Language of document : ECLI:EU:T:2017:267

Υπόθεση T‑220/14

(Δημοσίευση αποσπασμάτων)

Saremar – Sardegna Regionale Marittima SpA

κατά

ΕυρωπαϊκήΕπιτροπή

«Κρατικές ενισχύσεις – Θαλάσσιες μεταφορές – Αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας – Αύξηση κεφαλαίου – Απόφαση με την οποία οι ενισχύσεις κρίνονται ασύμβατες προς την εσωτερική αγορά και διατάσσεται η ανάκτησή τους – Θέση της προσφεύγουσας υπό εκκαθάριση – Ικανότητα προς το είναι διάδικον – Διατήρηση του εννόμου συμφέροντος – Δεν συντρέχει λόγος καταργήσεως της δίκης – Έννοια της ενισχύσεως – Υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος – Κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Νομικό σφάλμα – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Δικαιώματα άμυνας – Απόφαση 2011/21/ΕE – Κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων – Πλαίσιο της Ένωσης που ισχύει για τις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντισταθμίσεως για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας – Απόφαση Altmark»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 6ης Απριλίου 2017

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Νομικό πρόσωπο – Aυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης – Απαίτηση περί υπάρξεως νομικής προσωπικότητας και ικανότητας προς το είναι διάδικον – Εξέταση σε σχέση με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Προσφυγή των κρατών μελών, του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής – Παραδεκτό μη εξαρτώμενο από τη δικαιολόγηση εννόμου συμφέροντος

(Άρθρο 263, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Έννομο συμφέρον – Προσφυγή από δικαιούχο κρατικής ενισχύσεως επιχείρηση κατά αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία η ενίσχυση αυτή κηρύσσεται ασύμβατη με την εσωτερική αγορά και διατάσσεται η ανάκτησή της – Θέση της προσφεύγουσας υπό εκκαθάριση – Παραδεκτό – Προϋποθέσεις

(Άρθρα 108 ΣΛΕΕ και 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

4.      Προσφυγή ακυρώσεως – Προϋποθέσεις παραδεκτού – Έννομο συμφέρον – Αυτεπάγγελτη εξέταση από τον δικαστή

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 113)

1.      Μολονότι η έννοια του νομικού προσώπου του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν συμπίπτει κατ’ ανάγκην με τις αντίστοιχες έννοιες που απαντούν στις διάφορες έννομες τάξεις των κρατών μελών, εντούτοις από τη νομολογία προκύπτει ότι η έννοια αυτή προϋποθέτει, κατ’ αρχήν, την ύπαρξη νομικής προσωπικότητας που έχει συσταθεί βάσει του δικαίου κράτους μέλους ή τρίτης χώρας και ικανότητας προς το είναι διάδικον αναγνωριζόμενης από το δίκαιο αυτό. Έτσι, μόνον υπό εξαιρετικές περιστάσεις, ιδίως οσάκις το επιβάλλουν οι απαιτήσεις περί διασφαλίσεως αποτελεσματικής έννομης προστασίας, μπορεί να κριθεί παραδεκτό ένδικο βοήθημα οντότητας που δεν έχει, βάσει κάποιου συγκεκριμένου εθνικού δικαίου, την ικανότητα προς το είναι διάδικον. Η ύπαρξη νομικής προσωπικότητας και η ικανότητα προς το είναι διάδικον πρέπει να εξετάζονται βάσει των οικείων διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας.

(βλ. σκέψη 45)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 50)

3.      Το δικαίωμα προσφυγής των φυσικών ή νομικών προσώπων που προβλέπεται στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ εξαρτάται από την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, η οποία συνιστά προϋπόθεση του παραδεκτού διαφορετική από την ενεργητική νομιμοποίηση. Όπως ακριβώς το αντικείμενο της προσφυγής, αυτό το έννομο συμφέρον πρέπει να διατηρείται μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως συντρέχει λόγος καταργήσεως της δίκης. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως δύναται, αυτή καθ’ εαυτήν, να έχει έννομες συνέπειες και ότι, επομένως, η προσφυγή μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε.

Όσον αφορά προσφυγή ασκηθείσα από δικαιούχο κρατικών ενισχύσεων κατά αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία κηρύχθηκαν ασύμβατες και παράνομες οι ενισχύσεις αυτές και διατάχθηκε η ανάκτησή τους, η εν λόγω απόφαση μετέβαλε εξ αυτού και μόνον του γεγονότος τη νομική κατάσταση της προσφεύγουσας, η οποία, από της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, έπαυσε πλέον να δικαιούται τις ενισχύσεις αυτές και έπρεπε να αναμένει ότι θα υποχρεωθεί, κατ’ αρχήν, να τις επιστρέψει. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τη θέση της προσφεύγουσας υπό εκκαθάριση μεσούσης της ένδικης διαδικασίας, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ούτε καταργήθηκε ούτε ανακλήθηκε, οπότε η προσφυγή διατηρεί το αντικείμενό της. Περαιτέρω, τα έννομα αποτελέσματα της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν ανατράπηκαν εκ του γεγονότος και μόνον ότι η προσφεύγουσα τέθηκε υπό εκκαθάριση. Πράγματι, το γεγονός και μόνον ότι μια επιχείρηση κηρύχθηκε σε πτώχευση, ιδίως οσάκις η διαδικασία αυτή οδηγεί στη θέση της υπό εκκαθάριση, δεν αναιρεί κατ’ αρχήν την ανάγκη ανακτήσεως της ενισχύσεως. Συναφώς, σε μια τέτοια περίπτωση, η επαναφορά στην προτέρα κατάσταση και η εξάλειψη της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού που οφείλεται στη χορήγηση των παρανόμων ενισχύσεων μπορούν, κατ’ αρχήν, να επιτευχθούν με την εγγραφή, στον πίνακα των απαιτήσεων, της σχετικής με την επιστροφή των εν λόγω ενισχύσεων οφειλής.

Συνεπώς, λόγω της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι επίμαχες ενισχύσεις πρέπει, τουλάχιστον, να παραμείνουν στο παθητικό της προσφεύγουσας, οπότε, ακόμη και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι δεν μπορούν να επιστραφούν, δεν ανήκουν πλέον στην περιουσία της προσφεύγουσας. Πάντως, η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως θα έχει ως συνέπεια να βελτιωθεί σημαντικά η οικονομική κατάσταση της προσφεύγουσας, δεδομένου ότι οι επίμαχες ενισχύσεις θα μπορούσαν εκ νέου να ενταχθούν στην περιουσία της.

(βλ. σκέψεις 51, 53, 55-58, 60, 61)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 52)