Language of document : ECLI:EU:F:2010:43

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
(πρώτο τμήμα)

της 11ης Μαΐου 2010

Υπόθεση F-30/08

Φώτιος Νανόπουλος

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης — Παραδεκτό — Βλαπτική πράξη — Εξωσυμβατική ευθύνη — Διαρροές στον Τύπο — Αρχή του τεκμηρίου αθωότητας — Ηθική βλάβη — Απόφαση περί κινήσεως πειθαρχικής διαδικασίας — Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως — Καθήκον αρωγής — Άρθρο 24 του ΚΥΚ»

Αντικείμενο: Αγωγή αποζημιώσεως ασκηθείσα βάσει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με την οποία ο Φ. Νανόπουλος ζητεί να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του καταβάλει, εξαιτίας των πταισμάτων στα οποία υπέπεσε κατά τη διαχείριση της καταστάσεως και της σταδιοδρομίας του, το ποσό των 850 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη.

Απόφαση: Η Επιτροπή υποχρεώνεται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 90 000 ευρώ. Η αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η Επιτροπή καταδικάζεται στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Αγωγή αποζημιώσεως — Διοικητική διαδικασία που προηγείται της προσφυγής

(Κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Βλαπτική πράξη — Έννοια — Απόφαση σχετικά με την υποχρέωση αρωγής που υπέχει η διοίκηση — Εμπίπτει — Καθυστέρηση κατά τη λήψη αποφάσεως — Αποκλείεται

(Κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 24, 90 και 91)

3.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Αγωγή αποζημιώσεως — Αίτημα αποκαταστάσεως ζημίας η οποία προκλήθηκε από απόφαση περί κινήσεως πειθαρχικής διαδικασίας — Διοικητική διαδικασία που προηγείται της προσφυγής

(Κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

4.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Προθεσμίες — Αίτημα αποζημιώσεως απευθυνόμενο σε θεσμικό όργανο — Τήρηση ευλόγου προθεσμίας — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 46· Κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90)

5.      Υπάλληλοι — Εξωσυμβατική ευθύνη θεσμικών οργάνων — Προϋποθέσεις — Έλλειψη νομιμότητας — Έννοια

(Άρθρο 270 ΣΛΕΕ)

6.      Υπάλληλοι — Υποχρέωση αρωγής που βαρύνει τη διοίκηση — Έκταση — Καθυστέρηση κατά τη λήψη αποφάσεως — Υπηρεσιακό πταίσμα ικανό να θεμελιώσει ευθύνη της διοικήσεως

(Κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24)

7.      Υπάλληλοι — Εξωσυμβατική ευθύνη θεσμικών οργάνων — Προϋποθέσεις — Έλλειψη νομιμότητας — Διαρροή πληροφοριών σχετικά με δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ενός υπαλλήλου

(Άρθρα 270 ΣΛΕΕ και 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ· κανονισμός 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

8.      Υπάλληλοι — Πειθαρχικό καθεστώς — Κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας — Εξουσία εκτιμήσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής — Δικαστικός έλεγχος — Όρια — Κίνηση χωρίς επαρκείς και κατάλληλες πληροφορίες — Υπηρεσιακό πταίσμα ικανό να θεμελιώσει ευθύνη της διοικήσεως

(Κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 87· παράρτημα IX)

9.      Υπάλληλοι — Εξωσυμβατική ευθύνη θεσμικών οργάνων — Υπηρεσιακό πταίσμα — Μη ανάθεση σε υπάλληλο καθηκόντων που αντιστοιχούν στον βαθμό του

(Άρθρα 270 ΣΛΕΕ και 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

1.      Στο πλαίσιο του συστήματος προσφυγών που θεσπίζουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, αγωγή αποζημιώσεως, η οποία συνιστά αυτοτελές μέσο παροχής ένδικης προστασίας σε σχέση με την προσφυγή ακυρώσεως, είναι παραδεκτή μόνον εφόσον προηγήθηκε η προ της ασκήσεως της αγωγής διαδικασία σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΥΚ. Η διαδικασία αυτή διαφέρει αναλόγως του αν η ζημία, της οποίας αποκατάσταση ζητείται, οφείλεται σε βλαπτική πράξη, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ ή σε συμπεριφορά της διοικήσεως στερούμενη τον χαρακτήρα αποφάσεως. Στην πρώτη περίπτωση, εναπόκειται στον ενδιαφερόμενο να υποβάλει, εντός των προβλεπομένων προθεσμιών, στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή διοικητική ένσταση κατά της συγκεκριμένης πράξεως. Αντιθέτως, στη δεύτερη περίπτωση, η προ της ασκήσεως της αγωγής διαδικασία πρέπει να κινηθεί με την υποβολή αιτήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, επιδιώκουσας αποζημίωση. Μόνον η ρητή ή η σιωπηρή απόρριψη αυτής της αιτήσεως συνιστά βλαπτική απόφαση κατά της οποίας μπορεί να ασκηθεί ένσταση και μόνον μετά τη ρητή ή τη σιωπηρή απόρριψη της ενστάσεως αυτής χωρεί αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ.

(βλ. σκέψη 83)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 25 Σεπτεμβρίου 1991, T‑5/90, Marcato κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑731, σκέψεις 49 και 50· 28 Ιουνίου 1996, Y κατά Δικαστηρίου, T‑500/93, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑335 και II‑977, σκέψη 64

2.      Απόφαση σχετικά με την υποχρέωση αρωγής συνιστά βλαπτική πράξη. Αντιθέτως, η καθυστέρηση κοινοτικού οργάνου να αποφασίσει επί της υποχρεώσεως του για παροχή αρωγής και να κοινοποιήσει την απόφασή του δεν συνιστά, καταρχήν, βλαπτική πράξη. Όσον αφορά την απουσία αυτεπάγγελτης αρωγής κοινοτικού οργάνου, απόκειται, καταρχήν, στον υπάλληλο, ο οποίος εκτιμά ότι μπορεί να επικαλεσθεί το άρθρο 24 του ΚΥΚ, να υποβάλει αίτηση αρωγής στο όργανο στο οποίο υπάγεται. Μόνον υπό ορισμένες εξαιρετικές περιστάσεις μπορεί να θεμελιωθεί υποχρέωση του κοινοτικού οργάνου να προχωρήσει, με δική του πρωτοβουλία και χωρίς προηγούμενη αίτηση του ενδιαφερομένου, σε συγκεκριμένη ενέργεια αρωγής. Ελλείψει τέτοιων περιστάσεων, η παράλειψη του οργάνου να παράσχει αυτεπαγγέλτως αρωγή στους υπαλλήλους και στο λοιπό προσωπικό του δεν αποτελεί βλαπτική πράξη.

(βλ. σκέψεις 93, 99 και 101)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 12 Ιουνίου 1986, 229/84, Sommerlatte κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 1805, σκέψη 20

ΓΔΕΕ: 26 Οκτωβρίου 1993, T‑59/92, Caronna κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑1129, σκέψη 100· 1 Δεκεμβρίου 1994, T‑79/92, Ditterich κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑289 και II‑907, σκέψη 66· 6 Νοεμβρίου 1997, T‑223/95, Ronchi κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑321 και II‑879, σκέψεις 25 έως 31· 13 Ιουλίου 2006, T‑285/04, Andrieu κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑161 και II‑A‑2‑775, σκέψη 135· 12 Σεπτεμβρίου 2007, T‑249/04, Combescot κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. Ι‑Α‑2‑181 και ΙΙ‑Α‑2‑1219, σκέψη 32· 18 Δεκεμβρίου 2008, T‑90/07 P και T‑99/07 P, Βέλγιο και Επιτροπή κατά Genette, Συλλογή 2008, σ. II‑3859, σκέψεις 100 έως 102

ΔΔΔΕΕ: 31 Μαΐου 2006, F‑91/05, Frankin κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑25 και II‑A‑1‑83, σκέψη 24

3.      Η προ της ασκήσεως αγωγής διαδικασία που εφαρμόζεται για την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από απόφαση περί κινήσεως πειθαρχικής διαδικασίας εξαρτάται από τη φύση της τελικής αποφάσεως που έλαβε η διοίκηση.

Όταν η κινηθείσα πειθαρχική διαδικασία περατώνεται με βλαπτική πράξη, ο υπάλληλος δεν μπορεί να προβάλλει τον παράνομο χαρακτήρα της αποφάσεως περί κινήσεως της εν λόγω διαδικασίας παρά μόνον προς στήριξη προσβολής, ασκούμενης εντός των προθεσμιών ενστάσεως και προσφυγής που τάσσουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, απευθείας κατά της βλαπτικής πράξεως που εκδόθηκε κατά την περάτωση της διαδικασίας.

Αντιθέτως, οσάκις η διοίκηση λαμβάνει απόφαση περί περατώσεως πειθαρχικής διαδικασίας δίχως περαιτέρω ενέργειες, ο υπάλληλος, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή δεν είναι βλαπτική, θα πρέπει, προκειμένου να επιτύχει αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την απόφαση περί κινήσεως πειθαρχικής διαδικασίας, να τηρήσει προηγουμένως την προβλεπόμενη στα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ διαδικασία προ της ασκήσεως αγωγής σε δύο στάδια.

(βλ. σκέψεις 111 έως 113)

4.      Οι υπάλληλοι ή το λοιπό προσωπικό που επιδιώκουν την αποκατάσταση εκ μέρους της Ένωσης ζημίας που είναι καταλογιστέα σε αυτή οφείλουν να υποβάλουν σχετική αίτηση εντός ευλόγου προθεσμίας από τη στιγμή κατά την οποία έλαβαν γνώση της καταστάσεως για την οποία διαμαρτύρονται, καίτοι το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ δεν τάσσει προθεσμία για την υποβολή αιτήσεως.

Η τήρηση ευλόγου προθεσμίας απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις όπου, εφόσον τα νομοθετήματα δεν περιέχουν σχετική ρύθμιση, οι αρχές της ασφαλείας δικαίου ή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εμποδίζουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα να ενεργούν χωρίς κανένα χρονικό όριο, διακυβεύοντας έτσι, μεταξύ άλλων, τη σταθερότητα κεκτημένων νομικών καταστάσεων. Όσον αφορά τις αξιώσεις στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης που μπορούν να καταλήξουν σε χρηματική επιβάρυνση για την Ένωση, η τήρηση ευλόγου προθεσμίας για την υποβολή αιτήσεως περί αποζημιώσεως διαπνέεται επίσης από τη μέριμνα προστασίας των δημοσίων οικονομικών η οποία ευρίσκει μια ειδική έκφραση, για τις αξιώσεις στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης, στην πενταετή προθεσμία παραγραφής που τάσσει το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Ο εύλογος χαρακτήρας της προθεσμίας πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν κάθε υπόθεση και, ειδικότερα, με τα συμφέροντα του ενδιαφερομένου που διακυβεύονται στη δίκη, την περιπλοκότητα της υποθέσεως και τη συμπεριφορά των διαδίκων.

(βλ. σκέψεις 116 και 117)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 5 Οκτωβρίου 2004, T‑45/01, Sanders κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3315, σκέψη 59· 5 Οκτωβρίου 2004, T‑144/02, Eagle κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3381, σκέψεις 65 και 66

ΔΔΔΕΕ: 4 Νοεμβρίου 2008, F‑87/07, Marcuccio κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. Ι‑Α‑1‑351 και ΙΙ‑Α‑1‑1915, σκέψη 27, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόθεση T‑16/09 P

5.      Το βάσιμο αγωγής αποζημιώσεως ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, ήτοι παράνομη συμπεριφορά που προσάπτεται στα κοινοτικά όργανα, υποστατό της ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας.

Είναι δυνατόν να θεμελιωθεί εξωσυμβατική ευθύνη των κοινοτικών οργάνων, βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, εξαιτίας μιας μόνον παράνομης βλαπτικής πράξεως (ή ενέργειας μη ενέχουσας χαρακτήρα αποφάσεως), δίχως μάλιστα να απαιτείται να εξετασθεί κατά πόσον πρόκειται περί κατάφωρης παραβάσεως κανόνα δικαίου απονέμοντος δικαιώματα στους ιδιώτες.

Δεν αποκλείεται η εκ μέρους του δικαστή εκτίμηση του εύρους της εξουσίας εκτιμήσεως της διοικήσεως στις υπαλληλικές διαφορές· αντιθέτως, το κριτήριο αυτό συνιστά ουσιώδη παράμετρο κατά την εξέταση της νομιμότητας της κρίσιμης αποφάσεως ή ενέργειας, καθόσον ο έλεγχος νομιμότητας που ασκεί ο δικαστής, καθώς και το εύρος του ελέγχου, εξαρτώνται από τη μεγαλύτερη η μικρότερη διακριτική ευχέρεια της διοικήσεως αναλόγως με το εφαρμοστέο δίκαιο και τις επιταγές ορθής λειτουργίας που επιβάλλονται σε αυτήν.

Απόκειται στον δικαστή της Ένωσης, προκειμένου να εξετάσει εάν πληρούται η πρώτη προϋπόθεση για τη θεμελίωση εξωσυμβατικής ευθύνης της διοικήσεως, να εκτιμήσει μόνον κατά πόσον οι προσαπτόμενες σε κοινοτικό όργανο ενέργειες συνιστούν υπηρεσιακό πταίσμα, λαμβανομένης υπόψη της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει η διοίκηση στην ενώπιον του δικαστή εκκρεμούσα διαφορά.

(βλ. σκέψεις 128 έως 133)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 1 Ιουνίου 1994, C‑136/92 P, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. I‑1981, σκέψη 42· 21 Φεβρουαρίου 2008, C‑348/06 P, Επιτροπή κατά Girardot, Συλλογή 2008, σ. I‑833, σκέψεις 52 και 53

ΓΔΕΕ: 7 Φεβρουαρίου 2007, T‑339/03, Clotuche κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. Ι‑Α‑2‑29 και ΙΙ‑Α‑2‑179, σκέψεις 219 και 220· 12 Σεπτεμβρίου 2007, T‑250/04, Combescot κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. Ι‑Α‑2‑191 και ΙΙ‑Α‑2‑1251, σκέψη 86

6.      Η διοίκηση διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά την επιλογή των μέτρων και των μέσων εκτιμήσεως του άρθρου 24 του ΚΥΚ. Οφείλει, εντούτοις, σε περίπτωση σοβαρών και αβασίμων κατηγοριών σχετικών με την επαγγελματική υπόληψη υπαλλήλου κατά την άσκηση των καθηκόντων του να απορρίψει αυτές τις κατηγορίες και να λάβει κάθε μέτρο προκειμένου να αποκαταστήσει τη θιγείσα υπόληψη του ενδιαφερομένου. Ειδικότερα, η διοίκηση πρέπει να επεμβαίνει όσο το δυνατόν δραστικότερα και να αντιδρά επιδεικνύοντας την ταχύτητα και τη μέριμνα που απαιτούνται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως.

Οι αιτήσεις αρωγής που υποβάλλει υπάλληλος εξαιτίας δυσφημήσεως ή προσβολής της τιμής, τελούμενης διά του Τύπου, χρήζουν, καταρχήν, ιδιαιτέρως ταχείας απαντήσεως εκ μέρους της διοικήσεως, προκειμένου να έχουν πρακτική αποτελεσματικότητα και να επιτρέπουν στον υπάλληλο να διαφεύγει ενδεχόμενο κίνδυνο αποκλεισμού συνδεόμενο με τις σύντομες προθεσμίες προσφυγής ενώπιον ορισμένων εθνικών δικαστηρίων στον τομέα των διά του Τύπου τελούμενων αδικημάτων.

Ελλείψει ειδικών περιστάσεων, καθυστέρηση της διοικήσεως να αναλάβει δράση συνιστά υπηρεσιακό πταίσμα ικανό να θεμελιώσει την ευθύνη της.

(βλ. σκέψεις 139 έως 141)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 13 Ιουλίου 1972, 79/71, Heinemann κατά Επιτροπής, Rec. 1972, σ. 579, σκέψη 12· 6 Φεβρουαρίου 1986, 173/82, 157/83 και 186/84, Castille κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 497

ΓΔΕΕ: 24 Ιανουαρίου 1991, T‑27/90, Latham κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑35, σκέψεις 49 και 50· 21 Απριλίου 1993, T‑5/92, Tallarico κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II‑477, σκέψη 31· Caronna κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 64, 65 και 92 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 28 Φεβρουαρίου 1996, T‑294/94, Δημητριάδης κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑51 και II‑151, σκέψεις 39 και 45· 17 Μαρτίου 1998, T‑183/95, Carraro κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑123 και II‑329, σκέψη 33

7.      Η παράνομη διαρροή πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα συνιστά επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αντίθετη προς τον κανονισμό 45/2001 σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών.

Στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως, ο ενάγων είναι αυτός που οφείλει να αποδείξει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως εξωσυμβατικής ευθύνης του οργάνου. Επομένως, ο ενάγων οφείλει, καταρχήν, να αποδείξει ότι οι δημοσιευθείσες στον Τύπο πληροφορίες που τον αφορούν προέρχονται από διαρροές που καταλογίζονται στη διοίκηση. Πάντως, ο κανόνας αυτός εφαρμόζεται κατά ελαστικότερο τρόπο, οσάκις επιζήμιο γεγονός οφείλεται σε περισσότερες της μιας αιτίες, το δε κοινοτικό όργανο δεν προσάγει κάποιο αποδεικτικό στοιχείο που να επιτρέπει να αποδειχθεί ποια αιτία προκάλεσε το γεγονός αυτό, παρότι ήταν σε θέση, περισσότερο από οιονδήποτε άλλον, να προσκομίσει τις σχετικές αποδείξεις, οπότε πρέπει να του καταλογιστεί η αβεβαιότητα η οποία εξακολουθεί να υφίσταται.

Στην περίπτωση που η μέσω παράνομης διαρροής πληροφοριών δημοσιοποίηση του ονόματος ενός υπαλλήλου, όπως επίσης ο συσχετισμός αυτής με πληροφορίες που περιέχονται σε ανακοινωθέν Τύπου κοινοτικού οργάνου, προκάλεσαν στον Τύπο και στο ευρύ κοινό την εντύπωση ότι ο εν λόγω υπάλληλος ενεπλέκετο σε οικονομικό σκάνδαλο, η διαρροή αυτή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα έχει ως άμεσο αποτέλεσμα να ενταθεί σημαντικά η προσβολή της τιμής και της επαγγελματικής υπολήψεως του ενδιαφερόμενου.

Σε τέτοια περίπτωση, η ζημία δεν αποκαθίσταται παρά ελάχιστα μέσω του ανακοινωθέντος Τύπου του κοινοτικού οργάνου, στο οποίο διευκρινίζεται ότι περατώθηκε η εις βάρος του αθώου υπαλλήλου κινηθείσα πειθαρχική διαδικασία, δεδομένου ότι η δημοσιοποίηση του ανακοινωθέντος Τύπου έχει πολύ υποδεέστερο αντίκτυπο από ό,τι τα άρθρα που δημοσιεύθηκαν στον Τύπο.

(βλ. σκέψεις 160, 161, 246 και 247)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 12 Σεπτεμβρίου 2007, T‑259/03, Νικολάου κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 141 και 208· 8 Ιουλίου 2008, T‑48/05, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑1585, σκέψη 182

ΔΔΔΕΕ: 2 Μαΐου 2007, F‑23/05, Giraudy κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. Ι‑Α‑1‑121 και ΙΙ‑Α‑1‑657, σκέψη 206

8.      Σκοπός μιας αποφάσεως, με την οποία κινείται πειθαρχική διαδικασία εις βάρος υπαλλήλου, είναι να επιτραπεί στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να εξετάσει το αληθές και τη σοβαρότητα των προσαπτόμενων στον συγκεκριμένο υπάλληλο πραγματικών περιστατικών και να προβεί σε ακρόασή του επί του ζητήματος, σύμφωνα με το άρθρο 87 του ΚΥΚ, προκειμένου να σχηματίσει γνώμη, αφενός, σχετικά με τη δυνατότητα είτε περατώσεως άνευ ετέρου της πειθαρχικής διαδικασίας είτε επιβολής πειθαρχικής κυρώσεως στον υπάλληλο, αφετέρου, σχετικά με την ανάγκη ενδεχόμενης παραπομπής ή μη του υπαλλήλου, πριν την επιβολή της κυρώσεως αυτής, ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου, κατά την προβλεπόμενη στο παράρτημα IX του ΚΥΚ διαδικασία.

Μια τέτοια απόφαση συνεπάγεται απαραιτήτως λεπτές εκτιμήσεις εκ μέρους του θεσμικού οργάνου, δεδομένων των σοβαρών και ανεπανόρθωτων συνεπειών που ενδέχεται να επιφέρει η απόφαση. Το θεσμικό όργανο διαθέτει συναφώς ευρεία διακριτική ευχέρεια και ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται στο να επαληθεύσει ότι συνέβησαν πράγματι τα περιστατικά που έλαβε υπόψη η διοίκηση για να κινήσει τη διαδικασία και ότι δεν υπήρξε ούτε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των προσαπτόμενων περιστατικών ούτε κατάχρηση εξουσίας.

Εντούτοις, προκειμένου να προστατευθούν τα δικαιώματα του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή πρέπει, πριν κινήσει πειθαρχική διαδικασία, να διαθέτει αρκούντως ακριβή και συναφή στοιχεία. Πάντως, μολονότι δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των σκοπών της, μία έκθεση εσωτερικού ελέγχου δεν αποκλείεται να μπορεί ενδεχομένως να χρησιμεύσει ως βάση για την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας. Πρέπει, επομένως, οσάκις η διοίκηση αναφέρεται σε τέτοια έκθεση, να επαληθεύεται ανά περίπτωση, κατά πόσον οι περιεχόμενες σε αυτού του είδους το έγγραφο πληροφορίες είναι αρκούντως ακριβείς και συναφείς ούτως ώστε να δικαιολογείται η κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας. Κινώντας πειθαρχική διαδικασία κατά υπαλλήλου βάσει μόνον μίας εκθέσεως εσωτερικού ελέγχου, το θεσμικό όργανο υποπίπτει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοικήσεως. Η πράξη αυτή συνιστά πταίσμα ικανό να θεμελιώσει την ευθύνη του.

Η απόφαση του θεσμικού οργάνου να κινήσει πειθαρχική διαδικασία ενώ δεν διαθέτει αρκούντως ακριβή και συναφή στοιχεία πληροφόρησης συνιστά πταίσμα που προσβάλλει σφόδρα την τιμή και την επαγγελματική υπόληψη του ενδιαφερόμενου, στην περίπτωση που μπορεί να δημιουργήσει στο ευρύ κοινό, καθώς και στο περιβάλλον και τους συναδέλφους του ενδιαφερόμενου την εντύπωση ότι διέπραξε αξιόμεμπτες πράξεις.

Σε τέτοια περίπτωση, η ζημία δεν αποκαθίσταται παρά ελάχιστα μέσω του ανακοινωθέντος Τύπου του κοινοτικού οργάνου, στο οποίο διευκρινίζεται ότι περατώθηκε η εις βάρος του αθώου υπαλλήλου κινηθείσα πειθαρχική διαδικασία, δεδομένου ότι η δημοσιοποίηση του ανακοινωθέντος Τύπου έχει πολύ υποδεέστερο αντίκτυπο από ό,τι τα άρθρα που δημοσιεύθηκαν στον Τύπο.

(βλ. σκέψεις 208 έως 210, 216, 226, 230, 245 και 247)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 15 Μαΐου 1997, T‑273/94, N κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑97 και II‑289, σκέψη 125· 17 Μαΐου 2000, T‑203/98, Tζίκης κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑91 και II‑393, σκέψη 50· 13 Μαρτίου 2003, T‑166/02, Pessoa e Costa κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑89 και II‑471, σκέψη 36· 5 Οκτωβρίου 2005, T‑203/03, Rasmussen κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑279 και II‑1287, σκέψη 41· Franchet και Byk κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 352

ΔΔΔΕΕ: Giraudy κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 98, 99 και 206· 13 Ιανουαρίου 2010, F‑124/05 και F‑96/06, A και G κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 366

9.      Μη αναθέτοντας επί σειρά ετών σε υπάλληλο ουσιαστικά και αντίστοιχα προς τον βαθμό του καθήκοντα, το θεσμικό όργανο διαπράττει υπηρεσιακό πταίσμα ικανό να θεμελιώσει την ευθύνη του.

(βλ. σκέψεις 237 και 249)