Language of document : ECLI:EU:C:2017:475

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MANUEL CAMPOS SÁNCHEZ-BORDONA

της 15ης Ιουνίου 2017 (1)

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C688/15 και C109/16

Agnieška Anisimovienė κ.λπ.

κατά

BAB bankas Snoras,

Indėlių ir investicijų draudimas VĮ

(C‑688/15)

και

Indėlių ir investicijų draudimas VĮ

κατά

Alvydas Raišelis

(C109/16)

[αίτηση του Lietuvos Aukščiausiasis Teismas
(Ανωτάτου Δικαστηρίου, Λιθουανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Συστήματα εγγυήσεως καταθέσεων και αποζημιώσεως των επενδυτών – Οδηγία 94/19/ΕΚ – Οδηγία 97/9/ΕΚ – Έννοια του όρου “κατάθεση” – Έννοια του όρου “συνήθης τραπεζική συναλλαγή” – Έννοια του όρου “κεφάλαια που κρατούνται για λογαριασμό του επενδυτή σε σχέση με επενδυτικές υπηρεσίες” – Άμεσο αποτέλεσμα της οδηγίας 94/19 και της οδηγίας 97/9 – Κεφάλαια που μεταφέρονται από τους τραπεζικούς λογαριασμούς ιδιωτών σε λογαριασμό ανοιχθέντα στο όνομα πιστωτικού ιδρύματος και προορίζονται για την πληρωμή χρηματοπιστωτικών μέσων εκδόσεως του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος»






1.        Το Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανώτατο Δικαστήριο, Λιθουανία) απευθύνεται εκ νέου στο Δικαστήριο στο πλαίσιο δύο διαφορών τις οποίες καλείται να τάμει και οι οποίες ανάγονται στην πτώχευση ενός εκ των πιστωτικών ιδρυμάτων του εν λόγω κράτους μέλους.

2.        Όπως στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιουνίου 2015, Indėlių ir investicijų draudimas και Nemaniūnas (2), το αιτούν δικαστήριο ζητεί την ερμηνεία των οδηγιών 94/49/ΕΚ (3) και 97/9/ΕΚ (4), προκειμένου να αποσαφηνιστεί το πεδίο προστασίας που έκαστη εξ αυτών παρέχει στους καταθέτες και τους επενδυτές, αντιστοίχως.

3.        Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν οι προμνησθείσες οδηγίες μπορούν να έχουν εφαρμογή σε ποσά που καταβάλλονται σε πιστωτικό ίδρυμα από τους πελάτες του για τη χρηματοδότηση είτε της αγοράς μετοχών, είτε της αναλήψεως ομολόγων του ιδρύματος αυτού. Η επιγενόμενη αφερεγγυότητα του πιστωτικού ιδρύματος κατέστησε, εν τέλει, αδύνατη τη διενέργεια αμφοτέρων των ειδών συναλλαγών.

I.      Νομοθετικό πλαίσιο

 A.      Δίκαιο της Ένωσης

1.      Οδηγία 94/19

4.        Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 18 και 20 εξαγγέλλουν τα εξής:

«(1)      ότι, σύμφωνα με τους στόχους της συνθήκης, πρέπει να προαχθεί η αρμονική ανάπτυξη των δραστηριοτήτων των πιστωτικών ιδρυμάτων σε ολόκληρη την Κοινότητα με την εξάλειψη όλων των περιορισμών του δικαιώματος εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και με την ταυτόχρονη ενίσχυση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος και της προστασίας των αποταμιευτών».

«(18)      ότι, όταν ένα κράτος μέλος κρίνει ότι ορισμένες ειδικώς απαριθμούμενες κατηγορίες καταθέσεων ή καταθετών δεν χρειάζονται ιδιαίτερη προστασία, πρέπει να μπορεί να τις εξαιρεί από την εγγύηση που προσφέρουν τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων».

«(20)      ότι μάλλον έχει ακολουθηθεί η αρχή του εναρμονισμένου ελάχιστου ύψους ανά καταθέτη και όχι ανά κατάθεση· ότι είναι ως εκ τούτου σκόπιμο να ληφθούν υπόψη οι καταθέσεις καταθετών που είτε δεν αναφέρονται ως δικαιούχοι του λογαριασμού είτε δεν είναι οι μόνοι δικαιούχοι· ότι το ύψος αυτό πρέπει επομένως να εφαρμόζεται για κάθε καταθέτη του οποίου διαπιστώνεται η ταυτότητα· ότι αυτό ωστόσο δεν ισχύει στην περίπτωση των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες, οι οποίοι υπόκεινται σε ειδικούς κανόνες προστασίας που δεν υπάρχουν για τις προαναφερθείσες καταθέσεις».

5.        Το άρθρο 1 ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

1.      “κατάθεση”: το πιστωτικό υπόλοιπο, που προκύπτει από κεφάλαια κατατεθειμένα σε λογαριασμό ή από μεταβατικές καταστάσεις απορρέουσες από συνήθεις τραπεζικές συναλλαγές και το οποίο το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να επιστρέψει βάσει των ισχυόντων νόμιμων και συμβατικών όρων, καθώς και χρέη για τα οποία το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα έχει εκδώσει παραστατικούς τίτλους.

[…]

3.      “μη διαθέσιμη κατάθεση”: μια κατάθεση που οφείλεται, είναι ληξιπρόθεσμη και δεν έχει καταβληθεί από πιστωτικό ίδρυμα βάσει των ισχυόντων νόμιμων και συμβατικών όρων και

i)      είτε οι αρμόδιες αρχές έχουν διαπιστώσει ότι, κατά τη γνώμη τους, το οικείο πιστωτικό ίδρυμα δεν φαίνεται προς το παρόν ικανό να επιστρέψει την κατάθεση, για λόγους που έχουν άμεση σχέση με την οικονομική του κατάσταση, και δεν προβλέπεται ότι θα καταστεί ικανό στο προσεχές μέλλον.

[…]

ii)      είτε δικαστική αρχή, βασιζόμενη σε λόγους που έχουν άμεση σχέση με την οικονομική κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος, έλαβε απόφαση, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή της ικανότητας των καταθετών, να εγείρουν αξιώσεις έναντι του ιδρύματος, εάν αυτό συμβεί πριν την προαναφερόμενη διαπίστωση·

4.      “πιστωτικό ίδρυμα”: η επιχείρηση, η δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στο να δέχεται καταθέσεις ή άλλα επιστρεπτέα κεφάλαια από το κοινό και να χορηγεί πιστώσεις για λογαριασμό της·

[…]».

6.        Το άρθρο 2 ορίζει τα εξής:

«Εξαιρούνται από οποιαδήποτε επιστροφή από τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων τα ακόλουθα:

–        με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του άρθρου 8, οι καταθέσεις που γίνονται από άλλα πιστωτικά ιδρύματα στο όνομα τους και για δικό τους λογαριασμό,

–        όλοι οι τίτλοι οι οποίοι εμπίπτουν στον ορισμό των “ιδίων κεφαλαίων”, του άρθρου 2 της οδηγίας 89/299/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 1989, σχετικά με τα ίδια κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων […],

–        […]».

7.        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, έχει ως εξής:

«Κάθε κράτος μέλος φροντίζει να συσταθούν και να αναγνωριστούν επίσημα στο έδαφός του ένα ή περισσότερα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων. Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο δεύτερο εδάφιο και στην παράγραφο 4, πιστωτικό ίδρυμα με άδεια λειτουργίας στο εν λόγω κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ δεν δικαιούται να δέχεται καταθέσεις αν δεν είναι μέλος συστήματος εγγύησης των καταθέσεων.

[…]»

8.        Το άρθρο 7 προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το ποσό για την κάλυψη του συνόλου των καταθέσεων κάθε καταθέτη ορίζεται τουλάχιστον σε 50 000 EUR εφόσον οι καταθέσεις καθίστανται μη διαθέσιμες.

1α.      Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το ποσό για την κάλυψη του συνόλου των καταθέσεων κάθε καταθέτη ορίζεται σε 100 000 EUR εφόσον οι καταθέσεις καθίστανται μη διαθέσιμες.

[…]

2.      Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι ορισμένοι καταθέτες ή ορισμένες καταθέσεις εξαιρούνται από την εγγύηση ή ότι η παρεχόμενη εγγύηση είναι χαμηλότερη. Ο κατάλογος αυτών των εξαιρέσεων περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι.»

9.        Το άρθρο 8, παράγραφος 3, προβλέπει τα εξής:

«Όταν ο καταθέτης δεν είναι ο απόλυτος δικαιούχος των ποσών που έχουν κατατεθεί στον λογαριασμό, από την εγγύηση καλύπτεται ο απόλυτος δικαιούχος, εφόσον η ταυτότητα του διαπιστώνεται ή μπορεί να διαπιστωθεί πριν από την ημερομηνία κατά την οποίαν οι αρμόδιες αρχές προβαίνουν στη διαπίστωση που προβλέπεται στο άρθρο 1, εδάφιο 3, σημείο i, ή η δικαστική αρχή λάβει την απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 1, εδάφιο 3, σημείο ii. Εάν υπάρχουν πολλοί απόλυτοι δικαιούχοι, κατά τον υπολογισμό των ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφοι 1, 3 και 4, λαμβάνεται υπόψη το μερίδιο που αναλογεί στον καθένα δυνάμει των ρυθμίσεων που διέπουν τη διαχείριση των ποσών.»

10.      Στο παράρτημα I («Κατάλογος των εξαιρέσεων που αναφέρει το άρθρο 7 παράγραφος 2») μνημονεύονται στο σημείο του 12 οι «[π]ιστωτικοί τίτλοι εκδοθέντες από το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα και οφειλές που προέκυψαν από αποδοχές ιδίων συναλλαγματικών και γραμματίων».

2.      Οδηγία 97/9

11.      Οι αιτιολογικές σκέψεις 4, 8 και 9 εξαγγέλλουν τα εξής:

«(4)      ότι η προστασία των επενδυτών και η διατήρηση της εμπιστοσύνης τους στο χρηματοπιστωτικό σύστημα έχουν μεγάλη σημασία για την ολοκλήρωση και την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς στον εν λόγω τομέα και ότι, προς τον σκοπό αυτό, είναι σημαντικό να διαθέτει κάθε κράτος μέλος ένα σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών που να εγγυάται ένα ελάχιστο εναρμονισμένο επίπεδο προστασίας τουλάχιστον στους μικρούς επενδυτές, στην περίπτωση κατά την οποία μια επιχείρηση επενδύσεων αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τους πελάτες επενδυτές».

«(8)      ότι, κατά συνέπεια, όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεούνται να διαθέτουν ένα ή περισσότερα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών, στα οποία θα συμμετέχουν όλες αυτές οι επιχειρήσεις επενδύσεων· ότι αυτό το σύστημα πρέπει να καλύπτει τα κεφάλαια ή τίτλους που κρατεί μια επιχείρηση επενδύσεων σε σχέση με τις επενδυτικές πράξεις ενός επενδυτή και τα οποία, σε περίπτωση αδυναμίας της επιχείρησης να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τους πελάτες επενδυτές, δεν καθίσταται δυνατόν να επιστραφούν στον επενδυτή· ότι αυτό δεν θίγει τους κανόνες και τις διαδικασίες που εφαρμόζονται σε κάθε κράτος μέλος για τη λήψη αποφάσεων σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης μιας επιχείρησης επενδύσεων».

«(9)      ότι ο ορισμός της επιχείρησης επενδύσεων καλύπτει τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών· ότι αυτά τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν επίσης να συμμετέχουν στο σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών όσον αφορά τις επενδυτικές τους εργασίες· ότι, ωστόσο, αυτά τα πιστωτικά ιδρύματα δεν χρειάζεται να ανήκουν σε δύο διαφορετικά συστήματα αποζημίωσης όταν υπάρχει ένα σύστημα το οποίο ανταποκρίνεται στα κριτήρια τόσο της παρούσας οδηγίας όσο και της οδηγίας 94/19 […]· ότι, στην περίπτωση των επιχειρήσεων επενδύσεων που είναι πιστωτικά ιδρύματα, ενδέχεται εντούτοις σε ορισμένες περιπτώσεις να είναι δυσχερής η διάκριση μεταξύ των καταθέσεων που καλύπτονται δυνάμει της οδηγίας [94/19] και των κεφαλαίων που κρατούνται σε σχέση με επενδυτικές εργασίες· ότι θα πρέπει να δοθεί η ευχέρεια στα κράτη μέλη να αποφασίζουν τα ίδια σε ποιά από τις δύο οδηγίες υπάγονται οι εν λόγω απαιτήσεις».

12.      Το άρθρο 1 της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοείται ως:

1.      “επιχείρηση επενδύσεων”: η επιχείρηση επενδύσεων όπως ορίζεται στο άρθρο 1, σημείο 2, της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ [(5)], η οποία:

–        έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας [93/22] ή

–        έχει λάβει άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος δυνάμει της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ […], και της οδηγίας 89/646/ΕΟΚ […], και η εν λόγω άδεια καλύπτει μία ή περισσότερες από τις επενδυτικές υπηρεσίες που απαριθμούνται στο τμήμα Α του παραρτήματος της οδηγίας [93/22]·

2.      “επενδυτική εργασία”: κάθε επενδυτική υπηρεσία όπως ορίζεται στο άρθρο 1 σημείο 1 της οδηγίας [93/22] και η υπηρεσία που αναφέρεται στο σημείο 1 του τμήματος Γ του παραρτήματος της εν λόγω οδηγίας·

3.      “τίτλοι”: οι τίτλοι που απαριθμούνται στο τμήμα Β του παραρτήματος της οδηγίας [93/22]·

4.      “επενδυτής”: το πρόσωπο που καταθέτει χρήματα ή τίτλους σε μια επιχείρηση επενδύσεων, στο πλαίσιο της διεξαγωγής επενδυτικών εργασιών·

[…]».

13.      Το άρθρο 2 της οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1.      Κάθε κράτος μέλος φροντίζει να συσταθούν και να αναγνωρισθούν επίσημα στην επικράτειά του ένα ή περισσότερα συστήματα αποζημίωσης επενδυτών. Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο δεύτερο εδάφιο και στο άρθρο 5, παράγραφος 3, επιχείρηση επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στο εν λόγω κράτος μέλος δεν δικαιούται να ασκεί επενδυτικές εργασίες εάν δεν συμμετέχει σε τέτοιο σύστημα.

[…]

2.      Το σύστημα αποζημιώνει τους επενδυτές σύμφωνα με το άρθρο 4 όταν:

–        οι αρμόδιες αρχές έχουν διαπιστώσει ότι, κατά την γνώμη τους, μια επιχείρηση επενδύσεων δεν φαίνεται προς το παρόν ικανή να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της τις απορρέουσες από απαιτήσεις επενδυτών, για λόγους έχοντες άμεση σχέση με την οικονομική της κατάσταση, και δεν προβλέπεται ότι θα καταστεί ικανή στο προσεχές μέλλον ή όταν,

–        δικαστική αρχή, βασιζόμενη σε λόγους που έχουν άμεση σχέση με την οικονομική κατάσταση μιας επιχείρησης επενδύσεων, εξέδωσε απόφαση, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή της δυνατότητας των επενδυτών να επιδιώξουν την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους έναντι της εν λόγω επιχείρησης επενδύσεων,

ανάλογα με το αν θα προηγηθεί η διαπίστωση ή η απόφαση.

Πρέπει να εξασφαλίζεται η κάλυψη των απαιτήσεων λόγω αδυναμίας της επιχείρησης:

–        να αποδώσει στους επενδυτές τα κεφάλαια τα οποία τους οφείλει ή τους ανήκουν και τα οποία κρατεί για λογαριασμό τους σε σχέση με επενδυτικές εργασίες ή

–        να επιστρέψει στους επενδυτές τίτλους οι οποίοι τους ανήκουν και τους οποίους κρατεί, διοικεί ή διαχειρίζεται για λογαριασμό τους σε σχέση με επενδυτικές εργασίες,

κατά τα ισχύοντα εκ του νόμου ή εκ συμβάσεως.

3.      Εάν η απαίτηση ενός από τα είδη που αναφέρονται στην παράγραφο 2 έναντι πιστωτικού ιδρύματος σε ορισμένο κράτος μέλος εμπίπτει συγχρόνως στην παρούσα οδηγία και στην οδηγία [94/19], το εν λόγω κράτος μέλος την καταλογίζει στο κατά την κρίση του καταλληλότερο εκ των δύο συστημάτων. Δεν επιτρέπεται η καταβολή διπλής αποζημίωσης για μία και την αυτή απαίτηση δυνάμει αμφοτέρων των οδηγιών.

[…]»

3.      Οδηγία 2004/39/ΕΚ (6)

14.      Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 26 και 31 έχουν ως εξής:

«(2)      Ο αριθμός των επενδυτών που συμμετέχουν ενεργά στις χρηματοπιστωτικές αγορές αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια και το φάσμα των υπηρεσιών και των μέσων που τους προσφέρονται διευρύνθηκε και έγινε πιο πολυσύνθετο. Ενόψει των εξελίξεων αυτών, το νομοθετικό πλαίσιο της Κοινότητας θα πρέπει να καλύψει όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων που απευθύνονται στους επενδυτές. Για τον σκοπό αυτό, πρέπει να εξασφαλιστεί ο απαιτούμενος βαθμός εναρμόνισης που θα προσφέρει στους επενδυτές υψηλό επίπεδο προστασίας και θα επιτρέψει στις επιχειρήσεις επενδύσεων να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε όλη την Κοινότητα, ως ενιαία αγορά, βάσει της εποπτείας της χώρας καταγωγής. Για τους λόγους αυτούς, η οδηγία [93/22] θα πρέπει να αντικατασταθεί από νέα οδηγία.»

«(26)      Προκειμένου να προστατευθούν τα δικαιώματα κυριότητας και άλλα παρεμφερή δικαιώματα των επενδυτών επί των τίτλων, καθώς και τα δικαιώματά τους επί των κεφαλαίων που εμπιστεύονται σε επιχείρηση, τα δικαιώματα αυτά θα πρέπει ιδίως να διακρίνονται από τα δικαιώματα της επιχείρησης. Ωστόσο, η αρχή αυτή δεν θα πρέπει να εμποδίζει την επιχείρηση να ασκεί δραστηριότητες στο όνομά της αλλά για λογαριασμό του επενδυτή, εφόσον η ίδια η φύση της συναλλαγής το απαιτεί και ο επενδυτής συναινεί, για παράδειγμα κατά τις πράξεις δανεισμού τίτλων.»

«(31)      Ένας από τους στόχους της παρούσας οδηγίας είναι η προστασία των επενδυτών. […]»

15.      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, ορίζει τα εξής:

«1)      “επιχείρηση επενδύσεων”: κάθε νομικό πρόσωπο του οποίου σύνηθες επάγγελμα ή δραστηριότητα είναι η παροχή μιας ή περισσότερων επενδυτικών υπηρεσιών σε τρίτους ή/και η διενέργεια μιας ή περισσότερων επενδυτικών δραστηριοτήτων σε επαγγελματική βάση.

[…]

2)      “επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες”: οποιεσδήποτε από τις υπηρεσίες και δραστηριότητες του τμήματος Α του παραρτήματος Ι οι οποίες αφορούν οποιοδήποτε από τα μέσα που απαριθμούνται στο τμήμα Γ του παραρτήματος Ι,

[…]

17)      “χρηματοπιστωτικό μέσο”: τα μέσα που προσδιορίζονται στο τμήμα Γ του Παραρτήματος Ι,

18)      “κινητές αξίες”: οι κατηγορίες κινητών αξιών που επιδέχονται διαπραγματεύσεως στην κεφαλαιαγορά, εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής, και ιδίως:

α)      μετοχές και άλλοι τίτλοι ισοδύναμοι με μετοχές εταιρειών, προσωπικών εταιρειών και άλλων οντοτήτων, καθώς και αποθετήρια έγγραφα μετοχών,

β)      ομόλογα ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους καθώς και αποθετήρια έγγραφα τέτοιων κινητών αξιών,

[…]».

16.      Το παράρτημα I («Κατάλογος υπηρεσιών, δραστηριοτήτων και χρηματοπιστωτικών μέσων») περιλαμβάνει το τμήμα Α («Επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες») με τα ακόλουθα σημεία:

«(1)      Λήψη και διαβίβαση εντολών σχετικών με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα.

(2)      Εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών.

(3)      Διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό.

(4)      Διαχείριση χαρτοφυλακίων.

(5)      Επενδυτικές συμβουλές.

(6)      Αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων και/ή τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης.

(7)      Τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων χωρίς δέσμευση ανάληψης.

(8)      Λειτουργία πολυμερούς διευκόλυνσης συναλλαγών.»

17.      Το τμήμα Γ του ιδίου παραρτήματος («Χρηματοπιστωτικά μέσα») περιλαμβάνει στο σημείο του (1) τις «μεταβιβάσιμες κινητές αξίες».

4.      Οδηγία 2006/48/ΕΚ (7)

18.      Οι αιτιολογικές σκέψεις 5 και 6 εξαγγέλλουν:

«(5)      Τα μέτρα συντονισμού στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων θα πρέπει, τόσο για την προστασία της αποταμιεύσεως όσο και για τη δημιουργία ίσων όρων ανταγωνισμού μεταξύ αυτών των ιδρυμάτων, να εφαρμοσθούν στο σύνολό τους. Θα πρέπει πάντως να ληφθούν δεόντως υπόψη οι αντικειμενικές διαφορές που υφίστανται μεταξύ των καταστατικών τους και της ιδιαίτερης αποστολής τους όπως προβλέπονται στις εθνικές νομοθεσίες.»

«(6)      Είναι, συνεπώς, απαραίτητο, το πεδίο εφαρμογής των ενεργειών συντονισμού να είναι όσο το δυνατόν ευρύτερο και να περιλαμβάνει όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, των οποίων η δραστηριότης συνίσταται στη συγκέντρωση από το κοινό επιστρεπτέων κεφαλαίων, τόσο υπό μορφή καταθέσεων, όσο και υπό άλλες μορφές, όπως είναι η διαρκής έκδοση ομολόγων και άλλων παρόμοιων τίτλων, καθώς και στη χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό. Θα πρέπει να προβλέπονται εξαιρέσεις για ορισμένα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία δεν δύναται να εφαρμοσθεί η παρούσα οδηγία. Η παρούσα οδηγία δεν πρέπει να θίγει την εφαρμογή εθνικών νομοθεσιών, όταν αυτές προβλέπουν ειδικές συμπληρωματικές άδειες με τις οποίες επιτρέπεται στα πιστωτικά ιδρύματα να ασκούν ειδικές δραστηριότητες ή να εκτελούν ορισμένης μορφής εργασίες.»

19.      Το άρθρο 5 ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη απαγορεύουν σε πρόσωπα ή επιχειρήσεις που δεν είναι πιστωτικά ιδρύματα να ασκούν, κατ’ επάγγελμα, τη δραστηριότητα της αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό.

Η πρώτη παράγραφος δεν ισχύει για την αποδοχή καταθέσεων ή άλλων κεφαλαίων επιστρεπτέων από ένα κράτος μέλος, από τις περιφερειακές ή τοπικές αρχές ενός κράτους μέλους ή από δημόσιους διεθνείς οργανισμούς στους οποίους είναι μέλη ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, καθώς και για τις περιπτώσεις που αναφέρονται ρητά από τις εθνικές ή κοινοτικές νομοθεσίες, υπό την προϋπόθεση ότι οι δραστηριότητες αυτές υπόκεινται σε κανόνες και ελέγχους που αφορούν την προστασία των καταθετών και των επενδυτών και εφαρμόζονται στις περιπτώσεις αυτές.»

 B.      Λιθουανικό δίκαιο

20.      Το άρθρο 2 του νόμου IX‑975, της 20ής Ιουνίου 2002, για την εγγύηση των καταθέσεων και των υποχρεώσεων έναντι των επενδυτών, ορίζει (8):

«3.      “Καταθέτης”: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο διατηρεί κατάθεση σε τράπεζα, υποκατάστημα τραπέζης ή συνεταιριστική τράπεζα, εξαιρουμένων των προσώπων οι καταθέσεις των οποίων δεν μπορούν, με βάση τον παρόντα νόμο, να αποτελούν αντικείμενο εγγυήσεως. Οσάκις φυσικό ή νομικό πρόσωπο (εξαιρουμένων των εταιριών διαχειρίσεως αμοιβαίων κεφαλαίων επενδύσεων ή συνταξιοδοτικών ταμείων) τηρεί καταθέσεις ως καταπιστευματικός διαχειριστής, ο διαχειριστής αυτός λογίζεται ως καταθέτης. Οσάκις ομάδα προσώπων έχει, εκ συμβάσεως, απαιτήσεις επί των κεφαλαίων, έκαστο εκ των προσώπων αυτών λογίζεται ως καταθέτης και τα κεφάλαια επιμερίζονται ισομερώς μεταξύ τους, εκτός εάν άλλως ορίζεται στις συμβάσεις εκ των οποίων απορρέουν οι απαιτήσεις τους ή σε δικαστική απόφαση.

[…]

4.      “Κατάθεση”: το συνολικό ποσό των κεφαλαίων (συμπεριλαμβανομένων των τόκων) που διατηρεί καταθέτης σε τράπεζα, υποκατάστημα τραπέζης ή συνεταιριστική τράπεζα δυνάμει συμβάσεως καταθέσεως και/ή τραπεζικού λογαριασμού, καθώς επίσης και άλλα κεφάλαια επί των οποίων ο καταθέτης έχει απαίτηση, γεννηθείσα από τη δέσμευση του πιστωτικού ιδρύματος να διενεργεί συναλλαγές με τα κεφάλαια του καταθέτη ή να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες.

[…]

11.      “Επενδυτής”: φυσικό ή νομικό πρόσωπο που καταβάλλει κεφάλαια ή κινητές αξίες στον καλυπτόμενο από την εγγύηση φορέα προκειμένου να κάνει χρήση των παρεχομένων από αυτόν επενδυτικών υπηρεσιών. Οσάκις ομάδα προσώπων έχει, εκ συμβάσεως, απαιτήσεις επί κεφαλαίων ή κινητών αξιών, έκαστο εκ των προσώπων αυτών λογίζεται ως επενδυτής και οι κινητές αξίες ή τα κεφάλαια επιμερίζονται ισομερώς μεταξύ τους, εκτός εάν άλλως ορίζεται στις συμβάσεις εκ των οποίων απορρέουν οι απαιτήσεις τους ή σε δικαστική απόφαση. Οσάκις το πρόσωπο το οποίο έχει καταβάλει τα κεφάλαια ή τις κινητές αξίες (εξαιρουμένων των εταιριών διαχειρίσεως αμοιβαίων κεφαλαίων επενδύσεων ή συνταξιοδοτικών ταμείων) ενεργεί ως καταπιστευματικός διαχειριστής, ο διαθέτης λογίζεται ως επενδυτής.

12.      “Υποχρεώσεις έναντι του επενδυτή”: υποχρέωση του καλυπτόμενου από την εγγύηση φορέα ο οποίος παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες σε επενδυτή να επιστρέψει στον τελευταίο τα κεφάλαια ή τις κινητές αξίες που του ανήκουν.»

21.      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, από την εγγύηση καλύπτονται οι καταθέσεις στο εθνικό νόμισμα ή σε συνάλλαγμα. Η παράγραφος 4 του ιδίου άρθρου ορίζει ότι από την εγγύηση δεν καλύπτονται, μεταξύ άλλων, οι πιστωτικοί τίτλοι που εκδίδονται από τον ίδιο τον καλυπτόμενο από την εγγύηση φορέα.

22.      Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του νόμου για την εγγύηση των καταθέσεων, το δικαίωμα αποζημιώσεως υπέρ του επενδυτή γεννάται την ημέρα κατά την οποία επέρχεται το ασφαλιζόμενο γεγονός, τούτο δε μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο καλυπτόμενος από την εγγύηση φορέας έχει μεταφέρει ή χρησιμοποιήσει τους τίτλους και/ή τα κεφάλαια του επενδυτή χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου.

II.    Πραγματικά περιστατικά

 A.      Υπόθεση C668/15

23.      Στις 21 Δεκεμβρίου 2010, η γενική συνέλευση των μετόχων της BBA bankas Snoras (στο εξής: Snoras) αποφάσισε την αύξηση του εγκεκριμένου κεφαλαίου της με δημόσια προσφορά αγοράς και αναλήψεως νέων μετοχών.

24.      Στις 3 Φεβρουαρίου 2011, η Vertybinių popierių komisija (επιτροπή κεφαλαιαγοράς) ενέκρινε το ενημερωτικό δελτίο κεφαλαιαγοράς.

25.      Την 1η Μαρτίου 2011, ανοίχθηκε λογαριασμός στο όνομα της Snoras στην AB bankas FINASTA (στο εξής: FINASTA), με σκοπό τη συγκέντρωση στον λογαριασμό αυτόν των κεφαλαίων των πελατών που προορίζονταν για την αγορά των υπό έκδοση μετοχών.

26.      Από τις 9 Μαρτίου 2011 έως τις 16 Μαΐου 2011, η Agnieška Anisimovienė και 256 λοιποί πελάτες της Snoras συνήψαν με την τράπεζα αυτή συμφωνίες εγγραφής για την αγορά μετοχών. Δυνάμει των συμφωνιών αυτών, η Snoras είχε το δικαίωμα να χρεώνει το αντιστοιχούν στις μετοχές ποσό στους λογαριασμούς που η A. Anisimovienė και οι λοιποί πελάτες διατηρούσαν στη Snoras και να το μεταφέρει σε λογαριασμό που είχε ανοίξει στο όνομα της Snoras στη FINASTA. Η A. Anisimovienė και οι λοιποί πελάτες είχαν επίσης τη δυνατότητα να καταβάλουν απευθείας το σχετικό ποσό στον εν λόγω λογαριασμό.

27.      Στις 5 Μαΐου 2011, η Snoras ζήτησε από τη Lietuvos Bankas (Τράπεζα της Λιθουανίας) έγκριση προκειμένου να καταχωρίσει αρμοδίως τις επακόλουθες της αποφάσεως αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου τροποποιήσεις του καταστατικού της.

28.      Στις 16 Νοεμβρίου 2011, η Τράπεζα της Λιθουανίας έλαβε απόφαση με την οποία επέβαλε αναστολή των εργασιών της Snoras μέχρι τις 16 Ιανουαρίου 2012, καθώς και την απαλλοτρίωση των μετοχών της Snoras για λόγους δημοσίου συμφέροντος.

29.      Στις 22 Νοεμβρίου 2011, η Τράπεζα της Λιθουανίας απέρριψε το αίτημα εγκρίσεως της καταχωρίσεως των προαναφερθεισών καταστατικών τροποποιήσεων και, με απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2011, ανακάλεσε την άδεια εκτελέσεως τραπεζικών εργασιών της Snoras.

30.      Στις 7 Δεκεμβρίου 2011, κινήθηκε διαδικασία κηρύξεως της Snoras σε πτώχευση, με απόφαση που άρχισε να ισχύει στις 20 Δεκεμβρίου 2011.

31.      Η A. Anisimovienė και οι λοιποί ενδιαφερόμενοι προσέφυγαν ενώπιον του Vilniaus apygardos teismas (περιφερειακού πρωτοδικείου του Βίλνιους, Λιθουανία), με αίτημα να αναγνωριστούν ως καταθέτες της εν λόγω τραπέζης. Το πρωτοδικείο απέρριψε το αίτημά τους με απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2014, με το σκεπτικό ότι αυτοί έπρεπε να λογίζονται ως επενδυτές και ότι τα κεφάλαια που είχαν καταβάλει για την αγορά των μετοχών δεν απέκτησαν το καθεστώς καταθέσεων.

32.      Η ασκηθείσα κατά της ανωτέρω αποφάσεως έφεση απερρίφθη από το Lietuvos apeliacinis teismas (εφετείο, Λιθουανία) με απόφαση της 12ης Μαρτίου 2015. Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως έχει ασκηθεί αναίρεση ενώπιον του Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανωτάτου Δικαστηρίου).

 B.      Υπόθεση C109/16

33.      Η λιθουανική επιτροπή κεφαλαιαγοράς ενέκρινε, με αποφάσεις της 16ης Ιουνίου και της 14ης Ιουλίου 2011, το δελτίο εκδόσεως νέων ομολόγων από τη Snoras.

34.      Σύμφωνα με το εν λόγω δελτίο, η Snoras μπορούσε να προβεί σε διάφορες εκδόσεις μεσοπρόθεσμων μεταβιβάσιμων ομολόγων, υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης δημοσιοποιήσεως των οριστικών όρων κάθε εκδόσεως.

35.      Στο εν λόγω δελτίο αναφερόταν ότι: 1) οι ιδιώτες μπορούσαν να αγοράζουν τα ομόλογα στα υποκαταστήματα, τα γραφεία και τις λοιπές υπηρεσίες της Snoras, 2) το τίμημα για τα ομόλογα έπρεπε να καταβληθεί την ημερομηνία συνάψεως της συμφωνίας εγγραφής, και, ως εκ τούτου, ο αγοραστής έπρεπε να διατηρεί το αντίστοιχο ποσό σε λογαριασμό ανοιγμένο στη Snoras και να εξουσιοδοτήσει την εν λόγω τράπεζα να το χρεώσει σε αυτόν, 3) η αναγραφόμενη στους οριστικούς όρους της εκδόσεως ημερομηνία ενάρξεως ισχύος θα ήταν η ημερομηνία της εκδόσεως των ομολόγων, και 4) τα ομόλογα έπρεπε να εγγραφούν σε λογαριασμό τίτλων ανοιγμένο στη Snoras στο όνομα του αγοραστή.

36.      Στις 2 Νοεμβρίου 2011, η Snoras δημοσίευσε τους οριστικούς όρους της ενδέκατης εκδόσεως μεσοπρόθεσμων ομολόγων με σταθερό επιτόκιο.

37.      Στις 10 και στις 11 Νοεμβρίου 2011, ο Alvydas Raišelis συνήψε με τη Snoras δύο συμφωνίες εγγραφής για την ανάληψη ομολόγων στο πλαίσιο της εν λόγω εκδόσεως και κατέθεσε το αντιστοιχούν στο συνολικό τίμημα των εν λόγω πιστωτικών τίτλων ποσό στον προσωπικό λογαριασμό του τον οποίο τηρούσε στη Snoras. Οι συμφωνίες περιείχαν ρήτρα επιτρέπουσα στην τράπεζα να αφαιρέσει το πιστωθέν στο λογαριασμό ποσό, χωρίς να χρειάζεται χωριστή συναίνεση εκ μέρους του επενδυτή, προς εξόφληση του τιμήματος των ομολόγων που θα αγόραζε.

38.      Η Snoras μετέφερε, σύμφωνα με τις υπογραφείσες συμφωνίες, τα ποσά που είχε καταβάλει ο A. Raišelis σε λογαριασμό στο όνομα του ιδίου αυτού πιστωτικού ιδρύματος.

39.      Λόγω των οικονομικών δυσχερειών της Snoras, στις οποίες έχει ήδη γίνει αναφορά, τα ομόλογα που επρόκειτο να αναλάβει ο A. Raišelis ουδέποτε εξεδόθησαν.

40.      Ο A. Raišelis προσέφυγε ενώπιον του Vilniaus miesto 2-asis apylinkės teismas (δεύτερου τοπικού δικαστηρίου του Βίλνιους, Λιθουανία) αιτούμενος να του αναγνωριστεί το δικαίωμα καταβολής ασφαλιστικής αποζημιώσεως από την Indėlių ir investicijų draudimas VĮ (δημόσια επιχείρηση με αντικείμενο τη διασφάλιση της προστασίας καταθέσεων και επενδύσεων σε περίπτωση αφερεγγυότητας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων· στο εξής: IDD).

41.      Το πρωτοδικείο απέρριψε το αίτημα του ενάγοντος με απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2012. Έκρινε ότι, παρά τη μη πραγματοποίηση της ομολογιακής εκδόσεως, ο A. Raišelis θα εδικαιούτο να εισπράξει ασφαλιστική αποζημίωση μόνον εάν η Snoras είχε μεταφέρει ή χρησιμοποιήσει τους τίτλους του επενδυτή και/ή τα κεφάλαια αυτού χωρίς τη συναίνεσή του, κάτι που δεν είχε συμβεί. Προσέθεσε ότι οι εκδιδόμενοι από τη Snoras πιστωτικοί τίτλοι δεν καλύπτονται από εγγύηση.

42.      Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώθηκε από το Vilniaus apygardos teismas (περιφερειακό πρωτοδικείο του Βίλνιους) στις 17 Οκτωβρίου 2013, το οποίο αναγνώρισε στον πρωτοδίκως ενάγοντα το δικαίωμα στην αιτηθείσα αποζημίωση.

43.      Κατά την κρίση του εφετείου, καίτοι τα ομόλογα θα είχαν εκδοθεί και εγγραφεί στον προσωπικό λογαριασμό τίτλων του A. Raišelis μόνον κατά την πραγματική ημερομηνία εκδόσεως των τίτλων σύμφωνα με τους σχετικούς με την έκδοση όρους (1η Δεκεμβρίου 2011), η έκδοση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε και δεν παρήγαγε αποτελέσματα συνεπεία της αποφάσεως της Τράπεζας της Λιθουανίας να ανακαλέσει οριστικά την άδεια εκτελέσεως τραπεζικών εργασιών της Snoras. Το εφετείο απεφάνθη ότι ο πρωτοδίκως ενάγων έπρεπε να λογίζεται ως επενδυτής, τα δε κεφάλαια τα οποία διατηρούσε σε λογαριασμό της Snoras, κατά την ημερομηνία επελεύσεως του ασφαλιζόμενου γεγονότος, έπρεπε να λογίζονται ως εγγυημένη κατάθεση, και ότι, ως εκ τούτου, ο A. Raišelis εδικαιούτο την αιτηθείσα αποζημίωση.

44.      Η IDD άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της εφετειακής αποφάσεως ενώπιον του Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανωτάτου Δικαστηρίου).

III. Υποβαλλόμενα προδικαστικά ερωτήματα

45.      Το Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανώτατο Δικαστήριο) υπέβαλε δύο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 21 Δεκεμβρίου 2015 (C‑688/15) και στις 25 Φεβρουαρίου 2016 (C‑109/16), αντιστοίχως. Τα ερωτήματα έχουν ως εξής:

 A.      Υπόθεση C688/15

«1)      Έχουν οι διατάξεις της οδηγίας για τις καταθέσεις την έννοια ότι κεφάλαια τα οποία χρεώνονται σε λογαριασμό με τη συναίνεση των ενδιαφερομένων ή μεταφέρονται ή καταβάλλονται από τους ενδιαφερομένους σε λογαριασμό που έχει ανοιχθεί στο όνομα πιστωτικού ιδρύματος σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα μπορούν να λογίζονται ως κατάθεση δυνάμει της εν λόγω οδηγίας;

2)      Έχει το άρθρο 7, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας για τις καταθέσεις την έννοια ότι πρέπει να καταβάλλεται βάσει της εγγυήσεως των καταθέσεων ποσό ίσο με το προβλεπόμενο στο άρθρο 7, παράγραφος 1, σε κάθε πρόσωπο το οποίο αποδεικνύεται ότι είχε σχετική απαίτηση πριν από την ημερομηνία εκδόσεως των αποφάσεων του άρθρου 1, σημείο 3, περιπτώσεις i) και ii), της οδηγίας για τις καταθέσεις;

3)      Για τους σκοπούς της οδηγίας για τις καταθέσεις, είναι ο ορισμός της “συνήθους τραπεζικής συναλλαγής” κρίσιμος για την ερμηνεία της έννοιας της καταθέσεως ως πιστωτικού υπολοίπου που προκύπτει από τραπεζικές συναλλαγές; Πρέπει ο ορισμός αυτός να λαμβάνεται υπόψη και κατά την ερμηνεία της έννοιας της καταθέσεως σε εθνικά νομοθετικά μέτρα με τα οποία μεταφέρθηκε στην εθνική έννομη τάξη η οδηγία για τις καταθέσεις;

4)      Εάν στο τρίτο ερώτημα δοθεί καταφατική απάντηση, πώς πρέπει να νοείται και να ερμηνεύεται η έννοια της συνήθους τραπεζικής συναλλαγής στο άρθρο 1, σημείο 1, της οδηγίας για τις καταθέσεις:

α)      ποιες τραπεζικές συναλλαγές πρέπει να λογίζονται ως συνήθεις ή βάσει ποίων κριτηρίων πρέπει να καθοριστεί εάν μια συγκεκριμένη τραπεζική συναλλαγή είναι συνήθης;

β)      πρέπει η έννοια της συνήθους τραπεζικής συναλλαγής να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με τον σκοπό των διενεργούμενων τραπεζικών συναλλαγών ή σε συνάρτηση με τους συμβαλλομένους μεταξύ των οποίων διενεργούνται;

γ)      έχει η “κατάθεση” ως πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει από συνήθεις τραπεζικές συναλλαγές, όπως αυτή χρησιμοποιείται στην οδηγία για τις καταθέσεις, την έννοια ότι καλύπτει μόνον περιπτώσεις στις οποίες όλες οι συναλλαγές από τις οποίες προέκυψε το υπόλοιπο μπορούν να λογίζονται ως συνήθεις;

5)      Στην περίπτωση κατά την οποία τα κεφάλαια δεν εμπίπτουν στον ορισμό της “καταθέσεως” βάσει της οδηγίας για τις καταθέσεις και το κράτος μέλος έχει επιλέξει να μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο την οδηγία για τις καταθέσεις και την οδηγία για τους επενδυτές κατά τρόπον ώστε κεφάλαια επί των οποίων ο καταθέτης έχει απαίτηση απορρέουσα από την υποχρέωση πιστωτικού ιδρύματος να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες να λογίζονται επίσης ως κατάθεση, μπορεί η προστασία των καταθέσεων να ισχύει μόνον αφού αποδειχθεί ότι, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, το πιστωτικό ίδρυμα ενήργησε ως επιχείρηση επενδύσεων και τα κεφάλαια μεταφέρθηκαν σε αυτό για την παροχή ή την άσκηση επενδυτικών εργασιών κατά την έννοια της οδηγίας για τους επενδυτές και της οδηγίας 2004/39;»

 B.      Υπόθεση C109/16

«1.      Σε περιπτώσεις στις οποίες πιστωτικό ίδρυμα ενεργεί ως εταιρία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών στην οποία έχουν μεταφερθεί κεφάλαια με σκοπό την αγορά πιστωτικών τίτλων εκδόσεως του ιδίου αυτού πιστωτικού ιδρύματος, χωρίς όμως η έκδοση των τίτλων να πραγματοποιηθεί και χωρίς οι πιστωτικοί τίτλοι να μεταβιβασθούν κατά κυριότητα στο πρόσωπο το οποίο κατέβαλε τα κεφάλαια, ενώ τα εν λόγω κεφάλαια έχουν ήδη χρεωθεί στον τραπεζικό λογαριασμό του προσώπου αυτού και έχουν πιστωθεί σε λογαριασμό που έχει ανοιχτεί στο όνομα του πιστωτικού ιδρύματος και δεν είναι επιστρεπτέα, η δε πρόθεση του εθνικού νομοθέτη σε μια τέτοια περίπτωση δεν είναι σαφής όσον αφορά την εφαρμογή ενός συγκεκριμένου συστήματος προστασίας, είναι δυνατή η απευθείας εφαρμογή του άρθρου 1, σημείο 1, της οδηγίας 94/19 για τις καταθέσεις και του άρθρου 1, παράγραφος 4, της οδηγίας 97/9 για τους επενδυτές για να προσδιοριστεί το εφαρμοστέο σύστημα προστασίας και συνιστά η σκοπούμενη χρήση των κεφαλαίων το αποφασιστικό κριτήριο στο πλαίσιο αυτό; Είναι οι εν λόγω διατάξεις των οδηγιών επαρκώς σαφείς, λεπτομερείς και απαλλαγμένες αιρέσεων, επαγόμενες δικαιώματα υπέρ των ιδιωτών, ώστε να μπορούν οι ιδιώτες να τις επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων προκειμένου να θεμελιώσουν τις απαιτήσεις τους για καταβολή αποζημιώσεως κατά του συσταθέντος από το κράτος οργανισμού εγγυήσεως;

2.      Πρέπει το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/9, το οποίο προσδιορίζει τα είδη των απαιτήσεων που καλύπτονται από το σύστημα αποζημιώσεως των επενδυτών, να νοείται και να ερμηνεύεται ως καλύπτον και απαιτήσεις για επιστροφή κεφαλαίων τα οποία οφείλει μια επιχείρηση επενδύσεων σε επενδυτές και τα οποία δεν κατέχει στο όνομα των εν λόγω επενδυτών;

3.      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, είναι το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/9, το οποίο προσδιορίζει τα είδη των απαιτήσεων που καλύπτονται από το σύστημα αποζημιώσεως των επενδυτών, επαρκώς σαφές, ακριβές, απαλλαγμένο αιρέσεων και επάγεται δικαιώματα για τους ιδιώτες, ούτως ώστε οι τελευταίοι να μπορούν να επικαλούνται την εν λόγω διάταξη ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων για να θεμελιώσουν τις απαιτήσεις τους προς καταβολή αποζημιώσεως στο πλαίσιο αγωγών κατά του συσταθέντος από το κράτος οργανισμού εγγυήσεως;

4.      Πρέπει το άρθρο 1, σημείο 1, της οδηγίας 94/19 να νοείται και να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι ο όρος “κατάθεση” κατά την οδηγία αυτή καλύπτει και ποσά μεταφερθέντα από έναν προσωπικό λογαριασμό, με τη συναίνεση του δικαιούχου, σε λογαριασμό που έχει ανοιχτεί στο όνομα πιστωτικού ιδρύματος ο οποίος τηρείται στο ίδιο αυτό πιστωτικό ίδρυμα και προορίζεται προς εξόφληση των μελλόντων να εκδοθούν πιστωτικών τίτλων του εν λόγω ιδρύματος;

5.      Έχουν το άρθρο 7, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 94/19 την έννοια ότι επιβάλλεται καταβολή αποζημιώσεως κατ’ εφαρμογήν του συστήματος εγγυήσεως των καταθέσεων μέχρι του ποσού που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, υπέρ παντός προσώπου του οποίου η απαίτηση μπορεί να θεμελιωθεί πριν από την ημερομηνία της διαπιστώσεως από τη διοίκηση ή της αποφάσεως δικαστικής αρχής στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 1, σημείο 3, περιπτώσεις i) και ii), της οδηγίας για τις καταθέσεις;»

IV.    Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

46.      Γραπτές παρατηρήσεις στις υποθέσεις C‑688/15 και C‑109/16 κατέθεσαν η IID, η Λιθουανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή. Η A. Anisimovienė και οι 256 λοιποί ενδιαφερόμενοι κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις στην υπόθεση C‑688/15.

47.      Στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία διεξήχθη από κοινού για τις δύο υποθέσεις στις 30 Μαρτίου 2017, παρέστησαν οι A. Anisimovienė κ.λπ., η IID, η Λιθουανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή.

V.      Ανάλυση

48.      Το ζήτημα που εγείρεται εν προκειμένω συνίσταται στον χαρακτηρισμό που πρέπει να τύχουν, όσον αφορά την ενδεχόμενη κάλυψή τους από τις οδηγίες 94/19 και 97/9, ποσά καταβληθέντα σε πιστωτικό ίδρυμα (Snoras) από πελάτες του τελευταίου με σκοπό την αγορά είτε μετοχών της τραπέζης αυτής (υπόθεση C‑688/15), είτε ομολόγων εκδόσεώς της (υπόθεση C‑109/16).

49.      Στην πρώτη περίπτωση, τα κεφάλαια των πελατών κατεβλήθησαν σε λογαριασμό που διατηρούσε η Snoras σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα (FINASTA), είτε απευθείας από αυτούς είτε, με τη συναίνεσή τους, μέσω μεταφορών από τη Snoras με χρέωση των λογαριασμών που οι εν λόγω ιδιώτες είχαν ανοίξει στα γραφεία της.

50.      Στη δεύτερη περίπτωση, τα κεφάλαια μετεφέρθησαν, επίσης με τη συναίνεση του πελάτη, από τον λογαριασμό που αυτός διέθετε στη Snoras σε άλλο λογαριασμό που είχε ανοιχτεί στο εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα στο όνομα του ιδρύματος αυτού.

51.      Σε καμία εκ των δύο περιπτώσεων δεν κατέστη δυνατή η ολοκλήρωση της σκοπούμενης συναλλαγής, καθόσον η Snoras απώλεσε το 2011 την άδεια εκτελέσεως τραπεζικών εργασιών και κηρύχθηκε σε πτώχευση.

52.      Ζητείται, εν προκειμένω, να διευκρινιστεί, πρώτον, εάν τόσο τα ποσά που προορίζονταν για την αγορά μετοχών της Snoras (υπόθεση C‑688/15), όσο και τα σχετικά με την ανάληψη ομολόγων του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος ποσά (υπόθεση C‑109/16) μπορούν να λογίζονται ως «κατάθεση», κατά την έννοια της οδηγίας 94/19.

53.      Εν συνεχεία (και μόνον όσον αφορά την υπόθεση C‑109/16) πρέπει να κριθεί εάν τα καταβληθέντα για την ανάληψη των ομολόγων ποσά τυγχάνουν της προστασίας που η οδηγία 97/9 παρέχει στους επενδυτές.

54.      Οι δύο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως υποβάλλονται στο πλαίσιο εθνικής νομοθετικής ρυθμίσεως η οποία μετέφερε στο εσωτερικό δίκαιο με έναν και μόνο νόμο τόσο την οδηγία για τις καταθέσεις (94/19) όσο και την οδηγία για τους επενδυτές (97/9).

55.      Τα υποβληθέντα από το Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανώτατο Δικαστήριο) ερωτήματα μπορούν να ομαδοποιηθούν και να αναδιατυπωθούν σε τρία.

56.      Πρώτον, πρέπει να εξεταστεί: α) εάν τα επίμαχα στην υπόθεση C‑688/15 κεφάλαια συνιστούν «κατάθεση» για τους σκοπούς της οδηγίας 94/19, ζήτημα το οποίο αφορούν τα ερωτήματα 1, 3, 4 και 5 του αιτούντος δικαστηρίου, καθώς επίσης, εμμέσως, το ερώτημα 2, και β) εάν τα κεφάλαια στην υπόθεση C‑109/16 μπορούν επίσης να χαρακτηριστούν ως «κατάθεση», κατά την έννοια της οδηγίας 94/19 (ερώτημα 4 της υποθέσεως C‑109/16). Μόνον εφόσον γίνει δεκτό ότι αμφότερα τα κεφάλαια καλύπτονται από την οδηγία 94/19, θα πρέπει να κριθεί ποιοι είναι οι δικαιούχοι της εγγυήσεως (ερώτημα 2 της υποθέσεως C‑688/15 και ερώτημα 5 της υποθέσεως C‑109/16).

57.      Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί εάν τα επίμαχα στην υπόθεση C‑109/16 ποσά καλύπτονται από την οδηγία 97/9, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή σε κεφάλαια τα οποία επιχείρηση επενδύσεων οφείλει σε επενδυτές.

58.      Τέλος, τα ερωτήματα 1 και 3 της υποθέσεως C‑109/16 αφορούν το ενδεχόμενο άμεσο αποτέλεσμα των οδηγιών 94/19 και 97/9.

 A.      Επί του όρου «κατάθεση», κατά την έννοια της οδηγίας 94/19, και επί των δικαιούχων της εγγυήσεώς της (ερωτήματα 1 έως 5 της υποθέσεως C688/15 και ερωτήματα 4 και 5 της υποθέσεως C109/16)

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

59.      Η A. Anisimovienė και οι λοιποί ενάγοντες υποστηρίζουν ότι τα κεφάλαια που είχαν καταβάλει στη Snoras, δυνάμει των συμφωνιών εγγραφής για την αγορά μετοχών, καλύπτονται από την οδηγία 94/19. Κατά την κρίση τους, τα ποσά που είχαν καταβάλει έπρεπε να τους επιστραφούν αφ’ ης στιγμής οι εν λόγω συμφωνίες κατέστησαν άνευ αντικειμένου, λόγω της αρνήσεως της Τράπεζας της Λιθουανίας να εγκρίνει την καταχώριση της αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου της Snoras.

60.      Κατά τους ενάγοντες, είχε ανακύψει μια «μεταβατική κατάσταση» συνεπεία της οποίας τα κεφάλαια που έπρεπε να τους επιστρέψει η Snoras ουδέποτε τους απεδόθησαν λόγω των οικονομικών δυσχερειών της εν λόγω τραπέζης. Με άλλα λόγια, η κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η Snoras δεν της επέτρεψε να πραγματοποιήσει μια «συνήθη τραπεζική συναλλαγή», όπως είναι η μεταφορά στην A. Anisimovienė κ.λπ. των ποσών που είχαν κατατεθεί στον λογαριασμό της Snoras, αλλά δεν μπόρεσαν να χρησιμοποιηθούν για την αγορά των μετοχών.

61.      Κατά την άποψή τους, ενδεχόμενη περιοριστική ερμηνεία της εφαρμοστέας νομοθεσίας θα είχε ως αποτέλεσμα να στερηθούν όχι μόνον της αποζημιώσεως ως επενδυτές, αλλά και της αποζημιώσεως ως καταθέτες. Κατά την κρίση τους, όταν ένας καταθέτης δεν επιτυγχάνει να καταστεί επενδυτής, παρά τη σχετική του βούληση (όπως στη δική τους περίπτωση), δικαιούται της προστασίας της οδηγίας 94/19.

62.      Επιπλέον, υποστηρίζουν ότι ο έχων, κατά την ημερομηνία εκδόσεως των αποφάσεων στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 1, σημείο 3, περιπτώσεις i) και ii), της οδηγίας 94/19, αξίωση επιστροφής κεφαλαίων πρέπει να λογίζεται ως καταθέτης.

63.      Τόσο η IID όσο και η Λιθουανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή φρονούν ότι τα επίμαχα στο πλαίσιο των δύο διαδικασιών κεφάλαια δεν συνιστούν καταθέσεις κατά την έννοια της οδηγίας 94/19.

64.      Η IID ισχυρίζεται, όπως και η Επιτροπή, ότι τα επίμαχα στην υπόθεση C‑688/15 κεφάλαια αποτελούν μάλλον κατάθεση της Snoras στη FINASTA (παρά κατάθεση της A. Anisimovienė κ.λπ.), αφ’ ης στιγμής τα αντίστοιχα ποσά, όπως έχει κριθεί δικαστικώς σε έτερη υπόθεση, είχαν μεταφερθεί στη Snoras, η οποία κατέστη κυρία αυτών, με αποτέλεσμα να μην καλύπτονται από την οδηγία 94/19.

65.      Κατά την IID, τη Λιθουανική Κυβέρνηση και την Επιτροπή, τα κεφάλαια αυτά δεν καλύπτονταν από την εγγύηση της οδηγίας 94/19, διότι δεν ήταν κατατεθειμένα στους λογαριασμούς της A. Anisimovienė κ.λπ. ούτε είχαν εκδοθεί για αυτά πιστωτικοί τίτλοι από τη Snoras. Το μόνο, επομένως, που πρέπει να διευκρινιστεί είναι εάν τα ποσά αυτά μπορούν να αποδοθούν σε «μεταβατικές καταστάσεις απορρέουσες από συνήθεις τραπεζικές συναλλαγές». Τούτο, ωστόσο, δεν συμβαίνει, διότι ο όρος «συνήθης τραπεζική συναλλαγή» δεν καταλαμβάνει την αποδοχή, από ορισμένη τράπεζα, κεφαλαίων που προορίζονται για την αγορά δικών της μετοχών.

66.      Κατά την IDD, η οδηγία 94/19 δεν μπορεί να έχει εφαρμογή στα επίμαχα στην υπόθεση C‑688/15 κεφάλαια λόγω του γεγονότος ότι η Snoras ενεργούσε ως επιχείρηση επενδύσεων και αποδεχόταν τα κεφάλαια για τη διενέργεια επενδυτικών συναλλαγών. Κατά την άποψή της, τα δύο επίμαχα συστήματα εγγυήσεως είναι διαφορετικής φύσεως. Μολονότι υφίσταται το ενδεχόμενο αλληλοεπικαλύψεων, κάτι τέτοιο, εντούτοις, δεν συνέβη εν προκειμένω, καθόσον ο λόγος για τον οποίον οι ενάγοντες είχαν προβεί στη μεταφορά των κεφαλαίων ήταν η πραγματοποίηση μιας μη επιτευχθείσας τελικώς επενδύσεως. Η μεταφορά των κεφαλαίων αυτών δεν συνιστούσε κατάθεση προστατευόμενη από την οδηγία 94/19, ούτε ο εγγενής κίνδυνος της επενδύσεως καλυπτόταν από την οδηγία 97/9.

67.      Όσον αφορά την υπόθεση C‑688/15, η Λιθουανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι επιλογή του εθνικού νομοθέτη ήταν η εγγύηση των καταθέσεων της οδηγίας 94/19 να έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα πιστωτικό ίδρυμα δεσμεύεται να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες. Ως εκ τούτου, κατά την κρίση της, το ερώτημα σχετικά με τον προορισμό των κεφαλαίων υπό την κατοχή της Snoras είναι υποθετικό. Σε κάθε περίπτωση, και επικουρικώς, τα εμπιστευόμενα σε πιστωτικό ίδρυμα κεφάλαια για την αγορά χρηματοπιστωτικών μέσων, ή για άλλους σκοπούς, θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση, σε περίπτωση επιγενόμενης αφερεγγυότητας του εν λόγω ιδρύματος, για την καταβολή αποζημιώσεως δυνάμει της οδηγίας 94/19, εφόσον μπορούσε να γίνει δεκτό ότι τα κεφάλαια αυτά εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της.

68.      Η Επιτροπή υποστηρίζει, για τους σκοπούς της υποθέσεως C‑688/15, ότι οι οδηγίες 94/19 και 97/9 δεν διασφαλίζουν την πλήρη εναρμόνιση των οικείων τομέων. Τα κράτη μέλη μπορούν να παρέχουν ανώτερη προστασία υπό την προϋπόθεση ότι με την επιλογή τους αυτή δεν θίγεται το χρήσιμο αποτέλεσμα των οδηγιών και δεν ασκείται επιρροή στους εναρμονισμένους βάσει άλλων ευρωπαϊκών διατάξεων τομείς.

69.      Κατά την Επιτροπή, τα κράτη μέλη μπορούν να επεκτείνουν την προστασία που παρέχει το σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων σε κεφάλαια που δεν καλύπτονται από καμία εκ των δύο οδηγιών. Εάν η προστασία αυτή περιελάμβανε τις απαιτήσεις που απορρέουν από τη δέσμευση τράπεζας να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες στους πελάτες της, δεν θα ήταν αναγκαίο το εν λόγω ίδρυμα να έχει ενεργήσει, στην περίπτωση αυτή, ως επιχείρηση επενδύσεων κατά την έννοια της οδηγίας 97/9.

70.      Σε περίπτωση που τα επίμαχα κεφάλαια μπορούσαν να λογίζονται ως καταθέσεις, η Λιθουανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η αποζημίωση δεν θα έπρεπε να χορηγηθεί στον δικαιούχο του λογαριασμού, αλλά στον κύριο των κεφαλαίων αυτών, εφόσον η ταυτότητά του διαπιστωθεί πριν από την ημερομηνία υπεισελεύσεως του πιστωτικού ιδρύματος σε κατάσταση αφερεγγυότητας.

71.      Η IID επισημαίνει, συναφώς, ότι η ανάκληση της άδειας εκτελέσεως τραπεζικών εργασιών της Snoras έλαβε χώρα στις 24 Νοεμβρίου 2011, ημερομηνία κατά την οποία ούτε η τράπεζα αυτή ούτε η FINASTA υπείχαν υποχρέωση επιστροφής των κεφαλαίων, καθόσον η απόφαση αυξήσεως του κεφαλαίου είχε ισχύ έως την 20ή Δεκεμβρίου 2011 και μόνον κατά τον χρόνο αυτό η Snoras όφειλε να επιστρέψει τα κεφάλαια στους A. Anisimovienė κ.λπ.

72.      Όσον αφορά, συγκεκριμένα, τα επίμαχα στην υπόθεση C‑109/16 κεφάλαια, η IID, η Λιθουανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή συμφωνούν, κατ’ ουσίαν, ότι αυτά δεν μπορούν να λογίζονται ως καταθέσεις. Κατά τους διαδίκους αυτούς, πρόκειται για κεφάλαια που μετεφέρθησαν, με τη συναίνεση του ενδιαφερομένου, σε λογαριασμό της Snoras για τους σκοπούς της συμμετοχής του σε μελλοντική έκδοση ομολόγων του πιστωτικού αυτού ιδρύματος, περίπτωση η οποία δεν εμπίπτει στην έννοια του όρου «κατάθεση» της οδηγίας 94/19.

2.      Ανάλυση του ερωτήματος

a)      Επί της έννοιας του όρου «κατάθεση» κατά την οδηγία 94/19. Γενικές παρατηρήσεις

73.      Σύμφωνα με το άρθρο 1, σημείο 1, της οδηγίας 94/19, η έννοια «κατάθεση» περιλαμβάνει αφενός, «το πιστωτικό υπόλοιπο, που προκύπτει από κεφάλαια κατατεθειμένα σε λογαριασμό ή από μεταβατικές καταστάσεις απορρέουσες από συνήθεις τραπεζικές συναλλαγές και το οποίο το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να επιστρέψει βάσει των ισχυόντων νόμιμων και συμβατικών όρων» και, αφετέρου, «χρέη για τα οποία το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα έχει εκδώσει παραστατικούς τίτλους».

74.      Όπως υποστήριζε ο γενικός εισαγγελέας P. Cruz Villalón με τις προτάσεις του στην (πρώτη) υπόθεση Indėlių ir investicijų draudimas και Nemaniūnas (9), «[π]ρόκειται, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, για οφειλές που το πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να επιστρέψει, είτε στον κάτοχο λογαριασμού στον οποίον ήταν κατατεθειμένα τα κεφάλαια από τα οποία προέκυψε πιστωτικό υπόλοιπο ή στον οποίον πραγματοποιήθηκαν συνήθεις τραπεζικές συναλλαγές από τις οποίες προέκυψαν μεταβατικές καταστάσεις με αποτέλεσμα τη δημιουργία πιστωτικού υπολοίπου, στη μια περίπτωση, είτε στον κάτοχο [παραστατικού τίτλου], στην άλλη περίπτωση» (10).

75.      Η υποχρέωση επιστροφής είναι, ως εκ τούτου, ουσιώδης στον ορισμό της έννοιας «κατάθεση» (11). Τούτο επιβεβαιώνεται από το άρθρο 1, σημείο 4, της οδηγίας 94/19, κατά το οποίο τα μνημονευόμενα στο σημείο 1 του ιδίου άρθρου πιστωτικά ιδρύματα είναι «επιχειρήσ[εις], η δραστηριότητα [των] οποί[ων] συνίσταται στο να δέχ[ον]ται καταθέσεις ή άλλα επιστρεπτέα κεφάλαια από το κοινό […]» (12).

76.      Το δεύτερο κρίσιμο στοιχείο της έννοιας «κατάθεση», για τους σκοπούς της οδηγίας 94/19 είναι, ακριβώς, ότι ο αποδέκτης των καταθέσεων πρέπει να είναι πιστωτικό ίδρυμα.

77.      Τέλος, το τρίτο στοιχείο της έννοιας αυτής αφορά την ιδιότητα του καταθέτη. Υπό την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπει (13) ή επιτρέπει (14) η οδηγία 94/19, οι καταθέτες είναι κατ’ ουσίαν οι «αποταμιευτές», η προστασία των οποίων συνιστά έναν από τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας, όπως αναφέρει η αιτιολογική της σκέψη 1 (15).

78.      Δεν αμφισβητείται ότι στις διαφορές στις οποίες ανάγονται οι υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως συντρέχουν δύο εκ των τριών αυτών στοιχείων: πρόκειται για ποσά καταβληθέντα σε πιστωτικό ίδρυμα από ιδιώτες (αποταμιευτές, υπό ευρεία έννοια) οι οποίοι δεν εξαιρούνται, κατ’ αρχήν, από το πεδίο προστασίας της οδηγίας 94/19. Απομένει να εξεταστεί εάν συντρέχει και το τρίτο στοιχείο, η διαπίστωση του οποίου εγείρει περισσότερα προβλήματα.

79.      Μεταξύ των μνημονευόμενων στο άρθρο 1, σημείο 1, της οδηγίας 94/19 πιστωτικών υπολοίπων περιλαμβάνονται τα ποσά που έχουν κατατεθεί σε πιστωτικό ίδρυμα δυνάμει συμβάσεως καταθέσεως σε τρεχούμενο λογαριασμό ή λογαριασμό ταμιευτηρίου, έννοιες που δεν είναι ιδιαίτερα πολύπλοκες. Ουδόλως είναι, κατά την άποψή μου, δυσχερές να καθοριστεί –υπό την επιφύλαξη των γλωσσικών προβλημάτων στα οποία πρόκειται να αναφερθώ εν συνεχεία– τι πρέπει να νοείται ως «παραστατικοί τίτλοι» στους οποίους αναφέρεται το πρώτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου (16). Καμία εκ των δύο αυτών κατηγοριών δεν απαντάται στην υπόθεση C‑688/15, όπως ευθύς αμέσως πρόκειται να υποστηρίξω.

80.      Ακόμη πιο περίπλοκος είναι ο χαρακτηρισμός των υπολοίπων που προκύπτουν από «μεταβατικές καταστάσεις απορρέουσες από συνήθεις τραπεζικές συναλλαγές», ήτοι, εκείνων των υπολοίπων στα οποία αναφέρεται η δεύτερη εκ των προβλεπομένων στο άρθρο 1, σημείο 1, της οδηγίας 94/19, περιπτώσεων.

81.      Κατ’ αρχήν, θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι οι «συνήθεις τραπεζικές συναλλαγές» είναι αυτές που πραγματοποιούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα κατά την άσκηση της τυπικής δραστηριότητάς τους, η οποία συνίσταται κατ’ ουσίαν «στη συγκέντρωση από το κοινό επιστρεπτέων κεφαλαίων, τόσο υπό μορφή καταθέσεων, όσο και υπό άλλες μορφές, όπως είναι η διαρκής έκδοση ομολόγων και άλλων παρόμοιων τίτλων, καθώς και στη χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό» (17).

82.      Ασφαλώς, όπως τόνισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ο εκπρόσωπος της A. Anisimovienė και των λοιπών ενδιαφερομένων στην υπόθεση C‑688/15, η οδηγία 2006/48 προκρίνει, με την αιτιολογική της σκέψη 6, μια «όσο το δυνατόν ευρύτερ[η]» προσέγγιση του πεδίου εφαρμογής των ενεργειών συντονισμού στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων. Το πράττει, όμως, υπό την έννοια ότι στο εν λόγω πεδίο πρέπει να περιλαμβάνονται «όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, των οποίων η δραστηριότης συνίσταται στη συγκέντρωση από το κοινό επιστρεπτέων κεφαλαίων» (18), και αφού προηγουμένως αναφερθεί ρητώς, με την αιτιολογική σκέψη 5, στην «προστασία της αποταμιεύσεως». Κατά συνέπεια, όσο ποικίλες και αν είναι σήμερα οι δραστηριότητες των πιστωτικών ιδρυμάτων, κρίσιμη για τους σκοπούς της οδηγίας 94/19 μπορεί να είναι μόνον η τυπικώς τραπεζική, ήτοι, αυτή που σχετίζεται με τη συγκέντρωση από το κοινό επιστρεπτέων κεφαλαίων και τη χορήγηση πιστώσεων.

83.      Όσον αφορά τις «μεταβατικές καταστάσεις», οι οποίες απορρέουν από αυτού του είδους τις συνήθεις συναλλαγές, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι πρόκειται για εκείνες τις καταστάσεις οι οποίες ανακύπτουν κατά τον χρόνο εκτελέσεως των εν λόγω «συναλλαγών». Θα επρόκειτο, επομένως, για καταστάσεις μεταβάσεως μεταξύ δύο λογιστικών σταδίων, η διαφορά των οποίων απορρέει από την τραπεζική συναλλαγή που έχει μεσολαβήσει μεταξύ τους και κατά την οποία αμφότερα τα στάδια τελούν σε τέλεια συνέχεια.

84.      Επομένως, κατά μια πρώτη προσέγγιση, «καταθέσεις» που τελούν υπό την εγγύηση της οδηγίας 94/19 είναι, πέραν των τυχόν πιστωτικών υπολοίπων που προκύπτουν κατά τις μεταβατικές αυτές καταστάσεις, τα πιστωτικά υπόλοιπα από κάθε συγκεκριμένη συνήθη ή τυπική τραπεζική συναλλαγή (πραγματοποιούμενη δυνάμει, ή με «κεφάλαια κατατεθειμένα σε λογαριασμό») και τα χρέη για τα οποία το πιστωτικό ίδρυμα έχει εκδώσει παραστατικούς τίτλους.

85.      Βάσει όλων αυτών, οφείλω να επαναλάβω ότι, κατά την οριοθέτηση της έννοιας «κατάθεση» που χρησιμοποιεί η οδηγία 94/19, το κρίσιμο στοιχείο συνίσταται στην υποχρέωση επιστροφής. Είναι σύμφυτο στη σύμβαση καταθέσεως το ένα μέρος να λαμβάνει αλλότριο πράγμα με την υποχρέωση φυλάξεως και επιστροφής του. Δεν μπορεί να παροράται, επιπλέον, ότι η οδηγία 94/19 επιχειρεί, κατ’ ουσίαν, να προστατεύσει τους αποταμιευτές έναντι της παύσεως λειτουργίας ενός αφερέγγυου πιστωτικού ιδρύματος (19). Επιχειρείται, επομένως, να διασφαλιστεί, κατά κύριο λόγο, στους αποταμιευτές ότι η αφερεγγυότητα αυτή δεν πρόκειται να καταστήσει αδύνατη την επιστροφή (έως ενός ορισμένου ορίου, τουλάχιστον) των κεφαλαίων τους, ως προς την οποία το πιστωτικό ίδρυμα έχει νομίμως δεσμευτεί.

86.      Υπό το πρίσμα της προστασίας των αποταμιευτών, φρονώ, επομένως, ότι οι τελούσες υπό την εγγύηση της οδηγίας 94/19 καταθέσεις είναι τα ποσά που καταβάλλονται (από τους πελάτες) σε πιστωτικό ίδρυμα, με την πίστη και τη βεβαιότητα ότι τα ποσά αυτά μπορούν να ανακτηθούν οποτεδήποτε, χωρίς περισσότερες προϋποθέσεις από αυτές που είναι εγγενείς σε μια συνήθη πράξη επιστροφής.

87.      Είναι, σε τελική ανάλυση, κεφάλαια τα οποία ο δικαιούχος τους καταθέτει σε λογαριασμό, για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του άρθρου 1, σημείο 1, της οδηγίας 94/19, με την πρόθεση τα ποσά αυτά να παραμείνουν στον λογαριασμό έως ότου αποφασίσει να τα ανακτήσει. Βεβαίως, ο κάτοχος μπορεί επίσης να τα χρησιμοποιεί, για όσο χρονικό διάστημα είναι κατατεθειμένα στον λογαριασμό αυτό, για πληρωμές (άμεσες χρεώσεις και παρόμοιες συναλλαγές) τις οποίες, σε συμφωνία με το τραπεζικό ίδρυμα, επιθυμεί να πραγματοποιεί με χρέωση του λογαριασμού αυτού.

88.      Σκοπός της οδηγίας 94/19 είναι η διασφάλιση της εμπιστοσύνης των αποταμιευτών ότι μπορούν να ανακτήσουν τα κατατεθειμένα σε πιστωτικό ίδρυμα κεφάλαια, ακόμη και όταν το τελευταίο υπεισέρχεται σε κατάσταση αφερεγγυότητας. Ο νομοθέτης της Ένωσης επιδιώκει με τον τρόπο αυτό να αποφευχθεί το κόστος «μιας γενικευμένης απόσυρσης τραπεζικών καταθέσεων, όχι μόνο από ένα πιστωτικό ίδρυμα που θα αντιμετώπιζε δυσχέρειες αλλά επίσης και από υγιή πιστωτικά ιδρύματα, κατόπιν απώλειας της εμπιστοσύνης των καταθετών στη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος» (20).

89.      Πρόκειται για την ειδική αυτή εμπιστοσύνη, και όχι για αυτήν που προσήκει εν γένει σε κάθε δικαιοπραξία, την οποία επιδιώκει να διασφαλίσει η οδηγία 94/19. Η οδηγία αυτή δεν εγγυάται την επιστροφή των κεφαλαίων που έχουν καταβληθεί ως αντιπαροχή στο πλαίσιο κάποιας συμβατικής υποχρεώσεως, αλλά, αυστηρώς, την επιστροφή εκείνων των κεφαλαίων που οι αποταμιευτές εμπιστεύονται σε τραπεζικό ίδρυμα με τη βεβαιότητα ότι μπορούν να τα ανακτήσουν ανά πάσα στιγμή.

90.      Προφανώς, τα κεφάλαια που καταβάλλονται προς εκπλήρωση κάποιας υποχρεώσεως η οποία έχει αναληφθεί στο πλαίσιο οποιασδήποτε άλλης συμβατικής σχέσεως απολαύουν της γενικής προστασίας που η έννομη τάξη παρέχει στις νομίμως συναπτόμενες συμβάσεις. Η (γενική), όμως, αυτή προστασία επιτυγχάνεται μέσα από τις διαδικασίες που, ανάλογα με την περίπτωση, προβλέπονται για την αναγνώριση της νομικής ευθύνης εκείνου που αθετεί τις εκ της συμβάσεως υποχρεώσεις του, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνονται οι προβλεπόμενες στην οδηγία 94/19.

b)      Επί του πιθανού χαρακτηρισμού ως «καταθέσεως» των επίμαχων στην υπόθεση C688/15 κεφαλαίων

91.      Το Δικαστήριο, με την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016 (21), απεφάνθη ρητώς ότι η αγορά εταιρικών μετοχών δεν τελεί υπό την εγγύηση της οδηγίας 94/19. Στο πλαίσιο της υποθέσεως εκείνης ζητείτο να διευκρινιστεί εάν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής ενέπιπτε η προστασία μεριδίων αναγνωρισμένων συνεταιρισμών οι οποίοι δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η «κτήση τέτοιων μεριδίων προσιδιάζει […] περισσότερο στην κτήση εταιρικών μετοχών, ως προς τις οποίες η οδηγία 94/19 δεν προβλέπει καμία εγγύηση, παρά σε τοποθέτηση σε τραπεζικό λογαριασμό» (22).

92.      Καθ’ ο μέρος στην υπόθεση εκείνη ζητείτο να διευκρινιστεί εάν η κτήση των συγκεκριμένων αυτών μεριδίων μπορούσε να θεωρηθεί εμπίπτουσα στην έννοια «κατάθεση» της οδηγίας 94/19, το Δικαστήριο δεν χρειάστηκε να επεκταθεί στην εξέταση της έννοιας της αναλήψεως μετοχών, αρκούμενο να επιβεβαιώσει τον αποκλεισμό της από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 94/19. Το ζήτημα αυτό εγείρεται, αντιθέτως, με άμεσο τρόπο, με τις υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, και, ως εκ τούτου, είναι αναγκαία η αναφορά στους λόγους στους οποίους εδράζεται, συγκεκριμένα, η προαναφερθείσα κατηγορηματική κρίση του Δικαστηρίου.

93.      Λαμβανομένων αποκλειστικώς υπόψη των περιστάσεων της υποθέσεως C‑688/15, όπως αυτές διαλαμβάνονται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, φρονώ ότι τα επίμαχα εν προκειμένω κεφάλαια δεν μπορούν να λογίζονται ως «κατάθεση» κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 1, της οδηγίας 94/19.

94.      Υπενθυμίζεται ότι επρόκειτο για ποσά που είχαν καταβληθεί σε λογαριασμό ανοιγμένο σε πιστωτικό ίδρυμα (FINASTA) στο όνομα άλλου πιστωτικού ιδρύματος (Snoras) και προορίζονταν για την αγορά νέων μετοχών τις οποίες επρόκειτο να εκδώσει το τελευταίο. Η καταβολή πραγματοποιήθηκε είτε άμεσα (από τους ιδιώτες) στον λογαριασμό που η Snoras είχε ανοίξει στη FINASTA, είτε μέσω μεταφορών της Snoras στον λογαριασμό αυτόν από τους λογαριασμούς που οι πελάτες της (οι οποίοι είχαν παράσχει τη συναίνεσή τους) διατηρούσαν στη Snoras. Προτού ολοκληρωθεί τυπικώς η αγορά των μετοχών, η Λιθουανική Κυβέρνηση διέταξε την απαλλοτρίωση των μετοχών της Snoras για λόγους δημοσίου συμφέροντος.

95.      Κατά την κρίση μου, ποσά που αποτελούν αντικείμενο αυτού του είδους των συναλλαγών δεν συνιστούν «κεφάλαια κατατεθειμένα σε λογαριασμό […] και τ[α] οποί[α] το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να επιστρέψει». Πράγματι, τα κεφάλαια δεν ήταν κατατεθειμένα καν στους λογαριασμούς των ιδιωτών, αλλά στον λογαριασμό που η Snoras είχε ανοίξει στη FINASTA, κατά τρόπο ώστε, όπως επισημαίνουν η IID και η Επιτροπή, εάν υφίστατο κάποια κατάθεση, αυτή θα ήταν της Snoras στη FINASTA.

96.      Θα μπορούσε, παρόλα αυτά, να υποστηριχτεί ότι τα «κατατεθειμένα» από τη Snoras στη FINASTA ποσά εξακολουθούσαν να ανήκουν, στην πραγματικότητα, στους ιδιώτες οι οποίοι τα είχαν καταβάλει. Οι ενάγοντες θα έπρεπε, συνεπώς, να προστατεύονται από την εγγύηση του άρθρου 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 94/19. Υφίστανται, ωστόσο, δύο λόγοι για τους οποίους η συλλογιστική αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

97.      Πρώτον, τα ποσά που είχαν κατατεθεί στη FINASTA θα μπορούσαν, κατά περίπτωση, να αποτελέσουν αντικείμενο της εγγυήσεως της οδηγίας 94/19, μόνον εάν η ίδια η FINASTA, ως ίδρυμα καταθέσεων, τελούσε σε κατάσταση αφερεγγυότητας και δεν ήταν, ως εκ τούτου, σε θέση να τα επιστρέψει, όπερ δεν συνέβη.

98.      Δεύτερον (και παρά το ότι φαίνεται να έχει κριθεί δικαστικώς ότι κυρία των επίμαχων κεφαλαίων ήταν η Snoras) (23), η υποχρέωση επιστροφής που ενδεχομένως βάρυνε τη Snoras ανάγεται στην αθέτηση της συμφωνίας αγοράς μετοχών η οποία είχε συναφθεί μεταξύ της τραπέζης αυτής και των πελατών της. Η εν λόγω υποχρέωση δεν πρέπει να συγχέεται με αυτήν της επιστροφής των κεφαλαίων που έχουν εμπιστευθεί σε πιστωτικό ίδρυμα με τη βεβαιότητα ότι είναι δυνατή η ανάκτησή τους ανά πάσα στιγμή, στοιχείο χαρακτηριστικό των κεφαλαίων που τελούν υπό την προστασία της οδηγίας 94/19.

99.      Με άλλα λόγια, η A. Anisimovienė και οι λοιποί ενάγοντες οι οποίοι κατέβαλαν κεφάλαια στη Snoras δεν το έπραξαν με την πίστη ότι η τελευταία θα υποχρεούτο να τα επιστρέψει ανά πάσα στιγμή στο μέλλον, κατόπιν αιτήματός τους, αλλά με την πεποίθηση ότι τα καταβάλλουν ως αντιπαροχή (καταβολή του τιμήματος) για την κτήση της κυριότητας συγκεκριμένου αριθμού μετοχών της Snoras. Το γεγονός ότι η κτήση αυτή δεν κατέστη τελικώς δυνατή θα μπορούσε να συνιστά αθέτηση συμβατικής υποχρεώσεως, η αποκατάσταση της οποίας θα έπρεπε να επιδιωχθεί μέσω των προβλεπομένων από τη λιθουανική αστική ή εμπορική νομοθεσία διαδικασιών, όχι όμως μέσω της προστασίας την οποία η οδηγία 94/19 παρέχει στις τραπεζικές καταθέσεις.

100. Η κατάσταση που ανέκυψε λόγω της αθετήσεως των υποχρεώσεων που είχε αναλάβει η Snoras δυνάμει των συμφωνιών εγγραφής για την αγορά μετοχών ουδόλως εμπίπτει, κατά την κρίση μου, στις «μεταβατικές καταστάσεις» στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 1, σημείο 1, της οδηγίας 94/19.

101. Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η Snoras υποχρεούτο να επιστρέψει τα κεφαλαία που της είχαν εμπιστευτεί, καθόσον η καταβολή τους συνιστούσε «συνήθη τραπεζική συναλλαγή», ακόμη και αν δεν κατέστη δυνατή η ολοκλήρωσή της διότι, μεταξύ της καταβολής των κεφαλαίων και της επιστροφής τους («μεταβατική κατάσταση»), μεσολάβησε η αναστολή των εργασιών της Snoras, αρχικώς, και η κίνηση πτωχευτικής διαδικασίας, εν συνεχεία.

102. Φρονώ, ωστόσο, ότι η υποχρέωση της Snoras να επιστρέψει τα κεφάλαια που είχε λάβει ως αντάλλαγμα για την έκδοση μετοχών, μη συντελεσθείσα εν τέλει, δεν θα απέρρεε από το γεγονός ότι είχε πραγματοποιηθεί μια «συνήθης τραπεζική συναλλαγή» κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 1, της οδηγίας 94/19. Όπως έχω ήδη εκθέσει, ο επιθετικός προσδιορισμός «συνήθης» αποδίδεται στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται από πιστωτικά ιδρύματα κατά την άσκηση της τυπικής δραστηριότητάς τους (συγκέντρωση επιστρεπτέων κεφαλαίων και χορήγηση πιστώσεων για λογαριασμό τους), όχι, όμως, στην ανάληψη μετοχών.

103. Εν προκειμένω, τα κεφάλαια δεν συγκεντρώθηκαν ως επιστρεπτέα κεφάλαια, αλλά ως χρηματικά ποσά τα οποία έλαβε η Snoras για την αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου της, αύξηση η οποία θα αποτυπωνόταν στις νέες μετοχές που επρόκειτο να αποκτήσουν οι πελάτες. Τα καταβληθέντα από την A. Anisimovienė και τους λοιπούς ενάγοντες ποσά συνιστούσαν, επομένως, καταβολή αντιπαροχής η οποία ουδόλως αφορά τη φύλαξη, διατήρηση και, κατά περίπτωση, την επιστροφή καταθέσεως.

104. Η «μεταβατική κατάσταση» κατά το άρθρο 1, σημείο 1, της οδηγίας 94/19 είναι, επαναλαμβάνω, αυτή που μεσολαβεί μεταξύ «συνήθων» τραπεζικών συναλλαγών, και όχι αυτή που ανακύπτει μεταξύ της γενέσεως ορισμένης υποχρεώσεως λόγω αθετήσεως της συμβάσεως αγοράς μετοχών, αφενός, και της πραγματικής εκπληρώσεως της υποχρεώσεως αυτής, αφετέρου. Δεν πρόκειται, υπό τις συνθήκες αυτές, για δύο «συνήθεις τραπεζικές συναλλαγές» μεταξύ των οποίων έχει μεσολαβήσει μια «μεταβατική κατάσταση», αλλά, μάλλον, για την αντανάκλαση του συν τω χρόνω σχηματισμού μιας συμβατικής αθετήσεως και της ενεργοποιήσεως της αντίστοιχης έννομης συνέπειας.

105. Τέλος, δεν χωρεί, κατά την άποψή μου, αμφιβολία ότι τα επίμαχα κεφάλαια δεν θα μπορούσαν χαρακτηριστούν ούτε ως «χρέη για τα οποία το […] πιστωτικό ίδρυμα έχει εκδώσει παραστατικούς τίτλους», με αποτέλεσμα να μην εμπίπτουν στην τρίτη εκ των προβλεπομένων στο άρθρο 1, σημείο 1, της οδηγίας 94/19 περιπτώσεων.

106. Εν τέλει, τα επίμαχα στην υπόθεση C‑688/15 κεφάλαια δεν συνιστούν, κατά την κρίση μου, κατάθεση σύμφωνα με την οδηγία 94/19.

107. Παρά ταύτα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης, ενόψει του γεγονότος ότι οι οδηγίες 94/19 και 97/9 έχουν μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο με ένα και μόνο νομοθετικό κείμενο (24), εάν ο εθνικός νομοθέτης μπορεί να περιλάβει στην έννοια «κατάθεση» εκείνα τα «κεφάλαια επί των οποίων ο καταθέτης έχει απαίτηση, γεννηθείσα εκ της δεσμεύσεως του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος να διενεργεί συναλλαγές με τα κεφάλαια του καταθέτη ή να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες». Ούτως ορίζει, σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 2, παράγραφος 4, του νόμου για την εγγύηση των καταθέσεων.

108. Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο Λιθουανός νομοθέτης επεδίωξε με το άρθρο αυτό να επεκτείνει την εγγύηση του συστήματος καταθέσεων στο σύνολο των κατατεθειμένων σε τραπεζικούς λογαριασμούς κεφαλαίων, ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίον τα ποσά είχαν κατατεθεί σε κάθε λογαριασμό. Θα καλύπτονταν, επομένως, από το άρθρο αυτό και κεφάλαια που συνδέονται με επενδυτικές υπηρεσίες τις οποίες παρέχουν οι τράπεζες στους πελάτες τους.

109. Συμμερίζομαι την άποψη της Επιτροπής ότι, στον βαθμό κατά τον οποίον η οδηγία 94/19 δεν προβαίνει παρά σε ελάχιστη εναρμόνιση, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να διευρύνουν το πεδίο της διασφαλιζόμενης από αυτήν προστασίας, υπό την προϋπόθεση ότι η διεύρυνση αυτή δεν «υπονομεύει την πρακτική αποτελεσματικότητα του συστήματος εγγυήσεως των καταθέσεων, το οποίο τους επιβάλλει να καθιερώσουν η εν λόγω οδηγία» (25).

110. Υπό τη συγκεκριμένη αυτή επιφύλαξη, εφόσον ο εθνικός νομοθέτης αποφασίσει να χαρακτηρίσει ως «κατάθεση» τα κεφάλαια που συνδέονται με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, η οδηγία 94/19 ουδόλως του το απαγορεύει. Στον ίδιον αυτό βαθμό, για τους σκοπούς της εφαρμογής της εθνικής του νομοθεσίας, δεν είναι αναγκαία η ερμηνεία περί του τι πρέπει να νοείται ως επενδυτική δραστηριότητα υπό τους ακριβείς όρους της οδηγίας 97/9.

111. Ως εκ τούτου, εφόσον το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι, ανεξαρτήτως της οδηγίας 97/9, η Snoras έχει ενεργήσει ως επιχείρηση επενδύσεων και ότι τα επίμαχα κεφάλαια είχαν καταβληθεί σε αυτήν προκειμένου να τα επενδύσει, πρέπει να κρίνει εάν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, το γεγονός αυτό αρκεί ούτως ώστε να αναγνωριστεί στα κεφάλαια αυτά προστασία η οποία, μολονότι δεν είναι η εγγυώμενη από την οδηγία 94/19, δεν πρέπει, εντούτοις, να υπονομεύει το καλυπτόμενο από αυτή σύστημα.

c)      Επί του πιθανού χαρακτηρισμού ως «καταθέσεως» των επίμαχων στην υπόθεση C109/16 κεφαλαίων

112. Στην υπόθεση C‑109/16, ο A. Raišelis επεδίωκε την ανάληψη μεσοπρόθεσμων ομολόγων με σταθερό επιτόκιο εκδόσεως της Snoras και, προς τον σκοπό αυτό, συναίνεσε στο να μεταφερθούν ορισμένα κεφάλαια από λογαριασμό του οποίου ήταν δικαιούχος (στη Snoras) σε έτερο λογαριασμό του ιδίου αυτού πιστωτικού ιδρύματος. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν, υπό τις περιστάσεις αυτές, τα εν λόγω κεφάλαια μπορούν να λογίζονται ως «κατάθεση», κατά το άρθρο 1, σημείο 1, της οδηγίας 94/19.

113. Κατά την άποψή μου, οι λόγοι που επιτρέπουν να συναχθεί ότι τα κεφάλαια στην υπόθεση C‑688/15 δεν μπορούν να λογίζονται ως κατάθεση έχουν ομοίως εφαρμογή στα κεφάλαια της υποθέσεως C‑109/16.

114. Ούτε στην τελευταία αυτή περίπτωση επρόκειτο για κεφάλαια κατατεθειμένα στον λογαριασμό του A. Raišelis, δεδομένου ότι, κατά τον χρόνο ανακλήσεως της άδειας της Snoras και κινήσεως της πτωχευτικής διαδικασίας, τα κεφάλαια είχαν πλέον καταβληθεί σε λογαριασμό στο όνομα του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος. Ως εκ τούτου, οφείλω να επαναλάβω στο σημείο αυτό όσα εξέθεσα σε σχέση με τη φύση της υποχρεώσεως επιστροφής με την οποία ενδεχομένως βαρύνεται η Snoras.

115. Κατ’ αναλογίαν, εφαρμογή έχουν οι λόγοι που εξετέθησαν ανωτέρω σε σχέση με την έννοια του όρου «μεταβατική κατάσταση» η οποία πρέπει να μεσολαβεί μεταξύ της γενέσεως της συμβατικής αυτής υποχρεώσεως και της πλήρους εκπληρώσεώς της.

116. Τα επίμαχα στο πλαίσιο της εν λόγω αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως κεφάλαια δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ούτε ως «χρέη για τα οποία το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα έχει εκδώσει παραστατικούς τίτλους», καίτοι η διαπίστωση αυτή χρήζει περαιτέρω εξηγήσεων, καθώς, εν αντιθέσει προς την επίμαχη στην υπόθεση C‑688/15 περίπτωση, ο A. Raišelis δεν επεδίωξε να αγοράσει μετοχές της Snoras, αλλά να αναλάβει ομόλογα (26) εκδόσεως του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος.

117. Με τα επίμαχα κεφάλαια επεδιώκετο η σύσταση ενός είδους «τιτλοποιημένου χρέους», κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 18, της οδηγίας 2004/39 σε σχέση με συγκεκριμένη κατηγορία κινητών αξιών στην αγορά κεφαλαίων («ομόλογα ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους καθώς και αποθετήρια έγγραφα τέτοιων κινητών αξιών»).

118. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να είναι κρίσιμο για τους σκοπούς της οδηγίας 94/19, καθ’ ο μέρος μεταξύ των χρεών στα οποία αναφέρεται το άρθρο της 1, σημείο 1, για τον ορισμό της έννοιας «κατάθεση», περιλαμβάνονται ακριβώς αυτά που αντιστοιχούν σε «παραστατικούς τίτλους».

119. Από ουσιαστικής απόψεως, είναι σαφές ότι το χρέος υφίστατο αφ’ ης στιγμής ο A. Raišelis και η Snoras συνήψαν τις συμφωνίες εγγραφής για την ανάληψη ομολόγων και ο πρώτος κατέβαλε στον λογαριασμό του πιστωτικού ιδρύματος το συνολικό τίμημα για τα ομόλογα.

120. Ωστόσο, είναι αληθές ότι, υπό αμιγώς τυπικούς όρους, το χρέος ουδέποτε «τιτλοποιήθηκε», έστω και αν αυτό επεδιώκετο. Ως εκ τούτου, κατά την κρίση μου, δεν πληρούται το πραγματικό του άρθρου 1, σημείο 1, της οδηγίας 94/19.

121. Αναγνωρίζω, παρά ταύτα, ότι θα μπορούσε, υποθετικώς, να νοηθεί μια λιγότερο αυστηρή ερμηνεία του άρθρου που θα επέτρεπε να υποστηριχθεί ότι, με την απαίτηση το χρέος να είναι «τιτλοποιημένο» σε παραστατικό τίτλο, η οδηγία 94/19 επιδιώκει, σε τελική ανάλυση, να διασφαλίσει (έως ενός ορίου) τα χρέη των οποίων η υπόσταση είναι αρκούντως αποδεδειγμένη.

122. Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της προστασίας των αποταμιευτών στον οποίο έχω ήδη αναφερθεί, τυχόν ευρεία ερμηνεία του όρου «τιτλοποιημένο» θα καθιστούσε, ενδεχομένως, δυνατό να περιληφθεί στον όρο αυτό κάθε «επαρκής απόδειξη» για την ύπαρξη χρέους που το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να αποδώσει.

123. Ωστόσο, ακόμη και υπό το πρίσμα αυτό, θα απέκειτο στο αιτούν δικαστήριο να αξιολογήσει εάν, συνεπεία της συνάψεως της συμφωνίας εγγραφής για την ανάληψη ομολόγων μεταξύ του A. Raišelis και της Snoras και λόγω του γεγονότος ότι ο πρώτος είχε εκπληρώσει τη συμβατική του υποχρέωση να καταβάλει στη δεύτερη τα συμφωνηθέντα κεφάλαια, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αποδεδειγμένη η ύπαρξη χρέους υπό τους ίδιους όρους ως εάν η καταβολή κεφαλαίων από πλευράς A. Raišelis στη Snoras αποδεικνυόταν με παραστατικό τίτλο.

124. Επιπλέον, σε περίπτωση που η ερμηνεία αυτή του άρθρου 1, σημείο 1, της οδηγίας 94/19 γινόταν δεκτή, θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη ότι η λιθουανική νομοθεσία, κάνοντας χρήση της παρεχόμενης από το άρθρο 7, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας 94/19 δυνατότητας, δεν προβλέπει ότι οι εκδιδόμενοι από πιστωτικό ίδρυμα παραστατικοί τίτλοι καλύπτονται από την εγγύηση (27).

125. Η λειτουργική ερμηνεία στην οποία μόλις αναφέρθηκα θα υπερέβαινε, πιθανώς, τα όρια που ο νομοθέτης της Ένωσης έθεσε κατά τον ορισμό του περιλαμβανόμενου στο άρθρο 1, σημείο 1, της οδηγίας 94/19, πραγματικού. Η διάταξη αυτή κάνει λόγο για «χρέη για τα οποία το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα έχει εκδώσει παραστατικούς τίτλους», ήτοι, για χρέη που όχι μόνον υφίστανται ως τέτοια, αλλά που μπορούν να αποδεικνύονται επισήμως δυνάμει συγκεκριμένου τίτλου.

126. Η ισπανική απόδοση του άρθρου είναι ενδεχομένως ιδιαιτέρως αυστηρή κατά ορισμό του τίτλου αυτού, ο οποίος πρέπει να είναι «certificado de depósito (παραστατικός τίτλος)». Άλλες γλωσσικές αποδόσεις φαίνονται λιγότερο περιοριστικές: η γαλλική, παραδείγματος χάριν, κάνει λόγο «toute créance représentée par un titre de créance» (28). Ωστόσο, και η απόδοση αυτή δεν παύει να αναφέρεται σε «τίτλο», με άλλα λόγια, σε έγγραφο, το οποίο πρέπει να «αποτυπώνει» απαίτηση, ήτοι, να την αποδεικνύει με επίσημο τρόπο.

127. Δεν φαίνεται, σε τελική ανάλυση, ότι αρκεί η ύπαρξη της απαιτήσεως να αποδεικνύεται με άλλον τρόπο πέραν του εγγράφου. Εξ αντιδιαστολής, εξαιρείται η απλή απόδειξη της προθέσεως τιτλοποιήσεως της απαιτήσεως ή, εν προκειμένω, η εκπλήρωση της δεσμεύσεως του αγοραστή να καταβάλει το τίμημα για τα εκδιδόμενα από το πιστωτικό ίδρυμα ομόλογα (29).

128. Εν συνόψει, φρονώ ότι ούτε τα επίμαχα στην υπόθεση C‑109/16 κεφάλαια μπορούν να λογίζονται ως «κατάθεση» κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 1, της οδηγίας 94/19, χωρίς αυτό, πάντως, να σημαίνει ότι η εν λόγω οδηγία κωλύει, εφόσον τηρείται η αποτελεσματικότητα του θεσπιζόμενου από αυτή συστήματος εγγυήσεως, την εθνική νομοθεσία να αντιμετωπίζει ως καταθέσεις τόσο τα κεφάλαια αυτά όσο και τα επίμαχα στην υπόθεση C‑688/15.

 B.      Επί της καλύψεως από το σύστημα αποζημιώσεως των επενδυτών κατά την οδηγία 97/9 (ερώτημα 2 της υποθέσεως C109/16)

129. Η αιτιολογική σκέψη 9 της οδηγίας 97/9 αναγνωρίζει ότι, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, «ενδέχεται εντούτοις […] να είναι δυσχερής η διάκριση μεταξύ των καταθέσεων που καλύπτονται δυνάμει της οδηγίας [94/19] και των κεφαλαίων που κρατούνται σε σχέση με επενδυτικές εργασίες». Έτι περαιτέρω, ορισμένες απαιτήσεις θα ήταν δεκτικές προστασίας βάσει τόσο της οδηγίας 94/19 όσο και της οδηγίας 97/9. Το άρθρο 2, παράγραφος 3, της τελευταίας αυτής οδηγίας απαγορεύει, στην περίπτωση αυτή, την καταβολή διπλής αποζημιώσεως.

130. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν τα επίμαχα στην υπόθεση C‑109/16 κεφάλαια –τα οποία, όπως έχω ήδη αναφέρει, δεν συνιστούν κατάθεση σύμφωνα με την οδηγία 94/19– εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 97/9.

 1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

131. Η IID υποστηρίζει ότι τα κεφάλαια αυτά δεν καλύπτονται από την οδηγία 97/9. Κατά την άποψή της, η Snoras δεν είχε ενεργήσει ως επιχείρηση επενδύσεων, αλλά ως εκδότρια ομολόγων, κατά τρόπο ώστε η ζημία την οποία υπέστησαν οι πελάτες να οφείλεται στην επέλευση του επενδυτικού κινδύνου, ο οποίος, ως τέτοιος, εξαιρείται από την κάλυψη της εν λόγω οδηγίας.

132. Με το ίδιο πνεύμα, η Λιθουανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η Snoras δεν μπορεί να θεωρηθεί επιχείρηση παρέχουσα επενδυτικές υπηρεσίες, δεδομένου ότι δεν ανταποκρίνεται στο απαιτούμενο από την οδηγία 2004/39 προφίλ, και τούτο διότι είχε ενεργήσει ως εκδότρια ομολόγων και όχι ως επιχείρηση επενδυτικών υπηρεσιών. Η ζημία την οποία υπέστη ο A. Raišelis είναι εγγενής στον ίδιο κίνδυνο κάθε επενδύσεως.

133. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, ανεξαρτήτως του γράμματος της λιθουανικής αποδόσεως, το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/9 πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι η εγγύηση καλύπτει τις απαιτήσεις που απορρέουν από την αδυναμία επιχειρήσεως επενδύσεων να επιστρέψει στους επενδυτές τα κεφάλαια που τους οφείλονται ή τους ανήκουν και τα οποία κρατεί για λογαριασμό της σε σχέση με ορισμένη επενδυτική πράξη. Δεν είναι κρίσιμο, κατά την άποψή της, εάν τα κεφάλαια είναι κατατεθειμένα σε λογαριασμό στο όνομα της επιχειρήσεως επενδύσεων ή του επενδυτή.

 2.      Εξέταση του ζητήματος

134. Η οδηγία 97/9, όπως προκύπτει από τον τίτλο της (30), δεν έχει ως αντικείμενο την προστασία των επενδύσεων, ήτοι, δεν επιδιώκει να καλύψει ή να εξαλείψει τον εγγενή σε κάθε επένδυση επί κινητών αξιών χρηματοπιστωτικό κίνδυνο. Σκοπός της είναι η προστασία των επενδυτών. Πιο συγκεκριμένα, ή ειδικότερα, των «μικρών επενδυτών», σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας αυτής.

135. Αυτό το οποίο, στην πραγματικότητα, επιδιώκεται είναι η αντιμετώπιση του κινδύνου «μια επιχείρηση επενδύσεων [να] αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τους πελάτες επενδυτές» (31), ήτοι, η προστασία τους έναντι της μη τηρήσεως της υποχρεώσεως «παροχής επενδυτικών υπηρεσιών» ή «πραγματοποιήσεως επενδυτικών δραστηριοτήτων» (32). Με άλλα λόγια, η οδηγία επιδιώκει να προστατεύσει τον επενδυτή έναντι του ενδεχομένου η επιχείρηση, την επαγγελματική βοήθεια της οποίας ζήτησε προκειμένου να προβεί σε επενδύσεις, να υπεισέλθει σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή, εν γένει, να «[…] αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τους πελάτες επενδυτές».

136. Σε τελική ανάλυση, η οδηγία διασφαλίζει ότι οι αποταμιευτές (ή, τουλάχιστον, μερικοί εξ αυτών) (33) μπορούν να προβαίνουν σε επενδύσεις με την πίστη ότι υφίσταται ένα σύστημα εγγυήσεως που τους προστατεύει, έως ενός συγκεκριμένου ορίου, και ότι καλύπτει «τα κεφάλαια ή τίτλους που κρατεί μια επιχείρηση επενδύσεων» (34), όταν αυτή δεν μπορεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της.

137. Επομένως, πρόκειται, επαναλαμβάνω, για εγγύηση που προστίθεται στους συνήθεις μηχανισμούς τους οποίους το αστικό ή εμπορικό δίκαιο παρέχει στους συμβαλλόμενους. Πέραν της συμβατικής ή εξωσυμβατικής ευθύνης των επιχειρήσεων επενδύσεων που δεν ενεργούν έναντι των πελατών τους με την απαιτούμενη εντιμότητα, αμεροληψία και επαγγελματισμό, ή που τους παρέχουν συγκεχυμένες ή παραπλανητικές πληροφορίες όσον αφορά τους κινδύνους που αναλαμβάνουν, το σύστημα εγγυήσεως της οδηγίας 97/9 έχει εφαρμογή υπό αντικειμενικούς όρους. Δεν αποσοβείται, όμως, εκ του λόγου αυτού ο κίνδυνος να υποστεί η επένδυση, μετά την πραγματοποίησή της, τη βάσανο της λογικής της αγοράς.

138. Το Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανώτατο Δικαστήριο) φαίνεται να θεωρεί αποδεδειγμένο ότι, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως C‑109/16, η Snoras ενεργούσε ως επιχείρηση επενδύσεων (35). Οι αμφιβολίες του αναφέρονται συγκεκριμένα στη δυνατότητα χαρακτηρισμού του A. Raišelis ως επενδυτή και, κατά συνέπεια, στο τυχόν δικαίωμά του προστασίας δυνάμει της οδηγίας 97/9.

139. Το Δικαστήριο πρέπει, επομένως, να λάβει ως δεδομένο, προκειμένου να απαντήσει επί του συγκεκριμένου ερωτήματος που του απευθύνει το αιτούν δικαστήριο, ότι η Snoras πληρούσε στην περίπτωση αυτή τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό της ως επιχειρήσεως επενδύσεων (36).

140. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να τονιστεί ότι η επιδιωχθείσα από τον A. Raišelis χρηματοπιστωτική συναλλαγή δεν κατέστη τελικώς δυνατό να πραγματοποιηθεί λόγω της αφερεγγυότητας του πιστωτικού ιδρύματος (Snoras), το οποίο ήταν, ταυτοχρόνως, εκδότης των ομολόγων τα οποία ο πελάτης του επεδίωκε να αγοράσει και επιχείρηση επενδύσεων στην οποία αυτός είχε αναθέσει την εν λόγω συναλλαγή.

141. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δυσχερώς μπορεί να διαπιστωθεί εάν το οικονομικό πλήγμα που υπέστη ο A. Raišelis οφείλεται στον πρώτο ή τον δεύτερο ρόλο που η Snoras είχε αναλάβει να διαδραματίσει έναντι αυτού. Απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να καθορίσει σε ποια από τις περιπτώσεις αυτές ανταποκρίνονται οι περιστάσεις της διαφοράς της κύριας δίκης. Εάν κρίνει εν τέλει, πρώτον, ότι η Snoras ενήργησε ως επιχείρηση επενδύσεων και, δεύτερον, ότι η εγγραφή για την ανάληψη ομολόγων εντασσόταν στο πλαίσιο της συμβάσεως χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών η οποία είχε συναφθεί με τον A. Raišelis, θα πρέπει να αποφανθεί κατά πόσο η επιγενόμενη «αδυναμία» της Snoras γεννά την υποχρέωση αποζημιώσεως, λόγος για τον οποίον το αιτούν δικαστήριο διερωτάται σε σχέση με την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/9.

142. Το ερώτημα αυτό τίθεται στο πλαίσιο μιας σημαντικής διαφοράς μεταξύ της λιθουανικής αποδόσεως του άρθρου και των λοιπών γλωσσικών αποδόσεων. Οι τελευταίες προβλέπουν ότι πρέπει να εξασφαλίζεται η «κάλυψη των απαιτήσεων λόγω αδυναμίας της επιχειρήσεως [επενδύσεων] να αποδώσει στους επενδυτές τα κεφάλαια τα οποία τους οφείλει ή τους ανήκουν και τα οποία κρατεί για λογαριασμό τους σε σχέση με επενδυτικές εργασίες» (37). Στο λιθουανικό κείμενο, αντιθέτως, γίνεται απλώς και μόνο λόγος για κεφάλαια τα οποία ανήκουν στους επενδυτές, άνευ αναφοράς στα κεφάλαια που η επιχείρηση επενδύσεων τους οφείλει (38).

143. Όπως ευθύς αμέσως πρόκειται να εκθέσω, το γράμμα του εφαρμοστέου κανόνα περιλαμβάνει αναφορά στα κεφάλαια που οφείλονται στους επενδυτές (39), σημείο που συγκεκριμένα ενδιαφέρει το αιτούν δικαστήριο. Το τελευταίο, καθ’ ο μέρος δεν εντόπισε την αναφορά αυτή στη λιθουανική απόδοση του άρθρου, ερωτά το Δικαστήριο εάν είναι δυνατή η ερμηνευτική συναγωγή της.

144. Το Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανώτατο Δικαστήριο) διερωτάται εάν το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/9 πρέπει να ερμηνεύεται «ως καλύπτον και απαιτήσεις για επιστροφή κεφαλαίων τα οποία οφείλει μια επενδυτική επιχείρηση σε επενδυτές και τα οποία δεν κρατεί στο όνομα των εν λόγω επενδυτών» (40).

145. Η καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι επιβεβλημένη, αφενός, διότι υφίσταται σύμπτωση στην πλειονότητα των γλωσσικών αποδόσεων (εξαιρουμένης της λιθουανικής) ως προς το γράμμα του κανόνα. Στις περιπτώσεις αυτές, δεν υφίσταται ανάγκη συναγωγής, διά της ερμηνευτικής οδού, μιας προβλέψεως που πρέπει να θεωρείται πλήρης, χωρίς ασάφειες ή επιφυλάξεις, κατά το ίδιο το γράμμα του άρθρου. Πρόκειται, αφετέρου, για τη λύση που συμβιβάζεται καλύτερα με τον σκοπό του κανόνα περί της προστασίας του επενδυτή.

146. Κατά τα λοιπά, το επίμαχο άρθρο είναι αρκούντως σαφές, ακριβές και απαλλαγμένο αιρέσεων ώστε οι ιδιώτες να μπορούν να το επικαλούνται, όπως αναλύεται εν συνεχεία.

 Γ.      Επί του άμεσου αποτελέσματος των οδηγιών 94/19 και 97/9 (ερωτήματα 1 και 3 της υποθέσεως C109/16)

147. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης εάν οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται άμεσα το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/9 ενώπιον των δικαστηρίων.

148. Κατά την Επιτροπή πρόκειται περί αυτού, καθ’ ο μέρος η αναφορά του εν λόγω άρθρου «[σ]τα ισχύοντα εκ του νόμου ή εκ συμβάσεως» δεν αποτελεί εμπόδιο ώστε το τμήμα του άρθρου σχετικά με την υποχρέωση αποδόσεως να είναι αρκούντως σαφές, ακριβές και απαλλαγμένο αιρέσεων και να γεννά υποκειμενικά δικαιώματα, καθώς τα «ισχύοντα» δεν αφορούν παρά τους τρόπους καταβολής της αποζημιώσεως.

149. Η αμφιβολία ήρθη με την απόφαση της 25ης Ιουνίου 2015, Indėlių ir investicijų draudimas και Nemaniūnas (41), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι «η οδηγία 97/9 είναι, όσον αφορά την οριοθέτηση των περιπτώσεων που εμπίπτουν στην προστασία της, αρκούντως σαφής, ακριβής και απαλλαγμένη αιρέσεων ώστε οι ιδιώτες να μπορούν να την επικαλούνται άμεσα».

150. Το αυτό πρέπει να γίνει δεκτό σε σχέση με το άρθρο 1, σημείο 1, της οδηγίας 94/19 και τον προβλεπόμενο από αυτό ορισμό της έννοιας «κατάθεση», για το άμεσο αποτέλεσμα του οποίου διερωτάται επίσης το αιτούν δικαστήριο.

151. Σε κάθε περίπτωση, όπως συνέβαινε και στην υπόθεση Indėlių ir investicijų draudimas και Nemaniūnas (42), το αιτούν δικαστήριο οφείλει να «εξακριβώσει αν […] η IID, η οποία δεν αμφισβητείται ότι έχει ως αποστολή την προστασία των καταθέσεων και επενδύσεων έναντι των επενδυτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων», πληροί τις προϋποθέσεις που τίθενται για «[για τους φορείς] κατά των οποίων χωρεί επίκληση των διατάξεων οδηγίας των δυνάμενων να έχουν άμεσο αποτέλεσμα». Μεταξύ άλλων, πρέπει να πρόκειται για «φορέα […] στον οποίο, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής του, έχει ανατεθεί δυνάμει πράξεως της δημοσίας αρχής η παροχή υπηρεσίας δημοσίου συμφέροντος υπό την εποπτεία της αρχής αυτής και ο οποίος έχει, προς τούτο, εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με τους εφαρμοστέους στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών κανόνες» (43).

VI.    Πρόταση

152. Βάσει όλων των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανώτατο Δικαστήριο, Λιθουανία) ως εξής:

«1.      Το άρθρο 1, σημείο 1, της οδηγίας 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι στον ορισμό της έννοιας “κατάθεση” δεν εμπίπτουν:

–        Τα κεφάλαια που μεταφέρονται από προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό, με τη συναίνεση του δικαιούχου του, σε άλλον τραπεζικό λογαριασμό που έχει ανοιχτεί στο όνομα πιστωτικού ιδρύματος, για τους σκοπούς της συμμετοχής στη μελλοντική έκδοση ομολόγων του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος.

–        Τα κεφάλαια που μεταφέρονται, υπό τις ίδιες συνθήκες, για την αγορά μετοχών πιστωτικού ιδρύματος οι οποίες αποτέλεσαν αντικείμενο δημόσιας εγγραφής.

2.      Η οδηγία 94/19 δεν αντιτίθεται σε νομοθεσία κράτους μέλους η οποία προστατεύει τα κεφάλαια αυτά ως εγγυημένες καταθέσεις, εφόσον με τον τρόπο αυτό δεν υπονομεύεται η αποτελεσματικότητα του θεσπιζόμενου από την εν λόγω οδηγία συστήματος προστασίας.

3.      Το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997, σχετικά με τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών, έχει εφαρμογή σε περίπτωση αδυναμίας επιχειρήσεως επενδύσεων να αποδώσει στους πελάτες της τα κεφάλαια που τους οφείλει.

4.      Τόσο το άρθρο 1, σημείο 1, της οδηγίας 94/19 όσο και το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/9 είναι αρκούντως σαφή, ακριβή και απαλλαγμένα αιρέσεων ώστε οι ιδιώτες να μπορούν να τα επικαλούνται άμεσα ενώπιον των δικαστηρίων κατά οργανισμών στους οποίους, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής τους, έχει ανατεθεί η εκπλήρωση υπηρεσίας δημοσίου συμφέροντος και οι οποίοι έχουν, προς τούτο, εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με τους εφαρμοστέους στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών κανόνες, όπερ απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να διαπιστώσει.»


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.


2      Υπόθεση C‑671/13, EU:C:2015:418.


3      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων (ΕΕ 1994, L 135, σ. 5), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009 (ΕΕ 2009, L 68, σ. 3).


4      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997, σχετικά με τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών (ΕΕ 1997, L 84, σ. 22).


5      Οδηγία του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 1993, σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών (ΕΕ 1993, L 141, σ. 27).


6      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2004, L 145, σ. 1).


7      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση) (ΕΕ 2006, L 177, σ. 1).


8      Žin., 2002, αριθ. 65-2635. Νόμος για την εγγύηση των καταθέσεων, ο οποίος μεταφέρει στο δίκαιο της Δημοκρατίας της Λιθουανίας τις οδηγίες 94/19 και 97/9 (στο εξής: νόμος για την εγγύηση των καταθέσεων).


9      Υπόθεση C‑671/13 (EU:C:2015:129, σημείο 36).


10      «Μολονότι υπάρχει σύμπτωση ως προς το σημείο αυτό –ανέφερε εν συνεχεία ο γενικός εισαγγελέας P. Cruz Villalón–, εντούτοις, οι επίμαχες οφειλές διαφέρουν εκ του γεγονότος ότι μόνο στην περίπτωση των [παραστατικών τίτλων] πρόκειται για οφειλές δυνάμενες να αποτελέσουν αντικείμενο μεταβιβάσεως ή, ενδεχομένως, διαπραγματεύσεως.»


11      Δεν είναι κρίσιμο, αντιθέτως, το εάν αποτελούν μεταβιβάσιμους ή μη μεταβιβάσιμους τίτλους. Ακόμη και αν, κατ’ αρχήν, η «υποχρέωση επιστροφής αποκλείει τη δυνατότητα μεταβιβάσεως ή διαπραγματεύσεως της οφειλής, καθώς πρόκειται, με τη στενή έννοια του όρου, για κατάθεση στο πιστωτικό ίδρυμα» (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Cruz Villalón στην υπόθεση C‑671/13, EU:C:2015:129, σημείο 37), εντούτοις, το άρθρο 1, σημείο 1, της οδηγίας 94/19 αφορά επίσης τους παραστατικούς τίτλους, ήτοι, τίτλοι οι οποίοι αποτελούν είδος του γένους «κατάθεση» το οποίο χαρακτηρίζεται από τη δυνατότητα μεταβιβάσεώς τους (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Cruz Villalón στην υπόθεση C‑671/13, EU:C:2015:129, σημείο 39), όπερ, σύμφωνα με τη διατύπωση της αποφάσεως της 25ης Ιουνίου 2015, εκδοθείσας στην ίδια υπόθεση (C‑671/13, EU:C:2015:418, σκέψη 36), καθιστά δυνατή «την κυκλοφορία της ενσωματωμένης απαιτήσεως». Ο μεταβιβάσιμος χαρακτήρας ήταν κρίσιμος, κατά λοιπά, ώστε το Δικαστήριο να συναγάγει ότι οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 94/19 και του σημείου 12 του παραρτήματος I της ίδιας οδηγίας δεν αντιτίθενται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία εξαιρεί από την εγγύηση των καταθέσεων τους παραστατικούς τίτλους που εκδίδει ο ίδιος ο καλυπτόμενος φορέας, «εφόσον αυτοί είναι μεταβιβάσιμοι» (απόφαση της 25ης Ιουνίου 2015, Indėlių ir investicijų draudimas και Nemaniūnas, C‑671/13, EU:C:2015:418, σκέψη 38).


12      Στο ίδιο πνεύμα, το άρθρο 5 της οδηγίας 2006/48, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων επιτρέπει στα «πιστωτικά ιδρύματα να ασκούν, κατ’ επάγγελμα, τη δραστηριότητα της αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό». Η υπογράμμιση δική μου.


13      Όπως συμβαίνει, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, με τα ίδια τα πιστωτικά ιδρύματα, σύμφωνα με το άρθρο 2 της οδηγίας.


14      Οι απαριθμούμενες στο παράρτημα Ι, κατόπιν παραπομπής του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας.


15      Στην προστασία των «καταναλωτών» αναφέρεται επίσης η οδηγία 94/19 με την αιτιολογική της σκέψη 16.


16      Χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία κατά τον Cortés L. J.: «Contratos bancarios (II)», σε Uría, R. και Menéndez, A., Curso de Derecho Mercantil, τόμος II, Civitas, Μαδρίτη, 2001, σ. 541, ορίζονται ως «αξιόγραφα εις διαταγήν, μεταβιβάσιμα με οπισθογράφηση, κατά τρόπο ώστε ο κάτοχος να μπορεί να τα μεταβιβάσει ανακτώντας τα επενδυμένα ή κατατεθειμένα προθεσμιακώς κεφάλαια χωρίς να ακυρώνεται ή να λύεται η σύμβαση με το πιστωτικό ίδρυμα».


17      Αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας 2006/48.


18      Η υπογράμμιση δική μου.


19      Αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 της οδηγίας 94/19.


20      Αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 94/19.


21      Υπόθεση Vervloet κ.λπ. (C‑76/15, EU:C:2016:975, σκέψη 67).


22      Όπ.π.


23      Ούτως ισχυρίζεται η IID στο σημείο 70 των γραπτών παρατηρήσεών της στην υπόθεση C‑688/15, παραθέτουσα την απόφαση του Lietuvos aukščiausiasis teismas (Ανωτάτου Δικαστηρίου) της 2ας Οκτωβρίου 2013 (αστική υπόθεση αριθ. 3K 3 470/2013). Αναφορά στην απόφαση αυτή έκανε και η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.


24      Η επιλογή αυτή δεν αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης, αν και το Δικαστήριο έχει υπενθυμίσει ότι «εντούτοις, όπως επισημαίνεται στην ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/9, το καθεστώς που θεσπίζεται με την πράξη αυτή πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις αμφοτέρων των οδηγιών» (απόφαση της 25ης Ιουνίου 2015, Indėlių ir investicijų draudimas και Nemaniūnas, C‑671/13, EU:C:2015:418, σκέψη 45).


25      Βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Vervloet κ.λπ. (C‑76/15, EU:C:2016:975, σκέψη 83).


26      Το ομόλογο αποτελεί χρηματοπιστωτικό μέσο με το οποίο, κατ’ ουσίαν, τιτλοποιείται δανειακό κεφάλαιο, αποτελούμενο από κεφάλαια που πρέπει να επιστραφούν στον δανειστή κατά τον χρόνο και υπό τους όρους που συμφωνούνται εκ των προτέρων.


27      Σύμφωνα με την απόφαση της 25ης Ιουνίου 2015, Indėlių ir investicijų draudimas και Nemaniūnas (C‑671/13, EU:C:2015:418, σκέψη 38), το άρθρο 3, παράγραφος 4, του νόμου για την εγγύηση των καταθέσεων εξαιρεί από την εγγύηση των καταθέσεων τους «πιστωτικούς τίτλους ([παραστατικούς τίτλους]) που εκδίδει ο ίδιος ο καλυπτόμενος φορέας». Το Δικαστήριο έκρινε συμβατή την εξαίρεση αυτή με την οδηγία 94/19, στον βαθμό κατά τον οποίο «[οι τίτλοι αυτοί] είναι μεταβιβάσιμοι». Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Λιθουανική Κυβέρνηση επιβεβαίωσε ότι η λιθουανική νομοθεσία δεν έχει τροποποιηθεί ως προς το σημείο αυτό. Απόκειται, επομένως, κατά την άποψή μου, στο αιτούν δικαστήριο να επαληθεύσει εάν τα επίμαχα ομόλογα πληρούν την προϋπόθεση αυτή, για τους σκοπούς της ενδεχόμενης εξαιρέσεώς τους από την εγγύηση των καταθέσεων.


28      Ομοίως, η ιταλική και η πορτογαλική απόδοση κάνουν λόγο για «debiti rappresentati da titoli» και «dívidas representadas por títulos», αντιστοίχως.


29      Άλλες γλωσσικές αποδόσεις επιβεβαιώνουν τη σημασία του τύπου. Έτσι, η αγγλική αναφέρεται σε «any debt evidenced by a certificate» και η γερμανική, σε «Forderungen, die das Kreditinstitut durch Ausstellung einer Urkunde verbrieft hat».


30      Οδηγία «σχετικά με τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών».


31      Αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 97/9.


32      Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 1, της οδηγίας 2004/39.


33      Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/9, τα κράτη μέλη «μπορούν να προβλέψουν ότι ορισμένοι επενδυτές έχουν μειωμένη κάλυψη ή δεν καλύπτονται καθόλου. Στο παράρτημα Ι παρατίθεται ο κατάλογος των εξαιρέσεων αυτών».


34      Αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 97/9.


35      Σύμφωνα με την παράγραφο 22 της διατάξεως περί παραπομπής, ο A. Raišelis είχε συνάψει με τη Snoras, πέραν της συμφωνίας εγγραφής για την ανάληψη ομολόγων, σύμβαση χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών με μη επαγγελματία πελάτη.


36      Η επίμαχη προκείμενη δεν ανακύπτει στην υπόθεση C‑688/15, στην οποία όλα συνηγορούν υπέρ του ότι η Snoras δεν είχε παράσχει επενδυτικές υπηρεσίες. Ίσως για τον λόγο αυτό το αιτούν δικαστήριο έχει επικεντρώσει τα ερωτήματά του στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 94/19 και στον πιθανό χαρακτηρισμό των επίμαχων κεφαλαίων ως «καταθέσεως».


37      Έτσι, στην ισπανική και σε άλλες αποδόσεις, όπως η αγγλική («repay money owed to or belonging to investors and held on their behalf in connection with investment business»)· η γαλλική («rembourser aux investisseurs les fonds leur étant dus ou leur appartenant et détenus pour leur compte en relation avec des opérations d’investissement»)· η γερμανική («Gelder zurückzuzahlen, die Anlegern geschuldet werden oder gehören und für deren Rechnung im Zusammenhang mit Wertpapiergeschäften gehalten werden»)· η ιταλική («rimborsare i fondi dovuti o appartenenti agli investitori e detenuti per loro conto in relazione ad operazioni d’investimento»)· η πορτογαλική («reembolsar os investidores dos fundos que lhes sejam devidos ou que lhes pertençam e que sejam detidos por sua conta no âmbito de operações de investimento»).


38      «[G]rąžinti pinigus, priklausančius investuotojams ir laikomus jų vardu ryšium su investicine veikla». Υπό τους ίδιους όρους έχει συνταχθεί και το άρθρο 2, παράγραφος 12, του νόμου για την εγγύηση των καταθέσεων.


39      Όπως υπενθυμίζεται στην απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουλίου 2016, Ambisig (C‑46/15, EU:C:2016:530, σκέψη 48), «η διατύπωση που χρησιμοποιείται σε μία από τις γλωσσικές αποδόσεις διατάξεως του δικαίου της Ένωσης δεν μπορεί να αποτελεί τη μόνη βάση για την ερμηνεία της διατάξεως αυτής ούτε μπορεί να χαρακτηρίζεται ως υπερέχουσα έναντι των άλλων γλωσσικών αποδόσεων. Ειδικότερα, οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τρόπο ομοιόμορφο υπό το πρίσμα της αποδόσεώς τους σε όλες τις γλώσσες της Ένωσης. Σε περίπτωση διαστάσεως μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων μιας πράξεως του δικαίου της Ένωσης, η επίμαχη διάταξη θα πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα την όλη οικονομία και τον σκοπό της ρυθμίσεως της οποίας αποτελεί στοιχείο».


40      Περιεχόμενο του δεύτερου ερωτήματος στην υπόθεση C‑109/16· η υπογράμμιση δική μου.


41      Υπόθεση C‑671/13 (EU:C:2015:418, σκέψη 58).


42      Απόφαση της 25ης Ιουνίου 2015 (C‑671/13, EU:C:2015:418, σκέψη 59).


43      Όπ.π.