Language of document : ECLI:EU:C:2024:157

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

TAMARA ĆAPETA

της 22ας Φεβρουαρίου 2024 (1)

Υπόθεση C603/22

M.S.,

J.W.,

M.P.,

παρισταμένων των:

Prokurator Rejonowy w Słupsku,

D.G., υπό την ιδιότητα του δικαστικού πληρεξουσίου διορισθέντος για τους M.B. και B.B.

[Αίτηση του Sąd Rejonowy w Słupsku
(περιφερειακού δικαστηρίου Słupsk, Πολωνία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Οδηγία (ΕΕ) 2016/800 – Δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών – Άρθρο 4 της οδηγίας 2016/800 – Δικαίωμα ενημέρωσης – Άρθρο 6 της οδηγίας 2016/800 – Δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο – Παραδεκτό αποδεικτικών στοιχείων»






I.      Εισαγωγή

1.        Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι ποινικές διαδικασίες είναι κατά κύριο λόγο θέμα των κρατών μελών. Ωστόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να ενισχύσει την αμοιβαία εμπιστοσύνη, θέσπισε μια σειρά οδηγιών ελάχιστης εναρμόνισης που προστατεύουν ορισμένα δικαιώματα στις εν λόγω διαδικασίες (2).

2.        Η υπό κρίση υπόθεση παρέχει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να αποσαφηνίσει ορισμένα από τα εν λόγω δικαιώματα όπως αυτά εφαρμόζονται για παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι σε ποινικές διαδικασίες.

3.        Τα προδικαστικά ερωτήματα υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο από το Sąd Rejonowy w Słupsku (περιφερειακό δικαστήριο Słupsk, Πολωνία), το οποίο έχει επιληφθεί υπόθεσης βασισμένης σε κατηγορίες που απαγγέλθηκαν σε βάρος τριών προσώπων, ήτοι των M.S., J.W. και M.P. Ήταν όλοι ανήλικοι κατά τον χρόνο κίνησης της διαδικασίας, αλλά στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, συμπλήρωσαν (τουλάχιστον ορισμένοι από αυτούς) το 18ο έτος της ηλικίας τους.

4.        Το αιτούν δικαστήριο ζητεί διευκρινίσεις σχετικά με την ερμηνεία πλειόνων διατάξεων της οδηγίας (ΕΕ) 2016/800 (σχετικά με τα δικαιώματα των παιδιών σε ποινικές διαδικασίες) (3), σε συνδυασμό με την οδηγία 2013/48/ΕΕ (σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο) (4), την οδηγία 2012/13/ΕΕ (σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης) (5), και την οδηγία (ΕΕ) 2016/343 (σχετικά με το τεκμήριο της αθωότητας και το δικαίωμα παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του) (6).

II.    Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

5.        Ο Prokurator Rejonowy w Słupsku (περιφερειακός εισαγγελέας του Słupsk, Πολωνία) απήγγειλε κατηγορίες σε βάρος του M.S., ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, οι οποίες αφορούσαν παράνομη είσοδο επανειλημμένως κατά το διάστημα από τον Δεκέμβριο του 2021 έως τον Ιανουάριο του 2022 σε χώρο συγκροτήματος παραθεριστικών κατοικιών. Ομοίως, απαγγέλθηκαν για το ίδιο αδίκημα κατηγορίες κατά των J.W. και M.P. οι οποίοι, ωστόσο, φέρονται να το διέπραξαν μία μόνο φορά. Κατά τον χρόνο τέλεσης των αδικημάτων, όλοι οι κατηγορούμενοι ήταν 17 ετών.

6.        Η αστυνομία δεν ενημέρωσε τον M.S. σχετικά με το δικαίωμα παραστάσεως δικηγόρου κατά την εξέτασή του, ούτε σχετικά με το δικαίωμά του να έχει πρόσβαση στη δικογραφία. Ομοίως, η αστυνομία δεν επέτρεψε στη μητέρα του M.S. να τον συνοδεύσει στην εξέταση και της αρνήθηκε την πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξη της έρευνας.

7.        Κατά τη διάρκεια της εξέτασης, η οποία δεν καταγράφηκε υπό τη μορφή οπτικοακουστικής εγγραφής, ο M.S. παρέσχε εκτενείς εξηγήσεις που περιείχαν αυτοενοχοποιητικά στοιχεία και λεπτομερή αναφορά των γεγονότων που συνέβησαν στο συγκρότημα των παραθεριστικών κατοικιών. Η εισαγγελία, στη συνέχεια, τροποποίησε την κατηγορία σε βάρος του M.S. από μία μεμονωμένη σε κατ’ εξακολούθηση παράνομη είσοδο στον χώρο του συγκροτήματος παραθεριστικών κατοικιών.

8.        Στο τέλος της εξέτασης, η αστυνομία έδωσε στον M.S. έγγραφο που περιείχε συνοπτική περιγραφή των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας. Ο M.S. υπέγραψε αυτό το έγγραφο, αλλά, λόγω της έκτασης και της πολυπλοκότητάς του, δεν διάβασε το περιεχόμενό του.

9.        Ανάλογες ενέργειες έγιναν σε βάρος των J.W. και M.P. Σε αντίθεση με την περίπτωση του M.S., οι γονείς αυτών των κατηγορουμένων συνόδευσαν τα παιδιά τους κατά την εξέταση. Κατά τα λοιπά, ο τρόπος διενέργειας των πράξεων στις δύο ως άνω περιπτώσεις ήταν πολύ παρόμοιος με αυτόν της περίπτωσης του M.S., με μόνη διαφορά ότι, ως προς αυτούς, δεν τροποποιήθηκε η κατηγορία της μίας μόνον παράνομης εισόδου.

10.      Κατά την προδικασία δεν πραγματοποιήθηκε ατομική αξιολόγηση των υπόπτων.

11.      Τα κατηγορητήρια κατά των κατηγορουμένων υπογράφηκαν από την εισαγγελία στις 31 Μαΐου 2022 και απεστάλησαν στο αιτούν δικαστήριο. Καθώς οι κατηγορούμενοι δεν είχαν διορισμένους δικηγόρους, το δικαστήριο διόρισε αυτεπαγγέλτως συνήγορο υπεράσπισης για καθέναν από αυτούς.

12.      Όσον αφορά τον καθένα από τους κατηγορουμένους, οι συνήγοροι υπεράσπισής τους ζήτησαν να μην ληφθούν υπόψη οι εξηγήσεις των κατηγορουμένων που παρασχέθηκαν κατά την προδικασία, επισημαίνοντας ότι τα αποδεικτικά στοιχεία αποκτήθηκαν κατά παράβαση του νόμου, δηλαδή κατά τη διάρκεια αστυνομικής εξέτασης χωρίς την παρουσία δικηγόρου, η συμμετοχή του οποίου ήταν υποχρεωτική. Ως εκ τούτου, υποστήριξαν ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που αποκτήθηκαν με αυτόν τον τρόπο δεν μπορούσαν να αποτελέσουν βάση για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών.

13.      Σε όλες τις περιπτώσεις, το αιτούν δικαστήριο έκανε δεκτά τα αιτήματα αυτά και απέρριψε ως απαράδεκτα τα αιτήματα της εισαγγελίας για τη λήψη αποδεικτικών στοιχείων από τις εξηγήσεις των κατηγορουμένων κατά την προδικασία χωρίς την παρουσία δικηγόρου.

14.      Ο M.P. συμπλήρωσε το 18ο έτος της ηλικίας του τον Αύγουστο του 2022, ήτοι κατά το στάδιο της ένδικης διαδικασίας. Ο συνήγορος υπεράσπισής του ζήτησε να συνεχίσει να τον εκπροσωπεί και το αιτούν δικαστήριο έκανε δεκτό αυτό το αίτημα. Δεν υπάρχουν συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τη συμπλήρωση από τους J.W. και M.S. του 18ου έτους της ηλικίας τους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, πριν από την υποβολή της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως.

15.      Το αιτούν μονομελές δικαστήριο υπέβαλε επίσης στο Δικαστήριο, εκτός από τα προδικαστικά ερωτήματα για την ερμηνεία της οδηγίας 2016/800 σχετικά με τον τρόπο διεξαγωγής του σταδίου της προδικασίας, ερωτήματα σχετικά με τη δικαστική ανεξαρτησία, με βάση γεγονότα που προηγήθηκαν της κύριας δίκης.

16.      Όπως εκτίθεται στη διάταξη περί παραπομπής, σε διαφορετική υπόθεση, η ίδια δικαστής, με διάταξη που εξέδωσε την 29η Νοεμβρίου 2021, δέχθηκε το αίτημα διαδίκου περί αποκλεισμού άλλου δικαστή λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης σε δικαστήριο που συγκροτήθηκε κατά τρόπο που αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ). Η διάταξη εκδόθηκε λόγω του διορισμού του άλλου δικαστή στη διαδικασία που εμπλεκόταν το Krajowa Rada Sądownictwa (Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο, Πολωνία), το οποίο θεσπίστηκε μετά το 2018.

17.      Σχετικά με τη διάταξη που εξέδωσε η δικαστής του αιτούντος δικαστηρίου, ο περιφερειακός εισαγγελέας του Słupsk ενημέρωσε την περιφερειακή εισαγγελέα του Gdańsk (Πολωνία), η οποία με τη σειρά της ενημέρωσε τον Zastępca Rzecznika Dyscyplinarnego Sędziów Sądów Powszechnych (αναπληρωτή υπεύθυνο πειθαρχικών διαδικασιών για τους δικαστές των τακτικών δικαστηρίων), ο οποίος διορίστηκε στη θέση αυτή από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, και ο εν λόγω αναπληρωτής ενημέρωσε τον Υπουργό Δικαιοσύνης. Οι διαδοχικές αυτές ενημερώσεις είχαν ως αποτέλεσμα την προσωρινή διακοπή των καθηκόντων της δικαστού του αιτούντος δικαστηρίου από τις 9 Φεβρουαρίου έως τις 8 Μαρτίου 2022, δηλαδή πριν από τη δίκη των M.S., J.W. και M.P.

18.      Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω γεγονότων, το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν το άρθρο 6, παράγραφοι 1, 2, 3, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 7, και το άρθρο 18, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 25, 26 και 27 της [οδηγίας 2016/800], την έννοια ότι, αφ’ ης στιγμής απαγγελθούν κατηγορίες σε ύποπτο ο οποίος δεν έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του, οι αρχές που διεξάγουν τη διαδικασία υποχρεούνται να διασφαλίζουν αυτεπαγγέλτως στο παιδί το δικαίωμα συνδρομής από συνήγορο υπεράσπισης, εφόσον δεν έχει συνήγορο υπεράσπισης της επιλογής του (λόγω του ότι το παιδί ή ο ασκών τη γονική μέριμνα αυτού δεν έχει εξασφαλίσει τέτοια συνδρομή με ίδια μέσα) και να διασφαλίζουν τη συμμετοχή του συνηγόρου υπεράσπισης στις πράξεις της προδικασίας, όπως είναι η εξέταση του ανηλίκου υπό την ιδιότητα του υπόπτου, και την έννοια ότι απαγορεύουν την εξέταση του ανηλίκου χωρίς τη συμμετοχή συνηγόρου υπεράσπισης [;]

2)      Έχει το άρθρο 6, παράγραφοι 6 και 8, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 16, 30, 31 και 32 της [οδηγίας 2016/800] την έννοια ότι η παραίτηση από το δικαίωμα συνδρομής από συνήγορο υπεράσπισης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση σε υποθέσεις σχετικές με αξιόποινες πράξεις που επισύρουν στερητική της ελευθερίας ποινή και ότι επιτρέπεται προσωρινή παρέκκλιση από την εφαρμογή του δικαιώματος συνδρομής από συνήγορο υπεράσπισης, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 8, της [εν λόγω] οδηγίας, μόνον κατά την προδικασία και μόνον υπό τις περιστάσεις που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 6, παράγραφος 8, στοιχεία αʹ και βʹ, οι οποίες πρέπει να διαπιστώνονται ρητώς με την απόφαση περί διενέργειας εξέτασης χωρίς την παρουσία δικηγόρου, απόφαση η οποία πρέπει καταρχήν να είναι δεκτική προσφυγής [;]

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης σε ένα τουλάχιστον από τα δύο πρώτα ερωτήματα, έχουν οι προαναφερθείσες διατάξεις της [οδηγίας 2016/800] την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία όπως:

α)      το άρθρο 301, δεύτερη περίοδος, του [πολωνικού] Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο η εξέταση του υπόπτου πραγματοποιείται με τη συμμετοχή του διορισμένου συνηγόρου υπεράσπισης μόνον κατόπιν αιτήματος του υπόπτου και η μη εμφάνιση του συνηγόρου υπεράσπισης κατά την εξέταση του υπόπτου δεν παρακωλύει την εξέταση,

β)      το άρθρο 79, παράγραφος 3, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο, στην περίπτωση προσώπου που δεν έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του (άρθρο 79, παράγραφος 1, σημείο 1, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας), η συμμετοχή του συνηγόρου υπεράσπισης είναι υποχρεωτική μόνον κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και κατά τις συνεδριάσεις στις οποίες είναι υποχρεωτική η συμμετοχή του κατηγορουμένου, δηλαδή στο στάδιο της ένδικης διαδικασίας [;]

4)      Έχουν οι διατάξεις που απαριθμούνται στο πρώτο και το δεύτερο ερώτημα, καθώς και η αρχή της υπεροχής και η αρχή του άμεσου αποτελέσματος των οδηγιών την έννοια ότι εξουσιοδοτούν (ή υποχρεώνουν) το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται ποινικής υπόθεσης εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της [οδηγίας 2016/800], καθώς και κάθε κρατική αρχή να μην εφαρμόζουν διατάξεις του εθνικού δικαίου αντίθετες προς την οδηγία, όπως αυτές που απαριθμούνται στο ερώτημα 3, και, κατά συνέπεια, δεδομένης της εκπνοής της προθεσμίας μεταφοράς, να αντικαθιστούν τον εθνικό κανόνα με τους προαναφερθέντες κανόνες άμεσου αποτελέσματος της οδηγίας [;]

5)      Έχουν το άρθρο 6, παράγραφοι 1, 2, 3 και 7, και το άρθρο 18, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2 και με τις αιτιολογικές σκέψεις 11, 25 και 26 της [οδηγίας 2016/800] σε συνδυασμό με το άρθρο 13 και την αιτιολογική σκέψη 50 της [οδηγίας 2013/48], την έννοια ότι ένα κράτος μέλος εγγυάται αυτεπαγγέλτως νομική συνδρομή σε υπόπτους ή κατηγορουμένους σε ποινικές διαδικασίες, οι οποίοι ήταν παιδιά κατά τον χρόνο κίνησης της διαδικασίας, αλλά στη συνέχεια συμπλήρωσαν το 18ο έτος της ηλικίας τους και ότι η συνδρομή αυτή είναι υποχρεωτική μέχρι την περάτωση της διαδικασίας με την έκδοση οριστικής απόφασης [;]

6)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πέμπτο ερώτημα, έχουν, επομένως, οι προαναφερθείσες διατάξεις της οδηγίας την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση όπως το άρθρο 79, παράγραφος 1, σημείο 1, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, ο κατηγορούμενος πρέπει να έχει συνήγορο υπεράσπισης μόνο μέχρι τον χρόνο συμπλήρωσης του 18ου έτους της ηλικίας του [;]

(7)      Έχουν οι διατάξεις που απαριθμούνται στο πέμπτο ερώτημα, καθώς και η αρχή της υπεροχής και η αρχή του άμεσου αποτελέσματος των οδηγιών, την έννοια ότι εξουσιοδοτούν (ή υποχρεώνουν) το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται ποινικής υπόθεσης εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της [οδηγίας 2016/800], καθώς και κάθε κρατική αρχή να μην εφαρμόζουν διατάξεις του εθνικού δικαίου αντίθετες προς την οδηγία, όπως αυτές που απαριθμούνται στο [έκτο] ερώτημα, και να εφαρμόζουν διατάξεις του εθνικού δικαίου, όπως το άρθρο 79, παράγραφος 2, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ερμηνεύοντάς τες κατά τρόπο σύμφωνο με την οδηγία (σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία), δηλαδή κατά τρόπο ώστε ο αυτεπάγγελτος διορισμός συνηγόρου υπεράσπισης για κατηγορούμενο που δεν είχε συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του κατά τον χρόνο απαγγελίας της κατηγορίας εναντίον του, αλλά στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, συμπλήρωσε το 18ο έτος της ηλικίας του και κατά του οποίου η ποινική διαδικασία παραμένει εκκρεμής, να διατηρείται μέχρι την περάτωση της διαδικασίας με την έκδοση οριστικής απόφασης, εξυπακουομένου ότι τούτο είναι αναγκαίο λόγω των περιστάσεων που δυσχεραίνουν την υπεράσπιση, ή, δεδομένης της εκπνοής της προθεσμίας μεταφοράς, να αντικαθιστούν τον εθνικό κανόνα με τους προαναφερθέντες κανόνες άμεσου αποτελέσματος της οδηγίας [;]

8)      Έχουν το άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 18, 19 και 22, της [οδηγίας 2016/800] και το άρθρο 3, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 19 και 26, της [οδηγίας 2012/13], την έννοια ότι οι αρμόδιες αρχές (εισαγγελία, αστυνομία) οφείλουν, το αργότερο πριν από την πρώτη επίσημη εξέταση του υπόπτου από την αστυνομία ή άλλη αρμόδια αρχή, να ενημερώνουν αμέσως τόσο τον ύποπτο όσο και, ταυτόχρονα, τον ασκούντα τη γονική μέριμνα για τα δικαιώματα αυτά, τα οποία είναι ουσιώδη για τη διασφάλιση δίκαιης διαδικασίας, καθώς και για τα επόμενα διαδικαστικά βήματα, συμπεριλαμβανομένης ιδίως της υποχρέωσης διορισμού συνηγόρου υπεράσπισης για τον ανήλικο ύποπτο και των συνεπειών του μη διορισμού συνηγόρου υπεράσπισης της επιλογής του για τον ανήλικο κατηγορούμενο (αυτεπάγγελτος διορισμός συνηγόρου υπεράσπισης), εξυπακουομένου ότι, όσον αφορά τους ανήλικους υπόπτους, οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να παρέχονται σε απλή και κατανοητή γλώσσα, ενδεδειγμένη για την ηλικία του ανηλίκου [;]

9)      Έχει το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 31 της [οδηγίας 2016/343 και] το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, και παράγραφος 2, της [οδηγίας 2012/13], την έννοια ότι οι αρχές κράτους μέλους που διεξάγουν ποινική διαδικασία στην οποία εμπλέκεται παιδί υπό την ιδιότητα του υπόπτου [ή του] κατηγορουμένου υποχρεούνται να ενημερώνουν το παιδί που έχει την ιδιότητα του υπόπτου για το δικαίωμα σιωπής και το δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης κατά τρόπο κατανοητό και ενδεδειγμένο για την ηλικία του υπόπτου [;]

10)      Έχουν το άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 18, 19 και 22, της [οδηγίας 2016/800] και το άρθρο 3, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 19 και 26, της [οδηγίας 2012/13], την έννοια ότι οι απαιτήσεις που προβλέπονται στις προαναφερθείσες διατάξεις δεν ικανοποιούνται με την απλή παροχή γενικών πληροφοριών αμέσως πριν από την εξέταση του ανήλικου υπόπτου, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα ειδικά δικαιώματα που απορρέουν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2016/800, και, μάλιστα, με την παροχή των πληροφοριών αυτών μόνο στον ύποπτο, ο οποίος παρίσταται χωρίς συνήγορο υπεράσπισης, αποκλειομένου του ασκούντος τη γονική μέριμνα, και σε μια κατάσταση κατά την οποία οι πληροφορίες αυτές είναι διατυπωμένες σε γλώσσα μη ενδεδειγμένη για την ηλικία του υπόπτου [;]

11)      Έχουν τα άρθρα 18 και 19, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 26, [της οδηγίας 2016/800] και το άρθρο 12, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 50, της [οδηγίας 2013/48] σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, το άρθρο 10, παράγραφος 2, και την αιτιολογική σκέψη 44 της [οδηγίας 2016/343], καθώς και η αρχή της δίκαιης δίκης την έννοια ότι –όσον αφορά τις εξηγήσεις που παρέχει ο ύποπτος κατά τη διάρκεια αστυνομικής προανάκρισης διεξαγόμενης χωρίς πρόσβαση σε δικηγόρο, χωρίς ο ύποπτος να έχει λάβει τη δέουσα ενημέρωση για τα δικαιώματά του και χωρίς ο ασκών τη γονική μέριμνα να έχει λάβει ενημέρωση για τα δικαιώματα και τις γενικές πτυχές της διεξαγωγής της διαδικασίας, ενημέρωση την οποία το παιδί δικαιούται να λάβει δυνάμει του άρθρου 4 της οδηγίας– υποχρεώνουν (ή εξουσιοδοτούν) το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται ποινικής υπόθεσης εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής των ως άνω οδηγιών καθώς και κάθε κρατική αρχή να εξασφαλίζουν την επαναφορά του υπόπτου/κατηγορουμένου στη θέση που θα είχε εάν δεν είχαν προσβληθεί τα δικαιώματά του, μη συνεκτιμώντας, ως εκ τούτου, τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία, ιδίως όταν τα επιβαρυντικά στοιχεία που λαμβάνονται σε μια τέτοια εξέταση προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για την καταδίκη του συγκεκριμένου προσώπου [;]

12)      Έχουν, επομένως, οι διατάξεις που απαριθμούνται στο ερώτημα 11, καθώς και η αρχή της υπεροχής και η αρχή του άμεσου αποτελέσματος την έννοια ότι επιβάλλουν στο εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται ποινικής υπόθεσης εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής των ως άνω οδηγιών καθώς και σε κάθε άλλη κρατική αρχή να μην εφαρμόζουν διατάξεις του εθνικού δικαίου αντίθετες προς τις εν λόγω οδηγίες, όπως το άρθρο 168a του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο αποδεικτικό στοιχείο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί απαράδεκτο απλώς και μόνον επειδή αποκτήθηκε κατά παράβαση των δικονομικών κανόνων ή μέσω παράνομης πράξης, με τους τρόπους που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, του [Ποινικού Κώδικα], εκτός εάν το συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο αποκτήθηκε στο πλαίσιο της άσκησης, από δημόσιο λειτουργό, των επαγγελματικών του υποχρεώσεων, κατόπιν ανθρωποκτονίας, σωματικής βλάβης ή στέρησης της ελευθερίας [;]

13)      Έχουν το άρθρο 2, παράγραφος 1, της [οδηγίας 2016/800] σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο 2, ΣΕΕ και η αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης την έννοια ότι ο εισαγγελέας, ως όργανο που συμμετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης, ενεργώντας ως θεματοφύλακας του κράτους δικαίου και, ταυτόχρονα, ως φορέας που διευθύνει την προδικασία, οφείλει να διασφαλίζει, κατά την προδικασία, αποτελεσματική έννομη προστασία στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της προαναφερθείσας οδηγίας και ότι, κατά την αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, οφείλει να εγγυάται τη δική του ανεξαρτησία και αμεροληψία [;]

14)      Σε περίπτωση θετικής απάντησης σε οποιοδήποτε από τα ερωτήματα των σημείων [1 έως 12], και ιδίως σε περίπτωση θετικής απάντησης στο ερώτημα 13, έχουν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ (αρχή της πραγματικής δικαστικής προστασίας), σε συνδυασμό με το άρθρο 2 ΣΕΕ, ιδίως σε συνδυασμό με την αρχή του σεβασμού του κράτους δικαίου, όπως ερμηνεύεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ., C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034), καθώς και η αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της ΣΕΕ και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, όπως ερμηνεύεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117) την έννοια ότι οι αρχές αυτές, λόγω της δυνατότητας άσκησης έμμεσης πίεσης στους δικαστές και της δυνατότητας του Γενικού Εισαγγελέα να δίνει σχετικές δεσμευτικές εντολές στους ιεραρχικώς κατώτερους εισαγγελείς, αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία από την οποία προκύπτει εξάρτηση της εισαγγελίας από όργανο της εκτελεστικής εξουσίας, όπως ο Υπουργός Δικαιοσύνης, και επίσης αποκλείουν την ύπαρξη εθνικής νομοθεσίας που περιορίζει την ανεξαρτησία του δικαστηρίου και την ανεξαρτησία του εισαγγελέα κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, ειδικότερα δε:

α)      του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Ustawa z dnia 27 lipca 2001 r. Prawo o ustroju sądów powszechnych (νόμου της 27ης Ιουλίου 2001 περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων), το οποίο επιτρέπει στον Υπουργό Δικαιοσύνης –σε συνδυασμό με την υποχρέωση του εισαγγελέα να γνωστοποιεί τις περιπτώσεις όπου ένα δικαστήριο αποφαίνεται εφαρμόζοντας το δίκαιο της Ένωσης– να διατάξει την άμεση διακοπή της άσκησης των καθηκόντων ενός δικαστή, για διάστημα όχι μεγαλύτερο του ενός μηνός, μέχρι την έκδοση απόφασης από το πειθαρχικό δικαστήριο, εάν, λαμβανομένης υπόψη της φύσης της πράξης που τέλεσε ο δικαστής και η οποία συγκεκριμενοποιείται στην άμεση εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, ο Υπουργός Δικαιοσύνης κρίνει ότι το απαιτεί το κύρος του δικαστηρίου ή τα ουσιώδη συμφέροντα της υπηρεσίας,

β)      του άρθρου 1, παράγραφος 2, του άρθρου 3, παράγραφος 1, σημεία 1 και 3, και του άρθρου 7, παράγραφοι 1 έως 6 και 8, καθώς και του άρθρου 13, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου της 28ης Ιανουαρίου 2016 περί της Εισαγγελίας, από τη συνδυαστική ερμηνεία των οποίων προκύπτει ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ο οποίος είναι συγχρόνως Γενικός Εισαγγελέας και ανώτατη εισαγγελική αρχή, μπορεί να εκδίδει εντολές δεσμευτικές για τους ιεραρχικά κατώτερους εισαγγελείς ακόμη και σε βαθμό που να περιορίζεται ή να εμποδίζεται η άμεση εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης [;]»

19.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο περιφερειακός εισαγγελέας του Słupsk, η Τσεχική και η Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

20.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, που διεξήχθη στις 15 Νοεμβρίου 2023, ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους η Πολωνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή.

III. Το εφαρμοστέο δίκαιο

21.      Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2016/800 οριοθετεί το πεδίο εφαρμογής της ως εξής:

«1.      Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι σε ποινική διαδικασία. Εφαρμόζεται μέχρις ότου κριθεί οριστικά αν ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος τέλεσε αξιόποινη πράξη, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της επιμέτρησης της ποινής και της εκδίκασης τυχόν προσφυγής.

[…]

3.      Με εξαίρεση το άρθρο 5 [(7)], το άρθρο 8 παράγραφος 3 στοιχείο β) [(8)] και το άρθρο 15 [(9)], στο βαθμό που οι εν λόγω διατάξεις αφορούν ασκούντα τη γονική μέριμνα, η παρούσα οδηγία, ή ορισμένες διατάξεις αυτής, εφαρμόζεται σε πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, εφόσον τα πρόσωπα αυτά ήταν παιδιά όταν άρχισαν οι διαδικασίες αυτές, αλλά συμπλήρωσαν στη συνέχεια την ηλικία των 18 ετών, και η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, ή ορισμένων διατάξεων αυτής, κρίνεται ενδεδειγμένη υπό το πρίσμα όλων των περιστάσεων της υπόθεσης, μεταξύ άλλων του κατά πόσο το συγκεκριμένο πρόσωπο είναι ώριμο και ευάλωτο. Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται όταν το ενεχόμενο πρόσωπο συμπληρώσει την ηλικία των 21 ετών» (10).

22.      Το άρθρο 4 της οδηγίας 2016/800 προβλέπει το δικαίωμα ενημέρωσης:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όταν τα παιδιά πληροφορούνται ότι είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι σε ποινικές διαδικασίες, ενημερώνονται άμεσα σχετικά με τα δικαιώματά τους σύμφωνα με την οδηγία 2012/13/ΕΕ και σχετικά με τις γενικές πτυχές της διεξαγωγής της διαδικασίας.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι τα παιδιά ενημερώνονται σχετικά με τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Οι εν λόγω πληροφορίες παρέχονται ως εξής:

α)      αμέσως μόλις τα παιδιά πληροφορούνται ότι είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι, όσον αφορά:

i)      το δικαίωμα να ενημερωθεί ο ασκών τη γονική μέριμνα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 5·

ii)      το δικαίωμα συνδρομής από δικηγόρο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6·

iii)      το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής ζωής, όπως προβλέπεται στο άρθρο 14·

iv)      το δικαίωμα συνοδείας από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα σε στάδια της διαδικασίας άλλα από την ακροαματική διαδικασία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 15 παράγραφος 4·

v)      το δικαίωμα σε δικαστική συνδρομή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 18·

β)      σε όσο το δυνατόν περισσότερο πρώιμο και κατάλληλο στάδιο της διαδικασίας, όσον αφορά:

i)      το δικαίωμα σε ατομική αξιολόγηση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7·

ii)      το δικαίωμα ιατρικής εξέτασης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος σε ιατρική περίθαλψη, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8·

iii)      το δικαίωμα περιορισμού της στέρησης της ελευθερίας και χρήσης εναλλακτικών μέτρων, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος σε περιοδική επανεξέταση της κράτησης, όπως προβλέπεται στα άρθρα 10 και 11·

iv)      το δικαίωμα συνοδείας από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα κατά την ακροαματική διαδικασία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 15 παράγραφος 1·

v)      το δικαίωμα αυτοπρόσωπης παράστασης στη δίκη, όπως προβλέπεται στο άρθρο 16·

vi)      το δικαίωμα σε αποτελεσματικά μέσα ένδικης προστασίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 19·

γ)      από τη στέρηση της ελευθερίας όσον αφορά το δικαίωμα σε ειδική μεταχείριση κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 12.

2.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 παρέχονται γραπτώς, προφορικώς, ή αμφότερα, σε απλή και προσιτή γλώσσα, και ότι οι παρεχόμενες πληροφορίες σημειώνονται, χρησιμοποιώντας τη διαδικασία καταγραφής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

3.      Στις περιπτώσεις που χορηγείται σε παιδιά έγγραφο δικαιωμάτων δυνάμει της οδηγίας 2012/13/ΕΕ, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το εν λόγω έγγραφο περιλαμβάνει αναφορά στα δικαιώματά τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας.»

23.      Το άρθρο 6 της οδηγίας 2016/800 ρυθμίζει το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο:

«1.      Τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι σε ποινικές διαδικασίες έχουν το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο σύμφωνα με την οδηγία 2013/48/ΕΕ. Καμία διάταξη της παρούσας οδηγίας, και ειδικότερα του παρόντος άρθρου, δεν θίγει το δικαίωμα αυτό.

2.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα παιδιά λαμβάνουν τη συνδρομή δικηγόρου σύμφωνα με το παρόν άρθρο ούτως ώστε να μπορούν να ασκούν αποτελεσματικά τα δικαιώματα υπεράσπισής τους.

3.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα παιδιά λαμβάνουν τη συνδρομή δικηγόρου χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μόλις τα παιδιά ενημερώνονται ότι είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι. Σε κάθε περίπτωση, τα παιδιά λαμβάνουν τη συνδρομή δικηγόρου από όποιο από τα ακόλουθα γεγονότα επισυμβεί νωρίτερα:

α)      προτού εξεταστούν από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή·

β)      κατά τη διενέργεια ανακριτικής πράξης ή άλλης πράξης συλλογής αποδεικτικών στοιχείων από ανακριτική ή άλλη αρμόδια αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 4 στοιχείο γ)·

γ)      χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας·

δ)      όταν έχουν κλητευθεί ενώπιον δικαστηρίου με δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις, εγκαίρως πριν παραστούν ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου.

4.      Η συνδρομή από δικηγόρο περιλαμβάνει τα εξής:

α)      τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα παιδιά έχουν το δικαίωμα κατ’ ιδίαν συνάντησης και επικοινωνίας με τον δικηγόρο που τα εκπροσωπεί, μεταξύ άλλων πριν από την εξέτασή τους από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή·

β)      τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα παιδιά έχουν τη συνδρομή δικηγόρου όταν υποβάλλονται σε εξέταση, και ότι ο δικηγόρος μπορεί να συμμετέχει ουσιαστικά κατά τη διάρκεια της εξέτασης. Η συμμετοχή αυτή συνάδει με διαδικασίες του εθνικού δικαίου, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω διαδικασίες δεν θίγουν την αποτελεσματική άσκηση ή την ουσία του συγκεκριμένου δικαιώματος. Στις περιπτώσεις που ο δικηγόρος συμμετέχει κατά την εξέταση, το γεγονός της συμμετοχής αυτής σημειώνεται χρησιμοποιώντας τη διαδικασία καταγραφής δυνάμει του εθνικού δικαίου·

γ)      τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα παιδιά λαμβάνουν τη συνδρομή δικηγόρου τουλάχιστον κατά τις ακόλουθες ανακριτικές πράξεις ή πράξεις συλλογής αποδεικτικών στοιχείων, εφόσον οι πράξεις αυτές προβλέπονται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και εφόσον ο ύποπτος ή κατηγορούμενος υποχρεούται ή επιτρέπεται να παραστεί στη συγκεκριμένη πράξη:

i)      διέλευση προσώπων για αναγνώριση·

ii)      κατ’ αντιπαράσταση εξετάσεις·

iii)      αναπαραστάσεις του εγκλήματος.

5.      Τα κράτη μέλη σέβονται το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ των παιδιών και του δικηγόρου τους κατά την άσκηση του δικαιώματος συνδρομής από δικηγόρο που προβλέπεται από την παρούσα οδηγία. H εν λόγω επικοινωνία περιλαμβάνει τις συναντήσεις, την αλληλογραφία, τις τηλεφωνικές συνομιλίες και άλλες μορφές επικοινωνίας που επιτρέπονται βάσει του εθνικού δικαίου.

6.      Υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από την παράγραφο 3 στις περιπτώσεις που η συνδρομή δικηγόρου δεν έχει αναλογικό χαρακτήρα υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη τη βαρύτητα του εικαζόμενου ποινικού αδικήματος, την περιπλοκότητα της υπόθεσης και τα μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν όσον αφορά το εν λόγω αδίκημα, ενώ είναι αυτονόητο ότι δίνεται πάντοτε πρωταρχική σημασία στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού.

Σε κάθε περίπτωση, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα παιδιά λαμβάνουν τη συνδρομή δικηγόρου:

α)      όταν προσάγονται ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου ή δικαστή προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με την κράτησή τους σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας· και

β)      κατά τη διάρκεια της κράτησης.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι η στέρηση της ελευθερίας δεν επιβάλλεται ως ποινή, εκτός εάν το παιδί έχει λάβει τη συνδρομή δικηγόρου κατά τρόπο ώστε να επιτρέπεται στο παιδί να ασκεί τα δικαιώματα υπεράσπισης αποτελεσματικά και, οπωσδήποτε, κατά τη διάρκεια των ακροαματικών διαδικασιών ενώπιον δικαστηρίου.

7.      Όταν το παιδί πρέπει να λαμβάνει τη συνδρομή δικηγόρου σύμφωνα με το παρόν άρθρο, αλλά δεν παρίσταται δικηγόρος, οι αρμόδιες αρχές αναβάλλουν την εξέταση του παιδιού, ή άλλη ανακριτική πράξη ή πράξη συλλογής αποδεικτικών στοιχείων που προβλέπεται στην παράγραφο 4 στοιχείο γ), για εύλογο χρονικό διάστημα, είτε προκειμένου να αναμείνουν την άφιξη του δικηγόρου, είτε προκειμένου να εξασφαλίσουν δικηγόρο για το παιδί, όταν αυτό δεν έχει διορίσει δικηγόρο.

8.      Σε εξαιρετικές περιστάσεις και μόνο κατά το προδικαστικό στάδιο, τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν προσωρινά από την εφαρμογή των προβλεπόμενων στην παράγραφο 3 δικαιωμάτων, στον βαθμό που ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης το δικαιολογούν, για έναν από τους ακόλουθους επιτακτικούς λόγους:

α)      όταν υπάρχει επείγουσα ανάγκη να αποτραπούν σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα προσώπου·

β)      όταν είναι επιτακτική η ανάληψη άμεσης δράσης από τις ανακριτικές αρχές προς αποτροπή σημαντικού κινδύνου για την ποινική διαδικασία σε σχέση με σοβαρό ποινικό αδίκημα.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές, κατά την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, λαμβάνουν υπόψη το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού.

Απόφαση διεξαγωγής εξέτασης απουσία δικηγόρου δυνάμει της παρούσας παραγράφου μπορεί να ληφθεί μόνο κατά περίπτωση, είτε από δικαστική αρχή, είτε άλλη αρμόδια αρχή υπό την προϋπόθεση ότι η απόφαση μπορεί να υποβληθεί σε δικαστικό έλεγχο.»

24.      Το άρθρο 18 της οδηγίας 2016/800 προβλέπει το δικαίωμα στη χορήγηση δικαστικής συνδρομής:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η εθνική νομοθεσία σχετικά με το ευεργέτημα πενίας εγγυάται την ουσιαστική άσκηση του δικαιώματος συνδρομής από δικηγόρο δυνάμει του άρθρου 6.»

25.      Το άρθρο 19 της οδηγίας 2016/800 προβλέπει μέσα ένδικης προστασίας:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι σε ποινική διαδικασία και τα παιδιά που είναι καταζητούμενοι έχουν στη διάθεσή τους αποτελεσματικό μέσο ένδικης προστασίας δυνάμει του εθνικού δικαίου σε περίπτωση παραβίασης των δικαιωμάτων τους βάσει της παρούσας οδηγίας.»

IV.    Ανάλυση

Α.      Προκαταρτικές παρατηρήσεις

26.      Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει ενιαίους κανόνες ποινικής δικονομίας. Αντίθετα, οι ποινικές διαδικασίες εξακολουθούν να διέπονται από το εθνικό δίκαιο των κρατών μελών, γεγονός που οδηγεί υποχρεωτικά σε κανονιστικές αποκλίσεις.

27.      Ωστόσο, ενώ οι ποινικές διαδικασίες διαφέρουν, οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούν να βασίζονται στην παραδοχή ότι οι εγγυήσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι οι ίδιες (11).

28.      Αυτό οφείλεται στην ΕΣΔΑ, συμβαλλόμενα μέρη της οποίας είναι όλα τα κράτη μέλη. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), μέσω της ερμηνείας των δικαιωμάτων της ΕΣΔΑ –ιδίως του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 αυτής– εναρμόνισε τα δικαιώματα ποινικής δικονομίας σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο.

29.      Κατά το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), τα δικαιώματα που διασφαλίζονται στην ΕΣΔΑ αντιπροσωπεύουν το ελάχιστο επίπεδο προστασίας που πρέπει να παρέχεται σε ιδιώτες σε καταστάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης.

30.      Ωστόσο, ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε ότι η συμμετοχή κάθε κράτους μέλους στην ΕΣΔΑ, από μόνη της, δεν εξασφαλίζει πάντοτε επαρκή βαθμό εμπιστοσύνης στα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης των άλλων κρατών μελών (12). Αυτή η εμπιστοσύνη, ωστόσο, συνιστά προϋπόθεση για την αμοιβαία αναγνώριση σε ποινικές υποθέσεις, και βάση για τη συνεργασία στον τομέα του ποινικού δικαίου, καθώς οικοδομείται βάσει της ΣΛΕΕ (13).

31.      Ως εκ τούτου, προκειμένου να ενισχυθεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη, ο νομοθέτης της Ένωσης έχει θεσπίσει ορισμένες οδηγίες ελάχιστης εναρμόνισης που ρυθμίζουν τις ποινικές διαδικασίες στα κράτη μέλη (14).

32.      Μεταξύ των εν λόγω οδηγιών συγκαταλέγεται η οδηγία 2016/800, η οποία κατέχει μοναδική θέση. Τα παιδιά, ως ευάλωτα πρόσωπα (15), αξίζουν επιπλέον φροντίδα και ενισχυμένη προστασία (16). Τούτο προκύπτει, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 24 του Χάρτη, το οποίο προβλέπει την υποχρέωση όλων των δημοσίων αρχών και ιδιωτικών οργανισμών να διασφαλίζουν ότι δίνεται πρωταρχική σημασία στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού (17).

33.      Ως εκ τούτου, η οδηγία 2016/800 θα πρέπει να νοείται ως lex specialis (18), παρέχουσα τουλάχιστον την ίδια, αν όχι ισχυρότερη, προστασία για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι, σε σύγκριση με άλλες οδηγίες ελάχιστης εναρμόνισης που ρυθμίζουν τα δικαιώματα στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας.

34.      Σε αντίθεση με τις εν λόγω άλλες οδηγίες, οι οποίες ρυθμίζουν συγκεκριμένα δικονομικά δικαιώματα, η οδηγία 2016/800 εστιάζει, αντιθέτως, σε μια κατηγορία υπόπτων ή κατηγορουμένων και καλύπτει πολυάριθμα δικαιώματα.

35.      Το Δικαστήριο έχει εξετάσει μέχρι στιγμής την οδηγία 2016/800 μόνο στην υπόθεση Piotrowski (19), κατά την οποία ερμήνευσε το άρθρο 17 της οδηγίας στο πλαίσιο ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης κατά εκζητουμένου προσώπου που ήταν ανήλικος. Η εν λόγω διάταξη δεν ασκεί επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση, γεγονός που σημαίνει ότι η προκειμένη αίτηση προδικαστικής αποφάσεως παρέχει για πρώτη φορά τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να ερμηνεύσει ορισμένα δικονομικά δικαιώματα των παιδιών που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας.

Β.      Αναδιάρθρωση των προδικαστικών ερωτημάτων του αιτούντος δικαστηρίου και δομή των προτάσεων

36.      Η πλειονότητα των ερωτημάτων που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο αφορά την ερμηνεία των δικαιωμάτων των παιδιών στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, όπως αυτά κατοχυρώνονται από τις οδηγίες ελάχιστης εναρμόνισης και, κυρίως, από την οδηγία 2016/800.

37.      Προτού αναλύσω την ουσία των εν λόγω προδικαστικών ερωτημάτων, θα εξετάσω τις ενστάσεις απαραδέκτου που προέβαλε κυρίως η Πολωνική Κυβέρνηση (Γ).

38.      Συναφώς, μέρος του δέκατου τρίτου ερωτήματος και το σύνολο του δέκατου τέταρτου ερωτήματος δεν συνδέονται με την ερμηνεία των οδηγιών για τις εγγυήσεις στην ποινική διαδικασία, αλλά έχουν γενικότερο χαρακτήρα. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί την ερμηνεία των άρθρων 2 και 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, του άρθρου 47 του Χάρτη και της αρχής της ανεξαρτησίας των δικαστών. Θα εξηγήσω ότι τα εν λόγω προδικαστικά ερωτήματα είναι απαράδεκτα στο πλαίσιο της υπό κρίση προδικαστικής παραπομπής και, ως εκ τούτου, δεν θα ασχοληθώ με την ουσία τους.

39.      Εν συνεχεία, θα προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας των ερωτημάτων, και θα ερμηνεύσω το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος πρόσβασης των παιδιών σε δικηγόρο (Δ), όπως ζητήθηκε από το αιτούν δικαστήριο με το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα. Στο πλαίσιο αυτό θα διερευνήσω επίσης τις επιτρεπόμενες από την οδηγία 2016/800 παρεκκλίσεις από το εν λόγω δικαίωμα.

40.      Έπειτα θα εξηγήσω εάν το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο εξακολουθεί να ισχύει μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας και εάν η σχετική διάταξη παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα επιλογής ως προς τον τρόπο μεταφοράς της στην εθνική έννομη τάξη (Ε). Με αυτόν τον τρόπο θα απαντηθεί επίσης το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου.

41.      Θα συνεχίσω απαντώντας στο όγδοο, το ένατο και το δέκατο προδικαστικό ερώτημα, σχετικά με την έκταση του δικαιώματος των παιδιών και των ασκούντων τη γονική μέριμνα να ενημερώνονται για τα δικονομικά τους δικαιώματα (ΣΤʹ). Η εν λόγω εκτίμηση θα περιλαμβάνει επίσης απάντηση στο εάν η υποχρέωση αυτή υφίσταται και για τις εισαγγελικές αρχές που συμμετέχουν στο στάδιο της προδικασίας.

42.      Κατόπιν τούτου θα εξηγήσω τον βαθμό κατά τον οποίο το δίκαιο της Ένωσης επηρεάζει τους κανόνες σχετικά με το παραδεκτό ή το απαράδεκτο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν κατά παραβίαση ενός ή περισσότερων δικαιωμάτων που παρέχονται στα παιδιά από τις σχετικές οδηγίες (Ζ), απαντώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στο ενδέκατο προδικαστικό ερώτημα.

43.      Τέλος, θα επαναλάβω εν συντομία τις συνέπειες για τα εθνικά δικαστήρια, που απορρέουν από το άμεσο αποτέλεσμα και την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης (Η). Για να απαντήσω σε κάποιες ανησυχίες που διατύπωσε το αιτούν δικαστήριο στο δέκατο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, θα εξηγήσω ότι το άμεσο αποτέλεσμα είναι μια έννοια που αφορά όχι μόνο τα δικαστήρια, αλλά και όλα τα θεσμικά όργανα των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των εισαγγελέων.

44.      Ήδη θα έχει γίνει αντιληπτό στον αναγνώστη ότι στην παρούσα διάρθρωση των προτάσεών μου δεν έχω συμπεριλάβει το τρίτο, το έκτο και το δωδέκατο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου. Στα εν λόγω προδικαστικά ερωτήματα παρατίθενται συγκεκριμένες διατάξεις του πολωνικού δικαίου και ζητείται από το Δικαστήριο να επιβεβαιώσει εάν το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται στην εφαρμογή τους. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι το Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ και του άρθρου 267, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, είναι αρμόδιο να ερμηνεύει μόνο το δίκαιο της Ένωσης, ενώ τα εθνικά δικαστήρια έχουν την αποκλειστική αρμοδιότητα να ερμηνεύουν το εθνικό δίκαιο (20).

45.      Σύμφωνα με αυτόν τον αυστηρό καταμερισμό εργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, το πρώτο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί της συμφωνίας διάταξης της εθνικής νομοθεσίας με το δίκαιο της Ένωσης (21). Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, αφού λάβει την απάντηση του Δικαστηρίου, να συναγάγει τις αναγκαίες συνέπειες για το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο (22). Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο θα μπορέσει να αποφανθεί επί του ζητήματος των διατάξεων του εθνικού δικαίου που μνημονεύονται στα τρία αυτά ερωτήματα βάσει των απαντήσεων που θα δοθούν στα υπόλοιπα προδικαστικά ερωτήματα.

Γ.      Επί του παραδεκτού

46.      Η Πολωνική Κυβέρνηση αμφισβήτησε το παραδεκτό της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως διότι το αιτούν δικαστήριο, εφόσον απέκλεισε τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν χωρίς την παρουσία δικηγόρου στο στάδιο της προδικασίας και διόρισε δικηγόρο στους κατηγορούμενους ανηλίκους –παρατείνοντας επίσης τον εν λόγω διορισμό για έναν εκ των κατηγορουμένων που συμπλήρωσε το 18ο έτος της ηλικίας του– έχει ήδη αποκαταστήσει τυχόν πιθανές παραβάσεις της οδηγίας 2016/800. Με άλλα λόγια, η προδικαστική παραπομπή δεν είναι αναγκαία για την επίλυση από το αιτούν δικαστήριο της υπόθεσης της οποίας έχει επιληφθεί.

47.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα σχετικά με την ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου ερωτήματα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο, «εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου που αυτό προσδιόρισε με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, απολαύουν τεκμηρίου λυσιτέλειας» (23). Ωστόσο, εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι η απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα δεν είναι αναγκαία προκειμένου το αιτούν δικαστήριο να εκδώσει τη δική του απόφαση επί της υπόθεσης της οποίας έχει επιληφθεί, θα κηρύξει εαυτό αναρμόδιο (24).

48.      Αυτό μπορεί να ισχύει εάν το αιτούν δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί επί των θεμάτων για τα οποία ζητεί ερμηνεία από το Δικαστήριο. Σε μια τέτοια περίπτωση, η απάντηση που θα δώσει το Δικαστήριο μπορεί να μην είναι πλέον αναγκαία. Ωστόσο, εάν στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του, το αιτούν δικαστήριο εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα να τροποποιήσει την απόφασή του για το συγκεκριμένο ζήτημα πριν εκδώσει οριστική απόφαση, η απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα μπορεί να θεωρηθεί χρήσιμη για τη συγκεκριμένη διαδικασία (25).

49.      Ενώ προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε ήδη να μη δεχθεί τα αποδεικτικά στοιχεία που αποκτήθηκαν χωρίς την παρουσία δικηγόρου και παρέτεινε τον διορισμό δικηγόρου για έναν από τους κατηγορουμένους που συμπλήρωσε το 18ο έτος της ηλικίας του, δεν προσκομίστηκε καμία απόδειξη στο Δικαστήριο ότι το αιτούν δικαστήριο δεν μπορεί να αλλάξει την απόφασή του πριν από την περάτωση της υπόθεσης.

50.      Επομένως, φρονώ ότι η ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής των επίμαχων δικονομικών δικαιωμάτων είναι χρήσιμη προκειμένου το αιτούν δικαστήριο να επιλύσει τη διαφορά της κύριας δίκης.

51.      Ωστόσο, έχω τη γνώμη ότι μέρος του δέκατου τρίτου προδικαστικού ερωτήματος και το σύνολο του δέκατου τέταρτου ερωτήματος εγείρουν ζητήματα παραδεκτού.

52.      Το δέκατο τρίτο προδικαστικό ερώτημα μπορεί να χωριστεί σε δύο σκέλη. Στο ένα σκέλος τίθεται το ζήτημα εάν το άμεσο αποτέλεσμα των δικαιωμάτων που προβλέπονται για τα παιδιά (πρόσβασης σε δικηγόρο και ενημέρωσης) δεσμεύει επίσης τον εισαγγελέα, ο οποίος θα ήταν επομένως υποχρεωμένος να αναγνωρίσει αυτά τα δικαιώματα και να μην εφαρμόσει τυχόν αντίθετες διατάξεις του εθνικού δικαίου. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τη δυνατότητα να διαπιστώσει εάν ο εισαγγελέας παραβίασε τα δικαιώματα των παιδιών στο στάδιο της ποινικής προδικασίας. Ως εκ τούτου, το εν λόγω προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτό.

53.      Ωστόσο, το άλλο σκέλος του ερωτήματος αυτού θέτει ένα γενικότερο ζήτημα σχετικά με την απαίτηση ανεξαρτησίας του εισαγγελέα. Εκτιμώ ότι τούτο δεν ασκεί ιδιαίτερη επιρροή στην ποινική διαδικασία που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Η εισαγγελική αρχή, είτε είναι ανεξάρτητη από την εκτελεστική εξουσία είτε όχι, έχει ούτως ή άλλως την υποχρέωση να διασφαλίζει τα απορρέοντα από το δίκαιο της Ένωσης δικαιώματα των παιδιών στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας.

54.      Τέλος, με το δέκατο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν το άρθρο 2 ΣΕΕ, το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, το κράτος δικαίου, η αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας και το άρθρο 47 του Χάρτη αντιτίθενται σε διατάξεις του εθνικού δικαίου που προβλέπουν τη δυνατότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης να διατάξει την άμεση διακοπή της άσκησης των καθηκόντων ενός δικαστή. Η ανησυχία του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει από την προσωπική εμπειρία του δικαστή, που, στο πλαίσιο προηγούμενης υπόθεσης, είχε τεθεί σε προσωρινή αργία. Εν προκειμένω, ο φόβος ότι ενδέχεται να διαταχθεί εκ νέου διακοπή άσκησης καθηκόντων προκύπτει λόγω της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως προς το Δικαστήριο, η οποία θέτει υπό αμφισβήτηση το κύρος του εθνικού δικαίου.

55.      Το Δικαστήριο έχει ήδη εξηγήσει σε δύο διαδικασίες επί παραβάσει κατά της Δημοκρατίας της Πολωνίας ότι δεν είναι επιτρεπτή, βάσει του δικαίου της Ένωσης, διάταξη του εθνικού δικαίου που εμποδίζει τους δικαστές, υπό την απειλή πειθαρχικών κυρώσεων, να υποβάλουν στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα για την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης (26).

56.      Ως εκ τούτου, εφόσον οι εν λόγω απειλές κατά της ανεξαρτησίας των δικαστών δεν είναι επιτρεπτές, στην υπό κρίση υπόθεση η εν λόγω απειλή ενέχει εντελώς υποθετικό χαρακτήρα. Η προγενέστερη διακοπή άσκησης καθηκόντων του δικαστή του αιτούντος δικαστηρίου δεν έχει καμία σχέση με την υπό κρίση υπόθεση, στο πλαίσιο της οποίας υποβλήθηκαν τα ερωτήματα στο Δικαστήριο.

57.      Ως εκ τούτου, όπως εξήγησε το Δικαστήριο στην υπόθεση Miasto Łowicz και Prokurator Generalny (27), η απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα δεν είναι αναγκαία για την επίλυση της εκκρεμούσας ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου διαφοράς και, συνεπώς, καθιστά το εν λόγω προδικαστικό ερώτημα απαράδεκτο (28).

58.      Επομένως, εν προκειμένω πρόκειται για κατάσταση διαφορετική από εκείνη που οδήγησε στην απόφαση YP κ.λπ. (Άρση ασυλίας και αναστολή δικαστή), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι τα προδικαστικά ερωτήματα τα οποία αποσκοπούν στο να επιλύσουν, in limine litis, δυσχέρειες δικονομικής φύσης όπως αυτές που αφορούν τη δική του αρμοδιότητα να εκδικάσει υπόθεση, μπορούν να απαντηθούν στο πλαίσιο της προδικαστικής παραπομπής (29). Στην υπόθεση εκείνη, το αιτούν δικαστήριο αμφισβήτησε τη δική του αρμοδιότητα για την εκδίκαση της υπόθεσης, η οποία είχε μεταφερθεί σε αυτό μόνο διότι ο δικαστής που είχε αρχικά εκδικάσει την υπόθεση είχε τεθεί σε αναστολή άσκησης των καθηκόντων του λόγω υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο.

59.      Εν κατακλείδι, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει απαράδεκτα μέρος του δέκατου τρίτου προδικαστικού ερωτήματος και το δέκατο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα στο σύνολό του. Ωστόσο, ουδείς λόγος συντρέχει ώστε το Δικαστήριο να μην απαντήσει στα υπόλοιπα ερωτήματα.

Δ.      Το δικαίωμα συνδρομής από δικηγόρο (πρώτο και δεύτερο προδικαστικό ερώτημα)

60.      Το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο δυνάμει του άρθρου 6 της οδηγίας 2016/800. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν οι αρχές, στο στάδιο της ποινικής προδικασίας, υποχρεούνται να διασφαλίζουν αυτεπαγγέλτως στο παιδί το δικαίωμα συνδρομής από δικηγόρο (1) και εάν υπάρχουν παρεκκλίσεις από το δικαίωμα αυτό (2).

1.      Πεδίο εφαρμογής

61.      Συνεπάγεται αυτομάτως η απαγγελία κατηγορίας σε βάρος υπόπτου κάτω των 18 ετών την υποχρέωση των αρχών να διασφαλίζουν ότι το παιδί λαμβάνει πράγματι τη συνδρομή δικηγόρου, ότι ο δικηγόρος συμμετέχει στην προδικασία και ότι το παιδί δεν μπορεί να εξεταστεί χωρίς τη συμμετοχή αυτού του δικηγόρου;

62.      Στο μέρος Α εξήγησα ήδη ότι η ΕΣΔΑ αντιπροσωπεύει το ελάχιστο επίπεδο προστασίας βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 3, του Χάρτη. Τούτο σημαίνει ότι τυχόν ερμηνεία της οδηγίας 2016/800 πρέπει να προβλέπει προστασία τουλάχιστον στο επίπεδο που ορίζεται από την ΕΣΔΑ. Αντιθέτως, η προστασία που παρέχει η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να είναι υψηλότερη από αυτή που ορίζεται στην ΕΣΔΑ. Επομένως, η ΕΣΔΑ συνιστά χρήσιμο σημείο αφετηρίας για τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής του δικαιώματος πρόσβασης των παιδιών σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών.

63.      Γνωρίζουμε ότι, κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, το δικαίωμα σε συνήγορο αποτελεί ουσιώδες χαρακτηριστικό της δίκαιης δίκης (30). Η πρόσβαση σε δικηγόρο πρέπει να είναι αποτελεσματική και πρακτική, ώστε να μπορεί να επηρεάσει την εξέλιξη της ποινικής διαδικασίας (31).

64.      Στην υπόθεση Salduz κατά Τουρκίας (32), το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη απαιτεί την παροχή πρόσβασης σε δικηγόρο από την πρώτη κιόλας ανάκριση από την αστυνομία, εκτός εάν υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι που δικαιολογούν κατ’ εξαίρεση την άρνηση της πρόσβασης αυτής. Ωστόσο, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη παραβιάζεται ανεπανόρθωτα όταν δεν διασφαλίζεται το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο κατά την προδικασία, όπου γίνονται αυτοενοχοποιητικές δηλώσεις και, στη συνέχεια, χρησιμοποιούνται ως βάση για την καταδίκη.

65.      Αυτές οι διαπιστώσεις καθώς και η εκτενής νομολογία του ΕΔΔΑ για τα δικαιώματα υπεράσπισης ενσωματώθηκαν στην οδηγία 2013/48 (33).

66.      Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2016/800, το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος των παιδιών για πρόσβαση σε δικηγόρο είναι το ίδιο με αυτό οποιουδήποτε άλλου υπόπτου ή κατηγορουμένου βάσει της οδηγίας 2013/48.

67.      Κατά τη γνώμη μου, το άρθρο 6 της οδηγίας 2016/800 προβλέπει υποχρεωτικά τα εξής. Τα παιδιά θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, το οποίο θα πρέπει, κατά κανόνα, να σημαίνει ότι έχουν πρόσβαση προτού εξεταστούν από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας.

68.      Τούτο σημαίνει ότι οι αρχές που συμμετέχουν στο στάδιο της ποινικής προδικασίας, όπως οι εισαγγελείς και η αστυνομία, δεν μπορούν να ανακρίνουν ένα παιδί ως ύποπτο ή κατηγορούμενο χωρίς την παρουσία δικηγόρου.

69.      Από τον συνδυασμό των άρθρων 6 και 18 της οδηγίας 2016/800 προκύπτει περαιτέρω ότι εάν ένα παιδί δεν έχει δικηγόρο, οι αρχές είναι υποχρεωμένες να διορίσουν αυτεπαγγέλτως συνήγορο υπεράσπισης πριν από την έναρξη της εξέτασης του παιδιού (34).

70.      Σε αντίθεση με το άρθρο 9 της οδηγίας 2013/48, η οδηγία 2016/800 δεν περιλαμβάνει διάταξη κατά την οποία τα παιδιά μπορούν να παραιτηθούν από το δικαίωμα πρόσβασής τους σε δικηγόρο. Η ανωτέρω διαπίστωση άγει στο συμπέρασμα ότι το δικαίωμα δικαστικής συνδρομής των ενηλίκων μετατρέπεται σε υποχρέωση παροχής νομικής εκπροσώπησης σε παιδιά στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας.

71.      Συμπερασματικά, προκύπτει ότι το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο για παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας είναι πολύ ευρύ: οι δημόσιες αρχές έχουν υποχρέωση να διασφαλίζουν –ακόμα και με τον αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρου υπεράσπισης, εάν κριθεί αναγκαίο– ότι τα παιδιά εκπροσωπούνται από δικηγόρο πριν από την πρώτη εξέτασή τους.

2.      Παρεκκλίσεις

72.      Ωστόσο, αρκετές άλλες παράγραφοι του άρθρου 6 της οδηγίας 2016/800, και ιδίως οι παράγραφοι 6 και 8, προβλέπουν πιθανές παρεκκλίσεις από το δικαίωμα συνδρομής από δικηγόρο στο στάδιο της προδικασίας. Υπό το πρίσμα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί εάν κάποια από αυτές τις παρεκκλίσεις επιτρέπει την αστυνομική προανάκριση ανήλικων υπόπτων χωρίς την παρουσία δικηγόρου στο στάδιο της προδικασίας.

73.      Όπως προανέφερα, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2016/800 ορίζει ότι καμία διάταξη της εν λόγω οδηγίας δεν θίγει το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο δυνάμει της οδηγίας 2013/48. Αυτό σημαίνει ότι καμία παρέκκλιση δυνάμει των λοιπών παραγράφων του άρθρου 6 της οδηγίας 2016/800 δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως περιορισμός των δικαιωμάτων των ανηλίκων σε σχέση με τα γενικά δικαιώματα που προβλέπονται στην οδηγία 2013/48. Επομένως, θα εξετάσω πρώτα πιθανές παρεκκλίσεις βάσει της τελευταίας αυτής οδηγίας.

74.      Το Δικαστήριο ερμήνευσε την οδηγία 2013/48 στην απόφαση VW (Δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο σε περίπτωση μη εμφάνισης), με την οποία έκρινε ότι το άρθρο 3, παράγραφοι 5 και 6, της οδηγίας 2013/48 ρυθμίζει κατά τρόπο εξαντλητικό τους περιορισμούς του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο. Τούτο σημαίνει ότι το εν λόγω δικαίωμα δεν μπορεί να περιοριστεί σε καμία άλλη περίπτωση (35).

75.      Επιπροσθέτως, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/48, τυχόν απόφαση παρεκκλίνουσα από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο πρέπει να λαμβάνεται μόνο κατά περίπτωση και με προσήκουσα αιτιολόγηση, είτε από δικαστική αρχή είτε από άλλη αρμόδια αρχή, υπό τον όρο ότι η εν λόγω απόφαση μπορεί να υπαχθεί σε δικαστικό έλεγχο.

76.      Το άρθρο 3, παράγραφος 6, της οδηγίας 2013/48, που μνημονεύεται στην απόφαση VW (Δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο σε περίπτωση μη εμφάνισης) ως μία από τις δύο πιθανές παρεκκλίσεις από το δικαίωμα σε δικηγόρο, αντιστοιχεί στο άρθρο 6, παράγραφος 8, της οδηγίας 2016/800. Η διάταξη αυτή επιτρέπει, κατ’ εξαίρεση, προσωρινή παρέκκλιση από το δικαίωμα συνδρομής από δικηγόρο, όταν υπάρχει επείγουσα ανάγκη να αποτραπούν σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα προσώπου ή όταν είναι επιτακτική η ανάληψη άμεσης δράσης προς αποτροπή σημαντικού κινδύνου για την ποινική διαδικασία.

77.      Ωστόσο, η Επιτροπή διατείνεται ότι το άρθρο 6, παράγραφος 8, της οδηγίας 2016/800 αφορά κατάσταση διαφορετική από εκείνη της κύριας δίκης και, ως εκ τούτου, δεν έχει εφαρμογή. Πράγματι, δεν υπήρχε επείγουσα ανάγκη να αποτραπούν σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα προσώπου, ούτε ήταν επιτακτική η ανάληψη άμεσης δράσης από τις αρχές έρευνας προς αποτροπή σημαντικού κινδύνου για την ποινική διαδικασία.

78.      Η άλλη παρέκκλιση από το δικαίωμα σε δικηγόρο δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 5, της οδηγίας 2013/48 έχει ως εξής: «Σε εξαιρετικές περιστάσεις και μόνο κατά το στάδιο της προδικασίας, επιτρέπεται τα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν προσωρινά από την εφαρμογή της παραγράφου 2 στοιχείο γ), όταν, για λόγους γεωγραφικής απομόνωσης του υπόπτου ή κατηγορουμένου, είναι αδύνατη η διασφάλιση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας». Η αιτιολογική σκέψη 30 της οδηγίας 2013/48 διευκρινίζει ότι: «Κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας προσωρινής παρέκκλισης, οι αρμόδιες αρχές δεν θα πρέπει να εξετάσουν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή να επιχειρήσουν οποιαδήποτε από τις ανακριτικές πράξεις ή πράξεις συλλογής αποδεικτικών στοιχείων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία».

79.      Δεν προβλέπεται παρόμοια παρέκκλιση στην οδηγία 2016/800. Στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας κατά την οποία θεσπίστηκε η εν λόγω οδηγία, το Συμβούλιο δέχθηκε το αίτημα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου περί μη μεταφοράς της παρέκκλισης της «γεωγραφικής απομόνωσης» στην οδηγία 2016/800 (36). Σε κάθε περίπτωση, δεν προκύπτει ότι οι περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης απαιτούν την εφαρμογή της.

80.      Τούτο συνεπάγεται ότι, ακολούθως, πρέπει να εξεταστεί το άρθρο 6, παράγραφος 6, της οδηγίας 2016/800.

81.      Το άρθρο 6, παράγραφος 6, της οδηγίας 2016/800 εισάγει μια άλλη πιθανή παρέκκλιση από το δικαίωμα συνδρομής από δικηγόρο, η οποία δεν αντιστοιχεί, με βάση τη διατύπωσή της, σε καμία επιτρεπόμενη από την οδηγία 2013/48 παρέκκλιση. Ανεξάρτητα από την ερμηνεία της εν λόγω διάταξης, το άρθρο 6, παράγραφος 1, ορίζει ότι η επίμαχη παρέκκλιση δεν μπορεί να εκληφθεί ως περιορισμός του δικαιώματος σε δικηγόρο όταν πρόκειται για ανηλίκους, σε σύγκριση με το πεδίο εφαρμογής του ίδιου δικαιώματος βάσει της οδηγίας 2013/48. Ως εκ τούτου, είναι δύσκολο να υποστηριχθεί η δυνατότητα τυχόν πρόσθετων παρεκκλίσεων από το δικαίωμα συνδρομής από δικηγόρο όταν πρόκειται για παιδιά.

82.      Κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της οδηγίας 2016/800, το άρθρο 6 αποδείχθηκε το «πιο αμφιλεγόμενο άρθρο ολόκληρης της οδηγίας» (37). Η αρχική πρόταση προέβλεπε υποχρεωτική εκπροσώπηση από δικηγόρο. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της εν λόγω νομοθετικής διαδικασίας, ορισμένα κράτη μέλη επέμειναν ότι δεν υπήρχε ανάγκη συνδρομής του παιδιού από δικηγόρο για ήσσονος σημασίας και λιγότερο σοβαρά αδικήματα (38). Κατά το έγγραφο του Συμβουλίου για την προετοιμασία του όγδοου τριμερούς διαλόγου στο πλαίσιο της εν λόγω νομοθετικής διαδικασίας, το Κοινοβούλιο «δυσανασχέτησε» με το αίτημα για περαιτέρω περιορισμό της υποχρέωσης εξέτασης των παιδιών παρουσία δικηγόρου (39).

83.      Επομένως, η τελική διατύπωση του άρθρου 6 συνιστά μια αποδυναμωμένη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία η ανάλυση της αναλογικότητας ενδεχομένως να οδηγήσει στον περιορισμό της πρόσβασης σε δικηγόρο κατά την προδικασία (40).

84.      Από τη διατύπωση του άρθρου 6, παράγραφος 6, της οδηγίας 2016/800 προκύπτει η προσθήκη ενός ακόμη περιορισμού του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο, η οποία βασίζεται στον έλεγχο της αναλογικότητας (41).

85.      Τούτο ισχύει παρά τις δύο δικλίδες ασφαλείας της εν λόγω διάταξης, ήτοι: την τήρηση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και τη διασφάλιση του υπέρτατου συμφέροντος του παιδιού ως ζήτημα πρωταρχικής σημασίας.

86.      Κατά συνέπεια, το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2016/800 υποδηλώνει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από την υποχρέωση παροχής συνδρομής από δικηγόρο σε παιδί στο στάδιο της προδικασίας. Το τρίτο εδάφιο της διάταξης αυτής ορίζει ότι αν ο δικηγόρος δεν είναι παρών, δεν μπορεί να επιβληθεί στερητική της ελευθερίας ποινή.

87.      Είναι συνεπώς δυνατό να συναχθεί ότι η υποχρεωτική πρόσβαση σε δικηγόρο χωρίς καμία πιθανή παρέκκλιση εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση της κράτησης και όταν η ποινική διαδικασία έχει ως αποτέλεσμα τη στέρηση της ελευθερίας (42).

88.      Στην υπό κρίση υπόθεση, η εφαρμογή της διάταξης αυτής θα είχε ως αποτέλεσμα την απαγόρευση καταδίκης του κατηγορουμένου σε στέρηση της ελευθερίας. Ωστόσο, ακόμη και αυτή η περίπτωση ενέχει επιφυλάξεις, καθώς καθιστά δυνατή την επανόρθωση της έλλειψης πρόσβασης σε δικηγόρο μόνον εάν το παιδί έχει λάβει τη συνδρομή δικηγόρου κατά τρόπο ώστε να επιτρέπεται στο παιδί να ασκήσει τα οικεία δικαιώματα υπεράσπισης αποτελεσματικά και, οπωσδήποτε, κατά τη διάρκεια των ακροαματικών διαδικασιών ενώπιον δικαστηρίου.

89.      Δεν μπορώ παρά να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 6, παράγραφος 6, της οδηγίας 2016/800 καθιστά δυνατή, βάσει της διατύπωσής του, τον αποκλεισμό του δικαιώματος σε δικηγόρο, ο οποίος δεν θα επιτρεπόταν βάσει της οδηγίας 2013/48. Επομένως, το άρθρο 6, παράγραφος 6, της οδηγίας 2016/800 έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 6, παράγραφος 1, αυτής.

90.      Μόνο με έναν τρόπο μπορεί το άρθρο 6, παράγραφος 6, της οδηγίας 2016/800 να συμβιβαστεί με το άρθρο 6, παράγραφος 1, αυτής και, εν τέλει, με την οδηγία 2013/48.

91.      Εάν η εξέταση ενός παιδιού χωρίς δικηγόρο εξυπηρετεί το υπέρτατο συμφέρον αυτού του παιδιού, τότε η δυνατότητα παρέκκλισης από την υποχρεωτική παρουσία δικηγόρου δεν αντίκειται στην απαίτηση προστασίας των δικαιωμάτων των παιδιών, τουλάχιστον στον βαθμό που ισχύει για ενήλικους υπόπτους ή κατηγορούμενους. Επομένως, το άρθρο 6, παράγραφος 6, της οδηγίας 2016/800 είναι δυνατό να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται μόνο σε κατάσταση κατά την οποία η εξέταση παιδιού χωρίς δικηγόρο είναι καλύτερη για το παιδί από την εξέτασή του παρουσία δικηγόρου. Εκτιμώ ότι αυτό το ενδεχόμενο είναι σχεδόν απίθανο. Ωστόσο, η εν λόγω ερμηνεία καθιστά δυνατή τη συμμόρφωση του άρθρου 6, παράγραφος 6, με την οικονομία της οδηγίας 2016/800.

92.      Συμπερασματικά, εκτιμώ ότι το άρθρο 6 της οδηγίας 2016/800 προβλέπει δικαίωμα άμεσης ισχύος για τη συνδρομή ενός παιδιού από δικηγόρο –και, αν χρειαστεί, από αυτεπαγγέλτως διορισμένο συνήγορο υπεράσπισης– ήδη από την εξέταση του παιδιού κατά την προδικασία. Η αρχή που είναι υπεύθυνη για την εξέταση μπορεί να αποφασίσει να προβεί σε αυτή χωρίς δικηγόρο μόνο στο στάδιο της προδικασίας, αφού διενεργηθεί αξιολόγηση κατά περίπτωση –λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθρου 6, παράγραφος 6– και μόνον εάν εξυπηρετείται το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού και διασφαλίζονται τα δικαιώματά του παιδιού σύμφωνα με τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη. Η απόφαση διενέργειας της εξέτασης χωρίς δικηγόρο πρέπει να είναι προσηκόντως αιτιολογημένη και να πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/48.

Ε.      Συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας (πέμπτο προδικαστικό ερώτημα)

93.      Κατά το άρθρο 3, σημείο 1, της οδηγίας 2016/800, ως «παιδί» νοείται «κάθε πρόσωπο κάτω των 18 ετών» (43).

94.      Στην υπό κρίση υπόθεση τουλάχιστον ένας εκ των κατηγορουμένων, ο M.P., συμπλήρωσε το 18ο έτος της ηλικίας του κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Επομένως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν τα δικαιώματα που παρέχονται στα παιδιά δυνάμει της οδηγίας 2016/800 εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την περάτωση της διαδικασίας με την έκδοση οριστικής απόφασης, ανεξάρτητα από το αν ο κατηγορούμενος δεν είναι πλέον παιδί σύμφωνα με την οδηγία αυτή.

95.      Κατόπιν διερεύνησης του ιστορικού θέσπισης του άρθρου 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 2016/800, διαπιστώνεται ότι η αρχική πρόταση της Επιτροπής προέβλεπε αυτόματη εφαρμογή της οδηγίας σε όλους τους υπόπτους ή κατηγορούμενους που συμπληρώνουν το 18ο έτος της ηλικίας τους κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας. Ωστόσο, η πρόταση αυτή συνάντησε αντιδράσεις κατά τη νομοθετική διαδικασία (44).

96.      Η τρέχουσα συμβιβαστική λύση που προβλέπεται στο τελικό κείμενο του άρθρου 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 2016/800 δεν καθιστά αυτόματη την παράταση των δικαιωμάτων των ανηλίκων. Αντιθέτως, αναγνωρίζει στην αρχή που συμμετέχει στη διαδικασία το δικαίωμα να αποφασίσει εάν η εν λόγω παράταση των δικαιωμάτων –και ποιων δικαιωμάτων– είναι ενδεδειγμένη, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υπόθεσης.

97.      Θα μπορούσαν τα κράτη μέλη να μεταφέρουν τη διάταξη αυτή στις εθνικές έννομες τάξεις τους και να αποκλείσουν παράλληλα τη δυνατότητα παρατεταμένης εφαρμογής της σε υπόπτους ή κατηγορούμενους μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους;

98.      Κατά τη γνώμη μου, όχι.

99.      Στο σημείο αυτό συμφωνώ με την Επιτροπή. Το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 2016/800 επιβάλλει στα κράτη μέλη «ρητή και άνευ όρων» υποχρέωση να αναγνωρίζουν στη νομοθεσία τους ότι η αρμόδια εθνική αρχή μπορεί να διαπιστώνει ότι η παρατεταμένη εφαρμογή της οδηγίας ή ορισμένων διατάξεών της είναι ενδεδειγμένη λόγω των συνθηκών της υπόθεσης.

100. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η επίμαχη διάταξη πληροί τις απαιτήσεις ως προς το άμεσο αποτέλεσμα. Η εκτίμηση αυτή με βρίσκει σύμφωνη. Το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 2016/800 χορηγεί στην αρμόδια δημόσια αρχή το δικαίωμα να εκτιμήσει εάν απαιτείται η συνέχιση της νομικής εκπροσώπησης για υπόπτους ή κατηγορούμενους που συμπληρώνουν το 18ο έτος της ηλικίας τους κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας.

101. Η εν λόγω αρχή υποχρεούται να εκτιμήσει την ανάγκη μεταχείρισης του ενεχόμενου προσώπου ως παιδιού, υπό το φως των συνθηκών της υπό κρίση υπόθεσης. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν, κατά τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στις εθνικές έννομες τάξεις, να περιορίσουν το δικαίωμα του υπόπτου ή του κατηγορουμένου να εκτιμηθεί η κατάστασή του από την αρμόδια αρχή κατά περίπτωση.

102. Επομένως, η απάντηση στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου είναι ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 2016/800 έχει άμεσο αποτέλεσμα. Παρέχει σε παιδί που συμπληρώνει το 18ο έτος της ηλικίας του κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας το δικαίωμα να εκτιμηθεί από την αρμόδια αρχή η αναγκαιότητα της συνέχισης της μεταχείρισής του ως παιδιού κατά περίπτωση. Στο εν λόγω δικαίωμα περιλαμβάνεται επίσης η εκτίμηση περί παράτασης ή μη του αναγνωρισμένου στα παιδιά δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να αποκλείσουν το εν λόγω δικαίωμα.

ΣΤ.    Το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας (όγδοο, ένατο και δέκατο προδικαστικό ερώτημα)

103. Με τα τρία αυτά προδικαστικά ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν το άρθρο 4 της οδηγίας 2016/800 υποχρεώνει τις αρμόδιες αρχές, το αργότερο πριν από την πρώτη επίσημη εξέταση του υπόπτου, να ενημερώνουν αμέσως τόσο το παιδί που έχει την ιδιότητα του υπόπτου όσο και, ταυτόχρονα, τον ασκούντα τη γονική μέριμνα για τα δικαιώματα τα οποία είναι ουσιώδη για τη διασφάλιση δίκαιης διαδικασίας καθώς και για τα επόμενα διαδικαστικά βήματα.

104. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να μάθει εάν οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να ενημερώνουν το παιδί που έχει την ιδιότητα του υπόπτου για το δικαίωμα σιωπής και το δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης κατά τρόπο κατανοητό και ενδεδειγμένο για την ηλικία του.

105. Τέλος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να μάθει πώς πρέπει να παρέχεται η εν λόγω ενημέρωση στο παιδί: αποκλείει το άρθρο 4 της οδηγίας 2016/800 την απλή παροχή γενικών οδηγιών αμέσως πριν από την εξέταση του ανήλικου υπόπτου, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα ειδικά δικαιώματα που απορρέουν από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, και μάλιστα με την παροχή των πληροφοριών αυτών μόνο στον ύποπτο, ο οποίος παρίσταται χωρίς συνήγορο υπεράσπισης, αποκλειομένου του ασκούντος τη γονική μέριμνα, και σε μια κατάσταση κατά την οποία οι πληροφορίες αυτές είναι διατυπωμένες σε γλώσσα μη ενδεδειγμένη για την ηλικία του υπόπτου;

106. Το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2016/800 περιέχει ρητή μνεία στο επίπεδο προστασίας βάσει της οδηγίας 2012/13 ως σημείο αναφοράς όσον αφορά το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών.

107. Ως εκ τούτου, είναι χρήσιμο να υπομνησθεί ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2012/13 ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η ενημέρωση σύμφωνα με την παράγραφο 1 παρέχεται σε απλή και κατανοητή γλώσσα, προφορικώς ή εγγράφως, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών αναγκών των υπόπτων ή κατηγορουμένων που είναι ευάλωτα πρόσωπα».

108. Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2016/800 προβλέπει ότι «[τ]α κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στον ασκούντα τη γονική μέριμνα παρέχεται το συντομότερο δυνατόν η ενημέρωση που έχει δικαίωμα να λάβει το παιδί σύμφωνα με το άρθρο 4».

109. Διάφορες άλλες νομικές πράξεις τονίζουν τόσο την ανάγκη δέουσας ενημέρωσης των παιδιών για τα δικαιώματά τους όσο και την ανάγκη ενημέρωσης των ασκούντων τη γονική μέριμνα.

110. Για παράδειγμα, οι κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης για μια φιλική προς τα παιδιά δικαιοσύνη ορίζουν ότι «[α]πό την πρώτη τους επαφή με το δικαστικό σύστημα ή με άλλες αρμόδιες αρχές (όπως η αστυνομία, οι υπηρεσίες μετανάστευσης, οι εκπαιδευτικές ή κοινωνικές υπηρεσίες ή οι υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης) και καθ’ όλη τη διάρκεια της συναφούς διαδικασίας, τα παιδιά και οι γονείς τους θα πρέπει να ενημερώνονται αμέσως και δεόντως» για τα δικαιώματά τους, καθώς και για τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους προκειμένου να αντιμετωπίσουν πιθανές παραβιάσεις των εν λόγω δικαιωμάτων (45).

111. Στην αξιολόγηση του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 2016/800 επισημαίνεται ότι, λόγω της αντικειμενικά ευάλωτης κατάστασης των παιδιών, ιδίως στα πρώτα στάδια της ποινικής διαδικασίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ιδιαιτέρως για την έγκαιρη παροχή επαρκούς πληροφόρησης στα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι (46).

112. Κατά την απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Panovits κατά Κύπρου «η έλλειψη παροχής δέουσας πληροφόρησης σχετικά με το δικαίωμα του αιτούντος να συμβουλευτεί δικηγόρο πριν από την εξέτασή του από την αστυνομία, ιδίως δεδομένου του γεγονότος ότι κατά τον χρόνο της εν λόγω διαδικασίας ήταν ανήλικος και ότι κατά την εξέταση δεν έλαβε συνδρομή από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα, συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων υπεράσπισης του αιτούντος (47)».

113. Είναι σαφές ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2016/800 υποχρεώνει τις αρμόδιες αρχές να ενημερώνουν τα παιδιά κατά την κύρια δίκη για το δικαίωμά τους να έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο, για το δικαίωμά τους να ενημερώνουν τον ασκούντα τη γονική μέριμνα, καθώς και για τυχόν λοιπές αναγκαίες πτυχές που προβλέπονται στην εν λόγω διάταξη (48).

114. Επιπλέον, το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2016/800 ορίζει ότι οι πληροφορίες πρέπει να παρέχονται σε απλή και προσιτή γλώσσα και ότι οι παρεχόμενες πληροφορίες πρέπει να καταγράφονται.

115. Εν κατακλείδι, τα άρθρα 4 και 5 της οδηγίας 2016/800 παρέχουν στους ανηλίκους το δικαίωμα να ενημερωθούν τόσο οι ίδιοι όσο και οι ασκούντες τη γονική μέριμνα για τα δικονομικά δικαιώματα στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών. Οι διατάξεις αυτές είναι αρκούντως ακριβείς και δεν υπόκεινται σε προϋποθέσεις, και οι ανήλικοι μπορούν να τις επικαλεστούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Είναι εξίσου σαφές ότι η υποχρέωση ενημέρωσης των παιδιών και των ασκούντων τη γονική μέριμνα σχετικά με τα δικονομικά τους δικαιώματα βαρύνει την αρχή που είναι αρμόδια για τη διεξαγωγή του αντίστοιχου μέρους της ποινικής διαδικασίας. Στο στάδιο της ποινικής προδικασίας, την εν λόγω υποχρέωση ενημέρωσης του παιδιού έχουν η αστυνομία και ο εισαγγελέας. Το δικαίωμα αυτό διασφαλίζει ότι τα δικαιώματα υπεράσπισης των παιδιών προστατεύονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας.

Ζ.      Συνέπειες πιθανών παραβιάσεων των δικαιωμάτων των παιδιών κατά την ποινική διαδικασία: απαράδεκτο αποδεικτικών στοιχείων;

116. Η ποινική διαδικασία είναι ένας τομέας όπου η αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιορίζεται στην ελάχιστη εναρμόνιση βάσει του άρθρου 82, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Μολονότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αρμοδιότητα, βάσει του άρθρου 82, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ της ΣΛΕΕ, να θεσπίσει την ελάχιστη εναρμόνιση της αμοιβαίας αποδοχής των αποδεικτικών στοιχείων, αυτό δεν έχει ακόμη συμβεί.

117. Όλες οι οδηγίες που εναρμονίζουν τα δικαιώματα στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας επιβάλλουν ρητώς την υποχρέωση στα κράτη μέλη να παρέχουν αποτελεσματικά μέσα ένδικης προστασίας σε πρόσωπα των οποίων τα απορρέοντα από τις εν λόγω οδηγίες δικαιώματα έχουν παραβιαστεί (49). Ωστόσο, οι οδηγίες αυτές δεν προσδιορίζουν τα κατάλληλα μέσα ένδικης προστασίας, αλλά παρέχουν αυτή τη δυνατότητα επιλογής στα κράτη μέλη, με την απλή διευκρίνιση ότι θα πρέπει το επιλεγέν μέσο ένδικης προστασίας να είναι αποτελεσματικό (50).

118. Με τα ερωτήματά του σχετικά με το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων που ενδεχομένως συνελέγησαν κατά παράβαση των σχετικών οδηγιών, η υπόθεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου προστίθεται στον κατάλογο των ολοένα αυξανόμενων υποθέσεων στις οποίες τα εθνικά δικαστήρια υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα για αυτόν τον λόγο (51).

119. Όπως έχω ήδη τονίσει σε προτάσεις μου επί άλλης υπόθεσης (52), επί του παρόντος δεν υπάρχει καμία διάταξη στο δίκαιο της Ένωσης που να ρυθμίζει το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων στις εθνικές ποινικές διαδικασίες. Το ζήτημα του παραδεκτού των αποδεικτικών στοιχείων εμπίπτει, επί του παρόντος, στο εθνικό δίκαιο.

120. Ωστόσο, οσάκις έχει εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης, πρέπει να διασφαλίζεται η συμμόρφωση των εθνικών διατάξεων με τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη (53) και, ασφαλώς, πρωταρχική σημασία πρέπει να δίνεται πάντοτε στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού βάσει του άρθρου 24, παράγραφος 2, του Χάρτη.

121. Το ΕΔΔΑ, από την πλευρά του, ακολουθεί παρόμοια προσέγγιση και επισημαίνει ότι η ΕΣΔΑ δεν ρυθμίζει το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων (54), ενώ τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να εκτιμούν εάν θίγεται συνολικά ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας (55).

122. Συναφώς, το Δικαστήριο υιοθέτησε πρόσφατα ως πρότυπο τον συνολικό δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας, με σχετική μνεία στη νομολογία του ΕΔΔΑ (56).

123. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή ρωτήθηκε σχετικά με την προσέγγιση του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων και τον τρόπο με τον οποίο τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτό το ζήτημα εάν χρειαστεί να εξετάσουν παράβαση κάποιας εκ των οδηγιών ελάχιστης εναρμόνισης. Η Επιτροπή, στην απάντησή της, επιβεβαίωσε ότι το δίκαιο της Ένωσης, πράγματι, δεν επιβάλλει απαιτήσεις όσον αφορά τους κανόνες σχετικά με το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων. Εντούτοις, σημείωσε επίσης ότι είναι απαραίτητο, κατά το δίκαιο της Ένωσης, να μην εμποδίζονται τα εθνικά δικαστήρια να προβαίνουν σε τέτοια διαπίστωση κατά την άσκηση της ελευθερίας εκτίμησής τους.

124. Συμφωνώ με αυτή την άποψη. Πράγματι, προκειμένου να διασφαλιστεί ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων όπως αυτά κατοχυρώνονται στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη, τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται, στο στάδιο της κύριας διαδικασίας, να ενεργούν με την αναγκαία ευελιξία και να αξιολογούν συνολικά τον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας. Θα πρέπει να έχουν την ευχέρεια να αποκλείσουν αποδεικτικό στοιχείο το οποίο εκτιμούν ότι συνελέγη κατά παράβαση δικονομικών δικαιωμάτων η οποία ισοδυναμεί με προσβολή των δικαιωμάτων υπεράσπισης.

125. Με άλλα λόγια, το δίκαιο της Ένωσης δεν ρυθμίζει το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων, αλλά απαγορεύει στο εθνικό δίκαιο να περιορίζει την εξουσία των δικαστηρίων να εκτιμούν ελεύθερα, κατά την κύρια διαδικασία, τα αποδεικτικά στοιχεία και να αντλούν από την εν λόγω εκτίμηση όποια συμπεράσματα κρίνουν αναγκαία (57).

126. Σε περίπτωση που η ποινική διαδικασία αφορά παιδιά που είναι κατηγορούμενοι, το επιληφθέν δικαστήριο έχει την υποχρέωση, βάσει του άρθρου 24, παράγραφος 2, του Χάρτη, να μεριμνά ιδιαιτέρως για τη διασφάλιση του υπέρτατου συμφέροντος των παιδιών και να το σταθμίζει με τυχόν άλλα συμφέροντα της ποινικής δίωξης.

127. Εν κατακλείδι, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στις επικαλούμενες οδηγίες, όπως ερμηνεύονται από το Δικαστήριο. Ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί με τον αποκλεισμό των αποδεικτικών στοιχείων που συνελέγησαν κατά παράβαση των εν λόγω νομικών πράξεων, εφόσον το αιτούν δικαστήριο εκτιμήσει ότι σε αντίθετη περίπτωση υπάρχει κίνδυνος παραβίασης των δικαιωμάτων που απορρέουν από το άρθρο 24, παράγραφος 2, και τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη.

Η.      Άμεσο αποτέλεσμα και υπεροχή του δικαίου της Ένωσης (τέταρτο, έβδομο και ενδέκατο προδικαστικό ερώτημα)

128. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί σε πλείονα ερωτήματά του, και ιδίως στο τέταρτο, το έβδομο και το ενδέκατο προδικαστικό ερώτημα, να διευκρινισθούν οι συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από το άμεσο αποτέλεσμα των σχετικών διατάξεων των επίμαχων οδηγιών. Το Δικαστήριο έχει ήδη εξηγήσει το ζήτημα σε πολλές υποθέσεις, συνεπώς, θα επαναλάβω απλώς τις σημαντικότερες συνέπειες που αφορούν την υπό κρίση υπόθεση.

129. Κατά την αρχή του άμεσου αποτελέσματος, οι πολίτες μπορούν να προβάλουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων τα ερειδόμενα στο δίκαιο της Ένωσης δικαιώματά τους επικαλούμενοι απευθείας τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης (58).

130. Εάν τα δικαιώματα αυτά έρχονται σε σύγκρουση με διατάξεις του εθνικού δικαίου, το δίκαιο της Ένωσης απονέμει την εξουσία στα εθνικά δικαστήρια να αφήνουν ανεφάρμοστες τις εν λόγω αντίθετες διατάξεις του εθνικού δικαίου. Η ανωτέρω απονομή εξουσίας στα εθνικά δικαστήρια προκύπτει από τον συνδυασμό των θεμελιωδών ενωσιακών αρχών του άμεσου αποτελέσματος και της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης (59).

131. Εναλλακτικά, τα εθνικά δικαστήρια έχουν τη δυνατότητα να ερμηνεύσουν το εθνικό δίκαιο κατά τρόπο που άγει στο ίδιο αποτέλεσμα για τον κάτοχο δικαιώματος απορρέοντος από το δίκαιο της Ένωσης όπως και στην απευθείας εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Αυτή η λύση επιτρέπει στα εθνικά δικαστήρια να αποφεύγουν τυχόν σύγκρουση μεταξύ του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου (60).

132. Οι ανήλικοι για των οποίων την ποινική ευθύνη αποφαίνεται το αιτούν δικαστήριο μπορούν να προβάλουν τα δικαιώματα που τους αναγνωρίζονται στις επικαλούμενες οδηγίες. Σε αυτά περιλαμβάνονται το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, το δικαίωμα ενημέρωσης σχετικά με τα δικονομικά τους δικαιώματα και η εκτίμηση της ανάγκης συνέχισης της εφαρμογής της οδηγίας 2016/800 μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας, για τα οποία το αιτούν δικαστήριο ζήτησε ερμηνεία από το Δικαστήριο. Υπάρχουν άλλα δικαιώματα βάσει αυτών των οδηγιών, καθώς και τα δικαιώματα για δίκαιη δίκη και αποτελεσματική υπεράσπιση, όπως απορρέουν από τον Χάρτη.

133. Το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να προσπαθήσει να άρει κάθε πιθανό εμπόδιο στην αναγνώριση των εν λόγω δικαιωμάτων μέσω της ερμηνείας των σχετικών διατάξεων του εθνικού δικαίου κατά τρόπο σύμφωνο με τις ανωτέρω διατάξεις. Εάν η σύμφωνη με τις ανωτέρω διατάξεις ερμηνεία αποδειχθεί αδύνατη, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να αφήσει ανεφάρμοστους τους μη συμμορφούμενους κανόνες του εθνικού δικαίου και να διασφαλίσει τα απορρέοντα από το δίκαιο της Ένωσης δικαιώματα.

134. Τέλος, η διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας και εφαρμογής των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης δεν είναι καθήκον μόνον των εθνικών δικαστηρίων αλλά και των εθνικών διοικητικών αρχών (61), καθώς και όλων των λοιπών κρατικών οργάνων (62). Ως εκ τούτου, το άμεσο αποτέλεσμα, η σύμφωνη ερμηνεία και η υπεροχή του δικαίου της Ένωσης δεσμεύουν όλους τους κρατικούς φορείς, οι οποίοι υποχρεούνται επίσης να αναγνωρίζουν δικαιώματα βάσει του δικαίου της Ένωσης.

135. Αυτό σημαίνει ότι, κατά το στάδιο της ποινικής προδικασίας, ο εισαγγελέας και η αστυνομία πρέπει να αναγνωρίσουν απευθείας, με βάση τις σχετικές οδηγίες, τα δικαιώματα των παιδιών και τις δικές τους αντίστοιχες υποχρεώσεις. Οφείλουν να ερμηνεύσουν το εθνικό δίκαιο σύμφωνα με τα επιδιωκόμενα από τις εν λόγω οδηγίες αποτελέσματα. Εναλλακτικά, έχουν την υποχρέωση να αφήσουν ανεφάρμοστους τους κανόνες του εθνικού δικαίου προκειμένου να καταστεί δυνατή η προστασία των παιδιών, όπως επίσης απαιτείται από τις οδηγίες αυτές. Σε αντίθετη περίπτωση, το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η ποινική δίκη πρέπει να διαπιστώσει ότι τα εν λόγω κρατικά όργανα έχουν παραβιάσει τις υποχρεώσεις που υπέχουν βάσει του δικαίου της Ένωσης.

V.      Πρόταση

136. Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Sąd Rejonowy w Słupsku (περιφερειακό δικαστήριο Słupsk, Πολωνία) ως εξής:

1)      Το δέκατο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, καθόσον αφορά την ανεξαρτησία του εισαγγελέα, και το δέκατο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτα.

2)      Η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου είναι ότι το άρθρο 6 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/800 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, προβλέπει δικαίωμα άμεσης ισχύος για τη συνδρομή παιδιού από δικηγόρο, και αν χρειαστεί από αυτεπαγγέλτως διορισμένο συνήγορο υπεράσπισης, ήδη από τη διενέργεια της εξέτασής του κατά την προδικασία. Η αρμόδια για την εξέταση αρχή μπορεί να αποφασίσει τη διενέργεια της εξέτασης χωρίς δικηγόρο μόνο στο στάδιο της προδικασίας, αφού διενεργηθεί αξιολόγηση κατά περίπτωση –λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθρου 6, παράγραφος 6, της εν λόγω οδηγίας– και μόνον εάν εξυπηρετείται το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού και διασφαλίζονται τα δικαιώματα του παιδιού σύμφωνα με τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η απόφαση διενέργειας της εξέτασης χωρίς δικηγόρο πρέπει να είναι προσηκόντως αιτιολογημένη και να πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας.

3)      H απάντηση που πρέπει να δοθεί στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου είναι ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 2016/800 έχει άμεσο αποτέλεσμα. Παρέχει σε παιδί που συμπληρώνει το 18ο έτος της ηλικίας του κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας το δικαίωμα να εκτιμηθεί από την αρμόδια αρχή η αναγκαιότητα της συνέχισης της μεταχείρισής του ως παιδιού κατά περίπτωση. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει επίσης την εκτίμηση της παράτασης του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να αποκλείσουν το εν λόγω δικαίωμα.

4)      Η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο όγδοο, το ένατο και το δέκατο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου είναι ότι τα άρθρα 4 και 5 της οδηγίας 2016/800 παρέχουν στους ανηλίκους το δικαίωμα να ενημερωθούν τόσο οι ίδιοι όσο και οι ασκούντες τη γονική μέριμνα για τα δικονομικά δικαιώματα στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών. Οι διατάξεις αυτές είναι αρκούντως ακριβείς και δεν υπόκεινται σε προϋποθέσεις, και οι ανήλικοι μπορούν να τις επικαλεστούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Είναι εξίσου σαφές ότι η υποχρέωση ενημέρωσης των παιδιών και των ασκούντων τη γονική μέριμνα σχετικά με τα δικονομικά τους δικαιώματα βαρύνει την αρχή που είναι αρμόδια για τη διεξαγωγή του αντίστοιχου μέρους της ποινικής διαδικασίας. Στο στάδιο της ποινικής προδικασίας, την εν λόγω υποχρέωση έχουν η αστυνομία και ο εισαγγελέας. Το δικαίωμα ενημέρωσης διασφαλίζει ότι τα δικαιώματα υπεράσπισης των παιδιών προστατεύονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας.

5)      Η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο ενδέκατο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου είναι ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν ρυθμίζει το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων, αλλά απαγορεύει στο εθνικό δίκαιο να περιορίζει την εξουσία των δικαστηρίων να εκτιμούν ελεύθερα, κατά την κύρια διαδικασία, τα αποδεικτικά στοιχεία, και να αντλούν από την εν λόγω εκτίμηση όποια συμπεράσματα κρίνουν αναγκαία. Σε περίπτωση που η ποινική διαδικασία αφορά παιδιά που είναι κατηγορούμενοι, το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υπόθεσης έχει την υποχρέωση, βάσει του άρθρου 24, παράγραφος 2, του Χάρτη, να μεριμνά ιδιαιτέρως για τη διασφάλιση του υπέρτατου συμφέροντος των παιδιών και να το σταθμίζει με τυχόν άλλα συμφέροντα της ποινικής δίωξης. Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στις επικαλούμενες οδηγίες, όπως ερμηνεύονται από το Δικαστήριο. Ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί με τον αποκλεισμό των αποδεικτικών στοιχείων που συνελέγησαν κατά παράβαση των εν λόγω νομικών πράξεων, εφόσον το αιτούν δικαστήριο εκτιμήσει ότι σε αντίθετη περίπτωση υπάρχει κίνδυνος παραβίασης των δικαιωμάτων που απορρέουν από το άρθρο 24, παράγραφος 2, και τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη.

6)      Η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο τέταρτο και στο έβδομο προδικαστικό ερώτημα, καθώς και στο πρώτο σκέλος του ερωτήματος 13 είναι ότι το αιτούν δικαστήριο οφείλει να αναγνωρίσει απευθείας, με βάση τις σχετικές οδηγίες της Ένωσης, τα δικαιώματα των παιδιών που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι. Το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να άρει κάθε πιθανό εμπόδιο στην αναγνώριση των χορηγούμενων από τις οικείες οδηγίες δικαιωμάτων, μέσω της ερμηνείας των σχετικών διατάξεων του εθνικού δικαίου σύμφωνα με τις οδηγίες αυτές. Σε περίπτωση που αυτό δεν είναι εφικτό, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να αφήσει ανεφάρμοστους τους μη συμμορφούμενους κανόνες του εθνικού δικαίου, με έρεισμα το άμεσο αποτέλεσμα και την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης.

Το άμεσο αποτέλεσμα, η σύμφωνη ερμηνεία και η υπεροχή του δικαίου της Ένωσης δεσμεύουν όλους τους κρατικούς φορείς, οι οποίοι υποχρεούνται επίσης να αναγνωρίζουν δικαιώματα βάσει του δικαίου της Ένωσης. Αυτό σημαίνει ότι, κατά το στάδιο της ποινικής προδικασίας, ο εισαγγελέας και η αστυνομία υποχρεούνται να αναγνωρίσουν απευθείας, με βάση τις σχετικές οδηγίες, τα δικαιώματα των παιδιών και τις δικές τους αντίστοιχες υποχρεώσεις. Σε αντίθετη περίπτωση, το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η ποινική δίκη πρέπει να διαπιστώσει ότι τα εν λόγω κρατικά όργανα έχουν παραβιάσει τις υποχρεώσεις που υπέχουν βάσει του δικαίου της Ένωσης.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Αυτή η διεργασία ξεκίνησε το 2009 με το ψήφισμα του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για έναν οδικό χάρτη για την ενίσχυση των δικονομικών δικαιωμάτων των υπόπτων ή κατηγορουμένων σε ποινικές διαδικασίες (ΕΕ 2009, C 295, σ. 1), με τον οποίο ζητήθηκε η βαθμιαία προσέγγιση στη ρύθμιση των διαφορετικών δικονομικών δικαιωμάτων στην ποινική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών διασφαλίσεων για ευάλωτους υπόπτους ή κατηγορουμένους.


3      Οδηγία (ΕΕ) 2016/800 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (ΕΕ 2016, L 132, σ. 1).


4      Οδηγία 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας (ΕΕ 2013, L 294, σ. 1).


5      Οδηγία 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (ΕΕ 2012, L 142, σ. 1).


6      Οδηγία (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας (ΕΕ 2016, L 65, σ. 1).


7      Η διάταξη αυτή αφορά το δικαίωμα του παιδιού να ενημερώνει τον ασκούντα τη γονική μέριμνα.


8      Στη διάταξη αυτή απαριθμούνται τα πρόσωπα με πρωτοβουλία των οποίων θα πραγματοποιηθεί η ιατρική εξέταση του παιδιού, μεταξύ των οποίων και ο ασκών τη γονική μέριμνα.


9      Το άρθρο 15 παρέχει το δικαίωμα στο παιδί να συνοδεύεται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα.


10      Βλ. επίσης την αιτιολογική σκέψη 11 της οδηγίας 2016/800, με ελαφρώς σαφέστερη διατύπωση: «Η παρούσα οδηγία, ή ορισμένες διατάξεις αυτής, θα πρέπει επίσης να εφαρμόζονται σε υπόπτους ή κατηγορουμένους οι οποίοι υπόκεινται σε ποινικές διαδικασίες, καθώς και στα καταζητούμενα πρόσωπα, εφόσον τα πρόσωπα αυτά ήταν παιδιά όταν άρχισαν οι διαδικασίες αυτές, αλλά συμπλήρωσαν στη συνέχεια την ηλικία των 18 ετών, και η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας κρίνεται ενδεδειγμένη υπό το πρίσμα όλων των περιστάσεων της υπόθεσης, μεταξύ άλλων του κατά πόσο το συγκεκριμένο πρόσωπο είναι ώριμο και ευάλωτο».


11      Κατά τη διατύπωση του Δικαστηρίου, τούτο υποδηλώνει «αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών ως προς το ότι οι αντίστοιχες εθνικές έννομες τάξεις τους είναι σε θέση να παρέχουν ισοδύναμη και αποτελεσματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται σε επίπεδο Ένωσης, ιδίως από τον Χάρτη» [απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2021, Spetsializirana prokuratura (Έγγραφο δικαιωμάτων), C‑649/19, EU:C:2021:75, σκέψη 71]. Βλ., επίσης, Soo, A. «Article 12 of the Directive 2013/48/EU: A Starting Point for Discussion on a Common Understanding of the Criteria for Effective Remedies of Violation of the Right to Counsel», European Journal of Crime, Criminal Law and Criminal Justice, τόμος 25(1), 2017, σ. 31 έως 51, στη σ. 38.


12      Αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 2016/800, αιτιολογική σκέψη 7 της οδηγίας 2012/13, αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 2013/48 και αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 2016/343.


13      Βλ. άρθρο 67, παράγραφος 1, και άρθρο 82, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το οποίο υπογραμμίζει την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές υποθέσεις. Μολονότι στις Συνθήκες ουδέποτε μνημονεύεται η αμοιβαία εμπιστοσύνη, το Δικαστήριο τόνισε τον κεντρικό ρόλο της στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης: «[τ]όσο η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών όσο και η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, η οποία εδράζεται με τη σειρά της στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών αυτών, έχουν θεμελιώδη σημασία στο δίκαιο της Ένωσης, δεδομένου ότι καθιστούν δυνατή τη δημιουργία και τη διατήρηση ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα. Ειδικότερα, η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, όσον αφορά μεταξύ άλλων τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, επιβάλλει σε καθένα από τα κράτη μέλη να δέχεται, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, ότι όλα τα άλλα κράτη μέλη τηρούν το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε ότι σέβονται τα αναγνωρισμένα από το δίκαιο αυτό θεμελιώδη δικαιώματα» [βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2021, Openbaar Ministerie (Δικαίωμα ακρόασης από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης), C‑428/21 PPU και C‑429/21 PPU, EU:C:2021:876, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].


14      Πλέον των οδηγιών που μνημονεύονται στις υποσημειώσεις 3 έως 6 των παρουσών προτάσεων, ενίοτε λαμβάνονται υπόψη και η οδηγία 2010/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2010, σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία (ΕΕ 2010, L 280, σ. 1) και η οδηγία (ΕΕ) 2016/1919 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2016, σχετικά με τη δικαστική αρωγή για υπόπτους και κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και για καταζητουμένους σε διαδικασίες εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης (ΕΕ 2016, L 297, σ. 1).


15      Ο οδικός χάρτης του Συμβουλίου (βλ. υποσημείωση 2 των παρουσών προτάσεων) απαιτούσε μια βαθμιαία προσέγγιση για τη ρύθμιση των διαφορετικών δικονομικών δικαιωμάτων στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων ειδικών διασφαλίσεων για ευάλωτους υπόπτους ή κατηγορούμενους. Ο εν λόγω οδικός χάρτης μνημονεύεται στην οδηγία 2016/800· βλ. αιτιολογικές σκέψεις 4 έως 6 αυτής.


16      Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, «Το θεματολόγιο της ΕΕ για τα δικαιώματα του παιδιού», [COM(2011) 60 τελικό].


17      Η προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού συγκαταλέγεται επίσης στους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αυτοί προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, ΣΕΕ. Έχω ήδη παρουσιάσει τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού στις προτάσεις μου στην υπόθεση GN (Λόγος άρνησης στηριζόμενος στο υπέρτερο συμφέρον του παιδιού) (C‑261/22, EU:C:2023:582, σημεία 45 έως 55). Επιπλέον, όλα τα κράτη μέλη επικύρωσαν τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, που υπογράφηκε στις 20 Νοεμβρίου 1989, UNTS 1577, σ. 3.


18      Cras, S., «The directive on procedural safeguards for children who are suspects or accused persons in criminal proceedings. Genesis and descriptive comments relating to selected articles», eucrim, τόμος 2, 2016, σ. 109 έως 119, στις σ. 110 και 111. Σύμφωνα με την Επιτροπή, τα παιδιά αποτελούν «το πιο ευαίσθητο τμήμα των πολιτών που έρχεται αντιμέτωπο με την ποινική δικαιοσύνη […] κυρίως επειδή αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο διακρίσεων ή στέρησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους λόγω έλλειψης γνώσεων, ωριμότητας ή διανοητικής και σωματικής αναπηρίας» (Έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής, Εκτίμηση επιπτώσεων που συνοδεύει το έγγραφο, «Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών» [SWD(2013) 480 final, σ. 4)]).


19      Απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2018, Piotrowski (C‑367/16, EU:C:2018:27, σκέψεις 36 και 37).


20      Αποφάσεις της 17ης Ιουνίου 1999, Piaggio (C‑295/97, EU:C:1999:313, σκέψη 29), και της 15ης Ιανουαρίου 2013, Križan κ.λπ. (C‑416/10, EU:C:2013:8, σκέψη 58).


21      Απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 1993, Deutsche Shell (C‑188/91, EU:C:1993:24, σκέψη 27).


22      Πρβλ. απόφαση της 17ης Ιουνίου 1999, Piaggio (C‑295/97, EU:C:1999:313, σκέψη 32).


23      Απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2022, Inspektor v Inspektorata kam Visshia sadeben savet (Σκοποί της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Ποινική έρευνα) (C‑180/21, EU:C:2022:967, σκέψη 66).


24      Απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny (C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψεις 43 έως 45).


25      Βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Απριλίου Δεκεμβρίου 1988, Pardini (338/85, EU:C:1988:194, σκέψεις 10 έως 14).


26      Αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών) (C‑791/19, EU:C:2021:596, σκέψη 225), και της 5ης Ιουνίου 2023, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία και ιδιωτική ζωή των δικαστών) (C‑204/21, EU:C:2023:442, σκέψεις 132 και 157 και διατακτικό της απόφασης).


27      Απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny (C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 51).


28      Επίσης, βλ. συναφώς, απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2021, IS (Μη σύννομο της διατάξεως περί παραπομπής) (C‑564/19, EU:C:2021:949, σκέψη 144).


29      Απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, YP κ.λπ. (Άρση ασυλίας και αναστολή άσκησης των καθηκόντων δικαστή) (C‑615/20 και C‑671/20, EU:C:2023:562, σκέψη 47).


30      Απόφαση του ΕΔΔΑ της 23ης Νοεμβρίου 1993, Poitrimol κατά Γαλλίας (CE:ECHR:1993:1123JUD001403288, § 34).


31      Αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 30ής Μαΐου 2013, Martin κατά Εσθονίας (CE:ECHR:2013:0530JUD003598509, § 90), και της 20ής Οκτωβρίου 2015, Dvorski κατά Κροατίας (CE:ECHR:2013:1128JUD002570311, § 78).


32      Απόφαση του ΕΔΔΑ της 27ης Νοεμβρίου 2008, Salduz κατά Τουρκίας (CE:ECHR:2008:1127JUD003639102, § 55).


33      Για λεπτομερή ανάλυση, βλ. Daminova, N., «The European Court of Human Rights on the “Access to a Lawyer” Directive 2013/48/EU: The quest for a coherent application of the right to a legal assistance in Europe?», European Criminal Law Review, τόμος 2(11), 2021, σ. 211 έως 241, ιδίως σ. 220 έως 224. Βλ. επίσης Jackson, J.D., «Responses to Salduz: Procedural tradition, change and the need for effective defence», The Modern Law Review, τόμος 79(6), 2016, σ. 987.


34      Η παροχή δικαστικής συνδρομής ρυθμίζεται από την οδηγία 2016/1919 και ειδικότερα υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 αυτής. Το άρθρο 9 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής: «Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες ανάγκες των ευάλωτων υπόπτων, κατηγορουμένων και καταζητουμένων».


35      Απόφαση της 12ης Μαρτίου 2020, VW (Δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο σε περίπτωση μη εμφάνισης) (C‑659/18, EU:C:2020:201, σκέψη 42).


36      Διοργανικός φάκελος του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2015, 14087/15, Βρυξέλλες, σ. 2.


37      Cras, S. (όπ.π. υποσημείωση 18 των παρουσών προτάσεων), σ. 113· Rap, S. E. και Zlotnik, D., «The right to legal and other appropriate assistance for child suspects and accused. Reflections on the directive on procedural safeguards for children who are suspects or accused persons in criminal proceedings», European Journal of Crime, Criminal Law and Criminal Justice, τόμος 26(2), 2018, σ. 110 έως 131, ιδίως σ. 118.


38      Cras, S. (όπ.π. υποσημείωση 18 των παρουσών προτάσεων), σ. 114.


39      Διοργανικός φάκελος του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2015, 14273/15, Βρυξέλλες, σ. 2.


40      Οι Rap, S. E. και Zlotnik, D. (όπ.π. υποσημείωση 37 των παρουσών προτάσεων) μνημονεύουν το άρθρο 6, παράγραφος 6, ως παρέκκλιση που θεμελιώνεται στην αναλογικότητα, την οποία επικρίνουν ως σημαντική παρέκκλιση χωρίς σαφή κριτήρια, για την οποία απαιτείται η θέσπιση σαφών κατευθυντήριων γραμμών, σ. 123 και 130.


41      Rap, S.E. και Zlotnik, D. (όπ.π. υποσημείωση 37 των παρουσών προτάσεων), σ. 121.


42      Rap, S.E. και Zlotnik, D. (όπ.π. υποσημείωση 37 των παρουσών προτάσεων), σ. 121.


43      Στη διάταξη περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο χρησιμοποιεί εναλλάξ τους όρους «παιδί» και «ανήλικος». Το ίδιο και εγώ. Η Επιτροπή επέλεξε τον όρο «παιδιά» αντί για «ανήλικοι» στην πρότασή της για την οδηγία 2016/800, λόγω της καθολικής χρήσης του όρου «παιδιά» στα διεθνή πρότυπα. Βλ. Cras, S. (όπ.π. υποσημείωση 18 των παρουσών προτάσεων), σ. 110, υποσημείωση 7.


44      Όπως εξηγείται στην έκβαση του πρώτου τριμερούς διαλόγου του Συμβουλίου στη νομοθετική διαδικασία: «[Η Προεδρία] εξήγησε στο [Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο] ότι διάφορα [κράτη μέλη] αντιμετωπίζουν πρόβλημα με την ίδια την αρχή της οδηγίας να εφαρμόζεται σε άτομα ηλικίας άνω των 18 ετών, δεδομένου ότι στα συστήματά τους κάθε πρόσωπο είναι είτε παιδί είτε ενήλικας – δεν υπάρχουν ενδιάμεσες κατηγορίες. Ως εκ τούτου, κατά τη διαδικασία διαβούλευσης αποφασίστηκε να γίνει η παρατεταμένη εφαρμογή προαιρετική για τα κράτη μέλη, με τη χρήση της λέξης “μπορεί”. [Η Προεδρία] εξήγησε επίσης στο [Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο] ότι [τα κράτη μέλη] εκτιμούν ότι ορισμένα άρθρα της οδηγίας δεν πρέπει ποτέ να εφαρμόζονται σε ενήλικες. Τούτο ισχύει, για παράδειγμα, για το άρθρο 5, σχετικά με την ενημέρωση που πρέπει να παρέχεται στον ασκούντα τη γονική μέριμνα. Πράγματι, οι νεαροί ενήλικες μπορεί να μην επιθυμούν να ενημερώνονται οι γονείς τους για την εγκληματική συμπεριφορά που τους καταλογίζεται» (Διοργανικός φάκελος του Συμβουλίου, της 25ης Μαρτίου 2015, 7503/15, Βρυξέλλες, σ. 64 και 65). Το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 2016/800 έλαβε την τελική του διατύπωση, κατά την οποία το προτεινόμενο «μπορούν» παρέμεινε στο κείμενο μόνο σε σχέση με τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας αφού το ενεχόμενο πρόσωπο συμπληρώσει την ηλικία των 21 ετών (Διοργανικός φάκελος του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015, 15272/15, Βρυξέλλες, σ. 26).


45      Κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης για μια φιλική προς τα παιδιά δικαιοσύνη, που θεσπίστηκαν στις 17 Νοεμβρίου 2010, και αιτιολογική έκθεση, σ. 20. Η αιτιολογική σκέψη 7 της οδηγίας 2016/800 μνημονεύει αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές. Βλ. επίσης, Radić, I., «Right of the child to information according to the Directive 2016/800/EU on procedural safeguards for children who are suspects or accused persons in criminal proceedings», EU and Comparative Law Issues and Challenges Series, τόμος 2(2), 2018, σ. 468 έως 491, στη σ. 475.


46      European Union Agency for Fundamental Rights, «Children as suspects or accused persons in criminal proceedings – Procedural safeguards», Λουξεμβούργο, Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2022, σ. 8.


47      Απόφαση του ΕΔΔΑ της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Panovits κατά Κύπρου (CE:ECHR:2008:1211JUD000426804, § 73).


48      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, η υποχρέωση ενημέρωσης για τα ακόλουθα δικαιώματα προκύπτει αμέσως μόλις τα παιδιά πληροφορούνται ότι είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι: το δικαίωμα να ενημερωθεί ο ασκών τη γονική μέριμνα, το δικαίωμα συνδρομής από δικηγόρο, το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής ζωής, το δικαίωμα συνοδείας από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα σε στάδια της διαδικασίας άλλα από την ακροαματική διαδικασία και το δικαίωμα σε δικαστική συνδρομή. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, τα παιδιά πρέπει να ενημερώνονται σε όσο το δυνατόν περισσότερο πρώιμο και κατάλληλο στάδιο της διαδικασίας, όσον αφορά το δικαίωμα σε ατομική αξιολόγηση, το δικαίωμα ιατρικής εξέτασης, το δικαίωμα περιορισμού της στέρησης της ελευθερίας και χρήσης εναλλακτικών μέτρων, το δικαίωμα συνοδείας από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα κατά την ακροαματική διαδικασία, το δικαίωμα αυτοπρόσωπης παράστασης στη δίκη και το δικαίωμα σε αποτελεσματικά μέσα ένδικης προστασίας.


49      Άρθρο 19 της οδηγίας 2016/800, άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2012/13, άρθρο 12 της οδηγίας 2013/48 και άρθρο 10 της οδηγίας 2016/343.


50      Η προσέγγιση αυτή έχει επικριθεί με την αιτιολογία ότι ουσιαστικά καθιστά άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας το άρθρο 82, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ· βλ. Caianiello, M., «To sanction (or not to sanction) procedural flaws at EU level? A step forward in the creation of an EU criminal process», European Journal of Crime, Criminal Law and Criminal Justice, τόμος 22(4), 2014, σ. 317 έως 329, στις σ. 321 και 324.


51      Για παράδειγμα, βλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2023, Rayonna prokuratura (Σωματική έρευνα) (C‑209/22, EU:C:2023:634), και M.N. (EncroChat) (C‑670/22, εκκρεμής).


52      Οι προτάσεις μου στην υπόθεση M.N. (EncroChat) (C‑670/22, EU:C:2023:817).


53      Απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2023, Rayonna prokuratura (Σωματική έρευνα) (C‑209/22, EU:C:2023:634, σκέψεις 58 και 61).


54      Αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 12ης Ιουλίου 1988, Schenk κατά Ελβετίας (CE:ECHR:1988:0712JUD001086284, § 45 και 46), της 1ης Μαρτίου 2007, Heglas κατά Τσεχικής Δημοκρατίας (CE:ECHR:2007:0301JUD000593502, § 84), και της 11ης Ιουλίου 2017, Moreira Ferreira κατά Πορτογαλίας (αρ. 2) (CE:ECHR:2017:0711JUD001986712, § 83).


55      Απόφαση του ΕΔΔΑ της 17ης Ιανουαρίου 2017, Habran και Dalem κατά Βελγίου (CE:ECHR:2017:0117JUD004300011, § 94). Η εν λόγω προσέγγιση έχει επικριθεί με την αιτιολογία ότι περιορίζει τα δικαιώματα κατά το στάδιο της προδικασίας διότι η επανόρθωση των προσβολών των δικαιωμάτων είναι δυνατή μόνο κατά το στάδιο της κύριας διαδικασίας· βλ. Hodgson, J., «Safeguarding suspects’ rights in Europe: a comparative perspective», New Criminal Law Review, τόμος 14(4), 2011, σ. 611 έως 665, στη σ. 648.


56      Απόφαση της 22ας Ιουνίου 2023, K.B. και F.S. (Αυτεπάγγελτη εξέταση στον ποινικό τομέα) (C‑660/21, EU:C:2023:498, σκέψη 48).


57      Ο Soo, A. (όπ.π. υποσημείωση 11 των παρουσών προτάσεων) σημειώνει ότι, κατά τη νομοθετική διαδικασία της οδηγίας 2013/48, τα κράτη μέλη επέμειναν σχετικά με την εν λόγω ελευθερία των εθνικών δικαστηρίων και αντιτάχθηκαν στη ρύθμιση του παραδεκτού των αποδεικτικών στοιχείων από το δίκαιο της Ένωσης (σ. 36).


58      Απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 1963, van Gend & Loos (26/62, EU:C:1963:1, σ. 13).


59      Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 18ης Ιανουαρίου 2022, Thelen Technopark Berlin (C‑261/20, EU:C:2022:33, σκέψεις 25 και 26), και της 24ης Ιουνίου 2019, Popławski (C‑573/17, EU:C:2019:530, σκέψεις 53 και 54).


60      Αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 1990, Marleasing  (C‑106/89, EU:C:1990:395, σκέψη 8), και της 24ης Ιανουαρίου 2012, Dominguez (C‑282/10, EU:C:2012:33, σκέψεις 23 έως 27).


61      Απόφαση της 22ας Ιουνίου 1989, Costanzo (103/88, EU:C:1989:256, σκέψη 31).


62      Απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2018, Minister for Justice and Equality και Commissioner of Garda Síochána, (C‑378/17, EU:C:2018:979, σκέψη 38).