπτώσεις. Μια δεδομένη διαφορά στην τιμή μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο σημαντική, κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, ανάλογα με το εκάστοτε προϊόν ή υπηρεσία και τα χαρακτηριστικά της αγοράς.

112. Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να προσθέσω μόνο τις εξής δύο σκέψεις. Αφενός, η εκάστοτε αρχή πρέπει να παρεμβαίνει δυνάμει του άρθρου 102 ΣΛΕΕ μόνο όταν είναι βέβαιη, ανεξάρτητα από τους περιορισμούς και τις αβεβαιότητες που περιβάλλουν τον υπολογισμό της τιμής αναφοράς, ότι η διαφορά μεταξύ της εν λόγω τιμής και της πραγματικής τιμής είναι τέτοιου μεγέθους που δεν χωρεί σχεδόν καμία αμφιβολία ως προς τον καταχρηστικό χαρακτήρα της τελευταίας. Αφετέρου, όσο πιο σημαντική είναι η διαφορά μεταξύ της τιμής αναφοράς και της πραγματικής τιμής και όσο μακρύτερη είναι η περίοδος κατά την οποία εφαρμόζεται η εν λόγω υψηλή τιμή, τόσο ευκολότερο θα είναι για την αρχή να ανταποκριθεί στο βάρος αποδείξεώς της (53).

113. Άρα, η απάντηση στο πέμπτο ερώτημα θα πρέπει να έχει ως εξής: μόνον τιμές που υπερβαίνουν σημαντικά και διαρκώς την τιμή αναφοράς μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

7.      Επί του έκτου ερωτήματος

114. Με το έκτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται πώς μπορεί μια εταιρία συλλογικής διαχειρίσεως να αποδείξει τον δίκαιο χαρακτήρα των τιμών που εφαρμόζει.

115. Κατ’ ουσίαν, με αυτό το ερώτημα το Δικαστήριο καλείται να παράσχει περαιτέρω εξηγήσεις ως προς το δεύτερο στάδιο της νομικής αναλύσεως που απαιτείται βάσει του άρθρου 102, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ.

116. Όπως προαναφέρθηκε, το γεγονός ότι υπάρχει διαφορά –έστω και ουσιαστική– μεταξύ της τιμής αναφοράς και της πραγματικής τιμής δεν αρκεί προκειμένου η τελευταία να θεωρηθεί αυτομάτως μη δίκαιη κατά το άρθρο 102 ΣΛΕΕ ή, εν πάση περιπτώσει, να δικαιολογήσει παρέμβαση δυνάμει της εν λόγω διατάξεως.

117. Οι υψηλές τιμές κατά κανόνα δεν είναι καταχρηστικές αυτές καθ’ εαυτές. Τουναντίον, επιτελούν σημαντική λειτουργία στην ανταγωνιστική διαδικασία. Όπως έκρινε το US Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ) στην υπόθεση Trinko: «από μόνη της, […] η χρέωση μονοπωλιακών τιμών, όχι μόνο δεν είναι παράνομη, αλλά συνιστά σημαντικό στοιχείο του συστήματος της ελεύθερης αγοράς. Η δυνατότητα επιβολής μονοπωλιακών τιμών –τουλάχιστον για σύντομο χρονικό διάστημα– είναι εξ αρχής το στοιχείο που προσελκύει το “επιχειρηματικό δαιμόνιο”· παρακινεί σε ανάληψη κινδύνου που με τη σειρά της δημιουργεί καινοτομία και οικονομική ανάπτυξη. Προκειμένου να διασφαλίζεται το κίνητρο για καινοτομία, η κατοχή μονοπωλιακής ισχύος δεν κρίνεται παράνομη, παρεκτός αν συνοδεύεται από στοιχείο συμπεριφοράς αντίθετης προς τον ανταγωνισμό» (54).

118. Ως εκ τούτου, στο δεύτερο αυτό στάδιο της αναλύσεως, το ενδιαφέρον πρέπει να επικεντρώνεται στη συμπεριφορά της δεσπόζουσας επιχειρήσεως και στα οικονομικά της κίνητρα. Ειδικότερα, ιδιαίτερης σημασίας είναι οι αντικειμενικοί λόγοι που υπαγορεύουν την τιμολογιακή πολιτική της.

119. Το Δικαστήριο, στην απόφαση United Brands, καθώς και σε μεταγενέστερη νομολογία, διευκρίνισε ότι η τιμή μπορεί να είναι μη δίκαιη «είτε κατ’ απόλυτη έννοια είτε σε σύγκριση με τα ανταγωνιστικά προϊόντα» (55).

120. Ποιοι είναι οι λόγοι που υπαγορεύουν αυτούς τους εναλλακτικούς όρους (56);

1.      Μη δίκαιη τιμή κατ’ απόλυτη έννοια

121. Ο πρώτος από τους δύο αυτούς όρους (κατ’ απόλυτη έννοια μη δίκαιη τιμή) αποσκοπεί στην κάλυψη εκείνων των περιπτώσεων στις οποίες ο μη δίκαιος χαρακτήρας της τιμής μπορεί να προσδιοριστεί χωρίς να απαιτείται καμία σύγκριση με ομοειδή ή ανταγωνιστικά προϊόντα. Η κατάχρηση αποδεικνύεται από την ιδιαιτέρως υψηλή τιμή αυτή καθ’ εαυτήν.

122. Τούτο μπορεί να ισχύει, επί παραδείγματι, για τιμές που χρεώνονται σε πελάτες οι οποίοι, ωστόσο, δεν λαμβάνουν κανένα προϊόν ή υπηρεσία ως αντιπαροχή. Επί παραδείγματι, στην απόφαση Merci Convenzionali Porto di Genova, το Δικαστήριο έκρινε ασύμβατη με το (νυν) άρθρο 102 ΣΛΕΕ εθνική ρύθμιση, βάσει της οποίας επιχείρηση στην οποία χορηγούνται ειδικά δικαιώματα άγεται στο να απαιτεί αμοιβή για υπηρεσίες μη αιτηθείσες (57). Ομοίως, στην απόφαση Grüne Punkt, το Δικαστήριο επικύρωσε απόφαση της Επιτροπής, η οποία είχε κρίνει ότι η δυνατότητα δεσπόζουσας επιχειρήσεως να απαιτεί πληρωμές από τους αντισυμβαλλόμενούς της για υπηρεσίες που δεν τους είχε παράσχει συνιστά παράβαση του (νυν) άρθρου 102 ΣΛΕΕ (58).

123. Το ίδιο μπορεί να ισχύει και σε περιπτώσεις στις οποίες επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση καθορίζει ιδιαιτέρως υψηλή τιμή, διότι, στην πραγματικότητα, δεν ενδιαφέρεται για την πώληση του προϊόντος ή της οικείας υπηρεσίας, αλλά επιδιώκει διαφορετικό, αντιβαίνοντα στον ανταγωνισμό, σκοπό. Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις των υποθέσεων General Motors και British Leyland (59). Στις εν λόγω υποθέσεις, οι επιχειρήσεις με δεσπόζουσα θέση (κατασκευαστές αυτοκινήτων) είχαν θέσει υπερβολικά υψηλές τιμές για τη διεξαγωγή τεχνικών ελέγχων και την έκδοση πιστοποιητικών συμμορφώσεως. Αιτία ήταν –όπως εξήγησε το Δικαστήριο με τις αποφάσεις του– ότι οι κατασκευαστές αυτοκινήτων ήθελαν να περιορίσουν τις παράλληλες εισαγωγές στο Ηνωμένο Βασίλειο, εξουδετερώνοντας το ευνοϊκότερο επίπεδο τιμών που ίσχυαν σε άλλες περιοχές της τότε Κοινότητας. Σαφώς, δεν υπήρχε λογική σχέση μεταξύ των τιμών που χρέωναν οι κατασκευαστές αυτοκινήτων και της ποσότητας και ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους εισαγωγείς.

2.      Μη δίκαιη τιμή σε σύγκριση με τα ανταγωνιστικά προϊόντα

124. Ο δεύτερος από αυτούς τους όρους (μη δίκαιη τιμή σε σύγκριση με ανταγωνιστικά προϊόντα) λειτουργεί συχνά ως «έλεγχος συνοχής» της εκτιμήσεως που προηγήθηκε ως προς την τιμή αναφοράς: μπορεί να υπάρχουν σχετικοί παράγοντες που είτε παραβλέφθηκαν στο πλαίσιο αυτό ή δεν ελήφθησαν συνειδητά υπόψη, διότι δεν ήταν εύκολα μετρήσιμοι με οικονομικούς όρους.

125. Τωόντι, μπορεί να υπάρχουν διάφοροι λόγοι –ενδεχομένως θεμιτοί– για τους οποίους μια επιχείρηση μπορεί να τιμολογήσει ένα συγκεκριμένο προϊόν ή υπηρεσία υψηλότερα από την τιμή που υπολογίστηκε από την αρχή ως (υποθετική) τιμή ανταγωνισμού. Τούτο σημαίνει ότι, ακόμη και αν η αγορά ήταν ανταγωνιστική, η εφαρμοζόμενη από τη δεσπόζουσα επιχείρηση τιμή θα μπορούσε και πάλι να μην αντιστοιχεί στην τιμή αναφοράς, επειδή τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες της έχουν υψηλότερη οικονομική αξία.

126. Αιτίες για την υψηλότερη τιμή μπορεί να είναι, ειδικότερα, η παραγωγή και η εμπορική προώθηση του οικείου προϊόντος ή υπηρεσίας, ή ακόμη η ζήτηση των πελατών για το συγκεκριμένο προϊόν ή υπηρεσία.

127. Όσον αφορά την πρώτη περίπτωση, θα ήθελα να τονίσω ότι το κόστος για μια επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση για την παραγωγή και την εμπορική προώθηση του συγκεκριμένου προϊόντος ή υπηρεσίας της μπορεί να είναι υψηλότερο από το αντίστοιχο κόστος άλλων επιχειρήσεων, οι οποίες δεν κατέχουν δεσπόζουσα θέση ή δραστηριοποιούνται σε άλλες αγορές προϊόντων ή γεωγραφικές αγορές. Η εκάστοτε αρχή οφείλει να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο τις άμεσες και έμμεσες δαπάνες παραγωγής του επίμαχου προϊόντος ή υπηρεσίας, καθώς και το κόστος κεφαλαίου, αλλά και κάθε τύπο γενικών εξόδων (συμπεριλαμβανομένων, επί παραδείγματι, των δαπανών διαφημίσεως, έρευνας και αναπτύξεως κ.ο.κ.) (60). Μολονότι η δεσπόζουσα επιχείρηση δεν μπορεί να δικαιολογήσει τις υψηλότερες τιμές της επικαλούμενη απλώς την αναποτελεσματική ή οικονομικά ασύμφορη διάρθρωση του κόστους (61), εν προκειμένω, οι πραγματικές δαπάνες που αναλαμβάνει είναι προφανώς καθοριστικής σημασίας. Ορισμένα είδη κόστους που μπορεί να έχει αναλάβει δεδομένη επιχείρηση ενδέχεται να μην είναι αμέσως εμφανή ή να μην μπορεί να αποδοθούν ευκόλως στην παροχή συγκεκριμένου προϊόντος ή υπηρεσίας (επί παραδείγματι, άκαρπες δραστηριότητες έρευνας και αναπτύξεως) (62), αλλά και πάλι ενδεχομένως να πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Τυχόν διαφορετική προσέγγιση θα ενείχε σοβαρά τον κίνδυνο να αποθαρρύνει τις επενδύσεις και την καινοτομία.

128. Όσον αφορά τη δεύτερη περίπτωση, θα ήθελα να επισημάνω ότι η οικονομική αξία των αγαθών ή υπηρεσιών που παρέχονται από δεσπόζουσα επιχείρηση μπορεί, κατά την αντίληψη των πελατών, να είναι υψηλότερη από την τιμή αναφοράς. Και πάλι, τούτο μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λόγους: Επί παραδείγματι, τα οικεία προϊόντα ή υπηρεσίες μπορεί να είναι (ή απλώς να θεωρείται ότι είναι, ίσως για λόγους που αφορούν το κόστος επενδύσεως σε διαφήμιση ή προώθηση εμπορικού σήματος) ανώτερης ποιότητας. Ορισμένα χαρακτηριστικά του προϊόντος ή της υπηρεσίας μπορεί να θεωρούνται ιδιαίτερης αξίας από τους πελάτες (ή από ορισμένες ομάδες πελατών), παρά το γεγονός ότι δεν αποτυπώνονται στο κόστος. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα πρόσθετα οφέλη ή πλεονεκτήματα που παρέχονται στους πελάτες δικαιολογούν την υψηλότερη προσαύξηση επί του κόστους (63). Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνω ότι η πρακτική της Επιτροπής μάλλον ακολουθεί αυτή την προσέγγιση (64).

129. Τούτου λεχθέντος, θα ήθελα να προσθέσω ότι, όσον αφορά την υπόθεση της κύριας δίκης, το βασικό ζήτημα φαίνεται να είναι το εξής: η ζήτηση για χορήγηση αδειών από τους πελάτες της AKKA/LAA, όπως είναι τα καταστήματα ή άλλες παρόμοιες επιχειρήσεις, συναρτάται άμεσα από τα οικονομικά οφέλη που μπορούν να αντλήσουν από τις εν λόγω άδειες. Κατά συνέπεια, οι υψηλότερες τιμές στη Λεττονία θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν αν αποδειχθεί ότι τα οφέλη που αντλούν οι πελάτες της AKKA/LAA από την αναπαραγωγή μουσικής είναι μεγαλύτερα από εκείνα που αντλούν αντίστοιχοι πελάτες σε άλλες χώρες. Επί παραδείγματι, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, λόγω διαφορετικών αγοραστικών συνηθειών και πολιτιστικών παραδόσεων, σε ορισμένες χώρες, καταστήματα και άλλες εμπορικές δραστηριότητες ενδέχεται να αυξάνουν περισσότερο τις δραστηριότητές τους σε σύγκριση με άλλες χώρες, χάρη στη δημόσια εκτέλεση μουσικής στις εγκαταστάσεις τους. Υπό αυτές τις περιστάσεις, η οικονομική αξία των αδειών που χορηγεί η εταιρία συλλογικής διαχειρίσεως φυσικά θα είναι υψηλότερη στις πρώτες από ό,τι στις δεύτερες χώρες.

130. Αναγνωρίζω ότι μια τέτοια πτυχή ενδεχομένως να μην είναι εύκολο να διερευνηθεί. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο συχνά χρησιμοποιούνται άλλοι δείκτες (όπως η αγοραστική δύναμη των πολιτών και το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν των χωρών), προκειμένου να διαπιστωθεί αν και σε ποιον βαθμό δύο ή περισσότερες χώρες είναι συγκρίσιμες από τη σκοπιά της οικονομικής τους καταστάσεως.

131. Εν κατακλείδι, μόνο όταν δεν μπορεί να δοθεί εύλογη οικονομική εξήγηση για την υψηλή τιμή που εφαρμόζεται από επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση –εκτός από την απλή ικανότητα και βούληση χρήσεως, έστω και καταχρηστικής, της ισχύος της στην αγορά– μπορεί η εν λόγω τιμή να θεωρηθεί καταχρηστική κατά το άρθρο 102 ΣΛΕΕ.

3.      Βάρος αποδείξεως

132. Πριν τη συναγωγή συμπεράσματος επί αυτού του ζητήματος, εκκρεμεί ένα τελευταίο σημείο που χρήζει προσοχής. Η ανάλυση δύο σταδίων που έχει καθιερωθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου όσον αφορά τις παραβάσεις του άρθρου 102, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ έχει και μια δικονομική πτυχή.

133. Πράγματι, όπως προαναφέρθηκε στο σημείο 23, το Δικαστήριο έχει κατ’ επανάληψη κρίνει ότι, άπαξ και διαπιστωθεί ότι τιμή υπερβαίνει την τιμή αναφοράς, «εναπόκειται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση να δικαιολογήσει τη διαφορά, επικαλούμενη αντικειμενικές διαφορές» μεταξύ των συγκρινόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών (65).

134. Αυτή η διαπίστωση του Δικαστηρίου πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να ερμηνεύεται στο πλαίσιο της πάγιας νομολογίας κατά την οποία, μολονότι η αρχή ανταγωνισμού φέρει το βάρος να αποδείξει ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για τη διαπίστωση παραβάσεως του άρθρου 102 ΣΛΕΕ (66), οι δεσπόζουσες επιχειρήσεις πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αποδείξουν ότι η συμπεριφορά τους δικαιολογείται αντικειμενικώς (67).

135. Ως εκ τούτου, άπαξ και η αρχή ανταγωνισμού διαπιστώσει διαφορά μεταξύ της πραγματικής τιμής και της τιμής αναφοράς, απόκειται στην εκάστοτε δεσπόζουσα επιχείρηση να υποδείξει στην αρχή τους λόγους που ενδεχομένως δικαιολογούν την (πραγματική ή φαινομενική) υψηλότερη τιμή.

136. Τούτο είναι εύλογο: η διενεργούσα έρευνα αρχή συχνά δεν διαθέτει τις πληροφορίες που είναι ενδεχομένως απαραίτητες προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον η τιμή που φαινομενικά υπερβαίνει την τιμή ανταγωνισμού, στην πραγματικότητα, αντικατοπτρίζει απλώς την υψηλότερη αξία της υποκείμενης συναλλαγής. Τέτοιες πληροφορίες μπορεί να αφορούν, μεταξύ άλλων, τη διάρθρωση κόστους της δεσπόζουσας επιχειρήσεως, τις πολιτικές τιμολογήσεώς της, τη διάρθρωση της ζητήσεως στην οικεία αγορά κ.λπ.

137. Η αρχή οφείλει να ελέγχει με προσοχή και αμεροληψία τα στοιχεία που προσκομίζει η εκάστοτε επιχείρηση, προκειμένου να αποφασίσει εάν πρόκειται για μη δίκαιη τιμή.

138. Στην υπό κρίση υπόθεση, τούτο σημαίνει ότι, κατ’ αρχάς, απέκειτο στο Συμβούλιο Ανταγωνισμού να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι οι τιμές που εφάρμοζε η AKKA/LAA ήταν σημαντικά υψηλότερες από την ανταγωνιστική τιμή. Για τον σκοπό αυτό, η εν λόγω αρχή όφειλε να λάβει υπόψη, στο πλαίσιο αντικειμενικής και ενδελεχούς έρευνας, όλα τα σχετικά στοιχεία, προκειμένου να προσδιορίσει την ορθή τιμή αναφοράς.

139. Στη συνέχεια απέκειτο στην AKKA/LAA να αποδείξει τον δίκαιο χαρακτήρα των εφαρμοζόμενων τιμών, παρά το γεγονός ότι ήταν υψηλότερες από την τιμή αναφοράς που διαπίστωσε το Συμβούλιο Ανταγωνισμού. Η AKKA/LAA θα μπορούσε, επί παραδείγματι, να επισημάνει σημαντικούς παράγοντες που εσφαλμένα παρέβλεψε το Συμβούλιο Ανταγωνισμού κατά τον υπολογισμό της τιμής αναφοράς ή, ειδάλλως, να αποδείξει ότι η οικονομική αξία της υπηρεσίας που παρείχε στους πελάτες της ήταν υψηλότερη από την αξία των υπηρεσιών που παρέχουν παρόμοιοι οργανισμοί σε άλλα κράτη μέλη.

140. Εν κατακλείδι, προτείνω να δοθεί στο έκτο ερώτημα η απάντηση ότι η δεσπόζουσα επιχείρηση μπορεί να αποδείξει τον δίκαιο χαρακτήρα των τιμών που εφαρμόζει επικαλούμενη, ιδίως, το υψηλότερο κόστος παραγωγής και εμπορικής προωθήσεως ή, γενικότερα, την υψηλότερη οικονομική αξία του παρεχόμενου προϊόντος ή υπηρεσίας.

8.      Επί του εβδόμου ερωτήματος

141. Με το έβδομο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν, για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί σε εταιρία συλλογικής διαχειρίσεως για παραβίαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, πρέπει να εξαιρεθεί από τον κύκλο εργασιών τού εν λόγω οργανισμού η αμοιβή που καταβάλλεται στους δημιουργούς.

142. Επ’ αυτού συμφωνώ με την Ισπανική Κυβέρνηση και την Επιτροπή: δεν βλέπω κανέναν λόγο για τον οποίο η αμοιβή που καταβάλλεται στους δημιουργούς θα πρέπει να εξαιρείται από τον κύκλο εργασιών που λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό του προστίμου που επιβάλλεται σε εταιρία συλλογικής διαχειρίσεως.

143. Με σειρά αποφάσεων, και, εκ νέου, πρόσφατα, με την απόφαση OSA (68), το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι οι εταιρείες συλλογικής διαχειρίσεως πρέπει να θεωρηθούν επιχειρήσεις κατά την έννοια των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης. Για τις επιχειρήσεις αυτές, ο «συνολικός κύκλος εργασιών» –που αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και στις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής (69)– περιλαμβάνει το μέρος των χρεώσεων που αντιστοιχεί στην αμοιβή των δημιουργών. Το γεγονός ότι το εν λόγω μέρος της χρεώσεως καταβάλλεται κατόπιν στους δημιουργούς δεν ασκεί επιρροή. Υπό αυτή την έννοια, η αμοιβή που καταβάλλεται στους δημιουργούς θα μπορούσε να θεωρηθεί στοιχείο «κόστους» για την εταιρία συλλογικής διαχειρίσεως.

144. Εξάλλου, αν θεωρηθεί ότι ο κρίσιμος κύκλος εργασιών περιορίζεται μόνο στο μέρος των εσόδων που η εταιρία συλλογικής διαχειρίσεως μπορεί να παρακρατήσει, το πρόστιμο θα ήταν σχετικά χαμηλό. Τούτο μπορεί να εγείρει αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσον το πρόστιμο θα ήταν αρκούντως αποτρεπτικό, αναλογικό υπό το πρίσμα της βλάβης που υφίστανται οι καταναλωτές και δίκαιο σε σύγκριση με τα πρόστιμα που επιβάλλονται σε άλλες επιχειρήσεις που έχουν διαπράξει παρόμοιες παραβιάσεις των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης.

IV.    Πρόταση

145. Εν κατακλείδι, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα που υπέβαλε το Augstākā tiesa (Ανώτατο Δικαστήριο, Λεττονία) ως εξής:

–        η συμπεριφορά εταιρίας συλλογικής διαχειρίσεως που είναι επιφορτισμένη με τη συλλογή αμοιβών, μεταξύ άλλων αναφορικά με έργα αλλοδαπών δημιουργών, μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ·

–        σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, είναι, κατ’ αρχήν, κατάλληλη η σύγκριση μεταξύ των τιμών στην οικεία αγορά και των τιμών σε άλλες αγορές. Απόκειται, εντούτοις, στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει, υπό το πρίσμα όλων των συναφών περιστάσεων, κατά πόσον η σύγκριση, αφενός, εκτελέστηκε ορθά και, αφετέρου, ήταν επαρκής·

–        κατά τη σύγκριση των τιμών που χρεώνουν οι διάφορες εταιρείες συλλογικής διαχειρίσεως, μπορεί να είναι κατάλληλη η χρήση δείκτη ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης, όπως προκύπτει από το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν· το κατά πόσον το εν λόγω μέσο είναι επαρκές εξαρτάται από το αν έχουν ληφθεί υπόψη και οι άλλοι παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την τελική τιμή προϊόντος ή υπηρεσίας σε συγκεκριμένη χώρα·

–        σύγκριση των τιμών που χρεώνουν οι διάφορες εταιρείες συλλογικής διαχειρίσεως πρέπει να γίνεται για κάθε συναφή αγορά·

–        μόνον τιμές που υπερβαίνουν σημαντικά και διαρκώς την τιμή αναφοράς μπορεί να θεωρούνται υπερβολικές·

–        δεσπόζουσα επιχείρηση μπορεί να αποδείξει τον δίκαιο χαρακτήρα των τιμών που εφαρμόζει επικαλούμενη, ιδίως, υψηλότερο κόστος παραγωγής και εμπορικής προωθήσεως ή, γενικότερα, υψηλότερη οικονομική αξία του παρεχόμενου προϊόντος ή υπηρεσίας·

–        για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί σε εταιρία συλλογικής διαχειρίσεως για παραβίαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, δεν πρέπει να εξαιρεθεί από τον κύκλο εργασιών τού εν λόγω οργανισμού η αμοιβή που καταβάλλεται στους δημιουργούς.


1 Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1978, United Brands και United Brands Continentaal κατά Επιτροπής (27/76, EU:C:1978:22, στο εξής: απόφαση United Brands).


3      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 17ης Ιουλίου 1997, GT-Link (C‑242/95, EU:C:1997:376, σκέψη 39).


4      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1994, Centre d’insémination de la Crespelle (C‑323/93, EU:C:1994:368, σκέψεις 19 και 21).


5      Συναφώς, βλ. απόφαση United Brands, σκέψη 249.


6      ΑπόφασηUnited Brands, σκέψη 253.


7      Βλ., ιδίως, απόφαση United Brands, σκέψη 251.


8      Συναφώς, βλ. απόφαση της 11ης Απριλίου 1989, Saeed Flugreisen και Silver Line Reisebüro (66/86, EU:C:1989:140, σκέψη 43).


9      Βλ., επί παραδείγματι, Motta, M., de Streel, A., «Excessive Pricing in Competition Law: Never say Never?», The Pros and Cons of High Prices, Konkurrensverket (Swedish Competition Authority), Kalmar, 2007, σ. 33.


10      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 29ης Φεβρουαρίου 1968, Parke, Davis and Co. (24/67, EU:C:1968:11), και της 5ης Οκτωβρίου 1988, CIRCA και Maxicar (53/87, EU:C:1988:472).


11      Βλ. αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 1975, General Motors Continental κατά Επιτροπής (26/75, EU:C:1975:150), και της 11ης Νοεμβρίου 1986, British Leyland κατά Επιτροπής (226/84, EU:C:1986:421).


12      Όπ.π.


13      Βλ. αποφάσεις της 8ης Ιουνίου 1971, Deutsche Grammophon Gesellschaft (78/70, EU:C:1971:59), και της 4ης Μαΐου 1988, Bodson (30/87, EU:C:1988:225).


14      Συναφώς, βλ. Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, Roundtables on Competition Policy, «Excessive Prices», 2012, [DAF/COMP(2011)18] (στο εξής: έκθεση του ΟΟΣΑ), σ. 70.


15      ΑπόφασηUnited Brands, σκέψεις 249 έως 253. Επίσης, βλ. διάταξη της 25ης Μαρτίου 2009, Scippacercola και Τερεζάκης κατά Επιτροπής (C‑159/08 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2009:188, σκέψη 47).


16      Βλ. αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 1989, Tournier (395/87, EU:C:1989:319, στο εξής: απόφαση Tournier, σκέψη 38), και της 13ης Ιουλίου 1989, Lucazeau κ.λπ. (110/88, 241/88 και 242/88, EU:C:1989:326, στο εξής: απόφαση Lucazeau, σκέψη 25).


17      Βλ. απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, Dalmine κατά Επιτροπής (C‑407/04 P, EU:C:2007:53, σκέψεις 89 και 90 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


18      Βλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, ΜΟΤΟΕ (C‑49/07, EU:C:2008:376, σκέψη 42).


19      Βλ., επί παραδείγματι, αποφάσεις Tournier και Lucazeau. Επίσης, βλ. αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 1979, Greenwich film production (22/79, EU:C:1979:245, σκέψεις 11 έως 13), και της 2ας Μαρτίου 1983, GVL κατά Επιτροπής (7/82, EU:C:1983:52, σκέψεις 37 έως 39).


20      Βλ., ιδίως, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Απριλίου 2013, Autortiesību un komunicēšanās konsultāciju aģentūra/Latvijas Autoru apvienībaκατά Επιτροπής (T‑414/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:174).


21      Απόφαση C(2008) 3435 final της Επιτροπής, της 16ης Ιουλίου 2008, σχετικά με μια διαδικασία βάσει του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/C2/38.698 – CISAC).


22      Έχω σκιαγραφήσει ορισμένα από αυτά τα ζητήματα στο Wahl, N., «Exploitative high prices and European competition law – a personal reflection», Konkurrensverket, ανωτέρω, υποσημείωση 9, σ. 71 και 72.


23      Βλ. Edwards, J., Kay, J., Mayer, C., «The Economic Analysis of Accounting Profitability», Clarendon Press, 1987.


24      Βλ., επί παραδείγματι, O’Donoghue, R., Padilla, A.J., The Law and Economics of Article 82 EC, 2η έκδοση, Hart Publishing, 2013, σ. 617.


25      Βλ. έκθεση του ΟΟΣΑ, σ. 10 και 26 έως 28.


26      Προφανώς, μπορεί να υπάρχουν και άλλες, οι οποίες, όμως, καθόσον δεν αποτέλεσαν αντικείμενο συζητήσεως στην παρούσα υπόθεση, δεν θα εξεταστούν στις ανά χείρας προτάσεις.


27      Η ίδια προσέγγιση υιοθετήθηκε και κατ’ έφεση, από το Competition Appeal Tribunal του Ηνωμένου Βασιλείου· βλ. απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2002, στην υπόθεση Napp Pharmaceutical Holdings Limited και θυγατρικές κατά Director General of Fair Trading [2002] CAT 1, σκέψεις 56 έως 69 και 390 έως 405.


28      Βλ. έκθεση του ΟΟΣΑ, σ. 12.


29      Βλ. Röller, L.H., «Exploitative Abuses», στο Ehlermann, Marquis (επιμ.), European Competition Law Annual 2007: A Reformed approach to Article 82, Hart Publishing, Οξφόρδη, 2008, σ. 525 έως 532, και Motta, M., de Streel, A., ανωτέρω, υποσημείωση 9, σ. 367 επ.


30      Βλ., επί παραδείγματι, Evans, D.S., Padilla, J.A., «Excessive Prices: Using Economics to Define Administrable Legal Rules», Journal of Competition Law and Economics, 2005, σ. 109.


31      Βλ., επί παραδείγματι, Geradin, D., Layne-Farrar, A., Petit, N., EU Competition Law and Economics, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2012, σ. 270 και εκεί περαιτέρω παραπομπές.


32      Βλ. άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), και απόφαση United Brands, σκέψη 264. Θα επανέλθω σε αυτό το ζήτημα κατωτέρω, στα σημεία 132 έως 139 των ανά χείρας προτάσεων..


33      Συναφώς, βλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2016, Eturas κ.λπ. (C‑74/14, EU:C:2016:42, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


34      Για να είμαι ακριβής: την ύπαρξη σημαντικής και διαρκούς διαφοράς, όπως θα εξηγηθεί στην ανάλυση του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος (σημεία 101 έως 113).


35      Υποθέτω ότι τα μουσικά ρεπερτόρια στα οποία χορηγείται πρόσβαση στους δικαιοδόχους στις διάφορες χώρες είναι παρόμοια. Τούτο απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να το εξακριβώσει.


36      Κατά τη γνώμη μου, η γεωγραφική εγγύτητα της εκάστοτε χώρας δεν έχει ιδιαίτερη αξία αυτή καθ’ εαυτήν. Αυτός ο παράγοντας έχει νόημα μόνο στον βαθμό που επηρεάζει στοιχεία που είναι κρίσιμα για την ανάλυση, όπως, επί παραδείγματι, οι συνήθειες ή οι προτιμήσεις των πελατών ή η διάρθρωση των αγορών.


37      Εξ όσων αντιλαμβάνομαι, σε όλες (ή σχεδόν σε όλες) τις χώρες που επιλέχθηκαν προς σύγκριση στην επίδικη στην κύρια δίκη απόφαση υφίσταται νόμιμο μονοπώλιο παρόμοιο με αυτό που ισχύει στη Λετονία. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, ακόμη και σε αυτές τις χώρες, οι τιμές που εφαρμόζουν οι οργανισμοί συλλογικής διαχειρίσεως μπορεί να είναι υψηλότερες από την τιμή ανταγωνισμού. Τούτο, προφανώς, θα επηρέαζε τον υπολογισμό της τιμής αναφοράς από την αρχή ανταγωνισμού. Ωστόσο, μια τέτοια ατέλεια στα δεδομένα που χρησιμοποιεί η αρχή τουλάχιστον θα ευνοούσε την υπό διερεύνηση επιχείρηση: η τιμή αναφοράς θα ήταν υψηλότερη από την τιμή ανταγωνισμού.


38      Βλ. ανωτέρω, σημείο 37. Επίσης, βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση Tournier, (395/87, EU:C:1989:215, σημείο 53).


39      Οδηγία του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 1992, σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας (ΕΕ 1992, L 346, σ. 61).


40      Απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2003, SENA (C‑245/00, EU:C:2003:68, σκέψεις 36 και 37).


41      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για τη συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων καθώς και τη χορήγηση πολυεδαφικών αδειών για επιγραμμικές χρήσεις μουσικών έργων στην εσωτερική αγορά (ΕΕ 2014, L 84, σ. 72).


42      Η εν λόγω διάταξη απηχεί και τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, προσθέτοντας ότι «[ο]ι χρεώσεις για τα αποκλειστικά δικαιώματα και τα δικαιώματα αμοιβής είναι εύλογα, μεταξύ άλλων, σε σχέση με την οικονομική αξία της χρήσης των δικαιωμάτων στο εμπόριο, λαμβανομένων υπόψη της φύσης και του πεδίου χρήσης των έργων και άλλων αντικειμένων, καθώς και σε σχέση με την οικονομική αξία των υπηρεσιών που παρέχονται από τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης. Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης θα πρέπει να ενημερώνουν τον ενδιαφερόμενο χρήστη για τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των χρεώσεων αυτών» (η υπογράμμιση δική μου).


43      Απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Kanal 5 και TV 4 (C‑52/07, EU:C:2008:703).


44      Βλ. αιτιολογική σκέψη 7 της οδηγίας 92/100 και αιτιολογικές σκέψεις 1 και 31 της οδηγίας 2014/26.


45      Βλ. αποφάσεις Tournier, σκέψη 38, και Lucazeau, σκέψη 25.


46      Easterbrook, F.H., «The limits of antitrust», Texas Law Review, 1984, σ. 15.


47      Πράγματι, συχνά υποστηρίζεται ότι η σύσταση τομεακής αρχής ή η θέσπιση ρυθμίσεως των τιμών μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικοί τρόποι για την αποφυγή υπερβολικών τιμών στις αγορές. Γενικότερα, θεωρείται ότι η αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της υπερβολικής τιμολογήσεως ίσως είναι η εκ των προτέρων παρέμβαση του νομοθέτη, ώστε να εξαλείφονται οι νομικοί φραγμοί που εμποδίζουν την κανονική λειτουργία του ανταγωνισμού, και όχι η εκ των υστέρων επιβολή της συμμορφώσεως.


48      Βλ. Fletcher A., Jardine, A., «Toward an Appropriate Policy for Excessive Pricing», στο Ehlermann, C.D., Marquis, M. (επιμ.), European Competition Law Annual 2007: A Reformed Approach to Article 82, Hart Publishing, Οξφόρδη, 2007, σ. 536.


49      Βλ., επί παραδείγματι, Paulis, E., «Article 82 EC and Exploitative Conduct», στο Ehlermann, C.D., Marquis, M. (επιμ.), ανωτέρω, υποσημείωση 48.


50      Βλ., Lyons B., «The Paradox of the Exclusion of Exploitative Abuse», στο Konkurrensverket, ανωτέρω, υποσημείωση 9, σ. 74.


51      Απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1975, General Motors Continentalκατά Επιτροπής (26/75, EU:C:1975:150, σκέψεις 16 έως 20).


52      Για αναφορές σε υποθέσεις εντός των κρατών μελών της Ένωσης, βλ. Williams, M., «Excessive Pricing», στο Konkurrensverket, ανωτέρω, υποσημείωση 9, σ. 152 και 153, και O’Donoghue, R., Padilla, A.J., ανωτέρω, υποσημείωση 24, σ. 619 έως 621.


53      Βλ. Paulis, Ε., ανωτέρω, υποσημείωση 49.


54      Απόφαση του US Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ) στην υπόθεση Verizon Communications Inc. κατά Law Offices of Curtis V. Trinko, LLP (02-682) 540 U.S. 398 (2004) (υπογράμμιση του πρωτοτύπου). Μολονότι οι κρίσεις αυτές διατυπώθηκαν σε πλαίσιο διαφορετικό από αυτό της κύριας δίκης, εντούτοις διατηρούν, κατά τη γνώμη μου, σε γενικές γραμμές την αξία τους.


55      Ανωτέρω, σημείο 20.


56      Όσον αφορά τον εναλλακτικό χαρακτήρα αυτών των όρων, βλ. διάταξη της 25ης Μαρτίου 2009, Scippacercola και Τερεζάκης κατά Επιτροπής (C‑159/08 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2009:188, σκέψη 47).


57      Απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 1991, Merci convenzionali Porto di Genova (C‑179/90, EU:C:1991:464, σκέψη 19).


58      Απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Der Grüne Punkt – Duales System Deutschland κατά Επιτροπής (C‑385/07 P, EU:C:2009:456, σκέψεις 141 έως 147).


59      Αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 1975, General Motors Continental κατά Επιτροπής (26/75, EU:C:1975:150), και της 11ης Νοεμβρίου 1986, British Leyland κατά Επιτροπής (226/84, EU:C:1986:421).


60      Συναφώς, βλ. απόφαση της 11ης Απριλίου 1989, Saeed Flugreisen και Silver Line Reisebüro (66/86, EU:C:1989:140, σκέψη 43), και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Mischo στην υπόθεση CIRCA και Maxicar (53/87, EU:C:1988:330, σημείο 62).


61      Συναφώς, βλ. απόφαση Lucazeau, σκέψεις 28 και 29.


62      Βλ. Korah, V., An Introductory Guide to EC Competition Law and Practice, 6η έκδοση, Hart Publishing, 1999, σ. 114, και Bishop, S., Walker, M., The Economics of EC Competition Law, 3η έκδοση, Sweet & Maxwell, 2010, σ. 238.


63      Βλ. έκθεση του ΟΟΣΑ, σ. 57.


64      Βλ., ιδίως, την απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση COMP/A.36.568/D3, Scandlines Sverige AB κατά Port of Helsingborg.


65      Ανωτέρω, σημείο 23.


66      Ανωτέρω, σημείο 52.


67      Βλ., ιδίως, απόφαση United Brands, σκέψη 184· αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 1985, CBEM (311/84, EU:C:1985:394, σκέψη 27), και της 15ης Μαρτίου 2007, British Airways κατά Επιτροπής (C‑95/04 P, EU:C:2007:166, σκέψεις 69 και 86).


68      Βλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, OSA (C‑351/12, EU:C:2014:110, σκέψη 80 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


69      Κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23 παράγραφος 2 σημείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2).