Language of document : ECLI:EU:T:2016:85

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 18ης Φεβρουαρίου 2016 (*)

«Ρήτρα διαιτησίας – Πρόγραμμα εφοδιασμού της Ρωσίας με γεωργικά προϊόντα – Προμήθεια βοείου κρέατος – Μη εκτέλεση της συμβάσεως από τον οργανισμό παρεμβάσεως – Εφαρμοστέο δίκαιο – Παραγραφή – Καθυστερημένη αποδέσμευση ορισμένων εγγυήσεων προμήθειας – Μερική πληρωμή τιμολογίου μεταφοράς – Ανεπαρκής πληρωμή ορισμένων τιμολογίων σε αλλοδαπά νομίσματα – Τόκοι υπερημερίας»

Στην υπόθεση T‑164/14,

Calberson GE, με έδρα τη Villeneuve-Garenne (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους T. Gallois και E. Dereviankine, δικηγόρους,

ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τον D. Bianchi και την I. Galindo Martín,

εναγομένης,

υποστηριζομένης από τη

Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον D. Colas και την C. Candat,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο αγωγή, δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, με αίτημα να υποχρεωθεί η Επιτροπή να αποκαταστήσει τη ζημία την οποία η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη εξ αιτίας πταισμάτων του οργανισμού παρεμβάσεως στο πλαίσιο της εκτελέσεως συμβάσεως μεταφοράς βοείου κρέατος με προορισμό τη Ρωσία σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 111/1999 της Επιτροπής, της 18ης Ιανουαρίου 1999, για τη θέσπιση των γενικών λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 2802/98 του Συμβουλίου σχετικά με πρόγραμμα εφοδιασμού της Ρωσικής Ομοσπονδίας σε γεωργικά προϊόντα (ΕΕ L 14, σ. 13), και τον κανονισμό (ΕΚ) 1799/1999 της Επιτροπής, της 16ης Αυγούστου 1999, σχετικά με την προμήθεια βοείου κρέατος στη Ρωσία (ΕΕ L 217, σ. 20),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. van der Woude, πρόεδρο, I. Wiszniewska-Białecka και I. Ulloa Rubio (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: S. Bukšek Tomac, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Ιουλίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 2802/98 του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1998, σχετικά με την εφαρμογή ενός προγράμματος εφοδιασμού της Ρωσικής Ομοσπονδίας σε γεωργικά προϊόντα (ΕΕ L 349, σ. 12), διενεργήθηκε, υπό τους όρους που καθορίστηκαν με τον εν λόγω κανονισμό, δωρεάν προμήθεια ορισμένων γεωργικών προϊόντων προς τη Ρωσική Ομοσπονδία, στο πλαίσιο της οποίας η μεν Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επιφορτίστηκε με την εκτέλεση της πράξεως σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, τα δε έξοδα της προμήθειας, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων μεταφοράς έως τους λιμένες ή τα μεθοριακά σημεία, πλην των εξόδων εκφορτώσεως, και, ενδεχομένως, των εξόδων μεταποιήσεως εντός της Κοινότητας καθορίστηκαν με διαδικασία διαγωνισμού σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού.

2        Στο πλαίσιο της διαδικασίας ανοικτού διαγωνισμού που κινήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1799/1999 της Επιτροπής, της 16ης Αυγούστου 1999, σχετικά με την προμήθεια βοείου κρέατος στη Ρωσία (ΕΕ L 217, σ. 20), η ενάγουσα, εταιρία Calberson GE, υπέβαλε στις 14 Σεπτεμβρίου 1999 στον Office national interprofessionnel des viandes, de l’élevage et de l’aviculture (Ofival), που έχει μετονομαστεί σε Établissement national des produits de l’agriculture et de la mer (FranceAgriMer) (στο εξής: οργανισμός παρεμβάσεως), προσφορά προς καθορισμό των εξόδων προμήθειας για τη μεταφορά 5 000 t βοείου κρέατος σε σφάγια, που αποτελούσε την παρτίδα αριθ. 8 η οποία περιγράφεται στο παράρτημα ΙΙ του εν λόγω κανονισμού.

3        Με απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 1999, η Επιτροπή κατακύρωσε μεταξύ άλλων υπέρ της ενάγουσας την προμήθεια της παρτίδας αριθ. 8 που περιγράφεται στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού 1799/1999.

4        Κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού (ΕΚ) 111/1999 της Επιτροπής, της 18ης Ιανουαρίου 1999, για τη θέσπιση των γενικών λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού 2802/98 (ΕΕ L 14, σ. 13), και του κανονισμού 1799/1999, η εφαρμογή στην πράξη των υποχρεώσεων της Επιτροπής στο πλαίσιο αυτής της δημόσιας συμβάσεως ανατέθηκαν στον οργανισμό παρεμβάσεως. Συγκεκριμένα, ο οργανισμός παρεμβάσεως όφειλε να εξασφαλίσει την εκτέλεση των συμβατικών υποχρεώσεων πληρωμής και αποδεσμεύσεως της χρηματικής εγγυήσεως.

5        Αφού προέβη στην προμήθεια βοείου κρέατος σε σφάγια, την οποία αφορά η παρτίδα αριθ. 8 που περιγράφεται στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού 1799/1999, η ενάγουσα ζήτησε από τον οργανισμό παρεμβάσεως την αποδέσμευση των εγγυήσεων προμήθειας που είχε υποχρεωθεί να συστήσει σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό και την πληρωμή των εξόδων μεταφοράς.

6        Εκτιμώντας ότι δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως τα αιτήματά της, η ενάγουσα άσκησε, στις 10 Ιουλίου 2000, ενώπιον του tribunal de grande instance de Paris (Γαλλία) αγωγή για την αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη λόγω του ότι ο οργανισμός παρεμβάσεως καθυστέρησε να ικανοποιήσει τα αιτήματά της. Ειδικότερα, προσήψε στον οργανισμό αυτόν, αφενός, ότι εξόφλησε ορισμένα τιμολόγια και αποδέσμευσε ορισμένες εγγυήσεις με καθυστέρηση και, αφετέρου, ότι πλήρωσε σε γαλλικά φράγκα (FRF) τιμολόγια πληρωτέα σε δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών (USD) βάσει ισοτιμίας που δεν ίσχυε. Με απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2001, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε εαυτό αναρμόδιο να αποφανθεί επί της διαφοράς κρίνοντας αρμόδια τα διοικητικά δικαστήρια. Επιληφθέν της διαφοράς στις 22 Ιανουαρίου 2002, το tribunal administratif de Paris (Γαλλία) απέρριψε, με απόφαση της 30ής Ιουλίου 2007, το ένδικο βοήθημα που είχε ασκήσει προς τον ίδιο σκοπό η ενάγουσα. Επιληφθέν της υποθέσεως στις 28 Σεπτεμβρίου 2007, το cour administrative d’appel de Paris (Γαλλία) απέρριψε, με απόφαση της 6ης Απριλίου 2010, τη συναφή έφεση της νυν ενάγουσας.

7        Η ενάγουσα άσκησε αναίρεση ενώπιον του Conseil d’État (Γαλλία), το οποίο υπέβαλε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προδικαστικό ερώτημα ως προς την προσήκουσα ερμηνεία του άρθρου 16 του κανονισμού 111/1999. Με το ερώτημά του, ζήτησε, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι απονέμει στο Δικαστήριο την αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί των διαφορών που αφορούν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο οργανισμός παρεμβάσεως που ορίστηκε προκειμένου να δέχεται τις προσφορές που υποβάλλονται στο πλαίσιο διαγωνισμού για την ανάθεση της δωρεάν προμήθειας γεωργικών προϊόντων στη Ρωσική Ομοσπονδία προβαίνει στην οφειλόμενη πληρωμή προς τον ανάδοχο και στην αποδέσμευση της εγγυήσεως προμήθειας που συνέστησε ο ανάδοχος υπέρ του εν λόγω οργανισμού, ιδίως επί των αγωγών για την αποκατάσταση της ζημίας που προκύπτει από πταίσματα του οργανισμού παρεμβάσεως κατά τη διενέργεια των ως άνω πράξεων.

8        Με απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2013, Geodis Calberson GE (C‑623/11, Συλλογή, EU:C:2013:22), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 16 του κανονισμού 111/1999, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1125/1999 της Επιτροπής, της 28ης Μαΐου 1999, έχει την έννοια ότι παρέχει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης την αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί των διαφορών που αφορούν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο οργανισμός παρεμβάσεως που ορίστηκε προκειμένου να δέχεται τις προσφορές που υποβάλλονται στο πλαίσιο διαγωνισμού για την ανάθεση της δωρεάν προμήθειας γεωργικών προϊόντων στη Ρωσική Ομοσπονδία προβαίνει στην οφειλόμενη πληρωμή προς τον ανάδοχο και στην αποδέσμευση της εγγυήσεως προμηθείας που συνέστησε ο ανάδοχος υπέρ του εν λόγω οργανισμού, ιδίως επί των αγωγών για την αποκατάσταση της ζημίας που προκύπτει από πταίσματα του οργανισμού παρεμβάσεως κατά τη διενέργεια των πράξεων αυτών.

9        Με απόφαση της 11ης Μαρτίου 2013, το Conseil d’État αναίρεσε την απόφαση του tribunal administratif de Paris της 30ής Ιουλίου 2007 και ακύρωσε την απόφαση του cour administrative d’appel de Paris της 6ης Απριλίου 2010 και διαπίστωσε την έλλειψη αρμοδιότητας των δικαστηρίων αυτών να αποφανθούν επί του αιτήματος αποζημιώσεως που είχε υποβάλει η νυν ενάγουσα.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

10      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Μαρτίου 2014, η ενάγουσα άσκησε την υπό κρίση αγωγή.

11      Στις 9 Ιουνίου 2014, η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημα αντικρούσεως.

12      Η απάντηση και η ανταπάντηση κατατέθηκαν, αντιστοίχως, στις 22 Σεπτεμβρίου και στις 17 Δεκεμβρίου 2014.

13      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Ιουλίου 2014, η Γαλλική Δημοκρατία ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα υπόθεση υπέρ της Επιτροπής.

14      Με διάταξη της 2ας Σεπτεμβρίου 2014, ο πρόεδρος του εβδόμου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε την παρέμβαση αυτή. Η Γαλλική Δημοκρατία κατέθεσε το υπόμνημα παρεμβάσεως στις 15 Οκτωβρίου 2014. Η ενάγουσα και η Επιτροπή υπέβαλαν εμπροθέσμως τις παρατηρήσεις τους επί του υπομνήματος αυτού.

15      Με έγγραφο της 11ης Ιουνίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από τους διαδίκους να απαντήσουν σε ερώτηση στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας κατά το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991. Οι διάδικοι συμμορφώθηκαν εμπροθέσμως στο αίτημα αυτό.

16      Η ενάγουσα, η Επιτροπή και η Γαλλική Δημοκρατία αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 16ης Ιουλίου 2015.

17      Η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να της καταβάλει το ποσό των 7 691,60 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου παντός φόρου (TTC), για τις χρηματοδοτικές δαπάνες που προκάλεσε η καθυστερημένη αποδέσμευση των εγγυήσεων προμήθειας·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να της καταβάλει τα ποσά των 81 817,25 ευρώ, χωρίς φόρους (HT), και των 6 344,17 USD ως τόκους υπερημερίας μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία κατέστησαν ληξιπρόθεσμα τα τιμολόγια μεταφοράς και της ημερομηνίας της πραγματικής εξοφλήσεώς τους·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να της καταβάλει «τόκους υπερημερίας επί τόκων υπερημερίας» αντιστοιχούντες σε 2 % ανά μήνα καθυστερήσεως της καταβολής των ως άνω τόκων υπερημερίας (81 817,25 ευρώ HT και 6 344,17 USD)·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να της καταβάλει το ποσό των 17 400 ευρώ TTC ως υπόλοιπο τιμολογίου μεταφοράς·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να της καταβάλει το ποσό των 30 580,41 ευρώ TTC λόγω διαφοράς συναλλαγματικής ισοτιμίας·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

18      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την αγωγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

19      Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την αγωγή ως αβάσιμη.

 Σκεπτικό

 Επί του εφαρμοστέου δικαίου

20      Η ενάγουσα παρατηρεί ότι, εφόσον οι διάδικοι δεν όρισαν ρητώς το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο, το δίκαιο αυτό θα πρέπει να οριστεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5 του κανονισμού 593/2008, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) (ΕΕ L 177, σ. 6, στο εξής: κανονισμός Ρώμη Ι). Βάσει των αρχών που καθιερώνει ο κανονισμός αυτός, εφαρμοστέο στην εν λόγω σύμβαση δίκαιο είναι το γαλλικό δίκαιο.

21      Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι, δυνάμει του κανονισμού Ρώμη Ι, το εφαρμοστέο στην επίμαχη σύμβαση δίκαιο είναι το γαλλικό δίκαιο. Ωστόσο, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, με τις αποφάσεις της 9ης Οκτωβρίου 2002, Hans Fusch κατά Επιτροπής (T‑134/01, Συλλογή, EU:T:2002:246), και της 10ης Φεβρουαρίου 2004, Calberson GE κατά Επιτροπής (T‑215/01, T‑220/01 και T‑221/01, Συλλογή, EU:T:2004:38), οι οποίες, αμφότερες, αφορούν συμβάσεις προμήθειας συναφθείσες βάσει του κανονισμού 111/1999, το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε αναγκαίο να καθορίσει το εφαρμοστέο δίκαιο και ερμήνευσε τον κανονισμό αυτό χωρίς να αναφερθεί σε κάποιο εθνικό δίκαιο. Συγκεκριμένα, έστω και αν το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε, στις δύο αυτές υποθέσεις, στο συμπέρασμα ότι υπήρχε συμβατική σχέση μεταξύ της Επιτροπής και κάθε αναδόχου, έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι κανόνες που αποτελούσαν το αντικείμενο της «συμβάσεως» περιέχονταν σε κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο ομοιόμορφο σε όλα τα κράτη μέλη.

22      Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η διαφορά πρέπει να κριθεί πρωτίστως βάσει των συμβατικών ρητρών που προβλέπονται, κατ’ ουσίαν, στους κανονισμούς 111/1999 και 1799/1999 και ότι οι εν λόγω κανονισμοί πρέπει να ερμηνεύονται λαμβανομένου υπόψη του όλου πλαισίου τους προς συμπλήρωση των πιθανών κενών. Άλλως, υποστηρίζει ότι, αν πρέπει να καθοριστεί ένα εφαρμοστέο δίκαιο στην επίμαχη σύμβαση, αυτό θα πρέπει να είναι το γαλλικό.

23      Δυνάμει του άρθρου 340 ΣΛΕΕ, «[η] συμβατική ευθύνη της Ένωσης διέπεται από το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σχετική σύμβαση». Εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο είναι εκείνο που προβλέπεται ρητώς από τη σύμβαση, καθόσον οι συμβατικές διατάξεις εκφράζουν την κοινή βούληση των συμβαλλομένων μερών η οποία πρέπει να υπερισχύσει κάθε άλλου κριτηρίου που θα μπορούσε να εφαρμοστεί μόνον σε περίπτωση σιωπής της συμβάσεως (απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1985, Επιτροπή κατά CO.DE.MI., 318/81, Συλλογή, EU:C:1985:467, σκέψεις 20 έως 22).

24      Εν προκειμένω, όπως παρατήρησε το Δικαστήριο με την προμνησθείσα στη σκέψη 8 απόφαση Geodis Calberson GE (EU:C:2013:22, σκέψεις 26 έως 28), υφίσταται σχέση συμβατικής φύσεως μεταξύ της Επιτροπής, ως αναθέτουσας αρχής, και της ενάγουσας. Εκτός των τιμών για τις οποίες οι συμβαλλόμενοι ήλθαν σε συμφωνία, τα αμοιβαία δικαιώματα και οι αμοιβαίες υποχρεώσεις των συμβαλλομένων καθορίζονται από τις διατάξεις των κανονισμών 111/1999 και 1799/1999. Όμως, κανένας από τους δύο αυτούς κανονισμούς δεν καθορίζει, για οποιοδήποτε ζήτημα που δεν ρυθμίζεται από τους εν λόγω κανονισμούς, ποιο είναι το εφαρμοστέο στην επίμαχη σύμβαση δίκαιο.

25      Σε περίπτωση σιωπής της συμβάσεως, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να καθορίσει το εφαρμοστέο δίκαιο εμπνεόμενος από τις γενικώς αποδεκτές στα κράτη μέλη αρχές και κάνοντας χρήση των κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, και ιδίως των κανόνων της συμβάσεως της Ρώμης της 19ης Ιουνίου 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, που αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό Ρώμη Ι (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις της 11ης Οκτωβρίου 2001, Επιτροπή κατά Oder-Plan Architektur κ.λπ., C‑77/99, Συλλογή, EU:C:2001:531, σκέψη 28, και της 17ης Μαρτίου 2005, Επιτροπή κατά AMI Semiconductor Belgium κ.λπ., C‑294/02, Συλλογή, EU:C:2005:172, σκέψη 60).

26      Κατά τα άρθρα 3 και 5 του κανονισμού Ρώμη Ι, «[η] σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη» και, «[σ]το μέτρο που το εφαρμοστέο δίκαιο σε σύμβαση μεταφοράς εμπορευμάτων δεν έχει επιλεγεί σύμφωνα με το άρθρο 3, το εφαρμοστέο δίκαιο είναι το δίκαιο της χώρας της συνήθους διαμονής του μεταφορέα, εφόσον ο τόπος παραλαβής ή ο τόπος παράδοσης ή η συνήθης διαμονή του αποστολέα ευρίσκεται επίσης σε αυτή τη χώρα». Εάν δεν συντρέχουν αυτές οι προϋποθέσεις, «εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας στην οποία ευρίσκεται ο τόπος παράδοσης που έχει συμφωνηθεί από τα συμβαλλόμενα μέρη».

27      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι χώρα διαμονής του μεταφορέα είναι η Γαλλία και ότι από το παράρτημα ΙΙ του κανονισμού 1799/1999 προκύπτει ότι η παραλαβή του βοείου κρέατος με προορισμό τη Ρωσία έλαβε χώρα στη Γαλλία.

28      Κατά συνέπεια, η υπό κρίση διαφορά πρέπει να κριθεί βάσει των συμβατικών της ρητρών, ήτοι βάσει των διατάξεων των κανονισμών 111/1999 και 1799/1999 και, για οποιοδήποτε ζήτημα που δεν ρυθμίζεται από τους εν λόγω κανονισμούς, βάσει του γαλλικού δικαίου.

 Επί του παραδεκτού

 Επί της παραγραφής

29      Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, προς εκτίμηση του παραδεκτού της αγωγής, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το ζήτημα της αρμοδιότητας των δικαστηρίων της Ένωσης να αποφαίνονται επί διαφορών σχετικών με ανοικτούς διαγωνισμούς στο πλαίσιο της επισιτιστικής βοήθειας προς τη Ρωσική Ομοσπονδία έχει κριθεί από το Γενικό Δικαστήριο με την προμνησθείσα στη σκέψη 21 απόφαση Hans Fusch κατά Επιτροπής (EU:T:2002:246), η δε δοθείσα απάντηση επιβεβαιώθηκε αργότερα με την προμνησθείσα στη σκέψη 21 απόφαση Calberson GE κατά Επιτροπής (EU:T:2004:38), σε υπόθεση στην οποία η νυν ενάγουσα ήταν διάδικος. Όμως, η ενάγουσα άσκησε την υπό κρίση αγωγή μόλις τον Μάρτιο του 2014, ήτοι, αντιστοίχως, δέκα και δώδεκα έτη μετά τις αποφάσεις αυτές και δεκατέσσερα έτη μετά τα πραγματικά περιστατικά. Συνεπώς, η σχετική αξίωσή της έχει παραγραφεί και η αγωγή πρέπει να κριθεί απαράδεκτη.

30      Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η σύμβαση που συνήφθη με την Επιτροπή αποτελεί σύμβαση δημοσίου δικαίου στο μέτρο που η Επιτροπή ενεργεί στο πλαίσιο αποστολής υπηρεσίας οργανώσεως της επισιτιστικής βοήθειας και ότι, λόγω των καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί από την Επιτροπή, η ίδια συμβάλλει στην υλοποίηση αποστολής δημόσιας υπηρεσίας. Υπενθυμίζει ότι, κατά το γαλλικό δίκαιο, η παραγραφή όσον αφορά τη συμβατική ευθύνη των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου διέπεται από τον νόμο 68-1250, της 31ης Δεκεμβρίου 1968, περί παραγραφής των απαιτήσεων έναντι του Δημοσίου, των διοικητικών διαμερισμάτων, των δήμων και των δημοσίων φορέων (στο εξής: νόμος 68-1250). Όμως, βάσει αυτού του νόμου, το δικαίωμά της σε επιστροφή των οφειλομένων ποσών δεν έχει παραγραφεί.

31      Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, αφενός, ούτε ο κανονισμός 111/1999 ούτε ο κανονισμός 1799/1999 διευκρινίζουν ποιοι κανόνες έχουν εφαρμογή στην επίμαχη σύμβαση όσον αφορά την παραγραφή. Συνεπώς, όπως κρίθηκε ανωτέρω στη σκέψη 28, έχει εφαρμογή το γαλλικό δίκαιο. Αφετέρου, στο γαλλικό δίκαιο, εν απουσία ειδικού νόμου έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του αστικού κώδικα.

32      Το γενικό καθεστώς της παραγραφής προβλέπεται από τον γαλλικό αστικό κώδικα. Το καθεστώς αυτό τροποποιήθηκε με τον νόμο 2008-561 της 17ης Ιουνίου 2008, περί μεταρρυθμίσεως της παραγραφής στις αστικές υποθέσεις (στο εξής: νόμος 2008-561), που τέθηκε σε ισχύ στις 19 Ιουνίου 2008. Πριν από τη μεταρρύθμιση αυτή, η γενική παραγραφή στις αστικές υποθέσεις ήταν τριακονταετής βάσει του παλαιού άρθρου 2262 του αστικού κώδικα. Μετά τη μεταρρύθμιση, σύμφωνα με το άρθρο 2224 του εν λόγω κώδικα, οι ενοχικές αξιώσεις παραγράφονται με την πάροδο πενταετίας από την ημέρα κατά την οποία ο δικαιούχος έλαβε γνώση ή όφειλε να γνωρίζει τα πραγματικά περιστατικά που του επέτρεπαν να ασκήσει το δικαίωμά του. Το άρθρο 2241 του αστικού κώδικα προβλέπει ότι η προσφυγή στη δικαιοσύνη, έστω και υπό μορφή αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, διακόπτει την προθεσμία παραγραφής και την αποσβεστική προθεσμία, και τούτο ισχύει και αν η αγωγή ασκηθεί ενώπιον αναρμόδιου δικαστηρίου ή η σχετική πράξη ακυρωθεί λόγω δικονομικού ελαττώματος. Δυνάμει του άρθρου 2242 του κώδικα αυτού, η διακοπή την οποία συνεπάγεται η προσφυγή στη δικαιοσύνη παράγει αποτελέσματα έως τη λήξη της δίκης. Τέλος, το άρθρο 2231 του εν λόγω κώδικα ορίζει ότι η διακοπή καταργεί τον διανυθέντα χρόνο παραγραφής και αρχίζει νέος χρόνος παραγραφής της ίδιας διάρκειας με τον παλαιό. Τα άρθρα 1 και 2 του νόμου 68-1250, την εφαρμογή των οποίων, ως ειδικού νόμου, επικαλείται η ενάγουσα, προβλέπουν, εξάλλου, τετραετή παραγραφή από την πρώτη ημέρα του έτους που έπεται εκείνου κατά τη διάρκεια του οποίου κτήθηκαν τα δικαιώματα. Η παραγραφή αυτή διακόπτεται από την έγερση αγωγής ενώπιον δικαστηρίου έστω και αν το δικαστήριο αυτό είναι αναρμόδιο να την εκδικάσει. Στην περίπτωση αυτή, νέος χρόνος παραγραφής αρχίζει να τρέχει από την πρώτη ημέρα του έτους που έπεται εκείνου κατά τη διάρκεια του οποίου η συναφής δικαστική απόφαση απέκτησε ισχύ δεδικασμένου.

33      Εν προκειμένω, τα ένδικα βοηθήματα που άσκησε η ενάγουσα ενώπιον του tribunal de grande instance de Paris και του tribunal administratif de Paris κατά του οργανισμού παρεμβάσεως ασκήθηκαν, αντιστοίχως στις 10 Ιουλίου 2000 και στις 22 Ιανουαρίου 2002 (βλ. ανωτέρω σκέψη 6), οπότε τηρήθηκαν οι προθεσμίες παραγραφής που μνημονεύονται ανωτέρω στη σκέψη 32. Το αυτό ισχύει και για την υπό κρίση αγωγή που ασκήθηκε στις 7 Μαρτίου 2014, ήτοι λιγότερο από ένα έτος αφότου το Conseil d’État έθεσε τέρμα στην ένδικη διαδικασία ενώπιον των γαλλικών διοικητικών δικαστηρίων (βλ. ανωτέρω σκέψη 9).

34      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αξίωση της ενάγουσας προς επιστροφή των ζητουμένων ποσών δεν έχει παραγραφεί βάσει του γαλλικού αστικού κώδικα ούτε στην περίπτωση –την οποία επικαλείται η ενάγουσα– της εφαρμογής των περί παραγραφής διατάξεων του νόμου 68-1250.

35      Βάσει των προεκτεθέντων, η αγωγή πρέπει να κριθεί παραδεκτή, χωρίς να είναι απαραίτητο να καθοριστεί αν, όπως υποστηρίζει η ενάγουσα, η επίμαχη σύμβαση πρέπει να χαρακτηριστεί ως σύμβαση δημοσίου δικαίου και αν έχει εφαρμογή ο νόμος 68-1250 ως lex specialis.

 Επί του ισχυρισμού περί διευρύνσεως του αντικειμένου της διαφοράς με το υπόμνημα απαντήσεως

36      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, υποστηρίζει ότι η ενάγουσα προέβη, με την απάντησή της, σε μη επιτρεπτή διεύρυνση του αντικειμένου της διαφοράς, όπως αυτό είχε οριστεί με το δικόγραφο της αγωγής. Παρατηρεί, συναφώς, ότι το δικόγραφο της αγωγής αναφερόταν σαφώς στη «δημόσια σύμβαση» μεταφοράς «βοείου κρέατος» στο πλαίσιο «[του] κανονισμού 111/1999 και [του] κανονισμού 1799/1999» και ότι η ενάγουσα παρέθεσε στο δικόγραφο της αγωγής της, επισυνάπτοντάς τη ως παράρτημα, την από 14 Σεπτεμβρίου 1999 προσφορά της (βλ. ανωτέρω σκέψη 2) που αφορά την παρτίδα αριθ. 8 που περιγράφεται στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού 1799/1999. Αντιθέτως, με το υπόμνημα απαντήσεως, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η επίμαχη σύμβαση είναι η σύμβαση «για όλες αδιακρίτως τις παρτίδες» που αφορούσαν τη μεταφορά των «γεωργικών προϊόντων» στα οποία αναφέρεται ο κανονισμός 111/1999 και δεν κάνει πλέον αναφορά στον κανονισμό 1799/1999, ο οποίος είναι κρίσιμος μόνο σε σχέση με την παρτίδα αριθ. 8. Κατά την Επιτροπή, η απλή μνεία, στο δικόγραφο της αγωγής, ορισμένων τιμολογίων που αφορούσαν άλλες παρτίδες δεν αρκεί, από πλευράς του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, ώστε να θεωρηθεί ότι και οι παρτίδες αυτές αποτελούν το αντικείμενο της διαφοράς.

37      Η Γαλλική Δημοκρατία προσθέτει ότι η ενάγουσα συνήψε με την Επιτροπή τόσες συμβάσεις όσες και οι προσφορές που υπέβαλε και οι οποίες έγιναν δεκτές από την Επιτροπή. Υπό τις συνθήκες αυτές, ζητώντας, με το δικόγραφο της αγωγής, την εφαρμογή της συμβάσεως που τη συνδέει με την Κοινότητα όσον αφορά αποκλειστικά την παρτίδα αριθ. 8 που περιγράφεται στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού 1799/1999, η ενάγουσα περιόρισε το αντικείμενο της διαφοράς σε μία και μόνη σύμβαση. Η Γαλλική Δημοκρατία παρατηρεί επίσης ότι, κατά το άρθρο 44, παράγραφος 5α, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, η αγωγή αποζημιώσεως λόγω συμβατικής ευθύνης πρέπει να συνοδεύεται από τη σύμβαση που περιέχει τη ρήτρα διαιτησίας. Όμως, αν η αγωγή αφορούσε άλλες παρτίδες, η ενάγουσα όφειλε να προσκομίσει τις συμβάσεις που είχαν συναφθεί για τις παρτίδες αυτές.

38      Η ενάγουσα αμφισβητεί το σύνολο των ισχυρισμών αυτών και υποστηρίζει ότι η αγωγή της «καλύπτει το σύνολο της δημόσιας συμβάσεως που συνήφθη κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 111/1999 για όλες αδιακρίτως τις επίμαχες παρτίδες». Από τα αιτήματα πληρωμής που διατυπώνονται στην αγωγή και τα αποδεικτικά στοιχεία που προτείνει προς στήριξή τους, ήτοι τα τιμολόγια των οποίων ζητείται η εξόφληση και τα οποία αφορούν διάφορες παρτίδες διαφόρων εκτελεστικών κανονισμών του εν λόγω κανονισμού, προκύπτει σαφώς ότι το αντικείμενο της διαφοράς δεν περιοριζόταν μόνο στην παρτίδα αριθ. 8 που περιγράφεται στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού 1799/1999. Η προσφορά που έγινε δεκτή για τη συγκεκριμένη αυτή παρτίδα αναφέρεται απλώς χάριν παραδείγματος.

39      Κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου, ο ενάγων υποχρεούται να ορίσει το αντικείμενο της διαφοράς και να υποβάλει τα αιτήματά του με το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο.

40      Εν προκειμένω, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, όπως δικαίως υποστηρίζουν η Επιτροπή και η Γαλλική Δημοκρατία, η ενάγουσα αναφέρει σαφώς, στην αρχή του δικογράφου της αγωγής, ότι της έχει ανατεθεί το αντικείμενο «συμβάσεως της Επιτροπής […] αφορώσας τη μεταφορά βοείου κρέατος από το γαλλικό έδαφος προς τη [Ρωσία] στο πλαίσιο του προγράμματος εφοδιασμού της χώρας αυτής που εγκρίθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 111/1999 […] και τον κανονισμό 1799/1999» και ότι, «[κ]ατ’ εφαρμογήν [αυτών] των κανονισμών», η εκπλήρωση στην πράξη των υποχρεώσεων που βάρυναν την Επιτροπή «δυνάμει της παρούσας συμβάσεως» είχε ανατεθεί στον οργανισμό παρεμβάσεως. Η ενάγουσα διευκρινίζει, επιπλέον, ότι «[κ]ατά την εκτέλεση της συμβάσεως», αντιμετώπισε πλείονες δυσκολίες που συνδέονταν με τα προβαλλόμενα πταίσματα του οργανισμού παρεμβάσεως.

41      Η απλή αναφορά, στο δικόγραφο της αγωγής, σε ορισμένα τιμολόγια που αφορούν, κατ’ ουσίαν, άλλες παρτίδες πέραν της παρτίδας αριθ. 8 δεν αρκεί από πλευράς του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991 ώστε να θεωρηθεί, όπως αναφέρεται στο υπόμνημα απαντήσεως, ότι το αντικείμενο της διαφοράς αφορούσε και τις συμβάσεις που είχαν ανατεθεί στην ενάγουσα βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 556/1999 της Επιτροπής, της 12ης Μαρτίου 1999, σχετικά με την προμήθεια βοείου κρέατος στη Ρωσία (ΕΕ L 68, σ. 19) (παρτίδες αριθ. 1, 2 και 3), του κανονισμού (ΕΚ) 712/1999 της Επιτροπής, της 31ης Μαρτίου 1999, για τη μεταφορά χοιρείου κρέατος με προορισμό της Ρωσία (ΕΕ L 89, σ. 54) (παρτίδα αριθ. 6), και του κανονισμού (ΕΚ) 1133/1999 της Επιτροπής, της 28ης Μαΐου 1999, σχετικά με την προμήθεια βοείου κρέατος στη Ρωσία (ΕΕ L 135, σ. 64) (παρτίδες αριθ. 1 και 2).

42      Το γεγονός ότι όλοι οι κανονισμοί που μνημονεύονται ανωτέρω στη σκέψη 41, και των οποίων γίνεται επίκληση για πρώτη φορά στο υπόμνημα απαντήσεως, είναι εκτελεστικοί του κανονισμού 111/1999 δεν ασκεί επιρροή, καθόσον κάθε εκτελεστικός κανονισμός του εν λόγω κανονισμού προβλέπει νέο διαγωνισμό για την ανάθεση νέας συμβάσεως. Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 111/1999, για να είναι παραδεκτή, η προσφορά πρέπει να αφορά μία και μόνη παρτίδα. Συνεπώς, η ενάγουσα δεν είχε τη δυνατότητα να υποβάλει προσφορά για πλείονες παρτίδες ούτε να εξαρτήσει την προσφορά που υπέβαλε για την ανάθεση μιας παρτίδας από την εκ μέρους της Επιτροπής αποδοχή άλλων προσφορών που είχαν υποβληθεί για άλλες παρτίδες στο πλαίσιο του εν λόγω κανονισμού ή άλλων κανονισμών.

43      Ασφαλώς, ο κανονισμός 111/1999 προβλέπει τους γενικούς κανόνες εφαρμογής του προγράμματος εφοδιασμού της Ρωσικής Ομοσπονδίας με γεωργικά προϊόντα και οι γενικοί αυτοί κανόνες είναι κοινοί και ισχύουν για τους διαφόρους κανονισμούς που μνημονεύει η ενάγουσα με το υπόμνημα απαντήσεως. Ωστόσο, τα άρθρα 1 και 2 του κανονισμού 111/1999 προβλέπουν ότι η κίνηση διαδικασίας διαγωνισμού για την ανάθεση των επιμέρους προμηθειών γίνεται με ειδικούς κανονισμούς, όπως οι κανονισμοί 1799/1999, 556/1999, 712/1999 και 1133/1999. Συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι αναθέσεις των επιμέρους προμηθειών που έγιναν στο πλαίσιο των ειδικών αυτών κανονισμών συνιστούν εκτέλεση μιας και μόνης συμβάσεως το αντικείμενο της οποίας περιελάμβανε επτά διαφορετικές παρτίδες.

44      Εξάλλου, το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και γʹ, του κανονισμού 111/1999 αναφέρει σαφώς ότι οι προσφορές που υποβάλλονται στον οργανισμό παρεμβάσεως περιέχουν αναφορά στον κανονισμό βάσει του οποίου προκηρύχθηκε ο διαγωνισμός για κάθε παρτίδα και ότι κάθε προσφορά πρέπει να αφορά μία και μόνη παρτίδα και το σύνολο της παρτίδας αυτής. Η επισυναπτόμενη στο δικόγραφο της αγωγής προσφορά είναι σχετική με την παρτίδα αριθ. 8 που περιγράφεται στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού 1799/1999 και, σε καμία περίπτωση, δεν μπορεί να καταδείξει την έκταση των υποχρεώσεων τις οποίες ανέλαβε η ενάγουσα στο πλαίσιο του προγράμματος εφοδιασμού της Ρωσικής Ομοσπονδίας με γεωργικά προϊόντα, καθόσον κάθε προσφορά είναι διαφορετική και υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφορετικής διαδικασίας διαγωνισμού.

45      Ως εκ τούτου, η αναφορά, στο υπόμνημα απαντήσεως, σε παρτίδες άλλες από την παρτίδα αριθ. 8 του κανονισμού 1799/199 συνιστά διεύρυνση του αντικειμένου της διαφοράς η οποία πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

 Επί της ουσίας

46      Με την αγωγή της, η ενάγουσα διατυπώνει κατ’ ουσίαν τέσσερα αιτήματα. Το πρώτο αφορά την καθυστερημένη αποδέσμευση ορισμένων εγγυήσεων προμήθειας. Το δεύτερο αφορά την καθυστερημένη πληρωμή ορισμένων τιμολογίων μεταφοράς. Το τρίτο αφορά τη μερική πληρωμή ενός τιμολογίου μεταφοράς. Το τέταρτο αφορά την ανεπαρκή πληρωμή ορισμένων τιμολογίων σε μη προβλεπόμενα από τη σύμβαση νομίσματα.

47      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να αναλύσει το πρώτο, το τρίτο και το τέταρτο αίτημα πριν από το δεύτερο.

 Επί του πρώτου αιτήματος, που αφορά την καθυστερημένη αποδέσμευση ορισμένων εγγυήσεων προμήθειας

48      Η ενάγουσα διατείνεται ότι τρεις εγγυήσεις προμήθειας που συνέστησε αποδεσμεύθηκαν με καθυστέρηση χωρίς ο οργανισμός παρεμβάσεως να προβάλει αιτιολογία που θα επέτρεπε τη δικαιολόγηση της καθυστερημένης αυτής αποδεσμεύσεως και ζητεί να αποζημιωθεί για τα έξοδα που προκάλεσε η εν λόγω καθυστέρηση. Υποστηρίζει ότι η αδικαιολόγητη άρνηση αποδεσμεύσεως των εγγυήσεων συνιστά πταίσμα δυνάμενο να επισύρει την ευθύνη της διοικήσεως και υπενθυμίζει ότι, κατά το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 111/1999, η εγγύηση προμήθειας αποδεσμεύεται όταν ο ανάδοχος προσκομίσει την απόδειξη της εκτελέσεως της προμήθειας.

49      Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, ελλείψει ουσιωδών στοιχείων στο δικόγραφο της προσφυγής, όπως η αναφορά στις συγκεκριμένες πράξεις εκτελέσεως της προμήθειας, το αίτημα πρέπει να κριθεί απαράδεκτο βάσει του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή εκτιμά ότι η ενάγουσα δεν αποδεικνύει ότι υποβλήθηκε σε έξοδα εξαιτίας της εν λόγω καθυστερήσεως και υπενθυμίζει ότι τα έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως περιλαμβάνονταν στην τιμή που ανέφερε η προσφορά της ενάγουσας. Εξάλλου, κατ’ αυτήν, ο κανονισμός 111/1999 δεν προβλέπει μεν προθεσμία για την αποδέσμευση των εγγυήσεων, αυτό όμως δεν συνεπάγεται ότι η αποδέσμευση πρέπει να πραγματοποιείται την ίδια ημέρα της παραλαβής των δικαιολογητικών από τον οργανισμό παρεμβάσεως. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο οργανισμός παρεμβάσεως οφείλει να εξετάζει τα δικαιολογητικά προτού αποδεσμεύσει την εγγύηση και προβεί στην πληρωμή, άλλως θα πρέπει να στραφεί κατά του αναδόχου αν, κατόπιν επαληθεύσεως, διαπιστωθεί ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι της προμήθειας. Εν προκειμένω, οι χρόνοι καθυστερήσεως που αναφέρει η ενάγουσα, ήτοι 18 και 30 ημέρες, δεν μπορούν επ’ ουδενί να θεωρηθούν ως μη εύλογοι.

50      Η Γαλλική Δημοκρατία επισημαίνει ότι τα τιμολόγια που προσκόμισε η ενάγουσα προς στήριξη του αιτήματός της καταρτίστηκαν σε ημερομηνίες προγενέστερες της συνάψεως της συμβάσεως σχετικά με την παρτίδα αριθ. 8 που περιγράφεται στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού 1799/1999 και ότι, επομένως, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι συνδέονται με την εν λόγω σύμβαση.

51      Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, όπως επισημαίνει η Γαλλική Δημοκρατία, τα τιμολόγια με στοιχεία αναφοράς BRU 9132021 και BRU 9132022, τα οποία προσκόμισε η ενάγουσα προς στήριξη της αξιώσεώς της, εκδόθηκαν στις 3 και 9 Αυγούστου 1999, ήτοι σε ημερομηνίες προγενέστερες της υποβολής της προσφοράς της ενάγουσας στον οργανισμό παρεμβάσεως, στις 14 Σεπτεμβρίου 1999, και της αποφάσεως περί αναθέσεως της περιγραφόμενης στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού 1799/1999 παρτίδας αριθ. 8 από την Επιτροπή στην ενάγουσα, στις 24 Σεπτεμβρίου 1999. Συνεπώς, τα εν λόγω τιμολόγια δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι συνδέονται με τη σύμβαση που αφορά την εν λόγω παρτίδα.

52      Κατά συνέπεια, το πρώτο αίτημα πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί, χωρίς να είναι απαραίτητο να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή βάσει του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991.

 Επί του τρίτου αιτήματος, που αφορά τη μερική πληρωμή ενός τιμολογίου μεταφοράς

53      Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, καίτοι η ίδια εκτέλεσε το σύνολο των προβλεπομένων από τη σύμβαση παροχών μεταφοράς και απέδειξε το γεγονός αυτό προσκομίζοντας στον οργανισμό παρεμβάσεως τα κατάλληλα έγγραφα, ο οργανισμός αυτός, χωρίς να παράσχει καμία δικαιολογία, δεν πλήρωσε στο σύνολό του το τιμολόγιο με στοιχεία αναφοράς BRU 9131606. Ζητεί, συνεπώς, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει ποσό 17 400 ευρώ που αντιστοιχεί στο οφειλόμενο υπόλοιπο του τιμολογίου αυτού.

54      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το αίτημα αυτό δεν είναι σύμφωνο προς το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, καθόσον η ενάγουσα περιορίζεται να ισχυριστεί ότι το ποσό των 17 400 ευρώ δεν έχει καταβληθεί, χωρίς να παρέχει εξηγήσεις ως προς το σε τι αντιστοιχεί το εν λόγω ποσό, ως προς τις πληροφορίες που διαβιβάστηκαν στον οργανισμό παρεμβάσεως προς στήριξη αυτής της αιτήσεως πληρωμής και ως προς τον λόγο για τον οποίο οφειλόταν το ποσό αυτό. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η παραλαβή των προϊόντων βαρύνει τον ανάδοχο, όπως κρίθηκε με την προμνησθείσα στη σκέψη 21 απόφαση Calberson GE κατά Επιτροπής (EU:T:2004:38, σκέψεις 147 έως 149), και ότι η προσφορά της ενάγουσας ανέφερε, πράγματι, τα έξοδα που αφορούσαν τις εργασίες χειρισμού και φορτώσεως. Συνεπώς, εκτιμά ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για τις καθυστερήσεις τις οποίες η ενάγουσα υποτίθεται ότι υπέστη κατά τη φόρτωση του εμπορεύματος.

55      Η Γαλλική Δημοκρατία παρατηρεί ότι το τιμολόγιο που προσκόμισε η ενάγουσα προς στήριξη της αξιώσεώς της εκδόθηκε σε ημερομηνία προγενέστερη της συνάψεως της συμβάσεως σχετικά με την περιγραφόμενη στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού 1799/1999 παρτίδα αριθ. 8.

56      Διαπιστώνεται ότι, όπως επισημαίνει η Γαλλική Δημοκρατία, το τιμολόγιο της 6ης Ιουλίου 1999, το οποίο η ενάγουσα προσκόμισε προς στήριξη της αξιώσεώς της, εκδόθηκε σε ημερομηνία προγενέστερη της ημερομηνίας συνάψεως της συμβάσεως σχετικά με την περιγραφόμενη στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού 1799/1999 παρτίδα αριθ. 8, της 24ης Σεπτεμβρίου 1999. Συνεπώς, το εν λόγω τιμολόγιο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνδέεται με την εν λόγω σύμβαση.

57      Κατά συνέπεια, το τρίτο αίτημα πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί, χωρίς να είναι απαραίτητο να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή βάσει του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991.

 Επί του τετάρτου αιτήματος, που αφορά την ανεπαρκή πληρωμή ορισμένων τιμολογίων σε μη προβλεπόμενα από τη σύμβαση νομίσματα

58      Η ενάγουσα υποστηρίζει με το δικόγραφο της αγωγής της ότι, κατά το γαλλικό δίκαιο, χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα μπορεί να πληρωθεί με καταβολή σε εγχώριο νόμισμα, υπό τον όρον ότι η μετατροπή θα γίνει την ημέρα της καταβολής. Εν προκειμένω, «μία από τις παρτίδες» που ανατέθηκαν στην ενάγουσα, και η οποία θα πληρωνόταν σε δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών, πληρώθηκε σε γαλλικά φράγκα. Διατείνεται, συνεπώς, ότι «τέσσερα» επίμαχα τιμολόγια, συνολικού ποσού 402 281 USD, πληρώθηκαν «διά καταβολής του ποσού σε φράγκα αντιστοιχούντος σε 390 334,62 ευρώ» ενώ, αν είχε εφαρμοστεί η ισοτιμία που ίσχυε την ημέρα της καταβολής (1,0463/0,9557), θα έπρεπε να είχε καταβληθεί ποσό ίσο προς 420 915,03 ευρώ. Η ενάγουσα ζητεί, συνεπώς, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να της καταβάλει τη διαφορά, ήτοι 30 580,41 ευρώ.

59      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το αίτημα, λόγω ορισμένων αντιφάσεων και έλλειψης σαφήνειας, δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991. Εν πάση περιπτώσει, το cour administrative d’appel de Paris διαπίστωσε, με την από 6 Απριλίου 2000 απόφασή του, ότι τα τιμολόγια της ενάγουσας ήταν εκφρασμένα συγχρόνως σε δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών και σε γαλλικά φράγκα.

60      Η Γαλλική Δημοκρατία παρατηρεί ότι η ενάγουσα δεν προσδιόρισε τη συμβατική διάταξη που προβλέπει την υποτιθέμενη υποχρέωση πληρωμής σε δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών την οποία επικαλείται. Αντιθέτως, το άρθρο 5, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 111/1999 επιβάλλει, για να είναι παραδεκτή μια προσφορά, να αναφέρει σε ευρώ τα διάφορα ποσά. Η προσφορά της ενάγουσας για την παρτίδα αριθ. 8 που περιγράφεται στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού 1799/1999 ήταν εκφρασμένη όντως σε ευρώ και όχι σε δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών. Εν πάση περιπτώσει, κατ’ εφαρμογήν της αρχής του γαλλικού δικαίου την οποία επικαλείται η ενάγουσα, θα πρέπει να γίνει δεκτή διαφορά της τάξεως των 6 705,45 ευρώ.

61      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχει εφαρμογή στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού, και το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο πρέπει να περιέχει συνοπτική έκθεση των λόγων/ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να εμφαίνονται κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο, ώστε να μπορούν ο μεν καθού/εναγόμενος να προετοιμάσει την άμυνά του και το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής/αγωγής, ενδεχομένως χωρίς να απαιτούνται προς τούτο άλλα στοιχεία. Για τον λόγο αυτόν, το δικόγραφο αυτό πρέπει να διευκρινίζει σε τι συνίσταται ο λόγος/ισχυρισμός στον οποίο στηρίζεται η προσφυγή/αγωγή και, συνεπώς, η αφηρημένη επίκλησή του δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του Κανονισμού Διαδικασίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 12ης Ιανουαρίου 1995, Viho κατά Επιτροπής, T102/92, Συλλογή, EU:T:1995:3, σκέψη 68, και της 27ης Νοεμβρίου 1997, Tremblay κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑224/95, Συλλογή, EU:T:1997:187, σκέψη 79). Ομοίως, δεν εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αναζητεί και να εντοπίζει στα παραρτήματα τους λόγους/ισχυρισμούς που θα μπορούσε να θεωρήσει ότι αποτελούν τη βάση της προσφυγής/αγωγής, δεδομένου ότι τα παραρτήματα έχουν αποκλειστικώς αποδεικτικό και διευκρινιστικό χαρακτήρα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2012, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑469/09, EU:T:2012:50, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

62      Εν προκειμένω, όσον αφορά την προβαλλόμενη στο πλαίσιο του παρόντος αιτήματος οφειλή, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η ενάγουσα υποστηρίζει με την αγωγή της ότι «μία από τις παρτίδες» που της ανατέθηκαν είχε συμφωνηθεί σε δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών, χωρίς να προσδιορίζει ποια ήταν αυτή. Η ενάγουσα μνημονεύει στη συνέχεια «τέσσερα τιμολόγια» συνολικού ποσού 402 281 USD που αφορούσαν την παρτίδα αυτή, χωρίς ωστόσο να τα επισυνάπτει στο δικόγραφο ή να παρέχει οποιαδήποτε άλλη πληροφορία σχετικά με τα τιμολόγια αυτά.

63      Πάντως, από το δικόγραφο της αγωγής δεν προκύπτει σαφώς αν η ενάγουσα αμφισβητεί το γεγονός ότι τα επίμαχα τιμολόγια πληρώθηκαν σε γαλλικά φράγκα αντί σε δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών ή αν περιορίζεται, αντιθέτως, να επικρίνει την ισοτιμία συναλλάγματος που εφαρμόστηκε. Πράγματι, η ενάγουσα παρατηρεί ότι, καταρχήν, «κατά το γαλλικό δίκαιο, χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα μπορεί να πληρωθεί με καταβολή σε εγχώριο νόμισμα, υπό τον όρον ότι η μετατροπή θα γίνει την ημέρα της καταβολής», πράγμα που αφήνει να εννοηθεί ότι περιορίζεται στην αμφισβήτηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ γαλλικού φράγκου και δολαρίου Ηνωμένων Πολιτειών. Επιπλέον, αντί να αναφέρει ποια ήταν αυτή η ισοτιμία, αναφέρεται στην ισοτιμία μεταξύ δολαρίων Ηνωμένων Πολιτειών και ευρώ, χωρίς να παρέχει καμία διευκρίνιση, με το δικόγραφο της αγωγής, ως προς την ακριβή ημερομηνία αναφοράς που χρησιμοποιεί.

64      Υπό τις συνθήκες αυτές, το παρόν αίτημα δεν είναι σύμφωνο προς το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991 και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

65      Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, μεταξύ των τεσσάρων τιμολογίων που επισυνάφθηκαν στο υπόμνημα απαντήσεως, μόνον ένα τιμολόγιο με στοιχεία αναφοράς BRU 0135699 μνημονεύει την προμήθεια της παρτίδας αριθ. 8 που περιγράφεται στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού 1799/1999 και μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ότι συνδέεται με τη σύμβαση που αφορά την εν λόγω παρτίδα.

66      Όμως, επιβάλλεται η διαπίστωση, αφενός, ότι το τιμολόγιο αυτό είναι εκφρασμένο τόσο σε δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών (108 173,76 USD) όσο και σε γαλλικά φράγκα (717 289,39 FRF) και ότι η ενάγουσα δεν αποδεικνύει ότι το τιμολόγιο αυτό ήταν πληρωτέο σε δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών. Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το άρθρο 5 του κανονισμού 111/1999 απαιτεί μεν, για να θεωρείται μια προσφορά παραδεκτή, να είναι εκφρασμένη σε ευρώ, ο εν λόγω κανονισμός σιωπά, ωστόσο, ως προς τις λεπτομέρειες της πληρωμής των τιμολογίων. Πράγματι, οι διατάξεις του κανονισμού 111/1999 δεν προβλέπουν ότι η πληρωμή των προμηθειών γίνεται σε ένα συγκεκριμένο νόμισμα. Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι το ισχύον νόμισμα κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως, ήτοι στις 24 Σεπτεμβρίου 1999, ήταν το γαλλικό φράγκο.

67      Αφετέρου, διαπιστώνεται ότι η ενάγουσα δεν διατείνεται ότι ο οργανισμός παρεμβάσεως πλήρωσε σε γαλλικά φράγκα ποσό διαφορετικό από το ποσό των 717 289,39 FRF που αναφέρεται στο τιμολόγιο.

68      Βάσει των προεκτεθέντων, το τέταρτο αίτημα, όπως το αντιλαμβάνεται το Γενικό Δικαστήριο, πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του δευτέρου αιτήματος, που αφορά την παράλειψη καταβολής τόκων λόγω καθυστερήσεως

69      Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι, καίτοι προέβη στο σύνολο των παροχών μεταφοράς που προβλέπονταν από τη σύμβαση για την παρτίδα αριθ. 8 που περιγράφεται στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού 1799/1999 και υπέβαλε στον οργανισμό παρεμβάσεως τα σχετικά δικαιολογητικά, ο οργανισμός αυτός καθυστέρησε αδικαιολόγητα να εξοφλήσει τα επίμαχα τιμολόγια. Ζητεί, κατά συνέπεια να υποχρεωθεί η Επιτροπή να της καταβάλει τόκους λόγω καθυστερήσεως καταβολής καθώς και τόκους υπερημερίας επί των εν λόγω τόκων. Υποστηρίζει επίσης ότι ο κανονισμός 111/1999 δεν περιέχει καμία διάταξη σχετικά με τις προθεσμίες πληρωμής των παροχών μεταφοράς και τα εφαρμοστέα επιτόκια όσον αφορά τους τόκους λόγω καθυστερήσεως. Κατά συνέπεια, φρονεί ότι επιβάλλεται η αναφορά στις αρχές του γαλλικού διοικητικού δικαίου που διέπουν τα ζητήματα αυτά. Σύμφωνα με τις αρχές αυτές, παρατηρεί ότι η πληρωμή έπρεπε να πραγματοποιηθεί κατά την προσκόμιση του τιμολογίου κατά τον χρόνο της φορτώσεως ή της παραδόσεως του εμπορεύματος ή κατά την παραλαβή του τιμολογίου αν αυτό δεν είχε εξοφληθεί κατά τον χρόνο της φορτώσεως ή της παραδόσεως και ότι για τυχόν καθυστέρηση πληρωμής οφείλονται αυτοδικαίως και χωρίς άλλες διατυπώσεις τόκοι λόγω καθυστερήσεως.

70      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, εκτιμά, κατ’ ουσίαν, ότι το παρόν αίτημα είναι απορριπτέο όσον αφορά όλα τα τιμολόγια, είτε διότι αυτά δεν έπρεπε να εξοφληθούν, είτε διότι ο οργανισμός παρεμβάσεως τα είχε πληρώσει πριν από την όχληση που του απηύθυνε η ενάγουσα, είτε διότι δεν αφορούσαν το αντικείμενο της διαφοράς, είτε διότι τα δικαιολογητικά που ήταν αναγκαία για την πληρωμή των τιμολογίων δεν προσκομίστηκαν. Εξάλλου, δεδομένου ότι οι κανονισμοί 111/1999 και 1799/1999 δεν τάσσουν προθεσμία για την οριστική πληρωμή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα τιμολόγια αυτά έπρεπε να πληρωθούν τοις μετρητοίς. Συγκεκριμένα, είναι απαραίτητο να παρέχεται εύλογη προθεσμία στον υπόχρεο προς καταβολή οργανισμό προκειμένου αυτός να ελέγχει τις αιτήσεις που του υποβάλλονται. Η Γαλλική Δημοκρατία προσθέτει ότι ο γαλλικός αστικός κώδικας προβλέπει επίσης ότι οι τόκοι λόγω καθυστερήσεως δεν οφείλονται αυτοδικαίως, αλλά μόνο κατόπιν οχλήσεως του οφειλέτη.

71      Πρώτον, όπως υποστηρίζουν η Επιτροπή και η Γαλλική Δημοκρατία, δεν πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα καταβολής τόκων υπερημερίας για τιμολόγια των οποίων η ημερομηνία εκδόσεως είναι προγενέστερη της ημερομηνίας συνάψεως της συμβάσεως για την παρτίδα αριθ. 8 που περιγράφεται στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού 1799/1999, ήτοι της 24ης Σεπτεμβρίου 1999, καθόσον τα τιμολόγια αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν ως συνδεόμενα με το αντικείμενο της διαφοράς, όπως αυτό καθορίζεται στο δικόγραφο της αγωγής. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το παρόν αίτημα όσον αφορά τα τιμολόγια με στοιχεία αναφοράς BRU 9131230, BRU 9131356, BRU 9131823, BRU 9131824, BRU 9132738, BRU 9132739, BRU 9132764, BRU 9132021, BRU 9132022, BRU 9131606, BRU 9132744 και BRU 9132743.

72      Δεύτερον, η ενάγουσα δεν αμφισβητεί ότι τα τιμολόγια με στοιχεία αναφοράς BRU 9132954, BRU 9133012, BRU 9133148, BRU 9133149, BRU 9133152, BRU 9133153, BRU 9133286, BRU 9134237, BRU 9133287, BRU 9133917, BRU 0135094, BRU 0135699 και BRU 0136077 πληρώθηκαν πριν από τις οχλήσεις που απηύθυνε στον οργανισμό παρεμβάσεως στις 3 Απριλίου 2000. Υποστηρίζει, ωστόσο, βάσει του γαλλικού διοικητικού δικαίου, ότι μια τέτοια όχληση δεν είναι απαραίτητη για να αρχίσουν να τρέχουν τόκοι λόγω καθυστερήσεως.

73      Συναφώς, όπως υπομνήσθηκε ανωτέρω στη σκέψη 28, το γαλλικό δίκαιο δεν έχει εφαρμογή στη σύμβαση για την παρτίδα αριθ. 8 που περιγράφεται στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού 1799/1999 παρά μόνον όταν οι κανονισμοί 111/1999 και 1799/1999, όπως έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία, δεν παρέχουν κανένα στοιχείο όσον αφορά τη συγκεκριμένη εφαρμογή των συμβατικών όρων.

74      Όμως, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει, στο πλαίσιο της εκτελέσεως συμβάσεως παροχής υπηρεσιών μεταφοράς που είχε επίσης αναθέσει η Επιτροπή στην ενάγουσα βάσει του κανονισμού 111/1999, ότι δεν μπορεί να διαπιστωθεί καθυστέρηση πληρωμής παρά μόνον από τον χρόνο της οχλήσεως του οφειλέτη και ότι η σύμβαση προμήθειας δεν προβλέπει την ύπαρξη αυτοδίκαιης οχλήσεως απλώς και μόνο επειδή έχει λήξει η σχετική προθεσμία (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα στη σκέψη 21 απόφαση Calberson GE κατά Επιτροπής, EU:T:2004:38, σκέψη 144 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο δεν παρέπεμψε σε διάταξη του εθνικού δικαίου, αλλά αναφέρθηκε σε προγενέστερη νομολογία, που επίσης ερμήνευε τον κανονισμό 111/1999 (προμνησθείσα στη σκέψη 21 απόφαση Hans Fusch κατά Επιτροπής, EU:T:2002:246, σκέψη 78). Πράγματι, δεδομένης της ιδιαίτερης φύσεως της συμβάσεως για την παρτίδα αριθ. 8 που περιγράφεται στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού 1799/1999, εφόσον τα αμοιβαία δικαιώματα και οι αμοιβαίες υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών καθορίζονται από τις διατάξεις των κανονισμών 111/1999 και 1799/1999, πρέπει να διασφαλίζεται, κατά το μέτρο του δυνατού, ομοιόμορφη ερμηνεία των συμβάσεων που απορρέουν από την κανονιστική αυτή ρύθμιση. Από αυτό προκύπτει ότι, αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την ενάγουσα, το γαλλικό δίκαιο, που δεν έχει εφαρμογή στη σύμβαση παρά μόνο σε περίπτωση σιωπής, δεν μπορεί να ρυθμίσει το ζήτημα των τόκων υπερημερίας.

75      Συνεπώς, εφόσον η ενάγουσα δεν όχλησε τον οργανισμό παρεμβάσεως να πληρώσει πριν από τις 3 Απριλίου 2000, ημερομηνία της πρώτης οχλήσεως εκ μέρους της ενάγουσας, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα πληρωμής τόκων λόγω καθυστερήσεως πληρωμής των τιμολογίων που εξοφλήθηκαν πριν από την ημερομηνία αυτή, δηλαδή των τιμολογίων με στοιχεία αναφοράς BRU 9132954, BRU 9133012, BRU 9133148, BRU 9133149, BRU 9133152, BRU 9133153, BRU 9133286, BRU 9134237, BRU 9133287, BRU 9133917, BRU 0135094, BRU 0135699 και BRU 0136077.

76      Τρίτον, όσον αφορά το τιμολόγιο με στοιχεία αναφοράς BRU 0137658, που φέρει ημερομηνία 18 Μαΐου 2000, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι αποτέλεσε αντικείμενο οχλήσεως. Πράγματι, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η όχληση της 29ης Μαΐου 2000, που περιλαμβάνεται στη δικογραφία, δεν αναφέρεται σε αυτό το τιμολόγιο, αλλά σε άλλο τιμολόγιο, με ημερομηνία 2 Φεβρουαρίου 2000. Κατά συνέπεια, ελλείψει οχλήσεως, είναι απορριπτέο και αυτό το αίτημα της ενάγουσας που αφορά το τιμολόγιο με στοιχεία αναφοράς BRU 0137658.

77      Τέταρτον, όσον αφορά το τιμολόγιο με στοιχεία αναφοράς BRU 0135473, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 10, παράγραφος 2, του κανονισμού 111/1999 ορίζει ότι η αίτηση πληρωμής πρέπει να συνοδεύεται από διάφορα δικαιολογητικά (αντίγραφο των εγγράφων μεταφοράς, πιστοποιητικό παραλαβής, αντίγραφο του πιστοποιητικού εξαγωγής, κ.λπ.), εν απουσία των οποίων ουδεμία πληρωμή είναι δυνατή. Κατά συνέπεια, η απλή έκδοση τιμολογίου δεν παρέχει δικαίωμα σε πληρωμή.

78      Εν προκειμένω, από το δικόγραφο της αγωγής προκύπτει ότι το τιμολόγιο με στοιχεία αναφοράς BRU 0135473, της 2ας Φεβρουαρίου 2000, πληρώθηκε σε δύο δόσεις, αντιστοίχως, στις 23 Μαΐου και στις 13 Ιουνίου 2000. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, από τα παραρτήματα του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι η πληρωμή δεν μπόρεσε να διενεργηθεί νωρίτερα διότι ο οργανισμός παρεμβάσεως δεν είχε λάβει το σύνολο των απαιτουμένων εγγράφων. Ο οργανισμός παρεμβάσεως ζήτησε τα έγγραφα αυτά από την ενάγουσα με επιστολή της 18ης Μαΐου 2000. Από το παράρτημα 14 της αγωγής προκύπτει ότι, με επιστολή της 22ας Μαΐου 2000, η ενάγουσα διαβίβασε ορισμένα έγγραφα, παρέλειψε όμως να αποστείλει ένα, τουλάχιστον, από τα ζητηθέντα έγγραφα, ήτοι το έγγραφο μεταφοράς (CMR) που αντιστοιχεί στο τελωνειακό έντυπο με στοιχεία αναφοράς EX1 294905. Εφόσον δεν αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα διαβίβασε, πριν τις 13 Ιουνίου 2000, το σύνολο των εγγράφων που ήταν αναγκαία για τη διενέργεια της πληρωμής, πρέπει να απορριφθεί το αίτημά της σχετικά με το εν λόγω τιμολόγιο. Πράγματι, εν απουσία απαιτητού χρέους, δεν μπορούσαν να αρχίσουν να τρέχουν τόκοι λόγω καθυστερήσεως.

79      Τέλος, τα τιμολόγια με στοιχεία αναφοράς BRU 0135095, BRU 0136486 και BRU 9133916 αντιστοιχούν σε πρόσθετα έξοδα σταθμεύσεως στη Ρωσία. Όμως, από τα παραρτήματα του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι ο οργανισμός παρεμβάσεως, όσον αφορά τα εν λόγω τιμολόγια, είχε επισημάνει ότι δεν μπορούσαν να πληρωθούν πριν από την έγκρισή τους από τις υπηρεσίες της Επιτροπής, η δε ενάγουσα είχε συμφωνήσει ως προς αυτό. Συνεπώς, η ενάγουσα δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι τα τιμολόγια έπρεπε να πληρωθούν οκτώ ημέρες μετά την αποστολή τους στον οργανισμό παρεμβάσεως. Η ενάγουσα δεν αποδεικνύει επίσης ότι η πληρωμή των τιμολογίων αυτών, στις 13 Ιουνίου 2000, έγινε με καθυστέρηση σε σχέση προς την ημερομηνία κατά την οποία οι υπηρεσίες της Επιτροπής ενέκριναν την πληρωμή των τιμολογίων αυτών. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα καταβολής τόκων υπερημερίας στο μέτρο που αφορά τα τιμολόγια αυτά, καθόσον η ενάγουσα δεν αποδεικνύει την ημερομηνία κατά την οποία μπορούσε να απαιτηθεί η εξόφληση των τιμολογίων αυτών.

80      Επομένως, το δεύτερο αίτημα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

81      Βάσει των προεκτεθέντων, όλα τα αιτήματα της ενάγουσας, όπως τα αντιλαμβάνεται το Γενικό Δικαστήριο, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

82      Επιβάλλεται, ως εκ τούτου, η απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

83      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η ενάγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

84      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που παρενέβησαν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Επομένως, η Γαλλική Δημοκρατία θα φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή.

2)      Καταδικάζει την Calberson GE στα δικαστικά έξοδα.

3)      Η Γαλλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Van der Woude

Wiszniewska-Białecka

Ulloa Rubio

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Φεβρουαρίου 2016.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.