Language of document : ECLI:EU:C:2006:586

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-392/04 και C-422/04

i-21 Germany GmbH

και

Arcor AG & Co. KG, πρώην ISIS Multimedia Net GmbH & Co. KG

κατά

Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

(αιτήσεις του Bundesverwaltungsgericht

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών — Οδηγία 97/13/ΕΚ — Άρθρο 11, παράγραφος 1 — Τέλη και επιβαρύνσεις επί ειδικών αδειών — Άρθρο 10 ΕΚ — Υπεροχή του κοινοτικού δικαίου — Ασφάλεια δικαίου — Διοικητική απόφαση καταστάσα απρόσβλητη»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Προσέγγιση των νομοθεσιών — Τομέας τηλεπικοινωνιών

(Οδηγία 97/13 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 11 § 1)

2.        Κράτη μέλη — Υποχρεώσεις — Υποχρέωση συνεργασίας

(Άρθρο 10 ΕΚ· οδηγία 97/13 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 11 § 1)

1.        Το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/13, σχετικά με κοινό πλαίσιο γενικών και ειδικών αδειών στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, απαγορεύει την επιβολή τέλους, για ειδικές άδειες, υπολογιζομένου βάσει των γενικών διοικητικών δαπανών του ρυθμιστικού οργανισμού, που συνδέονται με την έκδοση των εν λόγω αδειών, για περίοδο 30 ετών.

Πράγματι, από το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι τα τέλη που τα κράτη μέλη επιβάλλουν στις κατέχουσες ειδικές άδειες επιχειρήσεις αποσκοπούν αποκλειστικώς στην κάλυψη των διοικητικών δαπανών που συνεπάγεται η θέση σε εφαρμογή αυτών των αδειών. Είναι μεν αληθές ότι η έννοια των διοικητικών δαπανών είναι επαρκώς ευρεία ώστε να καλύπτει τις καλούμενες «γενικές» διοικητικές δαπάνες, όμως οι τελευταίες πρέπει να αναφέρονται μόνο στις τέσσερις δραστηριότητες που ρητώς αναφέρει το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/13. Επιπλέον, το τέλος πρέπει να είναι ανάλογο προς τον όγκο της απαιτουμένης εργασίας και να αποτελεί αντικείμενο κατάλληλης και επαρκώς λεπτομερούς δημοσιεύσεως ώστε η πρόσβαση στις πληροφορίες να είναι εύκολη. Όμως, o υπολογισμός των δαπανών αυτών για περίοδο 30 ετών συνεπάγεται γενίκευση των δαπανών που μπορούν να προκληθούν στο μέλλον, η οποία, εξ ορισμού, δεν εμφανίζει τις πράγματι πραγματοποιούμενες δαπάνες. Ελλείψει μηχανισμού αναθεωρήσεως του ποσού του αιτουμένου τέλους, το ποσό αυτό δεν μπορεί να είναι αυστηρά ανάλογο προς την απαιτουμένη εργασία, όπως ρητώς το απαιτεί το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/13.

(βλ. σκέψεις 28-29, 32-33, 39, 42, διατακτ. 1)

2.        Το κοινοτικό δίκαιο δεν επιβάλλει στο διοικητικό όργανο την υποχρέωση να εξετάσει εκ νέου μια διοικητική απόφαση που κατέστη απρόσβλητη λόγω εκπνοής των εύλογων προθεσμιών προσβολής της ή εξαντλήσεως των ενδίκων μέσων. Η τήρηση της αρχής αυτής καθιστά δυνατό να αποφεύγεται η επ’ αόριστον αμφισβήτηση των διοικητικών πράξεων που συνεπάγονται έννομα αποτελέσματα. Πάντως, σε ορισμένες περιπτώσεις, στην αρχή αυτή μπορεί να τεθεί κάποιο όριο. Πράγματι, το υπεύθυνο για την έκδοση διοικητικής αποφάσεως διοικητικό όργανο υποχρεούται, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της συνεργασίας που απορρέει από το άρθρο 10 ΕΚ, να επανεξετάσει την απόφαση αυτή και ενδεχομένως να την ανακαλέσει, αν πληρούνται τέσσερις προϋποθέσεις. Πρώτον, το διοικητικό όργανο διαθέτει, κατά το εθνικό δίκαιο, την εξουσία να επανεξετάσει την απόφαση αυτή. Δεύτερον, η οικεία απόφαση κατέστη απρόσβλητη κατόπιν αποφάσεως εθνικού δικαστηρίου που αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό. Τρίτον, η εν λόγω απόφαση στηρίχθηκε σε ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου η οποία, βάσει μεταγενέστερης αποφάσεως του Δικαστηρίου, αποδείχθηκε εσφαλμένη και υιοθετήθηκε χωρίς να υποβληθούν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο κατά τους όρους του άρθρου 234, παράγραφος 3, ΕΚ. Τέταρτον, ο ενδιαφερόμενος απευθύνθηκε στο διοικητικό όργανο μόλις έλαβε γνώση της εν λόγω νομολογίας του Δικαστηρίου. Έχει σημασία, επομένως, η επιχείρηση να έχει εξαντλήσει όλα τα ένδικα μέσα που διαθέτει.

Εξάλλου, η αρχή της ισοδυναμίας απαιτεί όπως όλες οι διατάξεις που έχουν εφαρμογή επί προσφυγών, περιλαμβανομένων των τασσομένων προθεσμιών, έχουν αδιακρίτως εφαρμογή επί των προσφυγών που στηρίζονται σε παραβίαση του κοινοτικού δικαίου και σ’ αυτές που στηρίζονται σε παραβίαση του εσωτερικού δικαίου. Επομένως, αν οι εφαρμοστέες στις προσφυγές εθνικές διατάξεις επιβάλλουν υποχρέωση ανακλήσεως διοικητικής πράξεως, παράνομης έναντι του εσωτερικού δικαίου, παρ’ όλον ότι η πράξη αυτή κατέστη απρόσβλητη, οσάκις η διατήρηση αυτής της πράξεως θα είναι «άνευ ετέρου αφόρητη», η ίδια υποχρέωση ανακλήσεως πρέπει να υφίσταται, υπό αντίστοιχες συνθήκες, όταν υφίσταται διοικητική πράξη που δεν είναι σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο.

Έτσι, οσάκις, κατ’ εφαρμογήν κανόνων εθνικού δικαίου, η διοίκηση υποχρεούται να ανακαλέσει διοικητική απόφαση καταστάσα απρόσβλητη, αν αυτή είναι προδήλως ασυμβίβαστη προς το εσωτερικό δίκαιο, η ίδια υποχρέωση πρέπει να υφίσταται αν η εν λόγω απόφαση είναι προδήλως ασυμβίβαστη προς το κοινοτικό δίκαιο. Συναφώς, στον εθνικό δικαστή απόκειται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/13, να εκτιμήσει αν μια σαφώς ασυμβίβαστη προς το κοινοτικό δίκαιο ρύθμιση, όπως αυτή επί της οποίας βασίστηκαν οι πράξεις περί επιβολής τέλους για τις οποίες πρόκειται στις κύριες δίκες, πάσχει πρόδηλη έλλειψη νομιμότητας υπό την έννοια του οικείου εθνικού δικαίου. Αν αυτό συμβαίνει, στο εν λόγω δικαστήριο απόκειται να αντλήσει όλες τις εντεύθεν συνέπειες σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, όσον αφορά την ανάκληση των εν λόγω πράξεων.

(βλ. σκέψεις 51-53, 62-63, 69-72, διατακτ. 2)