Language of document : ECLI:EU:C:2016:985

Υπόθεση C-51/15

Remondis GmbH & Co. KG Region Nord

κατά

RegionHannover

(αίτηση του Oberlandesgericht Celleγια την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ – Σεβασμός της εθνικής ταυτότητας των κρατών μελών η οποία είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση – Εσωτερική οργάνωση των κρατών μελών – Οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως – Νομική πράξη διά της οποίας συστήνεται νέος φορέας δημοσίου δικαίου και ρυθμίζεται η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και ευθυνών προς εκτέλεση υπηρεσιών δημοσίου χαρακτήρα – Δημόσιες συμβάσεις – Οδηγία 2004/18/ΕΚ – Άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ – Έννοια της “δημοσίας συμβάσεως”»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα)της 21ης Δεκεμβρίου 2016

Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών – Οδηγία 2004/18 – Δημόσια σύμβαση – Έννοια – Συμφωνία μεταξύ δύο οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως – Νομική πράξη διά της οποίας συστήνεται νέος φορέας δημοσίου δικαίου και ρυθμίζεται η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και ευθυνών προς εκτέλεση υπηρεσιών δημοσίου χαρακτήρα – Δεν εμπίπτει – Προϋποθέσεις – Έλεγχος βαρύνων τα εθνικά δικαστήρια

(Άρθρο 4 § 2 ΣΕΕ· οδηγία 2004/18 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 2, στοιχείο αʹ)

Κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/18, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, δεν συνιστά δημόσια σύμβαση συμφωνία συναφθείσα μεταξύ δύο οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, βάσει της οποίας οι εν λόγω οργανισμοί εκδίδουν καταστατικό κανονισμό διά του οποίου συστήνουν σύνδεσμο οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, και μεταβιβάζουν στον νέο αυτόν δημόσιο φορέα ορισμένες αρμοδιότητες ασκούμενες μέχρι τούδε από τους ίδιους, οι οποίες αποτελούν πλέον ίδιες αρμοδιότητες του εν λόγω συνδέσμου οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως.

Πράγματι, η κατανομή των αρμοδιοτήτων στο εσωτερικό κράτους μέλους τυγχάνει της προστασίας που παρέχει το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ. Η προστασία αυτή καλύπτει και τις αναδιοργανώσεις αρμοδιοτήτων στο εσωτερικό κράτους μέλους, στο πλαίσιο των οποίων επέρχεται αναγκαστική ή εκούσια αποδέσμευση της προηγουμένως αρμοδίας αρχής από την υποχρέωση και το δικαίωμα εκπληρώσεως αποστολής δημοσίας υπηρεσίας δεδομένου ότι επιφορτισμένη με την εν λόγω υποχρέωση και φορέας του αντίστοιχου δικαιώματος είναι πλέον άλλη αρχή.

Εξάλλου, μια τέτοια μεταβίβαση αρμοδιοτήτων δεν πληροί το σύνολο των προϋποθέσεων που επιβάλλει ο ορισμός της έννοιας της δημοσίας συμβάσεως.

Μόνο σύμβαση συναπτόμενη εξ επαχθούς αιτίας μπορεί να συνιστά δημόσια σύμβαση εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/18, καθώς ο επαχθής αυτός χαρακτήρας σημαίνει ότι η αναθέτουσα αρχή που συνάπτει δημόσια σύμβαση λαμβάνει, δυνάμει της συμβάσεως αυτής και έναντι ανταλλάγματος, παροχή η οποία πρέπει να προσπορίζει άμεσο οικονομικό όφελος στην εν λόγω αναθέτουσα αρχή. Ο αμφοτεροβαρής χαρακτήρας της συμβάσεως αποτελεί, επομένως, ουσιώδες χαρακτηριστικό δημοσίας συμβάσεως

Πλην όμως, ανεξαρτήτως του στοιχείου ότι απόφαση σχετική με την απονομή αρμοδιοτήτων δημοσίας φύσεως δεν εμπίπτει στο πεδίο των οικονομικών συναλλαγών, αυτό καθεαυτό το γεγονός ότι δημόσια αρχή απεκδύεται αρμοδιότητα την οποία προηγουμένως ασκούσε εξαλείφει οιοδήποτε οικονομικό συμφέρον της ιδίας προς εκπλήρωση των αποστολών που αντιστοιχούν στην εν λόγω αρμοδιότητα.

Συνεπώς, η αναδιανομή των χρησιμοποιούμενων για την άσκηση της αρμοδιότητας μέσων, τα οποία εκχωρούνται από την αρχή που παύει να είναι αρμόδια σε εκείνην που καθίσταται αρμόδια, δεν μπορεί να αξιολογείται ως καταβολή τιμήματος, αλλά αποτελεί, αντιθέτως, λογική, αν όχι αναγκαία, συνέπεια της εκούσιας μεταβιβάσεως ή της επιβληθείσας ανακατανομής της εν λόγω αρμοδιότητας από την πρώτη αρχή στη δεύτερη.

Ομοίως, δεν συνιστά αμοιβή το γεγονός ότι η αρχή που λαμβάνει την πρωτοβουλία της μεταβιβάσεως αρμοδιότητας ή που αποφασίζει την ανακατανομή αρμοδιότητας δεσμεύεται να αναλάβει το βάρος ενδεχόμενων υπερβάσεων του κόστους οι οποίες μπορούν να προκύψουν από την άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για εγγύηση προς τους τρίτους, της οποίας η αναγκαιότητα απορρέει εν προκειμένω από την αρχή ότι κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν χωρεί κατά δημοσίας αρχής. Η ίδια η ύπαρξη, όμως, μιας τέτοιας αρχής άπτεται της εσωτερικής οργανώσεως κράτους μέλους.

Εντούτοις, προκειμένου μεταβίβαση αρμοδιότητας μεταξύ δημοσίων αρχών να χαρακτηρισθεί ως πράξη εσωτερικής οργανώσεως και, συνεπώς, να εμπίπτει στη σφαίρα της κατοχυρούμενης από το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ ελευθερίας των κρατών μελών πρέπει αυτή να πληροί ορισμένες προϋποθέσεις.

Συγκεκριμένα, μια τέτοια μεταβίβαση αρμοδιοτήτων σχετική με την εκπλήρωση αποστολών δημοσίας υπηρεσίας υφίσταται μόνον εάν αυτή καταλαμβάνει τόσο τις ευθύνες που συνέχονται με τη μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα όσο και τις συνακόλουθες αυτής εξουσίες, κατά τρόπον ώστε η νέα αρμόδια δημόσια αρχή να διαθέτει αυτονομία λήψεως αποφάσεων και οικονομική αυτοτέλεια, στοιχεία τη συνδρομή των οποίων απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

(βλ. σκέψεις 40-47, 49, 55 και διατακτ.)