Language of document : ECLI:EU:T:2016:495

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 15ης Σεπτεμβρίου 2016 (*)

«Γλωσσικό καθεστώς – Προκηρύξεις γενικών διαγωνισμών για την πρόσληψη διοικητικών υπαλλήλων – Επιλογή της δεύτερης γλώσσας μεταξύ τριών γλωσσών – Κανονισμός 1/58 – Άρθρο 1δ, παράγραφος 1, άρθρο 27 και άρθρο 28, στοιχείο στʹ, του ΚΥΚ – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Αναλογικότητα»

Στις υποθέσεις T‑353/14 και T‑17/15,

Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από τη

Δημοκρατία της Λιθουανίας, εκπροσωπούμενη από τον D. Kriaučiūnas και την V. Čepaitė,

παρεμβαίνουσα στην υπόθεση T‑17/15,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς, στις υποθέσεις T‑353/14 και T‑17/15, από τους J. Currall και G. Gattinara καθώς και, στην υπόθεση T‑17/15, από την F. Simonetti, και, στη συνέχεια, από τον M. Gattinara και την F. Simonetti,

καθής,

με αντικείμενο, στην υπόθεση T‑353/14, αίτημα βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για την ακύρωση της προκηρύξεως του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/276/14, για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα προσλήψεων διοικητικών υπαλλήλων (ΕΕ 2014, C 74 A, σ. 4), και, στην υπόθεση T‑17/15, αίτημα βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για την ακύρωση της προκηρύξεως του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/294/14, για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα προσλήψεων διοικητικών υπαλλήλων στον τομέα της προστασίας των δεδομένων στο πλαίσιο του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (ΕΕ 2014, C 391 A, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία (εισηγητή), πρόεδρο, M. Kancheva και C. Wetter, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 17ης Μαρτίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού (EPSO) είναι διοργανικός φορέας που έχει συσταθεί δυνάμει της αποφάσεως 2002/620/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής, του Δικαστηρίου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, της Επιτροπής των Περιφερειών και του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, της 25ης Ιουλίου 2002, για την ίδρυση της EPSO (ΕΕ 2002 L 197, σ. 53). Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), όπως ίσχυε πριν τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 723/2004 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004, για την τροποποίηση του ΚΥΚ (ΕΕ 2004, L 124, σ. 1), τα θεσμικά όργανα που έχουν υπογράψει την απόφαση αυτή έχουν αναθέσει στην EPSO, με το άρθρο 2, παράγραφος 1, την άσκηση των αρμοδιοτήτων επιλογής που έχουν παρασχεθεί, βάσει του άρθρου 30, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ και βάσει του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ, στις αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές των εν λόγω οργάνων. Εξάλλου, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, της εν λόγω αποφάσεως, η EPSO δύναται να ασκεί τις αρμοδιότητες της παραγράφου 1, εφόσον αυτές έχουν ανατεθεί στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ενός οργάνου, υπηρεσίας ή οργανισμού που έχει ιδρυθεί από τις Συνθήκες ή βάσει αυτών, κατόπιν αιτήματος του τελευταίου. Το άρθρο 4 της ίδιας αποφάσεως προβλέπει ότι, ενώ, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 91α του ΚΥΚ, οι αιτήσεις και οι διοικητικές ενστάσεις σχετικά με την άσκηση των αρμοδιοτήτων που έχουν μεταβιβαστεί στην EPSO υποβάλλονται στην υπηρεσία αυτή, κάθε προσφυγή στους σχετικούς τομείς στρέφεται κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

2        Την 1η Μαρτίου 2014, η EPSO δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2014, C 60 A, σ. 1) τους γενικούς κανόνες που εφαρμόζονται στους γενικούς διαγωνισμούς (στο εξής: γενικοί κανόνες).

3        Στο σημείο 1.3 των γενικών κανόνων, που επιγράφεται «Όροι συμμετοχής στον διαγωνισμό», εκτίθενται, υπό τον τίτλο «Γλωσσικές γνώσεις», τα ακόλουθα:

«Ανάλογα με τον διαγωνισμό, θα κληθείτε να αποδείξετε τις γλωσσικές σας γνώσεις μεταξύ των επίσημων γλωσσών της ΕΕ. Κατά γενικό κανόνα, θα πρέπει να γνωρίζετε άριστα μία από τις επίσημες γλώσσες της ΕΕ και να έχετε ικανοποιητική γνώση μίας ακόμη. Όμως, η προκήρυξη του διαγωνισμού μπορεί να επιβάλει αυστηρότερες απαιτήσεις (ιδίως, στην περίπτωση θέσεων γλωσσομαθών). Εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στην προκήρυξη του διαγωνισμού, η επιλογή της δεύτερης γλώσσας κανονικά θα περιορίζεται στα αγγλικά, γαλλικά ή γερμανικά.»

4        Στην υποσημείωση 7 των γενικών κανόνων, διευκρινίζεται ότι, «[σ]ύμφωνα με την απόφαση του [Δικαστηρίου] C‑566/10 P, Ιταλία κατά Επιτροπής, τα θεσμικά όργανα της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] πρέπει να αναφέρουν τους λόγους για τον περιορισμό της επιλογής της δεύτερης γλώσσας σε έναν μικρό αριθμό επίσημων γλωσσών της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

5        Εξάλλου, στο ίδιο σημείο 1.3 των γενικών κανόνων, επισημαίνονται τα ακόλουθα:

«Κατά τη διοργάνωση γενικών διαγωνισμών, η EPSO εφαρμόζει τις “Γενικές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη χρησιμοποίηση γλωσσών σε διαγωνισμούς EPSO”, που εγκρίθηκαν από το σώμα των προϊσταμένων διοίκησης στις 15 Μαΐου 2013.

Είθισται να χρησιμοποιούνται κυρίως τα αγγλικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά για την εσωτερική επικοινωνία στα θεσμικά όργανα της ΕΕ, και αυτές είναι επίσης οι γλώσσες που απαιτούνται συχνότερα κατά την επικοινωνία με τον έξω κόσμο και την αντιμετώπιση διαφόρων υποθέσεων.

Οι επιλογές δεύτερης γλώσσας στους διαγωνισμούς έχουν οριστεί με γνώμονα το συμφέρον της υπηρεσίας, η οποία απαιτεί από τους νεοπροσληφθέντες να εντάσσονται αμέσως στο επιχειρησιακό προσωπικό και να είναι σε θέση να επικοινωνούν αποτελεσματικά στην καθημερινή τους εργασία. Διαφορετικά, θα μπορούσε να διαταραχθεί σοβαρά η αποτελεσματική λειτουργία των θεσμικών οργάνων.

Για να διασφαλιστεί η ίση μεταχείριση όλων των υποψηφίων, όλοι οι υποψήφιοι –συμπεριλαμβανομένων εκείνων των οποίων η πρώτη επίσημη γλώσσα είναι μία από τις τρεις προαναφερθείσες– πρέπει να υποβληθούν σε δοκιμασία στη δεύτερη γλώσσα τους, η οποία επιλέγεται μεταξύ αυτών των τριών. Η αξιολόγηση των ειδικών ικανοτήτων δίνει τη δυνατότητα στα θεσμικά όργανα να αξιολογούν με τον τρόπο αυτό την ικανότητα των υποψηφίων να είναι άμεσα λειτουργικοί σε ένα περιβάλλον που προσομοιάζει στο πραγματικό περιβάλλον που θα αντιμετωπίσουν κατά την εργασία τους. Τίποτα από αυτά δεν επηρεάζει τη δυνατότητα μεταγενέστερης γλωσσικής εκπαίδευσης για την εκμάθηση τρίτης γλώσσας εργασίας, όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 45, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

[…]»

6        Οι διαλαμβανόμενες στη σκέψη 5 ανωτέρω κατευθυντήριες γραμμές είναι προσαρτημένες στους γενικούς κανόνες (παράρτημα 2), όπως προκύπτει από την υποσημείωση 8 των κανόνων αυτών.

7        Στο σημείο 2.1.4 των γενικών κανόνων, με τίτλο «Ηλεκτρονική αίτηση υποψηφιότητας», διευκρινίζεται ότι «[ό]λα τα τμήματα της [αίτησης υποψηφιότητας], συμπεριλαμβανομένου του “αξιολογητή ταλέντου”, πρέπει να συμπληρώνονται στα αγγλικά, τα γαλλικά ή τα γερμανικά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στην προκήρυξη του διαγωνισμού».

8        Στο σημείο 3.1.1 των γενικών κανόνων, που επιγράφεται «EPSO: επικοινωνία με τους υποψηφίους», η παράγραφος 1 εκθέτει τα ακόλουθα:

«Τα αποτελέσματά σας και όλες οι προσκλήσεις θα σας απευθύνονται αποκλειστικά μέσω της ατομικής σας μερίδας EPSO στα αγγλικά, γαλλικά ή γερμανικά.»

9        Το σημείο 3.1.2 των γενικών κανόνων, με τίτλο «Υποψήφιοι: επικοινωνία με την EPSO», έχει ως εξής:

«Πριν επικοινωνήσετε με την EPSO, βεβαιωθείτε ότι έχετε διαβάσει προσεκτικά όλες τις πληροφορίες στην προκήρυξη του διαγωνισμού, στους παρόντες γενικούς κανόνες, καθώς και στον δικτυακό τόπο της EPSO, συμπεριλαμβανομένης της ενότητας “Συχνές ερωτήσεις” […].

Τα στοιχεία επικοινωνίας είναι διαθέσιμα στον δικτυακό τόπο […]. Σε κάθε αλληλογραφία σχετικά με αίτηση υποψηφιότητας, οι υποψήφιοι πρέπει να αναγράφουν το όνομά τους, όπως αναφέρεται στην αίτησή τους, τον αριθμό του διαγωνισμού και τον αριθμό της αίτησης υποψηφιότητάς τους.

Η EPSO μεριμνά ώστε να εφαρμόζονται οι αρχές του κώδικα ορθής διοικητικής συμπεριφοράς […]. Ωστόσο, δυνάμει των ιδίων αυτών αρχών, η EPSO διατηρεί το δικαίωμα να διακόψει κάθε ανταλλαγή αλληλογραφίας με τους υποψηφίους σε περίπτωση απαράδεκτων επιστολών, όπως π.χ. επαναλαμβανόμενες, προκλητικές και/ή χωρίς συγκεκριμένο αντικείμενο επιστολές.»

10      Στο σημείο 4 του κώδικα ορθής διοικητικής συμπεριφοράς του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις σχέσεις του με το κοινό, που είναι προσαρτημένος στην απόφαση 2000/633/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ της Επιτροπής, της 17ης Οκτωβρίου 2000, για την τροποποίηση του εσωτερικού της κανονισμού (ΕΕ 2000, L 267, σ. 63), περί του οποίου γίνεται λόγος στη σκέψη 9 ανωτέρω (στο εξής: κώδικας ορθής διοικητικής συμπεριφοράς), διαλαμβάνονται, υπό τον τίτλο «Αλληλογραφία», τα ακόλουθα:

«Σύμφωνα με το άρθρο 21 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Επιτροπή απαντά στις επιστολές που λαμβάνει στη γλώσσα στην οποία έχει συνταχθεί αρχικά η επιστολή, εφόσον πρόκειται για μία από τις επίσημες γλώσσες της Κοινότητας.»

11      Στο παράρτημα 2 των γενικών κανόνων, που φέρει τον τίτλο «Γενικές κατευθυντήριες γραμμές του σώματος των προϊσταμένων διοίκησης σχετικά με τη χρησιμοποίηση των γλωσσών στους διαγωνισμούς της EPSO» (στο εξής: γενικές κατευθυντήριες γραμμές), επισημαίνονται τα ακόλουθα:

«Κατά γενικό κανόνα, η χρησιμοποίηση των γλωσσών στο πλαίσιο των διαγωνισμών EPSO επιβεβαιώνεται ως εξής:

–        Σταθερά στοιχεία του δικτυακού τόπου της EPSO σε όλες τις επίσημες γλώσσες.

–        Η δημοσίευση των προκηρύξεων διαγωνισμών σε όλες τις επίσημες γλώσσες, συμπεριλαμβανομένων διαγωνισμών γλωσσομαθών και διαγωνισμών σχετικά με τη διεύρυνση, καθώς και των γενικών κανόνων που εφαρμόζονται στους γενικούς διαγωνισμούς.

–        Οι ακόλουθες δοκιμασίες διοργανώνονται σε όλες τις επίσημες γλώσσες:

–        προκαταρκτικές δοκιμασίες συμμετοχής (δοκιμασίες κατανόησης κειμένου και ευχέρειας σε αριθμητικούς υπολογισμούς),

–        δοκιμασίες γλωσσικής κατανόησης για διαγωνισμούς μεταφραστών,

–        προκαταρκτικές δοκιμασίες μετάφρασης για διαγωνισμούς γλωσσομαθών νομικών,

–        ενδιάμεσες δοκιμασίες διερμηνείας (σε υπολογιστή) για διαγωνισμούς διερμηνέων,

–        δοκιμασίες γνώσεων (μετάφρασης ή διερμηνείας) για διαγωνισμούς του γλωσσικού κλάδου.

–        […]

–        Οι δοκιμασίες των κέντρων αξιολόγησης θα διοργανώνονται αποκλειστικά και μόνο στη δεύτερη γλώσσα των υποψηφίων, κατ’ επιλογήν μεταξύ της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας.

Παρομοίως, όσον αφορά τις διαδικασίες επιλογής συμβασιούχων υπαλλήλων που διοργανώνονται από την EPSO, οι προσκλήσεις εκδήλωσης ενδιαφέροντος δημοσιεύονται σε όλες τις επίσημες γλώσσες.

Ο περιορισμός στην επιλογή της δεύτερης γλώσσας δικαιολογείται από διάφορους παράγοντες.

Πρώτον, το συμφέρον της υπηρεσίας απαιτεί οι νεοπροσληφθέντες υπάλληλοι να αποτελούν αμέσως επιχειρησιακό προσωπικό και να είναι σε θέση να εκτελούν αποτελεσματικά τα καθήκοντα για τα οποία έχουν προσληφθεί στον τομέα ή στον ρόλο που προσδιορίζεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού.

Τα αγγλικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά είναι οι γλώσσες που χρησιμοποιούνται ευρύτερα στα θεσμικά όργανα και, κατά παράδοση, στις συνεδριάσεις των μελών των θεσμικών οργάνων. Τα αγγλικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά είναι επίσης οι γλώσσες που χρησιμοποιούνται περισσότερο στην εσωτερική και εξωτερική επικοινωνία, όπως επιβεβαιώνεται από τις στατιστικές σχετικά με τις γλώσσες σύνταξης των κειμένων που μεταφράζονται από τις μεταφραστικές υπηρεσίες των θεσμικών οργάνων.

Δεδομένων των πραγματικών γλωσσικών απαιτήσεων των θεσμικών οργάνων για λόγους εσωτερικής και εξωτερικής επικοινωνίας, ένα κριτήριο επιλογής βάσει της πρώτης παραγράφου του άρθρου 27, παράγραφος 1, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης πρέπει να είναι η ικανοποιητική γνώση μίας από αυτές τις τρεις γλώσσες, η οποία πρέπει να αξιολογείται με την προσομοίωση ρεαλιστικής εργασιακής κατάστασης. Η γνώση τρίτης γλώσσας που προβλέπεται στο άρθρο 45, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης δεν μπορεί να υποκαταστήσει μία από αυτές τις τρεις γλώσσες τη στιγμή της πρόσληψης.

Δεύτερον, ο περιορισμός των γλωσσών κατά τα επόμενα στάδια του διαγωνισμού δικαιολογείται από τη φύση των δοκιμασιών. Σύμφωνα με το άρθρο 27 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι αρχές διορισμού των θεσμικών οργάνων αποφάσισαν να τροποποιήσουν τις διαδικασίες επιλογής με την καθιέρωση από το 2010 μεθόδων αξιολόγησης που βασίζονται στις δεξιότητες, οι οποίες αντικατοπτρίζουν καλύτερα την ικανότητα των υποψηφίων να ασκούν τα καθήκοντά τους.

Από σημαντικές επιστημονικές έρευνες έχει αποδειχτεί ότι τα κέντρα αξιολόγησης, τα οποία προσομοιώνουν πραγματικές εργασιακές καταστάσεις, είναι το καλύτερο μέσο πρόβλεψης των επαγγελματικών επιδόσεων. Πρόκειται για την πιο αποτελεσματική μέθοδο αξιολόγησης και χρησιμοποιείται παγκοσμίως. Δεδομένης της μακροχρόνιας διάρκειας των σταδιοδρομιών και του βαθμού κινητικότητας στο πλαίσιο των θεσμικών οργάνων, αυτό το είδος αξιολόγησης είναι καίριας σημασίας. Βάσει πλαισίου δεξιοτήτων που ορίζουν οι αρχές πρόσληψης, επιλέγονται κατάλληλες ασκήσεις για την αξιολόγηση των απαιτούμενων δεξιοτήτων. Για να εξασφαλιστεί ότι οι υποψήφιοι μπορούν να αξιολογούνται με θεμιτό τρόπο και να επικοινωνούν άμεσα με τους αξιολογητές και τους λοιπούς υποψηφίους που συμμετέχουν στην ίδια δοκιμασία, η εφαρμογή αυτής της μεθόδου απαιτεί, στο στάδιο του κέντρου αξιολόγησης, να πραγματοποιείται σε κοινή γλώσσα συνεννόησης (lingua franca) ή σε, ορισμένες περιπτώσεις, σε μία από τις βασικές γλώσσες του διαγωνισμού. Στην πρώτη περίπτωση, η κοινή γλώσσα συνεννόησης πρέπει να επιλεγεί μεταξύ των γλωσσών που οι υποψήφιοι γνωρίζουν περισσότερο.

Στη βάση αυτή, πρέπει να γίνεται το παν για να αποφεύγεται κάθε διάκριση μεταξύ των υποψηφίων. Έτσι, κάθε υποψήφιος πρέπει να υποβάλλεται σε δοκιμασία στη δεύτερη γλώσσα του. Ωστόσο, η επιλογή της δεύτερης γλώσσας πρέπει να περιορίζεται, επειδή η γλώσσα αυτή πρέπει να είναι επίσης κοινή γλώσσα συνεννόησης. Δεδομένου ότι, σύμφωνα με την παραδοσιακή πρακτική στο πλαίσιο των θεσμικών οργάνων, συνηθίζεται να χρησιμοποιούνται τα αγγλικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά, όπως αναφέρεται ανωτέρω, η επιλογή πρέπει να γίνεται μεταξύ αυτών των τριών γλωσσών. Τα κέντρα αξιολόγησης δεν προβαίνουν καθόλου σε αξιολόγηση των γλωσσικών γνώσεων των υποψηφίων και η ικανοποιητική γνώση μίας από αυτές τις τρεις γλώσσες ως δεύτερης γλώσσας είναι αρκετή για να λάβουν μέρος στις δοκιμασίες (αυτό συνάδει με τις ελάχιστες απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 28 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης). Αυτό το επίπεδο γλωσσικών γνώσεων είναι απόλυτα εναρμονισμένο με τις πραγματικές ανάγκες της υπηρεσίας όπως περιγράφονται ανωτέρω.

Η χρησιμοποίηση της αγγλικής, της γαλλικής ή της γερμανικής ως επιλογή δεύτερης γλώσσας στα επόμενα στάδια των διαγωνισμών δεν συνεπάγεται καμία διάκριση όσον αφορά τη μητρική γλώσσα. Στην ουσία δεν πρόκειται για περιορισμό της χρησιμοποίησης της μητρικής γλώσσας. Η υποχρέωση των υποψηφίων να επιλέξουν μια δεύτερη γλώσσα (μεταξύ της αγγλικής, της γαλλικής ή της γερμανικής) που να είναι διαφορετική από την πρώτη γλώσσα τους (που είναι κανονικά η μητρική τους γλώσσα ή άλλη ισοδύναμη) εξασφαλίζει την ισότιμη μεταχείριση των υποψηφίων. Επίσης, υπογραμμίζεται ότι η επαρκής γνώση της δεύτερης γλώσσας εξαρτάται κυρίως από τις προσωπικές προσπάθειες των υποψηφίων.

Η απαίτηση αυτή, σε κάθε περίπτωση, είναι ανάλογη με τις πραγματικές ανάγκες της υπηρεσίας. Ο περιορισμός στην επιλογή της δεύτερης γλώσσας ανταποκρίνεται, μεταξύ άλλων, στις τρέχουσες γλωσσικές γνώσεις του ευρωπαϊκού πληθυσμού. Τα αγγλικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά δεν είναι μόνο οι γλώσσες πολλών κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και οι ευρύτερα διαδεδομένες ξένες γλώσσες. Πρόκειται για τις γλώσσες που διδάσκονται περισσότερο ως ξένες γλώσσες και που ο κόσμος θεωρεί πιο χρήσιμες. Οι πραγματικές απαιτήσεις της υπηρεσίας φαίνεται ότι αποτελούν εύλογη εικόνα των γλωσσικών δεξιοτήτων που αναμένεται να έχουν οι υποψήφιοι, δεδομένου ότι οι γλωσσικές γνώσεις με την αυστηρή έννοια του όρου (λάθη γραμματικά, ορθογραφικά λάθη ή λεξιλογίου) δεν αξιολογούνται στις δοκιμασίες δεξιοτήτων. Επομένως, ο περιορισμός στην επιλογή της δεύτερης γλώσσας ανάμεσα στα αγγλικά, τα γαλλικά ή τα γερμανικά δεν αποτελεί δυσανάλογο εμπόδιο για τα άτομα που επιθυμούν να συμμετάσχουν στους διαγωνισμούς. Πράγματι, με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, αυτό αντιστοιχεί σε μεγάλο βαθμό στις συνήθειες και τις προσδοκίες των πολιτών.

Οι σχετικές στατιστικές επιβεβαιώνουν ότι ο περιορισμός στην επιλογή της δεύτερης γλώσσας σε συγκεκριμένα στάδια των διαγωνισμών είναι αναλογικός και δεν εισάγει διακρίσεις. Για παράδειγμα, τα αγγλικά, τα γαλλικά ή τα γερμανικά ήταν οι πλέον συχνές επιλογές των υποψηφίων όταν τους δόθηκε η δυνατότητα να επιλέξουν τη δεύτερη γλώσσα τους μεταξύ των 11 επίσημων γλωσσών στο πλαίσιο των μεγάλων γενικών διαγωνισμών ΕΕ-25 για διοικητικούς υπαλλήλους και βοηθούς, το 2005. Οι στατιστικές για διαγωνισμούς μετά τη μεταρρύθμιση του 2010 δεν δείχνουν καμία μεροληψία υπέρ των πολιτών των χωρών στις οποίες τα αγγλικά, τα γαλλικά ή τα γερμανικά είναι οι επίσημες γλώσσες. Επίσης, οι στατιστικές των διαγωνισμών του κύκλου AD 2010 δείχνουν ότι αυτές οι τρεις γλώσσες εξακολουθούν να επιλέγονται ως δεύτερη γλώσσα από σημαντικό αριθμό υποψηφίων.

Για τους ίδιους λόγους, φαίνεται λογικό να απαιτείται από τους υποψηφίους να επιλέξουν μία από αυτές τις τρεις γλώσσες για την επικοινωνία με την EPSO και τη συμπλήρωση του “Αξιολογητή ταλέντου”.

Κατά συνέπεια, για να συμβιβαστούν τα συμφέροντα της υπηρεσίας με τις ικανότητες των υποψηφίων, ορισμένες δοκιμασίες θα πρέπει να πραγματοποιούνται σε περιορισμένο αριθμό γλωσσών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τόσο για να εξασφαλίζεται ότι οι επιτυχόντες υποψήφιοι κατέχουν επαρκείς γνώσεις σε συνδυασμό γλωσσών που θα τους επιτρέπει να ασκούν αποτελεσματικά τα καθήκοντά τους όσο και για να εφαρμόζονται μέθοδοι επιλογής βασισμένες στην αξιολόγηση των επιδόσεων. Δεδομένου ότι οι προκηρύξεις διαγωνισμών και οι οδηγίες για τους υποψηφίους δημοσιεύονται και στις 24 γλώσσες της Ένωσης και δεδομένου ότι οι υποψήφιοι μπορούν να υποβληθούν στο σημαντικό πρώτο στάδιο των διαγωνισμών σε οποιαδήποτε από αυτές τις 24 γλώσσες έχουν διαλέξει ως μητρική τους γλώσσα, φαίνεται ότι εξασφαλίζεται δίκαιη ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων της υπηρεσίας, αφενός, και της αρχής της πολυγλωσσίας και της γλωσσικής αμεροληψίας, αφετέρου.

Επομένως, θα πρέπει να γίνεται επιλογή κατά περίπτωση σύμφωνα με τα γλωσσικά καθεστώτα που έχει υιοθετήσει το διοικητικό συμβούλιο της EPSO και τις ειδικές ανάγκες των θεσμικών οργάνων για την πρόσληψη υποψηφίων που μπορούν να ενταχθούν αμέσως στο επιχειρησιακό προσωπικό.

Στο πλαίσιο αυτό, διακρίνονται δύο πιθανές γενικές καταστάσεις:

–        Πρώτον, γενικά ή ειδικά προφίλ για τα οποία το κύριο στοιχείο της επιλογής, εκτός από τις γενικές ικανότητες, παραμένει η πείρα σε έναν συγκεκριμένο τομέα ή μια δεδομένη θέση εργασίας. Εδώ, η βασική ανάγκη είναι η δυνατότητα εργασίας και επικοινωνίας σε πολύγλωσσο πλαίσιο, στο οποίο η πολύ καλή γνώση των πλέον ευρέως χρησιμοποιούμενων γλωσσών στα θεσμικά όργανα δικαιολογεί τον περιορισμό της επιλογής μεταξύ των γλωσσών της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τη διαδικασία επιλογής.

–        Δεύτερον, προφίλ για τα οποία η γνώση μίας ή περισσότερων γλωσσών έχει ιδιαίτερη σημασία, για παράδειγμα όσον αφορά τους γλωσσομαθείς ή άλλα προφίλ στα οποία οι διαδικασίες επιλογής οργανώνονται ανά γλώσσα. Εδώ, εκτός από την αξιολόγηση των γενικών δεξιοτήτων που περιγράφονται στην πρώτη περίπτωση, πρέπει να διοργανωθούν άλλες δοκιμασίες ειδικών ικανοτήτων στην (στις) εν λόγω γλώσσα(-ες).

Ακόμη και στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης, κάθε απόφαση που περιορίζει τον αριθμό των γλωσσών σε διαγωνισμούς θα πρέπει να εξετάζεται μεμονωμένα για κάθε διαγωνισμό, ώστε να ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες ανάγκες των θεσμικών οργάνων όσον αφορά το (τα) εν λόγω προφίλ.»

12      Στις 13 Μαρτίου 2014, η EPSO δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την προκήρυξη του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/276/14, για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα προσλήψεων διοικητικών υπαλλήλων (ΕΕ 2014, C 74 A, σ. 4). Στις 6 Νοεμβρίου 2014, η EPSO δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την προκήρυξη του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/294/14, για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα προσλήψεων διοικητικών υπαλλήλων στον τομέα της προστασίας των δεδομένων στο πλαίσιο του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (ΕΕ 2014, C 391 A, σ. 1). Πρόκειται για τις προκηρύξεις διαγωνισμών των οποίων η ακύρωση ζητείται με τις υπό κρίση προσφυγές (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες προκηρύξεις).

13      Στο εισαγωγικό τμήμα καθεμίας από τις προσβαλλόμενες προκηρύξεις επισημαίνεται ότι οι γενικοί κανόνες «αποτελ[ούν] αναπόσπαστο τμήμα» της.

14      Βάσει των όρων συμμετοχής στους διαγωνισμούς τους οποίους αφορούν οι προσβαλλόμενες προκηρύξεις, απαιτείται άριστη γνώση μίας από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η γλώσσα δε αυτή προσδιοριζόταν ως «γλώσσα 1» του διαγωνισμού, και ικανοποιητική γνώση δεύτερης γλώσσας, η οποία προσδιοριζόταν ως «γλώσσα 2» του διαγωνισμού και έπρεπε να επιλεγεί από κάθε υποψήφιο μεταξύ της αγγλικής, της γαλλικής ή της γερμανικής γλώσσας, με τη διευκρίνιση ότι έπρεπε υποχρεωτικώς να είναι διαφορετική από τη γλώσσα 1 που θα επέλεγε ο ίδιος υποψήφιος (μέρος III, σημείο 2.3 των προσβαλλομένων προκηρύξεων).

15      Καθεμία από τις προσβαλλόμενες προκηρύξεις περιλαμβάνει, στο σημείο 2.3 του μέρους ΙΙΙ, διευκρινίσεις όσον αφορά τη δυνατότητα επιλογής της γλώσσας 2 μόνο μεταξύ των τριών προαναφερθεισών γλωσσών. Η προκήρυξη του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/276/14 επισημαίνει συναφώς τα εξής:

«Δυνάμει της απόφασης [της 27ης Νοεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής (C‑566/10 P, Συλλογή, EΕ:C:2012:752)], τα θεσμικά όργανα της ΕΕ υποχρεούνται να αναφέρουν, στο πλαίσιο του παρόντος διαγωνισμού, τους λόγους για τους οποίους η επιλογή της δεύτερης γλώσσας στον παρόντα διαγωνισμό περιορίζεται σε μικρό αριθμό επισήμων γλωσσών της ΕΕ.

Κατανοούν συνεπώς οι υποψήφιοι ότι οι δυνατότητες επιλογής δεύτερης γλώσσας στον παρόντα διαγωνισμό έχουν καθοριστεί βάσει του συμφέροντος των υπηρεσιών, το οποίο υπαγορεύει ότι οι νεοπροσλαμβανόμενοι πρέπει να μπορούν να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα και να είναι ικανοί να επικοινωνούν αποτελεσματικά στην καθημερινή τους εργασία. Σε διαφορετική περίπτωση, θα εμποδιζόταν σοβαρά η αποτελεσματική λειτουργία των θεσμικών οργάνων.

Η μακροχρόνια πρακτική των θεσμικών οργάνων της ΕΕ όσον αφορά τις γλώσσες που χρησιμοποιούνται για την εσωτερική επικοινωνία και η ανάγκη εξωτερικής επικοινωνίας των υπηρεσιών όσον αφορά τον χειρισμό των υποθέσεων συνετέλεσαν στο να είναι η αγγλική, η γαλλική και η γερμανική γλώσσα οι ευρύτερα χρησιμοποιούμενες γλώσσες. Εκτός αυτού, η αγγλική, η γαλλική και η γερμανική γλώσσα είναι οι πλέον διαδεδομένες δεύτερες γλώσσες στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αυτές που μελετώνται περισσότερο ως δεύτερες γλώσσες. Αυτό επιβεβαιώνει τα τρέχοντα εκπαιδευτικά και επαγγελματικά πρότυπα, σύμφωνα με τα οποία οι υποψήφιοι για θέσεις εργασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούν να θεωρούνται καλοί γνώστες τουλάχιστον μιας από τις γλώσσες αυτές. Ως εκ τούτου, κατά την εξισορρόπηση του συμφέροντος της υπηρεσίας με τις ανάγκες και τις ικανότητες των υποψηφίων, λαμβανομένου επίσης υπόψη του συγκεκριμένου πεδίου το οποίο αφορά ο παρών διαγωνισμός, είναι θεμιτή η διοργάνωση εξετάσεων στις εν λόγω τρεις γλώσσες προκειμένου να διασφαλιστεί ότι, ανεξαρτήτως της πρώτης επίσημης γλώσσας τους, όλοι οι υποψήφιοι γνωρίζουν καλά τουλάχιστον μία από αυτές τις τρεις επίσημες γλώσσες εργασίας. Η αξιολόγηση συγκεκριμένων ικανοτήτων επιτρέπει με τον τρόπο αυτό στα θεσμικά όργανα της ΕΕ να εκτιμήσουν την ικανότητα των υποψηφίων να αναλάβουν αμέσως καθήκοντα σε ένα περιβάλλον που αντιστοιχεί σε μεγάλο βαθμό με αυτό στο οποίο θα κληθούν να εργασθούν.

Για τους ίδιους λόγους, πρέπει να καθορίζεται η γλώσσα επικοινωνίας μεταξύ των υποψηφίων και του θεσμικού οργάνου, συμπεριλαμβανομένης της γλώσσας στην οποία πρέπει να συνταχθούν οι αιτήσεις υποψηφιότητας. Εξάλλου, η απαίτηση αυτή διασφαλίζει την ομοιογένεια [της σύγκρισης των υποψηφίων και του ελέγχου των αιτήσεων υποψηφιότητάς τους].

Πέραν αυτού, για λόγους ίσης μεταχείρισης, όλοι οι υποψήφιοι, περιλαμβανομένων και εκείνων των οποίων πρώτη επίσημη γλώσσα είναι μία από τις γλώσσες εργασίας, υποβάλλονται υποχρεωτικά σε εξέταση δεύτερης γλώσσας για μια από τις εν λόγω γλώσσες εργασίας.

Οι διατάξεις αυτές δεν αποκλείουν τη μεταγενέστερη εκμάθηση μιας τρίτης γλώσσας εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 45, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.»

16      Η προκήρυξη του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/294/14 παρέχει κατ’ ουσίαν τις ίδιες διευκρινίσεις.

17      Το μέρος IV της προκηρύξεως του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/276/14 προβλέπει τη διεξαγωγή προκαταρκτικών δοκιμασιών συμμετοχής με χρήση υπολογιστή. Πρόκειται για δοκιμασίες κατανοήσεως κειμένων [δοκιμασία α)], ευχέρειας σε αριθμητικούς υπολογισμούς [δοκιμασία β)], κατανοήσεως αφηρημένων εννοιών [δοκιμασία γ)] και εκτιμήσεως καταστάσεων [δοκιμασία δ)]. Στο σημείο 3 του μέρους αυτού της προκηρύξεως, διευκρινίζεται ότι η γλώσσα για τις δοκιμασίες α) έως γ) είναι η γλώσσα 1 του διαγωνισμού, ενώ η γλώσσα για τη δοκιμασία δ) είναι η γλώσσα 2 του διαγωνισμού.

18      Επιπλέον, στο μέρος IV της προκηρύξεως του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/294/14 προβλέπεται επίσης η διεξαγωγή προκαταρκτικών δοκιμασιών συμμετοχής. Πρόκειται για δοκιμασίες κατανοήσεως κειμένων [δοκιμασία α)], ευχέρειας σε αριθμητικούς υπολογισμούς [δοκιμασία β)], κατανοήσεως αφηρημένων εννοιών [δοκιμασία γ)]. Στο σημείο 3 του μέρους αυτού της προκηρύξεως, διευκρινίζεται ότι η γλώσσα για τις δοκιμασίες α) έως γ) είναι η γλώσσα 1 του διαγωνισμού.

19      Το μέρος V της προκηρύξεως του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/294/14 καθορίζει τη διαδικασία συμμετοχής στον διαγωνισμό και επιλογής βάσει τίτλων. Το εν λόγω μέρος προβλέπει ότι η εξέταση των γενικών και ειδικών όρων καθώς και η επιλογή βάσει τίτλων πραγματοποιούνται σε πρώτο στάδιο με βάση τα στοιχεία που έχουν δηλώσει οι υποψήφιοι στην αίτηση υποψηφιότητάς τους. Οι απαντήσεις των υποψηφίων στις ερωτήσεις σχετικά με τους γενικούς και ειδικούς όρους θα εξεταστούν προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον αυτοί μπορούν να περιληφθούν στον κατάλογο των υποψηφίων που πληρούν όλους τους όρους συμμετοχής στον διαγωνισμό, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον τίτλο III της προκηρύξεως EPSO/AD/294/14. Περαιτέρω, για όσους εκ των υποψηφίων πληρούν τους όρους συμμετοχής στον οικείο διαγωνισμό, η εξεταστική επιτροπή θα προβεί σε επιλογή βάσει τίτλων ώστε να εντοπιστούν οι υποψήφιοι που διαθέτουν τα πλέον κατάλληλα προσόντα, ιδίως όσον αφορά τα διπλώματα και την επαγγελματική πείρα, σε σχέση με τη φύση των καθηκόντων και τα κριτήρια επιλογής που περιγράφονται στην προκήρυξη EPSO/AD/294/14. Η επιλογή αυτή πραγματοποιείται αποκλειστικώς με βάση τις δηλώσεις των υποψηφίων που έχουν καταχωριστεί στην ενότητα «αξιολογητής ταλέντου» και σύμφωνα με τον τρόπο βαθμολογήσεως που ορίζεται στο μέρος V, σημείο 1, στοιχείο βʹ, της προκηρύξεως EPSO/AD/294/14.

20      Τα κριτήρια επιλογής που λαμβάνει υπόψη η εξεταστική επιτροπή στο πλαίσιο της επιλογής βάσει τίτλων καθορίζονται στο σημείο 2 του μέρους V της προκηρύξεως EPSO/AD/294/14, ως εξής:

«1)      Πανεπιστημιακό πτυχίο στο ευρωπαϊκό δίκαιο.

2)      Πανεπιστημιακό δίπλωμα (πτυχίο) που περιλαμβάνει ειδίκευση στον τομέα της προστασίας των δεδομένων.

3)      Πιστοποιημένη εκπαίδευση όσον αφορά την προστασία των δεδομένων […], παράλληλα με τους τίτλους και τα διπλώματα που απαιτούνται για τη συμμετοχή στον διαγωνισμό.

4)      Επιπλέον της επαγγελματικής εμπειρίας η οποία χρειάζεται για τη συμμετοχή στον διαγωνισμό απαιτείται επαγγελματική πείρα τουλάχιστον ενάμισι έτους στον τομέα της προστασίας των δεδομένων αποκτηθείσα στα θεσμικά όργανα της ΕΕ ή σε εθνική αρχή προστασίας των δεδομένων ή στην εθνική δημόσια διοίκηση.

5)      Επαγγελματική πείρα τουλάχιστον ενάμισι έτους στον τομέα της σύνταξης γνωμών, αποφάσεων ή συμπερασμάτων ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχετικών με την ευρωπαϊκή νομοθεσία στον τομέα προστασίας των δεδομένων, επιπλέον αυτής που απαιτείται για τη συμμετοχή στον διαγωνισμό.

6)      Επαγγελματική πείρα στην εκπόνηση εκθέσεων σχετικά με τους προηγούμενους ελέγχους, διαβουλεύσεις και καταγγελίες όσον αφορά την προστασία των δεδομένων.

7)      Επαγγελματική πείρα στον τομέα της σύνταξης γνωμών σχετικών με την ευρωπαϊκή νομοθεσία όσον αφορά την προστασία των δεδομένων […].

8)      Επαγγελματική πείρα στον τομέα των ερευνών ή ελέγχων για την ανάλυση της συμφωνίας της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τους ισχύοντες κανόνες.

9)      Επαγγελματική πείρα στον τομέα της σύγχρονης τεχνολογίας της πληροφορίας και της επικοινωνίας (ΤΠΕ), με σκοπό να αξιολογηθεί ο αντίκτυπος της χρήσης τους για την προστασία των δεδομένων.»

21      Το τελικό στάδιο των διαδικασιών επιλογής τις οποίες αφορούν οι προσβαλλόμενες προκηρύξεις συνίσταται στην προσέλευση σε «κέντρο αξιολογήσεως» (μέρος V της προκηρύξεως EPSO/AD/276/14· μέρος VI της προκηρύξεως EPSO/AD/294/14).

22      Στο σημείο 3 του μέρους V της προκηρύξεως EPSO/AD/276/14, διευκρινίζεται ότι η γλώσσα του κέντρου αξιολογήσεως είναι η γλώσσα 2 του διαγωνισμού.

23      Κατά το σημείο 2 του μέρους VI της προκηρύξεως EPSO/AD/294/14, στο πλαίσιο της δοκιμασίας στο κέντρο αξιολογήσεως, οι υποψήφιοι θα υποβληθούν σε τρεις τύπους δοκιμασιών με σκοπό να αξιολογηθούν:

–        οι ικανότητές τους λογικού συλλογισμού, μέσω δοκιμασίας κατανοήσεως κειμένου [δοκιμασία α)], δοκιμασίας ευχέρειας σε αριθμητικούς υπολογισμούς [δοκιμασία β)] και δοκιμασίας κατανοήσεως αφηρημένων εννοιών [δοκιμασία γ)]·

–        οι ειδικές δεξιότητές τους, μέσω δομημένης συνεντεύξεως σχετικά με τις δεξιότητες στον συγκεκριμένο τομέα [δοκιμασία δ)]·

–        οι γενικές δεξιότητές τους, μέσω εξετάσεως περιπτώσεων [δοκιμασία ε)], ομαδικής εξετάσεως [δοκιμασία στ)] και δομημένης συνεντεύξεως [δοκιμασία ζ)].

24      Επιπλέον, στο σημείο 3 του ίδιου μέρους της προκηρύξεως EPSO/AD/294/14, επισημαίνεται ότι οι γλώσσες του κέντρου αξιολογήσεως θα είναι η γλώσσα 1 του διαγωνισμού για τις δοκιμασίες α) έως γ), και η γλώσσα 2 του διαγωνισμού για τις δοκιμασίες δ) έως ζ).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

25      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Μαΐου 2014, η Ιταλική Δημοκρατία άσκησε την προσφυγή στην υπόθεση T‑353/14. Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προκήρυξη του διαγωνισμού EPSO/AD/276/14·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

26      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

27      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Ιανουαρίου 2015, η Ιταλική Δημοκρατία άσκησε την προσφυγή στην υπόθεση T‑17/15.

28      Με δικόγραφο το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Απριλίου 2015, η Δημοκρατία της Λιθουανίας ζήτησε να παρέμβει υπέρ της Ιταλικής Δημοκρατίας. Με διάταξη της 1ης Ιουνίου 2015, ο πρόεδρος του όγδοου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε δεκτή την αίτηση παρεμβάσεως. Η Δημοκρατία της Λιθουανίας κατέθεσε το υπόμνημα παρεμβάσεως στις 13 Ιουλίου 2015.

29      Στην υπόθεση T‑17/15, η Ιταλική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προκήρυξη του διαγωνισμού EPSO/AD/294/14·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

30      Η Δημοκρατία της Λιθουανίας υποστηρίζει τα προβαλλόμενα από την Ιταλική Δημοκρατία αιτήματα περί ακυρώσεως της προσβαλλόμενης προκηρύξεως στην υπόθεση T‑17/15.

31      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα·

–        να ορίσει ότι η Δημοκρατία της Λιθουανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

32      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία στις εξεταζόμενες υποθέσεις και να τις συνεκδικάσει. Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε την Επιτροπή να απαντήσει γραπτώς σε ορισμένες ερωτήσεις. Η Επιτροπή συμμορφώθηκε προς το αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

33      Οι κύριοι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 17ης Μαρτίου 2015, στην οποία η Δημοκρατία της Λιθουανίας δεν μετέσχε.

 Σκεπτικό

34      Δεδομένου ότι οι κύριοι διάδικοι διατύπωσαν σχετικώς την άποψή τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει να ενώσει τις υπό κρίση υποθέσεις προς έκδοση κοινής αποφάσεως περατώνουσας τη δίκη, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 68 του Κανονισμού Διαδικασίας.

35      Προς στήριξη των προσφυγών, η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει επτά λόγους ακυρώσεως εκ των οποίων ο πρώτος αφορά παράβαση των άρθρων 263, 264 και 266 ΣΛΕΕ· ο δεύτερος παράβαση του άρθρου 342 ΣΛΕΕ και των άρθρων 1 και 6 του κανονισμού 1 του Συμβουλίου, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 14), όπως τροποποιήθηκε· ο τρίτος παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 3, ΕE, του άρθρου 18 ΣΛΕΕ, του άρθρου 22 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των άρθρων 1 και 6 του κανονισμού 1/58, του άρθρου 1δ, παράγραφοι 1 και 6, του άρθρου 27, δεύτερο εδάφιο, και του άρθρου 28, στοιχείο στʹ, του ΚΥΚ, καθώς και του άρθρου 1, παράγραφοι 2 και 3, του παραρτήματος III του ΚΥΚ· ο τέταρτος παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 3, ΕE και παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης· ο πέμπτος κατάχρηση εξουσίας και παράβαση των «ουσιωδών κανόνων που είναι συμφυείς με τη φύση και τον σκοπό των προκηρύξεων διαγωνισμών», ειδικότερα δε του άρθρου 1δ, παράγραφοι 1 και 6, του άρθρου 27, δεύτερο εδάφιο, του άρθρου 28, στοιχείο στʹ, του άρθρου 34, παράγραφος 3, και του άρθρου 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, καθώς και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας· ο έκτος παράβαση του άρθρου 18 ΣΛΕΕ, του άρθρου 24, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, του άρθρου 22 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, του άρθρου 2 του κανονισμού 1/58, καθώς και του άρθρου 1δ, παράγραφοι 1 και 6, του ΚΥΚ· και ο έβδομος παράβαση του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, των άρθρων 1 και 6 του κανονισμού 1/58, του άρθρου 1δ, παράγραφοι 1 και 6, και του άρθρου 28, στοιχείο στʹ, του ΚΥΚ, του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του παραρτήματος III του ΚΥΚ, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, καθώς και «παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών».

36      Διαπιστώνεται ότι η Ιταλική Δημοκρατία, με τους προαναφερθέντες λόγους ακυρώσεως, αμφισβητεί τη νομιμότητα δύο πτυχών του γλωσσικού καθεστώτος των διαγωνισμών τους οποίους αφορούν οι προσβαλλόμενες προκηρύξεις, όπως το καθεστώς αυτό έχει θεσπιστεί, κατά την Ιταλική Δημοκρατία, με τις εν λόγω προκηρύξεις. Ειδικότερα, η Ιταλική Δημοκρατία αμφισβητεί τις διατάξεις των προσβαλλομένων προκηρύξεων που προβλέπουν, αφενός, ότι η δεύτερη γλώσσα των προαναφερθέντων διαγωνισμών και, αφετέρου, ότι η γλώσσα που μπορεί να χρησιμοποιείται για την επικοινωνία μεταξύ των υποψηφίων και της EPSO μπορούν να επιλεγούν μόνο μεταξύ της αγγλικής, της γαλλικής ή της γερμανικής γλώσσας.

37      Πριν εξεταστεί, υπό το πρίσμα των λόγων ακυρώσεως που προβάλλει η Ιταλική Δημοκρατία, η νομιμότητα των δύο αμφισβητούμενων πτυχών των προσβαλλομένων προκηρύξεων, πρέπει να εξεταστεί ο λόγος απαραδέκτου που προβάλλει η Επιτροπή, με τα υπομνήματα αντικρούσεως, κατά καθεμίας από τις υπό κρίση προσφυγές, χωρίς πάντως να προτείνει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου.

 Επί του παραδεκτού

38      Η Επιτροπή υποστηρίζει, με τα υπομνήματα αντικρούσεως, ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν έλαβε εν προκειμένω υπόψη τη δημοσίευση, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των γενικών κατευθυντηρίων γραμμών, τις οποίες το μέρος III των προσβαλλομένων προκηρύξεων θέτει απλώς σε εφαρμογή, και ότι η Ιταλική Δημοκρατία ουδέποτε αμφισβήτησε, ούτε κατά κύριο λόγο ούτε παρεμπιπτόντως, τις εν λόγω γενικές κατευθυντήριες γραμμές. Επομένως, οι αιτιάσεις της Ιταλικής Δημοκρατίας θα έπρεπε να απορριφθούν ως απαράδεκτες, δεδομένου ότι «οι γενικές κατευθυντήριες γραμμές δεν αμφισβητήθηκαν εγκαίρως».

39      Με τα υπομνήματα απαντήσεως, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι τόσο οι γενικές κατευθυντήριες γραμμές όσο και οι γενικοί κανόνες αποτελούν εκ φύσεως εσωτερικούς κανόνες που δεν εμπίπτουν σε καμία από τις κατηγορίες πράξεων που μπορούν να προσβληθούν αυτοτελώς, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Συναφώς, οι γενικοί κανόνες δεν διαφέρουν από τον προγενέστερο «οδηγό για τους υποψηφίους γενικών διαγωνισμών». Επομένως, το περιεχόμενό τους αποκτά νομικώς δεσμευτική ισχύ μόνον εφόσον ενσωματώνεται όντως σε προκήρυξη διαγωνισμού. Ειδικότερα, οι γενικοί κανόνες, οι οποίοι δημοσιεύθηκαν στη σειρά C της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν προσδιορίζουν τη νομική βάση τους, μολονότι μια τέτοια μνεία είναι απολύτως αναγκαία για τις πράξεις του παράγωγου δικαίου που επάγονται άμεσα δεσμευτικά αποτελέσματα. Η Ιταλική Δημοκρατία καταλήγει ότι οι επίμαχες διατάξεις δεν έχουν δεσμευτική νομική ισχύ σε βάση ανεξάρτητη από τις προκηρύξεις διαγωνισμού οι οποίες τις μνημονεύουν.

40      Επιπλέον, όπως διευκρινίζεται ειδικότερα στις γενικές κατευθυντήριες γραμμές, μόνο «κατά γενικό κανόνα» η δεύτερη γλώσσα των υποψηφίων πρέπει να επιλέγεται μεταξύ της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής. Ως εκ τούτου, η Ιταλική Δημοκρατία συμπεραίνει ότι, δεδομένου ότι το γλωσσικό καθεστώς του διαγωνισμού τον οποίο αφορά η εκάστοτε προκήρυξη προσδιορίζεται από την τελευταία, δεν μπορούσε να αμφισβητήσει το καθεστώς αυτό ζητώντας την ακύρωση των γενικών κατευθυντηρίων γραμμών.

41      Η Επιτροπή, με τα υπομνήματα ανταπαντήσεως, υποστηρίζει ότι τα κριτήρια που μνημονεύει η Ιταλική Δημοκρατία αφορούν αμιγώς τυπικές πτυχές και δεν έχουν σχέση με τα αποτελέσματα των προσβαλλομένων προκηρύξεων. Υπογραμμίζει ότι υφίσταται ένα μόνο σύνολο νομικώς δεσμευτικών ρυθμίσεων για το γλωσσικό καθεστώς των διαγωνισμών, πλήρως ανεξάρτητο από τις προσβαλλόμενες προκηρύξεις, και συγκεκριμένα το σύνολο ρυθμίσεων που περιλαμβάνεται στις γενικές κατευθυντήριες γραμμές και στους γενικούς κανόνες. Οι προσβαλλόμενες προκηρύξεις καταρτίστηκαν «αυστηρώς σε εκτέλεση» των γενικών κατευθυντηρίων γραμμών και απλώς «επιβεβαιώνουν τις διατάξεις» των κατευθυντηρίων αυτών γραμμών.

42      Το Γενικό Δικαστήριο συνάγει από την επιχειρηματολογία που προέβαλε η Επιτροπή με τα υπομνήματα αντικρούσεως και εξειδίκευσε με τα υπομνήματα ανταπαντήσεως καθώς και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι ο λόγος απαραδέκτου που προβάλλει στηρίζεται στην προκείμενη ότι οι προσβαλλόμενες προκηρύξεις αποτελούν είτε βεβαιωτικές πράξεις είτε πράξεις αμιγώς εκτελεστικές των γενικών κανόνων και των γενικών κατευθυντηρίων γραμμών. Επομένως, προκειμένου να δοθεί απάντηση στην επιχειρηματολογία της Επιτροπής, είναι αναγκαίο να εξεταστούν η φύση και η νομική εμβέλεια των εν λόγων κειμένων.

 Επί της φύσεως και της νομικής εμβέλειας των γενικών κανόνων και των γενικών κατευθυντηρίων γραμμών

43      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ιταλική Δημοκρατία υποστήριξε ότι οι γενικοί κανόνες και οι γενικές κατευθυντήριες γραμμές αποτελούν απλές ανακοινώσεις που παράγουν δεσμευτικό αποτέλεσμα μόνον έναντι του οργάνου που τις εξέδωσε, και συγκεκριμένα της EPSO, θέτοντας όριο στη διακριτική του ευχέρεια. Επίσης, η Ιταλική Δημοκρατία υποστήριξε ότι, αν γινόταν δεκτό ότι οι γενικοί κανόνες και οι γενικές κατευθυντήριες γραμμές καθιερώνουν δεσμευτικούς κανόνες, εφαρμοζόμενους κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο στους διαγωνισμούς που διοργανώνει η EPSO, θα επρόκειτο για πράξεις εκδοθείσες από αρχή που δεν είναι αρμόδια προς θέσπιση τέτοιων κανόνων.

44      Από πλευράς της, η Επιτροπή διευκρίνισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι, με την έκδοση των γενικών κανόνων και των γενικών κατευθυντηρίων γραμμών, η EPSO, εκπροσωπώντας όλα τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, καθόρισε σαφή, αντικειμενικά και προβλέψιμα κριτήρια αναφορικά με την επιλογή της δεύτερης γλώσσας στους διαγωνισμούς που διοργανώνει, κατά την έννοια της σκέψεως 91 της αποφάσεως της 27ης Νοεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής (C‑566/10 P, EU:C:2012:752). Η EPSO εξέδωσε τις προαναφερθείσες πράξεις στηριζόμενη στα άρθρα 29 και 30 του ΚΥΚ και του παραρτήματος III του ΚΥΚ που της αναγνωρίζουν την αρμοδιότητα διοργανώσεως των διαδικασιών διαγωνισμού. Εξάλλου, τα εν λόγω κείμενα περιλαμβάνουν μια περιστασιακή εκτίμηση των γλωσσικών αναγκών των θεσμικών οργάνων.

45      Με βάση το γράμμα των γενικών κανόνων και των γενικών κατευθυντηρίων γραμμών, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει, όπως και η Επιτροπή, ότι από τα κείμενα αυτά προκύπτουν ορισμένα κριτήρια αναφορικά με την επιλογή της δεύτερης γλώσσας των διαγωνισμών που διοργανώνει η EPSO και της γλώσσας επικοινωνίας μεταξύ των υποψηφίων και της EPSO. Πράγματι, από τους γενικούς κανόνες μπορεί να συναχθεί ότι η επιλογή αυτή πρέπει να πραγματοποιείται λαμβανομένων υπόψη της διοικητικής πρακτικής των θεσμικών οργάνων της Ένωσης όσον αφορά την εσωτερική και εξωτερική επικοινωνία και τον χειρισμό των υποθέσεων, του συμφέροντος της υπηρεσίας καθώς και των αναγκών σε επίπεδο διοργανώσεως των διαγωνισμών και αξιολογήσεως των υποψηφίων (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω).

46      Το ίδιο ισχύει ως προς τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές. Σε αυτές γίνεται ειδικότερα αναφορά στο συμφέρον της υπηρεσίας, στη διοικητική πρακτική των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, στις πραγματικές ανάγκες των υπηρεσιών τους, στη φύση των δοκιμασιών που διασφαλίζουν τη βέλτιστη αξιολόγηση των υποψηφίων, στις γλωσσικές γνώσεις του πληθυσμού της Ευρώπης εν γένει και, τέλος, στις σχετικές με τη γλώσσα επιλογές στις οποίες προέβησαν οι υποψήφιοι σε προγενέστερους διαγωνισμούς που διοργάνωσε η EPSO (βλ. σκέψη 11 ανωτέρω).

47      Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα προαναφερθέντα κείμενα δεν περιορίζονται στον καθορισμό τέτοιων κριτηρίων. Οι γενικοί κανόνες και οι γενικές κατευθυντήριες γραμμές περιλαμβάνουν επίσης σειρά εκτιμήσεων κατά τις οποίες η δεύτερη γλώσσα των διαγωνισμών που διοργανώνει η EPSO καθώς και η γλώσσα επικοινωνίας μεταξύ της EPSO και των υποψηφίων θα επιλέγεται περιοριστικά μεταξύ της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας. Η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι εκτιμήσεις αυτές αφορούν το γλωσσικό καθεστώς το οποίο θα έπρεπε καταρχήν να ισχύει για τους διαγωνισμούς αυτούς, αν τα κριτήρια που εξαγγέλλονται με τους γενικούς κανόνες και τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές εφαρμόζονταν κατά τον χρόνο της εκδόσεώς τους, χωρίς να γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένη διαδικασία διαγωνισμού.

48      Επομένως, πρέπει να δοθεί απάντηση στο ζήτημα του αν, υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων που εκτίθενται στη σκέψη 47 ανωτέρω, οι γενικοί κανόνες και οι γενικές κατευθυντήριες γραμμές πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι καθιερώνουν δεσμευτικούς κανόνες αναφορικά με το γλωσσικό καθεστώς όλων των διαγωνισμών που διοργανώνει η EPSO.

49      Μια τέτοια ερμηνεία των προαναφερθέντων κειμένων δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Κατά τη νομολογία, προκειμένου να εκτιμηθεί αν τα επίμαχα κείμενα αποσκοπούν στην καθιέρωση τέτοιων δεσμευτικών κανόνων, θα πρέπει να εξεταστεί το περιεχόμενό τους (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογία, απόφαση της 20ής Μαΐου 2010, Γερμανία κατά Επιτροπής, T‑258/06, Συλλογή, EU:T:2010:214, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Πράγματι, εκτός αν επιβάλλει ειδικές ή νέες υποχρεώσεις, η δημοσίευση και μόνο μιας ανακοινώσεως δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι αυτή αποτελεί πράξη δυνάμενη να παραγάγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογίαn, απόφαση της 20ής Μαΐου 2010, Γερμανία κατά Επιτροπής, T‑258/06, Συλλογή, EU:T:2010:214, σκέψη 31).

50      Πάντως, από το γράμμα των ως άνω κειμένων προκύπτει ότι η EPSO, δημοσιεύοντάς τα, δεν καθόρισε με οριστικό τρόπο το γλωσσικό καθεστώς του συνόλου των διαγωνισμών που είναι επιφορτισμένη να διοργανώνει. Πράγματι, παρά τις μνημονευόμενες στη σκέψη 47 ανωτέρω εκτιμήσεις, οι γενικοί κανόνες και οι γενικές κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν ρητώς ότι η επιλογή του γλωσσικού καθεστώτος κάθε διαγωνισμού ορίζεται αποκλειστικώς με την προκήρυξη του διαγωνισμού η οποία καταρτίζεται κατά τον χρόνο εκκινήσεως της σχετικής διαδικασίας.

51      Βεβαίως, στο σημείο 1.3 των γενικών κανόνων, επισημαίνεται ότι η επιλογή της δεύτερης γλώσσας και της γλώσσας στην οποία θα συντάσσονται οι αιτήσεις υποψηφιότητας «κανονικά θα περιορίζεται στα αγγλικά, γαλλικά ή γερμανικά». Εντούτοις, επισημαίνεται επίσης ότι τούτο θα ισχύει «εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στην προκήρυξη του διαγωνισμού» (βλ. σκέψεις 3 και 4 ανωτέρω).

52      Οι γενικές κατευθυντήριες γραμμές περιλαμβάνουν ανάλογη διατύπωση. Μολονότι επισημαίνεται ότι, κατά κανόνα, η δεύτερη γλώσσα των διαγωνισμών καθώς και η γλώσσα επικοινωνίας μεταξύ της EPSO και των υποψηφίων θα είναι η αγγλική, η γαλλική ή η γερμανική, εντούτοις διευκρινίζεται ότι, ακόμη και σε αυτό το πλαίσιο, «κάθε απόφαση που περιορίζει τον αριθμό των γλωσσών σε διαγωνισμούς θα πρέπει να εξετάζεται μεμονωμένα για κάθε διαγωνισμό, ώστε να ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες ανάγκες των θεσμικών οργάνων» (βλ. σκέψη 11 ανωτέρω). Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα επίμαχα εν προκειμένω κείμενα καθιερώνουν ειδικές ή νέες υποχρεώσεις, κατά την έννοια της νομολογίας (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογία, απόφαση της 20ής Μαΐου 2010, Γερμανία κατά Επιτροπής, T‑258/06, Συλλογή, EU:T:2010:214, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

53      Εξάλλου και εν πάση περιπτώσει, οι μνημονευόμενες στη σκέψη 47 ανωτέρω εκτιμήσεις δεν μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι καθιερώνουν γλωσσικό καθεστώς που ισχύει για το σύνολο των διαγωνισμών που διοργανώνει η EPSO, δεδομένου ότι καμία διάταξη δεν έχει αναθέσει σε αυτή ή στο σώμα προϊσταμένων διοικήσεως την αρμοδιότητα για την καθιέρωση ενός τέτοιου καθεστώτος γενικής εφαρμογής ή για τη θέσπιση σχετικών βασικών κανόνων από τους οποίους μια προκήρυξη διαγωνισμού θα μπορούσε να αποκλίνει μόνο κατ’ εξαίρεση (βλ. υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογία, απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2011, Birkhoff κατά Επιτροπής, T-10/11 P, EU:T:2011:699, σκέψεις 30 και 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

54      Συναφώς, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 1 της παρούσας αποφάσεως, κατά το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, της αποφάσεως 2002/620, η EPSO ασκεί τις αρμοδιότητες επιλογής τις οποίες το άρθρο 30, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ και το παράρτημα III του ΚΥΚ αναθέτει στις αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές (στο εξής: ΑΔΑ) των θεσμικών οργάνων που έχουν υπογράψει την εν λόγω απόφαση καθώς και των λοιπών οργάνων, υπηρεσιών ή οργανισμών της Ένωσης, κατόπιν αιτήματός τους.

55      Καμία, όμως, από τις διατάξεις αυτές ή από εκείνες τις οποίες επικαλείται η Επιτροπή (βλ. σκέψη 44 ανωτέρω) δεν αναθέτει στην EPSO την εξουσία να θεσπίζει γενικούς και αφηρημένους δεσμευτικούς κανόνες που να διέπουν για το μέλλον τους διαγωνισμούς που διοργανώνονται βάσει των διατάξεων του ΚΥΚ.

56      Βεβαίως, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του παραρτήματος III του ΚΥΚ, τα θεσμικά όργανα, κατόπιν γνώμης της επιτροπής του ΚΥΚ, αναθέτουν στην EPSO το καθήκον να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζει ότι εφαρμόζονται ομοιόμορφα πρότυπα κατά τις διαδικασίες επιλογής των υπαλλήλων. Εντούτοις, αφενός, στην παράγραφο 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του εν λόγω άρθρου, διευκρινίζεται ότι η αποστολή της EPSO, όσον αφορά τις διαδικασίες επιλογής των υπαλλήλων, συνίσταται απλώς στη διοργάνωση γενικών διαγωνισμών και στην παροχή τεχνικής υποστηρίξεως για τους εσωτερικούς διαγωνισμούς που διοργανώνουν τα θεσμικά όργανα, κατόπιν αιτήματός τους. Αφετέρου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προαναφερθείσα διάταξη επιτρέπει να ανατεθεί στην EPSO μόνον το καθήκον λήψεως μέτρων για την εφαρμογή ομοιόμορφων προτύπων και όχι το καθήκον θεσπίσεως γενικών και αφηρημένων δεσμευτικών κανόνων. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ίσχυε το αντίθετο, η Επιτροπή δεν μνημόνευσε, ούτε με τα δικόγραφά της ούτε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, καμία πράξη των θεσμικών οργάνων με την οποία αυτά να έχουν αναθέσει στην EPSO, κατόπιν γνώμης της επιτροπής του ΚΥΚ, το καθήκον θεσπίσεως γενικών και αφηρημένων δεσμευτικών κανόνων σχετικά με το γλωσσικό καθεστώς των διαγωνισμών τους οποίους διοργανώνει η υπηρεσία αυτή.

57      Μολονότι οι μνημονευόμενες στις σκέψεις 54 έως 56 ανωτέρω διατάξεις δεν αναθέτουν στην EPSO την αρμοδιότητα θεσπίσεως δεσμευτικών κανόνων σχετικά με το γλωσσικό καθεστώς των διαγωνισμών που αυτή διοργανώνει, εντούτοις επιτρέπεται στην EPSO, προκειμένου να διασφαλίζεται η ίση μεταχείριση και να εδραιώνεται ασφάλεια δικαίου, να θεσπίζει και να δημοσιεύει πράξεις, όπως είναι οι γενικοί κανόνες και οι γενικές κατευθυντήριες γραμμές, προκειμένου να ανακοινώνει κατά ποιο τρόπο προτίθεται να κάνει χρήση, σε ορισμένες περιπτώσεις, της εξουσίας εκτιμήσεως που της αναγνωρίζουν οι διατάξεις αυτές. Πάντως, η EPSO δεσμεύεται από τέτοιες πράξεις μόνο στο μέτρο που αυτές δεν αποκλίνουν από κανόνες γενικής ισχύος οι οποίοι οριοθετούν τις αρμοδιότητές της και υπό τον όρον ότι, μέσω της εκδόσεως των πράξεων αυτών, η EPSO δεν παραιτείται από την άσκηση της αναγνωριζόμενης σε αυτήν εξουσίας να προβαίνει σε εκτίμηση των αναγκών των θεσμικών οργάνων και λοιπών υπηρεσιών της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των γλωσσικών αναγκών τους, στο πλαίσιο της διοργανώσεως των διαφόρων διαγωνισμών (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογία, απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑431/14 P, EU:C:2016:145, σκέψεις 69 και 71 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

58      Βάσει του συνόλου των ανωτέρω, συνάγεται ότι οι γενικοί κανόνες και οι γενικές κατευθυντήριες γραμμές πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι συνιστούν, το πολύ, ανακοινώσεις, κατά την έννοια της σκέψεως 91 της αποφάσεως της 27ης Νοεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής (C‑566/10 P, EU:C:2012:752), που αναγγέλλουν τα κριτήρια βάσει των οποίων η EPSO προτίθεται να προβαίνει στην επιλογή του γλωσσικού καθεστώτος των διαγωνισμών που είναι επιφορτισμένη να διοργανώνει.

59      Ακριβώς υπό το πρίσμα των ως άνω διαπιστώσεων θα πρέπει να εξεταστεί η νομική φύση των προσβαλλομένων προκηρύξεων προκειμένου να κριθεί το παραδεκτό των εξεταζόμενων προσφυγών.

 Επί της νομικής φύσεως των προσβαλλομένων προκηρύξεων

60      Όπως εκτίθεται στη σκέψη 42 ανωτέρω, η Επιτροπή φρονεί ότι οι προσβαλλόμενες προκηρύξεις αποτελούν είτε βεβαιωτικές πράξεις είτε πράξεις αμιγώς εκτελεστικές των γενικών κανόνων και των γενικών κατευθυντηρίων γραμμών.

61      Υπενθυμίζεται συναφώς, κατά πρώτο λόγο, ότι, όπως προκύπτει από το πρώτο εδάφιο του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, προσφυγή ακυρώσεως χωρεί κατά όλων των διατάξεων που θεσπίζουν τα θεσμικά όργανα, ανεξαρτήτως της φύσεως ή του τύπου τους, οι οποίες έχουν ως σκοπό την παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων (βλ. απόφαση της 6ης Απριλίου 2000, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑443/97, EU:C:2000:190, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), δηλαδή επιφέρουν μεταβολή στη νομική κατάσταση που υφίστατο πριν τη θέσπισή τους (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 29ης Ιουνίου 1995, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑135/93, EU:C:1995:201, σκέψη 21).

62      Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι εκφεύγουν του προβλεπόμενου από το άρθρο 263 ΣΛΕΕ δικαστικού ελέγχου οι πράξεις που δεν παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα των ενδιαφερομένων, όπως είναι οι βεβαιωτικές πράξεις και οι αμιγώς εκτελεστικές πράξεις [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διάταξη της 14ης Μαΐου 2012, Sepracor Pharmaceuticals (Ireland) κατά Επιτροπής, C‑477/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2012:292, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

63      Όσον αφορά ειδικότερα τις βεβαιωτικές πράξεις, από παγία νομολογία προκύπτει ότι μια πράξη θεωρείται αμιγώς βεβαιωτική προγενέστερης ατομικής πράξεως, όταν δεν περιέχει κανένα νέο στοιχείο σε σχέση με την προγενέστερη πράξη και δεν έχει εκδοθεί κατόπιν επανεξετάσεως της καταστάσεως του αποδέκτη της (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 2001, Inpesca κατά Επιτροπής, T‑186/98, EU:T:2001:42, σκέψη 44· της 6ης Μαΐου 2009, M/EMEA, T‑12/08 P, EU:T:2009:143, σκέψη 47, και της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, CMB και Christof κατά Επιτροπής, T‑407/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:477, σκέψη 89). Εξάλλου, η νομολογία αυτή ισχύει και στην περίπτωση πράξεων που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ατομικές πράξεις (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2014, Ισπανία κατά Επιτροπής, T‑481/11, EU:T:2014:945, σκέψεις 28 και 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), όπως είναι οι κανονισμοί ή οι προκηρύξεις διαγωνισμών (βλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑295/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:997, σκέψη 76 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

64      Όσον αφορά τις αμιγώς εκτελεστικές πράξεις, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι πράξεις αυτές δεν δημιουργούν δικαιώματα και υποχρεώσεις για τους τρίτους, αλλά εκδίδονται στο πλαίσιο της εκτελέσεως προγενέστερης πράξεως η οποία αποσκοπεί την παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων, έχοντας καθορίσει και οριστικοποιήσει όλα τα στοιχεία του κανόνα δικαίου που αυτή θεσπίζει (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2008, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑185/05, EU:T:2008:519, σκέψεις 51 έως 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ., επίσης, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Cruz Villalón στην υπόθεση Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑427/12, EU:C:2013:871, σημείο 62).

65      Υπενθυμίζεται, κατά δεύτερο λόγο, ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του παραρτήματος III του ΚΥΚ, η προκήρυξη διαγωνισμού, όπως οι προσβαλλόμενες προκηρύξεις, πρέπει να καθορίζει, στην περίπτωση διαγωνισμού βάσει εξετάσεων, τη φύση των εξετάσεων και τον αντίστοιχο τρόπο βαθμολογήσεώς τους. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, οι όροι της προκηρύξεως του διαγωνισμού συνιστούν τόσο το πλαίσιο νομιμότητας όσο και το πλαίσιο εκτιμήσεως για την εξεταστική επιτροπή. Εξάλλου, βασική λειτουργία της προκηρύξεως του διαγωνισμού είναι να πληροφορεί τους ενδιαφερόμενους κατά τον ακριβέστερο δυνατό τρόπο για τη φύση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την κάλυψη της θέσεως για την οποία πρόκειται, ώστε να τους παρέχει τη δυνατότητα να εκτιμήσουν αν έχει νόημα να υποβάλουν υποψηφιότητα (βλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑295/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:997, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

66      Επομένως, κάθε προκήρυξη διαγωνισμού καταρτίζεται με σκοπό τη θέσπιση των κανόνων που διέπουν τη διεξαγωγή ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων διαγωνισμών, των οποίων προσδιορίζει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το κανονιστικό πλαίσιο, αναλόγως του σκοπού που έχει καθορίσει η ΑΔΑ. Το κανονιστικό αυτό πλαίσιο, το οποίο θεσπίζεται σύμφωνα με τους κανόνες γενικής ισχύος που εφαρμόζονται επί της διεξαγωγής των διαγωνισμών, είναι εκείνο που διέπει τον εκάστοτε διαγωνισμό, από τον χρόνο δημοσιεύσεως της σχετικής προκηρύξεως έως τη δημοσίευση του εφεδρικού πίνακα προσλήψεων που περιλαμβάνει τα ονόματα των επιτυχόντων στον διαγωνισμό αυτό (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑295/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:997, σκέψη 50).

67      Με βάση τα ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι προκήρυξη διαγωνισμού, όπως είναι οι προσβαλλόμενες προκηρύξεις, η οποία, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες ανάγκες των ενδιαφερόμενων θεσμικών οργάνων ή λοιπών υπηρεσιών της Ένωσης, θεσπίζει το κανονιστικό πλαίσιο συγκεκριμένου διαγωνισμού, συμπεριλαμβανομένου του γλωσσικού καθεστώτος του, και, επομένως, επάγεται αυτοτελή έννομα αποτελέσματα, δεν μπορεί, καταρχήν, να χαρακτηριστεί ως βεβαιωτική πράξη ή ως αμιγώς εκτελεστική πράξη προγενέστερων πράξεων. Μολονότι, αναλόγως της περιπτώσεως, η ΑΔΑ οφείλει, στο πλαίσιο της ασκήσεως των καθηκόντων της σχετικά με την κατάρτιση προκηρύξεως διαγωνισμού, να τηρεί ή να εφαρμόζει κανόνες που περιλαμβάνονται σε προγενέστερες πράξεις γενικής ισχύος, γεγονός πάντως είναι ότι το κανονιστικό πλαίσιο κάθε διαγωνισμού θεσπίζεται και εξειδικεύεται με την προκήρυξη του συγκεκριμένου διαγωνισμού, η οποία διευκρινίζει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την κάλυψη της/των επίμαχης(-ων) θέσεως(-ων).

68      Εν πάση περιπτώσει και ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι μια προκήρυξη διαγωνισμού μπορεί καταρχήν να αποτελεί βεβαιωτική πράξη ή αμιγώς εκτελεστική πράξη προγενέστερων πράξεων, από τη μνημονευθείσα στις σκέψεις 62 και 63 της παρούσας αποφάσεως νομολογία προκύπτει ότι μια πράξη μπορεί να χαρακτηριστεί ως βεβαιωτική ή ως αμιγώς εκτελεστική προγενέστερης πράξεως μόνον εφόσον η τελευταία αποσκοπεί στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων. Όμως, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 48 έως 57 ανωτέρω, οι γενικοί κανόνες και οι γενικές κατευθυντήριες γραμμές δεν εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία.

69      Πράγματι, στη σκέψη 58 ανωτέρω κρίθηκε ότι οι γενικοί κανόνες και οι γενικές κατευθυντήριες γραμμές πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αποτελούν, το πολύ, ανακοινώσεις, κατά την έννοια της σκέψεως 91 της αποφάσεως της 27ης Νοεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής (C‑566/10 P, EU:C:2012:752), που αναγγέλλουν τα κριτήρια βάσει των οποίων η EPSO προτίθεται να προβαίνει στην επιλογή του γλωσσικού καθεστώτος καθενός από τους διαγωνισμούς που είναι επιφορτισμένη να διοργανώνει.

70      Βάσει των ανωτέρω, συνάγεται ότι οι προσβαλλόμενες προκηρύξεις αποτελούν πράξεις που επάγονται δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα όσον αφορά το γλωσσικό καθεστώς των επίμαχων διαγωνισμών και, ως εκ τούτου, πράξεις δεκτικές προσφυγής. Το γεγονός ότι, κατά την έκδοσή τους, η EPSO έλαβε υπόψη τα κριτήρια που εκτίθενται στους γενικούς κανόνες και στις γενικές κατευθυντήριες γραμμές, των οποίων οι προσβαλλόμενες προκηρύξεις κάνουν ρητή μνεία (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω), δεν ανατρέπει την ως άνω διαπίστωση.

71      Επομένως, ο λόγος απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή πρέπει να απορριφθεί και οι υπό κρίση προσφυγές πρέπει να εξεταστούν επί της ουσίας.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ενώνει τις υποθέσεις T‑353/14 και T‑17/15 προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

2)      Ακυρώνει την προκήρυξη του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/276/14, για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα προσλήψεων διοικητικών υπαλλήλων, και την προκήρυξη του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/294/14, για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα προσλήψεων διοικητικών υπαλλήλων στον τομέα της προστασίας των δεδομένων στο πλαίσιο του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει, πέραν των δικών της εξόδων, και τα δικαστικά έξοδα της Ιταλικής Δημοκρατίας.

4)      Η Δημοκρατία της Λιθουανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά της σε σχέση με την παρέμβαση που άσκησε στην υπόθεση T‑17/15.

Γρατσίας

Kancheva

Wetter

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Σεπτεμβρίου 2016.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.


1 –      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.