Language of document : ECLI:EU:T:2004:348

Υπόθεση T-27/02

Kronofrance SA

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Κρατικές ενισχύσεις — Απόφαση της Επιτροπής περί μη προβολής αντιρρήσεων — Προσφυγή ακυρώσεως — Παραδεκτό — Πολυτομεακό πλαίσιο περιφερειακών ενισχύσεων για μεγάλα επενδυτικά σχέδια»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Λόγοι — Έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως — Λόγος δημοσίας τάξεως — Συνέπειες

2.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Απόφαση της Επιτροπής απευθυνθείσα σε κράτος μέλος και διαπιστώνουσα το συμβατό κρατικής ενισχύσεως προς την κοινή αγορά χωρίς κίνηση της τυπικής διαδικασίας εξετάσεως — Προσφυγή των ενδιαφερομένων κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ — Παραδεκτό

(Άρθρα 88 §§ 2 και 3, ΕΚ και 230, εδ. 4, ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρα 4 και 6)

3.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Σχέδια ενισχύσεων — Εξέταση εκ μέρους της Επιτροπής — Προκαταρκτικό στάδιο και στάδιο της κατ’ αντιπαράθεση συζητήσεως — Συμβατό ενισχύσεως προς την κοινή αγορά — Δυσχέρειες εκτιμήσεως — Υποχρέωση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία της κατ’ αντιπαράθεση συζητήσεως

(Άρθρο 88 §§ 2 και 3, ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 4)

4.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Εξέταση εκ μέρους της Επιτροπής — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Δυνατότητα υιοθετήσεως κατευθυντηρίων γραμμών —Ενίσχυση εμπίπτουσα στο πολυτομεακό πλαίσιο — Δεσμευτικό αποτέλεσμα — Δικαστικός έλεγχος

(Άρθρο 87 § 3, ΕΚ)

5.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Σχέδια ενισχύσεων — Εξέταση εκ μέρους της Επιτροπής — Πολυτομεακό πλαίσιο περιφερειακών ενισχύσεων για μεγάλα επενδυτικά σχέδια — Υπολογισμός της επιτρεπομένης ανωτάτης εντάσεως ενισχύσεως — Εκτίμηση της καταστάσεως του ανταγωνισμού — Κριτήρια αξιολογήσεως

(Άρθρο 87 ΕΚ· πολυτομεακό πλαίσιο των περιφερειακών ενισχύσεων για μεγάλα επενδυτικά σχέδια, σημεία 3.4 και 3.10.1)

1.      Ο λόγος περί απαραδέκτου που αντλείται από την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της προσφεύγουσας συνιστά λόγο δημοσίας τάξεως που μπορεί και μάλιστα πρέπει να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τον κοινοτικό δικαστή και ο οποίος, κατά συνέπεια, μπορεί να προβάλλεται από τον καθού σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.

(βλ. σκέψη 30)

2.      Στο πλαίσιο του εκ μέρους της Επιτροπής ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, πρέπει να διακριθεί, αφενός, η προκαταρκτική εξέταση των ενισχύσεων, την οποία προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, η οποία διέπεται από το άρθρο 4 του κανονισμού 659/1999 και η οποία αποσκοπεί μόνο στο να παράσχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να μορφώσει μια πρώτη γνώμη σχετικά με το εν μέρει ή πλήρως συμβατό της επίμαχης ενισχύσεως και, αφετέρου, η τυπική διαδικασία εξετάσεως, που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 2, και το άρθρο 6 του κανονισμού 659/1999 και η οποία αποσκοπεί στο να παράσχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να έχει πλήρη πληροφόρηση για το σύνολο των στοιχείων της υποθέσεως. Μόνο στο πλαίσιο της τελευταίας αυτής διαδικασίας η Συνθήκη προβλέπει την υποχρέωση της Επιτροπής να οχλήσει τους ενδιαφερομένους για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

Όταν η Επιτροπή, χωρίς να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ διαπιστώνει, βάσει της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, ότι μία ενίσχυση είναι συμβατή προς την κοινή αγορά, οι τυγχάνοντες των διαδικαστικών αυτών εγγυήσεων που προβλέπονται στην εν λόγω παράγραφο 2 δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την τήρησή τους παρά μόνον αν έχουν τη δυνατότητα να προσβάλουν ενώπιον του κοινοτικού δικαστή την απόφαση αυτή της Επιτροπής. Κατά συνέπεια, όταν, με προσφυγή ακυρώσεως κατά αποφάσεως της Επιτροπής η οποία ελήφθη μετά από προκαταρκτική εξέταση, ο προσφεύγων αποσκοπεί στην τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων που προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ, το γεγονός και μόνον ότι ο προσφεύγων έχει την ιδιότητα του ενδιαφερομένου, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αρκεί ώστε να θεωρηθεί ότι η απόφαση τον αφορά άμεσα και ατομικά κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ. Οι ενδιαφερόμενοι είναι κάθε κράτος μέλος, κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα θα μπορούσαν να θιγούν από τη χορήγηση ενισχύσεως, ειδικότερα ο δικαιούχος της ενισχύσεως αυτής, οι ανταγωνίστριες επιχειρήσεις και οι επαγγελματικές ενώσεις.

(βλ. σκέψεις 32-34, 37)

3.      Η προκαταρκτική εξέταση που θεσπίζει το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ και η οποία διέπεται από το άρθρο 4 του κανονισμού 659/1999 αποσκοπεί αποκλειστικά στο να εξασφαλίσει στην Επιτροπή επαρκή χρόνο σκέψεως και έρευνας για να μπορέσει να διαμορφώσει μια πρώτη άποψη σχετικά με τα κοινοποιηθέντα σχέδια ενισχύσεως, προκειμένου να καταλήξει, χωρίς να χρειαστεί εμπεριστατωμένη εξέταση, ότι είναι συμβατά προς τη Συνθήκη ή, αντιθέτως, να διαπιστώσει ότι το περιεχόμενό τους δημιουργεί συναφώς αμφιβολίες.

Η τυπική φάση εξετάσεως που παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να διαφωτίζεται πλήρως σχετικά με το σύνολο των στοιχείων της υποθέσεως προτού λάβει την απόφασή της είναι απαραίτητη εφόσον η Επιτροπή αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες για να εκτιμήσει αν μια ενίσχυση είναι συμβατή προς την κοινή αγορά. Η Επιτροπή μπορεί συνεπώς να περιοριστεί σε προκαταρκτική εξέταση για να λάβει απόφαση περί μη προβολής αντιρρήσεων σχετικά με ενίσχυση, μόνον αν είναι σε θέση να αποκτήσει την πεποίθηση, κατόπιν της εξετάσεως αυτής, ότι το εν λόγω σχέδιο είναι συμβατό προς τη Συνθήκη. Αντιθέτως, αν η πρώτη αυτή εξέταση δημιούργησε στην Επιτροπή την αντίθετη πεποίθηση ή ακόμη δεν της παρέσχε τη δυνατότητα να υπερβεί όλες τις δυσχέρειες που αντιμετώπιζε κατά την εκτίμηση του συμβατού της ενισχύσεως αυτής προς την κοινή αγορά, η Επιτροπή οφείλει να συλλέξει όλες τις αναγκαίες γνώμες και να κινήσει, προς τούτο, την τυπική διαδικασία εξετάσεως του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 49-52)

4.      Ναι μεν η Επιτροπή έχει, για την εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, η άσκηση της οποίας συνεπάγεται εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως που πρέπει να πραγματοποιούνται σε κοινοτικό πλαίσιο, πλην όμως η Επιτροπή μπορεί να επιβάλει στον εαυτό της κατευθύνσεις για την άσκηση της ως άνω εξουσίας εκτιμήσεως με πράξεις όπως είναι οι κατευθυντήριες γραμμές, στον βαθμό που οι πράξεις αυτές περιέχουν ενδεικτικούς κανόνες σχετικά με την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσει το θεσμικό αυτό όργανο και στον βαθμό που δεν αφίστανται των κανόνων της Συνθήκης. Οσάκις η Επιτροπή υιοθετεί κατευθυντήριες γραμμές προοριζόμενες να διευκρινίσουν, τηρουμένης της Συνθήκης, τα κριτήρια που πρόκειται να εφαρμόσει στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας της εκτιμήσεως, εντεύθεν προκύπτει ένας αυτοπεριορισμός της εξουσίας αυτής, καθόσον η Επιτροπή οφείλει να τηρεί τους ενδεικτικούς κανόνες που η ίδια επέβαλε στον εαυτό της. Στο πλαίσιο αυτό, εναπόκειται στο Πρωτοδικείο να ελέγχει αν οι κανόνες αυτοί τηρήθηκαν από την Επιτροπή.

Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του συμβατού προς την κοινή αγορά μιας ενισχύσεως που εμπίπτει στο πολυτομεακό πλαίσιο, ο καθορισμός του εφαρμοστέου διορθωτικού συντελεστή, όσον αφορά την κατάσταση του ανταγωνισμού, προκύπτει από μια διαρθρωτική και συγκυριακή ανάλυση της αγοράς την οποία οφείλει να πραγματοποιήσει η Επιτροπή, κατά την έκδοση της αποφάσέως της, με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια που προβλέπονται στο πολυτομεακό πλαίσιο. Από την εκτίμηση αυτή της Επιτροπής σχετικά με τον ειδικό εφαρμοστέο συντελεστή εξαρτάται το ύψος της ενισχύσεως που μπορεί να κριθεί συμβατή προς την κοινή αγορά.

(βλ. σκέψεις 79, 102)

5.      Οσάκις η Επιτροπή, καλούμενη να εφαρμόσει το πολυτομεακό πλαίσιο για τις περιφερειακές ενισχύσεις προς μεγάλα επενδυτικά σχέδια, προβαίνει στην εκτίμηση του συντελεστή που αφορά την κατάσταση του ανταγωνισμού, βάσει του οποίου καθορίζεται, κατά περίπτωση, το επιτρεπόμενο ανώτατο όριο εντάσεως ενισχύσεως για τα σχέδια που υπόκεινται στην υποχρέωση κοινοποιήσεως, η ανάλυση που αποσκοπεί στο να καθοριστεί αν ο επίμαχος τομέας παρουσιάζει διαρθρωτική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα συνιστά, a priori, την πρώτη ανάλυση που πρέπει να πραγματοποιηθεί. Ωστόσο, από το σημείο 3.10.1 του εν λόγω πλαισίου προκύπτει ότι η προτεραιότητα αυτή του καθορισμού της υπάρξεως ή της απουσίας διαρθρωτικής πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή μπορεί να περιοριστεί, εν πάση περιπτώσει, στην ανάλυση αυτή και μόνον εφόσον διαθέτει στοιχεία σχετικά με το ποσοστό αξιοποίησης της παραγωγικής ικανότητας του οικείου τομέα. Η εφαρμογή του υψηλότερου διορθωτικού συντελεστή, η οποία μεγιστοποιεί το ύψος της ενισχύσεως που μπορεί να κριθεί συμβατή προς την κοινή αγορά, προϋποθέτει συγκεκριμένα την προηγούμενη διαπίστωση της απουσίας τόσο διαρθρωτικής πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας του οικείου τομέα όσο και παρακμάζουσας αγοράς, εκτός αν θεωρηθεί ότι η απουσία μιας τέτοιας πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας συνεπάγεται υποχρεωτικά την απουσία παρακμής της σχετικής αγοράς προϊόντων, πράγμα το οποίο ισοδυναμεί με άρνηση του ειδικού χαρακτήρα των δύο αυτών κριτηρίων αξιολογήσεως του συντελεστή που αφορά την κατάσταση του ανταγωνισμού.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το σημείο 3.4 του πολυτομεακού πλαισίου έχει την έννοια ότι, στην περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία που αφορούν την αξιοποίηση της παραγωγικής ικανότητας του οικείου τομέα δεν παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να καταλήξει σε θετικό συμπέρασμα όσον αφορά την ύπαρξη διαρθρωτικής πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας, η Επιτροπή πρέπει να εξετάζει αν η σχετική αγορά είναι σε παρακμή. Η ερμηνεία αυτή του πολυτομεακού πλαισίου είναι η μόνη που είναι συμβατή προς το άρθρο 87 ΕΚ και προς τον σκοπό που επιδιώκει η διάταξη αυτή ο οποίος συνίσταται σε ένα μη νοθευμένο ανταγωνισμό.

(βλ. σκέψεις 90-91, 96-98)