Language of document :

Προσφυγή της 12ης Νοεμβρίου 2012 - von Storch κ.λπ. κατά ΕΚΤ

(Υπόθεση T-492/12)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγοντες: Sven A. von Storch (Βερολίνο, Γερμανία) και 5216 λοιποί προσφεύγοντες (εκπρόσωποι: M. Kerber και B. von Storch, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

Αιτήματα των προσφευγόντων

Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να κηρύξει ασυμβίβαστες προς τα άρθρα 123 έως 125 ΣΛΕΕ τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, σχετικά με σειρά τεχνικών χαρακτηριστικών των προθεσμιακών συναλλαγών του Ευρωσυστήματος στις δευτερογενείς αγορές κρατικών χρεογράφων, να διατυπώσει τις έννομες συνέπειες του άρθρου 264 ΣΛΕΕ και να παρεμποδίσει την περαιτέρω εφαρμογή,

να κηρύξει ασυμβίβαστη προς τα άρθρα 123 έως 125 ΣΛΕΕ την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, περί πρόσθετων μέτρων για τη διατήρηση της διαθεσιμότητας εξασφαλίσεων για τους αντισυμβαλλόμενους, προκειμένου να διασφαλισθεί η πρόσβασή τους σε πράξεις παροχής ρευστότητας του Ευρωσυστήματος, να διατυπώσει τις έννομες συνέπειες του άρθρου 264 ΣΛΕΕ και να παρεμποδίσει την περαιτέρω εφαρμογή,

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής οι προσφεύγοντες προβάλλουν κατ' ουσίαν τους ακόλουθους λόγους:

Οι επίμαχες αποφάσεις αντιβαίνουν στα άρθρα 123 έως 125 ΣΛΕΕ. Οι προσφεύγοντες προβάλλουν, συναφώς, ότι το άρθρο 123 ΣΛΕΕ απαγορεύει τη χρηματική αποτίμηση κρατικών χρεών και ότι, όπως απορρέει από τον κανονισμό (EΚ) 3603/932, η απαγόρευση αυτή εφαρμόζεται κατά γενικό τρόπο, τουτέστιν τόσο για τις πρωτογενείς όσο και για τις δευτερογενείς αγορές.

Επιπλέον, η ΕΚΤ παραβαίνει το άρθρο 127 ΣΛΕΕ. Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η σχετική με τη νομισματική πολιτική εντολή της ΕΚΤ αποσκοπεί στη σταθερότητα των τιμών. Εφαρμόζοντας, όμως, τα μέτρα, η ΕΚΤ ασκεί φορολογική πολιτική και ενεργεί ultra-vires.

Επιπροσθέτως, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν συμβιβάζονται με το Πρωτόκολλο (αριθ. 27) σχετικά με την εσωτερική αγορά και τον ανταγωνισμό  σε συνδυασμό με το άρθρο 51 ΣΕΕ. Κατά την άποψη των προσφευγόντων, η απόκτηση κρατικών αξιογράφων από κράτη που διατρέχουν χρηματοπιστωτικό κίνδυνο συνιστά άμεση παρέμβαση σε ένα τμήμα της αγοράς το οποίο χαρακτηρίζεται από υπερπροσφορά. Η απόκτηση αυτή αποτελεί τεχνητό περιορισμό της προσφοράς με αντίστοιχες επιπτώσεις στην απόδοση των αξιογράφων αυτών, ο οποίος δεν συνάδει προς τις αρχές περί ανόθευτου ανταγωνισμού.

Η ΕΚΤ ενεργεί κατά παράβαση του άρθρου 130 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 7 του καταστατικού ΕΣΚΤ/ΕΚΤ, καθότι ο Πρόεδρος της ΕΚΤ υιοθέτησε τις προσβαλλόμενες αποφάσεις μετά από άσκηση πίεσης.

Η αγορά κρατικών ομολόγων, η οποία δικαιολογείται από λόγους όχι νομισματικής αλλά φορολογικής πολιτικής και η οποία δεν συμβάλλει στην διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών, επηρεάζει αρνητικά τις αγορές και θέτει σε κίνδυνο επομένως την εμπιστοσύνη σε μια ανεξάρτητη νομισματική πολιτική. Κατά την άποψη των προσφευγόντων, από το κανονιστικό καθεστώς της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης απορρέει ένα υποκειμενικό δικαίωμα σε αποχή από μορφές συμπεριφοράς που είναι προδήλως αντίθετες προς τη σταθερότητα, οι οποίες δεν συνάδουν, μεταξύ άλλων, προς τα άρθρα 123 και 125 ΣΛΕΕ.

____________

1 - Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3603/93 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1993, για τον προσδιορισμό των εννοιών που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή των απαγορεύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 104 και στο άρθρο 104 Β παράγραφος 1 της συνθήκης (ΕΕ. L 332, σ. 1).

2 - ΕΕ 2010, C 83, σ. 309.

3 - Πρωτόκολλο (αριθ. 4) για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΕ 2010. C 83, σ. 230).