Language of document : ECLI:EU:C:2013:70

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 7ης Φεβρουαρίου 2013 (1)

Υπόθεση C‑20/12

Elodie Giersch

Benjamin Marco Stemper

Julien Taminiaux

Xavier Renaud Hodin

Joëlle Hodin

κατά

Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου

(αίτηση προδικαστικής αποφάσεως του tribunal administratif του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου)

«Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων – Ίση μεταχείριση – Κοινωνικά πλεονεκτήματα – Οικονομικό βοήθημα για ανώτατες σπουδές – Προϋπόθεση διαμονής – Έμμεση δυσμενής διάκριση – Στόχος περί αυξήσεως του ποσοστού πτυχιούχων ανωτάτης εκπαιδεύσεως – Πρόσφορος και αναλογικός χαρακτήρας της προϋποθέσεως διαμονής»






1.        Το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί της συμβατότητας προς το δίκαιο της Ένωσης μιας προϋποθέσεως διαμονής που επιβάλλεται, στο Λουξεμβούργο, στα τέκνα των μεθοριακών εργαζομένων προκειμένου να δικαιούνται βοήθημα για ανώτατες σπουδές, τούτο δε ανεξαρτήτως του τόπου όπου σκοπεύουν να σπουδάσουν.

2.        Μολονότι το ζήτημα το οποίο αφορά η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο πλούσιας νομολογίας, η ιδιαιτερότητα της υποθέσεως έγκειται στο γεγονός ότι, αφενός, η κύρια δίκη διεξάγεται σε ένα κράτος μέλος η αγορά εργασίας του οποίου χαρακτηρίζεται από σημαντική παρουσία μεθοριακών εργαζόμενων και, αφετέρου, το ζήτημα του δικαιώματος στη χρηματοδότηση των ανωτάτων σπουδών τίθεται ακριβώς σε σχέση με τα δικαιώματα που οι εν λόγω εργαζόμενοι –και όχι οι σπουδαστές αυτοί καθαυτούς– αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης.

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3.        Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (2), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών (3), ορίζει:

«1.      Ο εργαζόμενος υπήκοος ενός κράτους μέλους δεν δύναται στην επικράτεια των άλλων κρατών μελών να έχει, λόγω της ιθαγένειάς του, διαφορετική μεταχείριση από τους ημεδαπούς εργαζομένους, ως προς τους όρους απασχόλησης και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση, την επαγγελματική επανένταξη ή την επαναπασχόληση αν έχει καταστεί άνεργος.

2.      Απολαύει των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους.»

 Το λουξεμβουργιανό δίκαιο

1.      Το σύστημα ενισχύσεως για ανώτατες σπουδές στο Λουξεμβούργο

4.        Ο νόμος της 26ης Ιουλίου 2010 (4), στον οποίο βασίζεται το ισχύον στο Λουξεμβούργο σύστημα ενισχύσεως για ανώτατες σπουδές, τροποποίησε το προγενέστερο σύστημα σε διάφορα σημεία. Το σχετικό βοήθημα μπορεί να ζητηθεί οποιοδήποτε και αν είναι το κράτος στο οποίο σκοπεύει ο αιτών να πραγματοποιήσει τις ανώτατες σπουδές του.

5.        Πρέπει να επισημανθεί ότι, μετά την έκδοση του νόμου της 22ας Ιουνίου 2000 (5), μόνον οι υπήκοοι του Λουξεμβούργου και οι διαμένοντες στο Λουξεμβούργο δικαιούνταν το βοήθημα. Αρχικώς, ο νόμος του 2000 απαιτούσε από τον υπήκοο του Λουξεμβούργου να αποδείξει την ιθαγένειά του (6) ενώ ο μη Λουξεμβούργιος υπήκοος της Ένωσης έπρεπε να έχει την κατοικία του στο Λουξεμβούργο και να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 7 ή 12 του κανονισμού 1612/68. Τη δυσμενή αυτή διάκριση ήρε νόμος του 2005 (7), ο οποίος απαίτησε από τους υπηκόους του Λουξεμβούργου να έχουν την κατοικία τους εντός της επικράτειας του Λουξεμβούργου προκειμένου να δικαιούνται το βοήθημα. Οι μεθοριακοί εργαζόμενοι οι οποίοι, εξ ορισμού, δεν κατοικούσαν στο Λουξεμβούργο αποκλείονταν από το πεδίο εφαρμογής του νόμου της 22ας Ιουνίου 2000.

6.        Υπό το κράτος του νόμου της 22ας Ιουνίου 2000, το βοήθημα είχε τη μορφή υποτροφίας και δανείου, η δε αναλογία με την οποία χορηγείτο το οικονομικό βοήθημα κυμαινόταν «αναλόγως, αφενός, της οικονομικής και κοινωνικής καταστάσεως του σπουδαστή και των γονέων του καθώς και, αφετέρου, των εξόδων εγγραφής με τα οποία επιβαρύνεται ο σπουδαστής» (8). Ο τρόπος με τον οποίο λαμβανόταν υπόψη η οικονομική και κοινωνική κατάσταση των γονέων καθορίσθηκε με το κανονιστικό διάταγμα του Μεγάλου Δούκα της 5ης Οκτωβρίου 2000 (9), το άρθρο 5 του οποίου προέβλεπε ότι το βασικό ποσό του βοηθήματος μπορούσε να αυξηθεί εάν δύο ή παραπάνω τέκνα του ίδιου νοικοκυριού ακολουθούσαν ανώτατες σπουδές (10) ή ακόμα ότι το βοήθημα μπορούσε να μειωθεί κατά το ποσό που αντιστοιχούσε στα ετήσια οικογενειακά επιδόματα, εφόσον λαμβάνονταν τέτοια επιδόματα για τον σπουδαστή (11). Κατά τον νόμο της 22ας Ιουνίου 2000, το μέγιστο συνολικό ποσό που μπορούσε να χορηγηθεί ανερχόταν σε 16 350 ευρώ ανά ακαδημαϊκό έτος (12), το δε ποσό αυτό αναπροσαρμοζόταν ετησίως σε συνάρτηση με την αυτόματη τιμαριθμική προσαρμογή των μισθών (13).

7.        Ο νόμος της 26ης Ιουλίου 2010 αποτελεί τη νομική βάση του ισχύοντος συστήματος ενισχύσεως. Προβλέπει ότι οι υπήκοοι της Ένωσης που διαμένουν σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 του τροποποιημένου νόμου της 29ης Αυγούστου 2008 περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και της μεταναστεύσεως στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου (14), ο οποίος μετέφερε στο δίκαιο του Λουξεμβούργου την οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (15), μπορούν να ζητήσουν το βοήθημα για ανώτατες σπουδές (16). Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του τροποποιημένου νόμου της 29ης Αυγούστου 2008 ορίζει ότι ο πολίτης της Ένωσης έχει δικαίωμα διαμονής στο έδαφος του Λουξεμβούργου για διάρκεια άνω των τριών μηνών εφόσον πληροί είτε την προϋπόθεση να ασκεί, ως εργαζόμενος, μισθωτή ή ανεξάρτητη δραστηριότητα, είτε την προϋπόθεση να είναι εγγεγραμμένος σε αναγνωρισμένο στο Λουξεμβούργο δημόσιο ή ιδιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα, προκειμένου να πραγματοποιήσει εκεί σπουδές ως κύρια δραστηριότητα, και εφόσον παρέχει εγγυήσεις ότι διαθέτει ασφάλιση ασθενείας και επαρκείς πόρους για τον εαυτό του και τα μέλη της οικογένειάς του, ώστε να αποτραπεί επιβάρυνση του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας (17).

8.        Κατόπιν της εκδόσεως του νόμου της 26ης Ιουλίου 2010, η αναλογία με την οποία χορηγείται το οικονομικό βοήθημα υπό τη μορφή υποτροφίας ή δανείου κυμαίνεται σε συνάρτηση μόνον με την οικονομική και κοινωνική κατάσταση του σπουδαστή, καθώς και με τα έξοδα εγγραφής με τα οποία αυτός επιβαρύνεται (18). Συνεπώς, το κανονιστικό διάταγμα του Μεγάλου Δούκα της 12ης Νοεμβρίου 2010 (19), το οποίο εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή του νόμου της 26ης Ιουλίου 2010, τροποποίησε το κανονιστικό διάταγμα του Μεγάλου Δούκα της 5ης Οκτωβρίου 2000 καταργώντας όλες τις περιεχόμενες σε αυτό αναφορές στην κατάσταση των γονέων του σπουδαστή που ζητεί ενίσχυση. Το μέγιστο ποσό του βοηθήματος ανέρχεται σε 17 700 ευρώ ανά ακαδημαϊκό έτος (20). Το ποσό αυτό δεν υπόκειται πλέον σε τιμαριθμική αναπροσαρμογή (21).

2.      Η κατάσταση των μεθοριακών εργαζόμενων όσον αφορά τη χρηματοδότηση ανωτάτων σπουδών βάσει του συστήματος του Λουξεμβούργου

9.        Δεν αμφισβητείται ότι, ακόμα και υπό το κράτος του νόμου της 22ας Ιουνίου 2000, τα τέκνα των μεθοριακών εργαζομένων δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις για τη λήψη βοηθήματος για ανώτατες σπουδές, δεδομένου ότι ο εν λόγω νόμος επέβαλλε κριτήριο διαμονής στο Λουξεμβούργο. Εντούτοις, οι μεθοριακοί εργαζόμενοι που υπάγονταν στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του Λουξεμβούργου ελάμβαναν «οικογενειακά επιδόματα» για κάθε τέκνο ηλικίας 18 ετών και άνω το οποίο ακολουθούσε ανώτατες σπουδές στο Λουξεμβούργο ή στο εξωτερικό (22). Επιπλέον, οι δικαιούχοι οικογενειακών επιδομάτων δικαιούνταν επίσης επίδομα τέκνου (76,88 ευρώ μηνιαίως την 1η Ιανουαρίου 2009). Τα οικογενειακά επιδόματα για ανώτατες σπουδές, τουτέστιν εκείνα που εξακολουθούσαν να καταβάλλονται μετά το 18ο έτος ηλικίας του τέκνου, μπορούσαν να καταβάλλονται απευθείας σε αυτό εφόσον υπέβαλλε σχετική αίτηση.

10.      Εντούτοις, ο νόμος της 26ης Ιουλίου 2010 τροποποίησε την ισχύουσα νομοθεσία και το άρθρο 271, τρίτο εδάφιο, του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως κατά τέτοιον τρόπο ώστε, εφεξής, το δικαίωμα σε οικογενειακά επιδόματα για τα τέκνα ηλικίας 18 ετών και άνω διατηρήθηκε μόνον για τα τέκνα που ακολουθούν δευτεροβάθμιες ή δευτεροβάθμιες τεχνικές σπουδές (και όχι πλέον ανώτατες) (23), τούτο δε ανεξαρτήτως του επιλεγέντος τόπου σπουδών. Όσον αφορά το επίδομα τέκνου, τούτο καταβάλλεται πλέον μόνον στους σπουδαστές που δικαιούνται βοήθημα για ανώτατες σπουδές, του οποίου θεωρείται αναπόσπαστο τμήμα, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω σπουδαστές εξακολουθούν να αποτελούν μέλη του νοικοκυριού των γονέων τους (24). Εντούτοις, αναγνωρίζεται ως φαίνεται δικαίωμα σε μείωση του φόρου των τέκνων που δεν έλαβαν ούτε επίδομα τέκνου ούτε κρατικό οικονομικό βοήθημα για ανώτατες σπουδές.

II – Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

11.      Οι Ε. Giersch, J. Hodin και J. Taminiaux είναι Βέλγοι υπήκοοι. Διαμένουν στο Βέλγιο και τουλάχιστον ένας εκ των δύο γονέων τους είναι μεθοριακός εργαζόμενος στο Λουξεμβούργο. Ο Β. Stemper είναι Γερμανός υπήκοος και διαμένει στη Γερμανία. Ο πατέρας του εργάζεται στο Λουξεμβούργο χωρίς ωστόσο να διαμένει εκεί.

12.      Οι Ε. Giersch, J. Hodin και J. Taminiaux επιθυμούν να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο Βέλγιο, τουτέστιν στο κράτος διαμονής τους, ενώ ο Β. Stemper επιθυμεί να συνεχίσει τις σπουδές του στο Ηνωμένο Βασίλειο. Κάθε ένα εκ των τεσσάρων αυτών τέκνων μεθοριακών εργαζομένων στο Λουξεμβούργο υπέβαλε αίτηση χορηγήσεως οικονομικού βοηθήματος για ανώτατες σπουδές τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 2010.

13.      Ο Υπουργός Ανωτάτης Εκπαιδεύσεως και Έρευνας του Λουξεμβούργου απέρριψε τις αιτήσεις τους με την αιτιολογία ότι τα εν λόγω τέκνα δεν διαμένουν στο Λουξεμβούργο, προϋπόθεση απαραίτητη για τη θεμελίωση δικαιώματος στο βοήθημα το οποίο προβλέπει ο νόμος της 26ης Ιουλίου 2010.

14.      Τα προαναφερθέντα τέκνα άσκησαν όλα, κυρίως ή επικουρικώς, προσφυγές ακυρώσεως κατά των απορριπτικών αποφάσεων του εν λόγω υπουργού ενώπιον του tribunal administratif (διοικητικό πρωτοδικείο) του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, το οποίο αναφέρει ότι οι τέσσερις αυτές προσφυγές είναι ενδεικτικές των περίπου 600 υπολοίπων παρεμφερών εκκρεμών προσφυγών.

15.      Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης προβάλλουν άμεση δυσμενή διάκριση εξαιτίας του ότι η νομοθεσία του Λουξεμβούργου απαιτεί από τους Λουξεμβούργιους υπηκόους να έχουν την κατοικία τους στο Λουξεμβούργο, ενώ απαιτεί από τους μη Λουξεμβούργιους υπηκόους να διαμένουν εκεί. Επικουρικώς, συνάγουν ότι συντρέχει αδικαιολόγητη έμμεση δυσμενής διάκριση, αντιβαίνουσα, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, δεδομένου ότι η προϋπόθεση διαμονής πληρούται ευχερέστερα από τους ημεδαπούς και ετέθη με μοναδικό σκοπό να αποκλεισθούν οι μεθοριακοί εργαζόμενοι από το δικαίωμα στο βοήθημα.

16.      Ενώπιον πάντα του προαναφερθέντος δικαστηρίου, το κράτος του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου αρνείται την ύπαρξη οιασδήποτε δυσμενούς διακρίσεως και υποστηρίζει ότι, κατά το δίκαιο του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, οι έννοιες της κατοικίας και της διαμονής είναι, εν τέλει, ισοδύναμες. Το κράτος του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου αντιτίθεται, εξάλλου, στον χαρακτηρισμό του κρατικού βοηθήματος για ανώτατες σπουδές ως «κοινωνικού πλεονεκτήματος» κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, καθόσον χορηγείται μόνον στους εκλαμβανόμενους ως αυτόνομους ενηλίκους σπουδαστές και ανεξαρτήτως της προσωπικής καταστάσεως των γονέων τους. Σε κάθε περίπτωση, ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει το λουξεμβουργιανό σύστημα ενισχύσεως για ανώτατες σπουδές, ο οποίος συνίσταται στην αύξηση σε σημαντικό βαθμό του ποσοστού πτυχιούχων ανωτάτης εκπαιδεύσεως που διαμένουν στο Λουξεμβούργο –ποσοστό που υπολείπεται του μέσου ευρωπαϊκού– δικαιολογεί το γεγονός ότι μόνον οι διαμένοντες στο Λουξεμβούργο δικαιούνται την εν λόγω ενίσχυση. Τυχόν κατάργηση της προϋποθέσεως διαμονής θα είχε ως αποτέλεσμα ότι κάθε σπουδαστής στερούμενος οιουδήποτε δεσμού με την κοινωνία του Λουξεμβούργου θα μπορούσε να λάβει οικονομικό βοήθημα για να σπουδάσει σε οιαδήποτε χώρα. Τούτο θα ενθάρρυνε έναν πραγματικό «τουρισμό υποτροφιών» και θα συνιστούσε αφόρητη οικονομική επιβάρυνση για το κράτος του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου το οποίο θα έπρεπε, επομένως, να αναθεωρήσει αυτή καθαυτήν την αρχή της «μετακινησιμότητας» του βοηθήματος.

17.      Από την πλευρά του, το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι το βοήθημα για ανώτατες σπουδές συνιστά οικονομικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68. Πρόκειται περί βοηθήματος διαβιώσεως το οποίο χορηγείται απευθείας σε σπουδαστές που συντηρούνται από τους γονείς τους. Κατά τη νομολογία, όμως, του Δικαστηρίου, η ίση μεταχείριση την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68 αφορά επίσης τους συντηρούμενους κατιόντες διακινούμενου ή μεθοριακού εργαζομένου (25).

18.      Συντασσόμενο με την επιχειρηματολογία του κράτους του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, το αιτούν δικαστήριο απορρίπτει την ύπαρξη άμεσης δυσμενούς διακρίσεως λόγω της ισοδυναμίας, στο εθνικό δίκαιο, των όρων της κατοικίας και της διαμονής, καταλήγει όμως στο συμπέρασμα ότι το σύστημα ενισχύσεως βασίζεται σε έμμεση δυσμενή διάκριση που απαγορεύεται από το δίκαιο της Ένωσης, δεδομένου ότι, κατά τη νομολογία πάντα του Δικαστηρίου, την επιβαλλόμενη προϋπόθεση διαμονής πληρούν πράγματι ευκολότερα οι ημεδαποί. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τέτοια διαφορετική μεταχείριση μπορεί εντούτοις να δικαιολογηθεί εφόσον στηρίζεται σε αντικειμενικές εκτιμήσεις, ανεξάρτητες της ιθαγένειας των ενδιαφερόμενων προσώπων, και εφόσον τελεί σε αναλογία προς τον σκοπό που θεμιτώς επιδιώκει το εθνικό δίκαιο. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, όμως, ακριβώς ως προς τον θεμιτό χαρακτήρα των δικαιολογητικών λόγων που προβάλλει το κράτος του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου.

19.      Αντιμέτωπο με την ερμηνευτική αυτή δυσχέρεια του δικαίου της Ένωσης, το tribunal administratif του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και, με απόφαση περί παραπομπής η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Ιανουαρίου 2011, να υποβάλει στο Δικαστήριο, βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Συνιστούν, κατά την έννοια της […] κοινοτικής νομολογίας και λαμβανομένης υπόψη της κοινοτικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως την οποία διακηρύσσει το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, οι λόγοι εκπαιδευτικής και δημοσιονομικής πολιτικής τους οποίους προβάλλει το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργο, και συγκεκριμένα η ενθάρρυνση της αυξήσεως του ποσοστού των πτυχιούχων ανωτάτης εκπαιδεύσεως, το οποίο σήμερα είναι ανεπαρκές σε σύγκριση με τα ποσοστά που σημειώνονται διεθνώς, όσον αφορά τον πληθυσμό που διαμένει στο Λουξεμβούργο, οι οποίοι θα απειληθούν σοβαρά αν το κράτος του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου πρέπει να καταβάλλει το οικονομικό βοήθημα για ανώτατες σπουδές σε κάθε σπουδαστή, έστω και αν δεν διαθέτει κανένα δεσμό με την κοινωνία του Μεγάλου Δουκάτου, για να πραγματοποιήσει τις ανώτατες σπουδές του σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου, πράγμα που θα οδηγούσε σε παράλογη επιβάρυνση του προϋπολογισμού του κράτους του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, λόγους ικανούς να δικαιολογήσουν τη διαφορετική μεταχείριση η οποία απορρέει από την υποχρέωση διαμονής που επιβάλλεται τόσο στους υπηκόους του Λουξεμβούργου όσο και στους υπηκόους άλλων κρατών μελών για τη χορήγηση βοηθήματος για ανώτατες σπουδές;»

III – Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

20.      Οι Ε. Giersch, J. Taminiaux και J. Hodin, η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση, η Δανική Κυβέρνηση, η Ελληνική Κυβέρνηση, η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Σουηδική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου.

21.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία διεξήχθη στις 28 Νοεμβρίου 2012, διατύπωσαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους οι Ε. Giersch, Β. Stemper, J. Taminiaux, J. Hodin, η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση, η Δανική Κυβέρνηση, η Ελληνική Κυβέρνηση, η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Σουηδική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή.

IV – Νομική ανάλυση

22.      Προκειμένου να δοθεί λυσιτελής απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, προτείνω να ανατρέξουμε, εν συντομία, στον χαρακτηρισμό του βοηθήματος για ανώτατες σπουδές ως «κοινωνικό πλεονέκτημα» κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68 και στο γεγονός ότι η προϋπόθεση διαμονής που επιβάλλεται στα τέκνα των μεθοριακών εργαζομένων συνεπάγεται έμμεση δυσμενή διάκριση. Εν συνεχεία, θα προβώ στην κλασική μέθοδο ελέγχου που εφαρμόζει το Δικαστήριο οσάκις συντρέχει διαφορά μεταχειρίσεως και θα απαντήσω στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου εξετάζοντας όχι μόνον τη συμβατότητα, προς το δίκαιο της Ένωσης, των δικαιολογητικών λόγων που επικαλείται η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση, αλλά επίσης τον πρόσφορο και αναλογικό χαρακτήρα της ρήτρας διαμονής.

 Επί του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68 και επί της υπάρξεως δυσμενούς διακρίσεως

23.      Προκαταρκτικώς, είναι βασικό να επισημανθεί ότι το ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68. Το άρθρο αυτό αποτελεί, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, «ειδικότερη έκφραση, στον συγκεκριμένο τομέα της χορηγήσεως κοινωνικών πλεονεκτημάτων, του κανόνα της ίσης μεταχειρίσεως που καθιερώνει η διάταξη του άρθρου [45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ] και πρέπει να ερμηνεύεται κατά τον ίδιο τρόπο με τη διάταξη αυτή» (26). Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, επομένως, από το Δικαστήριο να αναλύσει την κατάσταση που αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης υπό το πρίσμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων (27).

1.      Το βοήθημα για ανώτατες σπουδές που λαμβάνουν τα τέκνα μεθοριακών εργαζομένων συνιστά κοινωνικό πλεονέκτημα

24.      Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου και κατά τη διάρκεια της παρούσας προδικαστικής διαδικασίας, η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση αμφισβήτησε το ότι ένα βοήθημα για ανώτατες σπουδές, το οποίο χορηγείται κατά τον τρόπο που προβλέπει ο νόμος της 26ης Ιουλίου 2010, συνιστά «κοινωνικό πλεονέκτημα» κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68.

25.      Το αιτούν δικαστήριο στηρίχθηκε στη σκέψη ότι, βάσει του άρθρου 203 του αστικού κώδικα του Λουξεμβούργου, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης έπρεπε να θεωρηθούν συντηρούμενοι από τον μεθοριακό εργαζόμενο γονέα τους. Προφανώς, άντλησε το συμπέρασμα αυτό από δύο στοιχεία: το γεγονός ότι α) το εν λόγω άρθρο 203 ορίζει ότι «[ο]ι σύζυγοι αναλαμβάνουν από κοινού, συνεπεία του γάμου τους και μόνον, την υποχρέωση να τρέφουν, να συντηρούν και να ανατρέφουν τα τέκνα τους» και β) κατά την εθνική νομολογία, καίτοι η υποχρέωση συντηρήσεως και εκπαιδεύσεως παύει, κατ’ αρχήν, με την ενηλικίωση των τέκνων, οι γονείς εξακολουθούν, ωστόσο, να είναι υποχρεωμένοι να τους παρέχουν, μετά την ενηλικίωση, τα μέσα για να συνεχίσουν σπουδές προκειμένου να προετοιμαστούν για το επάγγελμα που προτίθενται να εξασκήσουν, υπό τον όρο, εντούτοις, ότι είναι ικανά να τις συνεχίσουν (28).

26.      Δεν είναι δυνατόν, για την ανάλυση στην οποία θα προβώ, να υιοθετήσω a priori τη σκέψη αυτή του αιτούντος δικαστηρίου διότι, κατά τις αρχές του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, ένα τέτοιο ζήτημα πρέπει να επιλύεται βάσει του δικαίου που διέπει το προσωπικό καθεστώς του συγκεκριμένου υποκειμένου. Κατά συνέπεια, το προαναφερθέν άρθρο 203, όπως ερμηνεύθηκε στη νομολογία του Λουξεμβούργου, μπορεί να εφαρμοσθεί στους υπηκόους του Λουξεμβούργου ή στους διαμένοντες εντός αυτού λόγω του ότι η έννομη τάξη της χώρας αυτής επιλέγει ένα κριτήριο ιθαγένειας, κατοικίας ή διαμονής για τον καθορισμό του καθεστώτος αυτού.

27.      Αφετέρου, και σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν είναι δυνατόν να συναχθεί ότι οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης δεν συντηρούνται από τον μεθοριακό εργαζόμενο γονέα τους λόγω του ότι ο νόμος της 26ης Ιουλίου 2010 προβλέπει ότι το βοήθημα καταβάλλεται απευθείας στους σπουδαστές, ότι τα εισοδήματα των γονέων δεν ασκούν επιρροή για τον καθορισμό του ύψους του βοηθήματος και ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι να καταστεί ανεξάρτητος ο νεαρός ενήλικος έναντι των γονέων του, ώστε να αποφασίζει μόνος του για το μέλλον των σπουδών του.

28.      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι το αιτούν δικαστήριο μπορεί να διερωτηθεί σχετικά με το ζήτημα για το οποίο απευθύνει ερώτημα στο Δικαστήριο μόνον αποκλειστικώς εφόσον αποδείξει, όχι μόνον ότι οι σπουδαστές τους οποίους αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης ανήκουν στο νοικοκυριό των ενδιαφερόμενων μεθοριακών εργαζομένων, αλλά επίσης ότι οι τελευταίοι τα συντηρούν ακόμα και εξακολουθούν να διασφαλίζουν τη διαβίωσή τους, εξετάζοντας επίσης μήπως οι σπουδαστές αυτοί δικαιούνται στις χώρες διαμονής τους, πράγματι ή δυνητικώς, να υπαχθούν σε μέτρο συγκρίσιμο προς εκείνο που καθιέρωσε ο νόμος της 26ης Ιουλίου 2010.

29.      Για την περίπτωση που η εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου αξιολόγηση αυτή το οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης συντηρούνται πράγματι από τους μεθοριακούς εργαζόμενους γονείς τους, πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί εν συντομία –στο μέτρο που η σχετική θέση του Δικαστηρίου είναι πάγια– ότι «ενίσχυση που χορηγείται για τη διαβίωση και την εκπαίδευση με σκοπό την εξακολούθηση πανεπιστημιακών σπουδών για την απόκτηση επαγγελματικών προσόντων αποτελεί «κοινωνικό πλεονέκτημα» κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68» (29) και ότι «η χρηματοδότηση σπουδών η παρεχόμενη από κράτος μέλος προς τα τέκνα των εργαζομένων αποτελεί, για έναν διακινούμενο εργαζόμενο, κοινωνικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 7, παράγραφος 2, όταν ο οικείος εργαζόμενος εξακολουθεί να συντηρεί τον κατιόντα του» (30).

30.      Δεύτερον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι εάν, δυνάμει του άρθρου 7 του κανονισμού 1612/68, ένας εργαζόμενος υπήκοος άλλου κράτους μέλους από εκείνο στο οποίο απασχολείται επαγγελματικώς τυγχάνει των ίδιων κοινωνικών πλεονεκτημάτων με εκείνα που χορηγούνται στους ημεδαπούς εργαζομένους, η κατά την εν λόγω διάταξη έννοια του «εργαζομένου» καλύπτει τους μεθοριακούς εργαζομένους οι οποίοι μπορούν να την επικαλούνται κατά τον ίδιο τρόπο όπως κάθε άλλος εργαζόμενος που εμπίπτει στην εν λόγω διάταξη (31). Ερμηνεύοντας το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, το Δικαστήριο χρησιμοποίησε αδιακρίτως τις έννοιες των διακινούμενων και των μεθοριακών εργαζομένων, ακριβώς επειδή ο εν λόγω κανονισμός, σε αντίθεση προς άλλα νομοθετήματα του παράγωγου δικαίου (32), δεν επιφυλάσσει διαφορετική μεταχείριση στις δύο αυτές κατηγορίες εργαζομένων που άσκησαν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας.

31.      Τρίτον, το γεγονός ότι το βοήθημα χορηγείται απευθείας στον σπουδαστή τέκνο του μεθοριακού εργαζομένου δεν επηρεάζει τον χαρακτηρισμό του ως «κοινωνικό πλεονέκτημα», δεδομένου ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι τα μέλη της οικογένειας του διακινούμενου ή μεθοριακού εργαζομένου «καλύπτονται έμμεσα από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως που έχει θεσπιστεί υπέρ του ιδίου» υπό την προϋπόθεση να συντηρούνται από αυτόν (33) και ότι, «εφόσον η χρηματική ενίσχυση σπουδών σε τέκνο διακινουμένου εργαζομένου αποτελεί κοινωνικό πλεονέκτημα για τον διακινούμενο εργαζόμενο, και το ίδιο το τέκνο μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 7, παράγραφος 2, [του κανονισμού 1612/68] για να ζητήσει τη χορήγηση της εν λόγω ενισχύσεως αν, δυνάμει του εθνικού δικαίου, τούτο δίδεται απευθείας στον φοιτητή» (34).

32.      Επομένως, ορθώς έκρινε το αιτούν δικαστήριο ότι το βοήθημα για ανώτατες σπουδές αποτελεί «κοινωνικό πλεονέκτημα» κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68 και ότι τα συντηρούμενα τέκνα μεθοριακών εργαζομένων δικαιούνται να επικαλούνται, ενώπιόν του, την αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων που αυτός κατοχυρώνει.

2.      Η προϋπόθεση διαμονής εισάγει εμμέσως δυσμενείς διακρίσεις

33.      Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68 απαγορεύει, ακριβώς όπως και το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, όχι μόνον τις εμφανείς διακρίσεις που στηρίζονται άμεσα στην ιθαγένεια, αλλά και κάθε μορφή συγκεκαλυμμένης διακρίσεως, η οποία, κατ’ εφαρμογήν άλλων κριτηρίων διακρίσεως, καταλήγει πρακτικά στο ίδιο αποτέλεσμα (35).

34.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η προϋπόθεση διαμονής εφαρμόζεται αδιακρίτως στους υπηκόους του Λουξεμβούργου και στους υπηκόους άλλων κρατών μελών, δεδομένου ότι το εν λόγω δικαστήριο έκρινε, ερμηνεύοντας το εθνικό του δίκαιο, ότι οι προϋποθέσεις κατοικίας και διαμονής είναι, στην πράξη, ισοδύναμες. Υπό τις συνθήκες αυτές, η απαίτηση, έναντι των υπηκόων άλλων κρατών μελών, της προϋποθέσεως διαμονής δεν εισάγει άμεση δυσμενή διάκριση.

35.      Εντούτοις, η προϋπόθεση αυτή διαμονής ενδέχεται να «αποβαίνει σε βάρος, κατά κύριο λόγο, των διακινούμενων και των μεθοριακών εργαζομένων που είναι υπήκοοι άλλων κρατών μελών, κατά το μέτρο που οι μη κάτοικοι ημεδαπής είναι συνήθως και μη ημεδαποί» (36). Είναι «αδιάφορο ότι το επίδικο μέτρο πλήττει, ενδεχομένως, τόσο τους ημεδαπούς που δεν ανταποκρίνονται στο κριτήριο αυτό όσο και τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών» (37). Τέλος, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι, όσον αφορά την πρόσβαση στη μετακινήσιμη χρηματοδότηση, η κατάσταση ενός διακινούμενου εργαζομένου ο οποίος εργάζεται στο κράτος μέλος που χορηγεί τη χρηματοδότηση αλλά διαμένει σε άλλο κράτος μέλος μπορεί να συγκριθεί με εκείνη ενός υπηκόου του κράτους που χορηγεί τη χρηματοδότηση ο οποίος διαμένει και εργάζεται στο εν λόγω κράτος (38).

36.      Η άνιση αυτή μεταχείριση που προκύπτει από το γεγονός ότι στους σπουδαστές τέκνα μεθοριακών εργαζομένων επιβάλλεται προϋπόθεση διαμονής συνεπάγεται έμμεση δυσμενή διάκριση, η οποία καταρχήν απαγορεύεται, εκτός αν δικαιολογείται αντικειμενικώς, είναι ικανή να εξασφαλίσει την επίτευξη του συγκεκριμένου σκοπού και δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρου (39).

 Επί του θεμιτού χαρακτήρα του επιδιωκόμενου σκοπού

37.      Αφενός, προκειμένου να δικαιολογήσει τη διαφορετική μεταχείριση των μεθοριακών εργαζόμενων ως προς τη χορήγηση του βοηθήματος για ανώτατες σπουδές, η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση προβάλλει έναν σκοπό τον οποίο χαρακτηρίζει ως «πολιτικό» ή «κοινωνικό», ήτοι την αύξηση, σε σημαντικό βαθμό, του ποσοστού των διαμενόντων στο Λουξεμβούργο πτυχιούχων ανωτάτης εκπαιδεύσεως. Το ποσοστό αυτό ανέρχεται επί του παρόντος σε 28 % (40), υπολείπεται δηλαδή σαφώς του ποσοστού ανάλογων πτυχιούχων σε συγκρίσιμα κράτη. Η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση κρίνει απαραίτητο να ανέλθει σε 66 % το ποσοστό πτυχιούχων ανωτάτης εκπαιδεύσεως στον διαμένοντα στο Λουξεμβούργο πληθυσμό ηλικίας 30 έως 34 ετών, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει την ολοένα αυξανόμενη ανάγκη να διασφαλισθεί η μετάβαση της οικονομίας του Λουξεμβούργου προς μια οικονομία της γνώσεως.

38.      Ο κύκλος των δικαιούχων του βοηθήματος περιορίζεται μόνον στους διαμένοντες στο Λουξεμβούργο, λόγω του ότι αυτοί έχουν έναν δεσμό με την κοινωνία του Λουξεμβούργου συνεπεία του οποίου πιθανολογείται ότι, αφού επωφεληθούν της δυνατότητας που προσφέρει το σύστημα ενισχύσεως του Λουξεμβούργου για χρηματοδότηση των σπουδών τους, τις οποίες θα πραγματοποιήσουν ενδεχομένως στην αλλοδαπή, θα επιστρέψουν στο Λουξεμβούργο προκειμένου να χρησιμοποιήσουν τις κατ’ αυτόν τον τρόπο αποκτηθείσες γνώσεις τους προς όφελος της αναπτύξεως της οικονομίας του κατά την ανωτέρω μνημονευθείσα έννοια.

39.      Αφετέρου, η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο σκοπός αυτός, σε συνδυασμό με την εθνική εκπαιδευτική πολιτική, δεν είναι δυνατόν να απομονωθεί από τον οικονομικό σκοπό. Ο περιορισμός, μόνον στους διαμένοντες στο Λουξεμβούργο, του δικαιώματος σε βοήθημα για ανώτατες σπουδές είναι αναγκαίος προκειμένου να εξασφαλισθεί η χρηματοδότηση του συστήματος. Το Δικαστήριο έχει ήδη αναγνωρίσει τη δυνατότητα των κρατών μελών να μεριμνούν ώστε η χορήγηση ενισχύσεων για την κάλυψη των δαπανών διαβιώσεως σπουδαστών που είναι υπήκοοι άλλων κρατών μελών να μη συνεπάγεται παράλογο βάρος, το οποίο θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στο συνολικό επίπεδο της ενισχύσεως που δύναται να χορηγήσει το κράτος μέλος. Η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση στηρίζεται στην απόφαση Bidar (41), την οποία κρίνει ως καίριας σημασίας για την υπό κρίση υπόθεση, και υποστηρίζει ότι, εάν καταργούνταν η προϋπόθεση διαμονής, θα ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει το βοήθημα σε οιονδήποτε σπουδαστή στερούμενο προσωπικού δεσμού με την κοινωνία του Λουξεμβούργου, πράγμα που θα συνεπαγόταν παράλογο βάρος για αυτήν.

40.      Από την πλευρά μου, είμαι πεπεισμένος ότι οι δύο σκοποί μπορούν να διαχωριστούν. Ασφαλώς, ο καθορισμός των δικαιούχων ενός κοινωνικού πλεονεκτήματος έχει εύλογα επιπτώσεις στην οικονομική επιβάρυνση την οποία φέρει το κράτος που χορηγεί το εν λόγω πλεονέκτημα. Μια εκπαιδευτική πολιτική –δεδομένου ότι περί αυτού κρίνω ότι πρόκειται– ασκείται αναγκαστικά βασικώς μέσω της εφαρμογής διαφόρων μέσων τα οποία έχουν αναγκαστικά κάποιο κόστος. Ωστόσο, δεν αρκεί να υποστηρίζεται ότι η υλοποίηση μιας τέτοιας πολιτικής εισάγουσας δυσμενείς διακρίσεις συνεπάγεται σημαντικό κόστος. Πρέπει να αποδεικνύεται ότι η εν λόγω πολιτική είναι άκρως αναγκαία και ότι το κόστος είναι τέτοιας κλίμακας ώστε να καθιστά αδύνατη την υλοποίησή της.

1.      Επί του στόχου να ανέλθει στο 66 % το ποσοστό των διαμενόντων στο Λουξεμβούργο πτυχιούχων ανωτάτης εκπαιδεύσεως.

41.      Επισημαίνω ότι ο στόχος αυτός δεν αμφισβητείται, αυτός καθαυτόν, από τα ενδιαφερόμενα μέρη που παρενέβησαν κατά τη διάρκεια της παρούσας διαδικασίας.

42.      Ο στόχος της αυξήσεως του αριθμού των πτυχιούχων ανωτάτης εκπαιδεύσεως άπτεται, προφανώς, του γενικού συμφέροντος. Τα ίδια τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έχουν αναλάβει αρκετές δράσεις επί τούτου και έχουν επισημάνει τη σχέση μεταξύ του ατομικού επιπέδου καταρτίσεως, της προσβάσεως στην απασχόληση και της οικονομικής αναπτύξεως της Ένωσης. Στην ανακοίνωσή της με τίτλο «Ευρώπη 2020: Στρατηγική για έξυπνη, διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη» (42), η Επιτροπή έθετε ως στόχο, με ορίζοντα το 2020, το ποσοστό των ατόμων που εγκαταλείπουν πρόωρα την σχολική εκπαίδευση να μειωθεί σε 10 %, το δε ποσοστό των νέων που έχουν πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως να ανέλθει σε τουλάχιστον 40 % (43). Πρότεινε, μεταξύ άλλων, να μετατρέψουν τα κράτη μέλη τον στόχο αυτό σε εθνικό στόχο (44). Η υλοποίηση του στόχου αυτού θα συμβάλει στον εκσυγχρονισμό των αγορών εργασίας, στη βελτίωση της συμμετοχής των ατόμων στην αγορά εργασίας και στην επίτευξη καλύτερης αντιστοιχίσεως μεταξύ προσφοράς και ζητήσεως στην απασχόληση, ζητήματα στα οποία δίνει προτεραιότητα η Επιτροπή προκειμένου να επιτευχθεί ταχεία και αποτελεσματική έξοδος από την περίοδο κρίσεως που διανύει η Ένωση (45).

43.      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχε ήδη υιοθετήσει τον στόχο αυτό στο πλαίσιο των από 12 Μαΐου 2009 συμπερασμάτων αναφορικά με ένα στρατηγικό πλαίσιο για την ευρωπαϊκή συνεργασία στον τομέα της εκπαίδευσης και της κατάρτισης («Εκπαίδευση και κατάρτιση 2020») (46), καθορίζοντας το επίπεδο αναφοράς των μέσων ευρωπαϊκών επιδόσεων, όσον αφορά τους πτυχιούχους ανωτάτης εκπαιδεύσεως, σε τουλάχιστον 40 % των ατόμων ηλικίας 30 έως 34 ετών (47).

44.      Έκτοτε, το Συμβούλιο δεν έπαυσε να υπενθυμίζει τη σημασία ενός τέτοιου στόχου. Το 2010, επισήμαινε ότι «η δημιουργία φιλοδοξιών και η αύξηση της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση για τους σπουδαστές που προέρχονται από μειονεκτικές τάξεις απαιτεί την ενίσχυση συστημάτων χρηματοοικονομικής στήριξης και άλλα κίνητρα, και βελτίωση του σχεδιασμού τους [, δεδομένου ότι ο]ικονομικά ανεκτά, προσιτά, επαρκή και μεταφερόμενα δάνεια καθώς και υποτροφίες εξαρτώμενες από το εισόδημα μπορούν να αυξήσουν επιτυχώς τα ποσοστά συμμετοχής εκείνων οι οποίοι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να καλύψουν το κόστος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης» (48). Προβλέποντας την εξέλιξη της αγοράς εργασίας σε κλίμακα Ένωσης, το Συμβούλιο υπογράμμιζε, εξάλλου, ότι, «[τ]α επόμενα έτη διαρκώς περισσότερα επαγγέλματα θα απαιτούν προσόντα υψηλού επιπέδου, ενώ η ΕΕ διαθέτει προς το παρόν χαμηλότερο ποσοστό ανθρώπων με πτυχίο τριτοβάθμιας ή ισοδύναμης εκπαίδευσης» (49). Είχε προβεί στη διαπίστωση αυτή λαμβάνοντας υπόψη όλα τα κράτη μέλη, ήτοι τόσο εκείνα η αγορά εργασίας των οποίων χαρακτηρίζεται από σημαντική παρουσία μεθοριακών εργαζομένων όσο και τα υπόλοιπα. Τέλος, στο Ευρωπαϊκό θεματολόγιο για την εκπαίδευση των ενηλίκων που καθορίζει τους τομείς προτεραιότητας για την περίοδο 2012-2014, το Συμβούλιο προσδιόρισε τις προσπάθειες που καλούνται να καταβάλουν τα κράτη μέλη με σκοπό ακριβώς «την υποβοήθηση της αύξησης σε 40 % της αναλογίας των νέων ενηλίκων με προσόντα τριτοβάθμιας ή ισοδύναμης εκπαίδευσης» (50).

45.      Η προς όφελος μιας πιο γενικευμένης προσβάσεως στην ανωτάτη εκπαίδευση δράση που μόλις περιέγραψα εμπίπτει, σε κάθε περίπτωση, στη επικουρική μόνον αρμοδιότητα που έχει η Ένωση στον τομέα της εκπαιδεύσεως και της επαγγελματικής καταρτίσεως (51). Τουτέστιν, ελλείψει εναρμονίσεως σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πρέπει να αναγνωριστεί ευρύ περιθώριο χειρισμών στα κράτη μέλη για τον καθορισμό των επιδιωκόμενων στόχων στην εκπαιδευτική τους πολιτική και για την οργάνωση των προϋποθέσεων υπό τις οποίες χορηγείται ένα βοήθημα για ανώτατες σπουδές (52).

46.      Κατά την άποψή μου, η μετάβαση σε μια οικονομία της γνώσεως, την οποία επικαλείται η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση με τις γραπτές της παρατηρήσεις (53), αποτελεί έναν εκ των στόχων που επαφίενται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών. Η οικονομική κατάσταση του Λουξεμβούργου είναι, από ιστορικής απόψεως, ιδιότυπη. Από μια οικονομία που βασιζόταν στην εξορυκτική βιομηχανία και στη χαλυβουργία, το Λουξεμβούργο επιχείρησε, μετά την εξαφάνισή της, μια στροφή προς την ανάπτυξη της απασχολήσεως στον τραπεζικό και στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Με τη σειρά του, ο τομέας αυτός αντιμετώπιζε, ακόμα και πριν την οικονομική κρίση –και εξακολουθεί να αντιμετωπίζει– ισχυρές απειλές, εξαιτίας της δράσεως που αναλήφθηκε σε επίπεδο Ένωσης προκειμένου να συρρικνωθεί δραστικά η πλεονεκτική θέση την οποία είχε το τραπεζικό σύστημα του Λουξεμβούργου σε σχέση με τα τραπεζικά συστήματα των λοιπών κρατών μελών. Είναι άκρως κατανοητό να εφαρμόζει ένα κράτος μέλος μια εκπαιδευτική πολιτική αποβλέπουσα στην ανύψωση του επιπέδου των προσόντων του διαθέσιμου ανθρώπινου δυναμικού, το οποίο ευλόγως προβλέπεται ότι μπορεί να συμβάλει στην αναπροσαρμογή της εθνικής οικονομίας με σκοπό να προσελκύεται και να προσφέρεται ευρύτερο φάσμα υπηρεσιών στην επικράτειά του.

47.      Ουδόλως επομένως αμφισβητείται ότι μια δράση την οποία αναλαμβάνει κράτος μέλος προκειμένου να εξασφαλίσει υψηλό επίπεδο καταρτίσεως του διαμένοντος σ’ αυτό πληθυσμού επιδιώκει θεμιτό στόχο δυνάμενο να θεωρηθεί επιτακτικός λόγος γενικού συμφέροντος.

2.      Επί του σκοπού της αποτροπής παράλογης επιβαρύνσεως που θα έχει επιπτώσεις στο συνολικό επίπεδο των βοηθημάτων για ανώτατες σπουδές

48.      Ως προς τον οικονομικό σκοπό, όσον αφορά την παράλληλη δικαιολόγηση που βασίζεται στην υπονόμευση των δυνατοτήτων χρηματοδοτήσεως του συστήματος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι πρόκειται περί ενός επιχειρήματος που επανειλημμένως προέβαλαν τα κράτη μέλη ενώπιον του Δικαστηρίου. Επιπλέον, η επίκληση της προμνησθείσας αποφάσεως Bidar δεν είναι πειστική.

49.      Πράγματι, θα υπενθυμίσω απλώς ότι η κατάσταση στην υπόθεση της κύριας δίκης εξετάζεται εν προκειμένω υπό το πρίσμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και ότι προέχει να καθοριστεί κατά πόσον η εθνική νομοθεσία προσβάλλει τα δικαιώματα που αντλούν οι μεθοριακοί εργαζόμενοι από το δίκαιο της Ένωσης. Στην προμνησθείσα υπόθεση Bidar, το Δικαστήριο κλήθηκε να λάβει θέση επί της συμβατότητας μιας προϋποθέσεως διαμονής η οποία απαιτείτο από τους μη ασκούντες οικονομική δραστηριότητα Ευρωπαίους πολίτες προκειμένου να δικαιούνται ενίσχυση για σπουδές. Πρόκειται περί μιας θεμελιώδους πτυχής την οποία δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει το Δικαστήριο στην απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (54).

50.      Συγκεκριμένα, όταν το Δικαστήριο ανέλυσε τους δικαιολογητικούς λόγους που προέβαλε το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, ανέφερε κατ’ αρχάς ότι «οι χρηματοοικονομικοί λόγοι, μολονότι μπορούν να αποτελούν το έρεισμα των επιλογών κοινωνικής πολιτικής ενός κράτους μέλους και να επηρεάζουν τη φύση ή την έκταση των μέτρων κοινωνικής προστασίας που επιθυμεί να θεσπίσει το κράτος αυτό, δεν συνιστούν πάντως, αυτοί καθαυτούς, σκοπό επιδιωκόμενο με την πολιτική αυτή και, επομένως, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν διάκριση» (55). Συνέχισε, εντούτοις, με την εξέταση του σκοπού της αποτροπής παράλογης επιβαρύνσεως (οικονομικός σκοπός). Το καθού ήταν επίσης της γνώμης ότι από τις προμνησθείσες αποφάσεις Bidar και Förster μπορούσε να συναχθεί δυνατότητα των κρατών μελών να απαιτούν θεμιτώς από τους δικαιούχους βοηθήματος για ανώτατες σπουδές την επίδειξη «ορισμένου βαθμού εντάξεως». Ωστόσο, το Δικαστήριο υπογράμμισε τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ των υποθέσεων Bidar και Förster και της προμνησθείσας υποθέσεως Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, η οποία έγκειται στο ότι, στην πρώτη περίπτωση, επρόκειτο για μη ασκούντες οικονομική δραστηριότητα πολίτες που δεν ήταν μέλη της οικογένειας εργαζομένων κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης ενώ, στη δεύτερη περίπτωση, η κατάσταση εξεταζόταν σε σχέση με έναν διακινούμενο ή μεθοριακό εργαζόμενο συντηρούντα τέκνο που επιθυμούσε να ακολουθήσει ανώτατες σπουδές και το οποίο είχε ζητήσει να λάβει βοήθημα για ανώτατες σπουδές καταβαλλόμενο από το κράτος όπου εργαζόταν ο γονέας του.

51.      Το Δικαστήριο έκρινε ότι, ««[μ]ολονότι η δυνατότητα που αναγνωρίζει το Δικαστήριο στα κράτη μέλη, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως ορισμένων προϋποθέσεων, να απαιτούν από τους υπηκόους άλλων κρατών μελών ορισμένο επίπεδο εντάξεως στις κοινωνίες τους προκειμένου να μπορούν να απολαύουν κοινωνικών πλεονεκτημάτων, όπως είναι οι χρηματικές ενισχύσεις για την εκπαίδευση, δεν περιορίζεται στις καταστάσεις στις οποίες οι αιτούντες την οικεία ενίσχυση είναι πολίτες μη ασκούντες οικονομική δραστηριότητα, η απαίτηση να πληρούται μια προϋπόθεση διαμονής [τριών από τα έξι έτη που προηγούνται της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως για ανώτερες σπουδές] προκειμένου να αποδειχθεί η απαιτούμενη ένταξη στην κοινωνία είναι καταρχήν απρόσφορη όσον αφορά τους διακινούμενους και μεθοριακούς εργαζομένους» (56). Όσον αφορά τους τελευταίους, «το γεγονός ότι έχουν εισέλθει στην αγορά εργασίας κράτους μέλους δημιουργεί, καταρχήν, επαρκή δεσμό εντάξεως στην κοινωνία του εν λόγω κράτους μέλους, ο οποίος τους παρέχει τη δυνατότητα να εμπίπτουν εντός του εδάφους του στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως σε σχέση με τους ημεδαπούς εργαζομένους ως προς τα κοινωνικά πλεονεκτήματα» (57). Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο σκοπός της αποτροπής παράλογης επιβαρύνσεως, ο οποίος προβάλλεται σε σχέση με τη χορήγηση κοινωνικού πλεονεκτήματος σε μεθοριακούς εργαζομένους, δεν είναι δυνατόν να αποτελεί θεμιτό σκοπό.

52.      Για τον λόγο αυτό, ο προβαλλόμενος από το Λουξεμβούργο δημοσιονομικός σκοπός δεν μπορεί, αυτός καθαυτόν, να στηρίξει έναν θεμιτό λόγο, ικανό να δικαιολογήσει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των Λουξεμβούργιων εργαζομένων και των εργαζομένων των λοιπών κρατών μελών. Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρθηκε στο σημείο 38 των παρουσών προτάσεων, το πρόβλημα δεν έγκειται στο να δικαιολογηθεί η δυσμενής διάκριση την οποία προβάλλουν οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης λόγω του σημαντικού κόστους που θα συνεπαγόταν η κατάργηση της εισάγουσας διακρίσεις προϋποθέσεως, αλλά στο να επιβεβαιωθεί ότι ο επιδιωκόμενος οικονομικός σκοπός –η μετάβαση προς μια οικονομία της γνώσεως– για τον οποίο το κράτος του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου καθιέρωσε την εν λόγω εισάγουσα διακρίσεις πρακτική, επιδιώκεται όχι μόνον σοβαρά αλλά και πραγματικά και ότι το κόστος για την αποφυγή της εν λόγω πρακτικής είναι τέτοιου εύρους ώστε να καθιστά αδύνατη την υλοποίησή του. Εναπόκειται προφανώς στο αιτούν δικαστήριο να επιβεβαιώσει αμφότερα τα ανωτέρω προκειμένου να αποδείξει, εφόσον απαιτείται, την ύπαρξη ενός στοιχείου που ενισχύει μεταγενέστερα τη δικαιολογία που συνιστά ο επιδιωκόμενος κοινωνικός σκοπός.

 Γ – Επί του πρόσφορου και αναλογικού χαρακτήρα της προϋποθέσεως διαμονής

53.      Μέτρο δυνάμενο να περιορίσει την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ και υλοποιείται με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, μπορεί βασίμως να δικαιολογηθεί μόνον εφόσον είναι ικανό να εξασφαλίσει την εκπλήρωση του επιδιωκόμενου θεμιτού σκοπού και εφόσον δεν βαίνει πέραν του ό,τι είναι απαραίτητο για την εκπλήρωση του σκοπού αυτού (58), πράγμα που πρέπει να εξακριβωθεί.

54.      Η εξέταση του πρόσφορου και αναλογικού χαρακτήρα του κριτηρίου που χρησιμοποιεί η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση για την επιδίωξη του θεμιτού σκοπού χρήζει μεγάλης προσοχής. Ως προς τούτο, στην παρούσα υπόθεση τίθενται δύο σειρές προβλημάτων. Αφενός, τα διάφορα μέρη που παρενέβησαν κατά τη διάρκεια της παρούσας διαδικασίας άντλησαν αντικρουόμενα συμπεράσματα από την προμνησθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, μεταξύ άλλων, αναφορικά με τον βαθμό εντάξεως τον οποίο επιτρέπεται ή όχι να απαιτούν τα κράτη μέλη από τους δικαιούχους ενός βοηθήματος για ανώτατες σπουδές. Θα ήθελα, επομένως, να διευκρινίσω το σχετικό περιεχόμενο της εν λόγω αποφάσεως. Αφετέρου, η δικογραφία δεν περιέχει ορισμένες βασικές, κατά την κρίση μου, πληροφορίες, με αποτέλεσμα να είμαι της απόψεως ότι το Δικαστήριο δυσχερώς θα αποφανθεί οριστικώς επί του πρόσφορου και αναλογικού χαρακτήρα της εθνικής νομοθεσίας. Στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως και προκειμένου ακριβώς να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες του συστήματος –και κυρίως της αγοράς εργασίας– του Λουξεμβούργου, ορισμένα στοιχεία αξίζουν ενδελεχέστερη ανάλυση. Είναι επομένως σημαντικό να επιστηθεί η προσοχή του αιτούντος δικαστηρίου στο ζήτημα αυτό.

1.      Σχετικά με την απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών

55.      Όταν, στην προμνησθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, το Δικαστήριο εξέτασε τον αποκαλούμενο «κοινωνικό» δικαιολογητικό λόγο, ο οποίος αντλείται από τον στόχο προαγωγής της κινητικότητας των σπουδαστών, έκρινε ότι συνιστά πράγματι επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος (59). Ακολούθως, το καθού επιχείρησε να τεκμηριώσει τον πρόσφορο και αναλογικό χαρακτήρα της εκ μέρους του επιβληθείσας προϋποθέσεως διαμονής επί τρία από τα έξι τελευταία έτη που προηγούνται της αιτήσεως βάσει του ότι έπρεπε να διασφαλιστεί ότι θα δικαιούνταν τη χρηματοδότηση αποκλειστικώς οι σπουδαστές των οποίων η κινητικότητα έπρεπε να ενθαρρυνθεί: το κράτος που χορηγούσε το βοήθημα προσδοκούσε ότι, μετά το πέρας των σπουδών τους, οι δικαιούχοι του εν λόγω βοηθήματος σπουδαστές θα επέστρεφαν σε αυτό για να διαμείνουν και να εργασθούν εκεί (60). Το Δικαστήριο αναγνώρισε, επομένως, ότι τα στοιχεία αυτά «μάλλον αντανακλούν την κατάσταση της πλειονότητας των σπουδαστών» (61) και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, έκρινε την προϋπόθεση διαμονής επί τρία από τα έξι τελευταία έτη που προηγούνται της αιτήσεως πρόσφορη για την υλοποίηση του στόχου της προαγωγής της κινητικότητας των σπουδαστών (62). Εντούτοις, η εν λόγω προϋπόθεση για τη λήψη της μετακινήσιμης χρηματοδοτήσεως για ανώτατες σπουδές, την οποία χορηγούσαν οι Κάτω Χώρες, ήταν «υπερβολικά περιοριστικ[ή]» κατά το Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι, «επιβάλλοντας συγκεκριμένες περιόδους διαμονής στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους, [η προϋπόθεση διαμονής επί τρία από τα έξι τελευταία έτη που προηγούνται της αιτήσεως] προτάσσει ένα στοιχείο το οποίο δεν είναι κατ’ ανάγκη το μόνο αντιπροσωπευτικό του πραγματικού βαθμού συνδέσμου του ενδιαφερομένου με το εν λόγω κράτος μέλος» (63). Το Δικαστήριο συνήγαγε ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι ο επίμαχος κανόνας δεν υπερέβαινε το αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο.

56.      Επομένως, από την προσεκτική ανάγνωση της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι το Δικαστήριο αντιλαμβάνεται με διαφορετικό τρόπο την εκτίμηση του κριτηρίου του «ορισμένου βαθμού εντάξεως», αναλόγως του αν εφαρμόζεται σε σχέση με έναν θεμιτό σκοπό οικονομικής φύσεως ή σε σχέση με έναν θεμιτό σκοπό κοινωνικής φύσεως (64).

57.      Συγκεκριμένα, όταν πρόκειται για περιορισμό των δικαιούχων βοηθήματος για ανώτατες σπουδές για οικονομικούς λόγους με επίκληση του ανεκτού χαρακτήρα της χρηματοδοτήσεως του εν λόγω βοηθήματος, το Δικαστήριο βασίζει την ανάλυσή του στην έννοια των διακινούμενων ή μεθοριακών εργαζομένων, διαπιστώνοντας ότι είναι εκ φύσεως, δεδομένου και μόνον ότι έχουν ενταχθεί στην αγορά εργασίας του κράτους που χορηγεί το βοήθημα, οικονομικώς ενταγμένοι στην κοινωνία του κράτους αυτού, ότι συμμετέχουν στη χρηματοδότηση των κοινωνικών πολιτικών του και ότι, συνεπώς, η επιβολή προϋποθέσεως διαμονής τριών ετών για τη λήψη ενός κοινωνικής φύσεως πλεονεκτήματος είναι απρόσφορη.

58.      Αντιθέτως, όταν πρόκειται για περιορισμό του κύκλου των δικαιούχων βοηθήματος για ανώτατες σπουδές για κοινωνικής φύσεως λόγους, το Δικαστήριο αναλύει την κατάσταση λαμβάνοντας ως σημείο αναφοράς όχι τον εργαζόμενο στον οποίο αναγνωρίζεται –τόσο για αυτόν τον ίδιο όσο και για τα μέλη της οικογένειάς του– ίση μεταχείριση όσον αφορά τη χορήγηση κοινωνικών πλεονεκτημάτων, αλλά τον ίδιο τον σπουδαστή. Με άλλα λόγια, η οικονομική ένταξη του γονέως μεθοριακού εργαζόμενου δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη, αυτομάτως, κοινωνική ένταξη των μελών της οικογένειάς του. Εξάλλου, το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί το Δικαστήριο δεν είναι το ίδιο, καθότι παύει να κάνει λόγο για «ορισμένο βαθμό εντάξεως» (65) και αναφέρεται σε «πραγματικό βαθμό συνδέσμου» (66). Το πρίσμα της αναλύσεως δεν είναι πλέον ο εργαζόμενος και οι δεσμοί που έχει με την κοινωνία του κράτους απασχολήσεως, αλλά ο ίδιος ο σπουδαστής. Ως εκ τούτου, όσο η προϋπόθεση διαμονής τριών ετών κρίθηκε απρόσφορη όσον αφορά την εξέταση της οικονομικής εντάξεως μεθοριακού εργαζομένου, τόσο η ίδια προϋπόθεση κρίθηκε πρόσφορη από το Δικαστήριο όσον αφορά την επιβεβαίωση του κοινωνικού συνδέσμου του σπουδαστή. Ως φαίνεται, το Δικαστήριο δέχθηκε επίσης ότι το δικαίωμα σε ενίσχυση μπορούσε να επιφυλάσσεται για τους σπουδαστές που ενδέχεται να επιστρέψουν και να εγκατασταθούν στο κράτος που χορηγεί την ενίσχυση και αναγνώρισε, επομένως, τη συνάφεια μεταξύ της διαμονής του σπουδαστή κατά τον χρόνο που ζητεί τη χορήγηση της ενισχύσεως και της προοπτικής για «επιστροφή» που ανοίγεται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Εντούτοις, έκρινε τελικώς αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, ως δυσανάλογη, την προϋπόθεση διαμονής τριών ετών ακριβώς επειδή η διαμονή επί τρία από τα έξι τελευταία έτη που προηγούνται της αιτήσεως –και μόνον αυτή– αποτελούσε υπέρμετρα αυστηρή προϋπόθεση για την απόδειξη πραγματικού βαθμού συνδέσμου.

2.      Επί του πρόσφορου χαρακτήρα της προϋποθέσεως διαμονής

59.      Επομένως, το ζητούμενο είναι κατά πόσον, υπό το πρίσμα των ως άνω αναλύσεων, η προϋπόθεση διαμονής την οποία επιβάλλει το κράτος του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου στα τέκνα των μεθοριακών εργαζομένων προκειμένου να δικαιούνται βοήθημα για ανώτατες σπουδές μπορεί να συνεπάγεται εύλογη πιθανότητα επιστροφής, την οποία το εν λόγω κράτος έκρινε απαραίτητη για την επίτευξη του θεμιτού επιδιωκόμενου σκοπού.

60.      Η απάντηση βρίσκεται στην ίδια τη διατύπωση του σκοπού. Εάν το Δικαστήριο δεχθεί –όπως προτείνω– ότι το κράτος του Λουξεμβούργου μπορεί θεμιτώς να λάβει μέτρα ικανά να ενθαρρύνουν την πρόσβαση του διαμένοντος σ’ αυτό πληθυσμού στην ανώτατη εκπαίδευση, με την προοπτική ότι ο πληθυσμός αυτός ενδέχεται, περισσότερο από οιονδήποτε άλλον, να ενταχθεί στην αγορά εργασίας του Λουξεμβούργου μετά το πέρας των σπουδών και, επομένως, να την εμπλουτίσει, θα πρέπει αντιστοίχως να δεχθεί ότι μια προϋπόθεση διαμονής είναι ικανή να εξασφαλίσει την επίτευξη του εν λόγω σκοπού, καθόσον επιφυλάσσει το δικαίωμα στο βοήθημα μόνον στους διαμένοντες στο Λουξεμβούργο.

3.      Επί του αναλογικού χαρακτήρα της προϋποθέσεως διαμονής

61.      Η επίμαχη στην προμνησθείσα υπόθεση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών προϋπόθεση διαμονής, η οποία απαιτείτο μόνον για τη χρηματοδότηση ανωτάτων σπουδών που πραγματοποιούνται εκτός Κάτω Χωρών (67), θεωρούνταν πληρωθείσα εφόσον ο αιτών την ενίσχυση μπορούσε να αποδείξει συνεχή τριετή διαμονή στα έξι τελευταία έτη που προηγούνταν της αιτήσεως. Όπως ανέφερα, από την προμνησθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών προκύπτει ότι το Δικαστήριο δεν θέλησε να εξαιρέσει τα τέκνα μεθοριακών εργαζομένων από την υποχρέωση αποδείξεως συνεκτικού δεσμού με την κοινωνία του κράτους απασχολήσεως του γονέα τους, οσάκις τα εν λόγω τέκνα ζητούν, στο κράτος αυτό, μετακινήσιμη ενίσχυση για ανώτατες σπουδές. Υπογράμμισε, εντούτοις, σαφώς ότι μια προϋπόθεση διαμονής τριών ετών δεν πρέπει να εκλαμβάνεται από τα κράτη ως το μόνο αντιπροσωπευτικό στοιχείο του δεσμού αυτού.

62.      Η προϋπόθεση διαμονής που επιβάλλει το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου πρέπει, επομένως, να εξετασθεί υπό το πρίσμα της εκτιμήσεως αυτής. Το κεντρικό ζητούμενο είναι κατά πόσον μόνον μια απαίτηση προηγούμενης διαμονής μπορεί να διασφαλίσει στο κράτος του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου μια ελάχιστη «επιστροφή της επενδύσεως», με άλλα λόγια, μια εύλογη πιθανότητα ότι οι δικαιούχοι του βοηθήματος θα επιστρέψουν για να εγκατασταθούν στο Λουξεμβούργο και να τεθούν στη διάθεση της αγοράς εργασίας του, προκειμένου να συμβάλουν στη νέα οικονομική δυναμική της χώρας. Για τους σκοπούς μιας τέτοιας αξιολογήσεως, εκτιμώ ότι θα ήταν χρήσιμο να υποδειχθούν στο αιτούν δικαστήριο δύο σειρές αναλύσεως.

63.      Η πρώτη ανάλυση στην οποία θα πρέπει να προβεί το αιτούν δικαστήριο συνίσταται στο να επιβεβαιωθεί ότι ο έλεγχος τον οποίον διεξάγουν οι εθνικές αρχές οσάκις πρέπει να αποφανθούν επί αιτήσεως διαμονής, ελλείψει επιβαλλόμενης ελάχιστης διάρκειας, είναι όχι καθαρά τυπικής φύσεως αλλά επαρκής ώστε να υφίσταται εύλογη πιθανότητα ότι ο αιτών είναι διατεθειμένος να ενταχθεί στην οικονομική και κοινωνική ζωή του Λουξεμβούργου.

64.      Η δεύτερη ανάλυση στην οποία προτείνω στο αιτούν δικαστήριο να προβεί συνδέεται με το γεγονός ότι το προβλεπόμενο από τη νομοθεσία του Λουξεμβούργου βοήθημα για ανώτατες σπουδές είναι μετακινήσιμο βοήθημα και, ως τέτοιο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί εκτός της χώρας που το χορηγεί, με συνέπεια οι δικαιούχοι σπουδαστές να είναι δυνατόν να προσελκυσθούν από την αγορά εργασίας της χώρας όπου πραγματοποιούν τις σπουδές τους. Το δεδομένο αυτό συνεπάγεται ότι το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο της αιτήσεως ενισχύσεως για ανώτατες σπουδές, ο αιτών διαμένει στο κράτος που χορηγεί το βοήθημα δεν συνιστά, από μόνο του, επαρκή εύλογη πιθανότητα επιστροφής του στο κράτος αυτό. Για να εκτιμηθεί κατά πόσον είναι ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό η χρήση του επίμαχου κριτηρίου, πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον η μετατροπή της οικονομίας του Λουξεμβούργου σε μια οικονομία της γνώσεως –και, ως εκ τούτου, μια οικονομία που προσφέρει εκτεταμένες υπηρεσίες υπό την ευρύτερη έννοια– έχει πράγματι δρομολογηθεί μέσω δημοσίων δράσεων που στοχεύουν συγκεκριμένα στην ανάπτυξη νέων συναφών προοπτικών εργασίας, τούτο δε όχι μόνον στους τομείς για τους οποίους το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου παρέχει δυνατότητες ανωτάτης εκπαιδεύσεως, αλλά και στους λοιπούς τομείς, τούτο δε λόγω του ότι, για να αποδειχθεί ότι πληρούται το κριτήριο της αναλογικότητας, δεν είναι επαρκές να εξετασθούν τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου μέτρου και ο επιδιωκόμενος σκοπός, αλλά πρέπει επίσης να εξετασθεί ο συγκεκριμένος τρόπος δράσεως για την υλοποίησή του.

65.      Επομένως, για το σύνολο των λόγων που αναφέρθηκαν ανωτέρω, κρίνω ότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει, αφού αξιολογήσει όλα τα συναφή απαραίτητα στοιχεία τα οποία επί του παρόντος δεν διαθέτει το Δικαστήριο, τον πρόσφορο και αναλογικό χαρακτήρα της προϋποθέσεως διαμονής, την οποία επιβάλλει ο νόμος της 26ης Ιουλίου 2010 στα τέκνα των μεθοριακών εργαζομένων που ζητούν βοήθημα για ανώτατες σπουδές.

V –    Πρόταση

66.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο υποβληθέν από το tribunal administratif του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου ερώτημα την ακόλουθη απάντηση:

Ο στόχος της αυξήσεως του ποσοστού των πτυχιούχων ανωτάτης εκπαιδεύσεως συνιστά θεμιτό σκοπό, ικανό να δικαιολογήσει έμμεση δυσμενή διάκριση, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας, και του άρθρου 45 ΣΛΕΕ. Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, αφού αξιολογήσει επί τούτου όλα τα συναφή απαραίτητα στοιχεία και, ιδίως, εκείνα επί των οποίων του εφιστάται ανωτέρω η προσοχή, ότι η προϋπόθεση διαμονής που επιβάλλει ο νόμος της 26ης Ιουλίου 2010 στα τέκνα μεθοριακών εργαζομένων που ζητούν βοήθημα για ανώτατες σπουδές είναι πρόσφορη και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του θεμιτού επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο.


1 –      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 –      ΕΕ L 257, σ. 2.


3 –      Ο κανονισμός 1612/68 καταργήθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης (ΕΕ L 141, σ. 1). Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 492/2011 επανέλαβε, ως ισχύον δίκαιο, το περιεχόμενο του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1612/68.


4 –      Mémorial A 2010, σ. 2040.


5 –      Mémorial A 2000, σ. 1106.


6 –      Άρθρο 2, στοιχείο α΄, του νόμου της 22ας Ιουνίου 2000.


7 –      Βλ. μοναδικό άρθρο του νόμου της 4ης Απριλίου 2005 για την τροποποίηση του νόμου της 22ας Ιουνίου 2000 σχετικά με το κρατικό οικονομικό βοήθημα για ανώτατες σπουδές (Mémorial A 2005).


8 –      Άρθρο 4 του νόμου της 22ας Ιουνίου 2000.


9 –      Mémorial A 2000, σ. 2548.


10 –      Άρθρο 5, παράγραφος 4, πρώτη περίπτωση, του κανονιστικού διατάγματος του Μεγάλου Δούκα της 5ης Οκτωβρίου 2000.


11 –      Άρθρο 5, παράγραφος 4, δεύτερη περίπτωση, του κανονιστικού διατάγματος του Μεγάλου Δούκα της 5ης Οκτωβρίου 2000.


12 –      Άρθρο 3 του νόμου της 22ας Ιουνίου 2000. Το ποσό αυτό περιλαμβάνει το βοήθημα υπό τη μορφή δανείου.


13 –      Άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονιστικού διατάγματος του Μεγάλου Δούκα της 5ης Οκτωβρίου 2000.


14 –      Mémorial A 2008, σ. 2024 (για το κωδικοποιημένο κείμενο, βλ. Mémorial A 2012, σ. 874).


15 –      ΕΕ L 158, σ. 77.


16 –       Άρθρο 2 του νόμου της 26ης Ιουλίου 2010.


17 –      Βλ. άρθρο 6, παράγραφος 1, σημεία 1 και 3, του νόμου της 29ης Αυγούστου 2008.


18 –      Άρθρο 4 του νόμου της 26ης Ιουλίου 2010.


19 –      Mémorial A 2010, σ. 3430.


20 –      Άρθρο 3 του νόμου της 22ας Ιουνίου 2000, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 26ης Ιουλίου 2010. Το ποσό αυτό περιλαμβάνει το βοήθημα υπό τη μορφή δανείου.


21 –      Το άρθρο 4 του κανονιστικού διατάγματος του Μεγάλου Δούκα της 12ης Νοεμβρίου 2010 κατάργησε το άρθρο 5 του κανονιστικού διατάγματος του Μεγάλου Δούκα της 5ης Οκτωβρίου 2000.


22 –      Βλ. άρθρο 3, παράγραφος 2, του νόμου της 19ης Ιουνίου 1985 περί των οικογενειακών επιδομάτων και περί ιδρύσεως του εθνικού ταμείου οικογενειακών παροχών (Mémorial A 1985, σ. 680).


23 –      Βλ. άρθρο V, παράγραφος 2, του νόμου της 26ης Ιουλίου 2010. Το ύψος του οικογενειακού επιδόματος για ένα τέκνο ανέρχεται σε 234,12 ευρώ μηνιαίως, ήτοι σε 2 809,44 ευρώ ετησίως (βλ. άρθρο 272, παράγραφος 1, στοιχείο a, και άρθρο 272, παράγραφος 2, του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως).


24 –      Άρθρο II, παράγραφος 1, του νόμου της 26ης Ιουλίου 2010.


25 –      Το αιτούν δικαστήριο επικαλείται, ιδίως, την απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1992, C‑3/90, Bernini (Συλλογή 1992, σ. I‑1071).


26 –      Βλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑287/05, Hendrix (Συλλογή 2007, σ. I‑6909, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


27 –      Για τον λόγο αυτό, η υπό κρίση υπόθεση διακρίνεται σαφώς από την κρίσιμη κατάσταση στις υποθέσεις Bidar [απόφαση της 15ης Μαρτίου 2005, C‑209/03 (Συλλογή 2005, σ. I‑2119)] και Förster [απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2008, C‑158/07 (Συλλογή 2008, σ. I‑8507)], δεδομένου ότι οι εν λόγω υποθέσεις αφορούσαν τον καθορισμό των δικαιωμάτων μη ασκούντων οικονομική δραστηριότητα πολιτών.


28 –      Βλ. σημείο 3 του σχολίου επί του άρθρου 203 του αστικού κώδικα του Λουξεμβούργου.


29 –      Απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, C‑542/09, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


30 –      Προμνησθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


31 –      Προμνησθείσα απόφαση Hendrix (σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ. επίσης την τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1612/68.


32 –      Βλ., ιδίως, τον κανονισμό (ΕΚ) 883/2004, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 166, σ. 1).


33 –      Προμνησθείσα απόφαση Bernini (σκέψη 26).


34 –      Προμνησθείσα απόφαση Bernini (σκέψη 26)· αποφάσεις της 8ης Ιουνίου 1999, C‑337/97, Meeusen (Συλλογή 1999, σ. I‑3289, σκέψη 22), καθώς και της 5ης Μαΐου 2011, C‑206/10, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2011, σ. Ι‑3573, σκέψη 36).


35 –      Προμνησθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


36 –      Όπ.π. (σκέψη 38).


37 –      Όπ.π.


38 –      Όπ.π. (σκέψη 44).


39 –      Όπ.π. (σκέψη 55).


40 –      Στις γραπτές της παρατηρήσεις, η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση αναφέρει ποσοστό 39,5 % όσον αφορά τα πρόσωπα ηλικίας 24 έως 29 ετών (το ποσοστό πτυχιούχων ανωτάτης εκπαιδεύσεως μεταξύ των υπηκόων του Λουξεμβούργου είναι, για όλες τις ηλικίες, της τάξεως του 22 %).


41 –      Απόφαση της 15ης Μαρτίου 2005, C‑209/03 (Συλλογή 2005, σ. Ι-2119, σκέψη 56).


42 –      COM(2010) 2020 τελικό, της 3ης Μαρτίου 2010.


43 –      Όπ.π. (σ. 5 και 12).


44 –      Όπ.π. (σ. 5).


45 –      Προμνησθείσα ανακοίνωση της Επιτροπής (σ. 5). Βλ. επίσης την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών «Ατζέντα για νέες δεξιότητες και θέσεις εργασίας – η ευρωπαϊκή συμβολή στην πλήρη απασχόληση» [COM(2010) 682 τελικό της 23ης Νοεμβρίου 2010].


46 –      ΕΕ C 119, σ. 2.


47 –      Όπ.π. (παράρτημα I).


48 –      Συμπεράσματα του Συμβουλίου της 11ης Μαΐου 2010 σχετικά με την κοινωνική διάσταση της εκπαίδευσης και της κατάρτισης (ΕΕ C 135, σ. 2).


49 –      Συμπεράσματα του Συμβουλίου της 19ης Νοεμβρίου 2010 για την πρωτοβουλία Νεολαία σε Κίνηση – μια ολοκληρωμένη προσέγγιση που ανταποκρίνεται στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι νέοι (ΕΕ C 326, σ. 9).


50 –      Βλ. παράρτημα του ψηφίσματος του Συμβουλίου σχετικά με ένα ανανεωμένο ευρωπαϊκό θεματολόγιο για την εκπαίδευση των ενηλίκων (ΕΕ C 372, σ. 1).


51 –      Άρθρα 6 ΣΛΕΕ και 165 ΣΛΕΕ.


52 –      Στο πνεύμα αυτό, βλ. σημείο 139 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προμνησθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών.


53 –      Σημείο 28 των εν λόγω παρατηρήσεων.


54 –      Προμνησθείσα (σκέψεις 60 επ.).


55 –      Όπ.π. (σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


56 –      Όπ.π. (σκέψη 63). Η υπογράμμιση δική μου.


57 –      Όπ.π. (σκέψη 65).


58 –      Όπ.π. (σκέψη 73).


59 –      Όπ.π. (σκέψεις 70 επ.).


60 –      Όπ.π. (σκέψεις 76 και 77).


61 –      Όπ.π. (σκέψη 78).


62 –      Όπ.π. (σκέψη 79).


63 –      Όπ.π. (σκέψη 86). Η υπογράμμιση δική μου.


64 –      Βλ. ανωτέρω σημεία 50 επ. των παρουσών προτάσεων.


65 –      Ή ορισμένο επίπεδο εντάξεως (βλ. σκέψεις 61 και 63 της προμνησθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών).


66 –      Προμνησθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (σκέψη 86).


67 –      Βλ. σημείο 14 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προμνησθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών.