Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 8 Απριλίου 2022 η Polskie Górnictwo Naftowe i Gazownictwo S.A. κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο στις 2 Φεβρουαρίου 2022 στην υπόθεση T-616/18, Polskie Górnictwo Naftowe i Gazownictwo κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-255/22 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Polskie Górnictwo Naftowe i Gazownictwo S.A. (εκπρόσωποι: K. Karasiewicz, radca prawny, T. Kaźmierczak, adwokat)

Λοιποί διάδικοι στην αναιρετική διαδικασία: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Δημοκρατία της Λιθουανίας, Δημοκρατία της Πολωνίας, Gazprom PJSC, Gazprom export LLC, Overgas Inc.

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της,

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο σύνολό της,

επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο για να την εξετάσει εκ νέου υπό το πρίσμα της απόφασης του Δικαστηρίου,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας καθώς και στα έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

1) πλάνη περί το δίκαιο συνιστάμενη στην παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης  1 (στο εξής: κανονισμός 1/2003), λόγω:

α) εσφαλμένης ερμηνείας του ως άνω άρθρου, σε συνδυασμό με το σημείο 127 της ανακοίνωσης σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές για τη διεξαγωγή των διαδικασιών που αφορούν τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ, με αποτέλεσμα το Γενικό Δικαστήριο να καταλήξει στην εσφαλμένη διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση της καταλληλότητας των δεσμεύσεων,

β) διαφόρων πρόδηλων παραμορφώσεων των πραγματικών περιστατικών, οι οποίες οδήγησαν σε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 από το Γενικό Δικαστήριο και, συνεπεία της παράβασης αυτής, στην εσφαλμένη διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση της καταλληλότητας των δεσμεύσεων,

γ) μη συνεκτίμησης, από το Γενικό Δικαστήριο, του γεγονότος ότι, στο πλαίσιο της εξουσίας εκτίμησης των περίπλοκων οικονομικών και τεχνικών ζητημάτων που διαθέτει η Επιτροπή βάσει της νομοθεσίας, το θεσμικό αυτό όργανο είχε την υποχρέωση να ενεργήσει κατά τρόπο που να σέβεται και να λαμβάνει υπόψη τις διατάξεις της ΣΛΕΕ και τις βασικές αρχές της έννομης τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι η δράση της δεν δύναται να προσκρούει στις διατάξεις ΣΛΕΕ και τις βασικές αρχές της έννομης τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε να καταλήγει σε αποτελέσματα αντίθετα προς τις εν λόγω διατάξεις και αρχές.

2) πλάνη περί το δίκαιο συνιστάμενη στην παράβαση του άρθρου 194 ΣΛΕΕ, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας του και, κατά συνέπεια, εσφαλμένης μη εφαρμογής του από το Γενικό Δικαστήριο, με αποτέλεσμα το άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003 και το άρθρο 194 ΣΛΕΕ να καταστούν άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας,

3) πλάνη περί το δίκαιο συνιστάμενη στην παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας της έννοιας «πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως» από το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της εκτίμησης του τρόπου αξιολόγησης των περίπλοκων οικονομικών και τεχνικών ζητημάτων από την Επιτροπή κατά την εξέταση της καταλληλότητας των δεσμεύσεων, με αποτέλεσμα Γενικό Δικαστήριο να καταλήξει στην εσφαλμένη διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση της καταλληλότητας των δεσμεύσεων,

4) πλάνη περί το δίκαιο συνιστάμενη στην παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 λόγω εσφαλμένης ερμηνείας του καθόσον:

α) το Γενικό Δικαστήριο ανέφερε ως λόγο επανάληψης της διαδικασίας μια παράβαση υποχρέωσης το περιεχόμενο της οποίας δεν προκύπτει από το διατακτικό της απόφασης της Επιτροπής, ήτοι από το νομικώς δεσμευτικό μέρος της απόφασης στην υπόθεση AT.39816 – Προμήθειες φυσικού αερίου από αγορές προηγούμενου σταδίου στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη,

β) το Γενικό Δικαστήριο ανέφερε ως λόγο επανάληψης της διαδικασίας περιστάσεις οι οποίες δεν αποτέλεσαν βάση για την έκδοση της προαναφερθείσας απόφασης και δεν συνδέονταν με το αντικείμενό της, με αποτέλεσμα το Γενικό Δικαστήριο να καταλήξει στην εσφαλμένη διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση της καταλληλότητας των δεσμεύσεων‧ επιπλέον, η PGNiG υποστηρίζει ότι το σύνολο των εν λόγω παραβάσεων, από κοινού και μεμονωμένα, άσκησαν καθοριστική επιρροή στο περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, οπότε καθεμία από τις προσαπτόμενες παραβάσεις πρέπει, αυτοτελώς, να επιφέρει την αναίρεση της απόφασης αυτής.

____________

1 ΕΕ 2003, L 1, σ. 1.