Language of document : ECLI:EU:T:2017:54

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 2ας Φεβρουαρίου 2017 (*)

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας – Λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης TOSCORO – Προγενέστερη προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη “Toscano” – Απόλυτος λόγος απαραδέκτου – Άρθρο 142 του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 – Άρθρα 13 και 14 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2081/92 – Κήρυξη μερικής ακυρότητας»

Στην υπόθεση T-510/15,

Roberto Mengozzi, κάτοικος Μονακό (Μονακό), εκπροσωπούμενος από τον T. Schuffenecker, δικηγόρο,

προσφεύγων,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από τον A. Schifko και την S. Crabbe,

καθού,

υποστηριζόμενου από την

Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri,

παρεμβαίνουσα,

έτερος διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO, παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Consorzio per la tutela dell’olio extravergine di oliva Toscano IGP, με έδρα τη Φλωρεντία (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τον F. Albisinni, δικηγόρο,

με αντικείμενο προσφυγή ασκηθείσα κατά της αποφάσεως του δευτέρου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 5ης Ιουνίου 2015 (υπόθεση R 322/2014-2), σχετικά με διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας μεταξύ της Consorzio per la tutela dell’olio extravergine di oliva Toscano IGP και του R. Mengozzi,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους V. Tomljenović, πρόεδρο, A. Μαρκουλλή (εισηγήτρια) και A. Kornezov, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Σεπτεμβρίου 2015,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του EUIPO που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Νοεμβρίου 2015,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Νοεμβρίου 2015,

έχοντας υπόψη την απόφαση του προέδρου του εβδόμου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Ιανουαρίου 2016 να επιτρέψει την παρέμβαση της Ιταλικής Δημοκρατίας υπέρ του EUIPO,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα παρεμβάσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Μαρτίου 2016,

έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις του προσφεύγοντος που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Απριλίου 2016,

έχοντας υπόψη την παραπομπή της υποθέσεως στο έβδομο τμήμα,

έχοντας υπόψη τη μεταβολή της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου και,

δεδομένου ότι δεν υποβλήθηκε αίτημα προσδιορισμού επ’ ακροατηρίου συζητήσεως από τους κύριους διαδίκους εντός της προθεσμίας τριών εβδομάδων από της επιδόσεως του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιήθηκε η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας και δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του, να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 17 Ιουνίου 2002, ο προσφεύγων, Roberto Mengozzi, υπέβαλε στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το λεκτικό σημείο TOSCORO.

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση υπάγονται στις κλάσεις 29 και 30 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών ενόψει της καταχώρισης σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 29: «Βρώσιμα έλαια και λίπη· βρώσιμα φυτικά έλαια, ιδίως δε ελαιόλαδα· κρέμες μαγειρικής, ιδίως δε κρέμες ξηρών καρπών, κρέμες αγκινάρας με χυμό τρούφας, κρέμες πράσινης και μαύρης ελιάς· μανιτάρια σε σάλτσα και αποξηραμένα μανιτάρια»·

–        κλάση 30: «Καφές, εκχυλίσματα καφέ και παρασκευάσματα από καφέ· υποκατάστατα καφέ και εκχυλίσματα υποκατάστατων του καφέ· τσάι, εκχυλίσματα τσαγιού και παρασκευάσματα από τσάι· κακάο και παρασκευάσματα από κακάο, σοκολάτα, προϊόντα σοκολάτας, προϊόντα ζαχαροπλαστικής, ζαχαρώδη προϊόντα· ζάχαρη· φυσικά γλυκαντικά· αρτοσκευάσματα, άρτος, μαγιά, είδη ζαχαροπλαστικής· μπισκότα· γλυκά, επιδόρπια, πουτίγκες· παγωτά, προϊόντα για την παρασκευή παγωτών· μέλι και υποκατάστατα μελιού· δημητριακά για το πρωινό, ρύζι, ζυμαρικά, τρόφιμα από ρύζι, άλευρα ή δημητριακά, και υπό μορφή έτοιμων γευμάτων· καρυκεύματα τροφίμων, σάλτσες για σαλάτες, ξύδι, μαγιονέζα, πίτσα, σάλτσες, ιδίως δε σάλτσες ντομάτας και φυτικές σάλτσες».

4        Στις 17 Νοεμβρίου 2003, το λεκτικό σημείο TOSCORO καταχωρίστηκε ως σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τον αριθμό 002752509.

5        Η καταχώριση του σήματος του οποίου αμφισβητείται το κύρος (στο εξής: αμφισβητούμενο σήμα) δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 2004/001, της 5ης Ιανουαρίου 2004.

6        Στις 10 Δεκεμβρίου 2012, η παρεμβαίνουσα κοινοπραξία Consorzio per la tutela dell’olio extravergine di oliva Toscano IGP υπέβαλε στο EUIPO αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας του αμφισβητούμενου σήματος βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ, ζʹ και κʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού.

7        Η αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας στηριζόταν στην προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη (στο εξής: ΠΓΕ) «Toscano», η οποία είχε καταχωριστεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) 2081/92 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουλίου 1992, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων (ΕΕ 1992, L 208, σ. 1) [ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 510/2006 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2006, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων (ΕΕ 2006, L 93, σ. 12), που επίσης αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων (ΕΕ 2012, L 343, σ. 1)]. Η ΠΓΕ «Toscano» καταχωρίστηκε για το προϊόν «ελαιόλαδο» με τον κανονισμό (ΕΚ) 644/98 της Επιτροπής, της 20ής Μαρτίου 1998, για συμπλήρωση του παραρτήματος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1107/96 σχετικά με την καταχώρηση των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 17 του κανονισμού 2081/92 (ΕΕ 1998, L 87, σ. 8).

8        Η αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας αφορούσε, κατά το γράμμα της, όλα τα προϊόντα για τα οποία είχε καταχωριστεί το αμφισβητούμενο σήμα.

9        Στις 29 Νοεμβρίου 2013, το τμήμα ακυρώσεων δέχτηκε την αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας για ορισμένα προϊόντα των κλάσεων 29 («βρώσιμα έλαια και λίπη»· «βρώσιμα φυτικά έλαια, ιδίως δε ελαιόλαδα») και 30 («καρυκεύματα τροφίμων, σάλτσες για σαλάτες»).

10      Στις 27 Ιανουαρίου 2014, ο προσφεύγων άσκησε ενώπιον του EUIPO προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων, δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009. Η παρεμβαίνουσα άσκησε επίσης αντίθετη προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής.

11      Με απόφαση της 5ης Ιουνίου 2015 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το δεύτερο τμήμα προσφυγών του EUIPO δέχτηκε εν μέρει τις προσφυγές του προσφεύγοντος και της παρεμβαίνουσας. Πρώτον, επισήμανε ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο κʹ, του κανονισμού 207/2009 δεν εφαρμοζόταν εν προκειμένω στο μέτρο που η διάταξη αυτή δεν ίσχυε κατά την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως του αμφισβητούμενου σήματος. Δεύτερον, παραπέμποντας στο άρθρο 142 του κανονισμού 40/94, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι συνέτρεχε εν προκειμένω περίπτωση άμεσης εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφος 1, και του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 2081/92. Επ’ αυτής της βάσεως και λαμβανομένης υπόψη της οπτικής και φωνητικής ομοιότητας των συγκρουόμενων σημείων, αποφάνθηκε ότι η χρήση του σημείου TOSCORO συνιστούσε υπαινιγμό της επίμαχης ΠΓΕ για ορισμένα προϊόντα της κλάσεως 29 («βρώσιμα έλαια και λίπη», «βρώσιμα φυτικά έλαια, ιδίως δε ελαιόλαδα» και «κρέμες πράσινης και μαύρης ελιάς») και ότι το αμφισβητούμενο σήμα έπρεπε να ακυρωθεί όσον αφορά τα προϊόντα αυτά.

 Αιτήματα των διαδίκων

12      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στο μέτρο που το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το αμφισβητούμενο σήμα ήταν άκυρο για τα προϊόντα «βρώσιμα έλαια και λίπη», «βρώσιμα φυτικά έλαια, ιδίως δε ελαιόλαδα» και «κρέμες πράσινης και μαύρης ελιάς»,

–        να αναγνωρίσει ότι το αμφισβητούμενο σήμα είναι έγκυρο και να διατηρήσει σε ισχύ την καταχώρισή του στο μητρώο των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα ανωτέρω προϊόντα,

–        να καταδικάσει το EUIPO και την παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών με τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών εξόδων.

13      Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

14      Η Ιταλική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή.

 Σκεπτικό

15      Προς στήριξη της προσφυγής, ο προσφεύγων προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο κʹ, του κανονισμού 207/2009 και του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1151/2012. Ο δεύτερος λόγος στηρίζεται σε πλάνη εκτιμήσεως κατά την εξέταση της ομοιότητας των συγκρουόμενων σημείων στο πλαίσιο του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1151/2012. Ο τρίτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 15 της Συμφωνίας για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου (TRIPs), της 15ης Απριλίου 1994 (ΕΕ 1994, L 336, σ. 214, στο εξής: Συμφωνία TRIPs), που αποτελεί το παράρτημα 1Γ της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) (ΕΕ 1994, L 336, σ. 3).

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο κʹ, του κανονισμού 207/2009 και του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1151/2012

16      Ο προσφεύγων διευκρινίζει ότι δεν αμφισβητεί ότι συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο κʹ, του κανονισμού 207/2009. Θεωρεί, εντούτοις, ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή της διατάξεως αυτής. Ειδικότερα, ο προσφεύγων διατείνεται ότι ο όρος «toscano» παραπέμπει σε πρόσωπο που κατοικεί στην περιοχή της Τοσκάνης, στην Ιταλία. Συνεπώς, η επίμαχη ΠΓΕ είναι, κατά την άποψή του, περιγραφική όλων των προϊόντων που προέρχονται από την περιοχή αυτή και ο όρος «toscano» είναι γενικός όσον αφορά, για παράδειγμα, το ελαιόλαδο. Ο προσφεύγων επισημαίνει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1151/2012 προβλέπει ότι οι ΠΓΕ «δεν καθίστανται γενικές». Συναφώς, ο όρος «toscoro», ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν υπαινίσσεται την περιοχή της Τοσκάνης, δεν μπορεί να προκαλέσει σύγχυση σε σχέση με την επίμαχη ΠΓΕ για το ελαιόλαδο ή για παρόμοια προϊόντα.

17      Το EUIPO, υποστηριζόμενο από την Ιταλική Δημοκρατία, και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

18      Κατ’ αρχάς πρέπει να επισημανθεί ότι η φράση «δεν καθίστανται γενικές», την οποία παραθέτει ο προσφεύγων ως περιεχόμενη στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1151/2012, παραπέμπει στην πραγματικότητα στο άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 1151/2012, το οποίο προβλέπει ότι «[ο]ι προστατευόμενες ονομασίες προέλευσης και γεωγραφικές ενδείξεις δεν καθίστανται γενικές».

19      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο εφαρμόζεται στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 53, του εν λόγω Οργανισμού, και δυνάμει του άρθρου 177, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει συνοπτική έκθεση των λόγων των οποίων γίνεται επίκληση. Η εν λόγω έκθεση πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής ώστε να μπορεί ο μεν καθού διάδικος να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής, χωρίς να χρειάζεται ενδεχομένως άλλα στοιχεία [βλ. απόφαση της 29ης Μαρτίου 2012, Omya κατά ΓΕΕΑ – Alpha Calcit (CALCIMATT), T-547/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:178, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

20      Εν προκειμένω, μολονότι ο προσφεύγων επικαλείται, προς στήριξη του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως, το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1151/2012, παραθέτει τις διατάξεις του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού. Εξάλλου, σε κανένα σημείο του δικογράφου της προσφυγής του, ο προσφεύγων δεν διευκρινίζει με σαφήνεια πώς θα έπρεπε το τμήμα προσφυγών να εφαρμόσει τις διατάξεις που επικαλείται, ούτε γιατί τούτο, στο πλαίσιο αυτό, παρέβη το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο κʹ, του κανονισμού 207/2009, το οποίο επίσης επικαλείται ο προσφεύγων. Περαιτέρω, όπως προκύπτει σαφώς από το σημείο 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών δέχτηκε ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο κʹ, του κανονισμού 207/2009 δεν ήταν εφαρμοστέο εν προκειμένω. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει επίσης ότι το τμήμα προσφυγών εφάρμοσε τις σχετικές διατάξεις του κανονισμού 2081/92 και όχι τις διατάξεις του κανονισμού 1151/2012, τις οποίες επικαλείται ο προσφεύγων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Συνεπώς, όπως υποστηρίζει το EUIPO στο υπόμνημά του, η έκθεση του πρώτου λόγου ακυρώσεως δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 177, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας.

21      Επαλλήλως πρέπει να υπομνησθεί ότι η ασκηθείσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή αποσκοπεί στον έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών, κατά την έννοια του άρθρου 65 του κανονισμού 207/2009, και ότι, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς ακυρώσεως, η νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως πρέπει να εκτιμάται βάσει των πραγματικών και νομικών στοιχείων που υφίστανται κατά την ημερομηνία εκδόσεως της πράξεως. Κατά συνέπεια, καθήκον του Γενικού Δικαστηρίου δεν είναι η επανεξέταση των πραγματικών περιστάσεων υπό το πρίσμα των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζονται για πρώτη φορά ενώπιόν του [βλ. απόφαση της 24ης Ιουνίου 2014, Unister κατά ΓΕΕΑ (Ab in den Urlaub), T-273/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:568, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου επίκληση πραγματικών περιστατικών τα οποία δεν είχαν προηγουμένως προβληθεί ενώπιον των τμημάτων του EUIPO επηρεάζει τη νομιμότητα μιας τέτοιας αποφάσεως μόνον εάν το EUIPO όφειλε να τα λάβει αυτεπαγγέλτως υπόψη [βλ. απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2013, Maharishi Foundation κατά ΓΕΕΑ (MÉDITATION TRANSCENDANTALE), T-426/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:63, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Επιπλέον, κατά το άρθρο 188 του Κανονισμού Διαδικασίας, τα υπομνήματα που καταθέτουν οι διάδικοι στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορούν να μεταβάλουν το αντικείμενο της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαφοράς.

22      Όπως, όμως, επισημαίνει το EUIPO στο υπόμνημά του, ο προσφεύγων ουδέποτε προέβαλε, ενώπιον των τμημάτων του EUIPO, ότι η επίμαχη ΠΓΕ κατέστη γενική ούτε επικαλέστηκε συναφώς τις διατάξεις του κανονισμού 1151/2012, τις οποίες επικαλείται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Εξάλλου, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι τα προβαλλόμενα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πραγματικά περιστατικά έπρεπε να έχουν ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από το EUIPO, πράγμα το οποίο δεν υποστηρίζει άλλωστε ούτε ο προσφεύγων.

23      Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από πλάνη εκτιμήσεως κατά την εξέταση της ομοιότητας των συγκρουόμενων σημείων

24      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, ακόμη κι αν η ΠΓΕ δεν έχει καταστεί γενική, κάτι το οποίο πάντως ο ίδιος δεν παραδέχεται, το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως, κατά την εξέταση της ομοιότητας των συγκρουόμενων σημείων στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1151/2012. Από φωνητικής απόψεως, ο όρος «toscoro» προφέρεται, τουλάχιστον στα αγγλικά, στα ιταλικά και στα ισπανικά, με τονισμό στη λήγουσα. Ο όρος «toscano» προφέρεται, τουλάχιστον στα αγγλικά, με τονισμό στην παραλήγουσα. Συνεπώς, κατά τη γνώμη του, τα συγκρουόμενα σημεία διαφέρουν σαφώς ως προς αυτό. Διαφέρουν δε και από οπτικής απόψεως, λαμβανομένης υπόψη της αντίστοιχης ορθογραφήσεώς τους. Τέλος, από εννοιολογικής απόψεως, ο όρος «toscoro» είναι επινοημένος όρος ενώ η επίμαχη ΠΓΕ παραπέμπει στην έννοια του ελαιολάδου της Τοσκάνης. Τα συγκρουόμενα σημεία διαφέρουν και από την άποψη αυτή. Το τμήμα προσφυγών δεν έπρεπε να κατατμήσει το αμφισβητούμενο σήμα και την επίμαχη ΠΓΕ σε επιμέρους μέρη. Ο προσφεύγων επισημαίνει εξάλλου ότι η επίμαχη ΠΓΕ δεν χαίρει φήμης. Συναφώς, τα συγκρουόμενα σημεία δεν προκαλούν σύγχυση στον μέσο καταναλωτή και ο προσφεύγων αμφισβητεί το συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών ότι το αμφισβητούμενο σήμα υπαινίσσεται την επίμαχη ΠΓΕ. Ο προσφεύγων προσθέτει ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη εκτιμήσεως, αφενός, απορρίπτοντας το επιχείρημά του ότι το EUIPO είχε καταχωρίσει σήματα πολύ όμοια με την επίμαχη ΠΓΕ και, αφετέρου, κρίνοντας ότι η κρέμα ελιάς είναι συγκρίσιμη με το ελαιόλαδο.

25      Το EUIPO, υποστηριζόμενο από την Ιταλική Δημοκρατία, και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

26      Κατ’ αρχάς πρέπει να επισημανθεί ότι, στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο προσφεύγων αμφισβητεί, αφενός, την εκ μέρους του τμήματος προσφυγών σύγκριση των συγκρουόμενων σημείων και, αφετέρου, το συμπέρασμα ότι το ελαιόλαδο και οι κρέμες πράσινης και μαύρης ελιάς είναι προϊόντα του ίδιου τύπου.

27      Εξάλλου πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από τον προσφεύγοντα, το τμήμα προσφυγών δεν εφάρμοσε το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1151/2012. Πράγματι, αφού έκρινε ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο κʹ, του κανονισμού 207/2009 δεν ήταν εφαρμοστέο εν προκειμένω (σημείο 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως), το τμήμα προσφυγών διευκρίνισε ότι η διάταξη αυτή είχε απλώς κωδικοποιήσει τους κανόνες που απέρρεαν από το άρθρο 13, παράγραφος 1, και το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 2081/92, τα οποία και είχαν εν προκειμένω άμεση εφαρμογή δυνάμει του άρθρου 142 του κανονισμού 40/94. Το τμήμα προσφυγών πρόσθεσε ότι δεν όφειλε μόνο να λάβει υπόψη τον απόλυτο λόγο ακυρότητας που προέβαλλε ο διάδικος, αλλά όφειλε και να τον εξετάσει σύμφωνα με τη νομοθεσία που ίσχυε κατά την ημερομηνία καταθέσεως του αμφισβητούμενου σήματος (σημεία 27 και 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ο προσφεύγων δεν αμφισβητεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου τη συναφή αιτιολογία του τμήματος προσφυγών.

28      Ως προς το ζήτημα της εφαρμοστέας στην υπό κρίση υπόθεση κανονιστικής ρυθμίσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 142 του κανονισμού 40/94, όπως ισχύει εν προκειμένω, προβλέπει ότι «[ο] παρών κανονισμός δεν επηρεάζει τις διατάξεις του κανονισμού […] αριθ. 2081/92 […], και ιδίως το άρθρο 14 του κανονισμού αυτού». Το άρθρο 14, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2081/92, όπως ισχύει εν προκειμένω, ορίζει μεταξύ άλλων ότι, «[ό]ταν […] μια γεωγραφική ένδειξη καταχωρείται σύμφωνα με τον [εν λόγω] κανονισμό, η αίτηση καταχώρησης σήματος που αντιστοιχεί σε μία από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 13 και αφορά τον ίδιο τύπο προϊόντος απορρίπτεται, εφόσον η αίτηση καταχώρησης του σήματος υποβάλλεται μετά την ημερομηνία δημοσίευσης που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 [του κανονισμού αυτού]». Το δε άρθρο 14, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2081/92 προβλέπει ότι «[τ]α σήματα που καταχωρούνται κατά παράβαση του πρώτου εδαφίου [της διατάξεως αυτής] ακυρώνονται».

29      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το EUIPO οφείλει να εφαρμόσει τον κανονισμό 40/94 κατά τρόπο που να μη θίγει την προστασία που ο κανονισμός 2081/92 παρέχει στις ΠΓΕ. Ειδικότερα, το EUIPO οφείλει, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 2081/92, να αρνείται την καταχώριση οιουδήποτε σήματος, το οποίο εμπίπτει σε μια από τις περιπτώσεις του άρθρου 13 του κανονισμού αυτού και αφορά τον ίδιο τύπο προϊόντος, αν δε το σήμα έχει ήδη καταχωριστεί, οφείλει να αναγνωρίζει την ακυρότητά του [βλ., συναφώς, απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Consorzio per la tutela del formaggio Grana Padano κατά ΓΕΕΑ – Biraghi (GRANA BIRAGHI), T-291/03, EU:T:2007:255, σκέψεις 53 έως 56].

30      Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών εφάρμοσε το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2081/92, το οποίο ορίζει ότι «[ο]ι καταχωρημένες ονομασίες προέλευσης προστατεύονται από […] κάθε αντιποίηση, απομίμηση ή υπαινιγμό, ακόμη και αν αναφέρεται η πραγματική καταγωγή του προϊόντος ή εάν η προστατευόμενη ονομασία χρησιμοποιείται σε μετάφραση ή συνοδεύεται από εκφράσεις όπως “είδος”, “τύπος”, “μέθοδος”, “τρόπος”, “απομίμηση” ή παρόμοιες». Κατέληξε δε στο συμπέρασμα, λαμβανομένης υπόψη της οπτικής και φωνητικής ομοιότητας των συγκρουόμενων σημείων, ότι η χρήση του σημείου TOSCORO συνιστούσε υπαινιγμό της επίμαχης ΠΓΕ για ορισμένα προϊόντα της κλάσεως 29.

31      Η έννοια του υπαινιγμού, που περιέχεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2081/92, καλύπτει την περίπτωση στην οποία ο όρος που χρησιμοποιείται για την περιγραφή προϊόντος περιλαμβάνει μέρος μιας προστατευόμενης ονομασίας, κατά τρόπον ώστε ο καταναλωτής, έχοντας ενώπιόν του την ονομασία του προϊόντος, να ανακαλεί στη μνήμη του, ως εικόνα αναφοράς, το εμπόρευμα το οποίο νομίμως φέρει την ονομασία αυτή (αποφάσεις της 4ης Μαρτίου 1999, Consorzio per la tutela del formaggio Gorgonzola, C‑87/97, EU:C:1999:115, σκέψη 25, και της 26ης Φεβρουαρίου 2008, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C-132/05, EU:C:2008:117, σκέψη 44). Συναφώς, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τη φωνητική και οπτική συγγένεια που θα μπορούσε να υπάρχει μεταξύ των εμπορικών ονομασιών. Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη και η τυχόν υφιστάμενη «εννοιολογική συνάφεια» μεταξύ όρων προερχομένων από διάφορες γλώσσες. Τέλος, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι υπαινιγμός προστατευόμενης ονομασίας μπορεί να υπάρξει ακόμα και ελλείψει οποιουδήποτε κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των οικείων προϊόντων, δεδομένου ότι αυτό που έχει σημασία είναι, ιδίως, να μη δημιουργείται στο κοινό συνειρμός όσον αφορά την καταγωγή του προϊόντος, ούτε να παρέχεται η δυνατότητα σε επιχειρηματία να επωφεληθεί ανεπίτρεπτα από τη φήμη μιας ΠΓΕ (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2016, Viiniverla, C-75/15, EU:C:2016:35, σκέψεις 33, 35 και 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32      Εξάλλου, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών του κανονισμού 2081/92, που συνίστανται, μεταξύ άλλων, στη διασφάλιση της προστασίας των καταναλωτών (απόφαση της 25ης Ιουνίου 2002, Bigi, C-66/00, EU:C:2002:397, σκέψη 31), πρέπει να συνεκτιμώνται οι προσδοκίες τις οποίες τεκμαίρεται ότι έχει ο μέσος καταναλωτής που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2016, Viiniverla, C-75/15, EU:C:2016:35, σκέψεις 24 και 25). Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι ο καταναλωτής αυτός προσλαμβάνει συνήθως ένα σήμα ως μία ολότητα και δεν επιδίδεται σε εξέταση των διαφόρων λεπτομερειών του (απόφαση της 12ης Ιουνίου 2007, ΓΕΕΑ κατά Shaker, C-334/05 P, EU:C:2007:333, σκέψη 35). Τέλος, λαμβανομένων υπόψη των συγκρουόμενων σημείων, πρόκειται για τον καταναλωτή της Ένωσης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2016, Viiniverla, C-75/15, EU:C:2016:35, σκέψη 27).

33      Όσον αφορά τη σύγκριση των συγκρουόμενων σημείων, τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος στηρίζονται, κατ’ ουσίαν, στο γεγονός ότι τα σημεία είναι διαφορετικά και ότι, συνεπώς, το αμφισβητούμενο σήμα δεν υπαινίσσεται την επίμαχη ΠΓΕ.

34      Εντούτοις, όπως ορθώς επισήμανε το τμήμα προσφυγών, η αρχή κάθε σημείου είναι πανομοιότυπη, δηλαδή το στοιχείο «tosc». Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι, καταρχήν, ο καταναλωτής συγκρατεί κατά κανόνα περισσότερο την αρχή ενός σημείου απ’ ό,τι το τέλος του [αποφάσεις της 16ης Μαρτίου 2005, L’Oréal κατά ΓΕΕΑ – Revlon (FLEXI AIR), T-112/03, EU:T:2005:102, σκέψεις 64 και 65, και της 15ης Ιουλίου 2015, Westermann Lernspielverlag κατά ΓΕΕΑ – Diset (bambinoLÜK), T-333/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:490, σκέψη 26].

35      Περαιτέρω, το τελικό γράμμα των δύο συγκρουόμενων σημείων είναι επίσης το ίδιο, δηλαδή το γράμμα «o».

36      Συγκεκριμένα, τα συγκρουόμενα σημεία, καθένα από τα οποία συντίθεται από επτά γράμματα και τρεις συλλαβές, έχουν πέντε κοινά γράμματα στην ίδια ακριβώς θέση.

37      Το τμήμα προσφυγών έκρινε επομένως, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη εκτιμήσεως, ότι υπήρχε μεγάλη οπτική ομοιότητα μεταξύ των συγκρουόμενων σημείων, και τούτο ανεξαρτήτως της διαφοράς που συνίστατο στην παρουσία των στοιχείων «or» και «an» αντιστοίχως. Πράγματι, όπως ορθώς επισήμανε το τμήμα προσφυγών, η διαφορά αυτή που αφορά δύο γράμματα της μεσαίας συλλαβής των συγκρουόμενων σημείων, δεν αναιρεί την προηγουμένως διαπιστωθείσα σημαντική ομοιότητα που αφορά την αρχή και το τέλος των εν λόγω σημείων.

38      Ομοίως, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη εκτιμήσεως, έκρινε το τμήμα προσφυγών ότι υπήρχε μεγάλη φωνητική ομοιότητα μεταξύ των συγκρουόμενων σημείων. Πράγματι, η πρώτη και η τελευταία συλλαβή των συγκρουόμενων σημείων είναι κοινές. Η διαφορά που έγκειται στη μεσαία συλλαβή τους δεν είναι ικανή να κλονίσει τη σημαντική ομοιότητα που υπάρχει μεταξύ των σημείων, όπως ορθώς επισήμανε το τμήμα προσφυγών. Εξάλλου, το προβαλλόμενο από τον προσφεύγοντα επιχείρημα ότι τα συγκρουόμενα σημεία προφέρονται στα αγγλικά με διαφορετικό τονισμό δεν μπορεί να αναιρέσει την υφιστάμενη μεταξύ τους φωνητική ομοιότητα ούτε το γεγονός ότι σε άλλες γλώσσες προφέρονται με τον ίδιο τονισμό.

39      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών πρέπει να γίνει δεκτό ότι μεταξύ των συγκρουόμενων σημείων υφίσταται οπτική και φωνητική ομοιότητα.

40      Ακόμη κι αν θεωρηθεί βάσιμο το επιχείρημα του προσφεύγοντος, με το οποίο υποστηρίζει ότι ο όρος «toscoro» είναι επινοημένος και δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ενώ η επίμαχη ΠΓΕ παραπέμπει στην έννοια του ελαιολάδου της Τοσκάνης, δεν είναι δυνατό να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το αμφισβητούμενο σήμα δεν υπαινίσσεται την επίμαχη ΠΓΕ. Πράγματι, πέραν του ότι τούτο δεν είναι ικανό να αναιρέσει την οπτική και φωνητική ομοιότητα των συγκρουόμενων σημείων, ο σύνδεσμος που υπάρχει μεταξύ μιας ΠΓΕ και του προστατευόμενου προϊόντος αποτελεί έμφυτο χαρακτηριστικό των ΠΓΕ και δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την εξασθένιση της προστασίας που τους παρέχει το δίκαιο της Ένωσης.

41      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων και, ειδικότερα, της οπτικής και φωνητικής ομοιότητας που υπάρχει μεταξύ των συγκρουόμενων σημείων, το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως δεχόμενο ότι ο όρος «toscoro» μπορεί να υπαινίσσεται την ΠΓΕ «Toscano», σε περίπτωση που ο καταναλωτής έχει ενώπιόν του προϊόντα του ίδιου τύπου με το προϊόν που φέρει την εν λόγω ΠΓΕ. Πράγματι, η οπτική και φωνητική ομοιότητα ενδέχεται να οδηγήσουν τον καταναλωτή στο να ανακαλέσει στη μνήμη του, ως εικόνα αναφοράς, το ελαιόλαδο που νομίμως φέρει την ΠΓΕ «Toscano», όταν έχει ενώπιόν του ένα προϊόν του ίδιου τύπου που φέρει την ονομασία «toscoro» (βλ., συναφώς, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2008, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑132/05, EU:C:2008:117, σκέψη 48).

42      Όσον αφορά τα σχετικά προϊόντα, ο προσφεύγων δεν αμφισβητεί το συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών, το οποίο άλλωστε δεν είναι εσφαλμένο, ότι το ελαιόλαδο εμπίπτει στα προϊόντα «βρώσιμα έλαια και λίπη» και «βρώσιμα φυτικά έλαια, ιδίως δε ελαιόλαδα», για τα οποία έχει καταχωριστεί το αμφισβητούμενο σήμα και τα οποία υπάγονται στην κλάση 29. Τα προϊόντα αυτά είναι, επομένως, του ίδιου τύπου με το προστατευόμενο από την επίμαχη ΠΓΕ ελαιόλαδο.

43      Ο προσφεύγων αμφισβητεί, αντιθέτως, το συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών ότι το αμφισβητούμενο σήμα υπαινίσσεται την επίμαχη ΠΓΕ σε σχέση με τα προϊόντα «κρέμες πράσινης και μαύρης ελιάς» που υπάγονται επίσης στην κλάση 29.

44      Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 2081/92, όπως ισχύει εν προκειμένω, προβλέπει την απόρριψη αιτήσεως καταχωρίσεως οιουδήποτε σήματος που εμπίπτει σε μια από τις περιπτώσεις του άρθρου 13 του κανονισμού αυτού και αφορά τον ίδιο τύπο προϊόντος. Το επίμαχο προϊόν δεν πρέπει συνεπώς να είναι απαραιτήτως πανομοιότυπο με το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της ΠΓΕ, αλλά πρέπει να έχει ορισμένα κοινά με αυτό χαρακτηριστικά.

45      Συναφώς επισημαίνεται ότι, αφενός, οι κρέμες ελιάς και, αφετέρου, το ελαιόλαδο έχουν ένα σημαντικό κοινό χαρακτηριστικό, δηλαδή ότι είναι τρόφιμα προερχόμενα από την ελιά. Το κύριο συστατικό τους είναι συνεπώς το ίδιο. Πρέπει, εξάλλου, να απορριφθεί το προδήλως αβάσιμο επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι, κατ’ ουσίαν, οι κρέμες ελιάς είναι «καλλυντικά προϊόντα». Πράγματι, το επιχείρημα αυτό, πέραν του ότι δεν τεκμηριώνεται, προσκρούει και στον τίτλο και στην επεξηγηματική σημείωση για τα προϊόντα της κλάσεως 29 της ταξινομήσεως της Νίκαιας, που αφορούν ουσιαστικά τα βρώσιμα προϊόντα. Περαιτέρω, το τμήμα προσφυγών δέχτηκε ορθώς, χωρίς ο προσφεύγων να προσκομίσει κανένα συναφές προς τούτο στοιχείο, ότι η έννοια «κρέμες ελιάς» είναι αρκετά αόριστη ώστε να περιλαμβάνει κρέμες παραγόμενες από ελαιόλαδο και ότι υπάρχει, συνεπώς, ορισμένη συνάφεια μεταξύ των κρεμών ελιάς και του ελαιολάδου. Πρέπει, εξάλλου, να επισημανθεί συναφώς ότι τα στοιχεία που προσκόμισε η παρεμβαίνουσα ενώπιον του EUIPO, ιδίως στο πλαίσιο των από 5 Ιουλίου 2013 παρατηρήσεών της, καταδεικνύουν ότι ορισμένα μαγειρικά παρασκευάσματα από ελαιόλαδο σε βαζάκια έχουν ως συστατικό ελαιόλαδο το οποίο μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να φέρει νομίμως την επίμαχη ΠΓΕ. Συνεπώς, το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως δεχόμενο ότι οι κρέμες ελιάς είναι προϊόντα του ίδιου τύπου με το προστατευόμενο από την επίμαχη ΠΓΕ ελαιόλαδο.

46      Τα λοιπά επιχειρήματα του προσφεύγοντος δεν είναι ικανά να κλονίσουν την ορθότητα των συμπερασμάτων αυτών.

47      Όσον αφορά το προβαλλόμενο επιχείρημα ότι το EUIPO καταχώρισε σήματα που είχαν μεγάλη ομοιότητα με την επίμαχη ΠΓΕ, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι αποφάσεις που λαμβάνουν τα τμήματα προσφυγών, δυνάμει του κανονισμού 40/94, σχετικά με την καταχώριση ενός σημείου ως σήματος εμπίπτουν στη σφαίρα ασκήσεως δεσμίας αρμοδιότητας κα όχι διακριτικής ευχέρειας. Συνεπώς, όπως ορθώς επισήμανε το τμήμα προσφυγών, η νομιμότητα των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών πρέπει να εκτιμάται μόνο βάσει του κανονισμού αυτού, όπως ερμηνεύεται από τον δικαστή της Ένωσης, και όχι βάσει προγενέστερής τους πρακτικής κατά τη λήψη των αποφάσεών τους (απόφαση της 26ης Απριλίου 2007, Alcon κατά ΓΕΕΑ, C-412/05 P, EU:C:2007:252, σκέψη 65). Περαιτέρω, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι ο προσφεύγων με τα επιχειρήματά του όντως προβάλλει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι η τήρηση της αρχής αυτής πρέπει να συνάδει με την τήρηση της αρχής της νομιμότητας. Κατά τα λοιπά, για λόγους ασφάλειας δικαίου και χρηστής διοικήσεως, η εξέταση κάθε αιτήσεως καταχωρίσεως πρέπει να είναι αυστηρή και πλήρης και να διενεργείται κατά περίπτωση (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2011, Agencja Wydawnicza Technopol κατά ΓΕΕΑ, C-51/10 P, EU:C:2011:139, σκέψεις 75 και 77). Για τους ανωτέρω λόγους, το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως. Επομένως, ο προσφεύγων δεν μπορεί λυσιτελώς να επικαλεστεί προγενέστερες αποφάσεις του EUIPO για να ανατρέψει το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το τμήμα προσφυγών με την προσβαλλόμενη απόφαση [βλ., συναφώς, απόφαση της 2ας Μαΐου 2012, Universal Display κατά ΓΕΕΑ (UniversalPHOLED), T-435/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:210, σκέψη 39]. Πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι οι αποφάσεις του EUIPO που επικαλέστηκε ο προσφεύγων αφορούσαν διαφορετικά σημεία από τα επίμαχα εν προκειμένω.

48      Όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι η επίμαχη ΠΓΕ δεν χαίρει φήμης, ακόμη κι αν θεωρηθεί ότι τούτο προβάλλεται παραδεκτώς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, είναι εντούτοις αλυσιτελές καθόσον, όπως επισημαίνει το EUIPO στο υπόμνημά του, η φήμη μιας ΠΓΕ δεν αποτελεί προϋπόθεση της προστασίας της.

49      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων αυτών, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 15 της Συμφωνίας TRIPs

50      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το αμφισβητούμενο σήμα πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 15 της Συμφωνίας TRIPs και ότι η επίμαχη ΠΓΕ πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 22 της Συμφωνίας. Καθόσον δε, κατά την άποψή του, τα δύο συστήματα καταχωρίσεως αποκλείουν αμοιβαίως το ένα το άλλο, το αμφισβητούμενο σήμα πρέπει να παραμείνει καταχωρισμένο στο μητρώο των σημάτων της Ένωσης.

51      Το EUIPO, υποστηριζόμενο από την Ιταλική Δημοκρατία, και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

52      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 188 του Κανονισμού Διαδικασίας, τα υπομνήματα που καταθέτουν οι διάδικοι στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορούν να μεταβάλουν το αντικείμενο της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαφοράς.

53      Όπως όμως ορθώς επισημαίνει το EUIPO στο υπόμνημά του, ο προσφεύγων ουδέποτε επικαλέστηκε, ενώπιον των τμημάτων του EUIPO, το άρθρο 15 της Συμφωνίας TRIPs σε συνδυασμό με το άρθρο 22 της Συμφωνίας.

54      Συνεπώς, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

55      Κατόπιν των προεκτεθέντων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, χωρίς να είναι αναγκαίο να κριθεί το παραδεκτό του δευτέρου σκέλους των αιτημάτων.

 Επί των δικαστικών εξόδων

56      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

57      Εξάλλου, κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

58      Δεδομένου ότι ο προσφεύγων ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του EUIPO και της παρεμβαίνουσας σύμφωνα με τα αιτήματά τους.

59      Η Ιταλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τον Roberto Mengozzi στην καταβολή, πέραν των δικαστικών εξόδων του, και των δικαστικών εξόδων του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) και της Consorzio per la tutela dell’olio extravergine di oliva Toscano IGP.

3)      Η Ιταλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Tomljenović

Μαρκουλλή

Kornezov

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 2 Φεβρουαρίου 2017.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική