Language of document :

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 22ας Μαρτίου 2018 [αιτήσεις του Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Λιθουανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] – Agnieška Anisimovienė κ.λπ. (C-688/15) / «Indėlių ir investicijų draudimas» VĮ (C-109/16)

(Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-688/15 και C-109/16) 1

(Προδικαστική παραπομπή – Συστήματα εγγυήσεως καταθέσεων και αποζημιώσεως των επενδυτών – Οδηγία 94/19/ΕΚ – Άρθρο 1, σημείο 1 – Καταθέσεις – Μεταβατικές καταστάσεις απορρέουσες από συνήθεις τραπεζικές συναλλαγές – Οδηγία 97/9/ΕΚ – Άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο – Κεφάλαια τα οποία οφείλονται σε επενδυτή ή του ανήκουν και τα οποία επιχείρηση επενδύσεων κρατεί για λογαριασμό του σε σχέση με επενδυτικές εργασίες – Πιστωτικό ίδρυμα το οποίο εκδίδει κινητές αξίες – Κεφάλαια τα οποία κατέθεσαν ιδιώτες στο ίδρυμα αυτό για την εγγραφή προς αγορά μελλουσών να εκδοθούν κινητών αξιών – Εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ – Πτώχευση του εν λόγω ιδρύματος πριν από την έκδοση των εν λόγω κινητών αξιών – Δημόσια επιχείρηση υπεύθυνη για τα συστήματα εγγυήσεως των καταθέσεων και αποζημιώσεως των επενδυτών – Δυνατότητα επικλήσεως των οδηγιών 94/19/ΕΚ και 97/9/ΕΚ κατά της επιχειρήσεως αυτής)

Γλώσσα διαδικασίας: η λιθουανική

Αιτούν δικαστήριο

Lietuvos Aukščiausiasis Teismas

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Agnieška Anisimovienė κ.λπ.

παρισταμένων των:

bankas «Snoras» AB, υπό εκκαθάριση, «Indėlių ir investicijų draudimas» VĮ, bankas «Finasta» AB (C-688/15)

«Indėlių ir investicijų draudimas» VĮ

παρισταμένων των:

Alvydas Raišelis, bankas «Snoras» AB, υπό εκκαθάριση (C-109/16)

Διατακτικό

Αφενός, οι διατάξεις της οδηγίας 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997, σχετικά με τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών, και, αφετέρου, αυτές της οδηγίας 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, έχουν την έννοια ότι οι απαιτήσεις που αφορούν κεφάλαια με τα οποία χρεώθηκαν λογαριασμοί τους οποίους τηρούν ιδιώτες σε πιστωτικό ίδρυμα και τα οποία πιστώθηκαν σε λογαριασμούς που είχαν ανοιχθεί στο όνομα του ιδρύματος αυτού για την εγγραφή προς αγορά νέων κινητών αξιών τις οποίες επρόκειτο να εκδώσει το πιστωτικό αυτό ίδρυμα, υπό συνθήκες στις οποίες οι αξίες αυτές δεν εκδόθηκαν τελικώς λόγω πτωχεύσεως του εν λόγω ιδρύματος, εμπίπτουν τόσο στα συστήματα αποζημιώσεως των επενδυτών κατά την οδηγία 97/9 όσο και στα συστήματα εγγυήσεως των καταθέσεων κατά την οδηγία 94/19.

Το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 97/9 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση κατά την οποία απαιτήσεις εμπίπτουν τόσο στα συστήματα εγγυήσεως των καταθέσεων κατά την οδηγία 94/19 όσο και στα συστήματα αποζημιώσεως των επενδυτών κατά την οδηγία 97/9 και ο εθνικός νομοθέτης δεν έχει καταλογίσει τις απαιτήσεις αυτές σε σύστημα εμπίπτον σε μία από τις οδηγίες αυτές, το επιληφθέν δικαστήριο δεν μπορεί να αποφασίσει το ίδιο, βάσει της διατάξεως αυτής, σε ποιο σύστημα μπορούν να υπαχθούν οι δικαιούχοι των εν λόγω απαιτήσεων. Αντιθέτως, στην περίπτωση αυτή, εναπόκειται στους ως άνω δικαιούχους να επιλέξουν να αποζημιωθούν από ένα σύστημα εκ των προβλεπομένων κατά το εθνικό δίκαιο για την εφαρμογή των δύο αυτών οδηγιών.

Αφενός, το άρθρο 1, σημείο 1, της οδηγίας 94/19, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/14, και, αφετέρου, το άρθρο 1, σημείο 4, καθώς και το άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 97/9 έχουν την έννοια ότι οι ιδιώτες μπορούν να τα επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων προς στήριξη των αγωγών αποζημιώσεως κατά δημόσιας επιχειρήσεως η οποία είναι υπεύθυνη, σε κράτος μέλος, για τα συστήματα εγγυήσεως των καταθέσεων και αποζημιώσεως των επενδυτών.

____________

1 ΕΕ C 106 της 21.3.2016.

EE C 156 της 2.5.2016.