Language of document : ECLI:EU:T:2017:5

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 13ης Ιανουαρίου 2017 (*)

«Διαδικασία – Καθορισμός των δικαστικών εξόδων»

Στην υπόθεση T‑88/09 DEP,

Idromacchine Srl, με έδρα το Porto Marghera (Ιταλία),

Alessandro Capuzzo, κάτοικος Mirano (Ιταλία),

Roberto Capuzzo, κάτοικος Spinea (Ιταλία),

εκπροσωπούμενοι από τους W. Viscardini και G. Donà, δικηγόρους,

ενάγοντες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους É. Gippini Fournier και D. Grespan,

εναγομένης,

με αντικείμενο αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων κατόπιν της αποφάσεως της 8ης Νοεμβρίου 2011, Idromacchine κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑88/09, EU:T:2011:641),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

συγκείμενο από τους I. Pelikánová (εισηγήτρια), πρόεδρο, V. Valančius και U. Öberg, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Πραγματικά περιστατικά, διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

1        Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Φεβρουαρίου 2009, οι ενάγοντες, Idromacchine Srl καθώς και A. και R. Capuzzo, οι οποίοι κατέχουν έκαστος ποσοστό 50 % του εταιρικού κεφαλαίου της Idromacchine, άσκησαν αγωγή αποζημιώσεως με την οποία ζητούσαν να υποχρεωθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε αποκατάσταση της περιουσιακής και μη περιουσιακής ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν λόγω της δημοσιεύσεως, στο πλαίσιο της αποφάσεως C(2004) 5426 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Δεκεμβρίου 2004 «Κρατικές ενισχύσεις – Ιταλία – Κρατική ενίσχυση N 586/2003, N 587/2003, N 589/2003 και C 48/2004 (ex N 595/2003) – Παράταση της τριετούς προθεσμίας παράδοσης για δεξαμενόπλοια μεταφοράς χημικών προϊόντων – Πρόσκληση για υποβολή παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 2, [ΕΚ]» (ΕΕ 2005, C 42, σ. 15), της διαπιστώσεως ότι το γεγονός πως η Idromacchine προμήθευσε δεξαμενές οι οποίες δεν ανταποκρίνονταν στις προδιαγραφές ποιότητας και ασφάλειας προκάλεσε καθυστέρηση στην παράδοση των πλοίων στα οποία θα ετοποθετούντο οι εν λόγω δεξαμενές.

2        Με απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2011, Idromacchine κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑88/09, EU:T:2011:641), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμη την αγωγή αποζημιώσεως κατά το μέτρο που αφορούσε το σύνολο της φερόμενης περιουσιακής ζημίας και δέχτηκε την αγωγή των εναγόντων στο μέτρο που αφορούσε την αποκατάσταση της μη περιουσιακής ζημίας την οποία υπέστη η Idromacchine. Επιπλέον, αποφάνθηκε ότι η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα και τα δύο τρίτα των εξόδων των εναγόντων, οι οποίοι φέρουν το ένα τρίτο των δικαστικών τους εξόδων.

3        Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 24 Ιανουαρίου 2012, οι ενάγοντες άσκησαν αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως της 8ης Νοεμβρίου 2011, Idromacchine κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑88/09, EU:T:2011:641), την οποία το Δικαστήριο απέρριψε με διάταξη της 3ης Σεπτεμβρίου 2013, Idromacchine κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑34/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:552). Το Δικαστήριο καταδίκασε επίσης τους ενάγοντες – αναιρεσείοντες [στο εξής: ενάγοντες] στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας.

4        Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 13ης Φεβρουαρίου 2014, οι ενάγοντες γνωστοποίησαν στην Επιτροπή ότι το ποσό το οποίο πρέπει να τους καταβάλει, ως «δικαστικά έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν» στο πλαίσιο της υποθέσεως αυτής, ανέρχεται σε 98 598,33 ευρώ.

5        Κατόπιν πολλαπλών επαφών μεταξύ των διαδίκων, η Επιτροπή πρότεινε, με έγγραφο της 9ης Μαρτίου 2015, να καταβάλει το ποσό των 25 000 ευρώ και, στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής επικοινωνίας με τους δικηγόρους των εναγόντων, την 19η Μαΐου 2015, το ποσό των 29 000 ευρώ.

6        Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 9ης Ιουνίου 2015, οι ενάγοντες αποποιήθηκαν την προσφορά της Επιτροπής.

7        Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Νοεμβρίου 2015, οι ενάγοντες υπέβαλαν την υπό κρίση αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων, με την οποία ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ορίσει σε 102 264,99 ευρώ το ποσό των δυνάμενων να αναζητηθούν δικαστικών εξόδων στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑88/09, συμπεριλαμβανομένων και των δικαστικών εξόδων της παρούσας διαδικασίας καθορισμού των δικαστικών εξόδων·

–        να αποφανθεί ότι το προμνησθέν ποσό, ή το ποσό το οποίο θα ορίσει το Γενικό Δικαστήριο, προσαυξάνεται με τόκους υπερημερίας από την ημερομηνία εκδόσεως της διατάξεως ή, τουλάχιστον, της επιδόσεώς της, και μέχρι την ημερομηνία εξοφλήσεως του οικείου ποσού, υπολογιζομένους βάσει του εφαρμοζομένου από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως επιτοκίου, το οποίο ισχύει την πρώτη ημέρα του μηνός εκπνοής της προθεσμίας εξοφλήσεως, προσαυξημένου κατά τρεισήμισι ποσοστιαίες μονάδες ή, επικουρικώς, κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες.

8        Με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Ιανουαρίου 2016, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να καθορίσει τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι ενάγοντες στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑88/09 σε συνολικό ποσό μη υπερβαίνον 36 000 ευρώ·

–        να την επιβαρύνει με τα δύο τρίτα του συνολικού ποσού των αποδοτέων εξόδων.

 Σκεπτικό

9        Κατά το άρθρο 170, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, σε περίπτωση αμφισβητήσεως σχετικά με τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν, το Γενικό Δικαστήριο, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερόμενου διαδίκου και αφού παράσχει στον διάδικο τον οποίο αφορά η αίτηση τη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του, αποφαίνεται με διάταξη μη υποκείμενη σε ένδικο μέσο.

 Επί της δυνατότητας αναζητήσεως των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν οι ενάγοντες

10      Κατά το άρθρο 140, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, ως έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν θεωρούνται τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της δίκης και ιδίως τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής και η αμοιβή των εκπροσώπων, συμβούλων ή δικηγόρων.

11      Κατά πάγια νομολογία σχετικά με το άρθρο 91, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, της 2ας Μαΐου 1991, με περιεχόμενο πανομοιότυπο με εκείνο του άρθρου 140, στοιχείο βʹ, του ισχύοντος Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι μπορούν να αναζητηθούν μόνον τα έξοδα τα οποία, αφενός, πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, αφετέρου, ήταν αναγκαία για τον σκοπό αυτό (βλ. διάταξη της 25ης Μαρτίου 2014, Marcuccio κατά Επιτροπής, T‑126/11 P-DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:171, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

12      Κατά τον καθορισμό του ποσού των αποδοτέων εξόδων, το Γενικό Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη όλες τις περιστάσεις της υποθέσεως έως τον χρόνο εκδόσεως της διατάξεως περί καθορισμού των δικαστικών εξόδων, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών με τη διαδικασία καθορισμού των δικαστικών εξόδων αναγκαίων δαπανών (διάταξη της 25ης Μαρτίου 2014, Marcuccio κατά Επιτροπής, T‑126/11 P-DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:171, σκέψη 27).

13      Στην υπό κρίση υπόθεση, οι ενάγοντες ζητούν την απόδοση διαφόρων εξόδων και αμοιβών, ήτοι αμοιβών δικηγόρων βάσει ωριαίας ή μη χρεώσεως, εξόδων τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και συσκέψεων, μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τηλεομοιοτυπιών, αλληλογραφίας και φωτοαντιγράφων, εξόδων για την εκπόνηση εκθέσεως τεχνικής και λογιστικής πραγματογνωμοσύνης (στο εξής: έκθεση πραγματογνωμοσύνης), και εξόδων και αποζημιώσεως μετακινήσεως σχετικά με την παράσταση στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 8ης Φεβρουαρίου 2011, καθώς και ενός κατ’ αποκοπήν ποσού ανερχόμενου στο 5 % επί του ποσού των δικηγορικών αμοιβών ως «απόδοση των γενικών εξόδων».

14      Η Επιτροπή αμφισβητεί ότι τα έξοδα εκπονήσεως της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης, οι αμοιβές που αφορούν τις επικοινωνίες, καθώς και το κατ’ αποκοπήν ποσό για τα γενικά έξοδα συνιστούν δικαστικά έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν.

15      Πρώτον, όσον αφορά τις αμοιβές δικηγόρων, δεν αμφισβητείται ότι, οι αμοιβές που αφορούν αυτή καθεαυτή τη νομικής φύσεως εργασία συνιστούν δυνάμενα να αναζητηθούν δικαστικά έξοδα. Ωστόσο, εν προκειμένω, οι ενάγοντες ζητούν, επιπλέον, την απόδοση δικηγορικών αμοιβών που αφορούν την παροχή ειδικών υπηρεσιών, με μοναδιαία χρέωση, ήτοι αμοιβών που αφορούν τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και συσκέψεις, μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, φωτοαντίγραφα και αλληλογραφία.

16      Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στο μέτρο που ορισμένες από τις παρεχόμενες ειδικές υπηρεσίες που μνημονεύονται ανωτέρω στη σκέψη 15 αφορούν νομικές, κατά κυριολεξία, εργασίες, οι σχετικές αμοιβές ήδη συμπεριλαμβάνονται στη δικηγορική αμοιβή με ωριαία χρέωση και δεν είναι δυνατό να αποτελέσουν αντικείμενο επιπλέον χρεώσεως, άλλως θα πρόκειται για διπλή αμοιβή, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή. Εξάλλου, στο μέτρο που άλλες παρεχόμενες υπηρεσίες μεταξύ αυτών που μνημονεύονται ανωτέρω στη σκέψη 15 αφορούν βοηθητικές, διοικητικής φύσεως εργασίες, και επομένως δεν είναι δυνατόν να καταβληθεί για αυτές δικηγορική αμοιβή, τα σχετικά έξοδα συνιστούν γενικά έξοδα, δυνάμενα καταρχήν να αναζητηθούν. Ωστόσο, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, καθόσον οι ενάγοντες ζητούν επίσης την απόδοση κατ’ αποκοπήν ποσού για τα γενικά έξοδα, θα πρέπει να αποφευχθεί η εις διπλούν απόδοση των εξόδων αυτών.

17      Επιπλέον, επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι στον δικαστή εναπόκειται να λάβει υπόψη κυρίως τον συνολικό αριθμό των ωρών εργασίας που μπορεί αντικειμενικώς να κριθούν απαραίτητες για τον σκοπό της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας, και τούτο ανεξαρτήτως του αριθμού δικηγόρων μεταξύ των οποίων κατανεμήθηκαν ενδεχομένως οι παρασχεθείσες υπηρεσίες [διατάξεις της 30ής Οκτωβρίου 1998, Kaysersberg κατά Επιτροπής, T‑290/94 (92), EU:T:1998:255, σκέψη 20· της 15ης Μαρτίου 2000, Enso-Gutzeit κατά Επιτροπής, T‑337/94 (92), EU:T:2000:76, σκέψη 20, και της 28ης Ιουνίου 2004, Airtours κατά Επιτροπής, T‑342/99 DEP, EU:T:2004:192, σκέψη 30]. Συναφώς επισημαίνεται ότι ο αριθμός των ωρών που έχουν χρεωθεί παράλληλα από τους δύο εκπροσώπους των εναγόντων, μεταξύ άλλων για τις συσκέψεις με τους πελάτες στα δικηγορικά τους γραφεία, για την εξέταση του φακέλου, την εξέταση του υπομνήματος αντικρούσεως και του υπομνήματος ανταπαντήσεως, την εξέταση της εκθέσεως ακροατηρίου, την προετοιμασία για την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και την παράσταση κατά τη συζήτηση αυτή, είναι προδήλως υπερβολικός και οι ώρες αυτές δεν μπορούν, στο σύνολό τους, να θεωρηθούν απαραίτητες για τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

18      Δεύτερον, όσον αφορά τα σχετικά με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης έξοδα, από τη νομολογία προκύπτει ότι στις υποθέσεις οι οποίες συνεπάγονται εκτιμήσεις ουσιωδώς οικονομικής φύσεως, η παρέμβαση οικονομικών συμβούλων ή εμπειρογνωμόνων, η οποία συμπληρώνει την εργασία των νομικών συμβούλων, μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να αποδειχθεί απαραίτητη, οπότε οι σχετικές δαπάνες δύνανται να αναζητηθούν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 140, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας (βλ., συναφώς, διάταξη της 19ης Δεκεμβρίου 2006, WestLB κατά Επιτροπής, T‑228/99 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2006:405, σκέψη 78 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

19      Για να συμβεί αυτό, μια τέτοια παρέμβαση θα πρέπει να είναι αντικειμενικά αναγκαία για τους σκοπούς της διαδικασίας. Αυτό μπορεί, ιδίως, να συμβεί, όταν η πραγματογνωμοσύνη μπορεί να επηρεάσει αποφασιστικά την έκβαση της διαφοράς, με αποτέλεσμα, σε περίπτωση που προσκομιστεί από διάδικο, το Γενικό Δικαστήριο να μη χρειάζεται να διατάξει πραγματογνωμοσύνη στο πλαίσιο της εξουσίας του να διατάσσει αποδείξεις δυνάμει του άρθρου 25 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 91 του Κανονισμού Διαδικασίας (διάταξη της 19ης Δεκεμβρίου 2006, WestLB κατά Επιτροπής, T‑228/99 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2006:405, σκέψη 79).

20      Τούτο, ωστόσο, δεν ισχύει εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, όπως υποστηρίζουν οι ενάγοντες, με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης επεδίωκαν να προσδώσουν, μέσω ενός τρίτου προσώπου, εξειδικευμένου και ανεξάρτητου, περισσότερη αξιοπιστία στα εμπορικής και οικονομικής φύσεως στοιχεία τα οποία έλαβαν υπόψη για να αποδείξουν τη ζημία την οποία υπέστησαν και την αιτιώδη συνάφεια με την προσαπτόμενη στην Επιτροπή συμπεριφορά. Συναφώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι στην πράξη η έκθεση πραγματογνωμοσύνης συνίστατο, σύμφωνα με την περιγραφή του αντικειμένου της από τον ίδιο τον εμπειρογνώμονα –ένα γραφείο ελεγκτών λογιστών–, σε απλή επαλήθευση της συμφωνίας των αριθμητικών στοιχείων τα οποία περιέχονται στα τμήματα 1, 2 και 3 μιας «τεχνικής και λογιστικής» εκθέσεως στον τομέα κατασκευής λεβήτων, η οποία είχε καταρτιστεί από τους ενάγοντες, με τις λογιστικές εγγραφές, τους ισολογισμούς, τα αριθμητικά στοιχεία και τις πληροφορίες οι οποίες περιέχονται στην εμπορική αλληλογραφία και σε άλλες πηγές οι οποίες μνημονεύονται στην εν λόγω τεχνική και λογιστική έκθεση. Συνεπώς, στην πραγματικότητα, επρόκειτο μάλλον για βεβαίωση περί της ακρίβειας των περιεχόμενων στην έκθεση των εναγόντων στοιχείων, παρά για γνωμάτευση εμπειρογνώμονος.

21      Δεύτερον, η έκθεση των εναγόντων, η οποία επιβεβαιώθηκε με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης, αφορούσε πρωτίστως τις λεπτομέρειες της προβαλλόμενης από τους ενάγοντες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου περιουσιακής ζημίας. Αντιθέτως, όσον αφορά τη μη περιουσιακή ζημία, η έκθεση αυτή περιοριζόταν να προτείνει τον κατά δίκαιη κρίση υπολογισμό της σε ποσό που αντιστοιχεί σε ποσοστό μεταξύ 30 % και 50 % της περιουσιακής ζημίας της οποίας γίνεται επίκληση και η οποία υπολογίζεται σε 5 459 641,28 ευρώ, χωρίς να προβάλλει καμία εξήγηση που να δικαιολογεί το εν λόγω ανώτατο και κατώτατο ποσοστό. Δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο, αφενός απέρριψε, ως αβάσιμες, όλες τις αξιώσεις των εναγόντων σχετικά με την περιουσιακή τους ζημία και, αφετέρου, απέρριψε ρητώς τον τρόπο υπολογισμού και το ύψος της μη περιουσιακής ζημίας που πρότειναν οι ενάγοντες, για να καθορίσει τελικώς το ύψος αυτό στο ποσό των 20 000 ευρώ (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2011, Idromacchine κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑88/09, EU:T:2011:641, σκέψεις 74 και 76), επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η έκθεση των εναγόντων, η οποία επιβεβαιώθηκε με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης, δεν ήταν ούτε αναγκαία ούτε χρήσιμη για τη διαδικασία.

22      Βεβαίως, η έλλειψη αναγκαιότητας και χρησιμότητας, για τους σκοπούς της διαδικασίας, ενός αποδεικτικού στοιχείου που προσκομίστηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορεί να συνάγεται από το γεγονός και μόνον ότι απορρίφθηκε ένα από τα αιτήματα του ενάγοντος ή από το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε τα πραγματικά περιστατικά τα οποία σκοπούσε να αποδείξει το εν λόγω αποδεικτικό στοιχείο, άλλως θα τιμωρείτο ο διάδικος επειδή προσπάθησε να συμμορφωθεί πλήρως προς την υποχρέωσή του να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά τα οποία επικαλείται. Ωστόσο, εν προκειμένω, η επιβεβαίωση από εμπειρογνώμονα της «τεχνικής και λογιστικής» εκθέσεως που προσκόμισαν οι ενάγοντες δεν απάλλαξε το Γενικό Δικαστήριο, κατά την έννοια της προεκτεθείσας στη σκέψη 19 νομολογίας, από την ανάγκη να διατάξει πραγματογνωμοσύνη στο πλαίσιο της εξουσίας του να διατάσσει αποδείξεις δυνάμει του άρθρου 25 του οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 91 του Κανονισμού Διαδικασίας. Συγκεκριμένα, από τις σκέψεις 104 έως 115 της αποφάσεως της 8ης Νοεμβρίου 2011, Idromacchine κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑88/09, EU:T:2011:641), προκύπτει ότι η απόρριψη, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, των αξιώσεων αποζημιώσεως των εναγόντων σε σχέση με την περιουσιακή ζημία, την οποία σκοπούσε να αποδείξει η επιβεβαιωθείσα από εμπειρογνώμονα έκθεση, οφειλόταν στο γεγονός ότι οι ενάγοντες δεν απέδειξαν την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπαίτιας συμπεριφοράς της Επιτροπής και της προβαλλόμενης ζημίας. Συνεπώς, ακόμη και αν οι ενάγοντες δεν είχαν προσκομίσει την προαναφερθείσα έκθεση, το Γενικό Δικαστήριο δεν θα χρειαζόταν να διατάξει πραγματογνωμοσύνη για να ελέγξει την ακρίβεια των στοιχείων που προσκόμισαν οι ενάγοντες.

23      Κατά συνέπεια, τα έξοδα που αφορούν την έκθεση πραγματογνωμοσύνης δεν δύνανται να αναζητηθούν.

24      Εξάλλου, όσον αφορά το επιχείρημα των εναγόντων κατά το οποίο το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ζήτησαν την απόδοση των εξόδων που αφορούσαν την έκθεση πραγματογνωμοσύνης, στο πλαίσιο της αποκαταστάσεως της περιουσιακής ζημίας την οποία υπέστησαν, έκρινε ότι τέτοιου είδους δαπάνες των διαδίκων στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας δεν μπορούν, καθεαυτές, να θεωρηθούν ότι συνιστούν ζημία χωριστή από την επιβάρυνση των δικαστικών εξόδων (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2011, Idromacchine κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑88/09, EU:T:2011:641, σκέψη 98), αρκεί η παρατήρηση ότι, καίτοι το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε με τον τρόπο αυτό ότι τα έξοδα που αφορούν την έκθεση πραγματογνωμοσύνης συμπεριλαμβάνονται στα δικαστικά έξοδα, ουδόλως αποφάνθηκε αν τα έξοδα αυτά δύνανται να αναζητηθούν κατά την έννοια του άρθρου 140, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας.

25      Τρίτον, τα έξοδα επικοινωνίας είναι, καταρχήν, έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν, εκτός των εξόδων που αφορούν εσωτερικές επικοινωνίες μεταξύ των δικηγόρων των εναγόντων από τα γραφεία τους των Βρυξελλών (Βέλγιο) και της Πάντοβας (Ιταλία). Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι τα έξοδα επικοινωνίας μεταξύ δύο δικηγόρων του ίδιου διαδίκου δεν είναι δυνατό να δικαιολογηθούν ως αναγκαία έξοδα (βλ., συναφώς, διάταξη της 20ής Νοεμβρίου 2012, Al Shanfari κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑121/09 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:607, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Στο μέτρο που οι εν λόγω επικοινωνίες δεν προσδιορίζονται στο πλαίσιο του συνόλου των επικοινωνιών που επικαλέστηκαν οι ενάγοντες, είναι προτιμότερο να χωρήσει κατ’ αποκοπή απόδοση των εξόδων επικοινωνίας, στο πλαίσιο των γενικών εξόδων.

26      Τέταρτον, τα έξοδα για φωτοαντίγραφα που επικαλέστηκαν εν προκειμένω οι ενάγοντες αποτελούν δικαστικά έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν, τούτο δε δεν αμφισβητείται από την Επιτροπή.

27      Πέμπτον, όσον αφορά τα έξοδα που αφορούν την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, επισημαίνεται, αφενός, ότι η «αποζημίωση μετακινήσεως» δεν παρίσταται απαραίτητη, καθόσον η αμοιβή για τη συμμετοχή στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση ελήφθη υπόψη κατά τον υπολογισμό της δικηγορικής αμοιβής. Αφετέρου, αντίθετα προς την άποψη της Επιτροπής, δεν πρέπει να θεωρηθεί υπερβολική η παράσταση δύο δικηγόρων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεδομένου του διακυβεύματος της υποθέσεως, με αποτέλεσμα τα έξοδα ταξιδίου και διαμονής που αφορούν τη συμμετοχή τους στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση να είναι αποδοτέα.

28      Έκτον, καίτοι τα γενικά έξοδα συνιστούν βέβαια δικαστικά έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν δυνάμει του άρθρου 140, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το αιτούμενο ποσοστό του 5 % της αμοιβής των δικηγόρων των εναγόντων είναι, εν προκειμένω, υπερβολικό. Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, ένα ποσοστό ανερχόμενο στο 2 % της εν λόγω αμοιβής παρίσταται προσήκον για τον καθορισμό του ποσού των λοιπών γενικών εξόδων, πλην των εξόδων για φωτοαντίγραφα, που είναι αποδοτέα.

 Επί του ποσού των δυνάμενων να αναζητηθούν δικαστικών εξόδων

29      Όσον αφορά το ποσό των δυνάμενων να αναζητηθούν δικαστικών εξόδων, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, ελλείψει διατάξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικών με το ύψος των αμοιβών, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να εκτιμά ελεύθερα τα στοιχεία της υποθέσεως, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς, τη σημασία της από πλευράς δικαίου της Ένωσης καθώς και τις δυσκολίες που παρουσιάζει, τον όγκο της εργασίας την οποία κλήθηκαν να φέρουν εις πέρας οι εκπρόσωποι ή οι σύμβουλοι των διαδίκων, καθώς και τα διακυβευόμενα στο πλαίσιο της διαφοράς οικονομικά συμφέροντα των διαδίκων (διάταξη της 19ης Δεκεμβρίου 2006, WestLB κατά Επιτροπής, T‑228/99 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2006:405, σκέψη 61).

30      Πρώτον, όσον αφορά τα διακυβευόμενα οικονομικά συμφέροντα, η σημασία τους δεν μπορεί να καθορίζεται από το συνολικό ποσό της αποζημιώσεως που ζήτησαν οι ενάγοντες στην κύρια υπόθεση, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως, όπως αυτή που ασκήθηκε εν προκειμένω. Πράγματι, όπως τονίζει η Επιτροπή, μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να ενθαρρύνει τους ενάγοντες να υποβάλουν αιτήματα υπερβολικού ύψους. Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα διακυβευόμενα οικονομικά συμφέροντα ήσαν περιορισμένης σημασίας.

31      Δεύτερον, προκειμένου περί της σημασίας της διαφοράς από πλευράς δικαίου της Ένωσης, καθώς και των δυσχερειών που παρουσιάζει, επισημαίνεται ότι η διαφορά αφορούσε αγωγή αποζημιώσεως για ζημία που φέρεται ότι προκλήθηκε λόγω παράνομης συμπεριφοράς της Επιτροπής, ήτοι ζήτημα το οποίο αποτελεί αντικείμενο άφθονης νομολογίας όσον αφορά τις προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης και την αποτίμηση της ζημίας. Επισημαίνεται επίσης ότι δεν υπάρχει αμφισβήτηση ως προς τα πραγματικά περιστατικά τα οποία συνιστούν τη συμπεριφορά της Επιτροπής και επομένως η διαφορά περιορίζεται στον νομικό χαρακτηρισμό της συμπεριφοράς αυτής, στην ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας και στην αποτίμηση της ζημίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, η σημασία και η δυσχέρεια της διαφοράς πρέπει να χαρακτηριστούν ως μετρίου επιπέδου.

32      Τρίτον, όσον αφορά τον όγκο της παρασχεθείσας εργασίας, η περιορισμένη σημασία των οικονομικών συμφερόντων που διακυβεύονται και η μέτρια, από νομικής απόψεως, σημασία και δυσχέρεια που παρουσίαζε η διαφορά δεν δικαιολογούν τις 486 ώρες εργασίας τις οποίες αναφέρουν ότι αφιέρωσαν στην κύρια υπόθεση οι δικηγόροι των εναγόντων και αποκλείουν το ενδεχόμενο να κρίνει το Γενικό Δικαστήριο ως αντικειμενικά αναγκαίο, κατά την έννοια του άρθρου 140, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας το συνολικό ποσό των 118 700 ευρώ που αντιστοιχεί στις δικηγορικές αμοιβές που τιμολογήθηκαν βάσει των προβαλλομένων ωριαίων χρεώσεων, κατά μείζονα λόγο διότι τα έξοδα συντονισμού της εργασίας των διαφόρων συμβούλων των εναγόντων δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αναγκαία έξοδα τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό των δυναμένων να αναζητηθούν δικαστικών εξόδων (βλ., συναφώς, διάταξη της 20ής Νοεμβρίου 2012, Al Shanfari κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑121/09 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:607, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

33      Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι, πρώτον, παρίσταται υπερβολικός ο συνολικός αριθμός των 241 ωρών εργασίας για τη μελέτη της κύριας υποθέσεως, καθώς και για τη σύνταξη της εντολής προς τους δικηγόρους και του δικογράφου της αγωγής. Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων που προεξετέθησαν στις σκέψεις 30 και 31, ένας συνολικός αριθμός 85 ωρών εργασίας φαίνεται να αποτελεί εύλογη εκτίμηση του χρόνου που είναι αναγκαίος προκειμένου έμπειρος στον συγκεκριμένο τομέα δικηγόρος να παράσχει τις προμνησθείσες υπηρεσίες.

34      Δεύτερον, οι ενάγοντες υπολογίζουν τέσσερις ώρες εργασίας για τη σύνταξη αιτήσεως επανεξετάσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με το αίτημα περί υπαγωγής στο καθεστώς ανωνυμίας και μη δημοσιεύσεως ορισμένων στοιχείων. Δεδομένου ότι η αίτηση αυτή, η οποία απορρίφθηκε από το Γενικό Δικαστήριο, περιοριζόταν στην επανάληψη των στοιχείων και επιχειρημάτων που περιλαμβάνονταν στο αρχικό αίτημα υπαγωγής στο καθεστώς ανωνυμίας, το οποίο υποβλήθηκε με το δικόγραφο της αγωγής και απορρίφθηκε από το Γενικό Δικαστήριο, οι ώρες εργασίας για τη σύνταξη της εν λόγω αιτήσεως δεν είναι δυνατό να θεωρηθούν αναγκαίες για τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

35      Τρίτον, οι 148 ώρες εργασίας που υπολογίστηκαν από τους ενάγοντες για την εξέταση του υπομνήματος αντικρούσεως και τη σύνταξη του υπομνήματος απαντήσεως παρίστανται υπερβολικές. Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων που προεξετέθησαν στις σκέψεις 30 και 31, καθώς και του χρόνου που θεωρείται εύλογος για τη μελέτη της κύριας υποθέσεως και για τη σύνταξη της εντολής προς τους δικηγόρους και του δικογράφου της αγωγής, όπως αναφέρεται ανωτέρω, στη σκέψη 33, ένας συνολικός αριθμός 35 ωρών εργασίας φαίνεται να αποτελεί εύλογη εκτίμηση του χρόνου που είναι αναγκαίος προκειμένου έμπειρος στον συγκεκριμένο τομέα δικηγόρος να παράσχει τις προμνησθείσες υπηρεσίες.

36      Τέταρτον, οι ενάγοντες υπολογίζουν 20 ώρες εργασίας για την εξέταση του υπομνήματος ανταπαντήσεως, έξι ώρες εργασίας για συζήτηση με τους πελάτες, δύο ώρες εργασίας για τη σύνταξη της αιτήσεως περί παροχής πρόσθετου χρόνου αγορεύσεως, δέκα τέσσερις ώρες εργασίας για την εξέταση της έκθεσης ακροατηρίου και τη διατύπωση παρατηρήσεων επ’ αυτής, καθώς και 47 ώρες εργασίας για την προετοιμασία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, αυτός ο χρόνος εργασίας, συνολικής διάρκειας 89 ωρών, παρίσταται πολύ υπερβολικός. Πράγματι, ειδικότερα η εξέταση του υπομνήματος ανταπαντήσεως και της εκθέσεως ακροατηρίου αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της προετοιμασίας της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, καθόσον η έκθεση ακροατηρίου αποτελείτο από μόλις δεκατρείς σελίδες και περιείχε συνθετική παρουσίαση των ισχυρισμών και των επιχειρημάτων των διαδίκων, των οποίων οι δικηγόροι των εναγόντων είχαν ήδη γνώση, ενώ αυτή καθαυτή η επ’ ακροατηρίου συζήτηση ήταν απλή και διήρκεσε μόνο δύο ώρες, χωρίς να χορηγηθεί πρόσθετος χρόνος αγορεύσεως στους διαδίκους. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ένας συνολικός αριθμός 24 ωρών εργασίας φαίνεται να αποτελεί εύλογη εκτίμηση του χρόνου που είναι αναγκαίος προκειμένου έμπειρος δικηγόρος να παράσχει τις προμνησθείσες υπηρεσίες. Ομοίως, πρέπει να αναγνωριστούν ως αναγκαίες τέσσερις ώρες εργασίας για αυτή καθαυτή την παράσταση στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση (δύο ώρες εργασίας για καθένα από τους δύο δικηγόρους των εναγόντων).

37      Πέμπτον, επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να καθορίζει το ύψος της αμοιβής που οφείλουν οι διάδικοι στους δικηγόρους τους, αλλά να ορίζει μέχρι ποιο ποσό μπορεί να ζητηθεί η απόδοση της αμοιβής αυτής έναντι του διαδίκου ο οποίος έχει καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Συνεπώς, αποφαινόμενο επί αιτήσεως καθορισμού των δικαστικών εξόδων, το Γενικό Δικαστήριο δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη ούτε τυχόν εθνικό πίνακα δικηγορικών αμοιβών ούτε ενδεχόμενη σχετική συμφωνία μεταξύ του διαδίκου και των εκπροσώπων ή συμβούλων του [διατάξεις της 8ης Νοεμβρίου 1996, Stahlwerke Peine-Salzgitter κατά Επιτροπής, T‑120/89 (92), EU:T:1996:161, σκέψη 27, και της 10ης Ιανουαρίου 2002, Starway κατά Συμβουλίου, T‑80/97 DEP, EU:T:2002:1, σκέψη 26].

38      Στην υπό κρίση υπόθεση, φαίνεται ότι οι αμοιβές των δικηγόρων των εναγόντων αντιστοιχούν στον βαθμό πολυπλοκότητας της διαφοράς. Συνεπώς, η χρέωση βάσει της οποίας τιμολογήθηκε η εργασία που έφερε εις πέρας ο δικηγόρος W. Viscardini, ήτοι 300 ευρώ ανά ώρα, όντως αντιστοιχεί στο ποσό το οποίο χρεώνει ένας επαγγελματίας ο οποίος διαθέτει σημαντική πείρα στον εν λόγω τομέα. Η χρέωση για την εργασία του δικηγόρου G. Donà, ήτοι 200 ευρώ ανά ώρα, αντιστοιχεί επίσης στη συνήθη αμοιβή συνεργαζόμενου δικηγόρου, ο οποίος όμως διαθέτει κάποια πείρα. Κατά συνέπεια, λαμβανομένης υπόψη της προαναφερθείσας στη σκέψη 17 νομολογίας, στην υπό κρίση περίπτωση πρέπει να εφαρμοσθεί ενιαία χρέωση 250 ευρώ ανά ώρα για τις ώρες εργασίας οι οποίες αναγνωρίζονται ως αναγκαίες για τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

39      Βάσει των ανωτέρω, τα δικαστικά έξοδα τα οποία δύνανται να αναζητήσουν οι ενάγοντες από την Επιτροπή ως δικηγορικές αμοιβές ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 37 000 ευρώ, ήτοι 21 250 ευρώ για τη μελέτη της κύριας υποθέσεως καθώς και για τη σύνταξη της εντολής προς τους δικηγόρους και του δικογράφου της αγωγής, 8 750 ευρώ για τη μελέτη του υπομνήματος αντικρούσεως και τη σύνταξη του υπομνήματος απαντήσεως, 6 000 ευρώ για την προετοιμασία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως και 1 000 ευρώ για αυτή καθαυτή την παράσταση στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

40      Τέταρτον, τα έξοδα για φωτοαντίγραφα, ανερχόμενα στο ποσό των 411 ευρώ, δεν παρίστανται υπερβολικά και, εξάλλου, δεν αμφισβητήθηκαν από την Επιτροπή. Κατά συνέπεια, πρέπει να αναγνωριστούν ως αναγκαία για τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

41      Πέμπτον, όπως επισήμανε η Επιτροπή, προκειμένου περί των εξόδων που αφορούν την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι τα λοιπά γενικά έξοδα, πλην των εξόδων για φωτοαντίγραφα, αποδίδονται κατ’ αποκοπήν, βάσει ποσοστού επί των αμοιβών των δικηγόρων των εναγόντων, δεν πρέπει να λάβει χώρα επιπρόσθετη απόδοση «εξόδων συνδεόμενων με την ακροαματική διαδικασία», όπως ζήτησαν οι ενάγοντες, χωρίς να προσδιορίζεται η φύση των εν λόγω εξόδων. Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων αυτών, πρέπει να καθοριστεί στα 1 082 ευρώ το ποσό των δικαστικών εξόδων που δύνανται να αναζητηθούν ως έξοδα αφορώντα την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων ταξιδίου και διαμονής των δύο δικηγόρων των εναγόντων.

42      Έκτον, προκειμένου περί των λοιπών γενικών εξόδων, πλην των εξόδων για φωτοαντίγραφα, αυτά πρέπει, όπως προεξετέθη στη σκέψη 28, να αποδοθούν ως κατ’ αποκοπήν ποσό, ανερχόμενο στα 740 ευρώ, ήτοι στο 2 % των αμοιβών των δικηγόρων των εναγόντων, οι οποίες κρίνονται απαραίτητες για τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, όπως αυτές υπολογίστηκαν ανωτέρω, στη σκέψη 39.

43      Έβδομον, προκειμένου περί των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν οι ενάγοντες στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας καθορισμού των δικαστικών εξόδων, τα οποία οι ενάγοντες εκτιμούν στο ποσό των 5 000 ευρώ (20 ώρες εργασίας οι οποίες τιμολογήθηκαν με χρέωση 250 ευρώ ανά ώρα), αρκεί η διαπίστωση ότι τα έξοδα αυτά δεν ήσαν αναγκαία για τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, εφόσον η Επιτροπή είχε προτείνει, κατά την προ της υποβολής της αιτήσεως καθορισμού των δικαστικών εξόδων διαδικασία, να καταβάλει ένα ποσό το οποίο υπερέβαινε το ποσό το οποίο κρίνει ως αναγκαίο το Γενικό Δικαστήριο (βλ. ανωτέρω, σκέψη 5).

44      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, το σύνολο των δυνάμενων να αναζητηθούν από τους ενάγοντες εξόδων στο πλαίσιο της κύριας υποθέσεως ορίζεται κατά δίκαιη κρίση στο ποσό των 39 233 ευρώ, ήτοι 37 000 ευρώ ως αμοιβές των δικηγόρων τους για τη διαδικασία στο πλαίσιο της κύριας υποθέσεως, 411 ευρώ για έξοδα φωτοαντιγράφων, 1 082 ευρώ για έξοδα αφορώντα την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και 740 ευρώ ως λοιπά γενικά έξοδα, πλην των εξόδων για φωτοαντίγραφα.

45      Από το προμνησθέν συνολικό ποσό των 39 233 ευρώ, η Επιτροπή φέρει, δυνάμει της αποφάσεως της 8ης Νοεμβρίου 2011, Idromacchine κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑88/09, EU:T:2011:641), το ποσό των 26 155 ευρώ, ήτοι τα δύο τρίτα.

 Επί του επιχειρήματος το οποίο αντλείται από την προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στη δικαιοσύνη

46      Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι ενδεχόμενη μη αναγνώριση, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, του χαρακτήρα των εξόδων στα οποία υποστηρίζουν ότι πράγματι υποβλήθηκαν ως δυνάμενων να αναζητηθούν δικαστικών εξόδων θα συνεπαγόταν προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στη δικαιοσύνη, το οποίο προστατεύεται με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [στο εξής: Χάρτης] και το άρθρο 6 της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη, στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ). Κατά τους ενάγοντες, θα συνιστούσε αρνησιδικία το να «εξουδετερωθεί», εν προκειμένω, το ποσό των 20 000 ευρώ που τους επιδίκασε το Γενικό Δικαστήριο ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική τους βλάβη από το ποσό των δικαστικών εξόδων που θα τους βάρυνε.

47      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

48      Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, την οποία εκφράζει σήμερα το άρθρο 47 του Χάρτη, προβλέποντας, στο πρώτο εδάφιο, ότι κάθε πρόσωπο του οποίου εθίγησαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης έχει δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό και, στο δεύτερο εδάφιο, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικαστεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως (απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Επανεξέταση Arango Jaramillo κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, C‑334/12 RX‑II, EU:C:2013:134, σκέψεις 40 έως 42).

49      Ωστόσο, στην υπό κρίση υπόθεση, οι ενάγοντες δεν υποστηρίζουν ότι περιορίστηκε το δικαίωμά τους προσβάσεως στη δικαιοσύνη, αλλά, κατ’ ουσίαν, ισχυρίζονται ότι το δικαίωμα αυτό θα καθίστατο άνευ περιεχομένου, αν το τμήμα των δικαστικών εξόδων το οποίο θα έφεραν οι ίδιοι στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑88/09 υπερέβαινε το ποσό της αποζημιώσεως την οποία τους επιδίκασε το Γενικό Δικαστήριο στην υπόθεση αυτή, καθόσον η επιβάρυνσή τους με δικαστικά έξοδα θα είχε ως αποτέλεσμα να τους στερήσει την εν λόγω αποζημίωση.

50      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, εξαιρουμένης της περιπτώσεως του ευεργετήματος της πενίας που δεν αφορά την υπό κρίση υπόθεση, στα έξοδα εκπροσωπήσεως από δικηγόρο υποβάλλεται οποιοσδήποτε ασκεί ένδικο βοήθημα ενώπιον δικαστηρίου όπου η εκπροσώπηση αυτή είναι υποχρεωτική. Το ίδιο ισχύει και για τα λοιπά έξοδα που συνδέονται με τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων του, όπως τα έξοδα για τη σύνταξη βεβαιώσεων ή εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης που αποσκοπούν στην απόδειξη του βάσιμου των ένδικων αξιώσεών του. Το γεγονός ότι, σε περίπτωσης μερικής μόνον επιτυχίας του ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος, ο ασκήσας το βοήθημα μπορεί να φέρει μέρος των προμνησθέντων εξόδων αποτελεί εγγενές στοιχείο του γενικού κανόνα της κατανομής των δικαστικών εξόδων, ο οποίος αποτυπώνεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, της 2ας Μαΐου 1991, κατά το οποίο, σε τέτοιες περιπτώσεις, τα δικαστικά έξοδα ήταν δυνατόν να κατανεμηθούν. Ομοίως, το γεγονός ότι ορισμένα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ένας διάδικος μπορεί να μην κριθούν αποδοτέα και, συνεπώς, να εξακολουθήσουν να βαρύνουν τον εν λόγω διάδικο αποτελεί εγγενές στοιχείο του άρθρου 170 του Κανονισμού Διαδικασίας, που ορίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο καλείται να καθορίσει τα δυνάμενα να αναζητηθούν δικαστικά έξοδα, σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των διαδίκων. Η εφαρμογή των προμνησθεισών διατάξεων δεν μπορεί να συνιστά προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στη δικαιοσύνη, ακόμη και όταν, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, το ποσό των δικαστικών εξόδων το οποίο θα φέρει ο ενάγων υπερβαίνει το ποσό που του έχει επιδικαστεί από το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της κύριας υποθέσεως. Συγκεκριμένα, το ζήτημα του ποσού των δικαστικών εξόδων που φέρει ο ενάγων είναι διαφορετικό και ανεξάρτητο από το ζήτημα του ύψους της αποζημιώσεως που έχει υποχρεωθεί, στο πλαίσιο της κύριας υποθέσεως, να καταβάλει το εναγόμενο θεσμικό όργανο.

51      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) την οποία επικαλέστηκαν οι ενάγοντες, με την οποία κρίθηκε, κατ’ ουσίαν, ότι η εφαρμογή των κανόνων που αφορούν τα δικαστικά τέλη, οι οποίοι έχουν ως αποτέλεσμα να στερούν από τον προσφεύγοντα το σύνολο σχεδόν της αποζημιώσεως την οποία το οικείο κράτος είχε υποχρεωθεί από το ΕΔΔΑ να του καταβάλει λόγω παράνομης προσωρινής κρατήσεώς του, συνιστούσε προσβολή του δικαιώματός του προσβάσεως στη δικαιοσύνη. Συναφώς, αρκεί να επισημανθεί ότι στην υπόθεση εκείνη επρόκειτο για δικαστικά τέλη που εισπράττονται από το κράτος, το οποίο είχε υποχρεωθεί από το ΕΔΔΑ να καταβάλει αποζημίωση στον προσφεύγοντα, πράγμα που μπορούσε να δημιουργήσει την εντύπωση ότι το εν λόγω κράτος έπαιρνε με το ένα χέρι αυτό που είχε δώσει με το άλλο ως αποζημίωση λόγω παραβιάσεως της ΕΣΔΑ (απόφαση του ΕΔΔΑ, 12 Ιουλίου 2007, Stankov κατά Βουλγαρίας, CE:ECHR:2007:0712JUD006849001, σκέψεις 51 έως 67). Ωστόσο, στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι, καταρχήν, η πρόσβαση στη διαδικασία ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης παρέχεται δωρεάν, οι ενάγοντες φέρουν μόνον ένα μέρος των αμοιβών και των εξόδων των δικών τους δικηγόρων, ποσά επί των οποίων, λόγω της φύσεώς τους, η Επιτροπή δεν μπορεί να ασκήσει οιαδήποτε επιρροή.

52      Κατά συνέπεια, το επιχείρημα το οποίο αντλείται από την προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στη δικαιοσύνη πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του αιτήματος που αφορά τους τόκους υπερημερίας

53      Οι ενάγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να προσαυξηθεί το ποσό των αποδοτέων δικαστικών εξόδων με τόκους υπερημερίας από της ημερομηνίας εκδόσεως της διατάξεως ή, τουλάχιστον, από της ημερομηνίας της επιδόσεώς της και μέχρι την ημερομηνία της εξοφλήσεως των εν λόγω δικαστικών εξόδων.

54      Επισημαίνεται, συναφώς, ότι η αναγνώριση ενδεχόμενης υποχρεώσεως καταβολής τόκων υπερημερίας και ο καθορισμός του εφαρμοστέου επιτοκίου εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 170, παράγραφοι 1 και 3, του Κανονισμού Διαδικασίας (διάταξη της 23ης Μαΐου 2014, Marcuccio κατά Επιτροπής, T‑286/11 P-DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:312, σκέψη 25).

55      Κατά πάγια νομολογία, η αίτηση προσαυξήσεως με τόκους υπερημερίας του οφειλόμενου στο πλαίσιο της διαδικασίας καθορισμού των δικαστικών εξόδων ποσού πρέπει να γίνει δεκτή για το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας της επιδόσεως της διατάξεως περί καθορισμού των δικαστικών εξόδων και της ημερομηνίας της εξοφλήσεως των δικαστικών εξόδων (βλ. διάταξη της 24ης Οκτωβρίου 2011, Marcuccio κατά Επιτροπής, T‑176/04 DEP II, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:616, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

56      Λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι το εφαρμοστέο επιτόκιο πρέπει να υπολογιστεί βάσει του επιτοκίου που εφαρμόζεται από την ΕΚΤ στις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως και ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του μήνα κατά τον οποίο εκπνέει η προθεσμία καταβολής, προσαυξημένου κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Το συνολικό ποσό των δικαστικών εξόδων που οφείλει να αποδώσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην IdromacchineSrl, καθώς και στους Alessandro και RobertoCapuzzo ορίζεται στα 26 155 ευρώ.

2)      Το ποσό αυτό προσαυξάνεται, από την ημερομηνία επιδόσεως της παρούσας διατάξεως μέχρι την ημέρα της πλήρους εξοφλήσεως του οφειλόμενου ποσού, με τόκους υπερημερίας υπολογιζόμενους βάσει του επιτοκίου που εφαρμόζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως και ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του μήνα κατά τον οποίο εκπνέει η προθεσμία καταβολής, προσαυξημένου κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες.

Λουξεμβούργο, 13 Ιανουαρίου 2017.

Ο Γραμματέας

 

Η Πρόεδρος

E. Coulon

 

I. Pelikánová


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.