Language of document : ECLI:EU:T:2021:716

Υπόθεση T-220/20

Petrus Kerstens

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

 Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 20ής Οκτωβρίου 2021

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Πειθαρχική διαδικασία – Άρθρο 266 ΣΛΕΕ – Διοικητικές έρευνες – Αρχή της χρηστής διοικήσεως – Αρχή της αμεροληψίας – Προσφυγή ακυρώσεως και αγωγή αποζημιώσεως»

1.      Θεμελιώδη δικαιώματα – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα χρηστής διοικήσεως – Απαίτηση περί αμεροληψίας – Έννοια – Ύπαρξη αμφιβολιών ως προς τη δημιουργούμενη εντύπωση αμεροληψίας που επηρεάζουν μόνον ένα πρόσωπο στους κόλπους συλλογικού οργάνου – Τεκμήριο αμεροληψίας μέχρις αποδείξεως του εναντίου

(Άρθρο 6 § 1 ΣΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 1)

(βλ. σκέψεις 32-35)

2.      Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Έρευνα πριν από την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας – Απαίτηση περί αμεροληψίας – Περιεχόμενο – Προηγούμενη γνώση των πραγματικών περιστατικών από το αρμόδιο για τη διενέργεια της έρευνας πρόσωπο –Αρμόδιο για τη διενέργεια της έρευνας πρόσωπο που καταγγέλλει τα πραγματικά περιστατικά τα οποία οδήγησαν στη διαδικασία – Ύπαρξη ευλόγων αμφιβολιών σχετικά με την αμεροληψία του αρμοδίου για τη διενέργεια της έρευνας προσώπου – Παράβαση της απαιτήσεως περί αμεροληψίας

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 1· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα ΙX, άρθρο 3)

(βλ. σκέψεις 37-43)

Σύνοψη

Ο προσφεύγων-ενάγων [στο εξής: προσφεύγων], Petrus Kerstens, είναι πρώην υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κατά του οποίου, σε διαφορετικές ημερομηνίες και για διάφορους λόγους, η Επιτροπή είχε κινήσει τρεις πειθαρχικές διαδικασίες.

Με απόφαση με την οποία περατώθηκαν οι τρεις διαδικασίες (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) διαπίστωσε ότι η συμπεριφορά του προσφεύγοντος συνιστούσε παράβαση των άρθρων 11, 12 και 17 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ).

Καθόσον η διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως απορρίφθηκε, ο προσφεύγων άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής. Αμφισβητεί, μεταξύ άλλων, την αμεροληψία της διαδικασίας ενιαίας έρευνας λόγω της ομαδοποίησης των τριών πειθαρχικών διαδικασιών και της συμμετοχής στην συγκεκριμένη έρευνα, ως υπεύθυνης για τη διεξαγωγή της, της καταγγέλλουσας των πραγματικών περιστατικών που εξετάστηκαν στο πλαίσιο μιας από τις πειθαρχικές διαδικασίες.

Το Γενικό Δικαστήριο κάνει δεκτή την προσφυγή και ακυρώνει την προσβαλλόμενη απόφαση. Με την απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο συμπληρώνει τη νομολογία του όσον αφορά την υποκειμενική αμεροληψία και διευκρινίζει την έννοια της αντικειμενικής αμεροληψίας, οι οποίες πρέπει αμφότερες να τηρούνται από τη Διοίκηση, βάσει της αρχής της χρηστής διοικήσεως, στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Κατ’ αρχάς, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνεπάγεται το δικαίωμα κάθε προσώπου στην αμερόληπτη εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, η Διοίκηση υποχρεούται να εξετάζει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης υποθέσεως της οποίας επιλαμβάνεται και να συγκεντρώνει όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία για την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, καθώς και να διασφαλίζει την ομαλή διεξαγωγή των διαδικασιών που εφαρμόζει.

Συναφώς, η επιταγή περί αμεροληψίας καλύπτει, αφενός, την υποκειμενική αμεροληψία, κατά την οποία κανένας επιφορτισμένος με την υπόθεση υπάλληλος του θεσμικού οργάνου δεν πρέπει να εκδηλώνει μεροληψία ή προσωπικές προκαταλήψεις, και, αφετέρου, την αντικειμενική αμεροληψία, κατά την οποία το θεσμικό όργανο πρέπει να παρέχει επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης σχετικής αμφιβολίας. Στο πλαίσιο της εξετάσεως της αμεροληψίας μιας συλλογικής διαδικασίας, το γεγονός ότι οι αμφιβολίες ως προς την δημιουργούμενη εντύπωση αμεροληψίας επηρεάζουν μόνον ένα πρόσωπο στους κόλπους συλλογικού οργάνου δεν είναι κατ’ ανάγκην καθοριστικής σημασίας, δεομένου ότι το πρόσωπο αυτό είχε τη δυνατότητα να ασκήσει αποφασιστική επιρροή κατά τις συζητήσεις.

Όσον αφορά την υποκειμενική αμεροληψία, αυτή τεκμαίρεται μέχρις αποδείξεως του εναντίου. Όσον αφορά την αντικειμενική αμεροληψία, αυτή απουσιάζει εφόσον αποδειχθεί ότι, πριν από την έναρξη της έρευνας, ένα από τα πρόσωπα που θα αναλάμβανε τη διενέργειά της είχε λάβει γνώση των πραγματικών περιστατικών που αποτέλεσαν το αντικείμενό της και ότι το οικείο θεσμικό όργανο μπορούσε να διορίσει ως υπάλληλο αρμόδιο για τη διενέργεια της έρευνας πρόσωπο το οποίο δεν είχε καμία προηγούμενη γνώση των πραγματικών περιστατικών, ώστε να μην εγείρει καμία εύλογη αμφιβολία ως προς την αμεροληψία του έναντι του άλλου διαδίκου.

Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η επίμαχη κατάσταση, η οποία χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για τη διεξαγωγή της ενιαίας έρευνας που κινήθηκε για τις τρεις διαδικασίες είναι επίσης το πρόσωπο που κατήγγειλε τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν το αντικείμενο μιας από τις διαδικασίες, ενέχει τον αντικειμενικό κίνδυνο το συγκεκριμένο πρόσωπο να έχει ήδη σχηματίσει γνώμη ή να είναι προκατειλημμένο σχετικά με την συμμετοχή του προσφεύγοντος στις πράξεις που του προσάπτονταν, πριν καν ακόμη διεξαχθεί η έρευνα. Λαμβανομένου υπόψη, ειδικότερα, του ρόλου του εν λόγω προσώπου στη διεξαγωγή της έρευνας και της επιρροής που μπορούσε να έχει στο περιεχόμενο της τελικής έκθεσης, μια τέτοια κατάσταση μπορεί να δημιουργήσει στον προσφεύγοντα εύλογες αμφιβολίες ως προς την αντικειμενική αμεροληψία της έρευνας. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν οργάνωσε τη διαδικασία έρευνας κατά τρόπο ώστε να παράσχει στον προσφεύγοντα επαρκείς εγγυήσεις ως προς την αντικειμενική αμεροληψία της διαδικασίας είναι ικανό να καταστήσει πλημμελή την πειθαρχική διαδικασία στο σύνολό της.

Τέλος, όσον αφορά την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι μια διαδικαστική πλημμέλεια μπορεί να δικαιολογήσει την ακύρωση πράξεως μόνον εάν, ελλείψει της πλημμέλειας αυτής, η διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, ιδίως δε η φύση των αιτιάσεων και το εύρος των διαδικαστικών πλημμελειών που έχουν διαπραχθεί σε σχέση με τις εγγυήσεις που παρέχονται στον υπάλληλο.

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η διοικητική έρευνα έχει ρόλο ικανό να επηρεάσει την πειθαρχική διαδικασία. Ειδικότερα, βάσει της έρευνας αυτής και της ακροάσεως του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου, η ΑΔΑ εκτιμά, πρώτον, αν πρέπει να κινήσει πειθαρχική διαδικασία, δεύτερον, αν πρέπει η διαδικασία αυτή να διενεργηθεί ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου και, τρίτον, τα πραγματικά περιστατικά των οποίων επιλαμβάνεται το πειθαρχικό συμβούλιο, όταν κινείται η διαδικασία ενώπιόν του. Επομένως, δεν μπορεί να αποκλειστεί η περίπτωση κατά την οποία η διοικητική έρευνα θα μπορούσε να είχε οδηγήσει σε διαφορετική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και, ως εκ τούτου, να καταλήξει σε διαφορετικές συνέπειες, αν είχε διεξαχθεί με όλες τις εγγυήσεις αμεροληψίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο προσφεύγων μπορούσε να διατηρεί εύλογες αμφιβολίες ως προς την αντικειμενική αμεροληψία της έρευνας και, επομένως, των πειθαρχικών διαδικασιών που είχαν κινηθεί εις βάρος του.