Language of document : ECLI:EU:T:2017:337

Υπόθεση T‑122/15

Landeskreditbank Baden-Württemberg – Förderbank

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

«Οικονομική και νομισματική πολιτική – Προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων – Άρθρο 6, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 – Άρθρο 70, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 468/2014 – Ενιαίος εποπτικός μηχανισμός – Αρμοδιότητες της ΕΚΤ – Αποκεντρωμένη άσκηση από τις εθνικές αρχές – Αξιολόγηση της σημασίας πιστωτικού ιδρύματος – Αναγκαιότητα άμεσης εποπτείας από την ΕΚΤ»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο πενταμελές τμήμα) της 16ης Μαΐου 2017

1.      Οικονομική και νομισματική πολιτική – Οικονομική πολιτική – Εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα της Ένωσης – Ενιαίος εποπτικός μηχανισμός – Υπαγωγή σημαντικής οντότητας στην άμεση προληπτική εποπτεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – Χαρακτηρισμός οντότητας ως σημαντικής – Καταλληλότητα της εποπτείας από την ΕΚΤ σε συνάρτηση με την εποπτεία την οποία μπορούν να ασκήσουν οι εθνικές αρχές

(Κανονισμός 1024/2013 του Συμβουλίου, άρθρα 4 και 6· κανονισμός 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρα 70 και 71)

2.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ερμηνεία – Μέθοδοι – Ερμηνεία του παράγωγου δικαίου σύμφωνη με τη Συνθήκη ΛΕΕ – Ερμηνεία σε συνάρτηση με το πλαίσιο και τον σκοπό της διατάξεως

3.      Οικονομική και νομισματική πολιτική – Οικονομική πολιτική – Εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα της Ένωσης – Ενιαίος εποπτικός μηχανισμός – Αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – Αποκεντρωμένη άσκηση από τις εθνικές αρχές – Αξιολόγηση της σημασίας οντότητας – Αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΚΤ

(Κανονισμός 1024/2013 του Συμβουλίου, άρθρα 4 § 1 και 6 § 4· κανονισμός 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρα 70 και 71)

4.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Αρχή της επικουρικότητας – Περιεχόμενο – Δυνατότητα εφαρμογής στους τομείς που εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης – Αποκλείεται

(Άρθρο 5 § 3 ΣΕΕ)

5.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Αναλογικότητα – Περιεχόμενο – Εξουσία εκτιμήσεως του νομοθέτη της Ένωσης – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

6.      Οικονομική και νομισματική πολιτική – Οικονομική πολιτική – Εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα της Ένωσης – Ενιαίος εποπτικός μηχανισμός – Υπαγωγή των λιγότερο σημαντικών οντοτήτων στην άμεση προληπτική εποπτεία των εθνικών αρχών – Αποκεντρωμένη άσκηση από τις αρχές αυτές αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ένωσης – Δυνατότητα επαναχαρακτηρισμού σημαντικής οντότητας ως λιγότερο σημαντικής διότι οι εθνικές αρχές είναι κατάλληλες να ασκήσουν άμεση εποπτεία επ’ αυτής – Αποκλείεται

(Άρθρο 291 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1024/2013 του Συμβουλίου, άρθρο 6· κανονισμός 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 70 § 1)

7.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Ίση μεταχείριση – Ανάγκη τηρήσεως της αρχής της νομιμότητας – Αδυναμία επικλήσεως παρανομίας διαπραχθείσας υπέρ τρίτου

8.      Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Έλλειψη αιτιολογίας ή ανεπαρκής αιτιολογία – Λόγος διαφορετικός από εκείνον που αφορά την ουσιαστική νομιμότητα

(Άρθρα 263 ΣΛΕΕ και 296 ΣΛΕΕ)

9.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Εκτίμηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ)

10.    Πράξεις των οργάνων – Πράξεις εκδοθείσες κατά την άσκηση εξουσίας εκτιμήσεως – Τήρηση των εγγυήσεων που παρέχονται στον διοικούμενο – Υποχρέωση εξετάσεως, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλων των κρίσιμων στοιχείων

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41)

1.      Η προληπτική εποπτεία των σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων απόκειται αποκλειστικώς στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 6 του κανονισμού 1024/2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην ΕΚΤ σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων. Από το άρθρο 6, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι ο χαρακτηρισμός ιδρύματος ως «σημαντικού» μπορεί να απορριφθεί υπό ειδικές περιστάσεις τις οποίες η ΕΚΤ πρέπει να διευκρινίσει. Αυτή η διευκρίνιση περιλαμβάνεται στα άρθρα 70 και 71 του κανονισμού 468/2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού.

Συναφώς, το γράμμα του άρθρου 70, παράγραφος 1, του κανονισμού 468/2014 αναφέρεται αποκλειστικώς στην εξέταση της καταλληλότητας ή μη του χαρακτηρισμού μιας οντότητας ως σημαντικής και, ως εκ τούτου, της εποπτείας της μόνον από την ΕΚΤ, σε συνάρτηση με τους σκοπούς του κανονισμού 1024/2013. Ουδόλως γίνεται μνεία της εξετάσεως της αναγκαιότητας για άμεση εποπτεία σημαντικής οντότητας από την ΕΚΤ. Ενώ η εξέταση της καταλληλότητας πράξεως της Ένωσης αφορά κατά κανόνα το αν είναι πρόσφορη για την επίτευξη των νομίμως επιδιωκομένων από την οικεία ρύθμιση σκοπών, η εκτίμηση της αναγκαιότητάς της συνίσταται στην εξακρίβωση του αν η πράξη αυτή υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών αυτών μέτρο.

Ως εκ τούτου, καθόσον το άρθρο 70, παράγραφος 1, του κανονισμού 468/2014 αναφέρεται σε ιδιαίτερες και πραγματικές συνθήκες που καθιστούν ακατάλληλο τον χαρακτηρισμό μιας προληπτικώς εποπτευόμενης οντότητας ως σημαντικής, λαμβανομένων υπόψη των στόχων και των αρχών του κανονισμού 1024/2013, συνάγεται κατ’ ανάγκην ότι το άρθρο αυτό αφορά μόνον την περίπτωση κατά την οποία η άσκηση άμεσης προληπτικής εποπτείας από την ΕΚΤ, λόγω του χαρακτηρισμού οντότητας ως «σημαντικής», ενδείκνυται λιγότερο για την επίτευξη των σκοπών του εν λόγω κανονισμού απ’ ό,τι η άσκηση άμεσης προληπτικής εποπτείας της οντότητας αυτής από τις εθνικές αρχές. Αντιθέτως, δεν απορρέει από τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 70, παράγραφος 1, του κανονισμού 468/2014 το ενδεχόμενο χαρακτηρισμού μιας «σημαντικής οντότητας» ως «λιγότερο σημαντικής» λόγω του ότι η άμεση εποπτεία από τις εθνικές αρχές στο πλαίσιο του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού ενδείκνυται εξίσου για την επίτευξη των σκοπών του κανονισμού 1024/2013 με την εποπτεία που ασκείται μόνον από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

(βλ. σκέψεις 22, 28, 29, 44-46)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 40, 41)

3.      Από την οικονομία του κανονισμού 1024/2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, προκύπτει ότι το Συμβούλιο έχει αναθέσει στην ΕΚΤ αποκλειστική αρμοδιότητα όσον αφορά τα προληπτικά καθήκοντα τα οποία απαριθμούνται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Συναφώς, το άρθρο 6 του ίδιου κανονισμού έχει ως μόνο σκοπό να καταστήσει δυνατή την αποκεντρωμένη άσκηση στο πλαίσιο του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού της αρμοδιότητας αυτής από τις εθνικές αρχές, υπό τον έλεγχο της ΕΚΤ, έναντι οντοτήτων λιγότερο σημαντικών και όσον αφορά τα καθήκοντα του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και δʹ έως θʹ, του κανονισμού 1024/2013, αναθέτοντας παράλληλα στην ΕΚΤ την αποκλειστική αρμοδιότητα να καθορίζει το περιεχόμενο της έννοιας των ειδικών περιστάσεων κατά το άρθρο 6, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, την οποία η ΕΚΤ άσκησε με την έκδοση των άρθρων 70 και 71 του κανονισμού 468/2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού.

(βλ. σκέψη 63)

4.      Μολονότι, εφόσον έχει εφαρμογή, η αρχή της επικουρικότητας επιβάλλει, μεταξύ άλλων, να εξακριβώνεται αν ο σκοπός της επιδιωκόμενης πράξεως μπορεί να εκπληρωθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης ή αν ο σκοπός αυτός μπορούσε να εκπληρωθεί κατά τρόπο εξίσου αποτελεσματικό σε εθνικό επίπεδο, από το άρθρο 5, παράγραφος 3, ΣΕΕ προκύπτει ότι η αρχή αυτή μπορεί να εφαρμοστεί μόνο σε τομείς οι οποίοι δεν υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης.

(βλ. σκέψη 65)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 67, 68)

6.      Στο πλαίσιο της εποπτείας των λιγότερο σημαντικών οντοτήτων βάσει του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού τον οποίο περιγράφει το άρθρο 6 του κανονισμού 1024/2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, οι εθνικές αρχές ενεργούν στο πλαίσιο αποκεντρωμένης ασκήσεως αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ένωσης και όχι ασκήσεως εθνικής αρμοδιότητας. Ως εκ τούτου, η μόνη αρμοδιότητα που μπορεί να επηρεασθεί από την άσκηση της άμεσης προληπτικής εποπτείας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι η κατ’ αρχήν αρμοδιότητα των κρατών μελών όσον αφορά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης στην εσωτερική έννομη τάξη, όπως υπογραμμίζεται στο άρθρο 291, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με το θεσμικό σύστημα της Ένωσης και τους κανόνες οι οποίοι διέπουν τις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών, στα τελευταία εναπόκειται, ελλείψει αντίθετης διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, να διασφαλίζουν στο έδαφός τους την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης.

Επιβάλλεται, πάντως, η διαπίστωση ότι η διατήρηση της αρμοδιότητας αυτής δεν συνεπάγεται ερμηνεία της έννοιας των ειδικών περιστάσεων οι οποίες είναι δυνατό να αποκλείσουν τον χαρακτηρισμό του «σημαντικού» που έχει αποδοθεί σε πιστωτικό ίδρυμα, κατά το άρθρο 70, παράγραφος 1, του κανονισμού 468/2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού, υπό την έννοια ότι επιβάλλει την κατά περίπτωση εξέταση, όσον αφορά ίδρυμα το οποίο χαρακτηρίζεται ως σημαντικό βάσει των κριτηρίων του άρθρου 6, παράγραφος 4, του κανονισμού 1024/2013, αν οι σκοποί του άρθρου αυτού μπορούν να επιτευχθούν εξίσου αποτελεσματικά με την άμεση εποπτεία από τις εθνικές αρχές. Πράγματι, μια τέτοια ερμηνεία θα κατέληγε στον κλονισμό της ισορροπίας που επιτυγχάνεται με τον κανονισμό αυτό, καθόσον θα σήμαινε ότι πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση μήπως, παρά την εφαρμογή των κριτηρίων του άρθρου 6, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού, ένα σημαντικό ίδρυμα πρέπει να υπαχθεί στην άμεση εποπτεία των εθνικών αρχών, διότι οι αρχές αυτές θα ήταν περισσότερο κατάλληλες για την εκπλήρωση των σκοπών του κανονισμού 1024/2013. Ειδικότερα, μια τέτοια εξέταση έρχεται σε πλήρη αντίθεση με δύο θεμελιώδη στοιχεία στη λογική της διατάξεως αυτής, ήτοι, αφενός, με την αρχή ότι τα σημαντικά ιδρύματα υπάγονται στην εποπτεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και μόνον και, αφετέρου, με την ύπαρξη συγκεκριμένων εναλλακτικών κριτηρίων τα οποία καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό της σημασίας ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος.

(βλ. σκέψεις 72-76)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 84)

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 122)

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 123, 124, 131)

10.    Όταν ένα θεσμικό όργανο έχει εξουσία εκτιμήσεως, οφείλει να κάνει πλήρη χρήση της εξουσίας αυτής. Στο πλαίσιο αυτό, ο εκδότης της πράξεως πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης ότι η πράξη εκδόθηκε κατόπιν πραγματικής ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως, η οποία προϋποθέτει ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία και όλες οι σχετικές περιστάσεις της καταστάσεως στη ρύθμιση της οποίας η πράξη αυτή αποσκοπεί. Συναφώς, μεταξύ των εγγυήσεων που προβλέπει η έννομη τάξη της Ένωσης στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών περιλαμβάνεται, ιδίως, η αρχή της χρηστής διοικήσεως, η οποία κατοχυρώνεται με το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με την οποία συνδέεται η υποχρέωση του αρμοδίου θεσμικού οργάνου να ερευνά, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως.

(βλ. σκέψεις 139, 147)