Language of document : ECLI:EU:T:2017:266

Υπόθεση T‑219/14

Regione autonoma della Sardegna

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατικές ενισχύσεις – Θαλάσσιες μεταφορές – Αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας – Αύξηση κεφαλαίου – Απόφαση με την οποία οι ενισχύσεις κρίθηκαν ασύμβατες προς την εσωτερική αγορά και διατάχθηκε η ανάκτησή τους – Θέση της δικαιούχου επιχειρήσεως υπό εκκαθάριση – Διατήρηση του εννόμου συμφέροντος – Δεν συντρέχει λόγος καταργήσεως της δίκης – Έννοια της ενισχύσεως – Υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος – Κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Νομικό σφάλμα – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Δικαιώματα άμυνας – Απόφαση 2011/21/ΕE – Κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων –Πλαίσιο της Ένωσης που ισχύει για τις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντισταθμίσεως για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας – Απόφαση Altmark»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 6ης Απριλίου 2017

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Προϋποθέσεις παραδεκτού – Έννομο συμφέρον – Ενεργητική νομιμοποίηση – Προϋποθέσεις σωρευτικού χαρακτήρα – Προσφυγή που κρίνεται απαράδεκτη εφόσον δεν πληρούται μία μόνον από τις προϋποθέσεις αυτές

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Προσφυγή κράτους μέλους, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής – Παραδεκτό μη εξαρτώμενο από την απόδειξη εννόμου συμφέροντος

(Άρθρο 263, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Έννομο συμφέρον – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα το ασύμβατο ενισχύσεως προς την εσωτερική αγορά και διατάσσουσα την ανάκτησή της – Προσφυγή ασκηθείσα από δημόσιο φορέα μη ανήκοντα στον πυρήνα της κρατικής δομής ο οποίος χορήγησε την ενίσχυση – Θέση του δικαιούχου υπό εκκαθάριση – Παραδεκτό – Προϋποθέσεις

(Άρθρα 108 ΣΛΕΕ και 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

4.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα το ασύμβατο ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά – Προσφυγή του μη ανήκοντος στον πυρήνα της κρατικής δομής δημόσιου φορέα που είναι αποδέκτης της αποφάσεως – Παραδεκτό – Προϋποθέσεις

(Άρθρα 108 ΣΛΕΕ και 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

5.      Προσφυγή ακυρώσεως – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης – Εκτίμηση της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών αρχών κράτους μέλους – Αποκλείεται

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

6.      Ένδικη διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών – Ανάλογες απαιτήσεις για τις αιτιάσεις που προβάλλονται προς στήριξη λόγου ακυρώσεως – Ασαφής διατύπωση αιτιάσεως – Απαράδεκτο

[Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (1991), άρθρο 44 § 1, στοιχείο γʹ]

7.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Απόφαση της Επιτροπής σε θέματα κρατικών ενισχύσεων – Απόφαση με την οποία οι ενισχύσεις κρίνονται ασύμβατες προς την εσωτερική αγορά και διατάσσεται η ανάκτησή τους – Απαιτείται παράθεση των πραγματικών περιστατικών και των νομικών εκτιμήσεων που έχουν αποφασιστική σημασία για την οικονομία της αποφάσεως – Δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία για κάθε ζήτημα που προβάλλεται από τους ενδιαφερομένους

(Άρθρα 107 § 1 ΣΛΕΕ και 296 ΣΛΕΕ)

8.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Διοικητική διαδικασία – Υποχρέωση της Επιτροπής να οχλήσει τους ενδιαφερομένους και, επομένως, τις περιφερειακές ή τοπικές αρχές που χορηγούν τις ενισχύσεις προκειμένου να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους – Δεν παρέχεται στους ενδιαφερομένους η δυνατότητα επικλήσεως των δικαιωμάτων άμυνας

(Άρθρο 108 § 2 ΣΛΕΕ)

9.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Μέτρα που σκοπούν στην αντιστάθμιση του κόστους εκπληρώσεως των συνισταμένων στην παροχή δημόσιας υπηρεσίας αποστολών τις οποίες έχει αναλάβει μια επιχείρηση – Διάκριση μεταξύ των κριτηρίων της αποφάσεως Altmark, τα οποία σκοπούν στη διερεύνηση του αν υφίσταται ενίσχυση, και των κριτηρίων ελέγχου κατά το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, βάσει των οποίων αποδεικνύεται αν ενίσχυση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά

(Άρθρα 106 § 2 ΣΛΕΕ και 107 § 1 ΣΛΕΕ)

10.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Μέτρα που σκοπούν στην αντιστάθμιση του κόστους εκπληρώσεως των συνισταμένων στην παροχή δημόσιας υπηρεσίας αποστολών τις οποίες έχει αναλάβει μια επιχείρηση – Δεν εμπίπτουν – Προϋποθέσεις που τέθηκαν με την απόφαση Altmark

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

11.    Ανταγωνισμός – Επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος – Αντιστάθμιση των δαπανών που οφείλονται στην αποστολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας – Εξουσία εκτιμήσεως των κρατών μελών – Όρια – Έλεγχος της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Άρθρα 106 § 2 ΣΛΕΕ και 107 § 1 ΣΛΕΕ)

12.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Μέτρα που σκοπούν στην αντιστάθμιση του κόστους εκπληρώσεως των συνισταμένων στην παροχή δημόσιας υπηρεσίας αποστολών τις οποίες έχει αναλάβει μια επιχείρηση – Δεύτερη προϋπόθεση που τέθηκε με την απόφαση Altmark – Εξέταση της προϋποθέσεως που αφορά τον κατά τρόπο αντικειμενικό και διαφανή προσδιορισμό των παραμέτρων βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση –Αντισταθμιστικό μέτρο το οποίο ελήφθη εν συνεχεία – Χαρακτηρισμός του ως αντισταθμίσεως για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας – Αποκλείεται

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

13.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Εκτίμηση βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Συνεκτίμηση προγενέστερης πρακτικής – Δεν εμπίπτει

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

14.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Μέτρα που σκοπούν στην αντιστάθμιση του κόστους εκπληρώσεως των συνισταμένων στην παροχή δημόσιας υπηρεσίας αποστολών τις οποίες έχει αναλάβει μια επιχείρηση – Δεν εμπίπτουν – Προϋποθέσεις που τέθηκαν με την απόφαση Altmark – Σωρευτικός χαρακτήρας

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

15.    Προσφυγή ακυρώσεως – Αντικείμενο – Απόφαση η οποία στηρίζεται σε πλείονες βάσεις σκεπτικού, εκάστη εκ των οποίων αρκεί για τη στήριξη του διατακτικού της – Ακύρωση τέτοιας αποφάσεως – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

16.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Χορήγηση πλεονεκτήματος στους δικαιούχους – Έννοια της χορηγήσεως

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

17.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Κατευθυντήριες γραμμές που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής – Νομική φύση – Κανόνες συμπεριφοράς που συνεπάγονται αυτοπεριορισμό της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής

(Άρθρο 107 § 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ· ανακοίνωση 2004/C 244/02 της Επιτροπής)

18.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απαγόρευση – Παρεκκλίσεις – Ενισχύσεις δυνάμενες να χαρακτηρισθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά – Ενισχύσεις για τη διάσωση προβληματικής επιχείρησης – Κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων – Προβληματική επιχείρηση – Έννοια

(Άρθρο 107 § 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ· ανακοίνωση 2004/C 244/02 της Επιτροπής, σημείο 9)

19.    Ανταγωνισμός – Επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος – Αντιστάθμιση των δαπανών που οφείλονται στην αποστολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας – Εκτίμηση της συμβατότητας ενισχύσεως προς την εσωτερική αγορά – Κριτήρια – Εφαρμογή στις ενισχύσεις για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας μιας προβληματικής επιχείρησης – Αποκλείεται

(Άρθρα 106 § 2 ΣΛΕΕ και 107 § 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ· απόφαση 2012/21 της Επιτροπής · ανακοίνωση 2004/C 244/02 της Επιτροπής, σημείο 9)

20.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Εκτίμηση με βάση το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή – Εισφορά κεφαλαίου – Το Δημόσιο ως μέτοχος επιχειρήσεως – Το Δημόσιο που ενεργεί ως φορέας δημόσιας εξουσίας – Διάκριση υπό το πρίσμα της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή – Στοιχεία εκτιμήσεως του κριτηρίου αυτού

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 42)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 43)

3.      Το δικαίωμα προσφυγής των φυσικών ή νομικών προσώπων που προβλέπεται στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ εξαρτάται από την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, που συνιστά προϋπόθεση του παραδεκτού διαφορετική από την ενεργητική νομιμοποίηση. Όπως ακριβώς το αντικείμενο της προσφυγής, αυτό το έννομο συμφέρον πρέπει να διατηρείται μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως συντρέχει λόγος καταργήσεως της δίκης. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως δύναται, αυτή καθ’ εαυτήν, να έχει έννομες συνέπειες και ότι, επομένως, η προσφυγή μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε.

Ως προς την προσφυγή που άσκησε δημόσιος φορέας μη ανήκων στον πυρήνα της κρατικής δομής κατά αποφάσεως της Επιτροπής που κηρύσσει μη συμβατές και παράνομες τις ενισχύσεις που χορηγηθήκαν από τον εν λόγω φορέα και διατάσσει την ανάκτησή τους, μια τέτοια απόφαση είναι βλαπτική για τον προσφεύγοντα στον βαθμό που μπορεί να αντλήσει κάποιο όφελος από την ακύρωσή της. Πράγματι, από το γεγονός και μόνον της ακυρώσεως αυτής, οι νομικές συνέπειες της αποφάσεως αυτής επί του κύρους των πράξεων του προσφεύγοντος με τις οποίες χορηγούνταν οι επίμαχες ενισχύσεις και οι υποχρεώσεις που απορρέουν εντεύθεν για αυτόν, ήτοι η απαγόρευση εφαρμογής των πράξεων αυτών και η υποχρέωση ανακτήσεως των επίμαχων ενισχύσεων, θα είχαν παύσει αυτομάτως να τον δεσμεύουν και η νομική του κατάσταση θα είχε οπωσδήποτε μεταβληθεί εκ του λόγου αυτού.

Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τη θέση σε εκκαθάριση του δικαιούχου των ενισχύσεων εν επιδικία, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν καταργήθηκε ούτε ανακλήθηκε, οπότε η προσφυγή εξακολουθεί να έχει αντικείμενο. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση εξακολουθεί να παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι του προσφεύγοντος, τα οποία δεν απώλεσαν την ισχύ τους εκ του λόγου και μόνον ότι ο δικαιούχος των ενισχύσεων τέθηκε υπό εκκαθάριση. Πράγματι, το γεγονός και μόνον ότι η επιχείρηση αποτελεί το αντικείμενο πτωχευτικής διαδικασίας, ιδίως οσάκις η διαδικασία αυτή έχει ως συνέπεια την εκκαθάριση της επιχειρήσεως, δεν καθιστά μη εφαρμοστέα την αρχή της ανακτήσεως της ενισχύσεως. Συναφώς, σε μια τέτοια περίπτωση, η αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως και η εξάλειψη της απορρέουσας από τις παρανόμως χορηγηθείσες ενισχύσεις νοθεύσεως του ανταγωνισμού μπορούν κατ’ αρχήν να επιτευχθούν με την εγγραφή στον πίνακα των απαιτήσεων της απαιτήσεως που αφορά την ανάκτηση των οικείων ενισχύσεων. Επομένως, ο προσφεύγων εξακολουθεί, τουλάχιστον, να έχει την υποχρέωση να μεριμνά ούτως ώστε οι απαιτήσεις που έχει έναντι του δικαιούχου λόγω του ήδη καταβληθέντος τμήματος των επίμαχων ενισχύσεων να εγγραφεί στο παθητικό του. Εξάλλου, το ζήτημα εάν ο δικαιούχος μπορεί να εξακολουθήσει ή όχι την οικονομική δραστηριότητά του και, συνεπεία τούτου, το κατά πόσον ο προσφεύγων έχει συμφέρον στην εξακολούθηση της δραστηριότητας αυτής είναι άνευ σημασίας για το ζήτημα εάν εξακολουθεί να υφίσταται το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος. Ομοίως, δεδομένου ότι ο προσφεύγων έχει δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή όχι με την ιδιότητα του πιστωτή του δικαιούχου, αλλά με την ιδιότητα της δημόσιας αρχής που προέβη στη χορήγηση των επίμαχων ενισχύσεων, είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι ως πιστωτής του δικαιούχου δεν θα είχε συμφέρον να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, λόγω της θέσεως του τελευταίου υπό εκκαθάριση.

(βλ. σκέψεις 45, 50, 56-58, 60, 63, 64)

4.      Όσον αφορά την ενεργητική νομιμοποίηση δημόσιου φορέα μη ανήκοντος στον πυρήνα της κρατικής δομής κράτους μέλους που είναι αποδέκτης αποφάσεως της Επιτροπής, η οποία αποφαίνεται επί της συμβατότητας και της νομιμότητας ενισχύσεως που έχει προβλεφθεί από το κράτος αυτό, ο εν λόγω φορέας μπορεί να θεωρηθεί υπό ορισμένες περιστάσεις ως άμεσα και ατομικά θιγόμενος από την απόφαση αυτή, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, υπό ορισμένες περιστάσεις. Αφενός, πρέπει να θεωρείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα τον φορέα αυτόν, οσάκις μπορεί να έχει άμεσες συνέπειες επί των πράξεων με τις οποίες χορηγούνται οι επίμαχες ενισχύσεις τις οποίες αυτός εξέδωσε καθώς και επί των υποχρεώσεών του ως προς την ανάκτηση των ενισχύσεων αυτών, χωρίς οι εθνικές αρχές στις οποίες κοινοποιήθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση να έχουν συναφώς εξουσία εκτιμήσεως. Αφετέρου, πρέπει να θεωρείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά ατομικά τον φορέα αυτόν, εφόσον αυτός έχει συντάξει την ή τις πράξεις τις οποίες αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση και η απόφαση αυτή τον εμποδίζει να ασκήσει με τον τρόπο που ο ίδιος αντιλαμβάνεται τις αρμοδιότητές του, οπότε το συμφέρον του να αμφισβητήσει την απόφαση αυτή είναι, στην περίπτωση αυτή, διαφορετικό από το συμφέρον του οικείου κράτους μέλους.

(βλ. σκέψη 47)

5.      Δεν εναπόκειται στα όργανα της Ένωσης, και ειδικότερα στα δικαστήρια της Ένωσης, να αποφαίνονται επί της κατανομής αρμοδιοτήτων την οποία ορίζουν οι θεσμικοί κανόνες του εσωτερικού δικαίου μεταξύ των διαφόρων εθνικών οντοτήτων και επί των υποχρεώσεων που αυτές υπέχουν αντιστοίχως. Επομένως, το επιχείρημα που στηρίζεται στη φερόμενη αναρμοδιότητα δημόσιου φορέα μη ανήκοντος στον πυρήνα της κρατικής δομής να χορηγήσει κρατική ενίσχυση δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

(βλ. σκέψεις 52, 65)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 75, 76)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 78, 79, 220)

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 86)

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 89)

10.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 91-94)

11.    Τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όχι μόνον ως προς τον ορισμό της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας, αλλά και ως προς τον προσδιορισμό της αντισταθμίσεως των δαπανών αυτής της δημόσιας υπηρεσίας. Έτσι, ελλείψει κανονιστικής ρυθμίσεως στο δίκαιο της Ένωσης σχετικά με τις υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος, η Επιτροπή δεν έχει την εξουσία να αποφαίνεται επί της εκτάσεως των αποστολών δημόσιας υπηρεσίας τις οποίες έχει αναλάβει ο δημόσιος φορέας εκμεταλλεύσεως, και ιδίως επί του επιπέδου των δαπανών που συνδέονται με την υπηρεσία αυτή, ούτε επί της σκοπιμότητας των πολιτικών επιλογών στις οποίες προβαίνουν συναφώς οι εθνικές αρχές ούτε επί της οικονομικής αποτελεσματικότητας του δημόσιου φορέα εκμεταλλεύσεως.

Ωστόσο, η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται σε αυτές τις εθνικές αρχές δεν είναι απεριόριστη. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, αυτή η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως δεν πρέπει να εμποδίζει την Επιτροπή να ελέγχει κατά πόσον είναι δυνατή η παρέκκλιση από την απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων που προβλέπει η διάταξη αυτή. Εξάλλου, η άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, προκειμένου να καθορίσει εάν συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά κρατικό μέτρο το οποίο έχει χαρακτηρίσει ως κρατική ενίσχυση, συνεπάγεται περίπλοκες εκτιμήσεις οικονομικού και κοινωνικού χαρακτήρα. Έτσι, ο δικαστής της Ένωσης, ελέγχοντας τη νομιμότητα της ασκήσεως της εξουσίας αυτής, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εκτίμηση της Επιτροπής με τη δική του εκτίμηση. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η εξουσία εκτιμήσεως των κρατών μελών και αυτή της Επιτροπής μπορούν να περιοριστούν από τις οδηγίες και τις αποφάσεις τις οποίες το όργανο αυτό έχει την αρμοδιότητα να λαμβάνει βάσει της εν λόγω διατάξεως.

(βλ. σκέψεις 101, 136-139)

12.    Ακριβώς επειδή αυτός ο προσδιορισμός της αντισταθμίσεως των δαπανών της δημόσιας υπηρεσίας δεν υπόκειται παρά μόνον σε περιορισμένο έλεγχο εκ μέρους των θεσμικών οργάνων, η δεύτερη προϋπόθεση Altmark απαιτεί να έχουν τα θεσμικά όργανα τη δυνατότητα να διαπιστώνουν την ύπαρξη αντικειμενικών και διαφανών παραμέτρων εκ των προτέρων καθορισμένων, οι δε παράμετροι αυτές πρέπει να διευκρινίζονται κατά τρόπο ώστε να αποκλείεται οποιαδήποτε καταχρηστική προσφυγή του κράτους μέλους στην έννοια της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα να προσπορίσει στον δημόσιο φορέα εκμεταλλεύσεως οικονομικό πλεονέκτημα υπό τη μορφή της αντισταθμίσεως. Έτσι, η προϋπόθεση αυτή αφήνει τα κράτη μέλη ελεύθερα να επιλέξουν τον πρακτικό τρόπο με τον οποίο θα διασφαλισθεί η τήρησή της, υπό τον όρο ο τρόπος καθορισμού των παραμέτρων υπολογισμού της αντισταθμίσεως να χαρακτηρίζεται από αντικειμενικότητα και διαφάνεια. Η σχετική εκτίμηση της Επιτροπής πρέπει να στηρίζεται σε ανάλυση των συγκεκριμένων νομικών και οικονομικών προϋποθέσεων υπό το πρίσμα των οποίων προσδιορίζονται αυτές οι παράμετροι.

Συναφώς, αντισταθμιστικό μέτρο το οποίο ελήφθη εν συνεχεία λόγω των λειτουργικών ελλειμμάτων που προκαλούσε η δραστηριότητα αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας κατά την έννοια της αποφάσεως Altmark. Πράγματι, στον βαθμό που μια τέτοια αντιστάθμιση δεν είχε προβλεφθεί εκ των προτέρων, δεν μπορούσε επομένως να υπολογιστεί, όπως απαιτεί η δεύτερη προϋπόθεση Altmark, βάσει αντικειμενικών και διαφανών παραμέτρων καθορισμένων και αυτών εκ των προτέρων.

(βλ. σκέψεις 102, 103, 108)

13.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 113, 200)

14.    Μολονότι οι προϋποθέσεις που θέτει η απόφαση Altmark είναι, σε ορισμένο βαθμό, αλληλοεξαρτώμενες, εντούτοις, οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να συντρέχουν χωριστά προκειμένου το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο να μη χαρακτηριστεί ως ενίσχυση. Λαμβανομένου υπόψη του σωρευτικού και αυτοτελούς χαρακτήρα των προϋποθέσεων Altmark, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εξετάζει το σύνολο των προϋποθέσεων αυτών, εάν διαπιστώνει ότι κάποια μεταξύ αυτών δεν πληρούται και ότι, συνεπώς, το επίμαχο μέτρο πρέπει να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση. Ομοίως, εάν η Επιτροπή προέβη δικαίως σε μια τέτοια διαπίστωση, τυχόν πεπλανημένη εκτίμησή της σχετικά με μία ή πολλές άλλες από τις προϋποθέσεις αυτές δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να οδηγήσει στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 119, 124)

15.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 122)

16.    Κρατική ενίσχυση θεωρείται χορηγηθείσα οσάκις οι αρμόδιες εθνικές αρχές έχουν εκδώσει δεσμευτική νομική πράξη με την οποία δεσμεύονται να καταβάλλουν την επίμαχη ενίσχυση ή οσάκις το δικαίωμα λήψεως της ενισχύσεως αυτής χορηγείται στον δικαιούχο από τις ισχύουσες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις.

(βλ. σκέψη 142)

17.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 177)

18.    Από το σημείο 9 των κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων προκύπτει ότι η έννοια της προβληματικής επιχειρήσεως είναι αντικειμενική και πρέπει να εκτιμάται μόνον υπό το πρίσμα συγκριμένων δεικτών της χρηματοοικονομικής καταστάσεως της οικείας επιχειρήσεως, που καταδεικνύουν ότι η επιχείρηση αυτή δεν είναι ικανή να ανακόψει τη ζημιογόνο πορεία της, η οποία, χωρίς εξωτερική παρέμβαση από το κράτος, θα την οδηγήσει σχεδόν με βεβαιότητα σε οικονομική εξαφάνιση βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα. Ως εκ τούτου, η προέλευση των ελλειμμάτων της επιχειρήσεως αυτής, που συνδέεται ιδίως με την εκτέλεση δημόσιας υπηρεσίας, δεν μπορεί να αποτελέσει κρίσιμο στοιχείο προκειμένου να καθοριστεί εάν η επιχείρηση είναι προβληματική ή όχι.

(βλ. σκέψεις 178, 184)

19.    Προκειμένου να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, πρέπει να καθίσταται αδύνατη, ελλείψει των επίμαχων δικαιωμάτων ή επιδοτήσεων, η εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που έχει ανατεθεί στην επιχείρηση ή πρέπει η διατήρηση των δικαιωμάτων ή των επιδοτήσεων αυτών να είναι αναγκαία προκειμένου να παρέχεται στον κάτοχό τους η δυνατότητα να εκπληρώσει υπό οικονομικώς αποδεκτούς όρους τις αποστολές γενικού οικονομικού συμφέροντος που του έχουν ανατεθεί. Κατά συνέπεια, προκειμένου η παρέκκλιση που προβλέπει η διάταξη αυτή να τύχει εφαρμογής, είναι αναγκαίο η χρηματοοικονομική κατάσταση της επιχειρήσεως η οποία απολαύει των εν λόγω δικαιωμάτων ή επιδοτήσεων κατά τον χρόνο που της χορηγούνται να την καθιστούν πράγματι σε θέση να εκπληρώσει τις αποστολές παροχής δημόσιας υπηρεσίας που της έχουν ανατεθεί. Ειδάλλως, η παρέκκλιση που προβλέπει το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ θα μπορούσε να απολέσει την πρακτική αποτελεσματικότητά της και, συνεπώς, τη δικαιολογητική της βάση, οπότε ο κίνδυνος καταχρηστικής προσφυγής των κρατών μελών σε αυτήν δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί.

Ωστόσο, μια προβληματική επιχείρηση κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων είναι απειλούμενη ως προς την ίδια της την υπόσταση, κατά το μάλλον ή ήττον βραχυπρόθεσμα, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι σε θέση να εκπληρώσει δεόντως τις αποστολές δημόσιας υπηρεσίας που της έχουν ανατεθεί, μέχρις ότου εξασφαλιστεί η βιωσιμότητά της. Υπό τις συνθήκες αυτές, η επιδότηση που χορηγείται σε μια τέτοια προβληματική επιχείρηση προς αντιστάθμιση των ελλειμμάτων λόγω της εκτελέσεως των εν λόγω αποστολών δημόσιας υπηρεσίας δεν καλύπτεται από την παρέκκλιση που προβλέπει το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, αλλά μόνον, ενδεχομένως, από αυτήν που προβλέπει το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ. Πράγματι, στο πλαίσιο των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, που επιβάλλουν μεταξύ άλλων τον αυστηρώς αναλογικό χαρακτήρα της αντισταθμίσεως προς τα βάρη της δημόσιας υπηρεσίας, η αντιστάθμιση αυτή δεν θα επιτρέψει να διασφαλισθεί η εκπλήρωση των αντίστοιχων αποστολών, λόγω των δυσκολιών που αντιμετωπίζει η επιχείρηση. Αντιθέτως, μια τέτοια αντιστάθμιση μπορεί να συμβάλει ώστε να καταστεί πάλι βιώσιμη η οικεία επιχείρηση, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, όπως διευκρινίζονται από τις κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων. Έτσι, η παρέκκλιση από την απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων που προβλέπει η τελευταία αυτή διάταξη της Συνθήκης διατηρεί την πρακτική αποτελεσματικότητά της και, συνεπώς, τη δικαιολογητική της βάση.

Ομοίως, ενίσχυση χορηγούμενη σε προβληματική επιχείρηση που έχει αναλάβει αποστολή δημόσιας υπηρεσίας δεν δύναται, κατά μείζονα λόγο, να εγκριθεί στο πλαίσιο της αποφάσεως 2012/21 για την εφαρμογή του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ στις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντισταθμίσεως για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγούνται σε ορισμένες επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος, η οποία αφορά, εξ ορισμού, μόνον αντισταθμίσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας οι οποίες θεωρούνται ότι ανταποκρίνονται στους σκοπούς της παρεκκλίσεως που προβλέπει το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Για τους ίδιους λόγους, οι αντισταθμίσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας επί των οποίων εφαρμόζεται η απόφαση 2012/21 δεν είναι συγκρίσιμες προς τις ενισχύσεις που χορηγούνται σε παρόχους δημόσιας υπηρεσίας που είναι προβληματικοί.

(βλ. σκέψεις 194-196, 199)

20.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 226, 227, 235)