Language of document :

Προσφυγή της 17ης Οκτωβρίου 2006 - Majątek Hutniczy κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-297/06)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Majątek Hutniczy sp. z o.o. (Częstochowa, Πολωνία) (εκπρόσωποι: C. Rapin και E. Van den Haute, δικηγόροι)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να κηρύξει παραδεκτή την παρούσα προσφυγή·

να ακυρώσει τα άρθρα 3 και 4 της αποφάσεως της Επιτροπής, της 5ης Ιουλίου 2005, σχετικά με την ενίσχυση που η Πολωνία χορήγησε υπέρ της Huta Częstochowa S.A. [κοινοποιήθηκε υπό τον αριθμό C (2005) 1962]·

επικουρικώς, να αναγνωρίσει ότι την ημέρα που ασκήθηκε η παρούσα προσφυγή ήταν ανύπαρκτη η κατά το άρθρο 3 της πιο πάνω αποφάσεως υποχρέωση της Πολωνίας να ανακτήσει τις ενισχύσεις πλέον τόκων και, επομένως, να αναγνωρίσει ότι δεν οφείλονται οι πιο πάνω ενισχύσεις και τόκοι·

επικουρικότερα, να ακυρώσει το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω αποφάσεως και να αναπέμψει το ζήτημα των τόκων στην Επιτροπή για τη λήψη νέας αποφάσεως σύμφωνα με το παράρτημα Α του δικογράφου της προσφυγής ή σύμφωνα με οποιαδήποτε άλλη κρίση του Πρωτοδικείου στο σκεπτικό της αποφάσεώς του·

εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων·

στην περίπτωση που το Πρωτοδικείο κρίνει ότι παρέλκει η έκδοση αποφάσεως, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα κατ' εφαρμογήν των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 87, παράγραφος 6, και του άρθρου 90, στοιχείο α΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Με την απόφασή της C(2005)1962 τελικό, της 5ης Ιουλίου 2005 (Κρατική ενίσχυση αριθ. C 20/04, πρώην NN 25/04), η Επιτροπή κήρυξε ορισμένες ενισχύσεις αναδιαρθρώσεως που η Πολωνία χορήγησε στη χαλυβουργία Huta Częstochowa S.A. ασύμβατες με την κοινή αγορά και διέταξε την ανάκτησή τους. Η προσφεύγουσα είναι ένας από τους διαδόχους του λήπτη της ενισχύσεως και, στο πλαίσιο της αναδιαρθρώσεως της Huta Częstochowa S.A., απέκτησε ορισμένα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού της τελευταίας για να αγοραστούν στη συνέχεια από την εταιρία Industrial Union of Donbass μέσω μιας θυγατρικής της, της ISD Polska. Η προσφεύγουσα περιλαμβάνεται στις επιχειρήσεις που η προσβαλλόμενη απόφαση όρισε ότι ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για την επιστροφή των ενισχύσεων που κηρύχθηκαν ασύμβατες με την κοινή αγορά.

Προς στήριξη της προσφυγής της για τη μερική ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των καθοριστικών πραγματικών περιστατικών για την έκβαση της έρευνας. Υποστηρίζει ότι, άπαξ πωλήθηκαν τα περιουσιακά στοιχεία του αρχικού λήπτη της ασύμβατης ενισχύσεως, τα οποία αγοράστηκαν από την ISD Polska (και τη Donbass), ο πωλητής του αρχικού λήπτη της ενισχύσεως είναι εκείνος που διατηρεί το όφελος της ενισχύσεως αυτής και εκείνος που πρέπει να εξασφαλίσει την απόδοση του οφέλους αυτού. Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι εν προκειμένω ο ορθός καθορισμός των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών σχετικά με την πώληση των περιουσιακών στοιχείων της Huta Częstochowa, μέσω, μεταξύ άλλων, της Majątek Hutniczy, προς την ISD Polska (και τη Donbass) θα είχε κάνει την Επιτροπή να θεωρήσει ότι, λόγω της αποκτήσεως των μέσων παραγωγής της Huta Częstochowa με τίμημα που αντιστοιχεί στην τιμή της αγοράς, η ενίσχυση έχει ήδη επιστραφεί, κατ' αυτόν τον τρόπο, στον πωλητή. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή ως εκ τούτου παρέβη την υποχρέωσή της να εξετάσει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης υποθέσεως.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παρέβη το προσαρτημένο στη Συνθήκη προσχωρήσεως Πρωτόκολλο αριθ. 8 για την αναδιάρθρωση της πολωνικής χαλυβουργίας 1 με εντελώς γραμματική ερμηνεία ορισμένων διατάξεών του τις οποίες, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή έπρεπε να ερμηνεύσει υπό το φως των στόχων του Πρωτοκόλλου και λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου καταρτίστηκε. Η κατά την προσφεύγουσα εσφαλμένη αυτή ερμηνεία έκανε την Επιτροπή να απαιτήσει με την απόφασή της την επιστροφή των κρατικών ενισχύσεων που ελήφθησαν, πριν από την κατάρτιση του Πρωτοκόλλου αριθ. 8, από εταιρίες που δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημά του 1, το οποίο κατονομάζει οκτώ δικαιούχους εταιρίες που μπορούν να λάβουν ενισχύσεις από την Πολωνία κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει και ότι, εφόσον το Πρωτόκολλο αριθ. 8 δεν αναφέρει ρητώς ότι έχει αναδρομική ισχύ σε συγκεκριμένη περίοδο, η ερμηνεία που δόθηκε από την Επιτροπή παραβλέπει διάφορες γενικές αρχές όπως είναι η αρχή της μη αναδρομικότητας και η αρχή της βεβαιότητας δικαίου. Διατείνεται ότι το Πρωτόκολλο αριθ. 8, ορθώς ερμηνευόμενο, δεν δίνει στην Επιτροπή την εξουσία να απαιτήσει την επιστροφή των κρατικών ενισχύσεων που ελήφθησαν, πριν από την κατάρτισή του, από εταιρίες που δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα 1. Συνάγει εντεύθεν ότι η Επιτροπή, εφόσον ενήργησε χωρίς νόμιμη βάση, σφετερίστηκε ratione temporis την αρμοδιότητα άλλων κοινοτικών οργάνων.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς για την περίπτωση που το Πρωτοδικείο διαπιστώσει ότι η Επιτροπή σωστά καθόρισε τα πραγματικά περιστατικά και σωστά ερμήνευσε το Πρωτόκολλο αριθ. 8, προβάλλεται παράβαση του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 2. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, με το να λάβει την απόφαση να ανακτηθούν οι ενισχύσεις, αντιστρατεύθηκε τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της βεβαιότητας δικαίου.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα διατείνεται, προς στήριξη του επικουρικού αιτήματός της ακυρώσεως του άρθρου 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή παρέβη τον κανονισμό (ΕΚ) 794/2004 3 κατά τον υπολογισμό του επιτοκίου για την ανάκτηση των περί ων πρόκειται ενισχύσεων.

____________

1 - ΕΕ 2003, L 236, σ. 948.

2 - Κανονισμός του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1).

3 - Κανονισμός της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 140, σ. 1).