Language of document : ECLI:EU:C:2021:722

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 2003/88/ΕΚ – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Έννοιες των όρων “χρόνος εργασίας” και “περίοδος ανάπαυσης” – Διάλειμμα κατά τη διάρκεια του οποίου ο εργαζόμενος υποχρεούται να είναι έτοιμος να αναχωρήσει εντός δύο λεπτών για άμεση επέμβαση – Υπεροχή του δικαίου της Ένωσης»

Στην υπόθεση C‑107/19,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Obvodní soud pro Prahu 9 (πρωτοδικείο 9ου τομέα Πράγας, Τσεχική Δημοκρατία) με απόφαση της 3ης Ιανουαρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Φεβρουαρίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης

XR κατά Dopravní podnik hl. m. Prahy, akciová společnost,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Juhász, προεδρεύοντα, Κ. Λυκούργο (εισηγητή) και I. Jarukaitis, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Dopravní podnik hl. m. Prahy, akciová společnost, εκπροσωπούμενη από την L. Novotná,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek, J. Vláčil και J. Pavliš,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον M. van Beek και την K. Walkerová,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 13ης Φεβρουαρίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ 2003, L 299, σ. 9).

2        Η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του XR και της Dopravní podnik hl. m. Prahy, akciová společnost (στο εξής: DPP), όσον αφορά την άρνηση της δεύτερης να καταβάλει στον XR το ποσό των 95 335 τσεχικών κορωνών (CZK) (περίπου 3 600 ευρώ), πλέον τόκων υπερημερίας, ως αμοιβή για τα διαλείμματα που αυτός έλαβε κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του από τον Νοέμβριο του 2005 έως τον Δεκέμβριο του 2008.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 4 και 5 της οδηγίας 2003/88 έχουν ως εξής:

«(4)      Η βελτίωση της ασφάλειας, της υγιεινής και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία είναι στόχος ο οποίος δεν μπορεί να εξαρτάται από καθαρά οικονομικές εκτιμήσεις.

(5)      Όλοι οι εργαζόμενοι πρέπει να έχουν επαρκείς περιόδους ανάπαυσης. Η έννοια της “ανάπαυσης” πρέπει να εκφράζεται σε μονάδες χρόνου, και συγκεκριμένα ημέρες, ώρες ή και κλάσματά τους. Οι εργαζόμενοι στην [Ευρωπαϊκή Ένωση] πρέπει να διαθέτουν ορισμένες ελάχιστες περιόδους ανάπαυσης, ημερησίας, εβδομαδιαίας και ετήσιας καθώς και κατάλληλα διαλείμματα εργασίας. […]»

4        Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«1.      Η παρούσα οδηγία καθορίζει τις στοιχειώδεις προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας.

2.      Εφαρμόζεται:

α)      στις ελάχιστες περιόδους ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης και ετήσιας άδειας, στο χρόνο διαλείμματος και στη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας, και

β)      σε ορισμένες πλευρές της νυκτερινής εργασίας, της κατά βάρδιες εργασίας και του ρυθμού εργασίας.

[…]»

5        Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

1.      “χρόνος εργασίας”: κάθε περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία, στη διάθεση του εργοδότη, και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές·

2.      “περίοδος ανάπαυσης”: κάθε περίοδος που δεν είναι χρόνος εργασίας·

[…]

5.      “εργασία κατά βάρδιες”: κάθε μέθοδος οργάνωσης της ομαδικής εργασίας κατά την οποία οι εργαζόμενοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον στις ίδιες θέσεις εργασίας με ορισμένο ρυθμό, συμπεριλαμβανομένου του ρυθμού περιτροπής, η οποία μπορεί να είναι συνεχής ή ασυνεχής, πράγμα το οποίο υποχρεώνει τους εργαζόμενους να επιτελούν μια εργασία σε διαφορετικές ώρες σε μια δεδομένη περίοδο ημερών ή εβδομάδων·

[…]».

6        Το άρθρο 4 της οδηγίας 2003/88, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαλείμματα», ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται για κάθε εργαζόμενο χρόνος διαλείμματος όταν ο χρόνος ημερήσιας εργασίας υπερβαίνει τις έξι ώρες. Οι τεχνικές λεπτομέρειες του διαλείμματος, ιδίως η διάρκεια και οι όροι χορήγησής του, καθορίζονται από συλλογικές συμβάσεις ή από συμφωνίες μεταξύ κοινωνικών εταίρων ή, ελλείψει αυτών, από την εθνική νομοθεσία.»

 Το τσεχικό δίκαιο

7        Το άρθρο 83 du zákon č. 65/1965 Sb., zákoník práce (νόμου 65/1965, εργατικός κώδικας), το οποίο ίσχυε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, προέβλεπε τα εξής:

«(1)      Χρόνος εργασίας είναι η περίοδος κατά την οποία ο εργαζόμενος υποχρεούται να παρέχει εργασία στον εργοδότη.

(2)      Περίοδος ανάπαυσης είναι κάθε περίοδος που δεν είναι χρόνος εργασίας.

[…]

(5)      Χρόνος ετοιμότητας προς εργασία είναι η περίοδος κατά την οποία ο εργαζόμενος οφείλει, βάσει της σύμβασης εργασίας, να είναι σε ετοιμότητα να αναλάβει, σε περίπτωση επιτακτικής ανάγκης, εργασία η οποία θα πρέπει να εκτελεστεί εκτός του ωραρίου της ομάδας εργασίας του.

[…]»

8        Το άρθρο 89 του ως άνω νόμου, σχετικά με τα «διαλείμματα», είχε ως εξής:

«(1)      Ο εργοδότης υποχρεούται να παρέχει στον εργαζόμενο, έπειτα από διάστημα που δεν υπερβαίνει τις έξι ώρες αδιάλειπτης εργασίας, διάλειμμα για γεύμα και ανάπαυση τουλάχιστον 30 λεπτών· στους ανηλίκους το διάλειμμα αυτό χορηγείται έπειτα από διάστημα που δεν υπερβαίνει τις τέσσερις ώρες και 30 λεπτά αδιάλειπτης εργασίας. Αν η εργασία δεν είναι δυνατόν να διακοπεί, πρέπει να παρέχεται στον εργαζόμενο επαρκής χρόνος για ανάπαυση και γεύμα, έστω και χωρίς διακοπή της υπηρεσίας ή της εργασίας· στους ανηλίκους χορηγείται πάντοτε διάλειμμα για γεύμα και ανάπαυση υπό την έννοια της πρώτης περιόδου.

(2)      Ο εργοδότης μπορεί να καθορίσει κατά τρόπο κατάλληλο τη διάρκεια του διαλείμματος για γεύμα, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια συνδικαλιστική οργάνωση.

(3)      Ο εργοδότης καθορίζει την ώρα έναρξης και λήξης των διαλειμμάτων μετά από διαβούλευση με την αρμόδια συνδικαλιστική οργάνωση.

(4)      Τα διαλείμματα για γεύμα και ανάπαυση δεν χορηγούνται συνεχόμενα με την έναρξη ή τη λήξη του χρόνου εργασίας.

(5)      Τα διαλείμματα για γεύμα και ανάπαυση δεν συνυπολογίζονται στον χρόνο εργασίας.»

9        Οι διατάξεις αυτές καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν με τον zákon č. 262/2006 Sb., zákoník práce (νόμο 262/2006, εργατικός κώδικας), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2007. Το άρθρο 78 του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:

«(1)      Για τους σκοπούς των διατάξεων που διέπουν τον χρόνο εργασίας και την περίοδο ανάπαυσης, νοούνται ως:

a)      “χρόνος εργασίας”, η περίοδος κατά την οποία ο εργαζόμενος υποχρεούται να παρέχει εργασία στον εργοδότη και η περίοδος κατά την οποία ο εργαζόμενος είναι σε ετοιμότητα, στον τόπο εργασίας, για την παροχή εργασίας σύμφωνα με τις υποδείξεις του εργοδότη·

[…]

h)      “απλή ετοιμότητα προς εργασία”, η περίοδος κατά την οποία, βάσει της σύμβασης εργασίας, ο εργαζόμενος είναι σε ετοιμότητα να αναλάβει εργασία η οποία, σε περίπτωση επιτακτικής ανάγκης, θα πρέπει να εκτελεστεί εκτός του ωραρίου της ομάδας εργασίας του. Κατά τη διάρκεια της απλής ετοιμότητας προς εργασία ο εργαζόμενος παραμένει στον συμφωνημένο με τον εργοδότη τόπο ο οποίος όμως δεν μπορεί να είναι ο χώρος εργασίας·

[…]».

10      Όσον αφορά τα διαλείμματα και το διάλειμμα για λόγους ασφαλείας, το άρθρο 88 του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:

«(1)      Ο εργοδότης υποχρεούται να παρέχει στον εργαζόμενο, έπειτα από διάστημα που δεν υπερβαίνει τις έξι ώρες αδιάλειπτης εργασίας, διάλειμμα για γεύμα και ανάπαυση τουλάχιστον 30 λεπτών· στους ανηλίκους το διάλειμμα αυτό χορηγείται έπειτα από διάστημα που δεν υπερβαίνει τις τέσσερις ώρες και 30 λεπτά αδιάλειπτης εργασίας. Αν η εργασία δεν είναι δυνατόν να διακοπεί, παρέχεται στον εργαζόμενο επαρκής χρόνος για ανάπαυση και γεύμα, έστω και χωρίς διακοπή της υπηρεσίας ή της εργασίας· η περίοδος αυτή συνυπολογίζεται στον χρόνο εργασίας. Στους ανηλίκους χορηγείται πάντοτε διάλειμμα για γεύμα και ανάπαυση κατά την έννοια της πρώτης περιόδου.

(2)      Εάν είναι αναγκαία η κατάτμηση του διαλείμματος για γεύμα και ανάπαυση, ένα τμήμα του εν λόγω διαλείμματος πρέπει να είναι διάρκειας τουλάχιστον 15 λεπτών. […]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

11      Από τον Νοέμβριο του 2005 έως τον Δεκέμβριο του 2008, ο XR εργάστηκε στην DPP ως πυροσβέστης.

12      Ο XR απασχολούνταν υπό το καθεστώς της εργασίας κατά βάρδιες, με πρωινές βάρδιες από τις 06:45 έως τις 19:00 και βραδινές βάρδιες από τις 18:45 έως τις 07:00. Το ωράριο της ημερήσιας εργασίας του περιλάμβανε δύο διαλείμματα για γεύμα και ανάπαυση, διάρκειας 30 λεπτών το καθένα.

13      Στο χρονικό διάστημα από 06:30 έως 13:30, στον XR επιτρεπόταν να μεταβαίνει στο εστιατόριο της επιχείρησης, που βρισκόταν σε απόσταση 200 μέτρων από τη θέση εργασίας του, εφόσον έφερε πάνω του πομπό που θα τον ειδοποιούσε, σε περίπτωση ανάγκης, ότι εντός δύο λεπτών ένα όχημα άμεσης επέμβασης θα τον περίμενε μπροστά από το εστιατόριο της επιχείρησης. Επίσης, στο αμαξοστάσιο στο οποίο βρισκόταν η θέση εργασίας του XR υπήρχε χώρος όπου, εκτός του ωραρίου λειτουργίας του εστιατορίου της επιχείρησης, ήταν δυνατή η προετοιμασία φαγητού.

14      Ο χρόνος των διαλειμμάτων δεν υπολογιζόταν ως χρόνος εργασίας του XR παρά μόνον στην περίπτωση διακοπής των διαλειμμάτων λόγω αναχώρησης για άμεση επέμβαση. Κατά συνέπεια, δεν καταβαλλόταν αμοιβή για τα διαλείμματα που δεν είχαν διακοπεί.

15      Ο XR αμφισβήτησε τον τρόπο υπολογισμού της αμοιβής του. Θεωρώντας ότι τα διαλείμματά του, έστω και αν δεν είχαν διακοπεί, συνιστούσαν χρόνο εργασίας, ζήτησε το ποσό των 95 335 CZK, πλέον τόκων υπερημερίας, ως αμοιβή που υποστήριζε ότι του οφειλόταν για τα δύο ημερήσια διαλείμματα τα οποία δεν είχαν ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της αμοιβής του κατά τη διάρκεια του επίμαχου χρονικού διαστήματος στην κύρια δίκη.

16      Το αιτούν δικαστήριο, Obvodní soud pro Prahu 9 (πρωτοδικείο 9ου τομέα Πράγας, Τσεχική Δημοκρατία), έκανε δεκτό το αίτημα του XR με απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, η οποία επικυρώθηκε στον δεύτερο βαθμό με απόφαση της 22ας Μαρτίου 2017.

17      Η DPP άσκησε αναίρεση κατά των αποφάσεων αυτών ενώπιον του Nejvyšší soud (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Τσεχική Δημοκρατία), το οποίο με την από 12 Ιουνίου 2018 απόφασή του τις αναίρεσε. Στηριζόμενο στις οικείες εθνικές διατάξεις το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι, καίτοι είναι πιθανόν τα διαλείμματα να διακοπούν λόγω ανάγκης για άμεση επέμβαση, οι διακοπές αυτές λαμβάνουν χώρα σπανίως και κατά τρόπο απρόβλεπτο, και επομένως δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως σύνηθες μέρος της εκπληρώσεως των επαγγελματικών υποχρεώσεων. Συνεπώς, κατά το δικαστήριο αυτό, τα διαλείμματα δεν μπορούσαν κατ’ αρχήν να χαρακτηρισθούν ως χρόνος εργασίας.

18      Ως εκ τούτου, τo Nejvyšší soud (Ανώτατο Δικαστήριο) ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου προκειμένου αυτό να κρίνει την υπόθεση επί της ουσίας. Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, σύμφωνα με τις εθνικές δικονομικές διατάξεις, δεσμεύεται από τις νομικές κρίσεις του Nejvyšší soud (Ανωτάτου Δικαστηρίου).

19      Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι οι περιστάσεις υπό τις οποίες ο XR υποχρεούνταν να λαμβάνει τα διαλείμματά του συνηγορούν υπέρ του χαρακτηρισμού τους ως «χρόνου εργασίας» υπό την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 2003/88.

20      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Obvodní soud pro Prahu 9 (πρωτοδικείο 9ου τομέα Πράγας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Εμπίπτει η περίοδος διαλείμματος κατά την οποία ο εργαζόμενος οφείλει να είναι στη διάθεση του εργοδότη του εντός δύο λεπτών σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, στην έννοια του “χρόνου εργασίας” κατά το άρθρο 2 της οδηγίας [2003/88];

2)      Επηρεάζεται η απάντηση στο [πρώτο] ερώτημα από το γεγονός ότι τέτοιου είδους διακοπές [του διαλείμματος] σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης λαμβάνουν χώρα σπανίως και απρόβλεπτα και, ενδεχομένως, από τη συχνότητα τέτοιων διακοπών;

3)      Δύναται πρωτοβάθμιο δικαστήριο που οφείλει να αποφανθεί κατόπιν αναιρέσεως της αποφάσεώς του από ανώτερο δικαστήριο και αναπομπής της υποθέσεως ενώπιόν του [για να κρίνει επί της ουσίας] να μη συμμορφωθεί με τις νομικές εκτιμήσεις του ανώτερου δικαστηρίου οι οποίες το δεσμεύουν, αν [οι νομικές αυτές εκτιμήσεις] αντιβαίν[ουν] στο δίκαιο της Ένωσης;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου και του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

21      Με το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί εάν συνιστά «χρόνο εργασίας» ή «περίοδο ανάπαυσης», κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 2003/88, το παρεχόμενο σε εργαζόμενο κατά τον χρόνο της ημερήσιας εργασίας διάλειμμα κατά τη διάρκεια του οποίου αυτός οφείλει, σε περίπτωση ανάγκης, να είναι σε θέση να αναχωρήσει εντός δύο λεπτών για άμεση επέμβαση και εάν ο περιστασιακός και απρόβλεπτος χαρακτήρας καθώς και η συχνότητα των επεμβάσεων αυτών κατά τον χρόνο του διαλείμματος ασκούν επίδραση στον εν λόγω χαρακτηρισμό.

22      Διαπιστώνεται ευθύς εξ αρχής ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά την αμοιβή την οποία υποστηρίζει ότι δικαιούται ένας εργαζόμενος για τον χρόνο των διαλειμμάτων που λάμβανε κατά τη διάρκεια του ωραρίου εργασίας του.

23      Πλην όμως, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, εξαιρουμένης της ειδικής περιπτώσεως που αφορά την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88, η οδηγία αυτή περιορίζεται στη ρύθμιση ορισμένων πτυχών της οργάνωσης του χρόνου εργασίας προς εξασφάλιση της προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, με αποτέλεσμα, κατ’ αρχήν, να μην εφαρμόζεται στις αμοιβές των εργαζομένων [απόφαση της 9ης Μαρτίου 2021, Radiotelevizija Slovenija (Περίοδος εργασιακής ετοιμότητας σε απομακρυσμένη τοποθεσία), C‑344/19, EU:C:2021:182, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

24      Εντούτοις, δεδομένου ότι, όπως εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης το ζήτημα της καταβολής αμοιβής για τα διαλείμματα εξαρτάται από το αν αυτά χαρακτηρίζονται ως «χρόνος εργασίας» ή ως «περίοδος ανάπαυσης» κατά την οδηγία 2003/88, τα υποβληθέντα ερωτήματα, τα οποία αφορούν τον χαρακτηρισμό αυτόν, πρέπει να απαντηθούν.

25      Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88 ορίζει ότι ως «χρόνος εργασίας» νοείται «κάθε περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία, στη διάθεση του εργοδότη, και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του». Κατά το άρθρο 2, σημείο 2, της οδηγίας, η έννοια της «περιόδου ανάπαυσης» ορίζεται αρνητικά ως κάθε περίοδος που δεν είναι χρόνος εργασίας.

26      Το δεύτερο κεφάλαιο της οδηγίας 2003/88 αφορά, μεταξύ άλλων, τις «ελάχιστες περιόδους ανάπαυσης». Εκτός από την ημερήσια και την εβδομαδιαία ανάπαυση, στο κεφάλαιο αυτό ρυθμίζεται, με το άρθρο 4 της οδηγίας, το «διάλειμμα» που πρέπει να εξασφαλίζεται για κάθε εργαζόμενο όταν ο χρόνος ημερήσιας εργασίας υπερβαίνει τις έξι ώρες και του οποίου οι τεχνικές λεπτομέρειες, ιδίως η διάρκεια και οι όροι χορήγησής του, καθορίζονται από συλλογικές συμβάσεις ή από συμφωνίες μεταξύ κοινωνικών εταίρων ή, ελλείψει αυτών, από την εθνική νομοθεσία.

27      Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων, η θέση του XR δεν καλυπτόταν από άλλον εργαζόμενο, καθώς και ότι αυτός έφερε δέκτη μέσω του οποίου μπορούσε να ειδοποιηθεί σε περίπτωση που έπρεπε να διακοπεί το διάλειμμά του προκειμένου να αναχωρήσει αμέσως για επέμβαση. Ως εκ τούτου, ο ενάγων της κύριας δίκης βρισκόταν, κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων, σε καθεστώς εργασιακής ετοιμότητας, όρος ο οποίος καλύπτει εν γένει το σύνολο των χρονικών περιόδων κατά τις οποίες ο εργαζόμενος παραμένει στη διάθεση του εργοδότη, προκειμένου να παράσχει εργασία κατ’ εντολήν του [πρβλ. απόφαση της 9ης Μαρτίου 2021, Radiotelevizija Slovenija (Περίοδος εργασιακής ετοιμότητας σε απομακρυσμένη τοποθεσία), C‑344/19, EU:C:2021:182, σκέψη 2].

28      Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι οι έννοιες του «χρόνου εργασίας» και της «περιόδου ανάπαυσης» αποκλείουν η μία την άλλη. Επομένως, ο χρόνος εργασιακής ετοιμότητας ενός εργαζομένου πρέπει να χαρακτηρίζεται είτε ως «χρόνος εργασίας» είτε ως «περίοδος ανάπαυσης» για τους σκοπούς εφαρμογής της οδηγίας 2003/88, καθόσον η τελευταία αυτή οδηγία δεν προβλέπει κάποια ενδιάμεση κατηγορία [πρβλ. απόφαση της 9ης Μαρτίου 2021, Radiotelevizija Slovenija (Περίοδος εργασιακής ετοιμότητας σε απομακρυσμένη τοποθεσία), C‑344/19, EU:C:2021:182, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

29      Επιπλέον, οι έννοιες του «χρόνου εργασίας» και της «περιόδου ανάπαυσης» είναι έννοιες του δικαίου της Ένωσης οι οποίες επιβάλλεται να ορίζονται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, με αναφορά στο σύστημα και τον σκοπό της οδηγίας 2003/88. Πράγματι, μόνο μια τέτοια αυτοτελής ερμηνεία μπορεί να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα της οδηγίας αυτής καθώς και την ομοιόμορφη εφαρμογή των εν λόγω εννοιών στο σύνολο των κρατών μελών [απόφαση της 9ης Μαρτίου 2021, Radiotelevizija Slovenija (Περίοδος εργασιακής ετοιμότητας σε απομακρυσμένη τοποθεσία), C‑344/19, EU:C:2021:182, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

30      Όσον αφορά ειδικότερα τις περιόδους εργασιακής ετοιμότητας, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος δεν ασκεί πραγματικά καμία δραστηριότητα για λογαριασμό του εργοδότη του δεν συνιστά κατ’ ανάγκην «περίοδο ανάπαυσης», για τους σκοπούς εφαρμογής της οδηγίας 2003/88 [απόφαση της 9ης Μαρτίου 2021, Radiotelevizija Slovenija (Περίοδος εργασιακής ετοιμότητας σε απομακρυσμένη τοποθεσία), C‑344/19, EU:C:2021:182, σκέψη 32].

31      Ειδικότερα, αφενός, το Δικαστήριο έχει κρίνει, σχετικά με υπηρεσίες εργασιακής ετοιμότητας που εκτελούνταν σε χώρους εργασίας διαφορετικούς από την κατοικία του εργαζομένου, ότι καθοριστικός παράγων για να θεωρηθεί ότι συντρέχουν τα χαρακτηριστικά στοιχεία του «χρόνου εργασίας», κατά την έννοια της οδηγίας 2003/88, είναι το γεγονός ότι ο εργαζόμενος υποχρεούται να είναι παρών σε χώρο που έχει καθορίσει ο εργοδότης και να βρίσκεται εκεί στη διάθεση του τελευταίου για να παράσχει αμέσως τις υπηρεσίες του σε περίπτωση ανάγκης [απόφαση της 9ης Μαρτίου 2021, Radiotelevizija Slovenija (Περίοδος εργασιακής ετοιμότητας σε απομακρυσμένη τοποθεσία), C‑344/19, EU:C:2021:182, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

32      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας περιόδου εργασιακής ετοιμότητας, ο εργαζόμενος, όντας υποχρεωμένος να παραμένει στον τόπο εργασίας του στη διάθεση του εργοδότη του, πρέπει να παραμένει μακριά από το οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον και έχει περιορισμένη δυνατότητα διαθέσεως του χρόνου κατά τον οποίο δεν απαιτούνται οι επαγγελματικές του υπηρεσίες. Επομένως, το σύνολο της εν λόγω περιόδου θα πρέπει να χαρακτηρίζεται ως «χρόνος εργασίας», κατά την έννοια της οδηγίας 2003/88, ανεξάρτητα από την πραγματική παροχή εργασίας εκ μέρους του εργαζομένου κατά τη διάρκεια της ως άνω περιόδου [απόφαση της 9ης Μαρτίου 2021, Radiotelevizija Slovenija (Περίοδος εργασιακής ετοιμότητας σε απομακρυσμένη τοποθεσία), C‑344/19, EU:C:2021:182, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

33      Αφετέρου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μια περίοδος εργασιακής ετοιμότητας υπό καθεστώς επιφυλακής, ήτοι χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου ο εργαζόμενος παραμένει στη διάθεση του εργοδότη, προκειμένου να παράσχει εργασία κατ’ εντολήν του, χωρίς υποχρέωση παραμονής στον τόπο εργασίας, πρέπει επίσης να χαρακτηρίζεται, στο σύνολό της, ως «χρόνος εργασίας», κατά την έννοια της οδηγίας 2003/88, όταν, λαμβανομένων υπόψη των αντικειμενικών και πολύ σημαντικών συνεπειών των δεσμεύσεων που επιβάλλονται στον εργαζόμενο όσον αφορά τις δυνατότητές του να ασχοληθεί με τα προσωπικά και κοινωνικά ενδιαφέροντά του, διακρίνεται από μια περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος πρέπει απλώς να είναι στη διάθεση του εργοδότη του προκειμένου ο τελευταίος να μπορεί να επικοινωνήσει μαζί του [πρβλ. απόφαση της 9ης Μαρτίου 2021, Radiotelevizija Slovenija (Περίοδος εργασιακής ετοιμότητας σε απομακρυσμένη τοποθεσία), C‑344/19, EU:C:2021:182, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

34      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι αποτελεί «χρόνο εργασίας», κατά την έννοια της οδηγίας 2003/88, το σύνολο των περιόδων εργασιακής ετοιμότητας, περιλαμβανομένων των περιόδων εργασιακής ετοιμότητας υπό καθεστώς επιφυλακής, κατά τη διάρκεια των οποίων οι δεσμεύσεις που επιβάλλονται στον εργαζόμενο είναι τέτοιας φύσεως ώστε να επηρεάζουν αντικειμενικά και σε πολύ μεγάλο βαθμό τη δυνατότητά του να διαχειρίζεται ελεύθερα κατά τη διάρκεια των εν λόγω περιόδων τον χρόνο κατά τον οποίο δεν απαιτείται να παρέχει τις επαγγελματικές του υπηρεσίες και τη δυνατότητά του να αφιερώνει τον χρόνο αυτό στα ενδιαφέροντά του [πρβλ. απόφαση της 9ης Μαρτίου 2021, Radiotelevizija Slovenija (Περίοδος εργασιακής ετοιμότητας σε απομακρυσμένη τοποθεσία), C‑344/19, EU:C:2021:182, σκέψη 37].

35      Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο επισήμανε ότι μια περίοδος εργασιακής ετοιμότητας κατά τη διάρκεια της οποίας ένας εργαζόμενος, λαμβανομένου υπόψη του εύλογου χρόνου που του δίδεται προκειμένου να αναλάβει τις επαγγελματικές δραστηριότητές του, μπορεί να οργανώσει τις προσωπικές και κοινωνικές ασχολίες του δεν είναι, a priori, «χρόνος εργασίας», κατά την έννοια της οδηγίας 2003/88. Αντιστρόφως, μια περίοδος εργασιακής ετοιμότητας κατά τη διάρκεια της οποίας ο χρόνος εντός του οποίου ο εργαζόμενος υποχρεούται να επιστρέψει στην εργασία του περιορίζεται σε μερικά λεπτά πρέπει να θεωρηθεί, κατ’ αρχήν, στο σύνολό της, ως «χρόνος εργασίας», κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, καθόσον, στην τελευταία αυτή περίπτωση, στην πράξη ο εργαζόμενος αποθαρρύνεται έντονα να οργανώσει οποιαδήποτε δραστηριότητα αναψυχής, ακόμη και μικρής διάρκειας [απόφαση της 9ης Μαρτίου 2021, Radiotelevizija Slovenija (Περίοδος εργασιακής ετοιμότητας σε απομακρυσμένη τοποθεσία), C‑344/19, EU:C:2021:182, σκέψη 48].

36      Παρά ταύτα, η σημασία ενός τέτοιου χρόνου αντιδράσεως πρέπει να εκτιμάται κατόπιν συγκεκριμένης αξιολογήσεως, στο πλαίσιο της οποίας λαμβάνονται υπόψη άλλοι ενδεχόμενοι περιορισμοί που επιβάλλονται στον εργαζόμενο καθώς και οι διευκολύνσεις που του παρέχονται κατά τη διάρκεια της περιόδου εργασιακής ετοιμότητας [απόφαση της 9ης Μαρτίου 2021, Radiotelevizija Slovenija (Περίοδος εργασιακής ετοιμότητας σε απομακρυσμένη τοποθεσία), C‑344/19, EU:C:2021:182, σκέψη 49].

37      Εν προκειμένω, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των κρίσιμων περιστάσεων, αν οι δεσμεύσεις στις οποίες υπέκειτο ο XR κατά τον χρόνο των διαλειμμάτων, λόγω της ανάγκης να είναι έτοιμος να αναχωρήσει για επέμβαση εντός δύο λεπτών, μπορούσαν να περιορίσουν κατά τρόπο αντικειμενικό και σε πολύ μεγάλο βαθμό τις δυνατότητες του να διαχειριστεί ελεύθερα τον χρόνο του προκειμένου να τον αφιερώσει στις δραστηριότητες της επιλογής του.

38      Ως προς το ζήτημα αυτό, λαμβανομένων υπόψη των αντιρρήσεων που εξέθεσαν η DPP και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, επισημαίνεται, πρώτον, ότι το περιθώριο εκτίμησης που διαθέτουν τα κράτη μέλη κατά το άρθρο 4 της οδηγίας 2003/88, προκειμένου να καθορίσουν τις τεχνικές λεπτομέρειες του διαλείμματος, και ιδίως τη διάρκεια και τους όρους χορήγησής του, δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των επίμαχων στην κύρια δίκη χρονικών διαστημάτων ως «χρόνου εργασίας» ή ως «περιόδου ανάπαυσης», κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 2003/88, κατά το μέτρο που όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 29 της παρούσας απόφασης, οι δύο αυτές έννοιες αποτελούν αυτοτελείς έννοιες του δικαίου της Ένωσης.

39      Τούτου δοθέντος, εφόσον, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, τα διαλείμματα του XR ήταν σύντομης διάρκειας, ήτοι τριάντα λεπτών έκαστο, το αιτούν δικαστήριο, στο πλαίσιο της εξέτασης του ζητήματος αν οι δεσμεύσεις στις οποίες υπέκειτο ο XR στο πλαίσιο των διαλειμμάτων ήταν τέτοιας φύσης ώστε να περιορίζουν κατά τρόπο αντικειμενικό και πολύ σημαντικό τις δυνατότητές του για ψυχαγωγία ή ενασχόληση με τις δραστηριότητες της επιλογής του, δεν θα πρέπει να λάβει υπόψη τους περιορισμούς των δυνατοτήτων οι οποίοι υπάρχουν σε κάθε περίπτωση, επειδή προκύπτουν κατ’ ανάγκην από την ημίωρη διάρκεια κάθε διαλείμματος, δεδομένου ότι αυτοί είναι ανεξάρτητοι από τις δεσμεύσεις που σχετίζονται με την υποχρέωσή του να είναι έτοιμος να αναχωρήσει για επέμβαση εντός δύο λεπτών.

40      Δεύτερον, όσον αφορά το γεγονός ότι οι διακοπές των διαλειμμάτων ήταν περιστασιακές και απρόβλεπτες, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η περίσταση ότι, κατά μέσο όρο, ο εργαζόμενος σπανίως καλείται να εργαστεί κατά τη διάρκεια των περιόδων εργασιακής ετοιμότητας δεν μπορεί να δικαιολογήσει το να θεωρούνται αυτές ως «περίοδοι ανάπαυσης», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 2, της οδηγίας 2003/88, όταν οι συνέπειες που έχει το χρονικό διάστημα εντός του οποίου ο εργαζόμενος υποχρεούται να αναλάβει τις επαγγελματικές δραστηριότητές του είναι τέτοιες ώστε να αρκούν για να περιορίζεται, κατά τρόπο αντικειμενικό και σε μεγάλο βαθμό, η δυνατότητά του να διαχειρίζεται ελεύθερα, κατά τη διάρκεια των εν λόγω περιόδων, τον χρόνο κατά τον οποίο δεν καλείται να παράσχει τις επαγγελματικές υπηρεσίες του [απόφαση της 9ης Μαρτίου 2021, Radiotelevizija Slovenija (Περίοδος εργασιακής ετοιμότητας σε απομακρυσμένη τοποθεσία), C‑344/19, EU:C:2021:182, σκέψη 54].

41      Ως προς το ζήτημα αυτό, πρέπει να προστεθεί ότι ο απρόβλεπτος χαρακτήρας των πιθανών διακοπών των διαλειμμάτων ενδέχεται να έχει πρόσθετο περιοριστικό αποτέλεσμα όσον αφορά τη δυνατότητα του εργαζομένου να διαχειρίζεται ελεύθερα τον χρόνο αυτό. Πράγματι, η προκύπτουσα αβεβαιότητα μπορεί να θέτει τον εργαζόμενο σε διαρκή επαγρύπνηση.

42      Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 23 της παρούσας απόφασης, ο τρόπος αμοιβής των εργαζομένων για τις περιόδους εργασιακής ετοιμότητας δεν διέπεται από την οδηγία 2003/88, αλλά από τις εφαρμοστέες διατάξεις του εθνικού δικαίου. Κατά συνέπεια, η ως άνω οδηγία δεν αντιτίθεται στην εφαρμογή ρυθμίσεως κράτους μέλους, συλλογικής συμβάσεως εργασίας ή αποφάσεως εργοδότη η οποία, προκειμένου περί της αμοιβής μιας υπηρεσίας εργασιακής ετοιμότητας, λαμβάνει υπόψη με διαφορετικό τρόπο τις περιόδους κατά τη διάρκεια των οποίων παρέχεται πράγματι εργασία και εκείνες κατά τη διάρκεια των οποίων δεν παρέχεται καμία πραγματική εργασία, ακόμη και όταν οι περίοδοι αυτές πρέπει να θεωρηθούν, στο σύνολό τους, ως «χρόνος εργασίας» για τους σκοπούς εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας [απόφαση της 9ης Μαρτίου 2021, Radiotelevizija Slovenija (Περίοδος εργασιακής ετοιμότητας σε απομακρυσμένη τοποθεσία), C‑344/19, EU:C:2021:182, σκέψη 58].

43      Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι συνιστά «χρόνο εργασίας», κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 2003/88, το παρεχόμενο σε εργαζόμενο κατά τον χρόνο της ημερήσιας εργασίας διάλειμμα κατά τη διάρκεια του οποίου αυτός οφείλει, σε περίπτωση ανάγκης, να είναι σε θέση να αναχωρήσει εντός δύο λεπτών για άμεση επέμβαση, εφόσον από τη σφαιρική εκτίμηση όλων των κρίσιμων περιστάσεων προκύπτει ότι οι δεσμεύσεις που επιβάλλονται στον εργαζόμενο ενόσω διαρκεί το διάλειμμα είναι τέτοιας φύσης ώστε να επηρεάζουν αντικειμενικά και σε πολύ μεγάλο βαθμό την ευχέρειά του να διαχειρίζεται ελεύθερα τον χρόνο κατά τη διάρκεια του οποίου δεν απαιτείται να παρέχει τις επαγγελματικές του υπηρεσίες και να τον αφιερώνει στα δικά του ενδιαφέροντα.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

44      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει εάν η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης αντιτίθεται στο να δεσμεύεται, κατά το εθνικό δικονομικό δίκαιο, εθνικό δικαστήριο που οφείλει να αποφανθεί κατόπιν αναιρέσεως της απόφασής του από ανώτερο δικαστήριο από τις νομικές εκτιμήσεις του ανώτερου αυτού δικαστηρίου, όταν αυτές δεν είναι σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης.

45      Υπενθυμίζεται ότι, βάσει της αρχής της υπεροχής, σε περίπτωση που είναι αδύνατη η σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας, το εθνικό δικαστήριο στο οποίο έχει ανατεθεί, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, η εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης έχει την υποχρέωση να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητά τους, αφήνοντας εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνισή της είτε διά της νομοθετικής οδού είτε μέσω οποιασδήποτε άλλης συνταγματικής διαδικασίας (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Popławski, C‑573/17, EU:C:2019:530, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46      Ως προς το ζήτημα αυτό, το εθνικό δικαστήριο που έχει ασκήσει την ευχέρεια που του παρέχει το άρθρο 267, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεσμεύεται, όσον αφορά την επίλυση της διαφοράς στην κύρια δίκη, από την ερμηνεία των επίμαχων διατάξεων που έχει δώσει το Δικαστήριο και είναι υποχρεωμένο να μην εφαρμόζει τις εκτιμήσεις των ανώτερων δικαστηρίων, εφόσον κρίνει, λαμβάνοντας υπόψη την ερμηνεία αυτή, ότι οι εκτιμήσεις αυτές δεν είναι σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2010, Elchinov, C‑173/09, EU:C:2010:581, σκέψη 30).

47      Υπό τις συνθήκες αυτές, η επιταγή περί διασφαλίσεως της πλήρους αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης περιλαμβάνει την υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να τροποποιούν, αν παρίσταται ανάγκη, την πάγια νομολογία τους σε περίπτωση που αυτή στηρίζεται σε ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου η οποία δεν συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 5ης Ιουλίου 2016, Ognyanov, C‑614/14, EU:C:2016:514, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Συνεπώς, εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο έχει την υποχρέωση να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, αποφασίζοντας αυτεπαγγέλτως να μην εφαρμόσει, αν παρίσταται ανάγκη, τις εθνικές δικονομικές διατάξεις που του επιβάλλουν να εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο όπως ερμηνεύθηκε από το Nejvyšší soud (Ανώτατο Δικαστήριο), εφόσον η ερμηνεία αυτή δεν συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ένωσης.

49      Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης αντιτίθεται στο να δεσμεύεται, κατά το εθνικό δικονομικό δίκαιο, εθνικό δικαστήριο που οφείλει να αποφανθεί κατόπιν αναιρέσεως της απόφασής του από ανώτερο δικαστήριο από τις νομικές εκτιμήσεις του ανώτερου αυτού δικαστηρίου, όταν αυτές δεν είναι σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης.

 Επί των δικαστικών εξόδων

50      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Συνιστά «χρόνο εργασίας», κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, το παρεχόμενο σε εργαζόμενο κατά τον χρόνο της ημερήσιας εργασίας διάλειμμα κατά τη διάρκεια του οποίου αυτός οφείλει, σε περίπτωση ανάγκης, να είναι σε θέση να αναχωρήσει εντός δύο λεπτών για άμεση επέμβαση, εφόσον από τη σφαιρική εκτίμηση όλων των κρίσιμων περιστάσεων προκύπτει ότι οι δεσμεύσεις που επιβάλλονται στον εργαζόμενο ενόσω διαρκεί το διάλειμμα είναι τέτοιας φύσης ώστε να επηρεάζουν αντικειμενικά και σε πολύ μεγάλο βαθμό την ευχέρειά του να διαχειρίζεται ελεύθερα τον χρόνο κατά τη διάρκεια του οποίου δεν απαιτείται να παρέχει τις επαγγελματικές του υπηρεσίες και να τον αφιερώνει στα δικά του ενδιαφέροντα.

2)      Η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης αντιτίθεται στο να δεσμεύεται, κατά το εθνικό δικονομικό δίκαιο, εθνικό δικαστήριο που οφείλει να αποφανθεί κατόπιν αναιρέσεως της απόφασής του από ανώτερο δικαστήριο από τις νομικές εκτιμήσεις του ανώτερου αυτού δικαστηρίου, όταν αυτές δεν είναι σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η τσεχική.