Language of document : ECLI:EU:C:2013:248

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 18ης Απριλίου 2013 (1)

Υπόθεση C‑501/11 P

Schindler Holding Ltd κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ.λπ.


«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Άρθρο 81 ΕΚ – Αγορά εγκαταστάσεως και συντηρήσεως ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων – Ευθύνη της μητρικής εταιρίας για τις παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων εκ μέρους της θυγατρικής της εταιρίας – Εταιρία χαρτοφυλακίου – Εσωτερικό πρόγραμμα συμμορφώσεως επιχειρήσεως (πρόγραμμα “Compliance”) – Θεμελιώδη δικαιώματα – Αρχές του κράτους δικαίου που διέπουν την επιβολή προστίμων – Διάκριση των εξουσιών, αρχή της μη αοριστίας, αρχή της μη αναδρομικότητας, προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και αρχή της υπαιτιότητας – Κύρος του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 – Νομιμότητα των κατευθυντηρίων γραμμών της Επιτροπής του 1998»






Περιεχόμενα


I –ΕισαγωγήI – 4

II –Το ιστορικό της διαφοράςI – 5

III –Η διαδικασία ενώπιον του ΔικαστηρίουI – 6

IV –Εκτίμηση της αιτήσεως αναιρέσεωςI – 7

Α – Επί των αρχών της διακρίσεως των εξουσιών, του κράτους δικαίου και της αμεσότητας της αποδεικτικής διαδικασίας (πρώτος και δεύτερος λόγος αναιρέσεως)I – 8

1.Επί των προστίμων που επιβάλλει η Επιτροπή στο πλαίσιο του δικαίου των συμπράξεων (πρώτος λόγος αναιρέσεως)I – 8

α) Εισαγωγική παρατήρησηI – 8

β) Η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν θέτει εν αμφιβόλω την επιβολή προστίμων από την ΕπιτροπήI – 9

γ) Επί της καταρρίψεως ορισμένων περαιτέρω επιχειρημάτων των αναιρεσειουσώνI – 12

2.Επί των προϋποθέσεων σχετικά με τη διεξαγωγή αποδείξεων από το Γενικό Δικαστήριο κατά τον έλεγχο των αποφάσεων επιβολής προστίμων της Επιτροπής (δεύτερος λόγος αναιρέσεως)I – 14

α) Επί του παραδεκτούI – 15

β) Επί της ουσίαςI – 15

3.Ενδιάμεσο συμπέρασμαI – 18

Β – Επί της ευθύνης επιχειρήσεως για τις παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων που εμπίπτουν στο πεδίο ευθύνης τηςI – 18

1.Επί της εις ολόκληρον ευθύνης της εταιρίας χαρτοφυλακίου (έβδομος λόγος αναιρέσεως)I – 18

α) Σχετικά με την κριτική που ασκεί η Schindler επί της ουσίας για το τεκμήριο του 100 % (πρώτο σκέλος του έβδομου λόγου αναιρέσεως)I – 19

i)Επί της αρχής του διαχωρισμού των ευθυνών στο πλαίσιο του δικαίου των εταιριώνI – 19

ii)Επί της προβαλλομένης παρεμβάσεως στις αρμοδιότητες των κρατών μελώνI – 21

iii)Επί της προβαλλομένης παραβιάσεως της επιφυλάξεως σχετικά με τα ουσιώδη στοιχεία ενός τομέαI – 22

iv)Ενδιάμεσο συμπέρασμαI – 24

β) Επί της κριτικής που ασκεί η Schindler στη συγκεκριμένη εφαρμογή του τεκμηρίου του 100 % (δεύτερο σκέλος του έβδομου λόγου αναιρέσεως)I – 24

i)Επί της σημασίας του «προγράμματος συμμορφώσεως» της Schindler HoldingI – 26

ii)Επί της απαιτήσεως «αποκαλύψεως των εταιρικών σχέσεων εντός του ομίλου»I – 27

iii)Επί της έννοιας «επιχειρηματική πολιτική» στο πλαίσιο του τεκμηρίου του 100 %I – 28

2.Επί της αρχής της υπαιτιότητας (έκτος και εν μέρει έβδομος λόγος αναιρέσεως)I – 29

α) Επί της αιτιάσεως ότι το τεκμήριο του 100 % συνεπάγεται ευθύνη ανεξαρτήτως υπαιτιότηταςI – 30

β) Επί της αιτιάσεως ότι δεν αρκεί οποιοσδήποτε συνεργάτης να έχει παραβιάσει την απαγόρευση των συμπράξεωνI – 32

3.Ενδιάμεσο συμπέρασμαI – 34

Γ – Επί ορισμένων περαιτέρω νομικών ζητημάτων σχετικών με την επιβολή και τον υπολογισμό των προστίμων για παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεωνI – 34

1.Το κύρος του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 σε σχέση με την αρχή της μη αοριστίας (τρίτος λόγος αναιρέσεως)I – 34

α) Επί της προβαλλομένης αοριστίας της έννοιας της επιχειρήσεως (πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως)I – 35

β) Επί της προβαλλομένης αοριστίας του πλαισίου επιβολής προστίμων (δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως)I – 37

γ) Ενδιάμεσο συμπέρασμαI – 40

2.Η νομιμότητα των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998 (τέταρτος και πέμπτος λόγος αναιρέσεως)I – 40

α) Η αρμοδιότητα της Επιτροπής προς έκδοση των κατευθυντηρίων γραμμών (τέταρτος λόγος αναιρέσεως)I – 40

β) Η αρχή της μη αναδρομικότητας και η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (πέμπτος λόγος αναιρέσεως)I – 42

3.Το βασικό ποσό του προστίμου και οι προβαλλόμενοι λόγοι για τη μείωση του προστίμου (δέκατος, ενδέκατος και δωδέκατος λόγος αναιρέσεως)I – 43

α) Επί του χαρακτηρισμού των παραβάσεων ως «πολύ σοβαρών» (δέκατος λόγος αναιρέσεως)I – 44

β) Επί των ελαφρυντικών περιστάσεων (ενδέκατος λόγος αναιρέσεως)I – 45

γ) Επί των μειώσεων του προστίμου λόγω της συνεργασίας με την Επιτροπή (δωδέκατος λόγος αναιρέσεως)I – 46

i)Επί της συνεργασίας στο πλαίσιο της ανακοινώσεως του 2002 (πρώτο σκέλος του δωδέκατου λόγου αναιρέσεως)I – 46

ii)Επί της συνεργασίας πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως του 2002 (δεύτερο σκέλος του δωδέκατου λόγου αναιρέσεως)I – 47

iii)ΣύνοψηI – 48

4.Το ποσοστό του 10 % ως ανώτατο όριο για το ύψος του προστίμου (όγδοος λόγος αναιρέσεως)I – 48

5.Το δικαίωμα ιδιοκτησίας (ένατος λόγος αναιρέσεως)I – 49

α) Εισαγωγική παρατήρησηI – 49

β) Επί της προβαλλόμενης προσβολής του δικαιώματος ιδιοκτησίας ως θεμελιώδους δικαιώματος της ΈνωσηςI – 50

6.Η αρχή της αναλογικότητας (δέκατος τρίτος λόγος αναιρέσεως)I – 54

Δ – ΣύνοψηI – 56

V –ΈξοδαI – 56

VI –ΠρότασηI – 57


I –    Εισαγωγή

1.        Στην προκειμένη περίπτωση τίθεται σειρά θεμελιωδών νομικών ζητημάτων σε σχέση με την επιβολή κυρώσεων για παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων. Η Schindler Holding Ltd και ορισμένες θυγατρικές της εταιρίες (στο εξής θα αναφέρονται από κοινού και ως «Schindler») αμφισβητούν καταρχήν το υφιστάμενο σύστημα εφαρμογής των κανόνων περί συμπράξεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συμπεριλαμβανομένου του θεσμικού ρόλου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως Αρχής ανταγωνισμού.

2.        Η Schindler αμφισβητεί ιδίως τη νομιμότητα του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 και των κατευθυντηρίων γραμμών της Επιτροπής του 1998 (2) επί των οποίων στηρίζεται η επιβολή προστίμων. Επιπλέον, η Schindler αρνείται να δεχθεί ότι οι αναγνωρισμένες από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης αρχές σχετικά με την εις ολόκληρον ευθύνη των μητρικών και των θυγατρικών εταιριών μπορούν να εφαρμοσθούν για τις παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων που εμπίπτουν στο πεδίο ευθύνης της.

3.        Τα εν λόγω νομικά ζητήματα τίθενται σε συνάρτηση με τη «σύμπραξη που αφορούσε τους ανελκυστήρες» η οποία λειτουργούσε σε αρκετά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποκαλύφθηκε πριν από μερικά χρόνια από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και αποτέλεσε το αντικείμενο αποφάσεως επιβολής προστίμου εκδοθείσας την 21η Φεβρουαρίου 2007 (στο εξής: επίδικη απόφαση) (3). Η Επιτροπή κατηγόρησε για συμμετοχή σε σύμπραξη που αφορούσε τους ανελκυστήρες τέσσερις άλλες εταιρίες, αλλά και ορισμένες εταιρίες του ομίλου Schindler, καθώς και την εταιρία χαρτοφυλακίου στην κεφαλή του εν λόγω ομίλου, επιβάλλοντας σε αυτές πρόστιμα τα οποία υπολογίσθηκαν βάσει του κύκλου εργασιών του ομίλου.

4.        Η προσπάθεια της Schindler να επιτύχει την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως δεν ευδοκίμησε πρωτοδίκως· το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τη σχετική προσφυγή ακυρώσεως με την απόφαση της 13ης Ιουλίου 2011 (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ή απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου) (4). Η Schindler εξακολουθεί να ζητεί την έννομη προστασία της ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας πλέον και επικαλείται, μεταξύ άλλων, τα θεμελιώδη δικαιώματά της, καθώς και αρχές του κράτους δικαίου όπως η διάκριση των εξουσιών, η αρχή της μη αοριστίας, η αρχή της μη αναδρομικότητας, η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και η αρχή της υπαιτιότητας.

II – Το ιστορικό της διαφοράς

5.        Η Schindler αποτελεί έναν από τους κυριότερους ομίλους κατασκευής ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων παγκοσμίως. Η μητρική της εταιρία είναι η Schindler Holding Ltd (στο εξής: Schindler Holding) με έδρα στην Ελβετία. Η Schindler ασκεί τις δραστηριότητές της στον τομέα των ανελκυστήρων και των κυλιόμενων κλιμάκων μέσω εθνικών θυγατρικών εταιριών(5).

6.        Κατά τη διάρκεια του θέρους του 2003, διαβιβάστηκαν στην Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με την ενδεχόμενη ύπαρξη συμπράξεως μεταξύ των τεσσάρων κύριων Ευρωπαίων κατασκευαστών ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων που ασκούσαν τις δραστηριότητές τους στο έδαφος της Ένωσης, συγκεκριμένα μεταξύ της Kone, της Otis, της Schindler και της ThyssenKrupp (6).

7.        Από τις εκτεταμένες έρευνες της Επιτροπής προέκυψε, εν τέλει, ότι οι εν λόγω κατασκευαστές ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων «είχαν μετάσχει σε τέσσερις ενιαίες, σύνθετες και διαρκείς παραβάσεις του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ εντός τεσσάρων κρατών μελών, συνιστάμενες στην κατανομή αγορών, μέσω συμφωνιών ή συμπράξεων για την ανάθεση σ’ αυτές δημοσίων έργων και συμβάσεων με αντικείμενο την πώληση, την εγκατάσταση, τη συντήρηση και τον εκσυγχρονισμό ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων» (7). Ειδικότερα, πρόκειται για σύμπραξη που αφορούσε κατασκευή ανελκυστήρων στο Βέλγιο, στη Γερμανία, στο Λουξεμβούργο και στις Κάτω Χώρες. Η διάρκεια συμμετοχής της Schindler σε αυτές τις συμπράξεις διέφερε ανάλογα με το κράτος μέλος, αλλά σε κάθε περίπτωση κάλυπτε σειρά ετών (8).

8.        Με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμο για καθεμία εκ των τεσσάρων παραβάσεων των κανόνων περί συμπράξεων σε κάθε εταιρία η οποία συμμετείχε στη σύμπραξη και για τον υπολογισμό αυτών των προστίμων στηρίχθηκε στις δικές της κατευθυντήριες γραμμές του 1998.

9.        Στην περίπτωση της Schindler καταλογίσθηκε εις ολόκληρον ευθύνη στη Schindler Holding και στην εκάστοτε εθνική θυγατρική της (9). Τα πρόστιμα αυτής της μορφής τα οποία επιβλήθηκαν στη Schindler και για τις τέσσερις παραβάσεις ανέρχονται συνολικώς σε 143 εκατομμύρια ευρώ.

10.      Αρκετοί από τους αποδέκτες της επίδικης αποφάσεως ζήτησαν πρωτοδίκως έννομη προστασία, ασκώντας κατά αυτής προσφυγές ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (10).

11.      Όσον αφορά τον όμιλο Schindler, οι Schindler Holding, Schindler Management AG, Schindler SA (Βέλγιο), Schindler Deutschland Holding GmbH (Γερμανία), Schindler Sàrl (Λουξεμβούργο) και Schindler Liften BV (Κάτω Χώρες) άσκησαν από κοινού προσφυγή σε πρώτο βαθμό ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου με το δικόγραφο της 4ης Μαΐου 2007.

12.      Στην απόφαση της 13ης Ιουλίου 2011 το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η δίκη έχει καταστεί άνευ αντικειμένου στο μέτρο που αφορούσε τη Schindler Management AG (11). Κατά τα λοιπά απέρριψε την προσφυγή καταδικάζοντας τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

III – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

13.      Με δικόγραφο της 27ης Σεπτεμβρίου 2011, η Schindler Holding άσκησε από κοινού με τις ομοδίκους της στον πρώτο βαθμό (στο εξής: αναιρεσείουσες) την προκειμένη αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου. Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

1)      να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου·

2)      να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής·

επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στις αναιρεσείουσες με την απόφαση αυτή·

3)      επικουρικώς σε σχέση με τα ως άνω αιτήματα, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο ώστε αυτό να αποφανθεί σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου από νομικής πλευράς και

4)      σε κάθε περίπτωση να καταδικάσει την Επιτροπή στα έξοδα τόσο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου όσο και της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας.

14.      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

1)      να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και

2)      να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

15.      Τέλος, το Συμβούλιο, το οποίο παρενέβη υπέρ της Επιτροπής πρωτοδίκως, ζητεί από το Δικαστήριο:

1)      να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως προς την ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας που αφορά τον κανονισμό 1/2003 και

2)      να αποφανθεί προσηκόντως επί των δικαστικών εξόδων.

16.      Επί της αιτήσεως αναιρέσεως διεξήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφη διαδικασία, ενώ στις 17 Ιανουαρίου 2013 έλαβε χώρα και η επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Συναφώς, το Συμβούλιο περιορίσθηκε στο να λάβει θέση επί του κύρους του κανονισμού 1/2003 το οποίο αμφισβητείται προπαντός με τον πρώτο και τον τρίτο λόγο αναιρέσεως της Schindler.

IV – Εκτίμηση της αιτήσεως αναιρέσεως

17.      Οι αναιρεσείουσες προβάλλουν συνολικώς 13 λόγους αναιρέσεως, με τους οποίους θέτουν εν μέρει πολύ βασικά νομικά ζητήματα σε σχέση με την επιβολή προστίμων εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων. Ενδείκνυται η υπαγωγή αυτών των λόγων αναιρέσεως σε θεματικές ενότητες και η εξέτασή τους με ελαφρώς διαφορετική σειρά.

 Α –      Επί των αρχών της διακρίσεως των εξουσιών, του κράτους δικαίου και της αμεσότητας της αποδεικτικής διαδικασίας (πρώτος και δεύτερος λόγος αναιρέσεως)

18.      Με τον πρώτο και δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Schindler αμφισβητεί καταρχήν ότι το υφιστάμενο σύστημα της Ένωσης για την κύρωση παραβάσεων των κανόνων περί συμπράξεων συνάδει με στοιχειώδεις αρχές του κράτους δικαίου.

19.      Αφενός, η Schindler θεωρεί ότι τα πρόστιμα για παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων δεν θα έπρεπε να επιβάλλονται από την Επιτροπή ως διοικητική Αρχή, αλλά από ανεξάρτητο δικαιοδοτικό όργανο (πρώτος λόγος αναιρέσεως, βλ. σχετικά κατωτέρω, υπό ενότητα 1). Αφετέρου, η Schindler επικρίνει τον τρόπο διαπιστώσεως των πραγματικών περιστατικών από την Επιτροπή και από το Γενικό Δικαστήριο, ο οποίος, κατά την άποψή της, αντιβαίνει στην αρχή της αμεσότητας της αποδεικτικής διαδικασίας (δεύτερος λόγος αναιρέσεως, βλ. σχετικά κατωτέρω, υπό ενότητα 2).

1.      Επί των προστίμων που επιβάλλει η Επιτροπή στο πλαίσιο του δικαίου των συμπράξεων (πρώτος λόγος αναιρέσεως)

20.      Κατ’ αρχάς, η Schindler υποστηρίζει ότι, σε επίπεδο Ένωσης, η επιβολή προστίμων στο πλαίσιο του δικαίου των συμπράξεων από την Επιτροπή ως Αρχή ανταγωνισμού της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς και όχι από ανεξάρτητο δικαιοδοτικό όργανο αντιβαίνει στις αρχές της διακρίσεως των εξουσιών και του κράτους δικαίου.

 Εισαγωγική παρατήρηση

21.      Μολονότι η Schindler αναφέρεται γενικώς στις αρχές της διακρίσεως των εξουσιών και του κράτους δικαίου, από τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις της σχετικά με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προκύπτει ότι κατ’ ουσία επικαλείται παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (12), δηλαδή προσβολή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη υπό ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος.

22.      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ –αντιθέτως προς τη διαφορετική εκτίμηση της Schindler– δεν εφαρμόζεται προς το παρόν απευθείας στο πλαίσιο της Ένωσης. Πράγματι, η Ένωση δεν έχει προσχωρήσει μέχρι τούδε στην ΕΣΔΑ, καθόσον δεν έχει εφαρμοσθεί ακόμη το άρθρο 6, παράγραφος 2, ΣΕΕ (13).

23.      Εντούτοις, τα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ έχουν ήδη, επί του παρόντος, ιδιαίτερη πρακτική σημασία σε επίπεδο Ένωσης. Αφενός, αποτελούν έκφραση γενικών αρχών του δικαίου οι οποίες αναγνωρίζονται και στο δίκαιο της Ένωσης (άρθρο 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ) (14) και, αφετέρου, συνιστούν κριτήριο για την ερμηνεία εκείνων των διατάξεων του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν αντίστοιχο περιεχόμενο (άρθρο 6, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 52, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη) (15).

24.      Κατόπιν τούτου, δεν πρέπει να υποτιμηθεί η σημασία του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και της σχετικής νομολογίας του ΕΔΔΑ (16) ως προς την απάντηση στις αιτιάσεις της Schindler και γι’ αυτόν τον λόγο θα ληφθούν ιδιαιτέρως υπόψη στη συνέχεια της παρούσας εκτιμήσεως. Βεβαίως, από τυπικής απόψεως, σημείο αναφοράς για την εξέταση των παραβιάσεων των αρχών της διακρίσεως των εξουσιών και του κράτους δικαίου που επικαλείται η Schindler δεν συνιστά καθαυτό το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, αλλά το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, και ιδίως η δεύτερη παράγραφός του, καθώς και οι γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ (17).

 Η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν θέτει εν αμφιβόλω την επιβολή προστίμων από την Επιτροπή

25.      Η φύση του δικαίου του ανταγωνισμού προσιδιάζει μεν, κατά γενική ομολογία, σ’ αυτήν του ποινικού δικαίου (18), αλλά το εν λόγω δίκαιο δεν ανήκει στο κατά κυριολεξία ποινικό δίκαιο (19).

26.      Κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, οι ποινικού δικαίου εγγυήσεις που απορρέουν από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ δεν χρειάζεται κατ’ ανάγκη να εφαρμόζονται με όλη τους την αυστηρότητα εκτός του «σκληρού πυρήνα» του ποινικού δικαίου (20).

27.      Όσον αφορά το δίκαιο του ανταγωνισμού, τούτο σημαίνει ότι τα πρόστιμα για την κύρωση παραβάσεων των κανόνων περί συμπράξεων δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να επιβάλλονται από ανεξάρτητο δικαιοδοτικό όργανο, αλλά αντιθέτως η σχετική αρμοδιότητα μπορεί να απονεμηθεί καταρχήν και σε διοικητική Αρχή. Συναφώς, οι απαιτήσεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ πληρούνται εφόσον η ενδιαφερόμενη επιχείρηση έχει τη δυνατότητα να προσφύγει κατά κάθε αποφάσεως επιβολής προστίμου που εκδόθηκε βάσει του δικαίου των συμπράξεων εις βάρος της ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου το οποίο έχει πλήρη δικαιοδοσία (στη γαλλική: «pleine jurisdiction», στην αγγλική: «full jurisdiction») (21).

28.      Κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ (22), το δικαιοδοτικό όργανο που είναι αρμόδιο να ελέγχει τις αποφάσεις επιβολής προστίμων στο πλαίσιο του δικαίου των συμπράξεων πρέπει να έχει, ιδίως, την εξουσία να «μεταρρυθμίσει» κάθε πραγματικό και νομικό σημείο της αποφάσεως της διοικητικής Αρχής (23). Αντιθέτως προς την αρχική εντύπωση που δημιουργείται, τούτο δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι το δικαιοδοτικό όργανο πρέπει να έχει τη δυνατότητα να μεταβάλει κάθε σημείο του περιεχομένου της αποφάσεως επιβολής προστίμου. Τουναντίον, αρκεί το εν λόγω όργανο να έχει την εξουσία να εξετάσει όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα που έχουν σχέση με τη διαφορά η οποία εκκρεμεί ενώπιόν του (24) και να ακυρώσει για οποιονδήποτε λόγο την προσβαλλόμενη απόφαση (25).

29.      Το σύστημα έννομης προστασίας στο πλαίσιο της Ένωσης καλύπτει αυτές τις απαιτήσεις, καθόσον οι αποφάσεις επιβολής προστίμων τις οποίες εκδίδει η Επιτροπή επί υποθέσεων ανταγωνισμού μπορούν να προσβληθούν από τις θιγόμενες επιχειρήσεις. Άλλωστε, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ο δικαστής της Ένωσης έχει διττή αρμοδιότητα ως προς τις αποφάσεις αυτού του είδους (26):

–        Αφενός, ασκεί έλεγχο νομιμότητας (άρθρο 263, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ). Παρά την αρχική εντύπωση, ο δικαστής της Ένωσης δεν περιορίζεται μόνο σε νομικά ζητήματα, αλλά δύναται να εξετάσει και την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους· επίσης, μπορεί να ελέγξει αν τα στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να αξιολογηθεί μια περίπλοκη κατάσταση και αν τεκμηριώνουν τα συμπεράσματα που συνάγονται από αυτά, καθώς και αν η Επιτροπή έχει αιτιολογήσει δεόντως τη σχετική απόφασή της. Συναφώς, δεν υφίσταται περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής εξαιρούμενο του δικαστικού ελέγχου (27).

–        Αφετέρου, ως προς τις οικονομικές κυρώσεις, ο δικαστής της Ένωσης διαθέτει απεριόριστη δικαιοδοσία (άρθρο 261 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003) η οποία, προς αποφυγή συγχύσεως, θα έπρεπε να περιγράφεται ορθότερα ως «pleine jurisdiction» (στη γαλλική) ή «full jurisdiction» (στην αγγλική) υπό στενή έννοια. Στο πλαίσιο λοιπόν αυτής της πλήρους δικαιοδοσίας, ο δικαστής δύναται, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας, να υποκαθιστά την Επιτροπή, προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση, και, κατ’ επέκταση, να ακυρώνει, να μειώνει ή να αυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν (28).

30.      Επομένως, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν «πλήρη ελεγκτική αρμοδιότητα» (στη γαλλική: «pleine jurisdiction», στην αγγλική: «full jurisdiction» υπό ευρεία έννοια) όσον αφορά τόσο τα νομικά όσο και τα πραγματικά ζητήματα σε σχέση με τις αποφάσεις επιβολής προστίμων, όπως επιτάσσει το άρθρο 47, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων –ερμηνευόμενο και εφαρμοζόμενο υπό το φως του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και της νομολογίας του ΕΔΔΑ (29).

31.      Το επιχείρημα που αντιτείνει η Schindler ότι «κατά την ακολουθούμενη πρακτική» οι αποφάσεις της Επιτροπής επί υποθέσεων συμπράξεων δεν υπόκεινται σε πλήρη δικαστικό έλεγχο συνιστά απλή εκτίμηση η οποία ουδόλως τεκμηριώνεται στο πλαίσιο της προκειμένης περιπτώσεως (30). Στην πραγματικότητα, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη και εξέτασε διεξοδικώς όλα τα πραγματικά ζητήματα που έθεσε πρωτοδίκως η Schindler.

32.      Συνεπώς, κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, δεν είναι βάσιμη η αιτίαση η οποία στηρίζεται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και αφορά την παραβίαση των αρχών της διακρίσεως των εξουσιών και του κράτους δικαίου διά της επιβολής προστίμων από την Επιτροπή στο πλαίσιο του δικαίου των συμπράξεων.

 Επί της καταρρίψεως ορισμένων περαιτέρω επιχειρημάτων των αναιρεσειουσών

33.      Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι, λαμβανομένου υπόψη του ύψους και μόνο των προστίμων που επιβλήθηκαν σε επίπεδο Ένωσης στο πλαίσιο του δικαίου των συμπράξεων, η Επιτροπή εισχώρησε στον «σκληρό πυρήνα» του ποινικού δικαίου, όπου κυρώσεις επιβάλλονται μόνον από ανεξάρτητα δικαστήρια, όπως επιτάσσει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.

34.      Αυτό το επιχείρημα δεν είναι πειστικό. Το αν μια υπόθεση εμπίπτει στον «σκληρό πυρήνα» του ποινικού δικαίου, κατά την έννοια του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, δεν μπορεί να εξαρτάται αποκλειστικώς από την αυστηρότητα των κυρώσεων που επιβλήθηκαν, ιδίως μάλιστα όταν εξετάζονται συναφώς μόνον τα ονομαστικά χρηματικά ποσά και δεν λαμβάνονται υπόψη το μέγεθος και η αποδοτικότητα των σχετικών επιχειρήσεων.

35.      Είναι κρίσιμη λοιπόν όχι μόνον η ποσοτική, αλλά κυρίως η ποιοτική εκτίμηση των επιβληθεισών κυρώσεων. Επίσης, η Schindler δεν λαμβάνει υπόψη ότι οι κυρώσεις που επιβάλλονται σε επίπεδο Ένωσης στο πλαίσιο του δικαίου των συμπράξεων –ανεξαρτήτως του ονομαστικού τους ύψους– αφορούν πάντα επιχειρήσεις. Ο κανονισμός 1/2003 δεν αναγνωρίζει ποινικές ή οιονεί ποινικές κυρώσεις σε βάρος φυσικών προσώπων, ιδίως δε, κυρώσεις στερητικές της ελευθερίας. Όλα τα ανωτέρω δημιουργούν σημαντική ποιοτική διαφορά από τον «σκληρό πυρήνα» του ποινικού δικαίου, η οποία αντικατοπτρίζεται κατ’ ουσία και στη νομολογία του ΕΔΔΑ (31).

36.      Περαιτέρω, οι αναιρεσείουσες θεωρούν ότι από τη νομολογία του ΕΔΔΑ προκύπτει ότι, εκτός του τομέα των «μικροαδικημάτων» και των «μαζικών διαδικασιών», η απονομή κυρωτικής αρμοδιότητας σε διοικητική Αρχή δεν συνάδει με τις επιταγές του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (32).

37.      Ως προς τούτο, αρκεί η επισήμανση ότι κατά τη νεότερη νομολογία του ΕΔΔΑ, η επιβολή υψηλού προστίμου από Αρχή ανταγωνισμού στο πλαίσιο του δικαίου των συμπράξεων δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (33). Τούτο αναγνώρισαν, άλλωστε, και οι εκπρόσωποι της Schindler κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου.

38.      Επισημαίνω, συμπληρωματικώς, ότι σε κάθε περίπτωση η επιβολή προστίμων από Αρχές ανταγωνισμού για παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων αποτελεί ευρέως διαδεδομένη παράδοση στην ηπειρωτική Ευρώπη.

39.      Τέλος, κατά τις αναιρεσείουσες, η Συνθήκη της Λισσαβώνας καθιστά αναγκαία την επανεκτίμηση του ζητήματος αν τα πρόστιμα στο πλαίσιο του δικαίου των συμπράξεων μπορούν να επιβάλλονται από την Επιτροπή ως Αρχή ανταγωνισμού.

40.      Εντούτοις, ούτε το επιχείρημα αυτό ευσταθεί. Αφενός, η νομιμότητα της επίδικης αποφάσεως, η οποία εκδόθηκε πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, πρέπει να κριθεί με βάση το νομικό καθεστώς που υφίστατο κατά τον χρόνο εκδόσεώς της. Αφετέρου, με τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβώνας την 1η Δεκεμβρίου 2009, οι κρίσιμες εν προκειμένω διατάξεις περί θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν μεταβλήθηκαν ουσιαστικά. Βεβαίως, η εν λόγω Συνθήκη προσέδωσε πλέον στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων την τυπική ισχύ του δεσμευτικού πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης και όρισε ότι ο Χάρτης και οι Συνθήκες είναι νομικά ισοδύναμοι (άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ). Εντούτοις, το περιεχόμενο του αναγνωριζόμενου σε επίπεδο Ένωσης θεμελιώδους δικαιώματος πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου έχει διαμορφωθεί σε σημαντικό βαθμό υπό την επίδραση του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, καθώς και της συναφούς νομολογίας του ΕΔΔΑ και των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης. Το περιεχόμενο αυτό δεν μεταβλήθηκε ουσιωδώς με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας (34).

41.      Ασφαλώς, βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το δίκαιο της Ένωσης είναι δυνατόν να παρέχει ευρύτερη προστασία από την ΕΣΔΑ. Ωστόσο, οι συντάκτες των Συνθηκών έχουν διευκρινίσει ότι οι διατάξεις του Χάρτη δεν συνεπάγονται καμία μεταβολή των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων που ορίζονται στις Συνθήκες (άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ σε συνδυασμό με άρθρο 51, παράγραφος 2, του Χάρτη). Κατόπιν τούτου, τα θεμελιώδη δικαιώματα του Χάρτη, συγκεκριμένα το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου κατά το άρθρο 47 του Χάρτη, δεν μπορούν να στηρίξουν θεμελιώδη μεταβολή της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ως Αρχής ανταγωνισμού της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς, και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως δικαιοδοτικού ελεγκτικού οργάνου.

2.      Επί των προϋποθέσεων σχετικά με τη διεξαγωγή αποδείξεων από το Γενικό Δικαστήριο κατά τον έλεγχο των αποφάσεων επιβολής προστίμων της Επιτροπής (δεύτερος λόγος αναιρέσεως)

42.      Πέραν της κύριας κριτικής την οποία ασκούν επί του θεσμικού ρόλου της Επιτροπής ως προς την επιβολή προστίμων για παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων, οι αναιρεσείουσες επικαλούνται και παραβίαση της αρχής της αμεσότητας της αποδεικτικής διαδικασίας. Υποστηρίζουν ότι τόσο η Επιτροπή όσο και το Γενικό Δικαστήριο δεν προέβησαν σε «άμεση διεξαγωγή αποδείξεων» προκειμένου να διαπιστώσουν τα πραγματικά περιστατικά στην προκειμένη περίπτωση. Ιδίως, η Επιτροπή στηρίχθηκε αποκλειστικώς σε έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία και όχι σε μαρτυρίες φυσικών προσώπων. Επίσης, οι συνεργαζόμενοι μάρτυρες δεν εξετάσθηκαν υπό το βάρος του καθήκοντος αληθείας και παρόντων όλων των διαδίκων. Τούτο συνιστά παράβαση του άρθρου 6, παράγραφοι 1 και 3, στοιχείο δ΄, της ΕΣΔΑ (35). Σε περιπτώσεις όπως η προκειμένη, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει, βάσει των αρχών του κράτους δικαίου, να διερευνήσει το ίδιο τα πραγματικά περιστατικά.

 Επί του παραδεκτού

43.      Η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό του σχετικού λόγου αναιρέσεως. Αυτή η ένσταση δεν μπορεί ούτε να γίνει δεκτή ούτε να απορριφθεί συνολικά.

44.      Η επιχειρηματολογία της Schindler είναι απαράδεκτη στο μέτρο που προσάπτει στην Επιτροπή ότι κατά τη διεξαγωγή των αποδείξεων στηρίχθηκε σε έγγραφα στοιχεία τα οποία δεν επιβεβαιώθηκαν περαιτέρω από τους συνεργαζόμενους μάρτυρες. Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, τούτο συνιστά νέο ισχυρισμό που δεν είχε προβληθεί υπό αυτήν τη μορφή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Βεβαίως, η Schindler είχε θίξει πρωτοδίκως άλλα νομικά ζητήματα όσον αφορά την απόδειξη μέσω συνεργαζόμενων μαρτύρων (36), αλλά όχι την έλλειψη επιβεβαιώσεως των στοιχείων από τους συνεργαζόμενους μάρτυρες, στην οποία εστιάζει πλέον η επιχειρηματολογία της. Συνεπώς, η Schindler διευρύνει κατά τρόπο απαράδεκτο το αντικείμενο της προκειμένης διαφοράς σε σύγκριση προς την πρωτοβάθμια διαδικασία (37).

45.      Διαφορετική είναι η περίπτωση της επιπρόσθετης αιτιάσεως της Schindler ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε επίσης την αρχή της αμεσότητας της αποδεικτικής διαδικασίας κατά τον έλεγχο της επίδικης αποφάσεως. Με την αιτίαση αυτή, η Schindler ασκεί συγκεκριμένη κριτική κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η οποία εκ της φύσεώς της μπορεί να προβληθεί πρώτη φορά στο στάδιο της αναιρετικής διαδικασίας. Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως προβάλλεται λοιπόν παραδεκτώς, εφόσον έχει ως αντικείμενο την προσέγγιση του Γενικού Δικαστηρίου σε ζητήματα αποδείξεως.

 Επί της ουσίας

46.      Εντούτοις, η επιχειρηματολογία της Schindler δεν είναι πειστική επί της ουσίας.

47.      Στο πλαίσιο της άμεσης προσφυγής ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης ισχύει η αρχή της ελεύθερης διαθέσεως. Συνεπώς, μπορεί να ζητηθεί από τον προσφεύγοντα να προσδιορίσει τα αμφισβητούμενα στοιχεία της επίδικης αποφάσεως, να διατυπώσει τις σχετικές αιτιάσεις και να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία μπορεί να συνίστανται σε σοβαρές ενδείξεις, πρόσφορες να αποδείξουν το βάσιμο των αιτιάσεων (38).

48.      Όπως παραδέχθηκαν και οι αναιρεσείουσες κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, η Schindler ουδέποτε αμφισβήτησε στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας διαδικασίας την ορθότητα των πραγματικών περιστατικών που διαπιστώθηκαν από την Επιτροπή ούτε υπέβαλε αιτήματα εξετάσεως μαρτύρων, μολονότι υφίστατο αναμφιβόλως αυτή η δυνατότητα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Αντιθέτως, βάσει των διαπιστώσεων του Γενικού Δικαστηρίου οι οποίες δεν αμφισβητούνται, η Schindler παραδέχθηκε ρητώς τα πραγματικά περιστατικά όπως αυτά εκτέθηκαν στην ανακοίνωση των αιτιάσεων (39).

49.      Υπό αυτές τις συνθήκες, η Schindler δεν έχει πλέον την ευχέρεια, στο στάδιο της αναιρετικής διαδικασίας, να προβάλει την αιτίαση ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν τήρησε τις υποχρεώσεις του ως προς την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών.

50.      Άλλωστε, κατά πάγια νομολογία, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να κρίνει αν απαιτείται συμπλήρωση των πληροφοριακών στοιχείων που διαθέτει (40). Τούτο εξαρτάται κυρίως από το αν θεωρεί εν γένει ότι η διευκρίνιση συγκεκριμένων πτυχών των πραγματικών περιστατικών είναι αναγκαία για την κρίση του.

51.      Μόνο σε ιδιαιτέρως εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να γίνει δεκτό ότι η ευρεία ευχέρεια εκτιμήσεως που διαθέτει το Γενικό Δικαστήριο σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα τα οποία είναι κατάλληλα και αναγκαία για την απόδειξη συγκεκριμένου γεγονότος συνεπάγεται υποχρέωση αυτεπάγγελτης διεξαγωγής περαιτέρω αποδείξεων ακόμη και όταν κανένας διάδικος δεν έχει υποβάλει αντίστοιχο αίτημα. Τούτο ισχύει, πολλώ δε μάλλον, όταν οι διάδικοι είναι μεγάλες επιχειρήσεις –όπως εν προκειμένω– με σχετική εμπειρία σε ζητήματα δικαίου του ανταγωνισμού και εκπροσωπούνται από εξειδικευμένους δικηγόρους.

52.      Σε κάθε περίπτωση, καθαυτό το γεγονός ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε κυρίως στην κατάθεση συνεργαζόμενου μάρτυρα για την έκδοση αποφάσεως επιβολής προστίμου στο πλαίσιο του δικαίου των συμπράξεων δεν συνεπάγεται υποχρέωση του Γενικού Δικαστηρίου να αναζητήσει αυτεπαγγέλτως περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία.

53.      Επισημαίνω, συμπληρωματικώς, ότι οι γραπτές καταθέσεις των επιχειρήσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου συμπράξεως δεν μπορούν να θεωρούνται εκ προοιμίου ως ήσσονος αποδεικτικής ισχύος σε σύγκριση προς τις προφορικές μαρτυρίες φυσικών προσώπων. Αντιθέτως, δεδομένης της περιπλοκότητας πολλών διαδικασιών περί συμπράξεων, είναι οπωσδήποτε ιδιαιτέρως χρήσιμη, αν όχι αναπόφευκτη, για την αποσαφήνιση και διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών η επισκόπηση των εγγράφων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που οικειοθελώς προσκόμισαν οι επιχειρήσεις οι οποίες μετείχαν στη σύμπραξη.

54.      Ασφαλώς, σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση πρέπει να εξετάζεται επιμελώς αν οι θέσεις μιας επιχειρήσεως, ιδίως επιχειρήσεως που μετείχε σε σύμπραξη και έχει υπαχθεί σε καθεστώς επιείκειας ως συνεργαζόμενη μάρτυρας, συνιστούν μεροληπτική, ελλιπή ή ανακριβή παρουσίαση των γεγονότων ή διέπονται από υπερβολικό ζήλο καταλογισμού ευθυνών στους λοιπούς μετέχοντες στη σύμπραξη. Ωστόσο, η ακρίβεια και αποδεικτική ισχύς των γραπτών καταθέσεων των συνεργαζόμενων μαρτύρων στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου συμπράξεως δεν πρέπει να αμφισβητείται εκ προοιμίου ή να αξιολογείται εν γένει ως ήσσονος σημασίας σε σύγκριση προς τα λοιπά αποδεικτικά μέσα.

55.      Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο, διότι οι λοιποί μετέχοντες στη σύμπραξη έχουν το δικαίωμα, ήδη στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, να λάβουν γνώση των αποδεικτικών στοιχείων επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή, καθώς και να προβάλουν ενώπιόν της τη δική τους, ενδεχομένως διαφορετική, εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών (άρθρο 27, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1/2003) και κατ’ αυτόν τον τρόπο να αντικρούσουν εν ανάγκη τις διαπιστώσεις που αφορούν τα πραγματικά περιστατικά και βασίζονται στην κατάθεση συνεργαζόμενου μάρτυρα ή να τις εξετάσουν τουλάχιστον υπό άλλο πρίσμα.

56.      Ωστόσο, εάν κανένας εκ των μετεχόντων στη διαδικασία δεν έχει αμφισβητήσει, από απόψεως περιεχομένου, τις διαπιστώσεις περί των πραγματικών περιστατικών στις οποίες προέβη η Επιτροπή βάσει της καταθέσεως συνεργαζόμενου μάρτυρα και αν δεν υφίστανται άλλες ενδείξεις μεροληψίας, ανακρίβειας ή ελλείψεων, το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει κανέναν λόγο να διεξαγάγει επιπρόσθετη έρευνα και να αναζητήσει αυτεπαγγέλτως περαιτέρω αποδείξεις.

57.      Το Γενικό Δικαστήριο δεν οφείλει εν γένει να αναζητεί αποδείξεις για όλα τα επιμέρους ζητήματα τα οποία τίθενται ενδεχομένως στο περιθώριο των πραγματικών περιστατικών που διερεύνησε η Επιτροπή και δεν αμφισβητούνται κατ’ ουσία –παραδείγματος χάρη, για τις λεπτομέρειες που επισημαίνει η Schindler στο υπόμνημα απαντήσεώς της στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας (41)– εφόσον αυτά, όπως εν προκειμένω, δεν έχουν καμία σημασία ή είναι επουσιώδη όσον αφορά την κρίση της διαφοράς. Παραθέτω μόνον ένα παράδειγμα: εάν κατά τον νόμο η διαβάθμιση της σοβαρότητας παραβάσεως δεν επηρεάζεται από το αν οι επιπτώσεις μιας συμπράξεως στην αγορά ήταν σημαντικές ή μόνον ελάχιστες, δεν απαιτείται διεξαγωγή αποδείξεων σχετικά με αυτές τις επιπτώσεις (42).

3.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

58.      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, οι αιτιάσεις της Schindler περί παραβιάσεως στοιχειωδών αρχών του κράτους δικαίου δεν είναι βάσιμες. Συνεπώς, ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν.

 Β –      Επί της ευθύνης επιχειρήσεως για τις παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων που εμπίπτουν στο πεδίο ευθύνης της

59.      Ο έκτος και ο έβδομος λόγος αναιρέσεως αφορούν τις αρχές του δικαίου της Ένωσης περί ευθύνης επιχειρήσεως για τις παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων που εμπίπτουν στο πεδίο ευθύνης της, οι οποίες αναγνωρίζονται παγίως στη νομολογία. Αφενός, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον δέχθηκε ότι η Schindler Holding ευθύνεται εις ολόκληρον για τις παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων που διέπραξαν οι τέσσερις εθνικές θυγατρικές της (έβδομος λόγος αναιρέσεως, βλ. σχετικά, κατωτέρω, ενότητα 1). Αφετέρου, επικαλούνται εν γένει παραβίαση της αρχής της υπαιτιότητας (έκτος και εν μέρει έβδομος λόγος αναιρέσεως, βλ. σχετικά, κατωτέρω, ενότητα 2).

1.      Επί της εις ολόκληρον ευθύνης της εταιρίας χαρτοφυλακίου (έβδομος λόγος αναιρέσεως)

60.      Αντικείμενο του έβδομου λόγου αναιρέσεως συνιστούν οι αρχές βάσει των οποίων οι μητρικές εταιρίες ευθύνονται εις ολόκληρον, στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης, για τις παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων εκ μέρους των κατά 100 % θυγατρικών εταιριών τους. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος βρίσκεται το καλούμενο «τεκμήριο του 100 %». Τούτο προβλέπει ότι, σε περίπτωση που η συμμετοχή της μητρικής εταιρίας στη θυγατρική της ανέρχεται σε ποσοστό 100 % (ή σχεδόν 100 %), τεκμαίρεται μαχητά ότι η μητρική εταιρία ασκεί καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής εταιρίας στην αγορά. Τούτο ισχύει και στην περίπτωση που η μητρική εταιρία ελέγχει τη θυγατρική της μέσω ενδιάμεσης εταιρίας, εφόσον η μητρική εταιρία κατέχει το 100 % (ή σχεδόν το 100 %) των μετοχών της ενδιάμεσης εταιρίας και η ενδιάμεση εταιρία κατέχει το 100 % (ή σχεδόν το 100 %) των μετοχών της θυγατρικής εταιρίας. Κατά τη νομολογία, η συμμετοχή σε ποσοστό 100 % ή σχεδόν 100 % επαρκεί προκειμένου να θεωρηθεί ότι η μητρική και η θυγατρική εταιρία αποτελούν ενιαία επιχείρηση, με αποτέλεσμα η μητρική εταιρία να ευθύνεται εις ολόκληρον για τις παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων εκ μέρους κάθε θυγατρικής της.

61.      Αυτό το τεκμήριο του 100 % εφαρμόζεται χωρίς αμφισβήτηση κατά πάγια νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης –κοινώς καλούμενη νομολογία Akzo Nobel (43)– και επιβεβαιώθηκε μάλιστα εσχάτως δύο φορές με αποφάσεις του τμήματος μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου (44).

62.      Εντούτοις, οι αναιρεσείουσες θεωρούν ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς δέχθηκε ότι η Schindler Holding, ως μητρική εταιρία του ομίλου Schindler, ευθύνεται εις ολόκληρον, κατ’ εφαρμογή του τεκμηρίου του 100 %, για τις παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων που διέπραξαν οι τέσσερις εθνικές θυγατρικές της εταιρίες στη Γερμανία, στο Βέλγιο, στις Κάτω Χώρες και στο Λουξεμβούργο στο πλαίσιο της συμπράξεως που αφορούσε τους ανελκυστήρες. Αφενός, αμφισβητούν τη νομιμότητα καθαυτού του εν λόγω τεκμηρίου (βλ., σχετικά, κατωτέρω, ενότητα α) και, αφετέρου, επικρίνουν τη συγκεκριμένη εφαρμογή του τεκμηρίου του 100 % από το Γενικό Δικαστήριο στην προκειμένη περίπτωση (βλ. σχετικά, κατωτέρω, ενότητα β).

 Σχετικά με την κριτική που ασκεί η Schindler επί της ουσίας για το τεκμήριο του 100 % (πρώτο σκέλος του έβδομου λόγου αναιρέσεως)

63.      Στο πρώτο σκέλος του έβδομου λόγου αναιρέσεως, η Schindler επικρίνει επί της ουσίας καθαυτό το τεκμήριο του 100 %. Αυτή η κριτική στηρίζεται ουσιαστικά σε τρεις αιτιάσεις τις οποίες θα αναλύσω διαδοχικώς στη συνέχεια.

i)      Επί της αρχής του διαχωρισμού των ευθυνών στο πλαίσιο του δικαίου των εταιριών

64.      Κατ’ αρχάς, η Schindler υποστηρίζει, όπως και πρωτοδίκως, ότι το τεκμήριο του 100 % αντιβαίνει στην αρχή του διαχωρισμού που ισχύει στο δίκαιο των εταιριών, βάσει της οποίας τα νομικά πρόσωπα είναι ανεξάρτητα και ευθύνονται χωριστά, ενώ δεν επιτρέπεται και η αναγωγή κατά των μετόχων τους. Ενδεχόμενη παραβίαση αυτής της «αρχής του διαχωρισμού των ευθυνών» χωρεί μόνον κατ’ εξαίρεση και υπό αυστηρές προϋποθέσεις, συγκεκριμένα, όταν η μητρική εταιρία έχει αναλάβει οικειοθελώς την ευθύνη για τις οφειλές της θυγατρικής της ή όταν ευθύνεται λόγω δικής της πλημμελούς συμπεριφοράς.

65.      Ασφαλώς, η αρχή του διαχωρισμού συνιστά ευρέως διαδεδομένη αρχή στο δίκαιο περί εταιριών των κρατών μελών και έχει ιδιαίτερη σημασία, κυρίως, όσον αφορά ζητήματα αστικής ευθύνης σε σχέση με εμπορικές εταιρίες –παραδείγματος χάρη, εταιρίες περιορισμένης ευθύνης ή ανώνυμες εταιρίες.

66.      Ωστόσο, κατά την εκτίμηση της ευθύνης επιχειρήσεως στο πλαίσιο του δικαίου των συμπράξεων, δεν μπορεί να είναι κρίσιμο το αν υφίσταται «corporate veil» μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρίας. Αντιθέτως, έχει αποφασιστική σημασία η οικονομική πραγματικότητα, καθόσον το δίκαιο του ανταγωνισμού δεν προσηλώνεται στους τύπους, αλλά εξετάζει την πραγματική συμπεριφορά των επιχειρήσεων (45) στην αγορά. Για την εκτίμηση της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς επιχειρήσεως στην αγορά, στο πλαίσιο του δικαίου των συμπράξεων, δεν ασκούν ουδεμία επιρροή οι νομικές κατασκευές τις οποίες έχουν επιλέξει τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν την επιχείρηση προκειμένου να ρυθμίσουν τις έννομες σχέσεις τους.

67.      Επομένως, δεν μπορεί να κριθεί βάσει αμιγώς τυπικής νομικής προσεγγίσεως αν μια μητρική εταιρία και η θυγατρική ή οι θυγατρικές της εμφανίζονται ως ενιαία επιχείρηση στην αγορά. Ομοίως δεν μπορεί να εκτιμηθεί μόνον υπό το πρίσμα του εταιρικού δικαίου αν θυγατρική εταιρία δύναται να καθορίσει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά ή αν υπόκειται στην αποφασιστική επιρροή της μητρικής της εταιρίας. Ειδάλλως, θα ήταν πολύ εύκολο για την εκάστοτε μητρική εταιρία να αποφεύγει την ευθύνη για τελούμενες από την κατά 100 % θυγατρική της παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων επικαλούμενη λόγους αναγόμενους αμιγώς στο εταιρικό δίκαιο (46).

68.      Υπό αυτές τις συνθήκες, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς απέρριψε την αιτίαση της Schindler, η οποία στηριζόταν αποκλειστικώς στο δίκαιο των εταιριών και έβαλλε κατά του τεκμηρίου του 100 %, αλλά και –εν γένει– κατά των αρχών του δικαίου της Ένωσης που προβλέπουν εις ολόκληρον ευθύνη των μητρικών εταιριών για τις παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων εκ μέρους των θυγατρικών τους (47).

ii)    Επί της προβαλλομένης παρεμβάσεως στις αρμοδιότητες των κρατών μελών

69.      Περαιτέρω, η Schindler υποστηρίζει ότι η νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης σχετικά με την εις ολόκληρον ευθύνη των μητρικών εταιριών για τις παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων εκ μέρους των θυγατρικών τους θίγει τις αρμοδιότητες των κρατών μελών. Δηλαδή, κατά τη Schindler, τα κράτη μέλη είναι αποκλειστικώς αρμόδια να καθορίσουν πότε μπορεί να αρθεί ο υφιστάμενος, καταρχήν, διαχωρισμός ευθυνών μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρίας.

70.      Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η εν λόγω αιτίαση συνιστά νέο ισχυρισμό ο οποίος προβάλλεται πρώτη φορά στο στάδιο της αναιρετικής διαδικασίας. Επομένως αυτό το σκέλος του έβδομου λόγου αναιρέσεως είναι απαράδεκτο (48).

71.      Το επιχείρημα της Schindler, πάντως, δεν είναι πειστικό ούτε επί της ουσίας.

72.      Βεβαίως, βάσει της αρχής της περιορισμένης απονομής αρμοδιοτήτων, η Ένωση δρα μόνον εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων τις οποίες της έχουν μεταβιβάσει τα κράτη μέλη με τις Συνθήκες για την επίτευξη των σκοπών που αυτές ορίζουν (άρθρο 5, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, σε συνδυασμό με παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ, πρώην άρθρο 5, παράγραφος 1, ΕΚ). Επιπλέον, κάθε θεσμικό όργανο της Ένωσης δρα εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που του ανατίθενται από τις Συνθήκες (άρθρο 13, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ) και κάθε αρμοδιότητα η οποία δεν απονέμεται στην Ένωση με τις Συνθήκες ανήκει στα κράτη μέλη (άρθρο 4, παράγραφος 1, και άρθρο 5, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ).

73.      Ωστόσο, στερείται κάθε βάσης η εκτίμηση ότι η Ένωση δεν έχει αρμοδιότητα να καταλογίσει εις ολόκληρον ευθύνες από κοινού σε μητρικές εταιρίες και στις κατά 100 % θυγατρικές τους για διαπραχθείσες παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων.

74.      Πράγματι, το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003 δεν περιορίζει την κυρωτική αρμοδιότητα της Επιτροπής στη λήψη μέτρων κατά συγκεκριμένων νομικών προσώπων –επί παραδείγματι, κατά των εταιριών ενός ομίλου οι οποίες έχουν εμπλακεί άμεσα σε σύμπραξη–, αλλά επιτρέπει στην Επιτροπή την επιβολή προστίμων σε επιχείρηση που διέπραξε παράβαση των κανόνων περί συμπράξεων. Αυτή η κυρωτική αρμοδιότητα κατοχυρώνεται ρητώς, σε επίπεδο πρωτογενούς δικαίου, στο άρθρο 83, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2, στοιχείο α΄, ΕΚ (πλέον άρθρο 103, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2, στοιχείο α΄, ΣΛΕΕ).

75.      Καθαυτή η έννοια της επιχειρήσεως κατοχυρώνεται επίσης στο πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης και ως εκ τούτου, απολαύει συνταγματικού κύρους στην έννομη τάξη της Ένωσης (βλ., ιδίως, άρθρα 81 ΕΚ, 82 ΕΚ, 86 ΕΚ και 87 ΕΚ, νυν άρθρα 101 ΣΛΕΕ, 102 ΣΛΕΕ, 106 ΣΛΕΕ και 107 ΣΛΕΕ). Ο ερμηνευτικός καθορισμός του περιεχομένου και της εκτάσεως πρωτογενούς δικαίου ανήκει στις πλέον αντιπροσωπευτικές αρμοδιότητες του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των Συνθηκών (άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ).

76.      Η έννοια της επιχειρήσεως, ως βασικό στοιχείο των κανόνων ανταγωνισμού που είναι αναγκαίοι για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται κατά τρόπο ομοιόμορφο στο σύνολο της Ένωσης και δεν μπορεί να εξαρτάται από τις ιδιαιτερότητες του εθνικού δικαίου περί εταιριών των κρατών μελών. Σε διαφορετική περίπτωση, δεν θα μπορούσε να εξασφαλισθεί ενιαίο νομικό πλαίσιο («level playing field») για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην εσωτερική αγορά.

77.      Μολονότι η αρμοδιότητα σχετικά με τη ρύθμιση του δικαίου των εταιριών εξακολουθεί να ανήκει σε μεγάλο βαθμό, προς το παρόν, στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, τα κράτη μέλη οφείλουν κατά την άσκηση αυτής της αρμοδιότητας (49) –όπως και σε άλλους τομείς του δικαίου (50)– να τηρούν τις σχετικές διατάξεις του δικαίου της Ένωσης και να σέβονται τις αρμοδιότητες της Ένωσης.

78.      Συνοψίζοντας, λοιπόν, η επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών η οποία στηρίζεται στην αναρμοδιότητα της Ένωσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ή σε κάθε περίπτωση ως αβάσιμη.

iii) Επί της προβαλλομένης παραβιάσεως της επιφυλάξεως σχετικά με τα ουσιώδη στοιχεία ενός τομέα

79.      Τέλος, η Schindler υποστηρίζει ότι η θέσπιση των αρχών της εις ολόκληρον ευθύνης μητρικής εταιρίας για τις παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων εκ μέρους θυγατρικής της δεν μπορεί να επαφίεται στην πρακτική της Επιτροπής και των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, αλλά εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του νομοθέτη της Ένωσης. Τούτο απορρέει από την επιφύλαξη σχετικά με τα ουσιώδη στοιχεία ενός τομέα η οποία καθιερώθηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας στο άρθρο 290, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

80.      Η αιτίαση αυτή όμως συνιστά επίσης νέο ισχυρισμό σε σύγκριση προς την πρωτοβάθμια διαδικασία και, ως εκ τούτου, είναι απαράδεκτη όπως ακριβώς και η προηγούμενη αιτίαση περί παρεμβάσεως στις αρμοδιότητες των κρατών μελών (51).

81.      Από απόψεως περιεχομένου, πρέπει να σημειωθεί ότι καθαυτό το άρθρο 290, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ουδόλως σχετίζεται με το επίμαχο εν προκειμένω ζήτημα, διότι αφορά μόνον την περίπτωση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων της Επιτροπής προς συμπλήρωση ή τροποποίηση νομοθετικών πράξεων που εκδίδουν τα όργανα της Ένωσης. Αντιθέτως, η καταστολή των παραβάσεων των κανόνων περί συμπράξεων στο πλαίσιο της Ένωσης συνιστά πρωτογενή αρμοδιότητα της Επιτροπής ως Αρχής ανταγωνισμού η οποία δεν της απονεμήθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά αναγνωρίζεται, ανεξαρτήτως του κανονισμού 1/2003, δυνάμει του πρωτογενούς δικαίου (άρθρο 105 ΣΛΕΕ, πρώην άρθρο 85 ΕΚ).

82.      Ακόμη και αν θεωρηθεί όμως ότι η Schindler επικαλείται το άρθρο 290, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ μόνο στον βαθμό που αυτό αποτελεί έκφραση γενικής συνταγματικής αρχής κατά την οποία οι ουσιώδεις ρυθμίσεις ενός τομέα πρέπει να ορίζονται από τη νομοθετική εξουσία και δεν μπορούν να ανατίθενται βάσει εξουσιοδοτήσεως στην εκτελεστική εξουσία, η επιχειρηματολογία της δεν είναι πειστική.

83.      Σημείο αναφοράς ως προς την εις ολόκληρον ευθύνη μητρικής εταιρίας για τις παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων εκ μέρους των κατά 100 % ή σχεδόν κατά 100 % θυγατρικών της αποτελεί, όπως αναφέρθηκε ήδη, η έννοια της επιχειρήσεως στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, η οποία διαφέρει από την έννοια του νομικού προσώπου. Η επιχείρηση μετέχει σε σύμπραξη και στην επιχείρηση επιβάλλεται πρόστιμο, ανεξαρτήτως του αν η εν λόγω επιχείρηση περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα νομικά πρόσωπα.

84.      Αντιθέτως προς την άποψη της Schindler, η αυτοτέλεια της έννοιας της επιχειρήσεως δεν στηρίζεται απλώς στην πρακτική της Επιτροπής ως εκτελεστικού οργάνου ή του Δικαστηρίου ως δικαιοδοτικού οργάνου, αλλά κατοχυρώνεται στις Συνθήκες. Το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης διακρίνει μεταξύ της έννοιας του νομικού προσώπου (βλ., παραδείγματος χάρη, τα άρθρα 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, 54, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, 75, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, 263, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ και 265, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ), της έννοιας της εταιρίας (βλ. άρθρα 50, παράγραφος 2, στοιχείο ζ΄, ΣΛΕΕ και 54, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ) και της έννοιας της επιχειρήσεως που χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον στο δίκαιο του ανταγωνισμού (βλ., παραδείγματος χάρη, τα άρθρα 101 ΣΛΕΕ, 102 ΣΛΕΕ, 106 ΣΛΕΕ και 107 ΣΛΕΕ).

85.      Δηλαδή, υφίσταται πρωτογενής πρόβλεψη των συντακτών των Συνθηκών η οποία καθιστά δυνατό τον καταλογισμό της ευθύνης για παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων, όχι κατ’ ανάγκη σε μεμονωμένο νομικό πρόσωπο ή εμπορική εταιρία, αλλά σε sui generis ενιαία οικονομική μονάδα, ήτοι στην επιχείρηση που μετέχει σε σύμπραξη.

86.      Συνεπώς, δεν είναι βάσιμη η επιχειρηματολογία της Schindler που στηρίζεται στην επιφύλαξη σχετικά με τα ουσιώδη στοιχεία ενός τομέα.

87.      Τη διαπίστωση αυτή δεν αναιρεί ούτε το γεγονός ότι ο νομοθέτης της Ένωσης περιέλαβε στο άρθρο 23, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003 συγκεκριμένη ρύθμιση κατά την οποία τα πρόστιμα που επιβάλλονται σε ενώσεις επιχειρήσεων μπορούν, υπό ορισμένες συνθήκες, να αναζητηθούν και από τα μέλη τους. Η εν λόγω διάταξη δεν αφορά την ευθύνη επιχειρήσεων για παραβάσεις που διέπραξαν οι ίδιες, αλλά την ευθύνη τους για τις παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων εκ μέρους μεγαλύτερης ενιαίας μονάδας η οποία δεν διαθέτει ιδιότητα επιχειρήσεως, αλλά αποτελείται από περισσότερες επιχειρήσεις. Επομένως, εάν μπορεί να συναχθεί εν γένει κάποιο συμπέρασμα από το άρθρο 23, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003 σε σχέση με την επιφύλαξη περί των ουσιωδών στοιχείων ενός τομέα, τούτο θα συνίστατο στο ότι ειδική νομοθετική ρύθμιση είναι αναγκαία μόνο σε περιπτώσεις στις οποίες ο κύκλος των υπευθύνων για παράβαση των κανόνων περί συμπράξεων διευρύνεται πέραν των ορίων της έννοιας της επιχειρήσεως.

88.      Συνοψίζοντας λοιπόν, η επιχειρηματολογία της Schindler σχετικά με την επιφύλαξη περί των ουσιωδών στοιχείων ενός τομέα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ή σε κάθε περίπτωση ως αβάσιμη.

iv)    Ενδιάμεσο συμπέρασμα

89.      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, το πρώτο σκέλος του έβδομου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της κριτικής που ασκεί η Schindler στη συγκεκριμένη εφαρμογή του τεκμηρίου του 100 % (δεύτερο σκέλος του έβδομου λόγου αναιρέσεως)

90.      Στο δεύτερο σκέλος του έβδομου λόγου αναιρέσεως, η Schindler επικρίνει τη συγκεκριμένη εφαρμογή του τεκμηρίου του 100 % από το Γενικό Δικαστήριο, ιδίως λαμβανομένων υπόψη των προϋποθέσεων για την ανατροπή αυτού του τεκμηρίου. Οι αναιρεσείουσες θεωρούν εσφαλμένη την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο στην προκειμένη περίπτωση δέχθηκε την εις ολόκληρον ευθύνη της Schindler Holding ως μητρικής εταιρίας (52) για τις παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων εκ μέρους των τεσσάρων εθνικών θυγατρικών της στη Γερμανία, στο Βέλγιο, στις Κάτω Χώρες και στο Λουξεμβούργο.

91.      Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι με την αιτίαση αυτή αμφισβητείται η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου και ζητείται από το Δικαστήριο να υποκαταστήσει την κρίση του στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου. Τέτοιο αίτημα θα ήταν απαράδεκτο στο στάδιο της αναιρέσεως (53). Ωστόσο, εν προκειμένω, τίθεται ουσιαστικά το ζήτημα αν το Γενικό Δικαστήριο, κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, στηρίχθηκε στα ορθά κριτήρια. Πρόκειται δηλαδή για νομικό ζήτημα, το οποίο μπορεί να εξετασθεί από το Δικαστήριο ως αναιρετικό δικαστήριο (54).

92.      Επιβάλλεται, ιδίως, να αποσαφηνισθεί αν η ύπαρξη και μόνον προγράμματος «Compliance» (στη γερμανική «Befolgungsprogramm») (55) [στο εξής: πρόγραμμα συμμορφώσεως] επαρκεί προκειμένου να απαλλαγεί η μητρική εταιρία από την εις ολόκληρον ευθύνη της. Οι διάδικοι διαφωνούν επίσης ως προς το κατά πόσον πρέπει να αποκαλύπτονται οι «εταιρικές σχέσεις εντός του ομίλου» μεταξύ της μητρικής εταιρίας και των θυγατρικών της, προκειμένου να ανατραπεί το τεκμήριο του 100 %.

i)      Επί της σημασίας του «προγράμματος συμμορφώσεως» της Schindler Holding

93.      Κατ’ αρχάς, η Schindler υποστηρίζει ότι η μητρική εταιρία πρέπει να απαλλάσσεται σε κάθε περίπτωση από την εις ολόκληρον ευθύνη για τις παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων εκ μέρους των κατά 100 % θυγατρικών της, εφόσον τηρεί τις υποχρεώσεις επιμελείας και ιδίως αν εφαρμόζει πρόγραμμα συμμορφώσεως. Κατά τη Schindler, η μητρική εταιρία οφείλει μόνο να αποδείξει ότι εφαρμόζει «λειτουργικό» πρόγραμμα συμμορφώσεως.

94.      Αυτή η επιχειρηματολογία δεν ευσταθεί. Στηρίζεται προφανώς στην εσφαλμένη αντίληψη ότι η εις ολόκληρον ευθύνη μητρικής εταιρίας για τις παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων εκ μέρους της (ή των) κατά 100 % θυγατρικής (ή θυγατρικών) της αφορά κάποιου είδους οργανωτικό πταίσμα, δηλαδή την παραβίαση συγκεκριμένων υποχρεώσεων επιμελείας που υπέχει η μητρική εταιρία. Ωστόσο, δεν συμβαίνει αυτό.

95.      Σημείο αναφοράς για την ευθύνη της μητρικής εταιρίας δεν είναι η ελλιπής οργάνωση ή εποπτεία της εργασιακής δραστηριότητας εντός του ομίλου, αλλά μόνον το γεγονός ότι η μητρική εταιρία ασκούσε καθοριστική επιρροή στην επιχειρηματική πολιτική της θυγατρικής της κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως των κανόνων περί συμπράξεων. Αυτή η καθοριστική επιρροή –και όχι κάποιου είδους οργανωτικό πταίσμα– τεκμαίρεται όταν η εκάστοτε θυγατρική εταιρία ανήκει κατά 100 % ή σχεδόν κατά 100 % στη μητρική της (τεκμήριο του 100 %).

96.      Κατά συνέπεια, δεν έχει σημασία για την ανατροπή του τεκμηρίου του 100 % αν η μητρική εταιρία διαθέτει πρόγραμμα συμμορφώσεως. Βεβαίως, πρόγραμμα αυτού του είδους καθιστά δυνατή τη διενέργεια συγκεκριμένων προσπαθειών εντός της επιχειρήσεως, προκειμένου να αποτραπούν παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων (και γενικότερα: παράνομες πράξεις) –προσπάθειες οι οποίες είναι αναμφιβόλως χρήσιμες. Ένα πρόγραμμα συμμορφώσεως όμως επ’ ουδενί δύναται να αποδείξει ότι δεν υφίσταται καθοριστική επιρροή της μητρικής εταιρίας στην επιχειρηματική πολιτική της θυγατρικής της, ούτε συνιστά τουλάχιστον ένδειξη ότι η μητρική και η κατά 100 % θυγατρική της –αντιθέτως προς την πρώτη εντύπωση– δεν αποτελούν ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του δικαίου του ανταγωνισμού.

97.      Ακόμη και αν γινόταν δεκτό –σε αντίθεση προς τα προεκτεθέντα– ότι η εις ολόκληρον ευθύνη της μητρικής εταιρίας για τις παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων εκ μέρους των κατά 100 % θυγατρικών της στηρίζεται σε προβαλλόμενη αιτίαση περί οργανωτικού πταίσματος, η εν λόγω αιτίαση δεν θα μπορούσε να καταρριφθεί με τη λακωνική επισήμανση ότι εφαρμόζεται «λειτουργικό πρόγραμμα συμμορφώσεως», όπως επιδιώκει η Schindler στην προκειμένη περίπτωση.

98.      Άλλωστε, δεν μπορεί να γίνει δεκτό εκ προοιμίου ότι πρόγραμμα συμμορφώσεως είναι λειτουργικό, εφόσον σε μία ή περισσότερες κατά 100 % θυγατρικές εταιρίες έχει καταλογισθεί η διάπραξη επί σειρά ετών τόσο σοβαρών παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού που ισχύουν στην ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά, όπως διαπιστώθηκε στην περίπτωση της συμμετοχής της Schindler στη σύμπραξη που αφορούσε τους ανελκυστήρες στη Γερμανία, στο Βέλγιο, στις Κάτω Χώρες και στο Λουξεμβούργο.

99.      Είναι εύλογο ότι ένα πρόγραμμα συμμορφώσεως δεν μπορεί να αποτρέψει κάθε παράβαση, όσο μικρή και αν είναι. Ωστόσο, ένα πρόγραμμα συμμορφώσεως το οποίο «λειτουργεί» πρέπει να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικώς σοβαρές και μεγάλης διάρκειας παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων, καθώς και να αποκαλύψει ενδεχόμενες παραβάσεις του νόμου και να τις παύσει αμέσως. Τούτο δεν μπορεί να γίνει δεκτό για την προκειμένη περίπτωση ακόμη και με ευνοϊκή προσέγγιση, δεδομένων των διαπιστώσεων του Γενικού Δικαστηρίου –οι οποίες δεν αμφισβητούνται κατ’ ουσία– σχετικά με τη διάρκεια και τη σοβαρότητα της συμμετοχής της Schindler στη σύμπραξη που αφορούσε τους ανελκυστήρες. Ασφαλώς, λοιπόν, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η Schindler «έπραξε ό,τι ήταν δυνατόν», προκειμένου να αποτρέψει τις επίδικες παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων και το Γενικό Δικαστήριο δεν διαπίστωσε κάτι τέτοιο σε κανένα σημείο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αντιθέτως προς όσα επιμόνως υποστηρίζει η Schindler (56).

100. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Schindler που στηρίζεται στο «λειτουργικό πρόγραμμα συμμορφώσεως».

ii)    Επί της απαιτήσεως «αποκαλύψεως των εταιρικών σχέσεων εντός του ομίλου»

101. Περαιτέρω, οι αναιρεσείουσες επικρίνουν το σημείο της αποφάσεως (57) στο οποίο το Γενικό Δικαστήριο χαρακτηρίζει ανεπαρκή την επιχειρηματολογία της Schindler όσον αφορά την ανατροπή του τεκμηρίου του 100 %.

102. Στο επίκεντρο της κριτικής των αναιρεσειουσών βρίσκεται ιδίως η σκέψη 90 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όπου το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει την ποιότητα των επιχειρημάτων της Schindler σχετικά με την εσωτερική διοικητική της διάρθρωση και τις υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων («reporting lines» και «reporting obligations») μεμονωμένων συνεργατών στις εθνικές θυγατρικές εταιρίες. Στο σημείο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η επιχειρηματολογία της Schindler δεν επαρκεί για να ανατρέψει το τεκμήριο του 100 %, διότι δεν αποσαφηνίζει αναλυτικότερα τις εταιρικές σχέσεις που υφίσταντο εντός του ομίλου μεταξύ της Schindler Holding και των δραστηριοποιούμενων στις ενδιαφερόμενες χώρες θυγατρικών της (58).

103. Η Schindler αντιτείνει ότι δεν είναι δυνατόν «να απαιτείται η αποκάλυψη των εταιρικών σχέσεων εντός του ομίλου» για να αποδειχθεί ότι δεν υφίσταται καθοριστική επιρροή της μητρικής εταιρίας επί των κατά 100 % θυγατρικών της.

104. Αυτή η εκτίμηση είναι εσφαλμένη. Είναι αυτονόητο ότι από μητρική εταιρία που επιθυμεί να ανατρέψει το τεκμήριο του 100 % πρέπει να ζητείται η παροχή πλήρους ενημερώσεως ως προς τις σχέσεις της με τις θυγατρικές εταιρίες, αφού όλες οι σχετικές πληροφορίες απορρέουν από την εσωτερική επιχειρηματική σφαίρα μητρικής και θυγατρικής εταιρίας.

105. Μόνον από τις σποραδικές επισημάνσεις σχετικά με το εύρος των υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων μεμονωμένων συνεργατών δεν μπορεί να προκύψει πλήρης και ενδεικτική εικόνα αυτών των εσωτερικών επιχειρηματικών σχέσεων. Θα ήταν αναγκαίο η ενδιαφερόμενη επιχείρηση να αποσαφηνίσει κάθε στοιχείο σχετικό με τους οικονομικούς, οργανωτικούς και νομικούς δεσμούς κάθε θυγατρικής με τη μητρική εταιρία (59). Ιδίως, πρέπει να καταδειχθεί, με τη χρησιμοποίηση συγκεκριμένων στοιχείων της επιχειρηματικής καθημερινότητας, το αν και κατά πόσο η θυγατρική εταιρία καθόριζε η ίδια την επιχειρηματική της πολιτική και την παρουσία της στην αγορά, επιδεικνύοντας αυτόνομη, δηλαδή ανεξάρτητη από τη μητρική της εταιρία, συμπεριφορά. Η απλή παραπομπή στο εύρος των υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων είναι προδήλως ακατάλληλη να τεκμηριώσει δεόντως την απουσία καθοριστικής επιρροής στην επιχειρηματική πολιτική των θυγατρικών εταιριών.

106. Επομένως, η κριτική που ασκεί η Schindler σχετικά με τη σκέψη 90 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν ευσταθεί.

iii) Επί της έννοιας «επιχειρηματική πολιτική» στο πλαίσιο του τεκμηρίου του 100 %

107. Τέλος, οι αναιρεσείουσες, λαμβάνοντας υπόψη κυρίως τη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι στηρίχθηκε σε ιδιαιτέρως ευρεία ερμηνεία της «επιχειρηματικής πολιτικής» των θυγατρικών εταιριών, η οποία τεκμαίρεται ότι καθορίζεται σε σημαντικό βαθμό από τη μητρική εταιρία όταν αυτή κατέχει το 100 % των μετοχών των θυγατρικών της.

108. Φρονώ ότι και αυτός ο ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

109. Το αν θυγατρική εταιρία υπόκειται στην καθοριστική επιρροή της μητρικής της όσον αφορά τη συμπεριφορά της στην αγορά δεν εξαρτάται μόνον από το ποιος καθορίζει την επιχειρηματική της πολιτική υπό στενή έννοια, παραδείγματος χάρη, την πολιτική τιμών, τις δραστηριότητες παραγωγής και διανομής, τους στόχους πωλήσεων, τα περιθώρια μικτού κέρδους, τα έξοδα πωλήσεως, το «cash flow», τα αποθέματα και το marketing. Εν τέλει, δηλαδή, η συμπεριφορά θυγατρικής επιχειρήσεως στην αγορά μπορεί να επηρεασθεί από κάθε στοιχείο σχετικό με τους οικονομικούς, οργανωτικούς και νομικούς δεσμούς της με τη μητρική εταιρία. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι για την ανατροπή του τεκμηρίου του 100 % πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα ανωτέρω στοιχεία και. ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να αποδειχθεί ότι δεν υφίσταται επιρροή στην επιχειρηματική πολιτική υπό ευρεία έννοια (60). Το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε ορθώς αυτήν τη νομολογία στην προκειμένη περίπτωση.

110. Ανεξαρτήτως της διαφωνίας σχετικά με το εύρος της έννοιας της επιχειρηματικής πολιτικής, πρέπει να επισημανθεί ότι στις σκέψεις 84 έως 90 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε διεξοδικώς το σύνολο των επιχειρημάτων της Schindler ως προς την ανατροπή του τεκμηρίου του 100 % και έκρινε ότι αυτή η επιχειρηματολογία ήταν κατ’ ουσία αίολη και δεν τεκμηριωνόταν ειδικότερα (61). Απολύτως ορθώς, λοιπόν, το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι τα επιχειρήματα αυτού του είδους είναι επαρκή προκειμένου να ανατρέψουν το τεκμήριο του 100 % (62).

2.      Επί της αρχής της υπαιτιότητας (έκτος και εν μέρει έβδομος λόγος αναιρέσεως)

111. Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως και με ορισμένα τμήματα του έβδομου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν επίσης ότι οι αρχές του δικαίου της Ένωσης περί ευθύνης επιχειρήσεως για παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων που εμπίπτουν στο πεδίο ευθύνης της αντιβαίνουν στην αρχή της υπαιτιότητας.

112. Με πιο προσεκτική εξέταση διαπιστώνεται ότι η ανωτέρω θέση, που αφορά την παραβίαση της αρχής της υπαιτιότητας, στηρίζεται σε δύο διαφορετικές αιτιάσεις: αφενός, η Schindler προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι εφάρμοσε το τεκμήριο του 100 % εις βάρος της Schindler Holding κατά τρόπο ο οποίος συνεπάγεται ευθύνη ανεξαρτήτως υπαιτιότητας (63) (βλ., σχετικά, ακόλουθη ενότητα α). Αφετέρου, η Schindler επικρίνει το Γενικό Δικαστήριο για τον λόγο ότι στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν εφάρμοσε ορθώς «στοιχειώδεις αρχές καταλογισμού», καθόσον δέχθηκε ότι για τον καταλογισμό της ευθύνης στο πλαίσιο του δικαίου των συμπράξεων αρκεί «οποιοσδήποτε συνεργάτης των θυγατρικών εταιριών να έχει διαπράξει παράβαση των κανόνων περί συμπράξεων» (64) (βλ. σχετικά, κατωτέρω, ενότητα β).

 Επί της αιτιάσεως ότι το τεκμήριο του 100 % συνεπάγεται ευθύνη ανεξαρτήτως υπαιτιότητας

113. Το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αναγνώρισε την απαλλακτική ισχύ του προγράμματος συμμορφώσεως της Schindler ώθησε τις αναιρεσείουσες να προβάλουν την αιτίαση ότι το τεκμήριο του 100 % συνεπάγεται ευθύνη ανεξαρτήτως υπαιτιότητας για τη Schindler Holding ως μητρική εταιρία.

114. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι μεταξύ των γενικών αρχών οι οποίες λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των συμπράξεων σε επίπεδο Ένωσης καταλέγεται και η αρχή nulla poena sine culpa (καμία ποινή χωρίς υπαιτιότητα) που ανάγεται στην αρχή του κράτους δικαίου και στην αρχή της υπαιτιότητας. Όπως διευκρίνισα προσφάτως στο πλαίσιο άλλης υπόθεσης, πρόκειται για αρχή με χαρακτήρα θεμελιώδους δικαιώματος, η οποία πηγάζει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών (65).

115. Η αρχή αυτή δεν μνημονεύεται μεν ρητώς στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην ΕΣΔΑ, αλλά αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση του τεκμηρίου της αθωότητας. Ως εκ τούτου, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η αρχή nulla poena sine culpa εμπεριέχεται σιωπηρώς στο άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη και στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ, διατάξεις που κατά κοινή παραδοχή λαμβάνονται υπόψη σε υποθέσεις συμπράξεων (66). Οι δύο αυτές διατάξεις του Χάρτη και της ΕΣΔΑ μπορούν, σε τελική ανάλυση, να χαρακτηριστούν ως δικονομική εξειδίκευση της αρχής nulla poena sine culpa (67).

116. Όσον αφορά τις κυρώσεις που επιβάλλει η Επιτροπή στο πλαίσιο του δικαίου των συμπράξεων, η αρχή nulla poena sine culpa βρίσκει έρεισμα στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003: η εν λόγω διάταξη προβλέπει επιβολή προστίμων βάσει του δικαίου των συμπράξεων μόνο για διάπραξη παραβάσεων εκ προθέσεως ή εξ αμελείας.

117. Απολύτως ορθώς, λοιπόν, οι αναιρεσείουσες επικαλούνται στην προκειμένη περίπτωση την εφαρμογή της αρχής nulla poena sine culpa, στην οποία αναφέρονται με τον όρο «αρχή της υπαιτιότητας». Εντούτοις, δεν είναι ορθή η άποψή τους ότι το τεκμήριο του 100 % συνεπάγεται ευθύνη ανεξαρτήτως υπαιτιότητας για τη μητρική εταιρία και αντιβαίνει στην αρχή nulla poena sine culpa μόνο για τον λόγο ότι δεν έγινε δεκτή η απαλλαγή της μητρικής εταιρίας με βάση το εσωτερικό της πρόγραμμα συμμορφώσεως.

118. Φρονώ ότι οι αναιρεσείουσες παρερμηνεύουν το περιεχόμενο του τεκμηρίου του 100 %. Το τεκμήριο αυτό δεν αφορά ουδόλως το αν επιχείρηση διέπραξε υπαιτίως (δηλαδή, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας) παράβαση των κανόνων περί συμπράξεων. Δεν πρόκειται για τεκμήριο υπαιτιότητας. Απεναντίας, το τεκμήριο του 100 % παρέχει πληροφόρηση μόνον ως προς τα συστατικά μέρη της επιχειρήσεως η οποία μετείχε σε σύμπραξη –αποδεδειγμένα εκ προθέσεως ή εξ αμελείας. Καθαυτή η διαπίστωση σχετικά με τη σύσταση της επιχειρήσεως δεν περιλαμβάνει καμία αιτίαση περί υπαιτιότητας σε σχέση με τις παράνομες ενέργειες της συμπράξεως.

119. Βάσει του τεκμηρίου του 100 %, μπορεί να θεωρηθεί ότι μια μητρική εταιρία και η θυγατρική ή οι θυγατρικές της κατά 100 % αποτελούν, υπό κανονικές συνθήκες, τμήματα της ίδιας επιχειρήσεως. Πράγματι, αυτού του είδους η συμμετοχή συνηγορεί εκ πρώτης όψεως υπέρ του ότι η μητρική εταιρία ασκεί καθοριστική επιρροή στην επιχειρηματική πολιτική της θυγατρικής ή των θυγατρικών της.

120. Απόκειται στη διακριτική ευχέρεια της μητρικής εταιρίας να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο προσκομίζοντας επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ότι η εκάστοτε θυγατρική, αντιθέτως προς την αρχική εντύπωση, καθορίζει αυτοτελώς την επιχειρηματική πολιτική της και ως εκ τούτου, η περίπτωσή της διαφέρει από το καθεστώς το οποίο ισχύει υπό κανονικές συνθήκες για τις κατά 100 % ή σχεδόν κατά 100 % θυγατρικές. Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε ήδη (68), τέτοια απόδειξη του αντιθέτου δεν μπορεί να επιτευχθεί διά της απλής επισημάνσεως περί προγράμματος συμμορφώσεως. Πρόγραμμα αυτού του είδους δεν είναι κατάλληλο να αποδείξει την απουσία καθοριστικής επιρροής στην επιχειρηματική πολιτική της θυγατρικής εκ μέρους της μητρικής εταιρίας.

121. Εάν η μητρική εταιρία –όπως εν προκειμένω– δεν μπορεί να ανατρέψει το τεκμήριο ότι έχει ασκήσει καθοριστική επιρροή στην επιχειρηματική πολιτική της θυγατρικής ή των θυγατρικών της, τότε καταλέγεται μεταξύ των υποκειμένων δικαίου που συναποτελούν την επιχείρηση που μετείχε στην επίμαχη σύμπραξη. Είναι –από κοινού με τη θυγατρική ή τις θυγατρικές της– η νομική ενσάρκωση της επιχειρήσεως στην οποία καταλογίζεται η παράβαση των κανόνων περί συμπράξεων (69).

122. Το αν αυτή η επιχείρηση, διά των συνεργατών της, διέπραξε υπαιτίως την εν λόγω παράβαση των κανόνων περί συμπράξεων, συνιστά διαφορετικό ζήτημα. Ασφαλώς, δεν αμφισβητείται ότι σε περίπτωση αμφιβολίας πρέπει να τηρηθεί η αρχή nulla poena sine culpa και να διαπιστωθεί χωριστά η υπαιτιότητα της επιχειρήσεως όσον αφορά τη συμμετοχή της στις ενέργειες στις οποίες προέβη η σύμπραξη κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού (70). Το τεκμήριο του 100 % όμως δεν έχει καμία σχέση με αυτό το ζήτημα περί υπαιτιότητας.

123. Συνεπώς, η αιτίαση ότι το τεκμήριο του 100 % αντιβαίνει στην αρχή της υπαιτιότητας πρέπει να απορριφθεί.

124. Εάν οι αναιρεσείουσες ήθελαν να αντικρούσουν το ότι η επιχείρησή τους συμμετείχε υπαιτίως στις ενέργειες της συμπράξεως που αφορούσε τους ανελκυστήρες, όφειλαν να προβάλουν αντίστοιχες αιτιάσεις. Πάντως, η προβαλλόμενη εν προκειμένω αιτίαση κατά του τεκμηρίου του 100 % δεν είναι κατάλληλη για αυτόν τον σκοπό.

 Επί της αιτιάσεως ότι δεν αρκεί οποιοσδήποτε συνεργάτης να έχει παραβιάσει την απαγόρευση των συμπράξεων

125. Οι αναιρεσείουσες επικρίνουν επίσης την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για την απουσία συγκεκριμένων διαπιστώσεων σχετικά με το ποιοι συνεργάτες τους συμμετείχαν στις παραβάσεις της συμπράξεως που αφορούσε τους ανελκυστήρες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όπως υποστηρίζει η Schindler, το Γενικό Δικαστήριο δεν εφάρμοσε ορθώς «στοιχειώδεις αρχές καταλογισμού».

126. Όπως εύστοχα επισημαίνει η Επιτροπή, η Schindler δεν είχε προβάλει παρόμοια αιτίαση στην πρωτοβάθμια διαδικασία. Επομένως, πρόκειται για νέο ισχυρισμό ο οποίος προβάλλεται πρώτη φορά στο στάδιο της αναιρέσεως και ως εκ τούτου είναι απαράδεκτος (71).

127. Αυτή η αιτίαση όμως είναι αβάσιμη και επί της ουσίας.

128. Οι αναιρεσείουσες δεν αρνήθηκαν σε κανένα χρονικό σημείο της διαδικασίας ότι τα πρόσωπα που μετείχαν εκ μέρους της Schindler στις παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού τις οποίες διέπραξε η σύμπραξη που αφορούσε τους ανελκυστήρες ήταν συνεργάτες της Schindler. Συνεπώς, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δεν απαιτούνταν εκ προοιμίου περαιτέρω διευκρινίσεις ως προς την ακριβή ταυτότητα αυτών των προσώπων (72) και ως προς το αν η συμπεριφορά τους πρέπει να καταλογισθεί στη Schindler.

129. Στο μέτρο που οι αναιρεσείουσες επιθυμούν να υποστηρίξουν με την αιτίασή τους ότι στη Schindler Holding και στις τέσσερις εθνικές θυγατρικές της μπορεί να καταλογισθεί μόνον η παράνομη συμπεριφορά των εκάστοτε νομίμων εκπροσώπων τους ή των ειδικώς εξουσιοδοτημένων συνεργατών, η επιχειρηματολογία τους επίσης δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, η εφαρμογή της απαγορεύσεως των συμπράξεων στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης δεν προϋποθέτει πράξη ή έστω γνώση εκ μέρους των εταίρων ή των κυριότερων διαχειριστών της εμπλεκομένης επιχειρήσεως. Αντιθέτως, αρκεί η πράξη προσώπου το οποίο έχει εξουσιοδοτηθεί να ενεργεί για λογαριασμό της επιχειρήσεως (73).

130. Εάν στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των συμπράξεων καταλογιζόταν στις επιχειρήσεις μόνον η συμπεριφορά εκείνων των συνεργατών τους οι οποίοι παρέβησαν τους κανόνες του ανταγωνισμού αποδεδειγμένα κατ’ εντολή ή κατ’ εξουσιοδότηση της διευθύνσεως της επιχειρήσεως ή τουλάχιστον υπό τη συνειδητή ανοχή της, η απαγόρευση των συμπράξεων δυνάμει του δικαίου της Ένωσης θα στερούνταν κάθε πρακτικής αποτελεσματικότητας. Στην περίπτωση αυτή, οι επιχειρήσεις θα είχαν την ευχέρεια να απαλλαγούν από την ευθύνη τους για παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων επικαλούμενες αμιγώς τυπικούς λόγους.

131. Υπό κανονικές συνθήκες, το ορθό είναι να καταλογίζονται σε μια επιχείρηση όλες οι παράνομες ενέργειες –και εκείνες που δεν καλύπτονται από τη γνώση ή τη ρητή έγκριση της διευθύνσεως της επιχειρήσεως–, εφόσον αυτές εμπίπτουν στο πεδίο ευθύνης της επιχειρήσεως. Τούτο συμβαίνει κατά κανόνα όταν οι επίμαχες πράξεις εκτελούνται από τους συνεργάτες της στο πλαίσιο της δραστηριότητάς τους για την επιχείρηση.

132. Το γεγονός και μόνον ότι οι συνεργάτες επιχειρήσεως δέχονται τακτικώς συστάσεις για τη διατήρηση νόμιμης συμπεριφοράς κατ’ εφαρμογή προγράμματος συμμορφώσεως δεν επαρκεί προκειμένου να απαλλαγεί η επιχείρηση από την ευθύνη της κατά το δίκαιο των συμπράξεων. Όταν δηλαδή διαπράττονται σοβαρές παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων επί σειρά ετών, μολονότι εφαρμοζόταν παρόμοιο πρόγραμμα, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι προσπάθειες συμμορφώσεως εντός της επιχειρήσεως δεν ήταν επαρκείς (74) και ιδίως, ότι δεν υφίσταντο κατάλληλα κίνητρα για τους συνεργάτες της επιχειρήσεως ώστε αυτοί να απέχουν από παράνομες ενέργειες.

3.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

133. Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, δεν ευσταθεί η επιχειρηματολογία της Schindler όσον αφορά την εις ολόκληρον ευθύνη της Schindler Holding ως μητρικής εταιρίας και την αρχή της υπαιτιότητας. Κατά συνέπεια, ο έκτος και ο έβδομος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν.

 Γ –      Επί ορισμένων περαιτέρω νομικών ζητημάτων σχετικών με την επιβολή και τον υπολογισμό των προστίμων για παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων

134. Με τους υπόλοιπους λόγους αναιρέσεως, η Schindler θέτει πολυάριθμα νομικά ζητήματα σχετικά με την επιβολή και τον υπολογισμό των προστίμων για παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων.

1.      Το κύρος του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 σε σχέση με την αρχή της μη αοριστίας (τρίτος λόγος αναιρέσεως)

135. Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Schindler αμφισβητεί το κύρος του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 ως νομικής βάσης για την επιβολή προστίμων από την Επιτροπή στο πλαίσιο του δικαίου των συμπράξεων. Κατά τη Schindler η εν λόγω διάταξη αντιβαίνει στην αρχή της μη αοριστίας του ποινικού νόμου.

136. Η αρχή της μη αοριστίας του ποινικού νόμου, την εφαρμογή της οποίας έχει αναγνωρίσει το Δικαστήριο και ως προς τις κυρώσεις που προβλέπει το δίκαιο των συμπράξεων (75), απορρέει από την αρχή της νομιμότητας των εγκλημάτων και των ποινών (nullum crimen, nulla poena sine lege). Αυτή η αρχή καταλέγεται μεταξύ των γενικών αρχών του δικαίου επί των οποίων έχουν θεμελιωθεί οι κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών (76) και έχει καταστεί εν τω μεταξύ, δυνάμει του άρθρου 49 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, θεμελιώδες δικαίωμα της Ένωσης. Βάσει της αρχής της ομοιογένειας (άρθρο 52, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη), κατά την ερμηνεία του άρθρου 49 του Χάρτη πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κυρίως το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ και η σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ.

137. Από την αρχή της μη αοριστίας του ποινικού νόμου προκύπτει ότι ο νόμος πρέπει να ορίζει σαφώς τις αξιόποινες πράξεις και τις ποινές που τις κολάζουν (77) (nullum crimen, nulla poena sine lege certa).

138. Η Schindler υποστηρίζει ότι το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 είναι διατυπωμένο κατά τρόπο αόριστο και μάλιστα τόσο ως προς την αναφερόμενη έννοια της επιχειρήσεως (βλ., σχετικά, ακόλουθη ενότητα α) όσο και σε σχέση με το προβλεπόμενο πλαίσιο επιβολής προστίμων (βλ. σχετικά, κατωτέρω, ενότητα β).

 Επί της προβαλλομένης αοριστίας της έννοιας της επιχειρήσεως (πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως)

139. Όσον αφορά την προβαλλόμενη αοριστία της έννοιας της επιχειρήσεως στο πλαίσιο του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 πρέπει να σημειωθεί ότι η Schindler δεν είχε προβάλει πρωτοδίκως καμία αντίστοιχη αιτίαση. Επομένως, πρόκειται για νέο ισχυρισμό ο οποίος δεν μπορεί να προβληθεί πλέον στο στάδιο της αναιρέσεως, διότι τούτο θα συνεπαγόταν απαράδεκτη διεύρυνση του αντικειμένου της διαφοράς (78).

140. Η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη και επί της ουσίας.

141. Ασφαλώς, δεν υφίσταται ακριβής ορισμός της έννοιας της επιχειρήσεως ούτε στο πρωτογενές ούτε στο παράγωγο δίκαιο. Εντούτοις, η χρησιμοποίηση αόριστων νομικών εννοιών σε νομοθετικές διατάξεις –και προς θεμελίωση του αξιοποίνου σε διατάξεις που εμπίπτουν στο κλασικό ποινικό δίκαιο– είναι συνήθης (79).

142. Η αρχή nullum crimen, nulla poena sine lege certa τηρείται όταν ο πολίτης μπορεί να γνωρίζει, με βάση το κείμενο της σχετικής διατάξεως και, εν ανάγκη, με τη βοήθεια της ερμηνείας που δίδεται στην εν λόγω διάταξη από τα δικαστήρια, ποιες πράξεις και παραλείψεις στοιχειοθετούν την ποινική ευθύνη του (80).

143. Τούτο ισχύει για την έννοια της επιχειρήσεως στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού όπως αυτή χρησιμοποιείται σε σχέση με την απαγόρευση των συμπράξεων κατά το δίκαιο της Ένωσης (άρθρο 101 ΣΛΕΕ, πρώην άρθρο 81 ΕΚ) και τον αντίστοιχο κυρωτικό κανόνα (άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003). Επί δεκαετίες, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης ερμηνεύουν αυτήν την έννοια πάντα κατά τον ίδιο τρόπο (η έννοια της επιχειρήσεως, δηλαδή, καλύπτει «κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο χρηματοδοτήσεώς του») (81).

144. Επιπλέον, όπως επισημάνθηκε ήδη (82), οι έννοιες του νομικού προσώπου, της εταιρίας και της επιχειρήσεως διακρίνονται σαφώς μεταξύ τους σε επίπεδο πρωτογενούς δικαίου. Δηλαδή, υφίσταται πρωτογενής πρόβλεψη των συντακτών των Συνθηκών η οποία καθιστά δυνατό τον καταλογισμό της ευθύνης για παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων όχι κατ’ ανάγκη σε μεμονωμένο νομικό πρόσωπο ή εμπορική εταιρία, αλλά σε sui generis ενιαία οικονομική μονάδα, ήτοι στην επιχείρηση που μετέχει σε σύμπραξη. Σε επίπεδο παράγωγου δικαίου, διατηρείται η διάκριση μεταξύ της έννοιας του νομικού προσώπου και της έννοιας της επιχειρήσεως, όπως προκύπτει προπαντός από τη σύγκριση μεταξύ του άρθρου 7, παράγραφος 2, και του άρθρου 23 του κανονισμού 1/2003.

145. Επίσης, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης έχουν αναγνωρίσει, κατά πάγια νομολογία, ότι επιχείρηση η οποία μετέχει σε σύμπραξη μπορεί να αποτελείται από περισσότερα νομικά πρόσωπα, ιδίως από μητρική εταιρία και τη θυγατρική ή τις θυγατρικές της (83). Περαιτέρω, η νομολογία έχει αναπτύξει σαφή κριτήρια, κυρίως το τεκμήριο του 100 % (84), βάσει των οποίων δύναται να καταλογισθεί εις ολόκληρον ευθύνη στις εν λόγω εταιρίες.

146. Υπό αυτές τις συνθήκες, κανένα υποκείμενο του δικαίου δεν μπορεί να υποστηρίξει ευλόγως ότι η έννοια της επιχειρήσεως δεν είναι αρκούντως συγκεκριμένη για να στηρίξει την επιβολή κυρώσεων στο πλαίσιο του δικαίου των συμπράξεων ή ότι ως επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003 πρέπει να θεωρείται πάντα μόνον το νομικό πρόσωπο το οποίο μετείχε άμεσα στις ενέργειες της συμπράξεως.

147. Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της προβαλλομένης αοριστίας του πλαισίου επιβολής προστίμων (δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως)

148. Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, επίσης, ότι το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 παρέχει την εξουσιοδότηση στην Επιτροπή να επιβάλει πρόστιμα, αλλά δεν ορίζει για τον σκοπό αυτό αρκούντως συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο.

149. Τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης έχουν ασχοληθεί και έχουν απορρίψει επανειλημμένως παρόμοιες αιτιάσεις κατά του πλαισίου επιβολής προστίμων για παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων βάσει του δικαίου της Ένωσης (85). Βεβαίως, η μέχρι τούδε νομολογία αφορά κυρίως το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 17 (86), αλλά μπορεί να εφαρμοσθεί άνευ ετέρου και ως προς τη διάδοχη ρύθμιση του άρθρου 23, παράγραφος 2 του κανονισμού 1/2003, η οποία έχει κατ’ ουσία το ίδιο περιεχόμενο.

150. Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο επανέλαβε και εφάρμοσε ορθώς αυτήν την πάγια νομολογία (87) και, ως εκ τούτου, παρέλκει η παρουσίασή της στη συνέχεια. Κατόπιν εξετάσεως των επιχειρημάτων που η Schindler προέβαλε εγγράφως και προφορικώς, φρονώ ότι δεν υφίσταται κανένας λόγος να προτείνω στο Δικαστήριο την αναθεώρηση αυτής της νομολογίας.

151. Ιδίως, η Συνθήκη της Λισσαβώνας, η οποία εν τω μεταξύ τέθηκε σε ισχύ, δεν συνεπάγεται ανάγκη θεμελιώδους επανεκτιμήσεως του ζητήματος. Πράγματι, το περιεχόμενο της αρχής της μη αοριστίας του ποινικού νόμου, η οποία αναγνωρίζεται σε επίπεδο Ένωσης, έχει διαμορφωθεί υπό την ισχυρή επιρροή του άρθρου 7, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, καθώς και της σχετικής νομολογίας του ΕΔΔΑ και των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης. Τούτο το περιεχόμενο δεν μεταβλήθηκε ουσιωδώς με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας (88). Επίσης, είναι προφανές ότι το άρθρο 52, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δεν επιβάλλει την παροχή ευρύτερης προστασίας από αυτήν που προβλέπει η ΕΣΔΑ, ιδίως στον τομέα του δικαίου των συμπράξεων ο οποίος δεν εμπίπτει στον σκληρό πυρήνα του ποινικού δικαίου (89). Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο στο μέτρο που και στο κλασικό ποινικό δίκαιο προβλέπονται εκ του νόμου ευρύτατα πλαίσια ποινών και παρέχεται σημαντική ευχέρεια εκτιμήσεως στις διωκτικές Αρχές ως προς την επιμέτρηση της ποινής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.

152. Από το γεγονός και μόνον ότι το ονομαστικό ύψος των προστίμων που επιβάλλει η Επιτροπή για παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων αυξήθηκε σημαντικά κατά την πάροδο των ετών, δεν μπορεί να συναχθεί η υπερβολική αοριστία του νομικού πλαισίου, αντιθέτως προς την άποψη της Schindler. Κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή δύναται να αυξάνει το ύψος των προστίμων στο πλαίσιο του δικαίου των συμπράξεων, εντός των ορίων που θέτει ο κανονισμός 1/2003 (πρώην κανονισμός 17), εάν αυτό είναι αναγκαίο προκειμένου να εξασφαλισθεί η εφαρμογή της πολιτικής ανταγωνισμού της Ένωσης (90).

153. Ούτε η αρχή nulla poena sine lege certa αποκλείει την προσαρμογή της εφαρμογής υφιστάμενης ποινικής διατάξεως σε διαφορετικές συνθήκες – ιδίως βάσει της συχνότητας, της περιπλοκότητας και της σοβαρότητας των παραβάσεων (91). Τούτο πρέπει να ισχύει, ως επί το πλείστον, για τις οιονεί ποινικές διατάξεις όπως το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003 (92), ως προς τις οποίες δεν χρειάζεται κατ’ ανάγκη να εφαρμόζονται με όλη τους την αυστηρότητα οι εγγυήσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων που ισχύουν για τον σκληρό πυρήνα του ποινικού δικαίου, όπως επισημάνθηκε ήδη ανωτέρω (93).

154. Ομοίως, αβάσιμη είναι και η κριτική της Schindler σχετικά με την πρόβλεψη του άρθρου 23, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003 ότι το πρόστιμο δεν πρέπει να υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών μιας επιχειρήσεως. Ασφαλώς, αυτό το ανώτατο όριο συνίσταται σε μεταβλητό μέγεθος, καθόσον δεν συνδέεται με κάποιο απόλυτο ονομαστικό ανώτατο ποσό, αλλά με ποσοστό επί του κύκλου εργασιών. Τούτο όμως δεν συνεπάγεται ότι η ρύθμιση πάσχει από αοριστία. Κάθε επιχείρηση γνωρίζει τον κύκλο εργασιών της και επομένως δύναται να υπολογίσει με ευχέρεια το ανώτατο ποσό ενδεχομένου προστίμου για παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων. Τέτοια δυνατότητα προβλέψεως της απειλούμενης κυρώσεως καλύπτει τις απαιτήσεις της αρχής nulla poena sine lege certa (94).

155. Άλλωστε, όπως επισήμανα προσφάτως σε σχέση με άλλη υπόθεση (95), ο υπολογισμός των προστίμων κατά το δίκαιο των συμπράξεων δεν είναι μια μηχανική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας μπορεί, για κάθε σύμπραξη, να καθοριστεί εκ των προτέρων με μαθηματική ακρίβεια το επίπεδο της κυρώσεως που πρόκειται να επιβληθεί. Τέτοιος βαθμός προβλεψιμότητας της κυρώσεως μέχρι του τελευταίου δεκαδικού ψηφίου δεν θα ήταν άλλωστε πρόσφορος, επειδή θα καθιστούσε εξαιρετικά ευχερές για τους μετέχοντες στη σύμπραξη να καθορίσουν εκ των προτέρων το «τίμημα» της παράνομης συμπεριφοράς τους και να υπολογίσουν αν γι’ αυτούς είναι πλέον συμφέρουσα η υιοθέτηση παράνομης ή νόμιμης συναλλακτικής συμπεριφοράς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα απειλούνταν σοβαρά μία εκ των βασικών λειτουργιών των κυρωτικών κανόνων του δικαίου των συμπράξεων, ήτοι η αποτρεπτική λειτουργία.

156. Για όλους τους ανωτέρω λόγους, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση των αναιρεσειουσών ότι το πλαίσιο προστίμου που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 δεν συνάδει με ιεραρχικώς υπέρτερο δίκαιο.

157. Τέλος, δεν συνάγεται διαφορετικό συμπέρασμα ούτε βάσει της επιφυλάξεως σχετικά με τα ουσιώδη στοιχεία ενός τομέα, στην οποία παραπέμπει συμπληρωματικώς η Schindler. Όπως σημειώθηκε ήδη σε άλλο σημείο (96), κατά την εν λόγω συνταγματική αρχή οι ουσιώδεις ρυθμίσεις ενός τομέα πρέπει να ορίζονται από τη νομοθετική εξουσία και δεν μπορούν να ανατίθενται βάσει εξουσιοδοτήσεως στην εκτελεστική εξουσία. Αυτές οι προϋποθέσεις πληρούνται στην περίπτωση του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003, εφόσον ο νομοθέτης της Ένωσης, όπως προαναφέρθηκε, θέσπισε το πλαίσιο επιβολής προστίμων για παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων κατά τρόπο αρκούντως συγκεκριμένο.

γ)       Ενδιάμεσο συμπέρασμα

158. Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

2.      Η νομιμότητα των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998 (τέταρτος και πέμπτος λόγος αναιρέσεως)

159. Περαιτέρω, οι αναιρεσείουσες βάλλουν κατά των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998 αμφισβητώντας τη νομιμότητά τους λόγω αναρμοδιότητας της Επιτροπής ως προς την έκδοσή τους (βλ., κατωτέρω, ενότητα α) και λόγω της αναδρομικής εφαρμογής τους στην προκειμένη περίπτωση (βλ., κατωτέρω, ενότητα β).

 Η αρμοδιότητα της Επιτροπής προς έκδοση των κατευθυντηρίων γραμμών (τέταρτος λόγος αναιρέσεως)

160. Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως η Schindler υποστηρίζει ότι «οι εκδοθείσες το έτος 1998 κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής σχετικά με την επιβολή προστίμων είναι ανίσχυρες λόγω αναρμοδιότητας».

161. Εγείρονται σημαντικές αμφιβολίες επί του παραδεκτού αυτής της αιτιάσεως, διότι από κανένα σημείο της δεν προκύπτει το τμήμα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το οποίο αφορά (97).

162. Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η Schindler βάλλει κατά της σκέψεως 133 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθίσταται πρόδηλο ότι η επιχειρηματολογία της στηρίζεται επί της ουσίας στην εσφαλμένη αντίληψη ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998 συνιστούν νομοθετική πράξη ή τουλάχιστον δεσμευτικό κανόνα δικαίου που προβλέπει το «αξιόποινο» των παραβάσεων των κανόνων περί συμπράξεων ή τις σχετικές κυρώσεις.

163. Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει (98). Νομική βάση για την επιβολή προστίμων από την Επιτροπή στο πλαίσιο του δικαίου των συμπράξεων αποτελεί μόνον το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, το οποίο, όπως επισημάνθηκε ήδη (99), πληροί απολύτως τις προϋποθέσεις της επιφυλάξεως σχετικά με τα ουσιώδη στοιχεία ενός τομέα και της αρχής nullum crimen, nulla poena sine lege certa. Επομένως, οι κατευθυντήριες γραμμές που εξέδωσε η Επιτροπή σχετικά με τον καθορισμό των προστίμων, προπαντός οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998, δεν είχαν ως σκοπό εξαρχής να καλύψουν οποιαδήποτε ρυθμιστικά κενά στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

164. Αντιθέτως οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998, αφενός, διευκρινίζουν τη διοικητική πρακτική της Επιτροπής (100). Αφετέρου, διά των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών, η Επιτροπή διατυπώνει με γενικούς όρους μια γνώμη όσον αφορά την πολιτική στον τομέα του ανταγωνισμού στο πλαίσιο της ευθύνης που της έχει ανατεθεί για τη διατήρηση και την ανάπτυξη ενός συστήματος ανόθευτου ανταγωνισμού εντός της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς (101). Η Επιτροπή έχει τη σχετική αρμοδιότητα βάσει του άρθρου 85 ΕΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 211, δεύτερη περίπτωση, ΕΚ (πλέον, άρθρο 105 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 292, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ).

165. Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Η αρχή της μη αναδρομικότητας και η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (πέμπτος λόγος αναιρέσεως)

166. Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως ο οποίος στρέφεται κατά των σκέψεων 117 έως 130 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Schindler υποστηρίζει ότι η εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998 στην προκειμένη περίπτωση αντιβαίνει στην αρχή της μη αναδρομικότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, καθώς και στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Η αιτίαση αυτή θα μπορούσε να στηρίζεται στο ότι η δραστηριότητα της συμπράξεως που αφορούσε τους ανελκυστήρες, στην οποία μετείχε η Schindler, είχε εκκινήσει πριν από το 1998.

167. Όπως τονίσθηκε ήδη και σε άλλο σημείο (102), η αιτίαση αυτή δεν μπορεί να εξετασθεί άμεσα βάσει της ΕΣΔΑ, αλλά βάσει του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων –εν προκειμένω, υπό το πρίσμα του άρθρου 49 του Χάρτη–, ο οποίος όμως πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ (άρθρο 6, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ σε συνδυασμό με άρθρο 52, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη).

168. Επί της ουσίας, η επιχειρηματολογία της Schindler δεν ευσταθεί.

169. Τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης έχουν ασχοληθεί και έχουν απορρίψει επανειλημμένως παρόμοιες αιτιάσεις σχετικά με την πρακτική της Επιτροπής κατά την επιβολή προστίμων για παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων. Δεν έχουν δεχθεί παραβίαση ούτε της αρχής της μη αναδρομικότητας ούτε της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (103) σε περιπτώσεις που η Επιτροπή τροποποίησε τη μέθοδο βάσει της οποίας υπολογίζονται τα πρόστιμα και την εφάρμοσε σε προγενέστερες παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων.

170. Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο επανέλαβε ορθώς και αναλυτικώς αυτήν την πάγια νομολογία εφαρμόζοντάς την (104), και ως εκ τούτου παρέλκει η παρουσίασή της στη συνέχεια. Κατόπιν εξετάσεως των επιχειρημάτων που προέβαλε η Schindler, φρονώ ότι δεν υφίσταται κανένας λόγος να προτείνω στο Δικαστήριο την αναθεώρηση αυτής της νομολογίας.

171. Από τη θέση σε ισχύ του κανονισμού 17, το έτος 1962, η Επιτροπή δύναται να επιβάλει πρόστιμα ύψους έως και 10 % επί του συνολικού κύκλου εργασιών μιας επιχειρήσεως για παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων.

172. Η Schindler δεν μπορούσε να έχει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στο γεγονός ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της συμπράξεως που αφορούσε τους ανελκυστήρες, δεν επρόκειτο να μεταβληθεί η αρχική μέθοδος που εφάρμοζε η Επιτροπή για τον υπολογισμό των προστίμων ή να τροποποιηθούν οι γνωστές τάξεις μεγέθους των προστίμων που επέβαλλε η Επιτροπή. Άλλωστε, ήταν εξαρχής αρκούντως γνωστό ότι η Επιτροπή μπορεί να αυξάνει το ύψος των προστίμων στο πλαίσιο του δικαίου των συμπράξεων, εντός των ορίων που θέτει ο κανονισμός 1/2003 (πρώην κανονισμός 17), εάν αυτό είναι αναγκαίο προκειμένου να εξασφαλισθεί η εφαρμογή της πολιτικής ανταγωνισμού της Ένωσης (105).

173. Εξάλλου και στο πλαίσιο του γενικού ποινικού δικαίου ουδείς μπορεί να έχει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στο ότι υφιστάμενη ποινική διάταξη θα εφαρμόζεται εσαεί κατά τον ίδιο τρόπο και προπαντός με την ίδια ηπιότητα ή αυστηρότητα. Ιδίως, κανένα υποκείμενο του δικαίου δεν μπορεί να θεωρεί ευλόγως ότι ουδέποτε θα εξελιχθεί η πρακτική των διωκτικών Αρχών ως προς τον καθορισμό του επιπέδου των κυρώσεων για συγκεκριμένη παράβαση εντός του υφιστάμενου περιθωρίου εκτιμήσεως που προβλέπεται εκ του νόμου. Αντιθέτως, επιτρέπεται η προσαρμογή αυτής της πρακτικής σε διαφορετικές συνθήκες, όπως η συχνότητα, η περιπλοκότητα και η σοβαρότητα των παραβάσεων (106).

174. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της Schindler στο μέτρο που οι παραβάσεις οι οποίες της καταλογίζονται στο πλαίσιο της συμπράξεως που αφορούσε τους ανελκυστήρες διαπράχθηκαν, κατά μείζονα λόγο, μετά τη δημοσίευση των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998. Τούτο επισήμανε ορθώς η Επιτροπή.

175. Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί και ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως.

3.      Το βασικό ποσό του προστίμου και οι προβαλλόμενοι λόγοι για τη μείωση του προστίμου (δέκατος, ενδέκατος και δωδέκατος λόγος αναιρέσεως)

176. Αντικείμενο του δέκατου, ενδέκατου και δωδέκατου λόγου αναιρέσεως συνιστούν οι λεπτομέρειες υπολογισμού του προστίμου που επιβλήθηκε στη Schindler.

 Επί του χαρακτηρισμού των παραβάσεων ως «πολύ σοβαρών» (δέκατος λόγος αναιρέσεως)

177. Με τον δέκατο λόγο αναιρέσεως η Schindler βάλλει κατά του χαρακτηρισμού των παραβάσεών της στο πλαίσιο της συμπράξεως που αφορούσε τους ανελκυστήρες ως «πολύ σοβαρών». Η Schindler θεωρεί ότι οι επιπτώσεις αυτών των παραβάσεων στην αγορά ήταν ελάχιστες και ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν συνεκτίμησε επαρκώς αυτό το γεγονός σε σχέση με τα βασικά ποσά των υπό εξέταση προστίμων.

178. Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι, κατά πάγια νομολογία, οι συνέπειες αντιβαίνουσας προς τον ανταγωνισμό πρακτικής δεν αποτελούν αποφασιστικό κριτήριο για τον προσδιορισμό του ενδεδειγμένου ύψους του προστίμου. Ειδικότερα, στοιχεία αναγόμενα στις προθέσεις των επιχειρήσεων μπορεί να είναι πιο σημαντικά από εκείνα που αφορούν τις εν λόγω συνέπειες, ιδίως όταν εξετάζονται, όπως εν προκειμένω, παραβάσεις εγγενώς σοβαρές, όπως η κατανομή αγορών (107).

179. Η σύμπραξη που αφορούσε τους ανελκυστήρες είχε ως αντικείμενο ακριβώς τέτοιους ιδιαίτερα σοβαρούς περιορισμούς οι οποίοι σκοπούν στον περιορισμό του ανταγωνισμού. Οι μετέχοντες στη σύμπραξη επεδίωκαν την κατανομή μεταξύ τους συμβάσεων και αγορών στα τέσσερα οικεία κράτη μέλη. Αυτού του είδους οι παραβάσεις είναι ορθό να χαρακτηρίζονται ως πολύ σοβαρές κατά τον καθορισμό των βασικών ποσών των προστίμων, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι συγκεκριμένες επιπτώσεις τους στην αγορά.

180. Επομένως, ο δέκατος λόγος αναιρέσεως δεν ευσταθεί.

181. Στο μέτρο που η Schindler, με τον δέκατο λόγο αναιρέσεως, προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν προέβη το ίδιο σε διεξαγωγή αποδείξεων, ισχύουν τα προεκτεθέντα ως προς τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως (108). Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο δεν οφείλει, κατά κανόνα, να ελέγξει αυτεπαγγέλτως τη στάθμιση των παραγόντων που λαμβάνει υπόψη η Επιτροπή για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων (109).

 Επί των ελαφρυντικών περιστάσεων (ενδέκατος λόγος αναιρέσεως)

182. Με τον ενδέκατο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να λάβει υπόψη ως λόγους μειώσεως του προστίμου, αφενός, τον οικειοθελή τερματισμό της παραβάσεως στη Γερμανία εκ μέρους της Schindler το έτος 2000 και, αφετέρου, την εφαρμογή προγράμματος συμμορφώσεως σε επίπεδο ομίλου από τη Schindler.

183. Εντούτοις, τέτοια αξίωση μειώσεως του προστίμου δεν μπορεί να γίνει δεκτή με βάση κανένα από τα δύο στοιχεία που επικαλείται η Schindler.

184. Όσον αφορά τον «οικειοθελή τερματισμό της παραβάσεως» στη Γερμανία, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς δεν μείωσε το πρόστιμο για αυτόν τον λόγο. Ο οικειοθελής τερματισμός της παραβάσεως δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου μείωση του προστίμου για παράβαση των κανόνων περί συμπράξεων· αντιθέτως, είναι κρίσιμες οι περιστάσεις της κάθε μεμονωμένης περιπτώσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι «όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η Schindler αποχώρησε από τη σύμπραξη απλώς και μόνο λόγω διαφωνίας με τους άλλους μετέχοντες» (110). Κατόπιν τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διαπιστώνοντας ότι δεν υφίστατο η επικαλούμενη από τη Schindler «επιστροφή στη νομιμότητα», βάσει της οποίας θα μπορούσε να χορηγηθεί ενδεχομένως μείωση του προστίμου στην επιχείρηση.

185. Όσον αφορά τα προγράμματα συμμορφώσεως των επιχειρήσεων, επισήμανα ήδη ότι, σε κάθε περίπτωση, αυτά μπορούν να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των συμπράξεων, εφόσον είναι σε θέση να αποτρέψουν αποτελεσματικώς σοβαρές και μεγάλης διάρκειας παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων, καθώς και να αποκαλύψουν ενδεχόμενες παραβάσεις του νόμου και να τις παύσουν αμέσως (111). Στην προκειμένη περίπτωση, το πρόγραμμα συμμορφώσεως της Schindler όχι μόνο δεν είχε αντίστοιχο θετικό αποτέλεσμα, αλλά κατέστησε δυσχερέστερη την αποκάλυψη των παραβάσεων, όπως προκύπτει από της παρατηρήσεις της Schindler (112). Θα ήταν παράδοξο λοιπόν να ανταμειφθεί επιχείρηση με μείωση του προστίμου για τέτοιο, προδήλως ακατάλληλο, πρόγραμμα συμμορφώσεως.

186. Κατά συνέπεια, ο ενδέκατος λόγος αναιρέσεως πρέπει ωσαύτως να απορριφθεί.

 Επί των μειώσεων του προστίμου λόγω της συνεργασίας με την Επιτροπή (δωδέκατος λόγος αναιρέσεως)

187. Ο δωδέκατος λόγος αναιρέσεως έχει ως αντικείμενο τη μείωση των προστίμων που επιβλήθηκαν στη Schindler για τη συμμετοχή της σε σύμπραξη στο Βέλγιο, στη Γερμανία και στο Λουξεμβούργο λόγω της συνεργασίας της επιχειρήσεως με την Επιτροπή κατά τη διοικητική διαδικασία. Η Schindler θεωρεί ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εκτίμησε επαρκώς τη συμβολή της συνεργασίας της στη συγκεκριμένη περίπτωση.

i)      Επί της συνεργασίας στο πλαίσιο της ανακοινώσεως του 2002 (πρώτο σκέλος του δωδέκατου λόγου αναιρέσεως)

188. Στο πρώτο σκέλος του δωδέκατου λόγου αναιρέσεως, η Schindler υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε εσφαλμένως στην Επιτροπή σημαντική ευχέρεια εκτιμήσεως στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002 (κοινώς καλούμενη «ανακοίνωση περί επιείκειας») (113) και περιορίσθηκε μόνο στον έλεγχο πρόδηλων σφαλμάτων.

189. Όντως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η Επιτροπή διαθέτει «ευρεία ευχέρεια εκτιμήσεως» όταν καλείται να αξιολογήσει αν τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε επιχείρηση στο πλαίσιο της ανακοινώσεως του 2002 «αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία κατά την έννοια του σημείου 21 της εν λόγω ανακοινώσεως» και ότι «μόνον πρόδηλη υπέρβαση της ευχέρειας αυτής μπορεί να οδηγήσει σε επιβολή κυρώσεων από το Γενικό Δικαστήριο» (114).

190. Αυτή η νομική θέση του Γενικού Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη. Η εκτίμηση της αξίας των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζουν επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ανακοινώσεως του 2002 κατά τη διοικητική διαδικασία, προκειμένου να συνεργασθούν με την Επιτροπή, πραγματοποιείται σε σχέση με τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου. Επομένως, η εν λόγω εκτίμηση εμπίπτει στην πλήρη δικαιοδοσία ελέγχου του Γενικού Δικαστηρίου (άρθρο 261 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003), κατά την οποία το Γενικό Δικαστήριο δύναται, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας, να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση (115). Εφόσον όμως το Γενικό Δικαστήριο παραπέμπει συναφώς στην «ευρεία ευχέρεια εκτιμήσεως» της Επιτροπής, περιορίζει κατά τρόπο εσφαλμένο το εύρος της δικής του δικαιοδοσίας.

191. Εντούτοις, νομικό σφάλμα αυτού του είδους δεν έχει ως αποτέλεσμα, κατ’ ανάγκη, την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (116). Αντιθέτως, εξαρτάται από το κριτήριο το οποίο χρησιμοποιεί το Γενικό Δικαστήριο κατά τη συγκεκριμένη εξέταση της προστιθέμενης αξίας της συνεργασίας της οικείας επιχειρήσεως με την Επιτροπή.

192. Στην προκειμένη περίπτωση, το Γενικό Δικαστήριο δεν παρέλειψε να προβεί στη δική του εκτίμηση, αλλά εξέτασε διεξοδικώς τα επιχειρήματα της Schindler σχετικά με την προστιθέμενη αξία της συνεργασίας της με την Επιτροπή κατά τη διοικητική διαδικασία (117). Κατ’ αυτόν τον τρόπο πληρούνται, εν τέλει, οι σχετικές νομικές προϋποθέσεις –παρά τις εσφαλμένες εισαγωγικές παρατηρήσεις του Γενικού Δικαστηρίου.

193. Συναφώς, πρέπει να απορριφθεί, ιδίως, το επιχείρημα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζουν οι μετέχοντες στη σύμπραξη στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας έχουν πάντα προστιθέμενη αξία για τη διεξαγωγή των αποδείξεων και επιβάλλουν τη μείωση του προστίμου. Η αξία των αποδεικτικών στοιχείων δεν κρίνεται βάσει της ποσότητάς τους (iudex non calculat) ούτε βάσει της συχνότητας παραπομπής σε αυτά από την Επιτροπή στο πλαίσιο της επίδικης αποφάσεως (118).

194. Εξάλλου, δεν συνιστά καθήκον του Δικαστηρίου να υποκαθιστά την Επιτροπή και το Γενικό Δικαστήριο κατά την αναιρετική διαδικασία προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση της προστιθέμενης αξίας των στοιχείων που προσκόμισε η Schindler (119). Κατά συνέπεια, στο σημείο αυτό δεν απαιτείται να εξετασθεί εκ νέου αν τα στοιχεία που προσκόμισε η Schindler στην Επιτροπή είχαν παρόμοια αξία με εκείνα της ThyssenKrupp, της Otis και της Kone ή αν είχαν εν γένει σημαντική προστιθέμενη αξία για τη διεξαγωγή των αποδείξεων εκ μέρους της Επιτροπής.

ii)    Επί της συνεργασίας πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως του 2002 (δεύτερο σκέλος του δωδέκατου λόγου αναιρέσεως)

195. Στο δεύτερο σκέλος του δωδέκατου λόγου αναιρέσεως, η Schindler βάλλει κατά των σκέψεων 350 έως 361 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και υποστηρίζει ότι, όσον αφορά τη συνεργασία της πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως του 2002, της χορηγήθηκε ιδιαιτέρως περιορισμένη μείωση του προστίμου, ήτοι μόνον 1 % για τη μη αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών. Η Schindler, επικαλούμενη το σημείο 3, έκτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998, εκτιμά ότι δικαιούται ευρύτερη μείωση των προστίμων της.

196. Το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο.

197. Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η ρύθμιση στο σημείο 3, έκτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998 δεν σκοπεί στην «ανταμοιβή της ανεπαρκούς συμβολής συνεργαζόμενων μαρτύρων». Όσον αφορά συνεργασία όπως αυτή της Schindler, η οποία εμπίπτει μεν στο πεδίο εφαρμογής της «ρυθμίσεως περί συνεργαζόμενων μαρτύρων» (ήτοι της ανακοινώσεως του 2002), αλλά δεν πληροί όλες τις σχετικές προϋποθέσεις, ιδίως την προϋπόθεση της «σημαντικής προστιθέμενης αξίας», δεν υφίσταται κανένα δικαίωμα μειώσεως του προστίμου, ούτε κατ’ εφαρμογή του σημείου 3, έκτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998.

iii) Σύνοψη

198. Συνεπώς, ο δωδέκατος λόγος πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

4.      Το ποσοστό του 10 % ως ανώτατο όριο για το ύψος του προστίμου (όγδοος λόγος αναιρέσεως)

199. Με τον όγδοο λόγο αναιρέσεως, η Schindler υποστηρίζει ότι η εφαρμογή του ποσοστού του 10 % ως ανώτατου ορίου των προστίμων δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003 αφορά μόνον τον κύκλο εργασιών της κάθε μεμονωμένης εθνικής θυγατρικής εταιρίας της Schindler και όχι τον συνολικό κύκλο εργασιών του ομίλου της Schindler Holding.

200. Το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί. Η έννοια της επιχειρήσεως στο άρθρο 81 ΕΚ (νυν άρθρο 101, ΣΛΕΕ), αφενός, και στο άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003, αφετέρου, είναι πάντα ίδια. Αμφότερες οι διατάξεις πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο συνεκτικό. Για τον λόγο αυτόν, το ανώτατο όριο του 10 % πρέπει να εφαρμόζεται επί του κύκλου εργασιών της επιχειρήσεως την οποία αποτελούν από κοινού η μητρική εταιρία –εν προκειμένω, η Schindler Holding– και οι θυγατρικές της κατά 100 % –εν προκειμένω, οι εθνικές θυγατρικές εταιρίες στη Γερμανία, στο Βέλγιο, στις Κάτω Χώρες και στο Λουξεμβούργο.

201. Μόνον εάν γίνονταν δεκτές οι αιτιάσεις της Schindler σχετικά με την εφαρμογή του τεκμηρίου του 100 % στη συγκεκριμένη περίπτωση –αντιθέτως προς τα προεκτεθέντα (120)–, θα μπορούσε να ευδοκιμήσει ο όγδοος λόγος αναιρέσεως. Εφόσον τούτο δεν ισχύει, αυτός ο λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

5.      Το δικαίωμα ιδιοκτησίας (ένατος λόγος αναιρέσεως)

202. Αντικείμενο του ένατου λόγου αναιρέσεως συνιστά το δικαίωμα ιδιοκτησίας. Η Schindler θεωρεί ότι η επιβολή προστίμων στη Schindler Holding, καθώς και στις θυγατρικές της στο Βέλγιο, στις Κάτω Χώρες και στο Λουξεμβούργο (121) αντιβαίνει, «λόγω του υπερβολικού ύψους» των εν λόγω προστίμων, σε «στοιχειώδεις εγγυήσεις προστασίας των επενδύσεων και της ιδιοκτησίας οι οποίες κατοχυρώνονται στο διεθνές δίκαιο και πρέπει να εξασφαλίζονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση στη Schindler ως ελβετική επιχείρηση». Συναφώς, η Schindler προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο, ιδίως, ότι δεν έλαβε υπόψη τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ που αφορά το δικαίωμα ιδιοκτησίας.

 Εισαγωγική παρατήρηση

203. Το δικαίωμα ιδιοκτησίας είναι θεμελιώδες δικαίωμα το οποίο απολαύει προστασίας σε επίπεδο Ένωσης βάσει του άρθρου 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, καθώς και στο πλαίσιο των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης (122) (άρθρο 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ). Ιδιώτες οι οποίοι δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους της Ένωσης μπορούν επίσης να επικαλεσθούν αυτό το δικαίωμα (123).

204. Δεδομένου ότι η Ένωση δεν έχει προσχωρήσει ακόμη στην ΕΣΔΑ, το άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (124) –αντιθέτως προς την άποψη της Schindler– δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί άμεσα για τη θεμελίωση του δικαιώματος ιδιοκτησίας (125)· η διάταξη αυτή όμως, από κοινού με τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, έχει σημασία ως κριτήριο ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (άρθρο 6, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ σε συνδυασμό με άρθρο 52, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη) (126).

205. Εφόσον η Schindler δεν επικαλείται στην αίτηση αναιρέσεως ειδικότερες εγγυήσεις απορρέουσες από το διεθνές δίκαιο, η επιχειρηματολογία της στην προκειμένη αναιρετική διαδικασία δεν είναι αρκούντως συγκεκριμένη ώστε να καταστεί δυνατή η εξέτασή της από το Δικαστήριο και, ως εκ τούτου, είναι απαράδεκτη (127).

 Επί της προβαλλόμενης προσβολής του δικαιώματος ιδιοκτησίας ως θεμελιώδους δικαιώματος της Ένωσης

206. Όσον αφορά την προσβολή θεμελιώδους δικαιώματος, την οποία επικαλείται η Schindler, πρέπει να σημειωθεί ότι η επιβολή προστίμου για παράβαση των κανόνων περί συμπράξεων δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να θεωρηθεί προσβολή του δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Άλλωστε, τα όργανα της Ένωσης δεν στερούν κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο ιδιοκτησίας από τις οικείες επιχειρήσεις, αλλά μόνον επιβάλλουν εν γένει υποχρέωση καταβολής χρηματικού ποσού αντλούμενου από την περιουσία τους. Συναφώς, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο τόνισε ότι η επίδικη απόφαση δεν επηρεάζει το ιδιοκτησιακό καθεστώς εντός του ομίλου Schindler (128).

207. Ωστόσο, κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με το άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ τα πρόστιμα πρέπει να θεωρούνται ως παρεμβάσεις στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας, διότι αφαιρούν από τον θιγόμενο ένα τμήμα της ιδιοκτησίας του, δηλαδή το ποσό το οποίο οφείλει να καταβάλει (129). Βάσει της αρχής της ομοιογένειας, το άρθρο 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας πρέπει να έχει την ίδια σημασία και την ίδια εμβέλεια σε επίπεδο Ένωσης με εκείνες που του επιφυλάσσει η ΕΣΔΑ (άρθρο 52, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη).

208. Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα της ιδιοκτησίας δεν διασφαλίζεται απολύτως ή απεριορίστως, αλλά εξετάζεται σε σχέση με την κοινωνική λειτουργία που επιτελεί (130).

209. Εξάλλου, το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δέχεται ότι επιτρέπεται η επιβολή περιορισμών στην άσκηση δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί προβλέπονται από τον νόμο, σέβονται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών και ότι, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων (131).

210. Η επιβολή προστίμων κατά το δίκαιο των συμπράξεων διαθέτει νομικό έρεισμα εφόσον στηρίζεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003 (132). Με αυτήν επιδιώκεται σκοπός δημοσίου συμφέροντος: παρόμοια πρόστιμα εξασφαλίζουν τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά (133) αποτρέποντας, ιδίως, τη διάπραξη παραβάσεων των κανόνων περί συμπράξεων και ενισχύοντας την εμπιστοσύνη όλων των συναλλασσομένων στην αποτελεσματικότητα των κανόνων ανταγωνισμού της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς (134).

211. Το ότι η επιβολή οικονομικών κυρώσεων είναι καταρχήν θεμιτή αναγνωρίζεται, εξάλλου, ρητώς και στο άρθρο 1, παράγραφος 2, του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Αυτό προβλέπει ότι δεν θίγεται το δικαίωμα του κράτους να εφαρμόζει εκείνους τους νόμους που θεωρεί αναγκαίους, μεταξύ άλλων, για την εξασφάλιση της καταβολής χρηματικών ποινών, ενώ κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ διαθέτει και σχετική ευχέρεια εκτιμήσεως (135).

212. Εν τέλει, τα πρόστιμα μπορεί να συνεπάγονται προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας μόνον όταν επιβαρύνουν υπέρμετρα το πρόσωπο το οποίο αφορούν ή περιορίζουν θεμελιωδώς την οικονομική του κατάσταση· δηλαδή τα πρόστιμα πρέπει να συνάδουν με την αρχή της αναλογικότητας (136). Κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, η αρχή της αναλογικότητας δεν τηρείται ως προς τα πρόστιμα, σε περιπτώσεις εξαιρετικά υψηλών ποσών, τα οποία συνεπάγονται υπέρμετρη επιβάρυνση τέτοιου βαθμού που τους προσδίδει, στην πράξη, χαρακτήρα απαλλοτριώσεως (137).

213. Στην προκειμένη περίπτωση συντρέχει η ανωτέρω προϋπόθεση, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε αν τα επιβληθέντα πρόστιμα συνιστούν δυσανάλογη και αφόρητη παρέμβαση η οποία θίγει το βασικό περιεχόμενο του θεμελιώδους δικαιώματος του σεβασμού της ιδιοκτησίας (138).

214. Το αν πρόστιμο συνιστά τέτοια δυσανάλογη επιβάρυνση δεν μπορεί να κριθεί μόνο βάσει του ονομαστικού ποσού του προστίμου, αλλά εξαρτάται σε καθοριστικό βαθμό από την ικανότητα πληρωμής του αποδέκτη του. Το γεγονός ότι, κατά το ΕΔΔΑ, πρόστιμα για διάφορες τελωνειακές παραβάσεις συνολικού ύψους σχεδόν 8 εκατομμυρίων ευρώ συνιστούν προσβολή του δικαιώματος της ιδιοκτησίας σε περίπτωση που επιβάλλονται σε φυσικό πρόσωπο (139), δεν μπορεί καθαυτό να συσχετισθεί με την προκειμένη περίπτωση η οποία αφορά σοβαρές και μακράς διάρκειας παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων εκ μέρους μεγάλης επιχειρήσεως διεθνούς εμβέλειας με θυγατρικές εταιρίες σε πολυάριθμα κράτη μέλη.

215. Ασφαλώς, τα πρόστιμα που επέβαλε η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003 μπορεί να είναι επώδυνα και για μεγάλες επιχειρήσεις όπως η Schindler. Τούτο όμως συνάδει με τη λειτουργία τους και δεν είναι καθόλου άδικο, ιδίως όσον αφορά σοβαρές και μακροχρόνιες παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων, όπως οι επίδικες εν προκειμένω. Περαιτέρω, υπό κανονικές συνθήκες, δεν μπορεί να επιβληθεί σε επιχείρηση τόσο δυσανάλογη επιβάρυνση που να έχει, στην πράξη, χαρακτήρα απαλλοτριώσεως, διότι ισχύει εκ του νόμου το ανώτατο όριο του 10 % επί του συνολικού κύκλου εργασιών του προηγούμενου έτους (140).

216. Άλλωστε, η αιτίαση περί απαλλοτριώσεως που προβάλλουν οι αναιρεσείουσες δεν στηρίζεται τόσο στην επιβάρυνση της Schindler ως επιχειρήσεως ή της Schindler Holding ως νομικού προσώπου, όσο μάλλον στην εξατομικευμένη προσέγγιση των επιβαρύνσεων οι οποίες θα προκύψουν, υποθετικώς, από τα επιβληθέντα πρόστιμα για τις τρεις εθνικές θυγατρικές της Schindler στο Βέλγιο, στις Κάτω Χώρες και στο Λουξεμβούργο. Ωστόσο, τέτοια εξατομικευμένη προσέγγιση της καταστάσεως μεμονωμένων νομικών προσώπων δεν επιτρέπεται εκ προοιμίου, όταν τα πρόστιμα επιβάλλονται σε επιχειρήσεις που αποτελούν ενιαία οικονομική μονάδα και μόνο για τυπικούς λόγους συστήνονται από περισσότερα νομικά πρόσωπα (141).

217. Επίσης, η απομείωση των επενδύσεων στις τρεις εθνικές θυγατρικές της την οποία προβάλλει η Schindler Holding δεν συνιστά, συναφώς, πειστικό επιχείρημα. Στο πλαίσιο των εσωτερικών εταιρικών σχέσεων, η Schindler Holding έχει την ευχέρεια να επιλέξει αν θα εξοφλήσει τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στην επιχείρηση αντλώντας κεφάλαια από την περιουσία κάθε θυγατρικής ή από τη δική της περιουσία ως μητρικής εταιρίας. Όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο, ο καθορισμός της συμβολής που αναλογεί σε καθεμία από τις εταιρίες του ιδίου ομίλου που ευθύνονται εις ολόκληρον για την καταβολή του ιδίου προστίμου εναπόκειται στις ίδιες (142).

218. Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι η μητρική εταιρία ομίλου η οποία ασκεί καθοριστική επιρροή στην επιχειρηματική πολιτική των θυγατρικών της, και ως εκ τούτου «κινεί τα νήματα» εντός του ομίλου, δεν μπορεί να αποφύγει την προσωπική της ευθύνη ακόμη και αν, στις προς τα έξω σχέσεις, εμφανίζονται ως εμπλεκόμενες στη σύμπραξη μόνον οι θυγατρικές εταιρίες (143). Για τον λόγο αυτόν, κατά τον υπολογισμό των προστίμων και την εκτίμηση της οικονομικής δυνατότητας της επιχειρήσεως πρέπει να συνεκτιμάται και η οικονομική αποδοτικότητα της μητρικής εταιρίας.

219. Η αποτελεσματικότητα των προστίμων που επιβάλλονται σε επιχειρήσεις στο πλαίσιο του δικαίου των συμπράξεων θα περιοριζόταν σημαντικά, εάν κατά τον υπολογισμό κάθε κυρώσεως λαμβανόταν υπόψη η εσωτερική οργάνωση των ομίλων και επιτρεπόταν στην οικονομικώς ισχυρή μητρική εταιρία να επικαλείται, υπό την ιδιότητά της ως εταιρίας χαρτοφυλακίου, την απομείωση της αξίας των επενδύσεών της, ενώ κατά τα λοιπά «νίπτει τας χείρας της» και επιδιώκει να μετακυλίσει την ευθύνη για ενδεχόμενες παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων στις οικονομικώς ασθενέστερες θυγατρικές της εταιρίες, μολονότι έχει ασκήσει καθοριστική επιρροή στην επιχειρηματική τους πολιτική.

220. Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε σε ορθά νομικά κριτήρια κατά την εξέταση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και, ως εκ τούτου, ορθώς έκρινε ότι δεν εθίγη η ιδιοκτησία της Schindler (144). Επομένως, επιβάλλεται η απόρριψη του ένατου λόγου αναιρέσεως.

6.      Η αρχή της αναλογικότητας (δέκατος τρίτος λόγος αναιρέσεως)

221. Τέλος, ο δέκατος τρίτος λόγος αναιρέσεως της Schindler αφορά την αρχή της αναλογικότητας. Κατά τη Schindler, το Γενικό Δικαστήριο δεν επέδειξε τη δέουσα προσοχή σε αυτήν την αρχή στις σκέψεις 365 έως 372 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

222. Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της αναλογικότητας πρέπει να τηρείται ως προς την επιβολή προστίμων για παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων (145). Η εν λόγω αρχή, η οποία ορίζει ότι η αυστηρότητα της ποινής δεν πρέπει να είναι δυσανάλογη προς το αδίκημα, αναγνωρίζεται πλέον ως θεμελιώδες δικαίωμα δυνάμει του άρθρου 49, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

223. Εντούτοις, στο στάδιο της αναιρέσεως, όσον αφορά το ζήτημα της αναλογικότητας προστίμου, το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά για λόγους επιείκειας την κρίση του στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, αλλά περιορίζεται να ελέγξει αν το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, παραδείγματος χάρη, επειδή δεν έλαβε υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία (146). Στην αναιρετική διαδικασία θα μπορούσε να διαπιστωθεί μόνον κατ’ εξαίρεση ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο λόγω του μη ενδεδειγμένου ύψους του προστίμου και, συγκεκριμένα, στην περίπτωση που «η αυστηρότητα της κυρώσεως είναι όχι απλώς μη ενδεδειγμένη, αλλά και υπερβολική, σε σημείο που να είναι δυσανάλογη» (147).

224. Τέτοια πλάνη περί το δίκαιο δεν διαπιστώνεται στην προκειμένη περίπτωση.

225. Πρώτον, δεν ευσταθεί η αιτίαση της Schindler ότι το Γενικό Δικαστήριο αρκέστηκε στην απλή διαπίστωση ότι δεν υφίστατο υπέρβαση του ανώτατου ορίου του 10 % για τα πρόστιμα κατά το άρθρο 23, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003 και δεν προέβη σε εξέταση της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Στην πραγματικότητα, το Γενικό Δικαστήριο ασχολήθηκε πολύ αναλυτικά με την αναλογικότητα του προστίμου που επέβαλε η Επιτροπή στη Schindler, ενώ εξέτασε μεταξύ άλλων και στοιχεία όπως η ιδιαίτερη σοβαρότητα των παραβάσεων, η απαίτηση αποτρεπτικής λειτουργίας των κυρώσεων, καθώς και το μέγεθος και η οικονομική ισχύς της ενιαίας οικονομικής μονάδας που εκπροσωπεί η Schindler ως επιχείρηση (148).

226. Δεύτερον, δεν είναι πειστικό ούτε το επιχείρημα της Schindler ότι κατά την εκτίμηση του μεγέθους και της οικονομικής ισχύος της επιχειρήσεως δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη η Schindler Holding. Αντιθέτως, όπως επισημάνθηκε ήδη (149), επιβάλλεται από νομικής απόψεως να ληφθεί υπόψη η ικανότητα πληρωμής ολόκληρης της επιχειρήσεως Schindler, συμπεριλαμβανομένης της Schindler Holding ως μητρικής εταιρίας.

227. Τέλος, στο μέτρο που η Schindler επιδιώκει να αμφισβητήσει την αναλογικότητα των προστίμων βάσει του αμιγώς ονομαστικού ύψους τους και επικαλείται, συναφώς, τη νομολογία του ΕΔΔΑ (150), η επιχειρηματολογία της πρέπει να απορριφθεί για τους ίδιους λόγους που ανέπτυξα ήδη ανωτέρω σε σχέση με το δικαίωμα της ιδιοκτησίας (151).

228. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί και ο δέκατος τρίτος λόγος αναιρέσεως.

 Δ –      Σύνοψη

229. Αφού κανένας από τους λόγους αναιρέσεως που προβάλλουν οι αναιρεσείουσες δεν μπορεί να γίνει δεκτός, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

V –    Έξοδα

230. Εάν η αίτηση αναιρέσεως απορριφθεί, όπως προτείνω στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο αποφαίνεται και επί των εξόδων κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, οπότε οι πρακτικές λεπτομέρειες προκύπτουν από τα άρθρα 137 έως 146 σε συνδυασμό με το άρθρο 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας (152).

231. Από το άρθρο 138, παράγραφοι 1 και 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας συνάγεται ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου· εάν οι ηττηθέντες διάδικοι είναι πλείονες, τότε αποφαίνεται το Δικαστήριο επί της κατανομής των δικαστικών εξόδων. Επειδή η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστούν οι αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα, οι δε τελευταίες ηττήθηκαν, οι αναιρεσείουσες πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι αυτές άσκησαν από κοινού την αίτηση αναιρέσεως, ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για την καταβολή των εν λόγω εξόδων (153).

232. Ασφαλώς, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 184, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, θα ήταν δυνατό να καταδικαστεί το Συμβούλιο στα δικά του έξοδα, καθόσον είχε παρέμβει πρωτοδίκως υπέρ της Επιτροπής και μετείχε επίσης στην αναιρετική διαδικασία (154). Τούτο όμως δεν είναι υποχρεωτικό, όπως προκύπτει από το γράμμα της σχετικής διατάξεως («μπορεί»). Κατά την εκτίμησή μου, στην προκειμένη περίπτωση δεν υφίστανται σοβαροί λόγοι για να καταδικαστεί το Συμβούλιο στα δικαστικά του έξοδα. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι το Συμβούλιο έχει σημαντικό θεσμικό συμφέρον να υπερασπισθεί το κύρος του κανονισμού 1/2003, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι αναιρεσείουσες δεν έθεσαν κανένα πραγματικά νέο και μέχρι τούδε αδιευκρίνιστο νομικό ζήτημα με τις αιτιάσεις τους κατά του εν λόγω κανονισμού (155). Αντιθέτως, ως προς το επίμαχο σημείο, οι αναιρεσείουσες προσπάθησαν μόνο να ωθήσουν το Δικαστήριο να αναθεωρήσει τη μέχρι τούδε νομολογία του. Είναι δίκαιο, λοιπόν, να αναλάβουν τον σχετικό οικονομικό κίνδυνο. Επομένως, το Δικαστήριο πρέπει να τις καταδικάσει –όχι μόνο στα δικά τους δικαστικά έξοδα– και στα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου, όπως έχει καταδικάσει και σε άλλες περιπτώσεις τον ηττηθέντα αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του παρεμβάντος πρωτοδίκως προς απόρριψη των αιτημάτων του, εφόσον αυτός –όπως το Συμβούλιο, εν προκειμένω– νίκησε στην αναιρετική διαδικασία (156).

VI – Πρόταση

233. Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει αλληλεγγύως και εις ολόκληρον τις αναιρεσείουσες στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.


1 –      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 –      Ανακοίνωση της Επιτροπής – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3)· στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 1998.


3 –      Απόφαση της Επιτροπής, της 21ης Φεβρουαρίου 2007, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Υπόθεση COMP/E-1/38.823 — Ανελκυστήρεςκαι κυλιόμενες κλίμακες), κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό E(2007) 512 τελικό, όπως διορθώθηκε διά της αποφάσεως της 4ης Σεπτεμβρίου 2007 και συνοψίστηκε στην ΕΕ 2008, C 75, σ. 19.


4 – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 2011, T‑138/07, Schindler Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. ΙI-4819).


5 –      Εικοστή έβδομη έως τριακοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη της επίδικης αποφάσεως και σκέψη 3 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


6 –      Τρίτη και ενενηκοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της επίδικης αποφάσεως, καθώς και σκέψη 4 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


7 –      Τρίτη και ενενηκοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της επίδικης αποφάσεως, καθώς και σκέψη 22 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


8 –      Άρθρο 1 της επίδικης αποφάσεως και σκέψη 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


9 –      Άρθρο 2 της επίδικης αποφάσεως και σκέψη 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


10 – Βλ., σχετικά, πέραν της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τρεις περαιτέρω αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 2011 επί των υποθέσεων T‑141/07, T‑142/07, T‑145/07 και T‑146/07, General Technic-Otis κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. 4977), T‑144/07, T‑147/07 έως T‑150/07 και T‑154/07, ThyssenKrupp Liften Ascenseurs κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. ΙI-5129) και T‑151/07, Kone κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. ΙI-5313). Η απόφαση ThyssenKrupp Liften Ascenseurs κατά Επιτροπής απέκτησε ισχύ δεδικασμένου εφόσον ορισμένες εταιρίες του ομίλου ThyssenKrupp παραιτήθηκαν από έξι αναιρέσεις τις οποίες είχαν ασκήσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (υποθέσεις C‑503/11 P, C‑504/11 P, C‑505/11 P, C‑506/11 P, C‑516/11 P και C‑519/11 P). Προς το παρόν, εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου ακόμη μία αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως Kone κ.λπ. κατά Επιτροπής (υπόθεση C‑510/11 P, Kone κ.λπ. κατά Επιτροπής). Το Δικαστήριο έχει απορρίψει άλλες δύο αιτήσεις αναιρέσεως κατά της αποφάσεως General Technic-Otis κ.λπ. κατά Επιτροπής με τις διατάξεις της 15ης Ιουνίου 2012, C‑493/11 P, United Technologies κατά Επιτροπής και C‑494/11 P, Otis Luxemburg (πρώην General Technic-Otis) κατά Επιτροπής.


11 – Το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε αυτήν τη μερική κατάργηση της δίκης διότι στις 4 Σεπτεμβρίου 2007 η Επιτροπή είχε διορθώσει την επίδικη απόφαση υπό την έννοια ότι η Schindler Management AG δεν περιλαμβανόταν πλέον στους αποδέκτες της εν λόγω αποφάσεως (βλ. σκέψεις 40 έως 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).


12 –      Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ, υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950).


13 – Συναφώς και απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013, C‑617/10, Åkerberg Fransson (σκέψη 44, πρώτη περίοδος).


14 – Αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I-8417, σκέψη 21), της 25ης Ιουλίου 2002, C‑50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2002, σ. I-6677, σκέψη 39), και της 13ης Μαρτίου 2007, C‑432/05, Unibet (Συλλογή 2007, σ. I-2271, σκέψη 37).


15 – Συναφώς, απόφαση Åkerberg Fransson (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 13, σκέψη 44, πρώτη περίοδος).


16 –      Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.


17 – Συναφώς, αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2010, C-279/09, DEB (Συλλογή 2010, σ. I-13849, σκέψεις 30 έως 33), της 8ης Δεκεμβρίου 2011, C‑386/10 P, Χαλκόρ ΑΕ κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. Ι-13085, σκέψη 51), της 6ης Νοεμβρίου 2012, C‑199/11, Otis κ.λπ. (σκέψη 47) και της 29ης Ιανουαρίου 2013, C‑396/11, Radu (σκέψη 32).


18 – Βλ., σχετικά, τις προτάσεις μου της 3ης Ιουλίου 2007 στην υπόθεση C‑280/06, ETI κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. I-10893, σημείο 71) και της 8ης Σεπτεμβρίου 2011 στην υπόθεση C‑17/10, Toshiba Corporation κ.λπ. (σημείο 48), όπου παρατίθεται σχετική νομολογία. Το ΕΔΔΑ δέχθηκε άλλωστε, με την απόφαση Menarini Diagnostics κατά Ιταλίας της 27ης Σεπτεμβρίου 2011 (προσφυγή υπ’ αριθ. 43509/08, §§ 38 έως 45), ότι το πρόστιμο για παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού που είχε επιβάλει η ιταλική αρχή ανταγωνισμού είχε ποινικό χαρακτήρα υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ. Ομοίως έκρινε και το Δικαστήριο της ΕΖΕΣ στην απόφαση της 18ης Απριλίου 2012, E‑15/10, Posten Norge κατά Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ (σκέψεις 87 και 88) όσον αφορά πρόστιμο το οποίο επέβαλε η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ στο πλαίσιο του δικαίου των συμπράξεων.


19 – ΕΔΔΑ, απόφαση Jussila κατά Φινλανδίας της 23ης Νοεμβρίου 2006 (προσφυγή υπ’ αριθ. 73053/01, Recueil des arrêts et décisions 2006-XIV, § 43).


20 – ΕΔΔΑ, απόφαση Jussila κατά Φινλανδίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, § 43)· συναφώς, ΕΔΔΑ, απόφαση Menarini Diagnostics κατά Ιταλίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 18, § 62)· βλ. και Δικαστήριο της ΕΖΕΣ, απόφαση Posten Norge (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 18, σκέψη 89).


21 – ΕΔΔΑ, απόφαση Menarini Diagnostics κατά Ιταλίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 18, § 59).


22 –      Όπ.π.


23 – Στη γαλλική: «le pouvoir de réformer en tous points, en fait comme en droit, la décision entreprise, rendue par l’organe inférieur» (ΕΔΔΑ, απόφαση Menarini Diagnostics κατά Ιταλίας, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 18, § 59).


24 – Στη γαλλική: «compétence pour se pencher sur toutes les questions de fait et de droit pertinentes pour le litige» (ΕΔΔΑ, απόφαση Menarini Diagnostics κατά Ιταλίας, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 18, § 59)· στην αγγλική: «jurisdiction to examine all questions of fact and law relevant to the dispute» (ΕΔΔΑ, διάταξη Valico κατά Ιταλίας της 21ης Μαρτίου 2006, προσφυγή υπ’ αριθ. 70074/01, Recueil des arrêts et décisions 2006-III, σ. 20, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


25 – Στην αγγλική: «the power to quash in all respects, on questions of fact and law, the challenged decision» (ΕΔΔΑ, απόφαση Janosevic κατά Σουηδίας της 23ης Ιουλίου 2002, προσφυγή υπ’ αριθ. 34619/97, Recueil des arrêts et décisions 2002-VII, § 81, και διάταξη Valico κατά Ιταλίας, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 24, σ. 20).


26 –      Απόφαση Χαλκόρ ΑΕ κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψη 53), καθώς και αποφάσεις της 8ης Δεκεμβρίου 2011, C‑272/09 P, KME κ.λπ. κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 93) και C‑389/10 P, KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 120).


27 – Αποφάσεις της 15ης Φεβρουαρίου 2005, C‑12/03 P, Επιτροπή κατά Tetra Laval (Συλλογή 2005, σ. I-987, σκέψη 39), Χαλκόρ ΑΕ κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψεις 54, 61 και 62) και Otis κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψεις 59 έως 61).


28 – Προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 17αποφάσεις Χαλκόρ ΑΕ κατά Επιτροπής (σκέψη 63) και Otis κ.λπ. (σκέψη 62).


29 – Συναφώς, προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 17, αποφάσεις Χαλκόρ ΑΕ κατά Επιτροπής (σκέψη 67) και Otis κ.λπ. (σκέψη 63).


30 – Η αιτίαση της Schindler ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν διερεύνησε τα πραγματικά περιστατικά σχετίζεται με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως και πρέπει να συνεκτιμηθεί σε εκείνο το πλαίσιο (βλ., κατωτέρω, σημεία 42 έως 57 των παρουσών προτάσεων).


31 – ΕΔΔΑ, απόφαση Jussila κατά Φινλανδίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, § 43)· ομοίως, ΕΔΔΑ, απόφαση Menarini Diagnostics κατά Ιταλίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 18, § 62).


32 – Οι αναιρεσείουσες στηρίζονται στις αποφάσεις του ΕΔΔΑ Öztürk κατά Γερμανίας της 21ης Φεβρουαρίου 1984 (προσφυγή υπ’ αριθ. 8544/79, σειρά A, αριθ. 73, § 56) και Bendenoun κατά Γαλλίας της 24ης Φεβρουαρίου 1994 (προσφυγή υπ’ αριθ. 12547/86, σειρά A, αριθ. 284, § 46).


33 – ΕΔΔΑ, απόφαση Menarini Diagnostics κατά Ιταλίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 18)· η σχετική περίπτωση αφορούσε πρόστιμο ύψους 6 εκατομμυρίων ευρώ το οποίο επιβλήθηκε στο πλαίσιο του δικαίου των συμπράξεων από την ιταλική Αρχή ανταγωνισμού (βλ §§ 41 και 42 της αποφάσεως).


34 – Η στενή συνάφεια μεταξύ του άρθρου 47 του Χάρτη, αφενός, και των άρθρων 6 και 13 της ΕΣΔΑ, αφετέρου, καθίσταται πρόδηλη στις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17 [29 επ.]). Η νομολογία του Δικαστηρίου, με την οποία το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής αναγνωρίσθηκε ως γενική αρχή του δικαίου, στηρίζεται επίσης κατά κύριο λόγο στις δύο διατάξεις της ΕΣΔΑ (βλ., σχετικά, τις προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 14 αποφάσεις).


35 – Στον βαθμό που παρόμοιες αιτιάσεις προβλήθηκαν παρεμπιπτόντως και στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, θα συνεξετασθούν ακολούθως.


36 – Πρωτοδίκως, η Schindler υποστήριξε μόνον ότι η απόδειξη μέσω συνεργαζόμενων μαρτύρων δεν συνάδει με τις αρχές nemo tenetur se ipsum accusare, nemo tenetur se ipsum prodere και in dubio pro reo, με την αρχή της αναλογικότητας και με τα όρια της ευχέρειας εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή (βλ., σχετικά, τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκε στον πρώτο βαθμό, στα σημεία 68 έως 89 του δικογράφου της προσφυγής).


37 –      Αποφάσεις της 1ης Ιουνίου 1994, C-136/92 P, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ. (Συλλογή 1994, σ. I-1981, σκέψη 59), της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2009, σ. I-8237, σκέψη 38), και της 19ης Ιουλίου 2012, C‑628/10 P και C‑14/11 P, Alliance One International και Standard Commercial Tobacco κατά Επιτροπής (στο εξής: AOI, σκέψη 111).


38 – Προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 17 αποφάσεις Χαλκόρ ΑΕ κατά Επιτροπής (σκέψεις 64 και 65) και Otis κ.λπ. (σκέψεις 61, πρώτη περίοδος).


39 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σκέψη 57 in fine.


40 – Αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2001, C‑315/99 P, Ismeri Europa κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (Συλλογή 2001, σ. I-5281, σκέψη 19), της 16ης Ιουλίου 2009, C‑385/07 P, Der Grüne Punkt ‑ Duales System Deutschland κατά Επιτροπής (Συλλογή 2009, σ. Ι‑6155, σκέψη 163), και της 22ας Νοεμβρίου 2012, C‑89/11 P, E.ON Energie κατά Επιτροπής (σκέψη 115).


41 – Βλ., σχετικά, σημείο 17 του υπομνήματος απαντήσεως της Schindler στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας.


42 –      Βλ., σχετικά, τις επισημάνσεις μου επί του δέκατου λόγου αναιρέσεως (κατωτέρω, σημεία 177 έως 180 των παρουσών προτάσεων).


43 – Απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 37, σκέψεις 58 έως 61)· βλ., συμπληρωματικώς, τις αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑286/98 P, Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-9925, σκέψη 29), της 20ής Ιανουαρίου 2011, C‑90/09 P, General Química κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. I-1, σκέψεις 39 και 40, καθώς και 85 έως 90), και της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, C‑521/09 P, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. Ι-8947, σκέψεις 54 έως 60).


44 – Αποφάσεις της 29ης Μαρτίου 2011, C‑201/09 P και C‑216/09 P, ArcelorMittal Luxembοurg κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ. (Συλλογή 2011, σ. I-2239, σκέψεις 96 έως 98), και AOI (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 37, σκέψεις 46 και 47).


45 –      Βλ. προτάσεις μου της 29ης Νοεμβρίου 2012 στην υπόθεση C‑440/11 P, Επιτροπή κατά Stichting Administratiekantoor Portielje (στο εξής: Portielje, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σημείο 72).


46 – Βλ., σχετικά, επίσης τις προτάσεις μου στην υπόθεση Portielje (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 45, σημείο 71).


47 –      Σκέψεις 81 έως 83 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


48 –      Βλ., σχετικά, την προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 37 νομολογία.


49 – Επί των αρμοδιοτήτων της Ένωσης σε αυτόν τον τομέα βλ., ιδίως, άρθρο 50, παράγραφος 2, στοιχείο ζ΄, ΣΛΕΕ.


50 – Βλ., ιδίως, τις αποφάσεις της 14ης Φεβρουαρίου 1995, C‑279/93, Schumacker (Συλλογή 1995, σ. I-225, σκέψη 21, επί των άμεσων φόρων), της 23ης Οκτωβρίου 2007, C‑11/06 και C‑12/06, Morgan και Bucher (Συλλογή 2007, σ. I-9161, σημείο 24, επί της διαμορφώσεως των εκπαιδευτικών συστημάτων και του καθορισμού του εκπαιδευτικού περιεχομένου), και της 10ης Μαρτίου 2009, C‑169/07, Hartlauer (Συλλογή 2009, σ. I-1721, σκέψη 29, επί της διαμορφώσεως του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως).


51 –      Βλ., ανωτέρω, σημείο 70 των παρουσών προτάσεων και την προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 37 νομολογία.


52 – Η Schindler χαρακτηρίζει τη μητρική εταιρία και ως «επικεφαλής εταιρία του ομίλου». Στο εξής όμως, για λόγους απλουστεύσεως, θα εξακολουθήσω να χρησιμοποιώ τον χαρακτηρισμό «μητρική εταιρία» κατά την έννοια της νομολογίας Akzo Nobel.


53 – Απόφαση της 15ης Μαρτίου 2007, C‑95/04 P, British Airways κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I-2331, σκέψη 137)· βλ., επίσης, αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2008, C‑413/06 P, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala (Συλλογή 2008, σ. I-4951, σκέψη 29), της 29ης Μαρτίου 2011, C‑352/09 P, ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. I-2359, σκέψη 180), και Elf Aquitaine κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 43, σκέψη 68).


54 – Αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2011, C‑109/10 P, Solvay κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. Ι-10329, σκέψη 51), και C‑110/10 P, Solvay κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. Ι-10439, σκέψη 46).


55 – Ο όρος «Compliance» περιγράφει, κατά κανόνα, τις εσωτερικές προσπάθειες επιχειρήσεως να εξασφαλίσει την τήρηση των κανόνων στο πλαίσιο της καθημερινής λειτουργίας της. Τόσο πρωτοδίκως όσο και στην αναιρετική διαδικασία, οι αναιρεσείουσες επικαλούνται στα υπομνήματά τους τον κώδικα συμπεριφοράς («Code of conduct»), ο οποίος ισχύει εντός του ομίλου Schindler από το 1996, και τις αντίστοιχες κατευθυντήριες γραμμές («Guidelines»), που μεταξύ άλλων δεσμεύουν τους συνεργάτες της επιχειρήσεως να τηρούν όλες τις σχετικές νομοθετικές και διοικητικές διατάξεις («comply with all applicable laws and regulations») και να δηλώνουν κάθε παράβαση. Επισημαίνουν την τακτική ενημέρωση και εκπαίδευση του προσωπικού και τονίζουν ότι η τήρηση των εν λόγω εσωτερικών κανόνων της επιχειρήσεως συνιστά αντικείμενο διαρκούς εποπτείας, ενώ οι παραβάσεις τιμωρούνται συστηματικώς. Οι αναιρεσείουσες θεωρούν ότι το πρόγραμμα συμμορφώσεως της Schindler αποτελεί «πρότυπο».


56 – Στη σκέψη 88 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία η Schindler παραπέμπει επανειλημμένως, το Γενικό Δικαστήριο επ’ ουδενί έχει προβεί σε διαπίστωση γεγονότος, απλώς αναφέρεται στην υποθετική κρίση «ότι η Schindler έπραξε ό,τι ήταν δυνατόν», αλλά προφανώς δεν υιοθετεί αυτήν την άποψη ως Γενικό Δικαστήριο.


57 –      Σκέψεις 84 έως 90 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


58 –      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σκέψη 90 in fine.


59 – Αποφάσεις Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 37, σκέψεις 65 και 74) και General Química κ.λπ. κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 43, σκέψη 51)· συναφώς, αποφάσεις Elf Aquitaine κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 43, σκέψη 54) και AOI (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 37, σκέψη 43).


60 –      Όπ.π.


61 –      Σκέψεις 86, 87 και 90 της αναιρεισιβαλλομένης αποφάσεως.


62 – Αποφάσεις Elf Aquitaine κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 43, σκέψεις 57 και 61) και της 13ης Σεπτεμβρίου 2012, C‑495/11 P, Total κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψη 57).


63 – Αυτή η αιτίαση προβάλλεται ιδίως στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του έβδομου λόγου αναιρέσεως.


64 – Αυτή η αιτίαση συνιστά αντικείμενο του έκτου λόγου αναιρέσεως.


65 –      Βλ. προτάσεις μου της 28ης Φεβρουαρίου 2013 στην υπόθεση C‑681/11, Schenker κ.λπ. (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σημεία 40 και 41).


66 – Αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 1999, C‑199/92 P, Hüls κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. I-4287, σκέψεις 149 και 150, σχετικά με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ), και E.ON Energie κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 40, σκέψεις 72 και 73, σχετικά με το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων)· συναφώς, απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1978, 27/76, United Brands und United Brands Continentaal κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1978, σ. 75, σκέψη 265).


67 –      Βλ., εκ νέου, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Schenker κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 65, σημείο 41).


68 –      Βλ., ανωτέρω, σημεία 93 έως 100 των παρουσών προτάσεων.


69 – Βλ., σχετικά, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 37, σημείο 98).


70 – Επί παραδείγματι, στις προτάσεις μου στην υπόθεση Schenker κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 65, ιδίως σημεία 38 έως 48) επισήμανα ότι δεν μπορεί να επιβληθεί πρόστιμο σε επιχείρηση λόγω παραβιάσεως της απαγορεύσεως των συμπράξεων στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης, εφόσον η επιχείρηση είχε υποπέσει σε πλάνη όσον αφορά τη νομιμότητα της συμπεριφοράς της (πλάνη περί το άδικο) και αυτή η πλάνη είναι συγγνωστή.


71 –      Βλ., σχετικά, την προπαρατεθείσα, στην υποσημείωση 37, νομολογία.


72 – Η Επιτροπή επισημαίνει ορθώς ότι η επίδικη απόφαση περιλαμβάνει, συναφώς, όλα τα αναγκαία στοιχεία (βλ. τις αιτιολογικές σκέψεις 157, 224, 311, 347 και 387 της εν λόγω αποφάσεως).


73 – Αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 97), και της 7ης Φεβρουαρίου 2013, C‑68/12, Slovenská sporiteľňa (σκέψη 25).


74 –      Βλ. σχετικά, ανωτέρω, σημεία 97 έως 99 των παρουσών προτάσεων.


75 – Αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψεις 215 έως 223), της 22ας Μαΐου 2008, C‑266/06 P, Evonik Degussa κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, ιδίως σκέψεις 38 έως 40), και της 17ης Ιουνίου 2010, C‑413/08 P, Lafarge κατά Επιτροπής (Συλλογή 2010, σ. I-5361, σκέψεις 94 και 95).


76 –      Αποφάσεις της 3ης Μαΐου 2007, C‑303/05, Advocaten voor de Wereld (Συλλογή 2007, σ. I‑3633, σκέψη 49), και της 3ης Ιουνίου 2008, C‑308/06, Intertanko κ.λπ., (Συλλογή 2008, σ. I-4057, σκέψη 70).


77 – Αποφάσεις Advocaten voor de Wereld (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 76, σκέψη 50), Evonik Degussa κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 75, σκέψη 39), Intertanko (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 76, σκέψη 71) και Lafarge κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 75, σκέψη 94)· συναφώς και αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1996, C‑74/95 και C‑129/95, X (Συλλογή 1996, σ. I-6609, σκέψη 25), και ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 53, σκέψη 80).


78 –      Βλ., σχετικά, τη νομολογία που παρατίθεται στην υποσημείωση 37.


79 – Τούτο ισχύει, επί παραδείγματι, στον γερμανικό ποινικό κώδικα (StGB) όσον αφορά την «πρόκληση ή τη διατήρηση πλάνης» στο πλαίσιο της απάτης (§ 263 του StGB), τη «σχέση εμπιστοσύνης» στο πλαίσιο της απιστίας (§ 266, δεύτερη περίπτωση, του StGB), την «εκμετάλλευση σημαντικής αδυναμίας βουλήσεως» και την «προφανή δυσαναλογία των ωφελημάτων προς την παροχή» στο πλαίσιο της τοκογλυφίας (§ 291 του StGB) ή το αδίκημα της «παράνομης βίας» (§ 240 του StGB).


80 – Αποφάσεις Advocaten voor de Wereld (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 76, σκέψη 50), Evonik Degussa κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 75, σκέψη 40), Intertanko (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 76, σκέψη 71) και Lafarge κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 75, σκέψη 94). Συναφώς, σχετικά με το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ, βλ. ΕΔΔΑ, αποφάσεις G κατά Γαλλίας της 27ης Σεπτεμβρίου 1995 (προσφυγή υπ’ αριθ. 15312/89, σειρά A, αριθ. 325-B, § 25) και Coëme κ.λπ. κατά Βελγίου της 22ας Ιουνίου 2000 (προσφυγή υπ’ αριθ. 32492/96 κ.λπ., Recueil des arrêts et décisions 2000‑VII, § 145).


81 – Αποφάσεις της 23ης Απριλίου 1991, C‑41/90, Höfner και Elser (Συλλογή 1991, σ. I-1979, σκέψη 21), Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 37, σκέψη 54)· General Química κ.λπ. κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 43, σκέψη 34), ArcelorMittal Luxembοurg κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 44, σκέψη 95) και AOI (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 37, σκέψη 42)· ομοίως και η απόφαση της 12ης Ιουλίου 1984, 170/83, Hydrotherm Gerätebau (Συλλογή 1984, σ. 2999, σκέψη 11).


82 –      Βλ., ανωτέρω, σημεία 84 και 85 των παρουσών προτάσεων.


83 – Αποφάσεις Hydrotherm Gerätebau (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 81, σκέψη 11), Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 37, σκέψη 55) και AOI (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 37, σκέψη 42).


84 –      Βλ., ανωτέρω, σημείο 60 των παρουσών προτάσεων.


85 –      Προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 75 αποφάσεις Evonik Degussa κατά Επιτροπής (σκέψεις 36 έως 63) και Lafarge κατά Επιτροπής (σκέψεις 94 και 95)· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Μαΐου 2010, T‑11/05, Wieland-Werke κ.λπ. κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 58 έως 73), και της 28ης Απριλίου 2010, T‑446/05, Amann & Söhne και Cousin Filterie κατά Επιτροπής (Συλλογή 2010, σ. II‑1255, σκέψεις 123 έως 152).


86 –      Κανονισμός αριθ. 17 του Συμβουλίου της 6ης Φεβρουαρίου 1962: Πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25 έως 31).


87 –      Βλ., ιδίως, σκέψεις 97 έως 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


88 – Η στενή συνάφεια μεταξύ του άρθρου 49 του Χάρτη και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ καθίσταται πρόδηλη στις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17 [30 επ.]). Η νομολογία του Δικαστηρίου (προπαρατεθείσα στις υποσημειώσεις 75 και 76), με την οποία η αρχή nullum crimen, nulla poena sine lege αναγνωρίσθηκε ως γενική αρχή του δικαίου, στηρίζεται επίσης, κατά κύριο λόγο, στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ.


89 –      Βλ., ανωτέρω, σημείο 25 των παρουσών προτάσεων.


90 – Αποφάσεις Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 73, σκέψη 109), Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 75, σκέψη 169) και της 14ης Οκτωβρίου 2010, C‑280/08 P, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (Συλλογή 2010, σ. I-9555, σκέψη 294).


91 – ΕΔΔΑ, απόφαση SW κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 27ης Οκτωβρίου 1995 (προσφυγή υπ’ αριθ. 20166/92, σειρά A, αριθ 335-B, § 36), όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ σε σχέση με ποινή –μη προβλεπόμενη ρητώς εκ του νόμου– για βιασμό εντός γάμου.


92 –      Συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2008, T‑99/04, AC-Treuhand κατά Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. II‑1501, σκέψη 113).


93 –      Βλ., ανωτέρω, σημείο 26 των παρουσών προτάσεων.


94 – Προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 75 αποφάσεις Evonik Degussa κατά Επιτροπής (σκέψεις 44 και 50) και Lafarge κατά Επιτροπής (σκέψη 95), · επί της επιταγής περί προβλεψιμότητας των ποινικών συνεπειών συγκεκριμένης συμπεριφοράς στο πλαίσιο του άρθρου 7, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση M κατά Γερμανίας της 17ης Δεκεμβρίου 2009 (προσφυγή υπ’ αριθ. 19359/04, § 90).


95 –      Βλ. προτάσεις μου της 13ης Δεκεμβρίου 2012 στην υπόθεση C‑439/11 P, Ziegler κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σημείο 120).


96 –      Βλ., ανωτέρω, σημείο 82 των παρουσών προτάσεων.


97 – Απόφαση της 24ης Μαρτίου 2011, C‑369/09 P, ISD Polska κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. I-2011, σκέψη 66)· βλ., επίσης, διάταξη της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C‑173/95 P, Hogan κατά Δικαστηρίου (Συλλογή 1995, σ. I-4905, σκέψη 20), και απόφαση Baustahlgewebe κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 113).


98 – Βλ., σχετικά τις προτάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 2012 στην υπόθεση C‑226/11, Expedia (σημεία 26 και 30)· συναφώς, αποφάσεις Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 75, σκέψεις 209 και 210), της 14ης Ιουνίου 2011, C‑360/09, Pfleiderer (Συλλογή 2011, σ. Ι-5161, σκέψεις 21 και 23), και της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, C‑520/09 P, Arkema κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. Ι-8901, σκέψη 88).


99 –      Βλ. σχετικά, ανωτέρω, τις επισημάνσεις μου σχετικά με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, ιδίως τα σημεία 148 έως 157 των παρουσών προτάσεων.


100 – Απόφαση Arkema κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 98, σκέψη 88)· βλ., επίσης, απόφαση Χαλκόρ ΑΕ κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψη 60).


101 –      Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Expedia (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 98, σημείο 29). Βλ. επίσης, σχετικά με τον ρόλο της Επιτροπής κατά τον καθορισμό της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα του ανταγωνισμού, την απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2000, C‑344/98, Masterfoods (Συλλογή 2000, σ. I-11369, σκέψη 46, πρώτη περίοδος).


102 –      Βλ, ανωτέρω, ιδίως σημεία 22 έως 24 και 136 των παρουσών προτάσεων.


103 – Αποφάσεις Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 75, σκέψεις 217, 218 και 227 έως 231) και της 8ης Φεβρουαρίου 2007, C‑3/06 P, Groupe Danone κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I-1331, σκέψεις 87 έως 94).


104 –      Βλ. ιδίως σκέψεις 118 έως 128 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


105 –      Βλ., σχετικά, τη νομολογία που παρατίθεται στην υποσημείωση 90.


106 –      Βλ. επίσης, ανωτέρω, σημείο 153 των παρουσών προτάσεων.


107 –      Αποφάσεις της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑194/99 P, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I-10821, σκέψη 118), της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑534/07 P, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής (Συλλογή 2009, σ. I-7415, σκέψη 96), και της 12ης Νοεμβρίου 2009, C‑554/08 P, Carbone-Lorraine κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 84).


108 –      Βλ, ανωτέρω, ιδίως σημεία 47 έως 50 και 57 των παρουσών προτάσεων.


109 –      Απόφαση KME κ.λπ. κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 26, σκέψη 56).


110 –      Σκέψη 276 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


111 –      Βλ. ανωτέρω τα σημεία 99 και 132 των παρουσών προτάσεων.


112 – Στην αίτηση αναιρέσεως αναφέρεται ότι «το πρόγραμμα συμμορφώσεως της Schindler είχε ως παρεπόμενο αποτέλεσμα τη δυσχερέστερη εσωτερική διαλεύκανση παραβάσεων που είχαν διαπραχθεί, διότι οι παραβάτες συνεργάτες απειλούνταν με σημαντικές κυρώσεις» (sic!).


113 –      Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (EE 2002, C 45, σ. 3), στο εξής: ανακοίνωση του 2002.


114 –      Σκέψεις 295 έως 300 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ιδίως σκέψεις 298 και 300.


115 – Αποφάσεις Χαλκόρ ΑΕ κατά Επιτροπής (σκέψη 63) και Otis κ.λπ. (σκέψη 62), προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 17.


116 – Αποφάσεις KME κ.λπ. κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 26, σκέψη 109), KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 26, σκέψη 136) και Χαλκόρ ΑΕ κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψη 82).


117 –      Σκέψεις 301 έως 349 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


118 –      Ορθώς έκρινε και το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 346 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


119 – Αποφάσεις της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑125/07 P, C‑133/07 P, C‑135/07 P και C‑137/07 P, Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2009, σ. I-8681, σκέψη 256), και KME κ.λπ. κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 26, σκέψη 79).


120 – Βλ. τις παρατηρήσεις μου σχετικά με τον έβδομο λόγο αναιρέσεως.


121 – Αυτός ο λόγος αναιρέσεως δεν αφορά το πρόστιμο που επιβλήθηκε στη γερμανική θυγατρική της Schindler.


122 – Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 14ης Μαΐου 1974, 4/73, Nold κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1974, σ. 277, σκέψη 14), της 13ης Δεκεμβρίου 1979, 44/79, Hauer (Συλλογή τόμος 1979, σ. ΙΙ-749, σκέψη 17), και της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑402/05 P και C‑415/05 P, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (στο εξής: απόφαση Kadi, Συλλογή 2008, σ. I-6351, σκέψη 355).


123 – Στην απόφαση Kadi (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 122, σκέψεις 354 έως 371) το Δικαστήριο δέχθηκε ότι πολίτες τρίτων χωρών μπορούν να επικαλεσθούν το δικαίωμα ιδιοκτησίας το οποίο προστατεύεται ως θεμελιώδες δικαίωμα κατά το δίκαιο της Ένωσης.


124 –      Πρωτόκολλο της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στις 20 Μαρτίου 1952. (European Treaty Series αριθ. 9).


125 –      Βλ., ανωτέρω, σημείο 22 των παρουσών προτάσεων.


126 – Η στενή συνάφεια μεταξύ του άρθρου 17 του Χάρτη, αφενός, και του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αφετέρου, καθίσταται πρόδηλη στις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17 [23]). Η νομολογία του Δικαστηρίου, με την οποία το δικαίωμα της ιδιοκτησίας αναγνωρίσθηκε ως γενική αρχή του δικαίου, στηρίζεται επίσης κατά κύριο λόγο στο ανωτέρω πρωτόκολλο (βλ., παραδείγματος χάρη, την απόφαση Kadi, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 122, σκέψη 356).


127 –      Αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 1999, C‑51/92 P, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. I‑4235, σκέψη 113), και της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑227/04 P, Lindorfer κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2007, σ. I-6767, σκέψη 83).


128 –      Σκέψη 192 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


129 – ΕΔΔΑ, απόφαση Μαμιδάκης κατά Ελλάδας της 11ης Ιανουαρίου 2007 (προσφυγή υπ’ αριθ. 35533/04, § 44)· συναφώς, σχετικά με φορολογία, ΕΔΔΑ, απόφαση Buffalo κατά Ιταλίας της 3ης Ιουλίου 2003 (προσφυγή υπ’ αριθ. 38746/97, § 32).


130 –      Βλ. πρόσφατες αποφάσεις της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, C‑544/10, Deutsches Weintor (σκέψη 54), της 15ης Ιανουαρίου 2013, C‑416/10, Križan κ.λπ. (σκέψη 113), και της 31ης Ιανουαρίου 2013, C‑12/11, McDonagh (σκέψη 60).


131 – Βλ., επίσης, απόφαση McDonagh (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 130, σκέψη 61).


132 – Στην απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, C‑92/09 και C‑93/09, Schecke και Eifert (Συλλογή 2010, σ. I-11063, σκέψη 66), το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι κανονισμός μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέχει νομικό έρεισμα.


133 – Σχετικά με την κατοχύρωση αυτού του σκοπού στο πρωτογενές δίκαιο κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως βλ. άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, ΕΚ. Τούτο προκύπτει πλέον από το πρωτόκολλο αριθ. 27 σχετικά με την εσωτερική αγορά και τον ανταγωνισμό, που προσαρτάται στις Συνθήκες (ΕΕ 2008, C 115, σ. 309· ΕΕ 2010, C 83, σ. 309), όπως επιβεβαίωσε το Δικαστήριο σε σχέση με το άρθρο 102, ΣΛΕΕ (απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2011, C‑52/09, TeliaSonera Sverige, Συλλογή 2011, σ. I-527, σκέψεις 20 έως 22). Βλ., επίσης, το άρθρο 119, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 4 EΚ), κατά το οποίο τα κράτη μέλη και η Ένωση δεσμεύονται από την αρχή της ανοιχτής οικονομίας της αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό.


134 –      Βλ., σχετικά, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Schenker κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 65, σημείο 114).


135 – ΕΔΔΑ, απόφαση Μαμιδάκης κατά Ελλάδας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 129, § 48).


136 – ΕΔΔΑ, απόφαση Μαμιδάκης κατά Ελλάδας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 129, §§ 44 in fine, 45 και 47)· βλ., επίσης, απόφαση Phillips κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 5ης Ιουλίου 2001 (προσφυγή υπ’ αριθ. 41087/98, Recueil des arrêts et décisions 2001-VII, § 51) και διάταξη Orion Břeclav κατά Τσεχικής Δημοκρατίας της 13ης Ιανουαρίου 2004 (προσφυγή υπ’ αριθ. 43783/98).


137 – ΕΔΔΑ, αποφάσεις Μαμιδάκης κατά Ελλάδας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 130, §§ 47 και 48) και Buffalo κατά Ιταλίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 130, § 32), καθώς και διάταξη Orion Břeclav κατά Τσεχικής Δημοκρατίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 137).


138 –      Βλ., ιδίως, σκέψεις 190 και 191 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


139 – ΕΔΔΑ, απόφαση Μαμιδάκης κατά Ελλάδας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 129, §§ 47 και 48).


140 – Ενδέχεται να ισχύει κάτι διαφορετικό, όταν εξαιρετικές περιστάσεις περιορίζουν σημαντικά την ικανότητα πληρωμής της επιχειρήσεως κατά τον χρόνο της επιβολής του προστίμου. Εντούτοις, στην προκειμένη περίπτωση, δεν υφίστανται σχετικές ενδείξεις και η Schindler δεν επικαλέσθηκε εξαιρετικές περιστάσεις αυτού του είδους.


141 –      Βλ., σχετικά, τις επισημάνσεις μου επί του έκτου και του έβδομου λόγου αναιρέσεως (ανωτέρω, σημεία 60 έως 133 των παρουσών προτάσεων).


142 –      Σκέψη 194 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


143 – Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 37, σημείο 99).


144 –      Σκέψεις 185 έως 196 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


145 – Συναφώς, αποφάσεις Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 75, σκέψη 319) και της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I-123, σκέψη 365).


146 –      Συναφώς, αποφάσεις Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 145, σκέψη 365), Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 75, σκέψεις 244 και 303) και Baustahlgewebe κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 128).


147 – Απόφαση E.ON Energie κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 40, σκέψεις 125 και 126).


148 –      Βλ., σχετικά, σκέψεις 367 έως 370 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


149 –      Βλ., ανωτέρω, σημεία 199 έως 201, καθώς και 218 και 219 των παρουσών προτάσεων.


150 – Η Schindler παραπέμπει στην: ΕΔΔΑ, απόφαση Μαμιδάκης κατά Ελλάδας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 129, §§ 44).


151 –      Βλ., ανωτέρω, ιδίως σημεία 214 έως 219 των παρουσών προτάσεων.


152 – Κατά τη γενική αρχή ότι οι νέοι κανόνες διαδικασίας εφαρμόζονται επί όλων των διαφορών που εκκρεμούν κατά τον χρόνο που οι εν λόγω κανόνες τίθενται σε ισχύ (πάγια νομολογία, βλ. μόνον απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 1981, 212/80 έως 217/80, Meridionale Industria Salumi κ.λπ. (Συλλογή 1981, σ. 2735, σκέψη 9), η κρίση επί των δικαστικών εξόδων, στη συγκεκριμένη υπόθεση, στηρίζεται στον Κανονισμό Διαδικασίας του Δικαστηρίου της 25ης Σεπτεμβρίου 2012, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 2012 (συναφώς, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, C‑441/11 P, Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, σκέψεις 83 έως 85). Πάντως, από απόψεως περιεχομένου, δεν υπάρχει καμία διαφορά σε σχέση με το άρθρο 69, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 118 και το άρθρο 122, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου της 19ης Ιουνίου 1991.


153 – Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2010, C‑550/07 P, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής κ.λπ. (Συλλογή 2010, σ. I-8301, σκέψη 123)· συναφώς, απόφαση της 31ης Μαΐου 2001, C‑122/99 P και C‑125/99 P, D και Σουηδία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2001, σ. I‑4319, σκέψη 65)· στην ανωτέρω υπόθεση ο D και το Βασίλειο της Σουηδίας είχαν μεν ασκήσει χωριστές αιτήσεις αναιρέσεως, αλλά καταδικάστηκαν εις ολόκληρον στην καταβολή των εξόδων.


154 – Τούτο συνέβη στην απόφαση Evonik Degussa κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 75, σημείο 3 του διατακτικού).


155 – Ως προς τούτο διαφέρει θεμελιωδώς η προκειμένη περίπτωση από την υπόθεση Evonik Degussa κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 75), στην οποία το κύρος του κανονισμού 17 μπορούσε να θεωρηθεί ως νέο νομικό ζήτημα σημαντικής φύσεως. Στην υπόθεση C‑583/11 P, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, τέθηκε επίσης προς εξέταση ένα αδιευκρίνιστο νομικό ζήτημα καίριας σημασίας, και ως εκ τούτου πρότεινα στο Δικαστήριο, να εφαρμόσει στην περίπτωση αυτή το άρθρο 184, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας και να καταδικάσει την Επιτροπή, η οποία είχε παρέμβει πρωτοδίκως, στα δικά της δικαστικά έξοδα (βλ., σχετικά, σημεία 151 και 152 των προτάσεών μου της 17ης Ιανουαρίου 2013 στην εν λόγω υπόθεση).


156 – Συναφώς, παραδείγματος χάρη, απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, C‑337/09 P, Συμβούλιο κατά Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group (σκέψη 112)· στην υπόθεση αυτή το Συμβούλιο, ως ηττηθείς διάδικος, καταδικάστηκε μεταξύ άλλων στα δικαστικά έξοδα της Audace, η οποία είχε παρέμβει πρωτοδίκως προς απόρριψη των αιτημάτων του και νίκησε στην αναιρετική διαδικασία.