Language of document : ECLI:EU:C:2024:466

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΡΑΝΤΟΥ

της 6ης Ιουνίου 2024 (1)

Υπόθεση C255/22 P

Orlen S.A., πρώην Polski Koncern Naftowy Orlen S.A., πρώην Polskie Górnictwo Naftowe i Gazownictwo S.A.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Άρθρο 102 ΣΛΕΕ – Άρθρο 54 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης – Αγορές φυσικού αερίου της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης – Άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 – Απόφαση της Επιτροπής που καθιστά υποχρεωτικές τις ατομικές δεσμεύσεις τις οποίες προσφέρθηκε να αναλάβει ορισμένη επιχείρηση – Προσφυγή ακυρώσεως – Επάρκεια των δεσμεύσεων υπό το πρίσμα των αντιρρήσεων σχετικά με τον ανταγωνισμό που διατυπώθηκαν αρχικώς στην κοινοποίηση των αιτιάσεων – Φύση του ελέγχου από τον δικαστή της Ένωσης – Απόφαση της Επιτροπής να μη ζητήσει την ανάληψη δεσμεύσεων σχετικά με ορισμένες από τις αντιρρήσεις που είχε διατυπώσει αρχικώς – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Στόχοι της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας – Άρθρο 194 ΣΛΕΕ – Αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης – Δυνατότητα εφαρμογής»






I.      Εισαγωγή

1.        Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η Orlen S.A. (στο εξής: Orlen ή αναιρεσείουσα), η οποία υπεισήλθε στα δικαιώματα της Polskie steuerrnictwo Naftowe i Gazownictwo S.A., ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 2ας Φεβρουαρίου 2022, Polskie steuerrnictwo Naftowe i Gazownictwo κατά Επιτροπής (Δεσμεύσεις της Gazprom) (T‑616/18, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2022:43), με την οποία το ως άνω δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2018) 3106 τελικό της Επιτροπής, της 24ης Μαΐου 2018, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και του άρθρου 54 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση AT.39816 – Προμήθειες φυσικού αερίου από αγορές προηγούμενου σταδίου στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη) (2) (στο εξής: επίδικη απόφαση). Με την απόφαση αυτή κατέστησαν υποχρεωτικές οι δεσμεύσεις που πρότειναν να αναλάβουν οι Gazprom PJSC και Gazprom export LLC (στο εξής από κοινού: Gazprom) και περατώθηκε η διοικητική διαδικασία που κίνησε η Επιτροπή, προκειμένου να εξετάσει, υπό το πρίσμα της προβλεπόμενης στο άρθρο 102 ΣΛΕΕ απαγόρευσης της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης, κατά πόσον συνάδουν προς τη διάταξη αυτή ορισμένες πρακτικές της Gazprom που επηρεάζουν τον τομέα του φυσικού αερίου σε ορισμένες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (στο εξής: ΧΚΑΕ), και συγκεκριμένα στη Βουλγαρία, την Τσεχική Δημοκρατία, την Εσθονία, τη Λεττονία, τη Λιθουανία, την Ουγγαρία, την Πολωνία και τη Σλοβακία.

2.        Παράλληλα, ανταναίρεση, με αίτημα επίσης την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, άσκησε η Overgas Inc., πρωτοδίκως παρεμβαίνουσα υπέρ της Orlen (στο εξής: παρεμβαίνουσα και ασκήσασα την ανταναίρεση).

3.        Η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αναπτύξει περαιτέρω τη νομολογία του σχετικά με τις διαφορές που ανακύπτουν από αποφάσεις με τις οποίες καθίστανται υποχρεωτικές για τις επιχειρήσεις οι δεσμεύσεις κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (3). Μολονότι η υπόθεση θέτει το ήδη γνωστό στο Δικαστήριο ζήτημα του δικαστικού ελέγχου των αποφάσεων που εκδίδει η Επιτροπή στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού και, ιδίως, επί τη βάσει του εν λόγω άρθρου 9, υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, εντούτοις θέτει, επίσης, και τα πλέον καινοφανή ζητήματα, αφενός, της συμβατότητας αποφάσεως που εκδίδεται επί τη βάσει του άρθρου 9 με την αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 194 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, των διαδικαστικών κανόνων που διέπουν το περιεχόμενο των κοινοποιήσεων αιτιάσεων, ιδίως σχετικά με την ενδεχόμενη έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά την απόσυρση μίας ή περισσοτέρων αιτιάσεων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που οδηγεί στην έκδοση αποφάσεως βάσει του ίδιου άρθρου 9.

4.        Κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, οι παρούσες προτάσεις θα εστιαστούν στην ανάλυση του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, καθώς και του δεύτερου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως, οι οποίοι αφορούν κατ’ ουσίαν τα δύο προαναφερθέντα ζητήματα. Οι παρούσες προτάσεις θα παράσχουν επίσης ορισμένες διευκρινίσεις σχετικά με την ερμηνεία της έννοιας «πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως» η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως, καθώς και του δεύτερου λόγου της ανταναιρέσεως.

II.    Το νομικό πλαίσιο

5.        Το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, με τίτλο «Αναλήψεις δεσμεύσεων», ορίζει τα εξής:

«Όταν η Επιτροπή σκοπεύει να εκδώσει απόφαση με την οποία να απαιτεί την παύση μιας παράβασης και οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις προσφέρονται να αναλάβουν ορισμένες δεσμεύσεις για να ανταποκριθούν στις αντιρρήσεις της Επιτροπής κατά την προκαταρκτική της εκτίμηση, τότε η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να καταστήσει αυτές τις δεσμεύσεις υποχρεωτικές για τις επιχειρήσεις. Η απόφαση της Επιτροπής δύναται να εκδοθεί για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και πρέπει να συμπεραίνει ότι δεν συντρέχουν πλέον λόγοι να αναλάβει δράση η Επιτροπή.»

III. Το ιστορικό της διαφοράς

6.        Το ιστορικό της διαφοράς καθώς και το περιεχόμενο της επίδικης αποφάσεως εκτίθενται στις σκέψεις 1 έως 36 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως και μπορούν, για τους σκοπούς των παρουσών στοχευμένων ως προς τα ζητήματα που εξετάζουν προτάσεων, να συνοψισθούν ως ακολούθως.

Α.      Η διοικητική διαδικασία

7.        Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 2011 και 2015 η Επιτροπή έλαβε σειρά μέτρων προς διερεύνηση της λειτουργίας των αγορών φυσικού αερίου στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα άρθρα 18 και 20 του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή απηύθυνε αιτήματα παροχής πληροφοριών σε διάφορους συμμετέχοντες στην αγορά, συμπεριλαμβανομένης της Gazprom και ορισμένων πελατών της, μεταξύ των οποίων και η αναιρεσείουσα, και διενήργησε επιτόπιους ελέγχους, μεταξύ άλλων, στις εγκαταστάσεις της αναιρεσείουσας κατά το έτος 2011 (4).

8.        Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή κίνησε επισήμως στις 31 Αυγούστου 2012 διαδικασία με σκοπό την έκδοση αποφάσεως κατ’ εφαρμογήν του κεφαλαίου III του κανονισμού 1/2003, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003 και το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 (5).

9.        Στις 22 Απριλίου 2015 η Επιτροπή απέστειλε στην Gazprom κοινοποίηση αιτιάσεων (στο εξής: ΚΑ), σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού 773/2004, με την οποία διαπίστωνε προκαταρκτικώς ότι η Gazprom κατείχε δεσπόζουσα θέση στις εθνικές αγορές χονδρικής παροχής φυσικού αερίου στα προηγούμενα στάδια της αλυσίδας εφοδιασμού των επίμαχων ΧΚΑΕ και ότι είχε καταχραστεί τη θέση της αυτή, ακολουθώντας στρατηγική αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού προκειμένου να κατακερματίσει και να απομονώσει τις αγορές αυτές και, ως εκ τούτου, να παρεμποδίσει την ελεύθερη ροή φυσικού αερίου στις επίμαχες ΧΚΑΕ, κατά παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

10.      Κατά την Επιτροπή, η στρατηγική της Gazprom περιλάμβανε τρεις κατηγορίες δυνητικά αντίθετων προς τον ανταγωνισμό πρακτικών που επηρέαζαν τους πελάτες της στις επίμαχες ΧΚΑΕ και τις συμβάσεις που αυτοί είχαν συνάψει με την Gazprom.

11.      Πρώτον, η Gazprom επέβαλε εδαφικούς περιορισμούς στο πλαίσιο των συμβάσεων προμήθειας φυσικού αερίου που συνήπτε με τις επιχειρήσεις χονδρικής και με ορισμένους βιομηχανικούς πελάτες στις επίμαχες ΧΚΑΕ, περιορισμοί οι οποίοι απέρρεαν από συμβατικές ρήτρες που απαγόρευαν την εξαγωγή εκτός της περιοχής παραδόσεως ή επέβαλαν τη χρήση του παραδοθέντος φυσικού αερίου σε συγκεκριμένη περιοχή. Η Gazprom εφάρμοσε επίσης και άλλα μέτρα που παρεμπόδιζαν τις διασυνοριακές ροές φυσικού αερίου.

12.      Δεύτερον, οι ως άνω εδαφικοί περιορισμοί παρείχαν στην Gazprom τη δυνατότητα να εφαρμόζει αθέμιτη τιμολογιακή πολιτική σε πέντε από τις επίμαχες ΧΚΑΕ, και συγκεκριμένα στη Βουλγαρία, την Εσθονία, τη Λεττονία, τη Λιθουανία και την Πολωνία, επιβάλλοντας υπερβολικές τιμές, καθόσον ήταν σαφώς υψηλότερες από το κόστος της ή από ορισμένες τιμές που θεωρήθηκαν ως τιμές αναφοράς.

13.      Τρίτον, η Gazprom είχε ζητήσει, ως προϋπόθεση για την προμήθεια φυσικού αερίου στη Βουλγαρία και την Πολωνία, να της δοθούν από τις επιχειρήσεις χονδρικής ορισμένες διαβεβαιώσεις αναφορικά με τις υποδομές μεταφοράς του φυσικού αερίου. Οι διαβεβαιώσεις αυτές αφορούσαν, αφενός, την ανάληψη επενδύσεων από τη βουλγαρική επιχείρηση χονδρικής στο έργο του αγωγού φυσικού αερίου South Stream και, αφετέρου, τη συμφωνία της πολωνικής επιχείρησης χονδρικής, ήτοι της αναιρεσείουσας, να ενισχύσει τον έλεγχο της Gazprom επί της διαχείρισης του πολωνικού τμήματος του αγωγού φυσικού αερίου Yamal, ενός από τους κύριους αγωγούς διαμετακόμισης φυσικού αερίου στην Πολωνία (στο εξής: αιτιάσεις ως προς τον αγωγό Yamal).

14.      Στις 29 Σεπτεμβρίου 2015 η Gazprom απάντησε στην KΑ αντικρούοντας τις αντιρρήσεις της Επιτροπής σχετικά με τον ανταγωνισμό και, ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού 773/2004, έτυχε ακροάσεως στις 15 Δεκεμβρίου 2015. Στις 14 Φεβρουαρίου 2017 η Gazprom, συνεχίζοντας να αντιτίθεται στις διατυπωθείσες στην ΚΑ αντιρρήσεις σχετικά με τον ανταγωνισμό, υπέβαλε επίσημο σχέδιο δεσμεύσεων (στο εξής: αρχικές δεσμεύσεις) σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003, του οποίου είχε προηγηθεί η υποβολή ορισμένων άτυπων προτάσεων δεσμεύσεων.

15.      Στις 16 Μαρτίου 2017 η Επιτροπή, προκειμένου να λάβει παρατηρήσεις από ενδιαφερόμενα μέρη επί των αρχικών δεσμεύσεων, δημοσίευσε ανακοίνωση σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, η οποία περιείχε περίληψη της υποθέσεως AT.39816 καθώς και το βασικό περιεχόμενο των αρχικών δεσμεύσεων.

16.      Στις 15 Μαρτίου 2018 η Gazprom, αφού είχε λάβει το μη εμπιστευτικό κείμενο των παρατηρήσεων των ενδιαφερομένων μερών επί των αρχικών δεσμεύσεων, υπέβαλε τροποποιημένο σχέδιο δεσμεύσεων (στο εξής: τελικές δεσμεύσεις).

17.      Στις 24 Μαΐου 2018 η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση, στην οποία επισυνάφθηκαν οι τελικές δεσμεύσεις. Με την απόφαση αυτή η Επιτροπή ενέκρινε και κατέστησε υποχρεωτικές τις εν λόγω δεσμεύσεις, περάτωσε δε τη διοικητική διαδικασία συμπεραίνοντας ότι δεν συνέτρεχαν πλέον λόγοι για ανάληψη δράσης εκ μέρους της έναντι των ενδεχομένως καταχρηστικών πρακτικών οι οποίες είχαν αρχικώς προσδιοριστεί στην ΚΑ.

Β.      Επί της επίδικης αποφάσεως

18.      Με την επίδικη απόφαση η Επιτροπή προέβη αρχικώς σε προκαταρκτική εκτίμηση των πρακτικών της Gazprom και ακολούθως παρουσίασε τις αρχικές δεσμεύσεις, τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων με την αγορά και τις τελικές δεσμεύσεις. Στη συνέχεια, η Επιτροπή παρέθεσε την αξιολόγησή της επί των τελικών δεσμεύσεων και τους λόγους για τους οποίους θεώρησε ότι οι δεσμεύεις αυτές επαρκούσαν για την αντιμετώπιση των αντιρρήσεών της σχετικά με τον ανταγωνισμό.

1.      Επί της προκαταρκτικής εκτιμήσεως των επίμαχων πρακτικών

19.      Κατά πρώτον, όσον αφορά την προκαταρκτική εκτίμηση των επίμαχων πρακτικών, στο τμήμα 4 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή όρισε ως σχετικές αγορές τις εθνικές αγορές χονδρικής προμήθειας φυσικού αερίου προηγούμενου σταδίου. Η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ότι η Gazprom κατείχε δεσπόζουσα θέση στις σχετικές αγορές των επίμαχων ΧΚΑΕ.

20.      Κατά την Επιτροπή, η Gazprom είχε ενδεχομένως καταχραστεί τη δεσπόζουσα θέση της στην αγορά, κατά παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, ακολουθώντας στρατηγική αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, η οποία αποσκοπούσε στην παρεμπόδιση της ελεύθερης ροής του φυσικού αερίου στις επίμαχες ΧΚΑΕ και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στην απομόνωση των σχετικών αγορών των χωρών αυτών. Ειδικότερα, η Επιτροπή έκρινε ότι η ως άνω στρατηγική περιλάμβανε τρεις κατηγορίες δυνητικά αντίθετων προς τον ανταγωνισμό πρακτικών, οι οποίες κατ’ ουσίαν συμπίπτουν με τις αντιρρήσεις σχετικά με τον ανταγωνισμό που μνημονεύονταν στην ΚΑ (6).

21.      Όσον αφορά τις αιτιάσεις ως προς τον αγωγό Yamal, μολονότι, στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων με την αγορά, ορισμένα από τα ενδιαφερόμενα τρίτα μέρη επισήμαναν την απουσία δεσμεύσεων για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων αιτιάσεων, η Επιτροπή διευκρίνισε στην αιτιολογική σκέψη 138 της επίδικης αποφάσεως ότι, κατόπιν περαιτέρω έρευνας, δεν επιβεβαιώθηκαν οι κατά την προκαταρκτική της εκτίμηση αντιρρήσεις της σχετικά με τον ανταγωνισμό. Αφενός, η Επιτροπή επισήμανε ότι η ρυθμιστική Αρχή ενέργειας της Πολωνίας είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο ανεξάρτητος διαχειριστής συστήματος του πολωνικού τμήματος του αγωγού φυσικού αερίου Yamal ασκούσε αποφασιστικό έλεγχο επί των επενδυτικών αποφάσεων που αφορούσαν το εν λόγω τμήμα καθώς και επί της υλοποίησής τους και ότι η Gazprom δεν ήταν σε θέση να παρεμποδίσει τις αποφάσεις που αφορούσαν τον συγκεκριμένο αγωγό. Αφετέρου, η Επιτροπή επισήμανε τον διακυβερνητικό χαρακτήρα των σχέσεων μεταξύ των μερών που δραστηριοποιούνται στον τομέα του φυσικού αερίου στην Πολωνία, ιδίως όσον αφορά την κατασκευή και τη διαχείριση του πολωνικού τμήματος του αγωγού φυσικού αερίου Yamal, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η περίσταση αυτή είχε πιθανώς καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τη συμπεριφορά των ενδιαφερομένων μερών.

2.      Επί του περιεχομένου των τελικών δεσμεύσεων

22.      Κατά δεύτερον, το περιεχόμενο των τελικών δεσμεύσεων, οι οποίες επισυνάπτονται στην επίδικη απόφαση και αποσκοπούν στην άρση των σχετικών με τον ανταγωνισμό αντιρρήσεων της Επιτροπής, μπορεί να συνοψισθεί ως εξής.

23.      Πρώτον, όσον αφορά τις δεσμεύσεις που αφορούσαν τις αντιρρήσεις σχετικά με τους εδαφικούς περιορισμούς, κατ’ αρχάς, η Gazprom δεσμεύθηκε κατ’ ουσίαν να καταργήσει στις συμβάσεις παροχής φυσικού αερίου που είχαν συναφθεί με τους εγκατεστημένους στις επίμαχες ΧΚΑΕ πελάτες της όλες τις ρήτρες οι οποίες, άμεσα ή έμμεσα, απαγορεύουν ή παρακωλύουν την ελεύθερη ροή του φυσικού αερίου στην περιοχή που συγκροτούν οι χώρες αυτές. Επιπλέον, η Gazprom δεσμεύθηκε, προκειμένου να καταστεί δυνατή η ροή φυσικού αερίου μεταξύ της Βουλγαρίας και των χωρών της Βαλτικής, αφενός, και των λοιπών ΧΚΑΕ, αφετέρου, παρά την απομόνωση των πρώτων από άποψη υποδομών, να λάβει μέτρα προκειμένου να παράσχει στους οικείους πελάτες τη δυνατότητα να ζητήσουν να παραδίδεται το σύνολο ή μέρος των συμβατικών ποσοτήτων φυσικού αερίου που παραδίδονται σε ορισμένα σημεία παράδοσης στην Ουγγαρία, την Πολωνία και τη Σλοβακία σε άλλο σημείο παράδοσης στη Βουλγαρία ή στις χώρες της Βαλτικής. Κατόπιν των διαβουλεύσεων με την αγορά, η Gazprom επανέλαβε στις τελικές δεσμεύσεις, μεταξύ άλλων, την πρότασή της για μεταβολή των σημείων παραδόσεως.

24.      Δεύτερον, όσον αφορά τις δεσμεύσεις που αφορούσαν τις αντιρρήσεις σχετικά με τις τιμές, η Gazprom δεσμεύθηκε να εισαγάγει νέες ρήτρες ή να τροποποιήσει τις υφιστάμενες ρήτρες στις συμβάσεις με τους οικείους πελάτες της στη Βουλγαρία, την Εσθονία, τη Λεττονία, τη Λιθουανία και την Πολωνία.

25.      Τρίτον, όσον αφορά τις δεσμεύσεις που άπτονται των σχετικών με τον ανταγωνισμό αντιρρήσεων, σύμφωνα με τις οποίες η προμήθεια φυσικού αερίου σε ορισμένη τιμή θα εξηρτάτο από την παροχή διαβεβαίωσης, εκ μέρους της βουλγαρικής επιχείρησης χονδρικής, για την ανάληψη επενδύσεων στο έργο του αγωγού South Stream, η Gazprom ανέλαβε την υποχρέωση να παράσχει στους Βούλγαρους εταίρους της που συμμετείχαν στο συγκεκριμένο έργο τη δυνατότητα να αποσυρθούν από αυτό χωρίς να θεμελιωθεί οποιαδήποτε αστική ευθύνη τους και χωρίς να προβεί σε ανάκτηση των εκπτώσεων επί των τιμών του φυσικού αερίου που είχε χορηγήσει ως αντάλλαγμα για τη συμμετοχή τους στο εν λόγω έργο.

3.      Επί της αξιολογήσεως και της υλοποιήσεως των τελικών δεσμεύσεων

26.      Τέλος, κατά τρίτον, όσον αφορά την αξιολόγηση και την υλοποίηση των τελικών δεσμεύσεων που μνημονεύονται στην επίδικη απόφαση, η Επιτροπή κατέληξε κατ’ ουσίαν στο συμπέρασμα ότι οι τελικές δεσμεύσεις ήταν αποτελεσματικές και αναγκαίες για να άρουν τις σχετικές με τον ανταγωνισμό αντιρρήσεις της, χωρίς να είναι δυσανάλογες, και επισήμανε συγχρόνως ότι είχε λάβει επ’ αυτού υπόψη τις εξελίξεις στις αγορές φυσικού αερίου μετά την κοινοποίηση της ΚΑ. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφάσισε να καταστήσει τις τελικές δεσμεύσεις υποχρεωτικές, σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003.

Γ.      Επί της καταγγελίας σχετικά με τις αιτιάσεις ως προς τον αγωγό Yamal

27.      Παράλληλα με τη διοικητική διαδικασία που κίνησε η Επιτροπή και η οποία οδήγησε στην έκδοση της επίδικης αποφάσεως, η αναιρεσείουσα είχε υποβάλει στις 9 Μαρτίου 2017 και σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού 773/2004 καταγγελία για φερόμενες καταχρηστικές πρακτικές εκ μέρους της Gazprom (7). Οι πρακτικές αυτές, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό συνέπιπταν με τις σχετικές με τον ανταγωνισμό αντιρρήσεις που είχαν ήδη διατυπωθεί στην ΚΑ, περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, ισχυρισμούς για καταχρήσεις από την Gazprom σε σχέση με το πολωνικό τμήμα του αγωγού Yamal.

28.      Εκτιμώντας ότι η επίδικη απόφαση είχε δώσει απάντηση στις ανησυχίες της αναιρεσείουσας και ότι η απόφαση αυτή λάμβανε υπόψη τις παρατηρήσεις που αυτή είχε υποβάλει στο πλαίσιο της διαβουλεύσεως με την αγορά που διεξήχθη στην υπόθεση AT.40497, η Επιτροπή εξέδωσε στις 17 Απριλίου 2019 την απόφαση C(2019) 3003 τελικό, σχετικά με απόρριψη καταγγελίας (υπόθεση AT.40497 – Τιμή του φυσικού αερίου στην Πολωνία).

29.      Στις 25 Ιουνίου 2019 η αναιρεσείουσα άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της καταγγελίας της, η οποία πρωτοκολλήθηκε υπό τον αριθμό υποθέσεως T‑399/19.

IV.    Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

30.      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Οκτωβρίου 2018 η νυν αναιρεσείουσα ζήτησε την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως. Προς στήριξη της προσφυγής της, προέβαλε έξι λόγους ακυρώσεως οι οποίοι κατ’ ουσίαν αφορούσαν, οι μεν τρεις πρώτοι, παράβαση του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, καθόσον η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως αποδεχόμενη ανεπαρκείς και μη κατάλληλες τελικές δεσμεύσεις, ο δε τέταρτος λόγος ακυρώσεως, παράβαση του άρθρου 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 7 ΣΛΕΕ, καθόσον η επίδικη απόφαση ήταν αντίθετη προς τους σκοπούς που επιδιώκει η ενεργειακή πολιτική της Ένωσης και καθόσον η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τις επιπτώσεις της στην ευρωπαϊκή αγορά προμήθειας με φυσικό αέριο. Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως αφορούσε τη δυσμενή διάκριση στην οποία προέβη η Επιτροπή μεταξύ των πελατών της Gazprom που δραστηριοποιούνταν στα κράτη μέλη της Δυτικής Ευρώπης και των πελατών της που δραστηριοποιούνταν στις επίμαχες ΧΚΑΕ. Ο έκτος λόγος ακυρώσεως αφορούσε την αντίθεση της αποφάσεως της Επιτροπής προς τον σκοπό του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 καθώς και το ότι κατά τη διεξαγωγή της διοικητικής διαδικασίας η Επιτροπή ενήργησε καθ’ υπέρβαση των εξουσιών που της έχουν ανατεθεί.

31.      Στις 2 Φεβρουαρίου 2022 το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απορρίπτοντας το σύνολο των ως άνω λόγων ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, την προσφυγή ακυρώσεως στο σύνολό της.

V.      Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία και τα αιτήματα των διαδίκων

32.      Στις 8 Απριλίου 2022 η αναιρεσείουσα άσκησε αναίρεση κατά της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να ακυρώσει την επίδικη απόφαση, επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να κρίνει εκ νέου την υπόθεση σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, καθώς και να καταδικάσει την Επιτροπή στα έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας και στα έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

33.      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει τέσσερις λόγους αναιρέσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά παράβαση του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003, ο δεύτερος παραβίαση της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης που προβλέπεται στο άρθρο 194 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 9 του κανονισμού αυτού, ο τρίτος παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως την έννοια «πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως» κατά την εξέταση της εκτιμήσεως εκ μέρους της Επιτροπής των περίπλοκων οικονομικών και τεχνικών ζητημάτων που σχετίζονται με την ανάλυση της επάρκειας των δεσμεύσεων, και ο τέταρτος παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, στο πλαίσιο της οποίας εσφαλμένως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο ότι η Επιτροπή δεν είχε υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τον επαρκή χαρακτήρα των δεσμεύσεων.

34.      Η δε Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Gazprom, ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα. Από την πλευρά τους, η Overgas και η Δημοκρατία της Πολωνίας ζητούν από το Δικαστήριο να κάνει δεκτή την αίτηση αναιρέσεως.

35.      Στις 3 Αυγούστου 2022 η Overgas άσκησε ανταναίρεση ζητώντας από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Gazprom, ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την ανταναίρεση και να καταδικάσει την Overgas στα δικαστικά έξοδα της αιτήσεως αναιρέσεως. Η δε αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο να κάνει δεκτό τον πρώτο λόγο ανταναιρέσεως και να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

VI.    Ανάλυση

36.      Η υπό κρίση υπόθεση θέτει κυρίως το ζήτημα του δικαστικού ελέγχου των αποφάσεων που εκδίδει η Επιτροπή στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού και, συγκεκριμένα, των αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003. Ειδικότερα, η εξέταση των λόγων αναιρέσεως και των λόγων ανταναιρέσεως θα οδηγήσει το Δικαστήριο να αποφανθεί επί τριών κύριων ζητημάτων:

–        το πρώτο ζήτημα αφορά τη σχέση μεταξύ της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης του άρθρου 194 ΣΛΕΕ και μιας αποφάσεως που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9 του εν λόγω κανονισμού προς άρση των ανησυχιών περί παραβάσεως του άρθρου 102 ΣΛΕΕ (B)·

–        το δεύτερο ζήτημα αφορά τη διαδικαστική μεταχείριση της ΚΑ στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 9 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο, κατ’ αρχήν, δεν απαιτεί την ύπαρξή της (Γ)·

–        το τρίτο ζήτημα αφορά την ένταση του δικαστικού ελέγχου που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης επί των αποφάσεων που εκδίδει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 9 του ίδιου κανονισμού (8) και, κατά συνέπεια, τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ερμηνεύεται η έννοια «πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως» (Δ).

37.      Προτού προχωρήσω στην ανάλυση των δύο πρώτων ζητημάτων που αποτελούν το αντικείμενο των παρουσών στοχευμένων προτάσεων (9), θεωρώ σκόπιμο να υπομνησθεί εν συντομία το νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται ο δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 και να διατυπώσω τις ακόλουθες προκαταρκτικές παρατηρήσεις (A).

Α.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

38.      Θα πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, ότι ο μηχανισμός που προβλέπεται στο άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003 υπαγορεύεται από λόγους αναγόμενους στην οικονομία της διαδικασίας και αποσκοπεί στην αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού επιτρέποντας την ταχύτερη επίλυση των προβλημάτων ανταγωνισμού που εντοπίζει η Επιτροπή, αντί να ενεργεί η τελευταία διά της οδού της επίσημης διαπίστωσης της παράβασης (10). Συγκεκριμένα, σε αντίθεση με τις αποφάσεις που εκδίδονται βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού (οι οποίες αποσκοπούν στην παύση της διαπιστωθείσας παράβασης), στο πλαίσιο της διαδικασίας που διέπεται από το άρθρο 9 του εν λόγω κανονισμού, η Επιτροπή απαλλάσσεται από την υποχρέωση να εντοπίσει και να διαπιστώσει την παράβαση, δεδομένου ότι ο ρόλος της περιορίζεται στην εξέταση, ενδεχομένως δε στην αποδοχή, των δεσμεύσεων που προτείνουν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, υπό το φως των προβλημάτων που προσδιόρισε με την προκαταρκτική της εκτίμηση και σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (11).

39.      Δεύτερον, πρέπει να σημειωθεί ότι, στο πλαίσιο της αποδοχής δεσμεύσεων βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή, στον βαθμό που καλείται να προβεί σε ανάλυση προοπτικών η οποία απαιτεί να ληφθούν υπόψη ποικίλες οικονομικές παράμετροι για την αξιολόγηση της επάρκειας των δεσμεύσεων που έχουν προταθεί από την οικεία επιχείρηση, διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως (12). Κατά συνέπεια, το κατάλληλο κριτήριο, υπό το πρίσμα των αντιρρήσεων της Επιτροπής, όπως αυτές διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της προκαταρκτικής αξιολόγησής της, είναι κατά πόσον οι δεσμεύσεις είναι ικανές να άρουν τις εν λόγω αντιρρήσεις, χωρίς η ίδια η Επιτροπή να είναι υποχρεωμένη να αναζητήσει λύσεις λιγότερο επαχθείς ή ηπιότερες από τις προτεινόμενες δεσμεύσεις (13).

40.      Τρίτον, επισημαίνεται ότι, όσον αφορά τη φύση και την έκταση του δικαστικού ελέγχου στον τομέα αυτόν, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το γεγονός ότι η Επιτροπή διαθέτει, ως προς οικονομικά θέματα, περιθώριο εκτιμήσεως για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού, ειδικότερα δε του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003, δικαιολογεί το να περιορίζεται ο έλεγχος τον οποίο ασκεί ο ενωσιακός δικαστής επί αποφάσεως της Επιτροπής σχετικής με ανάληψη δεσμεύσεων στην εξακρίβωση της απουσίας προδήλου σφάλματος εκτιμήσεως (14). Επομένως, στο πλαίσιο του ελέγχου που ασκεί επί τέτοιων πολύπλοκων οικονομικών καταστάσεων, ο ενωσιακός δικαστής δεν μπορεί να υποκαταστήσει την οικονομική εκτίμηση της Επιτροπής προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση των πολύπλοκων οικονομικών περιστάσεων (15).

41.      Ωστόσο, όπως έχει επανειλημμένως κρίνει το Δικαστήριο στις περιπτώσεις που απαιτούνται πολύπλοκες εκτιμήσεις, όπως στο δίκαιο του ανταγωνισμού, το περιθώριο διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει η Επιτροπή δεν σημαίνει ότι ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να απέχει από τον έλεγχο της εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνείας στοιχείων οικονομικής φύσεως (16). Σύμφωνα με τις αρχές που έχουν καθοριστεί στη νομολογία του Δικαστηρίου, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, ειδικότερα, όχι μόνο να εξετάζει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να αξιολογηθεί μια πολύπλοκη κατάσταση και αν τεκμηριώνουν τα συμπεράσματα που συνάγονται από αυτά (17).

42.      Επομένως, ο δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων που εκδίδει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003 βασίζεται στον εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης έλεγχο της επάρκειας των δεσμεύσεων που αναλαμβάνονται προς άρση των σχετικών με τον ανταγωνισμό αντιρρήσεων που έχει εντοπίσει η Επιτροπή, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, ήτοι της σοβαρότητας των σχετικών με τον ανταγωνισμό αντιρρήσεων, της έκτασής τους και των συμφερόντων των τρίτων (18).

43.      Τέταρτον και τελευταίο, πρέπει να επισημανθεί ότι η νομολογία του Δικαστηρίου στον τομέα αυτό είναι σχετικά περιορισμένη (19) και αφορά κυρίως την ανάλυση της καταλληλότητας και της επάρκειας των δεσμεύσεων, ιδίως υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας (20), καθώς και τη συνεκτίμηση και την προστασία των συμφερόντων τρίτων κατά την αποδοχή των δεσμεύσεων από την Επιτροπή (21).

Β.      Επί της σχέσεως της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 194 ΣΛΕΕ με απόφαση που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 (τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως και δεύτερος λόγος αναιρέσεως)

44.      Τόσο με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως όσο και με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι οποίοι προσήκει να εξεταστούν από κοινού, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά τον έλεγχο της εκ μέρους της Επιτροπής εκτιμήσεως της επάρκειας των δεσμεύσεων καθόσον δεν έλαβε υπόψη τους στόχους που επιδιώκει το άρθρο 194 ΣΛΕΕ, περιλαμβανομένης, ιδίως, της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης.

45.      Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο, όπως και η Επιτροπή, προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 194 ΣΛΕΕ, αντίθετη προς την ερμηνεία του Δικαστηρίου στην απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Γερμανία κατά Πολωνίας (C‑848/19 P, στο εξής: απόφαση Γερμανία κατά Πολωνίας, EU:C:2021:598), η οποία στερεί από τη διάταξη αυτή κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα όσον αφορά τη δράση της Επιτροπής για την υλοποίηση τόσο των στόχων του δικαίου του ανταγωνισμού εν ευρεία εννοία όσο και αυτών που συνδέονται με την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς ενέργειας της Ένωσης.

46.      Στο πλαίσιο αυτό, είναι σκόπιμο να εξεταστεί εάν το Γενικό Δικαστήριο, ενεργώντας όπως έπραξε, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα. Προτού λάβω θέση επί της αναλύσεως στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο, θεωρώ χρήσιμο να διατυπώσω ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με το άρθρο 194 ΣΛΕΕ και την αλληλεπίδραση της διατάξεως αυτής με την ανάλυση του ανταγωνισμού που οφείλει να διενεργεί η Επιτροπή στο πλαίσιο του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003.

1.      Επί της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης και της αλληλεπιδράσεώς της με το δίκαιο του ανταγωνισμού

47.      Υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι, κατά το άρθρο 7 ΣΛΕΕ, η Ένωση οφείλει να μεριμνά για τη συνοχή μεταξύ των διαφόρων πολιτικών και δράσεών της, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στόχων της και σύμφωνα με την αρχή της δοτής αρμοδιότητας.

48.      Επισημαίνεται, πρώτον, όσον αφορά το άρθρο 194 ΣΛΕΕ, ότι η συγκεκριμένη διάταξη απαριθμεί στην παράγραφο 1 τους κύριους στόχους που επιδιώκει η πολιτική της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας, συμπεριλαμβανομένου του στόχου περί ενεργειακής αλληλεγγύης (22). Εν προκειμένω, από την απόφαση Γερμανία κατά Πολωνίας προκύπτει ότι η αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης διαπνέει και καλύπτει όλους τους σκοπούς που απαριθμούνται στο άρθρο 194, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως δʹ, ΣΛΕΕ, στην επίτευξη των οποίων αποσκοπεί η πολιτική της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας, συνδέοντάς τους και εξασφαλίζοντας τη συνοχή τους (23) και ότι οι πράξεις που εκδίδουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της Επιτροπής στο πλαίσιο της πολιτικής αυτής, πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης και βάσει της αρχής αυτής πρέπει να εκτιμάται η νομιμότητά τους (24).

49.      Στην ως άνω απόφαση, το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης, στη σκέψη 69, ότι «τόσο τα θεσμικά όργανα της Ένωσης όσο και τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, στο πλαίσιο της εγκαθιδρύσεως ή της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς και, ιδίως, της αγοράς του φυσικού αερίου, την αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 194 ΣΛΕΕ, μεριμνώντας ώστε να διασφαλίζεται ο ενεργειακός εφοδιασμός εντός της Ένωσης, πράγμα που συνεπάγεται όχι μόνον την αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, όταν αυτές δημιουργούνται, αλλά και τη λήψη μέτρων για την αποτροπή καταστάσεων κρίσης. Προς τούτο, [θα ήταν] αναγκαίο να αξιολογηθεί η ύπαρξη κινδύνων για τα ενεργειακά συμφέροντα των κρατών μελών και της Ένωσης, και ιδίως για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού».

50.      Δεύτερον, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι στόχοι που επιδιώκονται με άλλες διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ πρέπει, εφόσον το απαιτούν οι περιστάσεις, να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της εφαρμογής των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ. Επομένως, η ανάλυση του ανταγωνισμού επιβάλλει να λαμβάνεται υπόψη το πλαίσιο και να εξετάζονται τα αποτελέσματα κατά την εκτίμηση ενός περιορισμού του ανταγωνισμού υπό το πρίσμα των πραγματικών συνθηκών της λειτουργίας της αγοράς, λαμβανομένου υπόψη κάθε σχετικού στοιχείου (25).

51.      Τρίτον, όσον αφορά τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται για την εφαρμογή του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να υποχρεωθεί η Επιτροπή, στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εκτιμήσεώς της και εφόσον το απαιτούν οι περιστάσεις, να λάβει υπόψη της στόχους επιδιωκόμενους με άλλες διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ, ιδίως προκειμένου να καταλήξει στο προσωρινό συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού (26).

52.      Στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, το Δικαστήριο καλείται να επιβεβαιώσει εάν το αυτό ισχύει όχι μόνον όσον αφορά τη διαπίστωση μιας προβληματικής από την άποψη του δικαίου του ανταγωνισμού συμπεριφοράς αλλά και την εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση των δεσμεύσεων και τον τρόπο με τον οποίο μη σχετιζόμενες με το δίκαιο του ανταγωνισμού εκτιμήσεις, όπως εν προκειμένω οι αρχές και οι στόχοι που επιδιώκει το άρθρο 194 ΣΛΕΕ, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της αναλύσεως της Επιτροπής προς αποδοχή δεσμεύσεων βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003.

2.      Επί της συνεκτιμήσεως του άρθρου 194 ΣΛΕΕ στο πλαίσιο αποφάσεως που εκδίδεται βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003

53.      Πρέπει να σημειωθεί, πρώτον, ότι, όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο των δεσμεύσεων, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε τη συνήθη μέθοδο ελέγχου που προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, όπως αυτή περιγράφεται στα σημεία 40 έως 42 των παρουσών προτάσεων, υπενθυμίζοντας στη σκέψη 420 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ότι ο ρόλος της Επιτροπής (και, κατά μείζονα λόγο, αυτός του δικαστή της Ένωσης στο πλαίσιο της εξετάσεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως) είναι να μεριμνά ώστε οι δεσμεύσεις να είναι κατάλληλες προκειμένου να αντιμετωπιστούν επαρκώς οι διαπιστωθείσες ανησυχίες σχετικά με τον ανταγωνισμό, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, ήτοι της σοβαρότητας των ανησυχιών αυτών, της εκτάσεώς τους και των συμφερόντων τρίτων (27).

54.      Δεύτερον, μολονότι στη σκέψη 420 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως δεν υπάρχει ρητή αναφορά στην αρχή της ενεργειακής ασφάλειας κατά την εξέταση των δεσμεύσεων που ανέλαβε η Gazprom, εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ρητώς ότι η ανάληψη δεσμεύσεων κατόπιν διαδικασίας βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 «ουδέποτε [θα μπορούσε] να οδηγήσει σε αποτέλεσμα αντίθετο προς τις ειδικές διατάξεις των Συνθηκών» (28). Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, αφενός, ότι η διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής περιοριζόταν από την υποχρέωση να ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ και τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και, αφετέρου, αναγνώρισε την αρμοδιότητα της Επιτροπής να ελέγχει εάν οι δεσμεύσεις αυτές καθεαυτές αντιβαίνουν σε άλλες διατάξεις της Συνθήκης, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

55.      Τρίτον, διαπιστώνεται ότι, στη σκέψη 422 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, στην προκείμενη περίπτωση, στον βαθμό που η Επιτροπή είχε θεωρήσει ότι οι δεσμεύσεις που ανέλαβε η Gazprom ήταν κατάλληλες και επαρκείς υπό το πρίσμα των αντιρρήσεων σχετικά με τον ανταγωνισμό που είχαν διατυπωθεί, «δεν ήταν υποχρεωμένη να διερευνήσει περισσότερες πρακτικές της Gazprom ή να απαιτήσει από την Gazprom πλέον επαχθείς δεσμεύσεις προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι στόχοι της ενεργειακής πολιτικής της Ένωσης». Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η «ενδεχόμενη συνεκτίμηση των στόχων αυτών κατά την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης δεν μπορεί να δικαιολογήσει την επιβολή τέτοιων θετικών υποχρεώσεων στην Επιτροπή».

56.      Συμμερίζομαι την κρίση αυτή.

57.      Πράγματι, το γεγονός ότι η διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής περιορίζεται από την υποχρέωσή της να ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις των Συνθηκών συνεπάγεται, κατ’ ουσίαν, υποχρέωση του εν λόγω θεσμικού οργάνου, οσάκις ενεργεί στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, να εξακριβώνει κατά πόσον οι δεσμεύσεις τις οποίες προτίθεται να αποδεχθεί και τις οποίες θεωρεί ικανές να άρουν επαρκώς τις σχετικές με τον ανταγωνισμό αντιρρήσεις της Επιτροπής δεν θα μπορούσαν να θίξουν άλλες διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ, περιλαμβανομένου, εν προκειμένω, του άρθρου 194 ΣΛΕΕ.

58.      Κατ’ ακολουθίαν, η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί δεσμεύσεις οι οποίες θα καταστρατηγούσαν ενδεχομένως το άρθρο 194 ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, θα υπονόμευαν τους επιδιωκόμενους με την αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης στόχους ή τη διασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού της Ένωσης, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι οι δεσμεύσεις αυτές θα μπορούσαν να άρουν τις σχετικές με τον ανταγωνισμό αντιρρήσεις της Επιτροπής εντός της σχετικής αγοράς (29). Τούτο, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι έχει την εξουσία η Επιτροπή, ενεργώντας ως ρυθμιστική αρχή ανταγωνισμού στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπεται στον κανονισμό 1/2003, να επιβάλει υποχρεώσεις ανεξάρτητες και πέραν εκείνων που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση των προβλημάτων ανταγωνισμού που εντοπίστηκαν στο πλαίσιο της έρευνας που διεξήγαγε (και τα οποία έχουν ως αιτία πολιτικές διαφορετικές από εκείνες του δικαίου του ανταγωνισμού) απαιτώντας στη βάση αυτή πλέον επαχθείς δεσμεύσεις.

59.      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αρνούμενο, στη σκέψη 422 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, να εξομοιώσει την εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογή της αρχής της ενεργειακής αλληλεγγύης με την επιβολή σ’ αυτήν σχετικών θετικών υποχρεώσεων οι οποίες βαίνουν πέραν του πλαισίου των αιτιάσεων που προβλήθηκαν κατά της Gazprom ή με την επιβολή πλέον επαχθών δεσμεύσεων.

60.      Επισημαίνεται επ’ αυτού ότι η αναιρεσείουσα, παραδεχόμενη τόσο στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης δεν πρέπει να εξομοιώνεται με την επιβολή στην Επιτροπή θετικών υποχρεώσεων πέραν του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της στον τομέα της πολιτικής ανταγωνισμού, δεν αμφισβητεί κατά τα φαινόμενα τη θέση που έλαβε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 422 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Η αναιρεσείουσα επισημαίνει μεν ότι τόσο η Επιτροπή όσο και το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψαν να λάβουν υπόψη τους την αρχή της ενεργειακής αλληλεγγύης που διατυπώνεται στο άρθρο 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εντούτοις, δεν διευκρινίζει κατά ποιον τρόπο δεν συμμορφώνεται η επίδικη απόφαση ή η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προς τους ειδικούς στόχους της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας ούτε με ποιον τρόπο παραβιάζουν οι δεσμεύσεις τη συγκεκριμένη διάταξη ή αντιβαίνουν, αυτές καθεαυτές, στην αρχή της ενεργειακής ασφάλειας. Πράγματι, η αναιρεσείουσα περιορίζεται να υπενθυμίσει τη σημασία της αρχής αυτής και να αναφέρει ότι η Επιτροπή και το Γενικό Δικαστήριο όφειλαν να τη λάβουν υπόψη τους κατά την εξέταση των δεσμεύσεων που ανέλαβε η Gazprom, χωρίς να προσδιορίζει το αναλυτικό πλαίσιο και την ακριβή ερμηνεία την οποία θα έπρεπε να υιοθετήσει η Επιτροπή καθώς και με ποιον τρόπο θα μπορούσε να καταλήξει σε συμπέρασμα διαφορετικό από εκείνο στο οποίο κατέληξαν η Επιτροπή και το Γενικό Δικαστήριο.

61.      Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ούτε όταν έκρινε, στις σκέψεις 423 και 424 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η επίδικη απόφαση και οι εν λόγω δεσμεύσεις δεν εμποδίζουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης ή τα κράτη μέλη να ενεργήσουν με άλλους τρόπους για την αντιμετώπιση των εντοπισθέντων από τη νυν αναιρεσείουσα προβλημάτων (30). Πράγματι, τίποτε δεν εμποδίζει ως προς αυτό τα θεσμικά όργανα της Ένωσης ή τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, οι οποίες, εξάλλου, διαθέτουν αρμοδιότητες παράλληλες με εκείνες της Επιτροπής στον τομέα της πολιτικής για την ενέργεια και οι οποίες, ως εκ τούτου, είναι εξ ορισμού σε καταλληλότερη θέση προκειμένου να παρεμβαίνουν για να τροποποιήσουν τις κανονιστικές ρυθμίσεις στον συγκεκριμένο τομέα ή, κατά περίπτωση, προκειμένου να διασφαλίσουν την τήρηση συγκεκριμένων κανονιστικών ρυθμίσεων στον τομέα της ενέργειας (31).

62.      Τέταρτον και τελευταίον, κατά το μέρος που η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να προσάψει στην Επιτροπή ότι δεν αιτιολόγησε επαρκώς την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το ζήτημα του εάν είναι σύμφωνη με το άρθρο 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η συγκεκριμένη αιτίαση πρέπει επίσης να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, το γεγονός ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν αναφέρθηκε ρητώς στο άρθρο 194 ΣΛΕΕ και στους επιδιωκόμενους με τη διάταξη αυτή στόχους δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως άρνηση ή παράλειψη του θεσμικού αυτού οργάνου να λάβει υπόψη τον τομέα της ενέργειας. Όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 427 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, δεν μπορεί να αναμένεται από την Επιτροπή να εκθέτει συστηματικά τους λόγους για τους οποίους μια απόφαση είναι σύμφωνη με το σύνολο των ειδικότερων διατάξεων των Συνθηκών οι οποίες, χωρίς μεν να αποτελούν τη νομική βάση της επίμαχης πράξεως, θα μπορούσαν ενδεχομένως να έχουν σχέση με το πραγματικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο η πράξη αυτή εντάσσεται.

63.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω να απορριφθούν το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως καθώς και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως ως αβάσιμοι.

Γ.      Επί της διαδικαστικής μεταχειρίσεως της ΚΑ στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003

64.      Το δεύτερο ζήτημα το οποίο πρέπει, κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, να εξεταστεί στο πλαίσιο των παρουσών στοχευμένων προτάσεων, αφορά τη διαδικαστική μεταχείριση της ΚΑ στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 υπό το πρίσμα των σχετικών διαπιστώσεων του Γενικού Δικαστηρίου, οι οποίες πρέπει να υπομνησθούν εν συντομία.

1.      Επί της προσεγγίσεως του Γενικού Δικαστηρίου

65.      Πρέπει προκαταρκτικώς να υπομνησθεί ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή είχε αρχικώς κινήσει διαδικασία κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ λόγω της εικαζόμενης παράβασης του τελευταίου αυτού άρθρου από την Gazprom στις αγορές φυσικού αερίου της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, γεγονός που συνεπαγόταν την αποστολή ΚΑ (32). Εν προκειμένω, η ΚΑ οδήγησε την Gazprom να προτείνει στην Επιτροπή δεσμεύσεις επί τη βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι οι τελικές δεσμεύσεις που εγκρίθηκαν με την επίδικη απόφαση δεν περιείχαν καμία αναφορά στις αιτιάσεις ως προς τον αγωγό Yamal, οι οποίες, μολονότι είχαν αρχικώς περιληφθεί στην ΚΑ, εντούτοις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αποσύρθηκαν από την Επιτροπή με την αιτιολογία ότι δεν επιβεβαιώθηκαν οι προκαταρκτικές ως προς την τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού αντιρρήσεις της (33).

66.      Στο πλαίσιο της προσφυγής τους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η αναιρεσείουσα, υποστηριζόμενη από τη Δημοκρατία της Πολωνίας, επέκρινε την Επιτροπή για την απόσυρση των αιτιάσεων ως προς τον αγωγό Yamal και, κατά συνέπεια, για τη μη ανάληψη δεσμεύσεων ως προς τις συγκεκριμένες αιτιάσεις (34). Τα εν λόγω διάδικα μέρη εκτιμούσαν, εξάλλου, ότι, αντιθέτως προς την προσέγγιση που ακολούθησε η Επιτροπή, η τελευταία όφειλε να αιτιολογήσει τη μη ανάληψη δεσμεύσεως ή δεσμεύσεων προς απάντηση στις αιτιάσεις ως προς τον αγωγό Yamal.

67.      Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε μεν την προσφυγή της νυν αναιρεσείουσας όσον αφορά την αιτιολόγηση της απόσυρσης των αρχικών αιτιάσεων ως προς τον αγωγό Yamal και την απουσία δεσμεύσεως ή δεσμεύσεων σχετικά με τις εν λόγω αιτιάσεις, κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν διέπραξε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, πλην όμως, στη σκέψη 83 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως διαπίστωσε ότι «υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως και, ειδικότερα, ελλείψει αναθεωρημένης προκαταρκτικής εκτιμήσεως, το άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003 επέβαλε στην Επιτροπή, αντιθέτως προς όσα η ίδια υποστηρίζει, να επικαλεστεί λόγους που να δικαιολογούν τη μη ανάληψη δεσμεύσεως ως απάντηση στις αιτιάσεις ως προς τον αγωγό Yamal» (35). Ωστόσο, στη σκέψη 85 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή έχει εκπληρώσει την υποχρέωση αιτιολογήσεως, παραθέτοντας στη σκέψη 138 της επίδικης αποφάσεως τους λόγους για τους οποίους δεν επέβαλε την ανάληψη δεσμεύσεως ως απάντηση στις αιτιάσεις ως προς τον αγωγό Yamal.

68.      Η Επιτροπή, από την πλευρά της, μολονότι διατηρεί επί του σημείου αυτού αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία του Γενικού Δικαστηρίου, υποστηρίζει εντούτοις ότι το σφάλμα στο οποίο υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι τέτοιο που να μπορεί να οδηγήσει σε αναίρεση, έστω και εν μέρει, της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, δεδομένου ότι πλήττεται μόνον το σκεπτικό της αποφάσεως, ενώ το διατακτικό της ερείδεται σε άλλες νομικές σκέψεις. Ως εκ τούτου, εφόσον κριθεί απαραίτητο, το μόνο που απαιτείται είναι η κατά το ενδεδειγμένο μέτρο αντικατάσταση της αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

2.      Επί των γενικών κανόνων που διέπουν τη διαδικαστική μεταχείριση της ΚΑ στο πλαίσιο του κανονισμού 1/2003

69.      Υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι η ΚΑ αποτελεί επίσημο στάδιο των ερευνών που διεξάγει η Επιτροπή σχετικά με εικαζόμενες παραβάσεις των κανόνων του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης, το οποίο προηγείται της εκδόσεως αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται η ύπαρξη παραβάσεως των εν λόγω κανόνων. Στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, όπως αυτή προβλέπεται στον κανονισμό 1/2003, η ΚΑ συνίσταται σε διαδικαστική και προπαρασκευαστική πράξη η οποία ορίζει το αντικείμενο της διοικητικής διαδικασίας που κινεί η Επιτροπή και με την οποία η τελευταία ενημερώνει εγγράφως την εμπλεκόμενη επιχείρηση για τις αιτιάσεις που διατυπώνονται εναντίον της (36).

70.      Ως προκαταρκτικό στάδιο της διαδικασίας, η αποστολή της ΚΑ ουδόλως προδικάζει την έκβαση της έρευνας που διεξάγει η Επιτροπή. Συνεπώς, η ΚΑ, λόγω της φύσεώς της, είναι προσωρινή και ενδέχεται να τροποποιηθεί κατά την αξιολόγηση στην οποία θα προβεί εν συνεχεία η Επιτροπή βάσει των παρατηρήσεων που θα της υποβάλουν ως απάντηση τα μέρη και βάσει άλλων διαπιστώσεων περί τα πραγματικά περιστατικά. Επομένως, η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από τις νομικές εκτιμήσεις ή τις εκτιμήσεις περί τα πραγματικά περιστατικά που περιλαμβάνονται στην ΚΑ και, ως εκ τούτου, είναι απολύτως θεμιτό να αποσύρει ορισμένες αιτιάσεις, οι οποίες δεν μπορούν εξ ορισμού να αποτελέσουν πλέον αντικείμενο ένδικης αμφισβητήσεως (37).

71.      Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι, μετά την απόφαση IBM κατά Επιτροπής (38), αποτελεί πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ότι η ΚA δεν μπορεί, λόγω της φύσεώς της και των έννομων αποτελεσμάτων της, να θεωρηθεί ως απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ κατά της οποίας μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως (39). Όπως προκύπτει ειδικότερα από τη νομολογία αυτή, συνιστούν πράξεις ή αποφάσεις κατά των οποίων μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως μόνο μέτρα τα οποία καθορίζουν οριστικώς τη θέση του θεσμικού οργάνου κατά το πέρας της εν λόγω διαδικασίας και όχι τα ενδιάμεσα μέτρα σκοπός των οποίων είναι η προετοιμασία της τελικής αποφάσεως, δεδομένου ότι μόνον τα τελικά μέτρα είναι ικανά να παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα και να επηρεάσουν τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που εμπλέκονται στην έρευνα αυτή (40).

72.      Όσον αφορά, δεύτερον, τα αντίστοιχα δικαιώματα των εμπλεκομένων στη διοικητική διαδικασία που διεξάγει η Επιτροπή στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή υποχρεούται μεν να σέβεται τα δικαιώματα των τρίτων, εντούτοις, η συγκεκριμένη διαδικασία αφορά κυρίως την επιχείρηση σε βάρος της οποίας κινήθηκε η έρευνα, η οποία είναι εξάλλου ο μοναδικός αποδέκτης της ΚΑ (και εν συνεχεία της τελικής αποφάσεως). Επομένως, η ΚΑ συνιστά θεμελιώδη διαδικαστική εγγύηση σκοπός της οποίας είναι να ενημερώσει το εν λόγω εμπλεκόμενο μέρος για τις αιτιάσεις που του προσάπτονται ώστε να του παράσχει τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμά του άμυνας (41).

73.      Ειδικότερα, ενώ πρέπει να αποστέλλεται συμπληρωματική ΚΑ όταν η Επιτροπή προτίθεται να διατυπώσει νέες αιτιάσεις οι οποίες δεν είχαν περιληφθεί στην αρχική ΚΑ, προκειμένου να διασφαλιστούν και να προστατευθούν τα δικαιώματα άμυνας της εμπλεκόμενης επιχείρησης παρέχοντάς της τη δυνατότητα να απαντήσει επισήμως στα νέα αποδεικτικά στοιχεία που αναφάνηκαν (42), ουδεμία σχετική υποχρέωση υφίσταται στην αντίστροφη περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή προτίθεται να αποσύρει μία ή περισσότερες αιτιάσεις (43). Εξάλλου, η Επιτροπή δεν οφείλει να αιτιολογήσει στην τελική της απόφαση την απόσυρση αιτιάσεων οι οποίες είχαν περιληφθεί στην αρχική ΚΑ (44).

3.      Επί της διαδικαστικής μεταχείρισης της ΚΑ στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003

74.      Όσον αφορά τη διαδικασία αναλήψεως δεσμεύσεων, το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 προβλέπει ότι οι δεσμεύσεις που προσφέρονται να αναλάβουν τα μέρη πρέπει να είναι ικανές να άρουν τις αντιρρήσεις της Επιτροπής κατά την προκαταρκτική της εκτίμηση.

75.      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 79 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η ΚΑ λειτούργησε ως προκαταρκτική εκτίμηση (45) και έκρινε, στη σκέψη 83 της ίδιας αποφάσεως, ότι, ελλείψει αναθεωρημένης προκαταρκτικής εκτιμήσεως που να επιβεβαιώνει την απόσυρση των αιτιάσεων ως προς τον αγωγό Yamal, το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 επέβαλε στην Επιτροπή να επικαλεστεί λόγους που να δικαιολογούν τη μη ανάληψη δεσμεύσεως ως απάντηση στις αιτιάσεις αυτές (46).

76.      Μολονότι το άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003 προβλέπει, πράγματι, συσχέτιση μεταξύ των δεσμεύσεων και της προκαταρκτικής εκτιμήσεως στην οποία προβαίνει η Επιτροπή, στον βαθμό που οι δεσμεύσεις αυτές αποσκοπούν στην άρση των αντιρρήσεων που διατυπώνονται στην προκαταρκτική εκτίμηση, εντούτοις, η προσέγγιση που προκρίνει το Γενικό Δικαστήριο δυσχερώς κατά τα φαινόμενα συμβιβάζεται τόσο με το γράμμα του κανονισμού 1/2003 (47) όσο και με τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το δικαίωμα ακροάσεως που υπομνήσθηκε στο σημείο 73 των παρουσών προτάσεων.

77.      Το να επιβληθεί στην Επιτροπή η υποχρέωση να απευθύνει ένα συμπληρωματικό έγγραφο στον αποδέκτη της αποφάσεως περί αναλήψεως δεσμεύσεων κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της κοινοποιήσεως της ΚΑ και της εκδόσεως της τελικής αποφάσεως θα ήταν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, υπερβολικά τυπολατρικό, εάν το εν λόγω έγγραφο ανέφερε απλώς ότι η Επιτροπή έχει αποσύρει ορισμένη αιτίαση. Πέραν του ότι μια τέτοια πρωτοβουλία δεν είναι αναγκαία για τη διασφάλιση των διαδικαστικών δικαιωμάτων της εμπλεκόμενης επιχείρησης, δεν παρουσιάζει και κανένα ενδιαφέρον γι’ αυτήν (48). Τυχόν αντίθετη ερμηνεία του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 θα έθετε επίσης υπό αμφισβήτηση τον χαρακτηρισμό της ΚΑ ως προπαρασκευαστικού εγγράφου, ενώ η ΚΑ έχει, ως εκ της φύσεώς της, προσωρινό χαρακτήρα και θα ενείχε τον κίνδυνο να καθίσταται η διαδικασία αναλήψεως δεσμεύσεων άκυρη υπό ορισμένες περιστάσεις, όπως το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο αναγνωρίζει στις σκέψεις 81 και 82 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως (49).

78.      Εξάλλου, από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το δικαίωμα ακροάσεως, η οποία υπομνήσθηκε στα σημεία 72 και 73 των παρουσών προτάσεων, προκύπτει ότι δεν απαιτείται συμπληρωματική αιτιολόγηση των λόγων για τους οποίους, εν τέλει, η Επιτροπή στην τελική απόφασή της δεν εμμένει σε ορισμένες από τις αιτιάσεις που είχαν προηγουμένως διατυπωθεί στην ΚΑ. Συγκεκριμένα, η υποχρέωση της Επιτροπής να αιτιολογεί τις αποφάσεις που εκδίδει βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 επιβάλλει απλώς στο εν λόγω θεσμικό όργανο να εκθέτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που το οδήγησαν στη διαπίστωση ότι οι δεσμεύσεις ήταν επαρκείς για την άρση των σχετικών με τον ανταγωνισμό αντιρρήσεων που διαπιστώθηκαν κατά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας που ολοκληρώθηκε με την έκδοση της τελικής του αποφάσεως, χωρίς το εν λόγω θεσμικό όργανο να υποχρεούται να παράσχει εξηγήσεις για τυχόν διαφορές σε σχέση με τις προσωρινές εκτιμήσεις που είχε διατυπώσει στην ΚΑ (50).

79.      Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι ούτε η απουσία μιας αναθεωρημένης προκαταρκτικής εκτιμήσεως αλλά ούτε και η μη αιτιολόγηση εκ μέρους της Επιτροπής της απόσυρσης των αιτιάσεων ως προς τον αγωγό Yamal και η απουσία των σχετικών με αυτές δεσμεύσεων θα μπορούσαν να θίξουν τα διαδικαστικής φύσεως δικαιώματα τρίτων (51).

80.      Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας που οδήγησε στην επίδικη απόφαση, μόνον η Gazprom μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εμπλεκόμενο μέρος» κατά την έννοια του κανονισμού 1/2003, ενώ όλα τα άλλα μέρη, συμπεριλαμβανομένης της αναιρεσείουσας, έχουν απλώς και μόνο διαδικαστικά δικαιώματα, τα οποία είναι πιο περιορισμένα από εκείνα ενός «ενδιαφερόμενου τρίτου» (52). Όπως επισημάνθηκε από το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 78 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, μοναδικός αποδέκτης της προκαταρκτικής εκτιμήσεως που μνημονεύεται στο άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003 (υπό τη μορφή είτε ΚΑ είτε άλλου εγγράφου) είναι η επιχείρηση την οποία αφορά η έρευνα της Επιτροπής, η εκτίμηση δε αυτή αποτελεί τη βάση προκειμένου να κρίνει η εν λόγω επιχείρηση εάν είναι σκόπιμο να προσφέρει κατάλληλες δεσμεύσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων ανταγωνισμού που έχει εντοπίσει η Επιτροπή και για να μπορέσει να προσδιορίσει ακριβέστερα τις δεσμεύσεις αυτές (53). Εξάλλου, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 137 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, καμία διάταξη των κανονισμών 1/2003 ή 773/2004 δεν απαιτεί από την Επιτροπή να ενημερώνει επισήμως τους ενδιαφερομένους τρίτους όταν, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, αποσύρει ορισμένες αιτιάσεις κατά της εμπλεκόμενης επιχείρησης.

81.      Επιβάλλεται, επίσης, η διαπίστωση ότι, όσον αφορά τη διοικητική διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή κοινοποίησε μη εμπιστευτικό κείμενο της ΚΑ στην αναιρεσείουσα, η οποία, εξάλλου, έτυχε και ακροάσεως ως ενδιαφερόμενο μέρος στο πλαίσιο της διαδικασίας διαβουλεύσεως με την αγορά που προβλέπει το άρθρο 27, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, η διαβούλευση δε αυτή συνιστά προϋπόθεση προκειμένου η Επιτροπή να έχει τη δυνατότητα, με σχετική απόφαση, να καταστήσει τις δεσμεύσεις υποχρεωτικές (54). Επιπλέον, η αναιρεσείουσα προσέβαλε την επίδικη απόφαση επί τη βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, μεταξύ άλλων και όσον αφορά την απόσυρση των αιτιάσεων ως προς τον αγωγό Yamal και τη μη ανάληψη δεσμεύσεων σχετικά με αυτές (55).

82.      Το γεγονός ότι η ΚΑ λειτούργησε, στην υπό κρίση υπόθεση, ως προκαταρκτική εκτίμηση κατά την έννοια του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 δεν είναι δυνατό να κλονίσει τις προηγούμενες διαπιστώσεις. Και τούτο διότι ουδεμία διάταξη του εν λόγω κανονισμού αλλά ούτε και η ερμηνεία του τελευταίου από το Δικαστήριο δικαιολογεί τυχόν διαφορετική μεταχείριση της ΚΑ αναλόγως του εάν αυτή αποτέλεσε τη βάση σε απόφαση εκδοθείσα σύμφωνα με το άρθρο 7 ή σε απόφαση εκδοθείσα σύμφωνα με το άρθρο 9 του εν λόγω κανονισμού (56).

83.      Παρά τις εκτιμήσεις αυτές, τίποτε δεν εμποδίζει την Επιτροπή, εφόσον το κρίνει αναγκαίο υπό το πρίσμα των ιδιαιτέρων περιστάσεων μιας υποθέσεως, να παραθέσει τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε την απόσυρση μιας αιτιάσεως και να αιτιολογήσει τη μη ανάληψη δεσμεύσεων ως προς την αιτίαση αυτή, όπως έπραξε στα σημεία 184 και 185 της επίδικης αποφάσεως. Μολονότι μια τέτοια υποχρέωση δεν απορρέει ρητώς από τους κανονισμούς 1/2003 και 773/2004 ούτε από τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου, εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι η αρχή της χρηστής διοικήσεως, όπως επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, θα μπορούσε να δικαιολογήσει μια τέτοια προσέγγιση λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της κάθε υποθέσεως (57).

84.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι είναι εσφαλμένη η προσέγγιση που προέκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 83 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, κατά την οποία η Επιτροπή όφειλε να τροποποιήσει το περιεχόμενο της ΚΑ, η οποία λειτουργεί ως προκαταρκτική εκτίμηση πριν από την έκδοση της τελικής αποφάσεως (ακόμη και όταν αποσύρεται ορισμένη αιτίαση) ή, κατά περίπτωση, να αιτιολογήσει την απόσυρση ορισμένων αιτιάσεων οι οποίες δεν περιλήφθηκαν στην τελική απόφαση.

85.      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, σε περίπτωση κατά την οποία το σκεπτικό αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, πλην όμως το διατακτικό της είναι ορθό για άλλους νομικούς λόγους, η παραβίαση αυτή δεν μπορεί να επιφέρει αναίρεση της οικείας αποφάσεως και πρέπει, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, να γίνει αντικατάσταση αιτιολογίας (58). Επισημαίνεται ως προς αυτό ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το αίτημα αντικατάστασης σημείων του σκεπτικού είναι παραδεκτό, στο μέτρο που προβάλλεται ως άμυνα σε ισχυρισμό που προβάλλει ο προσφεύγων (59). Εν προκειμένω, στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι η απόσυρση των αιτιάσεων ως προς τον αγωγό Yamal συνετέλεσε στην ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως εκ μέρους της Επιτροπής η οποία δεν έγινε δεκτή ως λόγος ακυρώσεως από το Γενικό Δικαστήριο, οπότε υπάρχει σαφής σχέση μεταξύ του συγκεκριμένου λόγου αναιρέσεως και του αιτήματος της Επιτροπής για αντικατάσταση σημείων του σκεπτικού, το οποίο πρέπει να γίνει δεκτό εν προκειμένω.

86.      Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι ο δικαστικός έλεγχος που σκοπό έχει να εκτιμηθεί κατά πόσον η Επιτροπή ορθώς διέγνωσε ότι οι δεσμεύσεις αντιστοιχούν στις αντιρρήσεις που είχε εγείρει, πρέπει να λαμβάνει υπόψη τυχόν αντιρρήσεις που εξακολουθούσε να διατηρεί η Επιτροπή κατά την έκδοση της αποφάσεως περί περατώσεως της διαδικασίας και όχι τις αντιρρήσεις τις οποίες ενδεχομένως απέσυρε μετά την ακρόαση της εμπλεκόμενης επιχείρησης και αφού έλαβε γνώση της θέσεώς της επί του ζητήματος αυτού (60). Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, οι σχετικές με τον ανταγωνισμό αντιρρήσεις, όπως διατυπώνονται στην ΚΑ, δεν μπορούν να αποτελέσουν κριτήριο για τον έλεγχο της νομιμότητας μιας αποφάσεως της Επιτροπής (μεταξύ άλλων και μιας αποφάσεως επί τη βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003). Όπως διευκρινίστηκε στα σημεία 69 έως 73 των παρουσών προτάσεων, τυχόν αντίθετη ερμηνεία, συνιστάμενη στο να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή δεσμεύεται από τις προκαταρκτικές αντιρρήσεις της όπως αυτές διατυπώνονται στην ΚΑ, δεν θα ήταν σύμφωνη προς το δικαίωμα ακροάσεως του αποδέκτη, και ειδικότερα προς την ίδια τη λειτουργία του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003.

87.      Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας που ανέπτυξε η αναιρεσείουσα προς στήριξη των δύο πρώτων σκελών του πρώτου λόγου αναιρέσεως, καθώς και του τρίτου λόγου αναιρέσεως, που βασίζονται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι η επάρκεια των δεσμεύσεων που πρότεινε να αναλάβει η Gazprom έπρεπε να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα των σχετικών με τον ανταγωνισμό αντιρρήσεων που είχε διατυπώσει η Επιτροπή στην ΚΑ.

Δ.      Επί του ελέγχου από το Γενικό Δικαστήριο της υπάρξεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως (πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως)

88.      Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η έλλειψη σφαιρικής αναλύσεως εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ως προς την επάρκεια των δεσμεύσεων συνεπάγεται εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας «πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως». Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε σφαιρική εξέταση, αφενός, του συνόλου των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, και ειδικότερα των διαφόρων δεσμεύσεων και των αιτιάσεων που προβλήθηκαν εναντίον των δεσμεύσεων αυτών, ανεξαρτήτως της εξατομικευμένης αναλύσεως εκάστης εξ αυτών, και, αφετέρου, του σωρευτικού αποτελέσματος όλων των παρατυπιών (ή μη προδήλων σφαλμάτων) που το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο είχε εντοπίσει στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου της επάρκειας των δεσμεύσεων.

89.      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι ο προσφεύγων που ζητεί την ακύρωση αποφάσεως που εξέδωσε η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 οφείλει να αποδείξει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως (61). Ωστόσο, μολονότι η αναιρεσείουσα αναφέρει απλώς και αφηρημένως ότι μια σφαιρική ανάλυση θα οδηγούσε σε διαφορετικό αποτέλεσμα από εκείνο στο οποίο κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο, γεγονός παραμένει ότι η αναιρεσείουσα δεν αποδεικνύει κάτι τέτοιο και, κυρίως, δεν αποδεικνύει την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στην οποία έχει υποπέσει το Γενικό Δικαστήριο (62).

90.      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, ούτε από την επίδικη απόφαση ούτε από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή ή το Γενικό Δικαστήριο δεν προέβησαν σε σφαιρική ανάλυση των δεσμεύσεων που αποδέχτηκε να αναλάβει η Gazprom.

91.      Πρέπει να παρατηρηθεί, πρώτον, όσον αφορά την Επιτροπή, ότι η σφαιρική προσέγγισή της στο πλαίσιο της εξετάσεως των δεσμεύσεων προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 160 έως 164 της επίδικης αποφάσεως. Στη συνέχεια, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η επιλογή του εν λόγω θεσμικού οργάνου να εκθέσει λεπτομερώς την αναλογικότητα εκάστης δεσμεύσεως σε σχέση με τις αντιρρήσεις που το ίδιο είχε διατυπώσει δεν είναι δυνατό να αναιρέσει τον σφαιρικό χαρακτήρα της προσέγγισής του. Ειδικότερα, δεδομένων των διάφορων, αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, πρακτικών που διαπίστωσε η Επιτροπή και του περίπλοκου και τεχνικού χαρακτήρα των σχετικών αγορών, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι επιδίωξε να αντιμετωπίσει την αντίθετη προς τον ανταγωνισμό στρατηγική της Gazprom προχωρώντας σταδιακά, μέσω μέτρων που αφορούσαν ειδικά καθεμία από αυτές τις πρακτικές, προκειμένου να εξουδετερώσει την εν λόγω στρατηγική (63). Τούτο δεν σημαίνει ότι, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή είχε παραλείψει να προβεί σε σφαιρική ανάλυση.

92.      Το αυτό ισχύει και όσον αφορά το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον από τις σκέψεις 195 έως 202 και 310 έως 319, αντιστοίχως, της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε σφαιρική εκτίμηση τόσο των τιμολογιακών δεσμεύσεων όσο και των σχετικών με τους εδαφικούς περιορισμούς δεσμεύσεων. Όσον αφορά, ειδικότερα, τις δεσμεύσεις ως προς τα σημεία παραδόσεως (οι οποίες αποτελούν μέρος των δεσμεύσεων σχετικά με τους εδαφικούς περιορισμούς), διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, αφού απέρριψε, στις σκέψεις 322 έως 397 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, τις αιτιάσεις που προέβαλαν η αναιρεσείουσα, η Overgas, η Δημοκρατία της Λιθουανίας και η Δημοκρατία της Πολωνίας ως προς την αποτελεσματικότητα και την αναλογικότητά τους, έκρινε, στη σκέψη 398 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι, ακόμη και συνολικά θεωρούμενες, οι αιτιάσεις αυτές δεν θα οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι υπήρχε πρόδηλη πλάνη.

93.      Αντιθέτως προς τις επικρίσεις που διατυπώνει η αναιρεσείουσα, η οποία υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι το αποτέλεσμα μιας σφαιρικής αναλύσεως δεν μπορεί να είναι διαφορετικό από εκείνο που προκύπτει από την ανάλυση καθεμιάς από τις επιμέρους αιτιάσεις, η προσέγγιση του Γενικού Δικαστηρίου δεν ενέχει πλάνη περί το δίκαιο.

94.      Συγκεκριμένα, στον βαθμό που το Γενικό Δικαστήριο, κατόπιν εξατομικευμένης και λεπτομερούς εκτιμήσεως καθεμιάς από τις αιτιάσεις που προέβαλαν τα μέρη, δεν διαπιστώνει κανένα σφάλμα στην εκτίμηση της Επιτροπής και επιβεβαιώνει την επάρκεια των δεσμεύσεων σε σχέση με τις αντιρρήσεις που διατύπωσε η Επιτροπή σχετικά με τον ανταγωνισμό, η σφαιρική εκτίμηση των δεσμεύσεων αυτών δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικό αποτέλεσμα από εκείνο που προκύπτει από την εξατομικευμένη ανάλυσή τους, πολλώ δε μάλλον στη διαπίστωση πρόδηλου σφάλματος. Επομένως, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως θα μπορούσε από εννοιολογικής απόψεως να υφίσταται μόνον εφόσον το Γενικό Δικαστήριο είχε διαπιστώσει ότι τουλάχιστον μία από τις δεσμεύσεις που είχε αποδεχθεί η Επιτροπή ήταν απρόσφορη και θα μπορούσε επίσης να θέσει υπό αμφισβήτηση και άλλες δεσμεύσεις, εφόσον αποδεικνυόταν ότι συνδέονται μεταξύ τους. Τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει εν προκειμένω.

95.      Τρίτον, απορριπτέο είναι και το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον δεν έλαβε υπόψη το σωρευτικό αποτέλεσμα όλων των σφαλμάτων που το ίδιο εντόπισε κατά την εκτίμηση των δεσμεύσεων, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την ερμηνεία της έννοιας «πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως».

96.      Πρέπει να σημειωθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της εκ μέρους του εξετάσεως της επάρκειας των δεσμεύσεων ως προς τα σημεία παραδόσεως, επισήμανε όντως ορισμένες παρατυπίες κατά την εκτίμηση των εν λόγω δεσμεύσεων από την Επιτροπή, χωρίς ωστόσο να κρίνει ότι οι περιστάσεις αυτές είναι ικανές να επηρεάσουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την αποτελεσματικότητα των εν λόγω δεσμεύσεων. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι επικρίσεις σχετικά με την εκτίμηση της Επιτροπής που διατυπώνεται, μεταξύ άλλων, στα σημεία 295, 358 και 362 της επίδικης αποφάσεως, αφορούν περισσότερο τη μεθοδολογική προσέγγιση που υιοθέτησε η Επιτροπή στο πλαίσιο της αναλύσεώς της παρά την ανεπάρκεια των δεσμεύσεων.

97.      Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι η πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, όπως και ο ίδιος ο όρος υποδηλώνει, προϋποθέτει την ύπαρξη όχι οποιασδήποτε παρατυπίας ή παράλειψης εκ μέρους της Επιτροπής αλλά τέτοιας φύσεως πλάνη η οποία φθάνει σε ένα ορισμένο όριο σοβαρότητας ώστε να τίθεται υπό αμφισβήτηση η ορθότητα της αναλύσεως που διενήργησε η Επιτροπή και, κατά συνέπεια, η ίδια η νομιμότητα της αποφάσεως που αυτή εξέδωσε. Επομένως, ο έλεγχος για πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως δεν αποσκοπεί στο να διασφαλίσει ότι η ανάλυση της Επιτροπής είναι απαλλαγμένη από οποιαδήποτε παρατυπία, καθόσον της έχει παρασχεθεί ένα ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως, υπό την προϋπόθεση ότι δεν γίνεται υπέρβαση του ορίου του προδήλου (64).

98.      Εν πάση περιπτώσει, στον βαθμό που το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι παρατυπίες αυτές δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση την επάρκεια των δεσμεύσεων ή τη νομιμότητα της επίδικης αποφάσεως, δεν μπορεί να του προσαφθεί ότι παρέλειψε να διαπιστώσει την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως. Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι Orlen και Overgas, δεν υφίσταται κανένα στοιχείο από το οποίο να μπορεί να διαπιστωθεί ότι η ύπαρξη πολλαπλών ήσσονος σημασίας σφαλμάτων (εξεταζόμενων από κοινού) συνεπάγεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

99.      Υπό τα δεδομένα αυτά, φρονώ ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε πρόδηλη πλάνη ως προς το ζήτημα αυτό.

VII. Πρόταση

100. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει ως αβάσιμο το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως και το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      ΕΕ 2018, C 258, σ. 6. Η ενοποιημένη έκδοση της αποφάσεως της Επιτροπής (διαθέσιμη μόνο στην αγγλική γλώσσα) είναι διαθέσιμη στην ακόλουθη ηλεκτρονική διεύθυνση: https://ec.europa.eu/competition/antitrust/cases/dec_docs/39816/39816_10148_3.pdf.


3      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).


4      Η διοικητική διαδικασία της έρευνας αυτής καταχωρίστηκε με την ένδειξη «Υπόθεση AT.39816 – Προμήθειες φυσικού αερίου από αγορές προηγούμενου σταδίου στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη» (στο εξής: υπόθεση ΑΤ.39816).


5      Κανονισμός της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2004, L 123, σ. 18).


6      Βλ. σημεία 10 έως 12 των παρουσών προτάσεων.


7      Η διοικητική διαδικασία σχετικά με την εν λόγω έρευνα καταχωρίστηκε ως «Υπόθεση AT.40497 – Τιμή του φυσικού αερίου στην Πολωνία».


8      Το ζήτημα σχετικά με την ένταση του δικαστικού ελέγχου των αποφάσεων που εκδίδονται βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003, υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, δεν αποτελεί αντικείμενο των παρουσών στοχευμένων προτάσεων.


9      Στις παρούσες προτάσεις θα διατυπωθούν επίσης, στα σημεία 88 έως 97 αυτών, ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με την ερμηνεία της έννοιας «πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως» η οποία συζητήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως.


10      Βλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Alrosa (C‑441/07 P, στο εξής: απόφαση Alrosa, EU:C:2010:377, σκέψη 35).


11      Βλ. απόφαση Alrosa (σκέψεις 40 και 41).


12      Βλ. απόφαση Alrosa (σκέψη 94).


13      Βλ. απόφαση Alrosa (σκέψη 61).


14      Βλ. απόφαση Alrosa (σκέψη 42) και, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, Επιτροπή κατά CK Telecoms UK Investments (C‑376/20 P, EU:C:2023:561, σκέψη 124).


15      Βλ. απόφαση Alrosa (σκέψεις 60 και 67)· αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής (C‑67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψη 46), και, κατ’ αναλογίαν, στον τομέα των πράξεων συγκέντρωσης, της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala (C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 145).


16      Πρβλ. αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 2023, Επιτροπή κατά CK Telecoms UK Investments (C‑376/20 P, EU:C:2023:561, σκέψη 126), και της 10ης Ιουλίου 2014, Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής (C‑295/12 P, EU:C:2014:2062, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


17      Πρβλ. αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2014, Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής (C‑295/12 P, EU:C:2014:2062, σκέψη 54), της 6ης Νοεμβρίου 2012, Otis κ.λπ. (C‑199/11, EU:C:2012:684, σκέψεις 60 και 61), και της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Χαλκόρ κατά Επιτροπής (C‑386/10 P, EU:C:2011:815, σκέψη 54).


18      Βλ. απόφαση Alrosa (σκέψεις 60 έως 67) και απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2020, Groupe Canal + κατά Επιτροπής (C‑132/19 P, στο εξής: απόφαση Canal +, EU:C:2020:1007, σκέψεις 121 και 122).


19      Μέχρι σήμερα, μόλις πέντε υποθέσεις έχουν αχθεί ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης, όλες κατόπιν προσφυγών τρίτων κατά αποφάσεων της Επιτροπής. Πρβλ. αποφάσεις Alrosa και Canal + και αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Φεβρουαρίου 2014, CEEES και Asociación de Gestores de Estaciones de Servicio κατά Επιτροπής (T‑342/11, EU:T:2014:60), της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Morningstar κατά Επιτροπής (T‑76/14, στο εξής: απόφαση Morningstar, EU:T:2016:481), και της 2ας Φεβρουαρίου 2022, Polskie steuerrnictwo Naftowe i Gazownictwo κατά Επιτροπής (Απόρριψη καταγγελίας) (T‑399/19, EU:T:2022:44).


20      Πρβλ. απόφαση Alrosa (σκέψεις 60 έως 67).


21      Βλ. απόφαση Canal + (σκέψεις 121 και 122).


22      Στους στόχους αυτούς περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η διασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού της Ένωσης και η προώθηση της διασύνδεσης των ενεργειακών δικτύων.


23      Απόφαση Γερμανία κατά Πολωνίας (σκέψεις 43 και 47).


24      Απόφαση Γερμανία κατά Πολωνίας (σκέψη 44).


25      Πρβλ. αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2023, Meta Platforms κ.λπ. (Γενικοί όροι χρήσης κοινωνικού δικτύου) (C‑252/21, EU:C:2023:537, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), της 21ης Φεβρουαρίου 1973, Europemballage και Continental Can κατά Επιτροπής (6/72, EU:C:1973:22, σκέψη 24), και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στις υποθέσεις Albany (C‑67/96, C‑115/97 και C‑219/97, EU:C:1999:28, σημείο 179).


26      Πρβλ. απόφαση Canal + (σκέψεις 46 έως 54).


27      Ως προς το στοιχείο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο παραπέμπει ιδίως στις σκέψεις 40 και 41 της αποφάσεως Alrosa και στη σκέψη 45 της αποφάσεως Morningstar.


28      Το Γενικό Δικαστήριο είχε ήδη επισημάνει, στη σκέψη 418 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι, «[κ]ατά το άρθρο 7 ΣΛΕΕ, η Ένωση μεριμνά για τη συνοχή μεταξύ των διαφόρων πολιτικών και δράσεών της, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στόχων της [...] [στους οποίους] συγκαταλέγονται και εκείνοι του άρθρου 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ήτοι, μεταξύ άλλων, οι στόχοι της διασφάλισης του ενεργειακού εφοδιασμού της Ένωσης και της προώθησης της διασύνδεσης των ενεργειακών δικτύων».


29      Το αυτό ισχύει και στην αντίθετη περίπτωση, καθόσον μια δέσμευση που θα ήταν σύμφωνη με την αρχή της ενεργειακής ασφάλειας, αλλά δεν θα αντιμετώπιζε προσηκόντως και επαρκώς τις σχετικές με τον ανταγωνισμό αντιρρήσεις, δεν θα μπορούσε προφανώς να γίνει δεκτή από την Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003.


30      Πρβλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 13 του κανονισμού 1/2003.


31      Επισημαίνεται ότι, βάσει της οδηγίας 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 2003/55/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 211, σ. 94), στις εθνικές αρχές ανατέθηκαν συγκεκριμένες αρμοδιότητες για την προώθηση και τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου. Εξάλλου, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 424 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, σκοπός της οδηγίας (ΕΕ) 2019/692 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2019, για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/73 (ΕΕ 2019, L 117, σ. 1), είναι, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με την αιτιολογική της σκέψη 3, να αντιμετωπίσει τα εμπόδια για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου, τα οποία απορρέουν, πριν από την έκδοσή της, από τη μη εφαρμογή των ενωσιακών κανόνων της αγοράς στους αγωγούς μεταφοράς αερίου προς και από τρίτες χώρες.


32      Βλ. σκέψεις 6 έως 13 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


33      Βλ. σημείο 138 της επίδικης αποφάσεως.


34      Η αιτίαση αυτή επαναλαμβάνεται και στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα, υποστηριζόμενη εκ νέου από τη Δημοκρατία της Πολωνίας, ισχυρίζεται ότι η απόσυρση των εν λόγω αιτιάσεων συνέτεινε στην ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως εκ μέρους της Επιτροπής η οποία όμως δεν έγινε δεκτή από το Γενικό Δικαστήριο.


35      Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, εξάλλου, ότι το σφάλμα αυτό «αφορ[ούσε] το διατακτικό της εν λόγω αποφάσεως, δεδομένου ότι, ακόμη και αν οι αιτιάσεις αυτές δεν [ενέπιπταν] στο άρθρο 1, το οποίο καθιστ[ούσε] τις τελικές δεσμεύσεις υποχρεωτικές, καλύπτοντα[ν] από το άρθρο 2, το οποίο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι παρέλκει πλέον η άσκηση προσφυγής στην υπόθεση AT.39816».


36      Βλ. ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές για τη διεξαγωγή των διαδικασιών που αφορούν τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ (ΕΕ 2011, C 308, σ. 6, στο εξής: βέλτιστες πρακτικές), ιδίως σημείο 81.


37      Βλ. αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala (C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 63), και της 28ης Ιανουαρίου 2021, Qualcomm και Qualcomm Europe κατά Επιτροπής (C‑466/19 P, EU:C:2021:76, σκέψη 66).


38      Απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής (60/81, EU:C:1981:264).


39      Βλ. απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής (60/81, EU:C:1981:264, σκέψεις 10 έως 12).


40      Πρβλ. απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής (60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 10).


41      Πρέπει να επισημανθεί, ως προς το σημείο αυτό, ότι, με τη σε νομοθετικό επίπεδο διαμόρφωση του δικαιώματος ακροάσεως, ο νομοθέτης της Ένωσης προέβη ενσυνειδήτως με το άρθρο 27 του κανονισμού 1/2003 καθώς και με τα άρθρα 10 και 15 του κανονισμού 773/2004 σε μια κλιμάκωση μεταξύ των διαφόρων προσώπων που μπορεί να εμπλέκονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σε διαδικασίες που αφορούν τη διαδικασία εφαρμογής του δικαίου του ανταγωνισμού. Τα δικαιώματα των μερών στη διοικητική διαδικασία (που αποκαλούνται επίσης «εμπλεκόμενες επιχειρήσεις») έχουν ευρύτερο περιεχόμενο από τα δικαιώματα τρίτων, οι οποίοι έχουν μεν συμφέρον ως προς την έκβαση της διαδικασίας, αλλά δεν είναι αποδέκτες της αποφάσεως που θα εκδώσει η Επιτροπή. Πρβλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Επιτροπή κατά Alrosa (C‑441/07 P, EU:C:2009:555, σημείο 173).


42      Το αυτό ισχύει κατ’ αρχήν και όταν η Επιτροπή προτίθεται να προβεί σε ουσιώδεις αλλαγές στα αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά τις αμφισβητούμενες παραβάσεις. Πρβλ. βέλτιστες πρακτικές, σημεία 109 και 110.


43      Πράγματι, μια τέτοια υποχρέωση δεν απορρέει ούτε από τον κανονισμό 1/2003 ούτε από τις βέλτιστες πρακτικές, πολλώ δε μάλλον από τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου.


44      Βλ. αποφάσεις της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψεις 192 και 193), και της 28ης Ιανουαρίου 2021, Qualcomm και Qualcomm Europe κατά Επιτροπής (C‑466/19 P, EU:C:2021:76, σκέψη 66).


45      Πρέπει να σημειωθεί ότι, μολονότι το άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003 δεν διευκρινίζει τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί η προκαταρκτική εκτίμηση, από το σημείο 121 των βέλτιστων πρακτικών προκύπτει ότι στο έγγραφο της προκαταρκτικής εκτίμησης πρέπει να συνοψίζονται τα κύρια πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και να προσδιορίζονται τα προβλήματα ανταγωνισμού που θα δικαιολογούσαν την έκδοση αποφάσεως η οποία απαιτεί τον τερματισμό της παραβάσεως. Εξάλλου, στο σημείο 123 των βέλτιστων πρακτικών διευκρινίζεται ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, μια ΚΑ ικανοποιεί τις απαιτήσεις μιας προκαταρκτικής εκτίμησης, εφόσον παρουσιάζει συνοπτικά τα κύρια πραγματικά περιστατικά καθώς και εκτίμηση των εντοπισθέντων προβλημάτων ανταγωνισμού.


46      Τούτο δε παρά το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, στις σκέψεις 81 και 82 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η ΚΑ αποτελεί προσωρινού χαρακτήρα προπαρασκευαστικό έγγραφο, καθώς και τις συνέπειες που απορρέουν από το έγγραφο αυτό υπό το πρίσμα της νομολογίας σχετικά με το δικαίωμα ακροάσεως ή της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.


47      Πράγματι, καμία διάταξη του κανονισμού 1/2003 δεν προβλέπει την αναθεώρηση της προκαταρκτικής εκτιμήσεως στην οποία προβαίνει η Επιτροπή όταν αυτή αποφασίζει να αποσύρει μια αιτίαση· μάλιστα η ίδια η φράση «αναθεωρημένη προκαταρκτική εκτίμηση» δεν περιλαμβάνεται στον εν λόγω κανονισμό ούτε στον κανονισμό 773/2004.


48      Συγκεκριμένα, η εν λόγω εταιρία δεν είχε κανένα συμφέρον να προσβάλει μια τέτοια ενέργεια.


49      Το Γενικό Δικαστήριο ορθώς επισημαίνει, στη σκέψη 81 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι οι απαιτήσεις σχετικά με την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας δεν μπορούν να συνεπάγονται ότι όλες οι σχετικές με τον ανταγωνισμό αντιρρήσεις που διατυπώνονται σε μια προκαταρκτική εκτίμηση, ακόμη και όταν η εκτίμηση αυτή λαμβάνει τη μορφή ΚΑ, πρέπει απαραιτήτως να τυγχάνουν απάντησης στις δεσμεύσεις που προτείνουν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις.


50      Πρβλ. απόφαση Morningstar (σκέψεις 100 και 101) και απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2021, Qualcomm και Qualcomm Europe κατά Επιτροπής (C‑466/19 P, EU:C:2021:76, σκέψη 66), όσον αφορά, ειδικότερα, την υποχρέωση αιτιολόγησης στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003.


51      Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η προσέγγιση που προτείνεται στη σκέψη 83 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως δεν φαίνεται να δικαιολογείται από εκτιμήσεις συνδεόμενες με την προστασία των δικαιωμάτων των τρίτων.


52      Βλ. απόφαση Alrosa (σκέψη 91), και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Επιτροπή κατά Alrosa (C‑441/07 P, EU:C:2009:555, σημεία 172 έως 175).


53      Βλ. σημείο 122 των βέλτιστων πρακτικών.


54      Επισημαίνεται ότι, στο ανακοινωθέν Τύπου που συνόδευε την ανακοίνωση για τη διεξαγωγή διαβουλεύσεων με την αγορά, το οποίο δημοσιεύθηκε από την Επιτροπή στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή είχε γνωστοποιήσει την πρόθεσή της να μην υποστηρίξει τις αιτιάσεις ως προς τον αγωγό Yamal, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων της έρευνας που είχαν περιέλθει σε αυτήν μετά την αποστολή της ΚΑ.


55      Όπως διευκρινίστηκε στο σημείο 27 των παρουσών προτάσεων, παράλληλα με τη διοικητική διαδικασία που κίνησε η Επιτροπή και η οποία οδήγησε στην έκδοση της επίδικης αποφάσεως, η αναιρεσείουσα έκανε επίσης χρήση της δυνατότητας που της παρέχει το άρθρο 5 του κανονισμού 773/2004 να υποβάλει καταγγελία η οποία αφορούσε, μεταξύ άλλων, και ισχυρισμούς περί καταχρήσεως εκ μέρους της Gazprom σε σχέση με το πολωνικό τμήμα του αγωγού Yamal.


56      Όπως προκύπτει από τα σημεία 69 έως 73 των παρουσών προτάσεων, η Επιτροπή δεν υποχρεούται, στο πλαίσιο διαδικασίας κινηθείσας βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού 1/2003, να δικαιολογήσει τις διαφορές που υφίστανται μεταξύ της ΚΑ και της αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται η παράβαση και η οποία περατώνει τη διοικητική διαδικασία, και ιδίως να αιτιολογήσει την απόσυρση αιτιάσεων οι οποίες είχαν μεν αρχικώς διατυπωθεί στην ΚΑ, αλλά δεν συμπεριλήφθηκαν στην τελευταία αυτή απόφαση.


57      Όπως υποστήριξε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεδομένου ότι ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν θέσει ερωτήματα σχετικά με τη μη ανάληψη δεσμεύσεως ως προς τον αγωγό Yamal, η Επιτροπή συμπεριέλαβε, σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής διοικήσεως και της διαφάνειας, τους λόγους για τους οποίους δεν είχαν επιβεβαιωθεί οι προκαταρκτικές αντιρρήσεις της.


58      Βλ. απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2024, Jenkinson κατά Συμβουλίου κ.λπ. (C‑46/22 P, EU:C:2024:50, σκέψη 264 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


59      Πρβλ. αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 2019, Canadian Solar Emea κ.λπ. κατά Συμβουλίου (C‑236/17 P, EU:C:2019:258, σκέψη 159), και της 9ης Νοεμβρίου 2017, TV2/Danmark κατά Επιτροπής (C‑649/15 P, EU:C:2017:835, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


60      Εν ολίγοις, η προσβαλλόμενη πράξη είναι όντως η απόφαση που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 και όχι η ΚΑ.


61      Βλ. απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2021, Qualcomm και Qualcomm Europe κατά Επιτροπής (C‑466/19 P, EU:C:2021:76, σκέψη 107).


62      Φαίνεται, ειδικότερα, ότι, υπό το πρόσχημα της ύπαρξης πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως, ορισμένα από τα επιχειρήματα που προβάλλει η αναιρεσείουσα αποσκοπούν στην πραγματικότητα σε επανεξέταση των πραγματικών περιστατικών


63      Πρβλ. σκέψη 309 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


64      Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Poiares Maduro στην υπόθεση Arcelor Atlantique και Lorraine κ.λπ. (C‑127/07, EU:C:2008:292, σημείο 37).