Language of document : ECLI:EU:T:2014:254

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 14ης Μαΐου 2014 (*)

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Αγορά του ανθρακασβεστίου και του μαγνησίου για τη χαλυβουργία και τη βιομηχανία φυσικού αερίου στον ΕΟΧ, με εξαίρεση την Ιρλανδία, την Ισπανία, την Πορτογαλία και το Ηνωμένο Βασίλειο — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ— Καθορισμός των τιμών και κατανομή της αγοράς — Πρόστιμα — Άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 — Κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων — Ελαφρυντικές περιστάσεις — Συνεργασία κατά τη διοικητική διαδικασία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Ίση μεταχείριση — Αναλογικότητα — Ικανότητα πληρωμής»

Στην υπόθεση T‑406/09,

Donau Chemie AG, με έδρα τη Βιέννη (Αυστρία), εκπροσωπούμενη από τους S. Polster, W. Brugger και M. Brodey, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους N. von Lingen και M. Kellerbauer, επικουρούμενους από τον καθηγητή T. Eilmansberger, στη συνέχεια, από τους Ν. von Lingen και M. Kellerbauer,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως, ως προς την προσφεύγουσα, του άρθρου 2 της αποφάσεως C(2009) 5791 τελικό της Επιτροπής, της 22ας Ιουλίου 2009, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/39.396 − Αντιδραστήρια με βάση ανθρακασβέστιο και μαγνήσιο για τη χαλυβουργία και τη βιομηχανία φυσικού αερίου), καθώς και, επικουρικώς, αίτημα μειώσεως του προστίμου που της επιβλήθηκε με την εν λόγω απόφαση

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Czúcz, πρόεδρο, I. Labucka και Δ. Γρατσία (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: K. Andová, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Οκτωβρίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Με την απόφασή της C(2009) 5791 τελικό, της 22ας Ιουλίου 2009, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/39.396 — Αντιδραστήρια με βάση ανθρακασβέστιο και μαγνήσιο για τη βιομηχανία φυσικού αερίου και τη χαλυβουργία) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διαπίστωσε ότι από τις 7 Απριλίου 2004 έως τις 16 Ιανουαρίου 2007 οι κύριοι προμηθευτές ανθρακασβεστίου και μαγνησίου για τη χαλυβουργία και τη βιομηχανία φυσικού αερίου παρέβησαν το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον Ενιαίο Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), μετέχοντας σε ενιαία και διαρκή παραβάσεως η οποία συνίστατο σε κατανομή της αγοράς, καθορισμό ποσοστώσεων, κατανομή των πελατών, καθορισμό των τιμών και ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών σχετικών με τις τιμές, τους πελάτες και τους όγκους πωλήσεων εντός του ΕΟΧ, με εξαίρεση την Ιρλανδία, την Ισπανία, την Πορτογαλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

2        Η διαδικασία κινήθηκε κατόπιν αιτήσεως που υπέβαλε η Akzo Nobel NV στις 20 Νοεμβρίου 2006 για απαλλαγή από το πρόστιμο, κατά την έννοια της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση περί επιείκειας).

3        Η προσφεύγουσα, Donau Chemie AG, επίσης υπέβαλε, στις 25 Ιανουαρίου 2007, αίτηση μειώσεως του προστίμου (αιτιολογική σκέψη 342 της προσβαλλομένης αποφάσεως), κατά την έννοια της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002 (στο εξής: αίτηση περί επιείκειας της προσφεύγουσας).

4        Με την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 1, στοιχείο γ΄), η Επιτροπή εκτίμησε ότι η προσφεύγουσα μετείχε στην παράβαση από τις 7 Απριλίου 2004 έως τις 16 Ιανουαρίου 2007. Ειδικότερα, από τις αιτιολογικές σκέψεις 57, 64 έως 92, 114 και 214 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά την Επιτροπή, η προσφεύγουσα είχε εμπλακεί, μέσω διευθυντικών στελεχών της ή εργαζομένων της, σε πτυχές συμφωνιών ή εναρμονισμένων πρακτικών σχετικά με το ανθρακασβέστιο σε σκόνη ή κόκκους. Αντιθέτως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε εμπλακεί σε άλλη πτυχή των εν λόγω συμφωνιών ή εναρμονισμένων πρακτικών όσον αφορά το μαγνήσιο.

5        Με το άρθρο 2, στοιχείο γ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επέβαλε στην προσφεύγουσα πρόστιμο ύψους 5 εκατομμυρίων ευρώ για την προαναφερθείσα παράβαση.

6        Για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα και στους λοιπούς αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εφάρμοσε τη μέθοδο που περιγράφεται στις κατευθυντήριες γραμμές της για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές).

7        Η μέθοδος αυτή περιλαμβάνει δύο στάδια. Κατά το πρώτο, η Επιτροπή καθορίζει ένα βασικό ποσό για κάθε επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, βάσει της αξίας των πωλήσεων προϊόντων ή υπηρεσιών τις οποίες έχει πραγματοποιήσει η επιχείρηση και οι οποίες σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την παράβαση στον σχετικό γεωγραφικό χώρο. Το βασικό ποσό του προστίμου συνδέεται με ορισμένο ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων, το οποίο καθορίζεται σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως, πολλαπλασιασμένο με τον αριθμό των ετών της παραβάσεως. Επιπλέον, κατά την παράγραφο 25 των κατευθυντήριων γραμμών, ανεξαρτήτως της διάρκειας της συμμετοχής μιας επιχείρησης στην παράβαση, η Επιτροπή περιλαμβάνει στο βασικό ποσό ένα ποσό κυμαινόμενο μεταξύ 15 % και 25 % της αξίας των πωλήσεων, το λεγόμενο «τέλος εισόδου», προς αποτροπή της συμμετοχής των επιχειρήσεων σε οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού των τιμών, κατανομής της αγοράς και περιορισμού της παραγωγής. Δεύτερον, η Επιτροπή μπορεί να προσαρμόζει το βασικό ποσό του προστίμου που καθορίστηκε κατά το πρώτο στάδιο, συνεκτιμώντας τυχόν επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις.

8        Εν προκειμένω, η Επιτροπή καθόρισε σε 17 % το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που σχετίζονταν με την παράβαση, θεωρώντας ότι βάσει αυτού πρέπει να καθοριστεί τόσο το βασικό ποσό προστίμου όσο και το «τέλος εισόδου» (αιτιολογικές σκέψεις 301 και 306 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εξάλλου, από τον πίνακα στην αιτιολογική σκέψη 288 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή εκτίμησε ότι η αξία των πωλήσεων ανθρακασβεστίου, τόσο υπό μορφή σκόνης όσο και υπό μορφή κόκκων, που είχε πραγματοποιήσει η προσφεύγουσα, βάσει της οποίας θα καθορίζονταν το πρόστιμο, κυμαινόταν για καθένα από τα δύο αυτά προϊόντα μεταξύ 5 και 10 εκατομμυρίων ευρώ.

9        Επιπλέον, από τις αιτιολογικές σκέψεις 55 έως 91 και 92 έως 112 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει, αντιστοίχως, ότι η συμμετοχή της προσφεύγουσας στη σχετική με τη σκόνη ανθρακασβεστίου πτυχή της παραβάσεως διάρκεσε από τις 22 Απριλίου 2004 έως τις 16 Ιανουαρίου 2007 (δύο έτη, οκτώ μήνες και εικοσιτέσσερις ημέρες) και ότι η συμμετοχή της στη σχετική με τους κόκκους ανθρακασβεστίου πτυχή της παραβάσεως διάρκεσε από τις 7 Απριλίου 2004 έως τις 16 Ιανουαρίου 2007 (δύο έτη, εννέα μήνες και εννέα ημέρες). Επί της βάσεως αυτής, από τον πίνακα στην αιτιολογική σκέψη 304 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή εκτίμησε ότι, για να καθοριστεί το μέρος του βασικού ποσού του προστίμου που αντιστοιχεί στη σκόνη ανθρακασβεστίου, το κλάσμα της αξίας των πωλήσεων του προϊόντος αυτού (που είχε καθοριστεί σε 17 %) τις οποίες είχε πραγματοποιήσει η προσφεύγουσα πρέπει να πολλαπλασιαστεί επί 2,5. Όσον αφορά τους κόκκους ανθρακασβεστίου, από τον ίδιο πίνακα προκύπτει ότι η Επιτροπή επέλεξε πολλαπλασιαστή 3.

10      Το βασικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα, όπως προκύπτει από τον πίνακα στην αιτιολογική σκέψη 308 της προσβαλλομένης αποφάσεως ανήλθε έτσι σε 7,7 εκατομμύρια ευρώ. Ωστόσο, για τους λόγους που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 342 έως 346 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αποφάσισε να μειώσει κατά 35 % το βασικό ποσό του προστίμου ως προς την προσφεύγουσα, λόγω συνεργασίας κατά τη διοικητική διαδικασία, κατά την έννοια της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002 (βλ. σκέψη 3 ανωτέρω).

11      Περαιτέρω, με τις αιτιολογικές σκέψεις 362 έως 378 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε τα αιτήματα διαφόρων μετεχόντων στη σύμπραξη για μείωση του προστίμου βάσει της παραγράφου 35 των κατευθυντήριων γραμμών. Η Επιτροπή απέρριψε το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας (αιτιολογικές σκέψεις 373 και 374 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Αντιθέτως, προέβη σε μείωση του προστίμου κατά 20 % για άλλη μετέχουσα στη σύμπραξη, την Almamet GmbH (αιτιολογική σκέψη 372 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

12      Βάσει των εκτιμήσεων που συνοψίζονται στις σκέψεις 9 και 10 ανωτέρω, η Επιτροπή επέβαλε στην προσφεύγουσα, με την προσβαλλόμενη απόφαση, πρόστιμο 5 εκατομμυρίων ευρώ.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

13      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Οκτωβρίου 2009, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

14      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο αρχικώς ορισθείς εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο τρίτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση. Λόγω μερικής ανανεώσεως των μελών του Γενικού Δικαστηρίου, η υπό κρίση υπόθεση ανατέθηκε σε νέο εισηγητή δικαστή, μέλος του ιδίου τμήματος.

15      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, κάλεσε την Επιτροπή να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα. Η Επιτροπή συμμορφώθηκε προς το αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

16      Οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 16ης Οκτωβρίου 2013.

17      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα ζήτησε να της επιτραπεί να καταθέσει αποσπάσματα της δηλώσεως που είχε υποβάλει στην Επιτροπή στο πλαίσιο της αιτήσεώς της επιείκειας. Η Επιτροπή αντιτάχθηκε στην κατάθεση του συγκεκριμένου εγγράφου. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της προσφεύγουσας για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 212 έως 214 κατωτέρω.

18      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς αυτή,

–        επικουρικώς, να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

19      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

20      Η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι η προσφυγή της στρέφεται αποκλειστικά κατά του καθορισμού του επιβληθέντος σε αυτήν προστίμου. Συναφώς, προβάλλει ότι κατά τον καθορισμό του προστίμου η Επιτροπή υπέπεσε σε πλείονες παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης καθώς και των κατευθυντήριων γραμμών και της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002. Διατείνεται ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της ουσιώδεις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, ευνοϊκές για την προσφεύγουσα, και, επιπλέον, αξιολόγησε και εφάρμοσε κατά τρόπο εσφαλμένο, τόσο από νομικής όσο και από πραγματικής απόψεως, τα χρησιμοποιηθέντα κριτήρια, πράγμα που κατά την προσφεύγουσα συνιστά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης. Περαιτέρω, προσάπτει στην Επιτροπή ότι υπερέβη τα νόμιμα όρια της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει.

21      Μολονότι η προσφεύγουσα δεν έχει ρητώς διαιρέσει την επιχειρηματολογία της σε συγκεκριμένους λόγους ακυρώσεως, εντούτοις από την προσφυγή προκύπτει ότι ουσιαστικά προβάλλει πέντε λόγους, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά εσφαλμένο υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου, ο δεύτερος παράνομη παράλειψη συνεκτιμήσεως ελαφρυντικών περιστάσεων, ο τρίτος παράβαση της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002, ο τέταρτος παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας και ο πέμπτος παράνομη παράλειψη μειώσεως του προστίμου από την Επιτροπή, λόγω περιορισμένης οικονομικής δυνατότητας και λόγω της συνδρομής ιδιαίτερων περιστάσεων. Οι λόγοι αυτοί εξετάζονται διαδοχικά στη συνέχεια. Σημειωτέον, εξάλλου, ότι στο τέλος της προσφυγής η προσφεύγουσα προβάλλει παραβάσεις ουσιώδους τύπου, λόγω πλειόνων πλημμελειών στην αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ωστόσο, στο συγκεκριμένο τμήμα της προσφυγής δεν αναπτύσσεται αυτοτελής λόγος ακυρώσεως, αλλά υπενθυμίζεται ότι στο πλαίσιο των πέντε προαναφερθέντων λόγων έχουν προβληθεί διάφορες αιτιάσεις σχετικά με πλημμέλειες στην αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά συνέπεια, οι αιτιάσεις αυτές εξετάζονται μαζί με την υπόλοιπη επιχειρηματολογία που σχετίζεται με καθέναν από αυτούς τους πέντε λόγους ακυρώσεως.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με εσφαλμένο καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου

22      Η προσφεύγουσα χαρακτηρίζει υπερβολικό το βασικό ποσό του προστίμου, ύψους 7,7 εκατομμυρίων ευρώ, που καθορίστηκε ως προς αυτή με την αιτιολογική σκέψη 308 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η επιχειρηματολογία που αναπτύσσει συναφώς η προσφεύγουσα διαρθρώνεται σε έξι σκέλη, εκ των οποίων το πρώτο αφορά εσφαλμένη εκτίμηση του συνολικού μεριδίου αγοράς των μετεχόντων στη σύμπραξη, οφειλόμενη σε εσφαλμένο προσδιορισμό των οικείων αγορών, το δεύτερο παράλειψη της Επιτροπής να συνεκτιμήσει την απουσία επιπτώσεων στην αγορά, το τρίτο εσφαλμένη εκτίμηση του οικονομικού μεγέθους της οικείας αγοράς, το τέταρτο εσφαλμένη εκτίμηση του ειδικού βάρους της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση, το πέμπτο παράλειψη της Επιτροπής να συνεκτιμήσει το γεγονός ότι η προσφεύγουσα μετείχε σε ορισμένες μόνον πτυχές της παραβάσεως και ο έκτος πλάνη περί το δίκαιο και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσον αφορά τον καθορισμό του «τέλους εισόδου».

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

23      Όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 7 ανωτέρω, σύμφωνα με τη μέθοδο που προβλέπεται στις κατευθυντήριες γραμμές και την οποία εφάρμοσε εν προκειμένω η Επιτροπή, το βασικό ποσό του προστίμου για κάθε μετέχοντα στην παράβαση υπολογίστηκε βάσει ποσοστού της αξίας των σχετιζόμενων με την παράβαση πωλήσεων, το οποίο πολλαπλασιάστηκε επί τα έτη της διάρκειας της παραβάσεως (παράγραφος 19 των κατευθυντήριων γραμμών).

24      Κατά την παράγραφο 21 των κατευθυντήριων γραμμών, «[κατά] γενικό κανόνα, το ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων που θα λαμβάνεται υπόψη θα μπορεί να ανέλθει έως το 30 % της αξίας των πωλήσεων». Συναφώς, η παράγραφος 22 των κατευθυντήριων γραμμών ορίζει: «[Για] να αποφασιστεί εάν το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων, το οποίο θα λαμβάνεται υπόψη σε μια συγκεκριμένη υπόθεση θα πρέπει να είναι χαμηλά ή υψηλά στην κλίμακα αυτή, η Επιτροπή θα συνεκτιμά διάφορους παράγοντες, όπως το είδος της παραβάσεως, το συνολικό μερίδιο αγοράς όλων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, τη γεωγραφική έκταση της παραβάσεως και το εάν η παράνομη συμπεριφορά έχει εκδηλωθεί στην πράξη ή όχι». Κατά την παράγραφο 23, «[οι] οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού τιμών, κατανομής αγορών και περιορισμού της παραγωγής, που είναι κατά κανόνα μυστικές, είναι, από την ίδια τη φύση τους, μεταξύ των πλέον επιζήμιων περιορισμών του ανταγωνισμού[· ως] ζήτημα πολιτικής του ανταγωνισμού, θα τιμωρούνται με βαριά πρόστιμα[· κατά] συνέπεια, το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που θα λαμβάνεται υπόψη για τέτοιου είδους παραβάσεις κατά κανόνα θα ορίζεται στα υψηλότερα όρια της παραπάνω κλίμακας».

25      Το «τέλος εισόδου» που προβλέπεται στην παράγραφο 25 των κατευθυντήριων γραμμών (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω) προστίθεται στο κατά τα ανωτέρω καθορισμένο ποσό και έτσι διαμορφώνεται το βασικό ποσό του προστίμου. Όπως προαναφέρθηκε, το ποσοστό που επέλεξε εν προκειμένω η Επιτροπή, για τους σκοπούς της εφαρμογής τόσο των παραγράφων 19 έως 24 όσο και της παραγράφου 25 των κατευθυντήριων γραμμών, ήταν 17 % για όλους τους μετέχοντες στη σύμπραξη.

26      Διαπιστώνεται, καταρχάς, ότι, εν προκειμένω, ενώ η φύση της παραβάσεως θα δικαιολογούσε, κατά την παράγραφο 23 των κατευθυντήριων γραμμών, την επιλογή ποσοστού επί των πωλήσεων ψηλά στη σχετική κλίμακα (έως 30 %), το ποσοστό 17 % που επέλεξε η Επιτροπή βρίσκεται στο μέσον περίπου της κλίμακας αυτής. Όσον αφορά τον καθορισμό του «τέλους εισόδου», το εν λόγω ποσοστό είναι πολύ κοντά στο κατώτατο όριο (15 %) της κλίμακας που προβλέπεται στην παράγραφο 25 των κατευθυντήριων γραμμών. Η διαπίστωση αυτή πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την ανάλυση των επιμέρους σκελών της επιχειρηματολογίας που αναπτύσσει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του κρινόμενου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του πρώτου σκέλους, σχετικά με εσφαλμένη εκτίμηση του συνολικού μεριδίου αγοράς των μετεχόντων στη σύμπραξη, λόγω εσφαλμένου προσδιορισμού των οικείων αγορών

27      Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή, από τυπικής απόψεως αφενός, ελλιπή ή ανεπαρκή αιτιολόγηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και, από ουσιαστικής απόψεως αφετέρου, νομικά και πραγματικά σφάλματα κατά τον προσδιορισμό του συνολικού μεριδίου αγοράς των μετεχόντων στη σύμπραξη. Φρονεί ότι, εάν η Επιτροπή είχε προβεί σε ορθή εκτίμηση των αγορών τις οποίες αφορούσε η σύμπραξη, θα είχε καταλήξει στη διαπίστωση ότι επρόκειτο για παράβαση μικρότερης σοβαρότητας, οπότε θα όριζε χαμηλότερο βασικό ποσό προστίμου.

28      Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, κατά τη νομολογία, η προβλεπόμενη στο άρθρο 253 ΕΚ υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 67· της 22ας Μαρτίου 2001, C‑17/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑2481, σκέψη 35, και της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, C‑521/09 P, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. I‑8947, σκέψη 146).

29      Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι η απαιτούμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της οικείας πράξεως και να εκθέτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που την εξέδωσε, κατά τρόπον ώστε οι μεν ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, το δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, σκέψη 28 ανωτέρω, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 2006, T‑304/02, Hoek Loos κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1887, σκέψη 58).

30      Εξάλλου, στο πλαίσιο της επιβαλλόμενης από το άρθρο 253 ΕΚ υποχρεώσεως αιτιολογίας, απαιτείται η συλλογιστική στην οποία στηρίζεται μια απόφαση να είναι σαφής και μη διφορούμενη. Συγκεκριμένα, η αιτιολογία μιας πράξεως πρέπει να είναι λογική και, ιδίως, να μην εμφανίζει εσωτερικές αντιφάσεις που να εμποδίζουν την ορθή κατανόηση των λόγων εκδόσεως της πράξεως (απόφαση Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, σκέψη 28 ανωτέρω, σκέψη 151).

31      Πρώτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ελλιπώς αιτιολογημένη, στον βαθμό που στην αιτιολογική σκέψη 297 γίνεται λόγος για «συνολικό μερίδιο αγοράς των επιχειρήσεων για τις οποίες έχει διαπιστωθεί ότι έχουν υποπέσει σε παράβαση στην οικεία γεωγραφική περιοχή […] χαμηλότερο του 80 % ». Η προσφεύγουσα παρατηρεί η διαπίστωση αυτή στερείται νοήματος, καθώς μπορεί να αφορά κάθε μερίδιο αγοράς έως 80 %.

32      Το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί. Συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη η υποσημείωση 620, στην οποία παραπέμπει η αιτιολογική σκέψη 297 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η υποσημείωση έχει ως εξής: «Εκτίμηση βάσει της αξίας των πωλήσεων που έχουν γνωστοποιήσει οι ενδιαφερόμενοι [βλ. αιτιολογική σκέψη 288 και υποσημείωση 604 ειδικότερα] και των στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τον πίνακα στην αιτιολογική σκέψη (46)».

33      Συγκεκριμένα, η αιτιολογική σκέψη 46 της προσβαλλομένης αποφάσεως περιλαμβάνει πίνακα όπου αναγράφεται το μερίδιο αγοράς εκάστης μετέχουσας στη σύμπραξη επιχειρήσεως που αντιστοιχεί σε καθένα από τα προϊόντα τα οποία αφορούσε η σύμπραξη το 2006. Στον πίνακα αυτόν αναφέρεται επίσης, σε χωριστή γραμμή, το συνολικό μερίδιο αγοράς που κατείχαν οι «λοιποί», δηλαδή οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις ίδιες αγορές και δεν μετείχαν στη σύμπραξη. Από τον πίνακα αυτόν προκύπτει ότι οι συνολικές πωλήσεις που πραγματοποίησαν το 2006 οι μετέχοντες στη σύμπραξη κυμαίνονταν μεταξύ 80 % και 85 % των συνολικών πωλήσεων σκόνης ανθρακασβεστίου στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, μεταξύ 65 % και 70 % των συνολικών πωλήσεων κόκκων ανθρακασβεστίου και στο 70 % των πωλήσεων κόκκων μαγνησίου. Η αξία σε ευρώ των πωλήσεων που είχε πραγματοποιήσει κατά το ίδιο διάστημα καθένας από τους μετέχοντες στη σύμπραξη, όπως αυτή προκύπτει από τα στοιχεία που προσκόμισαν οι ίδιες οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, αναφέρεται εξάλλου σε πίνακα στην αιτιολογική σκέψη 288 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

34      Κατά συνέπεια, γίνεται ευχερώς αντιληπτό ότι, όπως ορθώς προβάλλει η Επιτροπή, η φράση «χαμηλότερο του 80 %» στην αιτιολογική σκέψη 297 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τοποθετούμενη στο πλαίσιό της, έχει την έννοια ότι το συνολικό μερίδιο αγοράς των μετεχόντων στη σύμπραξη προσεγγίζει πολύ το ποσοστό αυτό, χωρίς πάντως να το υπερβαίνει, οπότε η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη ως προς το ζήτημα αυτό.

35      Δεύτερον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ελλιπή αιτιολόγηση της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τον προσδιορισμό των αγορών των προϊόντων τα οποία αφορά η σύμπραξη. Η προσφεύγουσα προβάλλει, συναφώς, ότι η Επιτροπή αναφέρθηκε, στις αιτιολογικές σκέψεις 3 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις διαφορές μεταξύ σκόνης και κόκκων μαγνησίου όσον αφορά τη χρήση τους, καθώς και, στις αιτιολογικές σκέψεις 40 επ., στις διαφορές μεταξύ των δύο αυτών προϊόντων όσον αφορά τη ζήτηση. Εξάλλου, στον πίνακα των μεριδίων αγοράς που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 46 της προσβαλλομένης αποφάσεως η σκόνη και οι κόκκοι ανθρακασβεστίου αναφέρονται χωριστά. Πάντως, ενώ από τα στοιχεία αυτά μπορεί κανείς να σχηματίσει την άποψη ότι τα δύο τελευταία προϊόντα εντάσσονται σε δύο διαφορετικές αγορές, τα στοιχεία που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 182 και 183 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά με τις όμοιες ιδιότητες των δύο αυτών προϊόντων, καθώς και με την εξέλιξη των τιμών τους και της διάρθρωσης του κόστους τους, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή θεωρεί ότι εντάσσονται αμφότερα στην ίδια αγορά. Ομοίως, όσον αφορά τη σχέση μεταξύ σκόνης ανθρακασβεστίου και κόκκων μαγνησίου, τα στοιχεία που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 184 της προσβαλλομένης αποφάσεως, μολονότι διφορούμενα, εμφαίνουν ότι η Επιτροπή θεωρεί ότι τα προϊόντα αυτά εντάσσονται στην ίδια ενιαία αγορά. Στο πλαίσιο αυτό, η θέση που διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 177 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας αποφάσεως εντοπίζονται σε δύο διαφορετικές αγορές και σχετίζονται με τρία προϊόντα», είναι απλώς ακατανόητη. Τελικώς, η προσφεύγουσα θεωρεί τις διαπιστώσεις στις οποίες καταλήγει η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με τις αγορές τις οποίες αφορά η σύμπραξη μη πειστικές, αντιφατικές και ακατανόητες, οπότε η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει ελλιπή αιτιολόγηση και έλλειψη νομιμότητας.

36      Η επιχειρηματολογία αυτή, η οποία στηρίζεται σε αποσπασματική και εκτός πλαισίου ερμηνεία της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι επίσης απορριπτέα.

37      Στις αιτιολογικές σκέψεις 3 έως 5 και 7 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισημαίνει τα εξής σχετικά με τα προϊόντα τα οποία αφορούσε η σύμπραξη:

«(3)       Το ανθρακασβέστιο (CaC2) είναι χημικό συστατικό που παράγεται σε καμίνι, μέσω διαδικασίας αναγωγής σε υψηλή θερμοκρασία. Έχει μορφή συμπαγών όγκων φαιόλευκου χρώματος, οι οποίοι συνθλίβονται, κοσκινίζονται, κονιοποιούνται και συσκευάζονται ανάλογα με τις προδιαγραφές εκάστου πελάτη […]. Το ανθρακασβέστιο χρησιμοποιείται σε πολλές διαφορετικές εφαρμογές […].

(4)       Το ανθρακασβέστιο υπό μορφή βασικών κύβων (κόκκων) χρησιμοποιείται στη βιομηχανία φυσικού αερίου για την παραγωγή ασετιλίνης. Η συγκόλληση και η κοπή με χρήση ασετιλίνης δεν είναι ιδιαίτερα εξελιγμένες τεχνικές, πλην όμως είναι οι πλέον χρησιμοποιούμενες παγκοσμίως για τη συγκόλληση υλικών. Στην απόφαση, ο όρος “κόκκοι ανθρακασβεστίου” χρησιμοποιείται αναφορικά με τη συγκεκριμένη εφαρμογή.

(5)       Το ανθρακασβέστιο υπό μορφή σκόνης χρησιμοποιείται στη χαλυβουργία για την απομάκρυνση του οξυγόνου (αποξυγόνωση) και του θείου (αποθείωση) από τον τηγμένο χάλυβα. Για την αποθείωση, το ανθρακασβέστιο αναμιγνύεται σε μικρές ποσότητες με ενεργά συστατικά, όπως η σκόνη άνθρακα, ρευστοποιητές και μαγνήσιο, προς ενίσχυση των ιδιοτήτων του […]. Στην απόφαση, ο όρος “σκόνη ανθρακασβεστίου” χρησιμοποιείται αναφορικά με την εφαρμογή αυτή. […]

(7)       Για την αποθείωση στη χαλυβουργία, το ανθρακασβέστιο είναι ανταγωνιστικό προϊόν των αντιδραστηρίων που έχουν ως βάση το μαγνήσιο. Το μαγνήσιο είναι ακριβότερο, αλλά απαιτείται μικρότερη ποσότητα και δρα ταχύτερα […]. Στην απόφαση, ο όρος “κόκκοι μαγνησίου” χρησιμοποιείται αναφορικά με τη χρήση αντιδραστηρίων που έχουν ως βάση το μαγνήσιο για την αποθείωση στη χαλυβουργία.»

38      Όσον αφορά τη ζήτηση για τα τρία προϊόντα τα οποία αφορούσε η σύμπραξη, η Επιτροπή παρέθεσε τις εξής διευκρινίσεις με τις αιτιολογικές σκέψεις 40 έως 43 της προσβαλλομένης αποφάσεως:

«(40) Η ζήτηση ανθρακασβεστίου προέρχεται από δύο κατηγορίες πελατών: εκείνων που δραστηριοποιούνται στη χαλυβουργία (και χρησιμοποιούν σκόνη ανθρακασβεστίου) και εκείνοι που δραστηριοποιούνται στη βιομηχανία φυσικού αερίου (και χρησιμοποιούν κόκκους ανθρακασβεστίου). Για τις δύο αυτές κατηγορίες, ο αριθμός των πελατών είναι περιορισμένος, καθένας δε από αυτούς διαθέτει πλείονες εγκαταστάσεις εντός του ΕΟΧ.

(41)      Οι πελάτες που ενδιαφέρονταν για σκόνη ανθρακασβεστίου αγόραζαν κατά κανόνα το προϊόν από πλείονες προμηθευτές. Στις περιοχές με έναν μόνο παραγωγό (όπως στη Βόρεια Ευρώπη), ο πελάτης αγόραζε κατά κύριο λόγο από τον προμηθευτή που δραστηριοποιούνταν στην αγορά της χώρας του.

(42)      Όσον αφορά τη βιομηχανία φυσικού αερίου, η αγορά ήταν περισσότερο σταθερή· συγκεκριμένα, για τεχνικούς λόγους, ένα εργοστάσιο φυσικού αερίου απευθύνεται κατά κανόνα σε έναν μόνο προμηθευτή ανθρακασβεστίου […].

(43)      Η ζήτηση ανθρακασβεστίου μειωνόταν συνεχώς, λόγω οικονομικών και τεχνικών εξελίξεων […]. Η αύξηση του κόστους του κοκ και της ηλεκτρικής ενέργειας κατέστησε το μαγνήσιο ελκυστικότερο. Ορισμένοι πελάτες μπορούσαν ευχερέστερα να αντικαταστήσουν τη σκόνη ανθρακασβεστίου με τους κόκκους μαγνησίου, ακολουθώντας την τάση της αγοράς. Εξάλλου, λόγω των συγχωνεύσεων στην ευρωπαϊκή βιομηχανία χάλυβα και φυσικού αερίου, αυξήθηκε η ισχύς των πελατών στην αγορά.»

39      Οι αιτιολογικές σκέψεις 168 έως 194 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις οποίες περιλαμβάνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 177 και 182 έως 184 τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα με την επιχειρηματολογία της, αφορούν το ζήτημα εάν οι συμφωνίες και οι εναρμονισμένες πρακτικές που διαπιστώθηκαν με την εν λόγω απόφαση συνιστούν ενιαία και διαρκή παράβαση. Όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 1 ανωτέρω, η Επιτροπή έδωσε καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό.

40      Ειδικότερα, οι αιτιολογικές σκέψεις 181 έως 184 της προσβαλλομένης αποφάσεως έχουν ως εξής:

«(181)Από την άποψη της ζήτησης, οι πελάτες του κλάδου της χαλυβουργίας μπορούν να χρησιμοποιούν τους κόκκους μαγνησίου ως υποκατάστατο του ανθρακασβεστίου […]. Αμφότερα τα προϊόντα αυτά χρησιμοποιούνται στη χαλυβουργία για την αποθείωση και ήταν, συνεπώς, εύλογο οι προμηθευτές αντιδραστηρίων που έχουν ως βάση το ανθρακασβέστιο να διευρύνουν τη συμπαιγνία και στα αντιδραστήρια που έχουν ως βάση το μαγνήσιο για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην πώληση των δύο αυτών τύπων αντιδραστηρίων, ώστε να επωφεληθούν και στην αγορά των κόκκων μαγνησίου από τη συμπαιγνία με αντικείμενο τη σκόνη ανθρακασβεστίου.

(182) Η χρήση του ανθρακασβεστίου υπό μορφή κόκκων είναι μεν διαφορετική από αυτή του ανθρακασβεστίου υπό μορφή σκόνης (βιομηχανία φυσικού αερίου/χαλυβουργία), πλην όμως από την άποψη της προσφοράς, πρόκειται για προϊόντα με πολύ μεγάλο βαθμό ομοιότητας […]. Διαφέρουν μόνον ως προς το τελικό στάδιο της διαδικασίας χρήσεώς τους. Το μη επεξεργασμένο προϊόν είναι το ίδιο […] και έχει την ίδια τιμή, ανεξαρτήτως της χρήσεως για την οποία προορίζεται. Επομένως, η εξέλιξη του προϊόντος υπό μορφή κόκκων είναι έως ένα σημείο όμοια με την εξέλιξη της τιμής του προϊόντος υπό μορφή σκόνης, με αναγκαστική συνέπεια την ευθυγράμμιση των τιμών αμφοτέρων των προϊόντων […]. Λόγω, ως επί το πλείστον, της πανομοιότυπης διάρθρωσης του κόστους του μη επεξεργασμένου προϊόντος και της ομοιότητας των τιμών στην αγορά, ήταν απολύτως εύλογο οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις να επωφεληθούν, όσον αφορά τους κόκκους ανθρακασβεστίου, από τη συμπαιγνία με αντικείμενο τη σκόνη ανθρακασβεστίου.

(183) Επιπλέον, οι συμφωνίες/εναρμονισμένες πρακτικές με αντικείμενο της σκόνη ανθρακασβεστίου για τη χαλυβουργία επηρέασαν την εμπορική πολιτική των οικείων επιχειρήσεων όσον αφορά τους κόκκους ανθρακασβεστίου που προορίζονται για την αγορά φυσικού αερίου, και αντιστρόφως. Κατά τις διμερείς συσκέψεις και τις τηλεφωνικές επαφές, οι προμηθευτές συζητούσαν για ποσότητες, πελάτες και τιμές τόσο για την αγορά του χάλυβα όσο για τη βιομηχανία φυσικού αερίου […].

(184) Οι συμφωνίες/εναρμονισμένες πρακτικές με αντικείμενο τη σκόνη ανθρακασβεστίου για τη χαλυβουργία επηρέασαν επίσης την εμπορική πολιτική των οικείων επιχειρήσεων όσον αφορά τους κόκκους μαγνησίου, και αντιστρόφως. […]. Κατά τα φαινόμενα, η απειλή των ανταγωνιστικών υποκατάστατων προϊόντων, ήτοι του μαγνησίου και του ασβέστη, ελήφθη υπόψη προκειμένου να καθοριστεί μια ρεαλιστική αύξηση της τιμής της σκόνη ανθρακασβεστίου […]».

41      Αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η προσφεύγουσα, οι εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και παρατίθενται στις σκέψεις 37, 38 και 40 ανωτέρω είναι σαφείς και ουδόλως αντιφατικές. Συγκεκριμένα, από τις διευκρινίσεις που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 3 έως 5, 40, 41 και 182 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η σκόνη και οι κόκκοι ανθρακασβεστίου αποτελούν δύο διαφορετικές μορφές εμφανίσεως του ίδιου προϊόντος, από πλευράς χημικής συνθέσεως και διαδικασίας παραγωγής. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 182 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι δύο τύποι ανθρακασβεστίου για τους οποίους γίνεται λόγος στην προσβαλλόμενη απόφαση διαφέρουν μόνον ως προς την τελική φάση της παραγωγής των τεμαχίων ανθρακασβεστίου (που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Οι δύο αυτοί τύποι προϊόντων καλύπτουν τις ανάγκες δύο διαφορετικών βιομηχανικών κλάδων. Για τις ανάγκες της βιομηχανίας φυσικού αερίου, τα τεμάχια ανθρακασβεστίου διασπώνται σε κυβοειδείς κόκκους (βλ. αιτιολογική σκέψη 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ενώ, για τις ανάγκες της χαλυβουργίας, τα τεμάχια αυτά κονιορτοποιούνται (αιτιολογική σκέψη 5). Δεδομένου ότι το ζήτημα έγκεινται στη διάθεση στην αγορά του ίδιου ουσιαστικά προϊόντος υπό δύο διαφορετικές μορφές, η εκτίμηση που διατυπώνεται με τη σκέψη 182 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι τιμές των δύο αυτών μορφών του προϊόντος εξελίσσονται κατά τρόπο παρόμοιο, είναι απολύτως εύλογη και κατανοητή.

42      Όσον αφορά τους κόκκους μαγνησίου, από τις αιτιολογικές σκέψεις 7, 43 και 184 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι πρόκειται για εντελώς διαφορετικό προϊόν, από χημικής απόψεως, το οποίο όμως απευθύνεται στους ίδιους χρήστες όπως η σκόνη ανθρακασβεστίου (δηλαδή στη χαλυβουργία), την οποία μπορεί να υποκαταστήσει

43      Τοποθετούμενη στο πλαίσιο αυτό, η θέση που διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 177 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι ενέργειες που αποτελούν αντικείμενο της εν λόγω αποφάσεως εντοπίζονται «σε δύο διαφορετικές αγορές», δεν έχει την έννοια ότι πρόκειται για τις αγορές των αντιδραστηρίων για τη βιομηχανία φυσικού αερίου (κόκκοι ανθρακασβεστίου) και των αντιδραστηρίων για τη χαλυβουργία (σκόνη ανθρακασβεστίου, κόκκοι μαγνησίου), αντιστοίχως. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται εξάλλου από τον τίτλο της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψη 1 ανωτέρω). Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή φρόντισε να παρουσιάσει χωριστά, με τους πίνακες στις αιτιολογικές σκέψεις 46 και 288 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τις πωλήσεις για καθένα από τα τρία αυτά προϊόντα, έστω και αν δύο από τα προϊόντα αυτά προορίζονται για την ίδια αγορά.

44      Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ελλιπώς αιτιολογημένη όσον αφορά τον προσδιορισμό των αγορών των προϊόντων τα οποία αφορούσε η σύμπραξη.

45      Τρίτον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή εσφαλμένο προσδιορισμό των οικείων αγορών, με συνέπεια τα μερίδια αγοράς που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση να μην είναι ακριβή και να μην είναι δυνατή η ορθή αξιολόγηση των παραμέτρων που συνεκτιμήθηκαν για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου, όπως αυτές περιγράφονται στην παράγραφο 22 των κατευθυντήριων γραμμών.

46      Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι προέβη σε εσφαλμένο προσδιορισμό της οικείας αγοράς, δεχόμενη ότι πρόκειται για την αγορά ανθρακασβεστίου, χωρίς να διακρίνει το προϊόν ανάλογα με το αν πρόκειται για κόκκους ή για σκόνη. Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό είναι απορριπτέο, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 41 έως 43 ανωτέρω, η Επιτροπή όντως διαχώρισε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την αγορά των αντιδραστηρίων για τη βιομηχανία φυσικού αερίου (κόκκοι ανθρακασβεστίου) από αυτή των αντιδραστηρίων για τη χαλυβουργία (στην οποία εντάσσεται η σκόνη ανθρακασβεστίου).

47      Η προσφεύγουσα προβάλλει επίσης ότι η αγορά στην οποία εντάσσεται η σκόνη ανθρακασβεστίου περιλαμβάνει, εκτός των κόκκων μαγνησίου, και τον ασβέστη. Το δεύτερο αυτό προϊόν θεωρείται επίσης, από τους πελάτες, ως προϊόν που υποκαθιστά τη σκόνη ανθρακασβεστίου και τους κόκκους μαγνησίου, καθώς έχει χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά των δυο πρώτων προϊόντων και πωλείται σε αντίστοιχες τιμές.

48      Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι είχε προβάλει το επιχείρημα αυτό με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Το εν λόγω επιχείρημα εξετάστηκε και απορρίφθηκε με την αιτιολογική σκέψη 298 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία έχει ως εξής:

«Με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, η Donau Chemie προβάλλει ως επιχείρημα ότι στη χαλυβουργία ο ασβέστης αποτελεί εναλλακτική επιλογή αντί του ανθρακασβεστίου και του μαγνησίου για την αποθείωση […]. Επομένως, η αντίστοιχη αγορά είναι πολύ μεγαλύτερη, το δε συνολικό μερίδιο αγοράς των μετεχόντων στη σύμπραξη μικρότερο. Είναι ακριβές ότι ο (άνυδρος) ασβέστης ανέκαθεν προστίθεται στα αντιδραστήρια που έχουν ως βάση το μαγνήσιο και/ή το ανθρακασβέστιο για την αποθείωση. Ωστόσο, ως μεμονωμένο προϊόν, δεν έχει στην Ευρώπη ευρεία χρήση ως εναλλακτική επιλογή αντί των αντιδραστηρίων που έχουν ως βάση το μαγνήσιο και/ή το ανθρακασβέστιο, διότι καθυστερεί πολύ τη διαδικασία της αποθείωσης […]. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι συνεννοήσεις στο πλαίσιο της συμπράξεως αφορούσαν τον ασβέστη. Εξάλλου, ακόμη και αν ο ασβέστης είχε ληφθεί υπόψη κατά τον προσδιορισμό της αγοράς του προϊόντος, οι συνακόλουθες μεταβολές ως προς τα μερίδια αγοράς δεν θα επηρέαζαν εν προκειμένω καθόλου τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή συνεκτιμά την παράμετρο αυτή για την αξιολόγηση της σοβαρότητας της παραβάσεως στο πλαίσιο της παρούσας αποφάσεως.»

49      Επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν προβάλλει, με την προσφυγή της, κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα υπέρ της θέσεως ότι οι προαναφερθείσες εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένες. Με το υπόμνημα απαντήσεως, επισήμανε μια αντίφαση μεταξύ των αιτιολογικών σκέψεων 298 και 184 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ενώ στην πρώτη αναφέρεται ότι ο ασβέστης δεν χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο της σκόνης ανθρακασβεστίου, στη δεύτερη χαρακτηρίζεται ρητώς ως τέτοιο. Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί, ωστόσο, να γίνει δεκτό.

50      Στην αιτιολογική σκέψη 184 της προσβαλλομένης αποφάσεως όντως γίνεται λόγος για «απειλή των ανταγωνιστικών υποκατάστατων προϊόντων, ήτοι του μαγνησίου και του ασβέστη», απειλή η οποία θεωρείται ότι «ελήφθη υπόψη προκειμένου να καθοριστεί μια ρεαλιστική αύξηση της τιμής της σκόνη ανθρακασβεστίου». Ωστόσο, η διαπίστωση αυτή δεν αντιφάσκει προς τις διευκρινίσεις που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 298 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου ουσιαστικά αναφέρεται ότι ο ασβέστης δεν έχει στην Ευρώπη ευρεία χρήση ως εναλλακτική επιλογή, αντί της σκόνης ανθρακασβεστίου και των κόκκων μαγνησίου. Συγκεκριμένα, ο ασβέστης μπορούσε, πάντως, να αποτελεί «ανταγωνιστική απειλή», υπό την έννοια ότι η τυχόν αλματώδης αύξηση της τιμής της σκόνης ανθρακασβεστίου θα μπορούσε να αναγκάσει τις χαλυβουργίες να μεταβάλλουν την πρακτική τους και να στραφούν στη χρήση ασβέστη, ως αντιδραστηρίου αποθείωσης.

51      Κατά τα λοιπά, η προσφεύγουσα επικαλείται, επίσης με το υπόμνημα απαντήσεως, τις «πρόσφατες εξελίξεις» στην αγορά των αντιδραστηρίων αποθείωσης για τη χαλυβουργία. Συγκεκριμένα, προέβαλε ότι οι συνολικές ανάγκες για σκόνη ανθρακασβεστίου για αποθείωση μειώθηκαν από 140 000 τόνους το 2000 σε μόλις 90 000 τόνους. Παρέθεσε ακόμη ορισμένα παραδείγματα χαλυβουργιών στην Ευρώπη, οι οποίες ανήκαν σε διαφορετικές επιχειρήσεις και είχαν υποκαταστήσει τη σκόνη ανθρακασβεστίου με ασβέστη.

52      Είναι γεγονός ότι η Επιτροπή παραδέχεται, με την αιτιολογική σκέψη 43 της προσβαλλομένης αποφάσεως (παρατίθεται στη σκέψη 38 ανωτέρω), τη συνεχή μείωση της ζήτησης ανθρακασβεστίου, πλην όμως η προσφεύγουσα δεν παρέθεσε κανένα στοιχείο που να τεκμηριώνει τη θέση της ότι η μείωση αυτή οφείλεται στην υποκατάσταση του ανθρακασβεστίου από τον ασβέστη. Επίσης, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε στοιχεία που να αποδεικνύουν όσα υποστηρίζει περί υποκαταστάσεως της σκόνης ανθρακασβεστίου από ασβέστη σε διάφορα εργοστάσια στην Ευρώπη. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η απόφαση της Επιτροπής είναι ελαττωματική, επειδή δεν συνεκτιμήθηκαν οι πωλήσεις ασβέστη κατά τον προσδιορισμό του συνολικού μεριδίου αγοράς των μετεχόντων στη σύμπραξη.

53      Η προσφεύγουσα προβάλλει επίσης ότι η αγορά των κόκκων ανθρακασβεστίου περιλαμβάνει και την αγορά του ακετυλενίου που παράγεται από υδρογονάνθρακες. Διευκρινίζει ότι, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι κόκκοι ανθρακασβεστίου χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία φυσικού αερίου για την παραγωγή ακετυλενίου που χρησιμοποιείται για εργασίες συγκόλλησης. Η Επιτροπή, όμως, δεν έλαβε υπόψη της τη δυνατότητα χρήσεως, για τους ίδιους σκοπούς, του ακετυλενίου που παράγεται από υδρογονάνθρακες. Το εν λόγω ακετυλένιο έχει τις ίδιες ιδιότητες και την ίδια τιμή με το ακετυλένιο που παράγεται από τους κόκκους ανθρακασβεστίου και πρόκειται για αμοιβαίως υποκατάστατα προϊόντα, όπως επιβεβαιώνεται και από την περίπτωση πελάτη της προσφεύγουσας, ο οποίος προσφάτως έπαυσε την παραγωγή και αποθήκευση του ακετυλενίου που παράγεται από ανθρακασβέστιο και προμηθεύεται ακετυλένιο παραγόμενο από υδρογονάνθρακες.

54      Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, οι θέσεις αυτές της προσφεύγουσας, περί δυνατότητας υποκαταστάσεως το ακετυλενίου που παράγεται από ανθρακασβέστιο από εκείνο που παράγεται από υδρογονάνθρακες, όπως και οι θέσεις της σχετικά με τον ασβέστη, δεν στηρίζονται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Κατά συνέπεια, δεν αρκούν για να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή προσδιόρισε κατά τρόπο εσφαλμένο τις αγορές τις οποίες αφορούσε η σύμπραξη και το συνολικό μερίδιο αγοράς των επιχειρήσεων που μετείχαν σε αυτή.

55      Σημειωτέον, ακόμη, ότι η προσφεύγουσα αρκείται στη διατύπωση της θέσεως ότι, εάν η Επιτροπή είχε ορθώς προσδιορίσει τις οικείες αγορές, το συνολικό μερίδιο αγοράς θα ήταν «πολύ χαμηλότερο» από αυτό που διαπιστώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, οπότε θα μειωνόταν ο βαθμός σοβαρότητας της παραβάσεως και θα δικαιολογούνταν ο καθορισμός χαμηλότερου βασικού ποσού του προστίμου.

56      Διαπιστώνεται, πάντως, ότι η επιχειρηματολογία αυτή είναι ασαφής και αόριστη και δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη όσον αφορά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα δεν ανέφερε ποιοι είναι οι κύριοι προμηθευτές ασβέστη και ακετυλενίου παραγόμενου από υδρογονάνθρακες για την χαλυβουργία και τη βιομηχανία φυσικού αερίου, αντιστοίχως, οι οποίοι δραστηριοποιούνται στη γεωγραφική περιοχή την οποία αφορά η σύμπραξη, ούτε παρέθεσε στοιχεία σχετικά με τις πωλήσεις τους. Επίσης, δεν παρέθεσε υπολογισμούς, έστω κατά προσέγγιση, των μεριδίων αγοράς που, σύμφωνα με τη δική της εκτίμηση, κατείχαν οι μετέχοντες στη σύμπραξη και οι λοιπές επιχειρήσεις. Πάντως, ελλείψει τέτοιων στοιχείων, η θέση της προσφεύγουσας ότι, εάν ο προσδιορισμός των οικείων αγορών ήταν ορθός, θα μειωνόταν κατά πολύ ο βαθμός της σοβαρότητας της παραβάσεως αποτελεί απλή εικασία και δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

57      Κατά συνέπεια, η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι εσφαλμένη ούτε ελλιπής όσον αφορά το συνολικό μερίδιο αγοράς των μετεχόντων στη σύμπραξη ή τον προσδιορισμό των αγορών τις οποίες αυτή αφορούσε. Διαπιστώνεται, εξάλλου, ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή υπέπεσε, συναφώς, σε πλάνη περί το δίκαιο ή πραγματική πλάνη, οπότε δεν μπορεί να προσαφθεί σε αυτήν νομικό ελάττωμα κατά τον προσδιορισμό της σοβαρότητας της παραβάσεως και τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου.

58      Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 31 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ L 1, σ. 1), όσον αφορά τα πρόστιμα που επιβάλλονται για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει με πλήρη δικαιοδοσία και, ως εκ τούτου, μπορεί να υποκαθιστά την Επιτροπή, προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση, και, κατ’ επέκταση, να μειώνει ή να αυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Δεκεμβρίου 2011, C‑389/10 P, KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. Ι‑13125, σκέψη 130).

59      Κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, το Γενικό Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τις κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες δεν προδικάζουν την εκτίμηση του προστίμου εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Ιουλίου 2005, T‑49/02 έως T‑51/02, Brasserie nationale κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑3033, σκέψη 169, και της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑101/05 και T‑111/05, BASF και UCB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑4949, σκέψη 213). Συγκεκριμένα, ενώ η Επιτροπή υποχρεούται να τηρεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης οσάκις εφαρμόζει θεσπισμένους από αυτήν κανόνες από τους οποίους δεσμεύεται, όπως είναι οι κατευθυντήριες γραμμές, η αρχή αυτή δεν δεσμεύει κατά τον ίδιο τρόπο τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης, καθόσον αυτά δεν εφαρμόζουν συγκεκριμένη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας τους, αλλά εξετάζουν κατά περίπτωση της υποθέσεις που έχουν τεθεί στην κρίση τους, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των σχετικών πραγματικών και νομικών στοιχείων (απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Μαΐου 2013, C‑70/12 P, Quinn Barlo κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 53).

60      Ωστόσο, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας δεν μπορεί να συνεπάγεται, κατά την επιμέτρηση των προστίμων, διακρίσεις μεταξύ των επιχειρήσεων που μετέσχον σε συμφωνία αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού της Ένωσης. Εάν το Γενικό Δικαστήριο σκοπεύει να αποκλίνει, ειδικώς έναντι μιας από τις επιχειρήσεις αυτές, από τη μέθοδο υπολογισμού που εφάρμοσε η Επιτροπή και την οποία δεν έχει αμφισβητήσει, πρέπει να εξηγήσει τους λόγους με την απόφασή του (απόφαση Quinn Barlo κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 59 ανωτέρω, σκέψη 46).

61      Εν προκειμένω, δεν είναι δικαιολογημένη η απόκλιση από τη μέθοδο καθορισμού του προστίμου που έχει θεσπίσει η Επιτροπή με τις κατευθυντήριες γραμμές. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο, εφόσον ακολουθεί τη μέθοδο αυτή, δύναται, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, να υποκαταστήσει την Επιτροπή, προβαίνοντας σε δική του εκτίμηση όσον αφορά τη σοβαρότητα της παραβάσεως και, ενδεχομένως, τροποποιώντας το ποσοστό στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή στο πλαίσιο της εφαρμογής των παραγράφων 19 και 25 των κατευθυντήριων γραμμών.

62      Πάντως, οι παραβάσεις με αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών και την κατανομή των αγορών, όπως αυτές που εξετάζονται εν προκειμένω, χαρακτηρίζονται παγίως, από τη νομολογία, ως «εγγενώς σοβαρές» (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑199/99 P, Corus UK κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑11177, σκέψη 80, και της 12ης Νοεμβρίου 2009, C‑554/08 P, Carbone-Lorraine κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 44· βλ. επίσης, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 2008, T‑410/03, Hoechst κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑881, σκέψη 325 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

63      Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμη και αν γινόταν δεκτό, όπως διατείνεται η προσφεύγουσα, ότι το συνολικό μερίδιο αγοράς των επιχειρήσεων που μετείχαν στη σύμπραξη είναι κατά πολύ χαμηλότερο από αυτό που προσδιόρισε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, το 17 % που όρισε η Επιτροπή ως ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που σχετίζονταν με την παράβαση, ενόψει του καθορισμού του βασικού ποσού του προστίμου και του «τέλους εισόδου», δεν υπερβαίνει σε καμία περίπτωση, λαμβανομένης επίσης υπόψη της γενικής επισημάνσεως στη σκέψη 26 ανωτέρω, αυτό που θα κρινόταν εύλογο εν προκειμένω. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του, δεν κρίνει σκόπιμο να δεχθεί χαμηλότερο ποσοστό.

64      Τέλος, κρίνεται απορριπτέο ως αλυσιτελές το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι ελλιπής ή ανεπαρκής επειδή η Επιτροπή δεν παρέθεσε, στην αιτιολογική σκέψη 298 της εν λόγω αποφάσεως, κανέναν εύλογο λόγο που να δικαιολογεί τη θέση ότι τυχόν διαφορετικός προσδιορισμός της αγοράς την οποία αφορά η παράβαση δεν θα είχε καμία επιρροή όσον αφορά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως. Συγκεκριμένα, το επιχείρημα αυτό της προσφεύγουσας αφορά λόγο που παρατίθεται ως εκ περισσού, δεδομένου ότι η διαπίστωση κατά την οποία δεν πρέπει να συνυπολογιστούν, για τον προσδιορισμό του συνολικού μεριδίου αγοράς των μετεχόντων στη σύμπραξη, οι πωλήσεις ασβέστη στηρίζεται επαρκώς κατά νόμο στη θέση ότι ο ασβέστης δεν χρησιμοποιείται ευρέως στην Ευρώπη ως υποκατάστατο της σκόνης ανθρακασβεστίου και των κόκκων μαγνησίου, θέση την οποία η προσφεύγουσα δεν μπόρεσε να ανατρέψει. Επιπλέον, η κρίση που διατυπώνεται στην προηγούμενη σκέψη οδηγεί επίσης στο συμπέρασμα ότι, ακόμη και αν το συγκεκριμένο επιχείρημα της προσφεύγουσας ήταν βάσιμο, δεν θα δικαιολογούσε μείωση του ποσοστού των πωλήσεων που έχουν πραγματοποιηθεί σε σχέση με την παράβαση, όπως το ποσοστό αυτό προσδιορίστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση στο πλαίσιο του καθορισμού του βασικού ποσού του προστίμου (περιλαμβανομένου του «τέλους εισόδου»).

65      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του κρινόμενου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου σκέλους, σχετικά με παράλειψη της Επιτροπής να συνεκτιμήσει την απουσία επιπτώσεων της παραβάσεως στην αγορά

66      Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή εσφαλμένη εκτίμηση ως προς το κριτήριο της εκδηλώσεως της παραβάσεως στην πράξη και των επιπτώσεών της στην αγορά, στοιχεία τα οποία έπρεπε να λάβει υπόψη της κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου. Στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας της, επικαλείται την παράγραφο 22 των κατευθυντήριων γραμμών, όπου, μεταξύ των κριτηρίων βάσει των οποίων ορίζεται το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, αναφέρεται το «εάν η παράνομη συμπεριφορά έχει εκδηλωθεί στην πράξη ή όχι». Προβάλλει ακόμη ότι από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 5ης Απριλίου 2006, T‑279/02, Degussa κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. II‑897, σκέψη 247), καθώς και από την πρακτική που ακολουθεί η Επιτροπή στις αποφάσεις της προκύπτει ότι το ζήτημα εάν μια παράβαση έχει επιφέρει συγκεκριμένες επιπτώσεις στην αγορά έχει σημασία για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως αυτής.

67      Κατά την προσφεύγουσα, από την απόφαση Degussa κατά Επιτροπής, σκέψη 66 ανωτέρω (σκέψη 231), προκύπτει ότι οι επιπτώσεις μιας συμπράξεως στην αγορά θεωρούνται επαρκώς αποδεδειγμένες εφόσον η Επιτροπή είναι σε θέση να παραθέσει συγκεκριμένες και αξιόπιστες ενδείξεις που να εμφαίνουν, με εύλογη πιθανολόγηση, ότι η σύμπραξη είχε επιπτώσεις στην αγορά. Εξάλλου, με την απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑30/05, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή), το Γενικό Δικαστήριο απαίτησε από την Επιτροπή να προσκομίσει κάτι περισσότερο από απλές αποδείξεις σχετικά με την εκδήλωση της συμπράξεως, προκειμένου να αποδείξει ότι αυτή είχε όντως επιπτώσεις στην αγορά.

68      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τη διάπραξη, έστω εν μέρει, των επίδικων παραβάσεων. Ωστόσο, διατείνεται ότι κατά τη διοικητική διαδικασία απέδειξε ότι οι πελάτες δεν υπέστησαν ζημία εξαιτίας της παραβάσεως και τούτο για πολλούς λόγους: δεν εξαρτιόνταν από τις επιχειρήσεις που μετείχαν στη σύμπραξη, τα κέρδη τους κατά τη διάρκεια της παραβάσεως υπερέβησαν κάθε προηγούμενο, υπήρχαν συχνά «παρασπονδίες» κατά τη διάπραξη της παραβάσεως και, τέλος, η αύξηση των τιμών ήταν απολύτως αδύνατη λόγω της αγοραστική ισχύος των πελατών. Επομένως, κατά την προσφεύγουσα, η σύμπραξη επηρέασε, σε κάθε περίπτωση, ελάχιστα την αγορά. Ειδικότερα, οι αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως στις οποίες παραπέμπει η αιτιολογική σκέψη 300 και η υποσημείωση 624 αποδεικνύουν, ενδεχομένως, ότι η σύμπραξη εκδηλώθηκε, επ’ ουδενί όμως ότι αυτή είχε επιπτώσεις στην αγορά.

69      Ως προς τα επιχειρήματα αυτά της προσφεύγουσας, πρέπει, καταρχάς, να διευκρινιστεί ότι το κριτήριο της εκδηλώσεως της παραβάσεως στην πράξη διαφέρει από αυτό των επιπτώσεών της στην αγορά. Στην περίπτωση παραβάσεως όπως η επίμαχη, η οποία συνίσταται σε κατανομή της αγοράς, καθορισμό ποσοστώσεων, κατανομή των πελατών, καθορισμό των τιμών και ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών, το πρώτο από τα κριτήρια αυτά θεωρείται ότι πληρούται εφόσον αποδεικνύεται ότι αυτό που συμφωνήθηκε μεταξύ των μετεχόντων στη σύμπραξη όντως υλοποιήθηκε στο πλαίσιο της εμπορικής πρακτικής τους, δηλαδή ότι οι μετέχοντες στη σύμπραξη έλαβαν μέτρα προς εφαρμογή, π.χ., των τιμών που συμφωνήθηκαν, αναγγέλλοντάς τες στους πελάτες, δίνοντας οδηγίες στους υπαλλήλους τους να τις χρησιμοποιούν ως βάση διαπραγμάτευσης και επιβλέποντας την εφαρμογή τους από τους ανταγωνιστές τους και από τις δικές τους υπηρεσίες πωλήσεων. (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T‑259/02 έως T‑264/02 και T‑271/02, Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑5169, σκέψη 285). Η προσφεύγουσα παραδέχεται, πάντως, ως ορθή τη διαπίστωση στην οποία κατέληξε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το κριτήριο αυτό πληρούται ως προς την επίδικη παράβαση.

70      Όσον αφορά το κριτήριο των συγκεκριμένων επιπτώσεων της συμπράξεως στην αγορά, τίθεται το ζήτημα των πραγματικών συνεπειών της εκδηλωθείσας παραβάσεως για τον ανταγωνισμό στην οικεία αγορά. Βεβαίως, η εκδήλωση της παραβάσεως αποτελεί πρόσφορο στοιχείο, το οποίο, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων εκάστης υποθέσεως, ενδεχομένως αρκεί για να διαπιστωθεί ότι η συγκεκριμένη παράβαση είχε συγκεκριμένο αντίκτυπο στην αγορά (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 2005, T‑38/02, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4407, σκέψη 148, και Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψεις 283 έως 288), ωστόσο η εφαρμογή μιας συμφωνίας δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι αυτή παράγει αποτελέσματα στην πράξη (απόφαση Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, σκέψη 67 ανωτέρω, σκέψη 110· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑43/02, Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3435, σκέψη 157). Επομένως, τα κριτήρια που αφορούν την εκδήλωση της παραβάσεως και τον αντίκτυπό της στην αγορά, αντιστοίχως, είναι εντελώς διαφορετικά και δεν μπορεί να θεωρείται ότι, εφόσον πληρούται το πρώτο, πληρούται οπωσδήποτε και το δεύτερο.

71      Διαπιστώνεται, πάντως, ότι, κατά την παράγραφο 22 των κατευθυντήριων γραμμών, το πρώτο από τα δύο αυτά κριτήρια συγκαταλέγεται ρητώς στα στοιχεία που λαμβάνει υπόψη η Επιτροπή προκειμένου να αποφασίσει εάν το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που σχετίζονται με την παράβαση, το οποίο λαμβάνεται για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, πρέπει να είναι χαμηλά ή υψηλά στην οικεία κλίμακα, η οποία έχει ως ανώτατο όριο το 30 %, σύμφωνα με την παράγραφο 21 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών. Αντιθέτως, οι κατευθυντήριες γραμμές δεν προβλέπουν, για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις της παραβάσεως στην αγορά. Η παράγραφος 5 των κατευθυντήρων γραμμών, κατά την οποία οι «ενδεχόμενες επιπτώσεις της παραβάσεως στην αγορά αποτελούν, σε κάθε περίπτωση, συνάρτηση της διάρκειας της παραβάσεως», δεν οδηγεί σε διαφορετικό συμπέρασμα, διότι, όπως ορθώς προβάλλει η Επιτροπή, η συγκεκριμένη παράγραφος απλώς αιτιολογεί τον πολλαπλασιασμό του ποσοστού της αξίας των πωλήσεων που έχει προσδιοριστεί κατά τις παραγράφους 19 έως 23 των κατευθυντήριων γραμμών επί τον αριθμό των ετών συμμετοχής στην παράβαση, όπως προβλέπει η παράγραφος 24.

72      Επομένως, δεν ευσταθεί η αιτίαση κατά της Επιτροπής ότι παρέβη τις κατευθυντήριες γραμμές επειδή δεν ανέλυσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τις ενδεχόμενες επιπτώσεις της επίδικης παραβάσεως στην αγορά και δεν έλαβε υπόψη της την ανάλυση αυτή κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου.

73      Συναφώς, η Επιτροπή ορθώς υπενθυμίζει ότι οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης [ΑΧ] (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 1998) προέβλεπαν ρητώς, στο σημείο 1 A, πρώτο εδάφιο, ότι, για την αξιολόγηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικές επιπτώσεις της στην αγορά, εφόσον αυτές είναι δυνατό να εκτιμηθούν. Η νομολογία την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας της αφορά περιπτώσεις όπου είχαν εφαρμογή οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998 (αποφάσεις Degussa κατά Επιτροπής, σκέψη 66 ανωτέρω, σκέψη 214, και Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, σκέψη 67 ανωτέρω, σκέψη 108).

74      Επισημαίνεται, συναφώς, ότι η Επιτροπή, μολονότι δεν μπορεί να αποκλίνει από τους κανόνες που η ίδια επιβάλλει στον εαυτό της, έχει, εντούτοις, την εξουσία να τροποποιεί και να αντικαθιστά τους κανόνες αυτούς. Σε μια περίπτωση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των νέων κανόνων, όπως είναι η περίπτωση της επίμαχης παραβάσεως η οποία εμπίπτει στο χρονικό πεδίο εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών όπως προκύπτει από την παράγραφο 38 αυτών, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν συνεκτίμησε ελαφρυντική περίσταση μη προβλεπόμενη από τους νέους κανόνες, για τον λόγο και μόνον ότι προβλεπόταν από τους παλαιούς (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012, T‑352/09, Novácke chemické závody κατά Επιτροπής, σκέψη 93).

75      Η προσφεύγουσα προβάλλει, ωστόσο, ότι η Επιτροπή έπρεπε να προβεί σε μια σφαιρική νομική και οικονομική εκτίμηση όλων των κρίσιμων περιστάσεων, προκειμένου να προσδιορίσει τον βαθμό της σοβαρότητας της παραβάσεως και, στο πλαίσιο αυτό, έπρεπε να αναλύσει τις συγκεκριμένες συνέπειες που είχε η επίδικη παράβαση για τις οικείες αγορές, προκειμένου να καθορίσει βάσει αυτών το βασικό ποσό του προστίμου.

76      Συναφώς, αποτελεί πάγια νομολογία ότι η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποδεικνύεται βάσει μεγάλου αριθμού στοιχείων όπως είναι, ιδίως, οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως, το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, και τούτο χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη (βλ. απόφαση Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψη 238 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, το γεγονός ότι η Επιτροπή έχει διευκρινίσει, με τις κατευθυντήριες γραμμές, την προσέγγισή της ως προς την αξιολόγηση της σοβαρότητας μιας παραβάσεως δεν αποκλείει το να προβεί η Επιτροπή σε σφαιρική εκτίμηση της εν λόγω παραβάσεως βάσει όλων των σχετικών περιστάσεων, συμπεριλαμβανομένων και στοιχείων που δεν μνημονεύονται ρητώς στις κατευθυντήριες γραμμές (απόφαση Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψη 237).

77      Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι οι κατευθυντήριες γραμμές δεν προβλέπουν ρητώς ότι για τον προσδιορισμό της σοβαρότητας της παραβάσεως ενόψει του καθορισμού του βασικού ποσού του προστίμου απαιτείται ανάλυση των συγκεκριμένων επιπτώσεων της παραβάσεως στην αγορά δεν εμποδίζει την Επιτροπή να εξετάσει την παράμετρο αυτή εν προκειμένω.

78      Ωστόσο, ο προσφεύγων δεν μπορεί, προκειμένου να στηρίξει τους λόγους τους οποίους προβάλλει προς αμφισβήτηση του ύψους του προστίμου που του επιβλήθηκε για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, να υποστηρίξει απλώς ότι η Επιτροπή όφειλε επίσης να αναλύσει, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως, παράμετρο της οποίας η ανάλυση δεν προβλέπεται από τις κατευθυντήριες γραμμές. Πρέπει επιπλέον να αποδείξει ότι η ανάλυση αυτή θα οδηγούσε σε διαφορετική εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, σε σχέση με αυτή στην οποία προέβη η Επιτροπή, και θα δικαιολογούσε την επιβολή χαμηλότερου προστίμου.

79      Διαπιστώνεται, εν προκειμένω, ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε τέτοιες αποδείξεις. Η σύντομη και γενικόλογη επιχειρηματολογία που προέβαλε συναφώς (βλ. σκέψη 68 ανωτέρω) αποτελείται από απλές εικασίες. Επισημαίνεται, συναφώς, ότι η προσφεύγουσα δεν αποσαφήνισε τα επιχειρήματα με τα οποία θα μπορούσε, όπως διατείνεται, να αποδείξει, κατά τη διοικητική διαδικασία, ότι οι πελάτες στις οικείες αγορές δεν υπέστησαν ζημία εξαιτίας της παραβάσεως, ούτε βέβαια προσέθεσε στη δικογραφία κάποιο σχετικό αποδεικτικό στοιχείο.

80      Επιπλέον, οι μη τεκμηριωμένες θέσεις που προβάλλει η προσφεύγουσα δεν αρκούν για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να είχε η επίδικη σύμπραξη συγκεκριμένες επιπτώσεις στην αγορά. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι τα κέρδη των πελατών των μετεχόντων στη σύμπραξη ανήλθαν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα κατά τη διάρκεια της παραβάσεως δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να επηρεάστηκαν οι τιμές που πλήρωναν οι πελάτες αυτοί. Αντιθέτως, το γεγονός ότι οι εν λόγω πελάτες είχαν, για άλλους λόγους σχετιζόμενους με τη γενική συγκυρία, υψηλή κερδοφορία κατά τη διάρκεια της παραβάσεως είχε ενδεχομένως ως συνέπεια να είναι μάλλον αδιάφοροι για τις τιμές που καταβάλλουν για τα αντιδραστήρια που αποτελούσαν αντικείμενο της συμπράξεως και να μην κάνουν χρήση της αγοραστικής ισχύος τους και της ελλείψεως εξαρτήσεως από μετέχοντες στη σύμπραξη, προκειμένου να επιτύχουν χαμηλότερες τιμές. Όσον αφορά, εξάλλου, την αναφορά της προσφεύγουσας σε συχνές «παρασπονδίες», υπενθυμίζεται ότι, ανεξαρτήτως τυχόν παρασπονδιών, οι οποίες δεν είναι καθόλου ασυνήθεις σε τέτοιου τύπου παραβάσεις, η προσφεύγουσα παραδέχεται ότι η επίδικη παράβαση είχε ως επί το πλείστον εκδηλωθεί.

81      Επισημαίνεται, ακόμη, ότι, κατά τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 62 ανωτέρω, οι επιπτώσεις μιας αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικής δεν αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο για τον καθορισμό του εύλογου ύψους του προστίμου. Στοιχεία αφορώντα το ζήτημα της προθέσεως μπορεί να έχουν μεγαλύτερη σημασία από εκείνα που αφορούν τις επιπτώσεις, κυρίως όταν πρόκειται για εγγενώς σοβαρές παραβάσεις όπως είναι ο καθορισμός των τιμών και η κατανομή των αγορών, στοιχεία που χαρακτηρίζουν την υπό κρίση περίπτωση.

82      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους δεν αρκούν για να αποδειχθεί ότι είναι εσφαλμένη η εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά τη σοβαρότητα της επίδικης παραβάσεως. Εξάλλου, για τους ίδιους λόγους και λαμβανομένης επίσης υπόψη της γενικής παρατηρήσεως στη σκέψη 26 ανωτέρω, διαπιστώνεται, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του Γενικού Δικαστηρίου, ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό, βάσει της επιχειρηματολογίας αυτής της προσφεύγουσας, ότι το βασικό ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε, όπως αυτό καθορίστηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με την προβλεπόμενη από τις κατευθυντήριες γραμμές μέθοδο, υπερβαίνει το εύλογο ύψος.

83      Συνεπώς, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως κρίνεται επίσης απορριπτέο.

 Επί του τρίτου σκέλους, σχετικά με εσφαλμένη εκτίμηση του οικονομικού μεγέθους της οικείας αγοράς

84      Η προσφεύγουσα επικαλείται απόφαση της Επιτροπής, σε άλλη υπόθεση παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, με την οποία η Επιτροπή προέβη σε μείωση του προστίμου με το αιτιολογικό ότι η παράβαση αφορούσε μια σχετικά περιορισμένου μεγέθους αγορά. Προβάλλει, επικαλούμενη αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τη συνολική αξία των συναλλαγών στις αγορές που αφορούσε η επίδικη παράβαση και σε άλλες αγορές του κλάδου των πετροχημικών προϊόντων, ότι εν προκειμένω πρόκειται για αγορές αμελητέας οικονομικής σημασίας. Προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέλειψε να συνεκτιμήσει την πτυχή αυτή της παραβάσεως και να μειώσει, κατά συνέπεια, το πρόστιμο.

85      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τη μέθοδο που προβλέπεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω), το ποσό αυτό συνίσταται από ορισμένο ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων που σχετίζονται με την παράβαση, πολλαπλασιασμένο με τον αριθμό των ετών συμμετοχής στην παράβαση και προσαυξημένο κατά το «τέλος εισόδου», το οποίο επίσης αποτελεί ποσοστό επί τις αξίας των ως άνω πωλήσεων.

86      Επομένως, όπως ορθώς προβάλλει η Επιτροπή, στο πλαίσιο της μεθόδου που εφαρμόστηκε εν προκειμένω για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, λαμβάνεται υπόψη, σχεδόν αυτομάτως, το οικονομικό μέγεθος της αγοράς την οποία αφορά η παράβαση σε σχέση με άλλες αγορές, δεδομένου ότι το οικονομικό μέγεθος αναγκαστικά αποτυπώνεται στον όγκο των πωλήσεων που σχετίζονταν με την παράβαση και, συνεπώς, στο ύψος του βασικού ποσού του προστίμου. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι εν προκειμένω εφαρμόστηκε η μέθοδος αυτή, δεν παρίσταται αναγκαία η περαιτέρω μείωση του προστίμου, λόγω περιορισμένου, όπως υποστηρίζεται, οικονομικού μεγέθους της αγοράς την οποία αφορά η παράβαση, ανεξαρτήτως μάλιστα του αν η συνεκτίμηση του στοιχείου αυτού είναι δικαιολογημένη ή πρόσφορη.

87      Όσον αφορά την παλαιότερη απόφαση της Επιτροπής, την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα, πρόκειται για την απόφαση της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 [ΕΟΧ] (υπόθεση C.37.533 — Χλωριούχος χωλίνη) (ΕΕ 2005, L 190, σ. 22). Δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι του 2004, τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν με αυτή καθορίστηκαν με μέθοδο διαφορετική από αυτή που προβλέπεται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2006. Επομένως, από την απόφαση αυτή δεν μπορεί να αντληθεί κανένα πρόσφορο στοιχείο σχετικά με τη νομιμότητα και το εύλογο του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα. Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, οι προγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής δεν καθορίζουν το νομικό πλαίσιο που διέπει την επιβολή προστίμων στο δίκαιο του ανταγωνισμού (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑167/04 P, JCB Service κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8935, σκέψη 205, και της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑125/07 P, C‑133/07 P, C‑135/07 P και C‑137/07 P, Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑8681, σκέψη 233).

88      Σημειωτέον, εξάλλου, ότι, όπως ορθώς υπενθυμίζει η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο, με την απόφαση της 8ης Ιουλίου 2004, T‑44/00, Mannesmannröhren-Werke κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. II‑2223, σκέψη 229), ρητώς απέρριψε τη θέση ότι το ποσό των προστίμων πρέπει να καθορίζεται σε άμεση συνάρτηση προς το μέγεθος της οικείας αγοράς. Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η παράμετρος αυτή αποτελεί ένα μόνον από τα στοιχεία που συνεκτιμώνται και ότι, κατά τις σχετικές διατάξεις, όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία, το ύψος του προστίμου που επιβάλλεται σε μια επιχείρηση για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού πρέπει να είναι ανάλογο της παραβάσεως, συνολικώς εκτιμώμενης, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της σοβαρότητάς της, βάσει πλειόνων στοιχείων, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 76 ανωτέρω.

89      Η προσφεύγουσα επικαλέστηκε ακόμη, προς στήριξη των θέσεών της, την απόφαση Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω (σκέψη 191). Ωστόσο, με την απόφαση αυτή επισημαίνεται ότι η απόλυτη αξία των πωλήσεων που σχετίζονται με την παράβαση αποτελεί επίσης πρόσφορο δείκτη της σοβαρότητας της παραβάσεως, καθότι αποτυπώνει με ακρίβεια την οικονομική σημασία των συναλλαγών που η παράβαση σκοπεί, ακριβώς, να εξαιρέσει από το πεδίο του ελεύθερου ανταγωνισμού. Η κρίση αυτή, πέραν του ότι δεν στηρίζει επ’ ουδενί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, επιβεβαιώνει επιπλέον ότι η προβλεπόμενη από τις κατευθυντήριες γραμμές μέθοδος για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου σε συνάρτηση με την αξία των πωλήσεων που σχετίζονται με την παράβαση είναι η πλέον πρόσφορη.

90      Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι δεν μπορεί εν προκειμένω να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη της την υποτιθέμενη περιορισμένη οικονομική σημασία των αγορών τις οποίες αφορά η επίδικη παράβαση, ώστε να μειώσει το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα, όπως αυτό υπολογίστηκε σύμφωνα με προβλεπόμενη από τις κατευθυντήριες γραμμές μέθοδο. Επιπλέον, δεδομένης της πλήρους δικαιοδοσίας του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά τα πρόστιμα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η επιχειρηματολογία που ανέπτυξε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους δεν περιέχει κανένα στοιχείο που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το ύψος του προστίμου, όπως αυτό καθορίστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, υπερβαίνει το εύλογο μέτρο. Κατά συνέπεια, το τρίτο σκέλος κρίνεται επίσης απορριπτέο.

 Επί του τέταρτου σκέλους, σχετικά με εσφαλμένη εκτίμηση του ειδικού βάρους της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση

91      Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι, εφόσον η παράβαση έχει διαπραχθεί από πλείονες επιχειρήσεις, πρέπει να εξεταστεί το ειδικό βάρος της συμμετοχής εκάστης εξ αυτών. Εν προκειμένω, πάντως, υφίστανται πολλά στοιχεία, γνωστά στην Επιτροπή, τα οποία αποδεικνύουν ότι η συμμετοχή της στην παράβαση ήταν περιορισμένης σημασίας. Πρώτον, η παράβαση άρχισε και συνεχίστηκε με πρωτοβουλία άλλης επιχειρήσεως, της Almamet. Η προσφεύγουσα μετείχε βεβαίως στη σύμπραξη, αλλά δεν είχε ηγετικό ρόλο σε αυτή. Δεύτερον, με κριτήριο τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιήθηκε σε σχέση με την παράβαση και ελήφθη υπόψη για τον καθορισμό του προστίμου, η προσφεύγουσα ήταν η μικρότερη από τις επιχειρήσεις που μετείχαν στη σύμπραξη. Επιπλέον, οι λοιποί μετέχοντες στη σύμπραξη την υποχρέωσαν να προμηθεύεται μαγνήσιο από άλλη μετέχουσα στη σύμπραξη επιχείρηση, τον όμιλο Ecka. Επομένως, η προσφεύγουσα είχε αμελητέα συμμετοχή στη σύμπραξη και υφίστατο τις οικονομικής φύσεως πιέσεις των λοιπών μετεχόντων κατά τις συσκέψεις. Τέλος, τρίτον, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι, με βάση το συνολικό μέγεθός της, είναι πολύ μικρότερη από τις λοιπές μετέχουσες στη σύμπραξη επιχειρήσεις. Κατ’ αυτήν, όλα αυτά τα στοιχεία έπρεπε να συνεκτιμηθούν στην προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να μετριαστεί η εκτίμηση όσον αφορά το ειδικό βάρος της συμμετοχής της στην παράβαση και, ως εκ τούτου, να μειωθεί το βασικό ποσό του προστίμου ως προς αυτήν.

92      Επί της επιχειρηματολογίας αυτής επισημαίνεται, καταρχάς, ότι, όπως προβάλλει η προσφεύγουσα, αποτελεί πάγια νομολογία ότι, εάν μια παράβαση έχει διαπραχθεί από πλείονες επιχειρήσεις, για τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων πρέπει να εξετάζεται το ειδικό βάρος της συμμετοχής εκάστης εξ αυτών, πράγμα που προϋποθέτει, ειδικότερα, ότι προσδιορίζεται ο αντίστοιχος ρόλος τους στην παράβαση καθ’ όσον χρόνο συμμετείχαν σε αυτή. Το συμπέρασμα αυτό συνιστά τη λογική συνέπεια της αρχής της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων δυνάμει της οποίας σε μια επιχείρηση επιβάλλονται κυρώσεις μόνο για τα πραγματικά περιστατικά που της προσάπτονται ατομικώς και η οποία είναι εφαρμοστέα σε κάθε διοικητική διαδικασία που ενδέχεται να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων δυνάμει των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης (βλ. απόφαση Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, σκέψεις 277 και 278 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

93      Ωστόσο, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, προκειμένου να τηρηθούν οι αρχές αυτές, στις παραγράφους 28 και 29 των κατευθυντήριων γραμμών προβλέπεται η διαμόρφωση του βασικού ποσού του προστίμου σε συνάρτηση με τυχόν επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις που συντρέχουν στην περίπτωση εκάστης εμπλεκόμενης επιχειρήσεως. Κατά τα λοιπά, δεν ευσταθούν οι επικρίσεις κατά της μεθόδου που έχει επιλέξει η Επιτροπή με τις κατευθυντήριες γραμμές και η οποία συνίσταται, ενόψει του καθορισμού του βασικού ποσού του προστίμου, στο ορισμό του ίδιου ποσοστού επί των σχετιζόμενων με την παράβαση πωλήσεων για όλους τους μετέχοντες στην παράβαση, καθώς και στην κατά περίπτωση προσαρμογή, με αύξηση ή μείωση, του βασικού ποσού που έχει καθοριστεί κατά τα ανωτέρω για καθέναν από τους μετέχοντες, σε συνάρτηση με τις επιβαρυντικές ή τις ελαφρυντικές περιστάσεις που συντρέχουν ως προς αυτόν, προκειμένου να ληφθεί υπόψη το ειδικό βάρος της συμμετοχής του στη σύμπραξη (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑73/04, Carbone‑Lorraine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2661, σκέψη 100, και απόφαση Novácke chemické závody κατά Επιτροπής, σκέψη 74 ανωτέρω, σκέψη 58).

94      Πρέπει, πάντως, να εξεταστεί εάν οι περιστάσεις που επικαλείται η προσφεύγουσα με τα επιχειρήματά της στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους δικαιολογούν την επιβολή σε αυτή προστίμου μικρότερου από αυτό που της επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Εν τέλει, μικρή σημασία έχει εάν η μείωση του επιβληθέντος στην προσφεύγουσα προστίμου έπρεπε να είναι απόρροια της μειώσεως, ως προς αυτήν, του βασικού ποσού του προστίμου ή της αναγνωρίσεως ελαφρυντικών γι’ αυτήν περιστάσεων.

95      Πρώτον, όσον αφορά τα περί ηγετικού ρόλου της Almamet στην παράβαση, τονίζεται ότι, κατά την παράγραφο 28, τελευταία περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών, το να έχει μια επιχείρηση ηγετικό ρόλο ή ρόλο υποκινητή παραβάσεως συνιστά επιβαρυντική περίσταση δυνάμενη να δικαιολογήσει αύξηση του βασικού ποσού του προστίμου. Με άλλα λόγια, η συγκεκριμένη θέση της προσφεύγουσας, εάν αποδεικνυόταν βάσιμη, θα δικαιολογούσε μάλλον αύξηση του βασικού ποσού του προστίμου ως προς την Almamet, παρά μείωση του εν λόγω ποσού ως προς την προσφεύγουσα. Ωστόσο, η διαπίστωση αυτή δεν αρκεί για να απορριφθεί κατευθείαν η αιτίαση της προσφεύγουσας. Συγκεκριμένα, ανάλογα με τις περιστάσεις εκάστης υποθέσεως, το πλέον ενδεδειγμένο μέσο αποκατάστασης της άνισης μεταχειρίσεως μεταξύ περισσότερων μετεχόντων σε παράβαση, οφειλόμενης στο γεγονός ότι η σοβαρότητα της παραβατικής συμπεριφοράς των μεν υποτιμήθηκε σε σχέση με τη σοβαρότητα της παραβατικής συμπεριφοράς των δε, είναι η μείωση του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στους δεύτερους (βλ., συναφώς, απόφαση Novácke chemické závody κατά Επιτροπής, σκέψη 74 ανωτέρω, σκέψεις 55 και 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

96      Πάντως, χωρίς να είναι απαραίτητο να εξεταστεί εάν η παρατιθέμενη στην προηγούμενη σκέψη νομολογία έχει εφαρμογή στην περίπτωση της προσφεύγουσας, η συγκεκριμένη αιτίαση είναι σε κάθε περίπτωση απορριπτέα ως αβάσιμη.

97      Συγκεκριμένα, προς στήριξη της θέσεώς της ότι η Almamet είχε ηγετικό ρόλο στη σύμπραξη, η προσφεύγουσα προβάλλει απλώς ότι σχεδόν όλες οι συσκέψεις της συμπράξεως είχαν οργανωθεί από την επιχείρηση αυτή. Η προσφεύγουσα παραπέμπει, συναφώς, στις αιτιολογικές σκέψεις 64 και 67 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά τις οποίες οι δύο πρώτες συσκέψεις της συμπράξεως πραγματοποιήθηκαν στα γραφεία της Almamet και οργανώθηκαν από στέλεχός της.

98      Διαπιστώνεται, καταρχάς, ότι από τις δύο αυτές αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως όντως προκύπτει ότι οι συσκέψεις της 22ας Απριλίου 2004 και της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, με αντικείμενο τη σκόνη ανθρακασβεστίου όντως πραγματοποιήθηκαν στα γραφεία της Almamet, πλην όμως δεν είναι ακριβές ότι όλες οι συσκέψεις της συμπράξεως οργανώθηκαν από την επιχείρηση αυτή.

99      Από την αιτιολογική σκέψη 69 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά τη σύσκεψη της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, οι μετέχοντες, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα, αποφάσισαν την οργάνωση ανάλογων συσκέψεων ανά τακτά χρονικά διαστήματα στο μέλλον, αναλαμβάνοντας εκ περιτροπής την ευθύνη για τη διεξαγωγή τους. Εν συνεχεία, στις αιτιολογικές σκέψεις 70 έως 89 της προσβαλλομένης αποφάσεως γίνεται λόγος για εννέα ακόμη συσκέψεις με αντικείμενο τη σκόνη ανθρακασβεστίου, οι οποίες οργανώθηκαν από διαφορετικούς μετέχοντες στη σύμπραξη. Στην αιτιολογική σκέψη 78 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρεται, χωρίς η προσφεύγουσα να το αμφισβητήσει, ότι αυτή είχε οργανώσει την έβδομη σύσκεψη, της 22ας Νοεμβρίου 2005, η οποία πραγματοποιήθηκε στη Βιέννη (Αυστρία). Επιπλέον, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 90 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την ενδέκατη και τελευταία σύσκεψη σχετικά με το ίδιο προϊόν, αποφασίστηκε να αναλάβει η προσφεύγουσα την ευθύνη για την οργάνωση νέας συσκέψεως (η οποία εν συνεχεία ματαιώθηκε, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 91 της ίδιας αποφάσεως), η οποία επρόκειτο να διεξαχθεί στη Βιέννη στις 9 Ιανουαρίου 2007. Η προσφεύγουσα είχε ήδη πραγματοποιήσει κράτηση σε ξενοδοχείο για τον σκοπό αυτό.

100    Όσον αφορά τους κόκκους ανθρακασβεστίου, η Επιτροπή επισήμανε, με την αιτιολογική σκέψη 98 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η πρώτη σύσκεψη διεξήχθη στις 7 Απριλίου 2004 σε ξενοδοχείο στη Σλοβενία και οργανώθηκε από την TDR‑Metalurgija d.d. Η προσφεύγουσα και η Novácke chemické závody a.s ήταν οι μόνες άλλες επιχειρήσεις που παρέστησαν στη σύσκεψη αυτή. Με την αιτιολογική σκέψη 99 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρεται σε δύο άλλες συσκέψεις στην Μπρατισλάβα (Σλοβακία) μεταξύ των τριών ίδιων παραγωγών του εν λόγω προϊόντος. Ωστόσο, αναφέρει ακόμη ότι τα ζητήματα σχετικά με τους κόκκους ανθρακασβεστίου θίγονταν επίσης είτε στο πλαίσιο των συσκέψεων σχετικά με τη σκόνη ανθρακασβεστίου είτε κατά τη διάρκεια ειδικών συσκέψεων διεξαγόμενων στο περιθώριο των πρώτων (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 101 και 108 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

101    Όσον αφορά τις συσκέψεις στο πλαίσιο της σχετικής με το μαγνήσιο πτυχής της συμπράξεως, στην οποία δεν μετείχε η προσφεύγουσα, η Επιτροπή επισημαίνει, με την αιτιολογική σκέψη 115 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι τρεις επιχειρήσεις που μετείχαν στις συσκέψεις αυτές, μεταξύ των οποίων και η Almamet, αναλάμβαναν εκ περιτροπής την ευθύνη για την οργάνωσή τους, καθώς και τα αντίστοιχα έξοδα.

102    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Almamet πρωτοστατούσε στην παράβαση ή την υποκινούσε, επειδή οργάνωσε τις δύο πρώτες συσκέψεις, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε και απέρριψε αντίστοιχο επιχείρημα με την απόφαση Novácke chemické závody κατά Επιτροπής, σκέψη 74 ανωτέρω (σκέψεις 77 έως 79), επί προσφυγής ασκηθείσας κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως από άλλον μετέχοντα στην ίδια σύμπραξη.

103    Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι από την αιτιολογική σκέψη 54 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά την Επιτροπή, κίνητρο για τη συμφωνία σχετικά με τους κόκκους ανθρακασβεστίου ήταν η αρνητική τάση που εμφάνιζε η τιμή του προϊόντος αυτού από την αρχή του εικοστού πρώτου αιώνα, συνδυαζόμενη με την αύξηση του κόστους παραγωγής και την πτώση της ζήτησης. Κατά την αιτιολογική σκέψη 104 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ανάλογη αίσθηση επικρατούσε και στην αγορά των κόκκων ανθρακασβεστίου. Στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη γίνεται αναφορά σε «εργαζόμενο της Akzo Nobel» ο οποίος φέρεται να δήλωσε ότι όλοι οι προμηθευτές του συγκεκριμένου προϊόντος «θεωρούσαν απαραίτητη την αύξηση των τιμών». Όσον αφορά το μαγνήσιο, το οποίο επίσης προορίζεται για τη χαλυβουργία και είναι υποκατάστατο της σκόνης ανθρακασβεστίου, η Επιτροπή αναγνωρίζει, με την αιτιολογική σκέψη 113 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ζήτηση του προϊόντος αυτού αυξανόταν, αλλά προσθέτει, χωρίς να η προσφεύγουσα να την αντικρούσει, ότι «οι προμηθευτές είχαν επίσης επίγνωση της αυξήσεως της ισχύος των πελατών τους στην αγορά» ενώ υφίσταντο, επιπλέον, ολοένα μεγαλύτερη πίεση ως αποτέλεσμα της εισόδου στην αγορά νέων ανταγωνιστών από την Κίνα.

104    Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, στο πλαίσιο αυτό, είναι άνευ σημασίας το ζήτημα ποιος είχε την πρωτοβουλία διεξαγωγής της πρώτης συσκέψεως, κατά το μέτρο που η πρωτοβουλία αυτή αντικατόπτριζε απλώς το κοινό αίσθημα περισσοτέρων παραγωγών του οικείου προϊόντος. Κατά συνέπεια, απέρριψε το επιχείρημα ότι η Επιτροπή κακώς παρέλειψε να συνεκτιμήσει ως επιβαρυντική περίσταση, σε βάρος ορισμένων άλλων μετεχόντων, μεταξύ αυτών και της Almamet, το γεγονός ότι είχαν ηγετικό ρόλο ή ρόλο υποκινητή στην παράβαση.

105    Οι κρίσεις αυτές, οι οποίες δεν αναιρούνται από τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα, καθιστούν απορριπτέα, ως αβάσιμη, την αντίστοιχη αιτίαση που αυτή προέβαλε στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως.

106    Δεύτερον, το γεγονός που επικαλείται η προσφεύγουσα, ότι είναι η μικρότερη από τις επιχειρήσεις που μετείχαν στη σύμπραξη με βάση τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιήθηκε σε σχέση με την παράβαση, ελήφθη επαρκώς υπόψη στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από τις κατευθυντήριες γραμμές μέθοδο υπολογισμού του βασικού ποσού, η οποία συνίσταται στον υπολογισμό του εν λόγω ποσού σε συνάρτηση με την αξία των πωλήσεων που σχετίζονται με την παράβαση. Είναι προφανές ότι ο χαμηλότερος κύκλος εργασιών στην οικεία αγορά συνεπάγεται τον καθορισμό χαμηλότερου βασικού ποσού.

107    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η προσφεύγουσα είχε «αμελητέα συμμετοχή» στη σύμπραξη, τονίζεται ότι το γεγονός ότι «επιχείρηση έχει παίξει αποκλειστικά παθητικό ρόλο στη διάπραξη της παραβάσεως ή μιμήθηκε απλώς τη συμπεριφορά άλλων επιχειρήσεων» προβλεπόταν ρητώς ως ελαφρυντική περίσταση στην παράγραφο 3, πρώτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών του 1998, αλλά δεν περιλαμβάνεται πλέον στις ελαφρυντικές περιστάσεις που απαριθμούνται ενδεικτικά στην παράγραφο 29 των κατευθυντήριων γραμμών.

108    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και οι κατευθυντήριες γραμμές προέβλεπαν τέτοια ελαφρυντική περίσταση, η προσφεύγουσα δεν θα πληρούσε τις προϋποθέσεις αναγνωρίσεως της συνδρομής της. Όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 9ης Ιουλίου 2003, T‑220/00, Cheil Jedang κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II‑2473, σκέψεις 167 και 168), ο παθητικός ή μιμητικός ρόλος στην παράβαση συνεπάγεται ότι η ενδιαφερόμενη επιχείρηση έχει υιοθετήσει «χαμηλό προφίλ», δηλαδή δεν έχει ενεργό συμμετοχή στην κατάρτιση συμφωνίας ή συμφωνιών αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού. Ως στοιχεία από τα οποία συνάγεται ο παθητικός ρόλος μιας επιχείρησης στο εσωτερικό της σύμπραξης μπορούν να ληφθούν υπόψη ο αισθητά σποραδικότερος χαρακτήρας των συμμετοχών της στις συσκέψεις σε σχέση με τα τακτικά μέλη της σύμπραξης, καθώς και η όψιμη είσοδός της στην αγορά που αποτέλεσε το αντικείμενο της παραβάσεως, ανεξαρτήτως της διάρκειας της συμμετοχής της σ’ αυτήν, ή ακόμη η ύπαρξη ρητών σχετικών δηλώσεων προερχόμενων από εκπροσώπους τρίτων επιχειρήσεων που μετείχαν στην παράβαση.

109    Πάντως, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα μετέσχε σε όλες τις συσκέψεις της συμπράξεως με αντικείμενο τα προϊόντα που εμπορεύεται, δηλαδή τη σκόνη και τους κόκκους ανθρακασβεστίου (βλ., αντιστοίχως, αιτιολογικές σκέψεις 64 έως 88, 98 και 99 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η προσφεύγουσα οργάνωσε, άλλωστε, μια σύσκεψη και ανέλαβε την ευθύνη να οργανώσει μια ακόμη (βλ. σκέψη 99 ανωτέρω). Επιπλέον, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η συμβολή της προσφεύγουσας στις συσκέψεις κατά τη διάρκεια των οποίων ήταν παρούσα ήταν συγκρίσιμη με εκείνη των λοιπών μετεχόντων. Συγκεκριμένα, από τις προαναφερθείσες αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως συνάγεται ότι οι μετέχοντες στις διάφορες συσκέψεις ανακοίνωναν στοιχεία σχετικά με τους όγκους των πωλήσεών τους και, κατόπιν, επικαιροποιούσαν τον πίνακα κατανομής της αγοράς. Εκτός αυτού, συζητούσαν για τις τιμές που επρόκειτο να εφαρμοστούν ενώ, περιστασιακά, αποφάσιζαν και αυξήσεις τιμών (βλ., για παράδειγμα, αιτιολογικές σκέψεις 67 και 68 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εξάλλου, από την αιτιολογική σκέψη 83 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι ένα άλλο μέλος της συμπράξεως, το οποίο δεν μπορούσε να μετάσχει στη σύσκεψη της 25ης Απριλίου 2006, είχε προηγουμένως κοινοποιήσει τα σχετικά με αυτό αριθμητικά στοιχεία στην προσφεύγουσα, προκειμένου αυτή να τα διαβιβάσει στα λοιπά μέλη της συμπράξεως κατά την εν λόγω σύσκεψη. Επομένως, δεν υπάρχουν στοιχεία που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά της προσφεύγουσας ήταν παθητική ή, γενικότερα, διαφορετική από εκείνη των λοιπών μετεχόντων.

110    Όσον αφορά, τέλος, τη θέση της προσφεύγουσας ότι «εξαναγκάστηκε» από άλλα μέλη της συμπράξεως να προμηθεύεται μαγνήσιο από άλλον μετέχοντα στην παράβαση και πέραν του ότι η προσφεύγουσα δεν διευκρινίζει πώς και με ποια μέσα θα μπορούσαν τα λοιπά μέλη της συμπράξεως να της επιβάλουν τέτοια υποχρέωση, η θέση αυτή, ακόμη και αν ευσταθούσε, δεν επηρεάζει το ειδικό βάρος της συμμετοχής της στην παράβαση. Εξάλλου, όπως ορθώς υπενθυμίζει η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι επιχείρηση η οποία πιέζεται να μετάσχει σε σύμπραξη έχει τη δυνατότητα να υποβάλει σχετική καταγγελία στις αρμόδιες αρχές, αντί να συνταχθεί με τη σύμπραξη, και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να επικαλείται την πίεση αυτή προκειμένου να επιτύχει μείωση του προστίμου που της επιβλήθηκε (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, T‑236/01, T‑239/01, T‑244/01 έως T‑246/01, T‑251/01 και T‑252/01, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1181, σκέψη 344).

111    Τρίτον, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ούτε το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, με βάση το συνολικό μέγεθός της, είναι πολύ μικρότερη από τις λοιπές μετέχουσες στη σύμπραξη επιχειρήσεις. Επισημαίνεται, αφενός, ότι, κατά το σημείο 30 των κατευθυντήριων γραμμών, η Επιτροπή προσδίδει ιδιαίτερη προσοχή στην ανάγκη να διασφαλιστεί ότι τα πρόστιμα θα έχουν επαρκώς αποτρεπτικό αποτέλεσμα και δύναται, προς τούτο, να αυξήσει το πρόστιμο που επιβάλλεται στις επιχειρήσεις οι οποίες έχουν ένα ιδιαίτερα μεγάλο κύκλο εργασιών πέραν των πωλήσεων των προϊόντων και υπηρεσιών με τα οποία σχετίζεται η παράβαση. Αφετέρου, κατά την παράγραφο 35 των κατευθυντήριων γραμμών, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η Επιτροπή δύναται, εφόσον αυτό της ζητηθεί, να συνεκτιμήσει την αδυναμία της επιχείρησης να καταβάλει το πρόστιμο. Επομένως, οι κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν τη δυνατότητα να λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό του προστίμου, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, το ιδιαίτερα μεγάλο μέγεθος της επιχείρησης που μετείχε σε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού ή, αντιθέτως, η περιορισμένη δυνατότητα της επιχειρήσεως να καταβάλει το πρόστιμο σε μια τέτοια περίπτωση.

112    Πάντως, πέραν των ως άνω ευχερειών, μια επιχείρηση δεν μπορεί να ζητήσει μείωση του προστίμου που της επιβλήθηκε επικαλούμενη απλώς και μόνο το γεγονός ότι το μέγεθός της υπολείπεται κατά πολύ του μεγέθους των λοιπών μετεχόντων στην ίδια παράβαση. Συγκεκριμένα, με την απόφαση της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 312), το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται, κατά τον καθορισμό του προστίμου αναλόγως της σοβαρότητας και της διάρκειας της επίμαχης παραβάσεως, να εξασφαλίζει, σε περίπτωση που επιβάλλει πρόστιμα σε πολλές επιχειρήσεις εμπλεκόμενες στην ίδια παράβαση, ότι τα τελικά ποσά των ποσών των προστίμων στα οποία καταλήγει ο υπολογισμός της για τις οικείες επιχειρήσεις αποτυπώνουν κάθε διαφοροποίηση μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών όσον αφορά τον συνολικό κύκλο εργασιών τους.

113    Δεδομένου ότι, προς στήριξη του αιτήματος μειώσεως του προστίμου που της επιβλήθηκε, η προσφεύγουσα προέβαλε απλώς και μόνον ότι το μέγεθός της υπολείπεται του μεγέθους των λοιπών επιχειρήσεων που μετείχαν στην ίδια σύμπραξη, το επιχείρημα αυτό είναι απορριπτέο, όπως και το τέταρτο σκέλος στο σύνολό του. Εξάλλου, για τους ίδιους λόγους και λαμβανομένης επίσης υπόψη της γενικής παρατηρήσεως στη σκέψη 26 ανωτέρω, διαπιστώνεται, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του Γενικού Δικαστηρίου, ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό, βάσει της επιχειρηματολογίας αυτής της προσφεύγουσας, ότι το βασικό ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε, όπως αυτό καθορίστηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με την προβλεπόμενη από τις κατευθυντήριες γραμμές μέθοδο, υπερβαίνει το εύλογο ύψος.

 Επί του έβδομου σκέλους, σχετικά με παράλειψη της Επιτροπής να λάβει υπόψη της το γεγονός ότι η προσφεύγουσα μετείχε σε ορισμένες μόνον πτυχές της παραβάσεως

114    Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι η Επιτροπή δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι οι επίμαχες συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές συνιστούν ενιαία και διαρκή παράβαση. Ωστόσο, αυτή μετείχε στην παράβαση για δύο μόνον από τα τρία σχετικά προϊόντα, δηλαδή τη σκόνη και τους κόκκους ανθρακασβεστίου, όπως παραδέχεται η Επιτροπή. Η νομολογία επιτάσσει να λαμβάνεται υπόψη, κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και κατά τον καθορισμό του προστίμου, η μερική συμμετοχή στην παράβαση, πράγμα που η Επιτροπή παρέλειψε να πράξει εν προκειμένω. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή έπρεπε να μειώσει ως προς αυτή το βασικό ποσό του προστίμου, συνεκτιμώντας το γεγονός ότι η προσφεύγουσα μετείχε στην παράβαση μόνο για δύο από τα επίμαχα προϊόντα. Εξάλλου, ο καθορισμός του ίδιου βασικού ποσού για όλες τις επιχειρήσεις που μετείχαν στην παράβαση είναι παράνομος, διότι το βασικό ποσό του προστίμου που επιβάλλεται σε κάθε μετέχοντα στην παράβαση πρέπει να αποτυπώνει τις διαφορές όσον αφορά το εύρος της συμμετοχής εκάστου εξ αυτών στην παράβαση και, συνεπώς, τον βαθμό της σοβαρότητας της παραβάσεως που τους καταλογίζεται.

115    Το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν έχει μετάσχει σε όλα τα συστατικά στοιχεία μιας συμπράξεως δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά τη διαπίστωση της παραβάσεως ως προς αυτήν, πλην όμως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση της βαρύτητας της παραβάσεως και, ενδεχομένως, κατά τον καθορισμό του προστίμου (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψη 86).

116    Διαπιστώνεται, πάντως, ότι η προβλεπόμενη από τις κατευθυντήριες γραμμές μέθοδος καθορισμού του προστίμου, η οποία παρατίθεται συνοπτικά στη σκέψη 7 ανωτέρω ανταποκρίνεται πλήρως στις επιταγές της συγκεκριμένης νομολογίας. Συγκεκριμένα, όπως ουσιαστικά επισήμανε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 296 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το βασικό ποσό του προστίμου καθορίζεται βάσει των πωλήσεων που έχει πραγματοποιήσει η οικεία επιχείρηση σε σχέση με την παράβαση, πράγμα που συνεπάγεται ότι λαμβάνονται υπόψη μόνον οι πωλήσεις των προϊόντων σε σχέση με τα οποία η εν λόγω επιχείρηση μετείχε στην παράβαση. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση της προσφεύγουσας, συνεκτιμήθηκαν μόνον οι πωλήσεις της σκόνης και των κόκκων ανθρακασβεστίου, όπως επιβεβαιώνεται από την αιτιολογική σκέψη 288 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

117    Δεν είναι άλλωστε ακριβές αυτό που διατείνεται η προσφεύγουσα, ότι καθορίστηκε το ίδιο βασικό ποσό για όλες τις επιχειρήσεις που μετείχαν στην παράβαση. Το ποσό αυτό καθορίζεται για κάθε επιχείρηση βάσει των σχετικών με την παράβαση πωλήσεων που έχει πραγματοποιήσει. Επομένως, για κάθε επιχείρηση καθορίζεται διαφορετικό βασικό ποσό. Τούτο επιβεβαιώνεται από την αιτιολογική σκέψη 308 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία περιλαμβάνει συγκεντρωτικό πίνακα με τα βασικά ποσά που καθορίστηκαν για όλες τις μετέχουσες στην επίδικη παράβαση επιχειρήσεις.

118    Κατά συνέπεια, το πέμπτο σκέλος κρίνεται αβάσιμο και πρέπει να απορριφθεί. Εξάλλου, λαμβανομένης επίσης υπόψη της γενικής παρατηρήσεως στη σκέψη 26 ανωτέρω, διαπιστώνεται, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του Γενικού Δικαστηρίου, ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό, βάσει της επιχειρηματολογίας αυτής της προσφεύγουσας, ότι το βασικό ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε, όπως αυτό καθορίστηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με την προβλεπόμενη από τις κατευθυντήριες γραμμές μέθοδο, υπερβαίνει το εύλογο ύψος.

 Επί του έκτου σκέλους, σχετικά με πλάνη περί το δίκαιο και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσον αφορά τον καθορισμό του «τέλους εισόδου»

119    Πρώτον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, επειδή αυτή δεν αιτιολόγησε επαρκώς τον καθορισμό του ποσοστού που εφαρμόζεται για τον «τέλος εισόδου» σε 17 %. Φρονεί ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως, όπως αυτή έχει καθοριστεί από τη νομολογία, διότι χρησιμοποίησε ορισμένες στερεότυπες διατυπώσεις, χωρίς να εκφέρει άποψη επί της καθοριστικής για τον καθορισμό του «τέλους εισόδου» παραμέτρου, δηλαδή το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που προβλέπεται στην παράγραφο 25 των κατευθυντήριων γραμμών, καθώς και επί των λόγων για τους οποίους όρισε σε 17 % το ποσοστό που θεώρησε απαραίτητο για την εξασφάλιση του επιδιωκόμενου αποτρεπτικού αποτελέσματος.

120    Το εύρος της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που απορρέει από το άρθρο 253 ΕΚ υπομνήστηκε με τις σκέψεις 28 έως 30 ανωτέρω. Όσον αφορά, ειδικότερα, το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως σχετικά με τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου που επιβάλλεται για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, αποτελεί πάγια νομολογία ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως συνιστά ουσιώδη τύπο ο οποίος τηρείται εφόσον η Επιτροπή εκθέτει, με την απόφασή της, τα στοιχεία εκτιμήσεως βάσει των οποίων επιμέτρησε τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως, καθώς και τα στοιχεία εκτιμήσεως τα οποία έλαβε υπόψη προς τούτο, κατ’ εφαρμογήν των ενδεικτικών κανόνων που περιέχουν οι δικές της κατευθυντήριες γραμμές (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Δεκεμβρίου 2005, T‑48/02, Brouwerij Haacht κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5259, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

121    Εν προκειμένω, στις αιτιολογικές σκέψεις 291 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παρέθεσε, υπό τον τίτλο «Καθορισμός του βασικού ποσού του προστίμου», τα στοιχεία που έλαβε υπόψη της για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, περιλαμβανομένου του «τέλους εισόδου», για καθέναν από τους μετέχοντες στην παράβαση. Ειδικότερα, με τις αιτιολογικές σκέψεις 292 έως 296 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ανέλυσε τη σοβαρότητα της παραβάσεως και, μεταξύ άλλων, εκτίμησε (αιτιολογική σκέψη 294) ότι παράβαση όπως η επίμαχη εν προκειμένω «συγκαταλέγεται, ως εκ της φύσεώς της, μεταξύ των πλέον σοβαρών περιορισμών του ανταγωνισμού». Με τις αιτιολογικές σκέψεις 297 και 298 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αναφέρθηκε στο συνολικό μερίδιο αγοράς των μετεχόντων στην παράβαση (βλ. επίσης σκέψεις 28 έως 34 ανωτέρω). Τέλος, με τις αιτιολογικές σκέψεις 299 και 300 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρθηκε, αντιστοίχως, στο γεωγραφικό εύρος της συμπράξεως, αυτό που αναφέρεται στη σκέψη 1 ανωτέρω, και στο γεγονός ότι οι αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίες «είχαν εν γένει τεθεί σε εφαρμογή και υπήρχε έλεγχος ως προς την εφαρμογή τους».

122    Αφού παρέθεσε τις εκτιμήσεις αυτές, η Επιτροπή κατέληξε σε συμπεράσματα όσον αφορά το ποσοστό που επρόκειτο να χρησιμοποιήσει για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, στην αιτιολογική σκέψη 301 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Όσον αφορά το ποσοστό που επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί για τον καθορισμό του «τέλους εισόδου», η Επιτροπή επισήμανε, με την αιτιολογική σκέψη 306 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα εξής:

«Δεδομένων των ιδιαίτερων περιστάσεων της υποθέσεως και λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων που εξετάστηκαν προηγουμένως, σχετικά με τη φύση της παραβάσεως και το γεωγραφικό εύρος της, το ποσοστό που πρέπει να εφαρμοστεί για το πρόσθετο ποσό είναι 17 %.»

123    Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς ό,τι προβάλλει προσφεύγουσα, η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το ποσοστό του 17 % που επέλεξε για τον καθορισμό του «τέλους εισόδου». Δεν αρκέστηκε σε «στερεότυπες διατυπώσεις», αλλά παρέπεμψε σε προηγούμενες εκτιμήσεις σχετικά με τη σοβαρότητα της παραβάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 292 έως 296), κατά τις οποίες επρόκειτο για παράβαση η οποία συγκαταλέγεται, ως εκ της φύσεώς της, στις πλέον σοβαρές, καθώς και σε εκτιμήσεις σχετικά με το γεωγραφικό εύρος της παραβάσεως. Επομένως, τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν παρατέθηκαν με επαρκή σαφήνεια, οπότε κρίνεται απορριπτέα η αιτίαση σχετικά με παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

124    Δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, εάν η Επιτροπή είχε προβεί σε ορθή εκτίμηση, θα λάμβανε υπόψη τα επιχειρήματα που είχε προβάλει κατά τη διοικητική διαδικασία και θα κατέληγε, έτσι, στον καθορισμό χαμηλότερου «τέλους εισόδου» ή, ακόμη, και δεν θα προσαύξανε καθόλου το βασικό ποσό του προστίμου κατά το ποσό αυτό. Η προσφεύγουσα επικαλείται, συναφώς, τη δημιουργία εσωτερικού προγράμματος εκπαιδεύσεως σχετικά με παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού, καθώς και την κρίσιμη κατάσταση στην οποία βρισκόταν κατά τη διάρκεια της παραβάσεως. Τονίζει, ακόμη, ότι ήταν η μόνη από τις μετέχουσες στην παράβαση επιχειρήσεις που εξέφρασε μεταμέλεια για τη συμμετοχή της αυτή.

125    Επί της επιχειρηματολογίας αυτής επισημαίνεται, πρώτον, ότι, κατά τη διατύπωση της παραγράφου 25 των κατευθυντήριων γραμμών, η Επιτροπή «περιλαμβάνει στο βασικό ποσό» το λεγόμενο «τέλος εισόδου». Με άλλα λόγια, αντιθέτως προς ό,τι υπονοεί η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν όφειλε να αποφασίσει εάν θα συμπεριλάβει «τέλος εισόδου» στο βασικό ποσό του προστίμου που επρόκειτο να της επιβάλει. Η προβλεπόμενη από τις κατευθυντήριες γραμμές μέθοδος, από την οποία δεσμεύεται η Επιτροπή, προβλέπει την προσθήκη του ποσού αυτού στο βασικό ποσό.

126    Περαιτέρω, από τις αιτιολογικές σκέψεις 324 και 329 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει, αντιστοίχως, ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της τα όσα προέβαλε η προσφεύγουσα σχετικά με το πρόγραμμα εσωτερικής επιμόρφωσης και την κρίσιμη οικονομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν κατά τη διάρκεια της παραβάσεως, στο πλαίσιο των ελαφρυντικών περιστάσεων που λαμβάνει υπόψη για καθέναν από τους μετέχοντες στη σύμπραξη.

127    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το «τέλος εισόδου» που προβλέπει η παράγραφος 25 των κατευθυντήριων γραμμών αποτελεί τμήμα του βασικού ποσού του προστίμου το οποίο, όπως προκύπτει από την παράγραφο 19 των ίδιων κατευθυντήριων γραμμών, πρέπει να αντανακλά τη σοβαρότητα της παραβάσεως και όχι τη σχετική σοβαρότητα της συμμετοχής στην παράβαση καθεμίας από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Κατά τη νομολογία, το τελευταίο αυτό ζήτημα πρέπει να εξετάζεται στο πλαίσιο της ενδεχόμενης εφαρμογής επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων. Συνεπώς, επιτρέπεται στην Επιτροπή να καθορίζει το ποσοστό της αξίας των αγορών που προβλέπει η παράγραφος 25 των κατευθυντήριων γραμμών, όπως άλλωστε και αυτό της παραγράφου 21 των ίδιων κατευθυντήριων γραμμών, στο ίδιο ύψος για όλους τους μετέχοντες στη σύμπραξη (βλ. απόφαση Novácke chemické závody κατά Επιτροπής, σκέψη 74 ανωτέρω, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

128    Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή πλάνη περί το δίκαιο ή παραβίαση των κατευθυντήριων γραμμών που η ίδια έχει θεσπίσει, επειδή αυτή δεν όρισε ως προς την προσφεύγουσα, ενόψει του καθορισμού του «τέλους εισόδου», ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων χαμηλότερο του 17 %, δεδομένων των ιδιαίτερων περιστάσεων που συντρέχουν στην περίπτωσή της, όπως αυτές παρατίθενται συνοπτικά στη σκέψη 124 ανωτέρω. Οι περιστάσεις αυτές έπρεπε να εξεταστούν στο πλαίσιο της εξετάσεως τυχόν ελαφρυντικών για την προσφεύγουσα περιστάσεων και, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 126 ανωτέρω, στην προσβαλλόμενη απόφαση γίνεται αναφορά σε δύο από αυτές στο εν λόγω πλαίσιο.

129    Είναι, βεβαίως, αληθές ότι η Επιτροπή δεν δέχθηκε καμία ελαφρυντική περίσταση ως προς την προσφεύγουσα. Ωστόσο, το ζήτημα εάν η εκτίμηση αυτή είναι εσφαλμένη, επειδή οι προαναφερθείσες θέσεις της προσφεύγουσας δικαιολογούσαν την αναγνώριση της συνδρομής τέτοιων περιστάσεων, πρέπει να αναλυθεί στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ακριβώς για τον λόγο αυτόν. Εξάλλου, στο πλαίσιο των επιχειρημάτων που αναπτύσσει προς στήριξη του συγκεκριμένου λόγου, η προσφεύγουσα επαναλαμβάνει και εκθέτει διεξοδικότερα τις θέσεις αυτές.

130    Τρίτον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι παραβίασε τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας, επειδή όρισε «το ίδιο “τέλος εισόδου” για όλες τις επιχειρήσεις που μετείχαν στην παράβαση». Αφενός, προβάλλει ότι η ανάγκη εξασφαλίσεως αποτρεπτικού αποτελέσματος είναι μεγαλύτερη στην περίπτωση των επιχειρήσεων που στο παρελθόν έχουν μετάσχει επανειλημμένως σε συμπράξεις, όπως ορισμένοι από τους μετέχοντες στην επίδικη σύμπραξη, και συγκεκριμένα οι Akzo Nobel και Degussa AG. Η προσφεύγουσα, αντιθέτως, δεν υπήρξε ποτέ αποδέκτρια αποφάσεως της Επιτροπής σχετικά με παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ. Για τον λόγο αυτό, μεταξύ άλλων, η Επιτροπή έπρεπε, τηρώντας τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας, να ορίσει ως προς αυτή «τέλος εισόδου» πολύ χαμηλότερο από αυτό της Akzo Nobel και της Degussa. Αφετέρου, υποστηρίζει ότι, για τον καθορισμό του «τέλους εισόδου», πρέπει να ληφθεί υπόψη και το σχετικό μέγεθος των επιχειρήσεων που εμπλέκονται στην παράβαση. Ειδικότερα, η νομολογία δέχεται ότι ο συνολικός κύκλος εργασιών μιας επιχειρήσεως μπορεί να ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό της οικονομικής δυνατότητας των μελών μιας συμπράξεως. Πλην όμως τόσο το μέγεθος της προσφεύγουσας όσο και ο συνολικός κύκλος εργασιών της αντιστοιχούν σε κλάσμα μόνον του μεγέθους και του κύκλου εργασιών των λοιπών επιχειρήσεων που μετείχαν στην παράβαση, ειδικότερα των Akzo Nobel και Degussa. Η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της τη σημαντική αυτή διαφορά κατά τον καθορισμό του «τέλους εισόδου». Εάν προέβαινε σε ορθή εκτίμηση, θα όριζε για την προσφεύγουσα ποσοστό πολύ χαμηλότερο του 17 %.

131    Ούτε τα επιχειρήματα μπορούν να τελεσφορήσουν. Καταρχάς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, αντιθέτως προς ό,τι προβάλλει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν όρισε το ίδιο «τέλος εισόδου» για κάθε μετέχοντα στη σύμπραξη. Όρισε, βεβαίως, για όλους τους μετέχοντες το ίδιο ποσοστό (17 %) βάσει του οποίου υπολογίζεται το εν λόγω «τέλος». Ωστόσο, δεδομένου ότι το ποσό αυτό συνίσταται σε ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν σε σχέση με την παράβαση από κάθε μετέχοντα στη σύμπραξη, θα είναι κατ’ ανάγκη διαφορετικό για τον καθένα, αναλόγως της αξίας των πωλήσεων που έχουν πραγματοποιήσει (απόφαση Novácke chemické závody κατά Επιτροπής, σκέψη 74 ανωτέρω, σκέψη 58).

132    Περαιτέρω, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των Akzo Nobel και Degussa ως υποτρόπων, τονίζεται ότι οι κρίσεις που παρατίθενται στη σκέψη 127 ανωτέρω δικαιολογούν επίσης τη συνεκτίμηση των επιβαρυντικών περιστάσεων (όπως η Επιτροπή) για καθέναν από τους μετέχοντες σε παράβαση σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας καθορισμού του προστίμου, και συγκεκριμένα μετά τον καθορισμό του βασικού ποσού, μέρος του οποίου αποτελεί το «τέλος εισόδου». Συγκεκριμένα, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 7 ανωτέρω, οι κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής προβλέπουν, μεταξύ άλλων, αύξηση του βασικού ποσού λόγω επιβαρυντικών περιστάσεων. Η υποτροπή συγκαταλέγεται στις επιβαρυντικές περιστάσεις που απαριθμούνται ενδεικτικώς στην παράγραφο 28, πρώτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών.

133    Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 309 και 310 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή όντως συνεκτίμησε την επιβαρυντική αυτή περίσταση ως προς τις Akzo Nobel και Degussa, προσαυξάνοντας ως προς αυτές το βασικό ποσό του προστίμου κατά 100 % και 50 % αντιστοίχως.

134    Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη στην περίπτωσή της, για τον υπολογισμό του «τέλους εισόδου», ποσοστό χαμηλότερο από αυτό που ορίστηκε για τους λοιπούς μετέχοντες στη σύμπραξη και, ιδίως, από αυτό που ορίστηκε για τις δύο προαναφερθείσες υπότροπες επιχειρήσεις.

135    Τέλος, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 111 έως 113 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τυχόν διαφορές ως προς το μέγεθος και τον κύκλο εργασιών μεταξύ της προσφεύγουσας και των λοιπών μετεχόντων στη σύμπραξη, ακόμη και αν στοιχειοθετούνταν, δεν θα επέβαλλαν την επιλογή, ενόψει του καθορισμού του «τέλους εισόδου», ποσοστού χαμηλότερου ως προς την προσφεύγουσα.

136    Κατόπιν των προεκτεθέντων, το έκτο σκέλος κρίνεται απορριπτέο. Εξάλλου, λαμβανομένης επίσης υπόψη της γενικής παρατηρήσεως στη σκέψη 26 ανωτέρω, διαπιστώνεται, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του Γενικού Δικαστηρίου, ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό, βάσει της επιχειρηματολογίας αυτής της προσφεύγουσας, ότι το βασικό ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε, όπως αυτό καθορίστηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με την προβλεπόμενη από τις κατευθυντήριες γραμμές μέθοδο, υπερβαίνει το εύλογο ύψος. Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως κρίνεται απορριπτέος στο σύνολό του.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την παράνομη παράλειψη της Επιτροπής να συνεκτιμήσει ελαφρυντικές για την προσφεύγουσα περιστάσεις

137    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι νόμιμη, διότι η Επιτροπή δεν συνεκτίμησε ελαφρυντικές γι’ αυτήν περιστάσεις. Ο λόγος αυτός διαρθρώνεται σε πέντε σκέλη, εκ των οποίων το πρώτο αφορά μη εφαρμογή των επίμαχων συμφωνιών, μη πλουτισμό της προσφεύγουσας και το γεγονός ότι δεν προκλήθηκε ζημία στους καταναλωτές, το δεύτερο παράλειψη συνεκτιμήσεως της αποτελεσματικής συνεργασίας της προσφεύγουσας, το τρίτο παράλειψη συνεκτιμήσεως της ομολογίας και της μεταμέλειας της προσφεύγουσας, το τέταρτο παράλειψη συνεκτιμήσεως των μέτρων συμμορφώσεως που θέσπισε η προσφεύγουσα και το πέμπτο παράλειψη συνεκτιμήσεως της κρίσιμης καταστάσεως στην οποία βρίσκεται ο κλάδος της παραγωγής ανθρακασβεστίου και η ίδια η προσφεύγουσα.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

138    Όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 92 ανωτέρω, όταν μια παράβαση έχει διαπραχθεί από πλείονες επιχειρήσεις, για τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων πρέπει να εξετάζεται το ειδικό βάρος της συμμετοχής εκάστης εξ αυτών.

139    Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν, στην παράγραφο 29, τη διαβάθμιση του βασικού ποσού του προστίμου αναλόγως ορισμένων, ιδιαίτερων για κάθε εμπλεκόμενη επιχείρηση, επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων. Ειδικότερα, στην παράγραφο αυτή απαριθμούνται, κατά τρόπο μη εξαντλητικό, οι ελαφρυντικές περιστάσεις που λαμβάνονται υπόψη. Πάντως, δεν αποκλείεται η συνεκτίμηση, προς μείωση του προστίμου, άλλων περιστάσεων μη περιλαμβανόμενων στην ενδεικτική απαρίθμηση της παραγράφου 29 των κατευθυντήριων γραμμών, εφόσον αυτή συνεπάγεται μείωση του ειδικού βάρους της συμμετοχής στην παράβαση του οικείου προσώπου ή της οικίας επιχειρήσεως (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012, T‑400/09, Ecka Granulate και non ferrum Metallpulver κατά Επιτροπής, σκέψη 61).

140    Οι προκαταρκτικές αυτές παρατηρήσεις πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την εξέταση των επιμέρους σκελών του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

 Επί του πρώτου σκέλους, σχετικά με μη εφαρμογή των επίμαχων συμφωνιών, μη πλουτισμό της προσφεύγουσας και το γεγονός ότι δεν προκλήθηκε ζημία στους καταναλωτές

141    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, η προσφεύγουσα ουσιαστικά επαναλαμβάνει τα επιχειρήματα που εκτίθενται συνοπτικά στις σκέψεις 66 έως 68 ανωτέρω και τα οποία αποδεικνύουν, κατ’ αυτήν, ότι οι επίμαχες συμφωνίες τέθηκαν εν μέρει μόνο σε εφαρμογή και ότι η παράβαση δεν είχε καμία επίπτωση στην αγορά, δεν προκάλεσε ζημία ούτε παρέσχε στους μετέχοντες σε αυτή τη δυνατότητα να αισχροκερδήσουν. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι οι περιστάσεις αυτές έπρεπε να ληφθούν υπόψη από την Επιτροπή, ως ελαφρυντικές περιστάσεις, προκειμένου να μειωθεί το πρόστιμο.

142    Συναφώς, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, με τις αιτιολογικές σκέψεις 318 και 319 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε τα εξής:

«(318)Όπως αναφέρθηκε στην αιτιολογική σκέψη 193, οι συμφωνίες μεταξύ των προμηθευτών ανθρακασβεστίου και μαγνησίου όντως τέθηκαν σε εφαρμογή. Καθ’ όλη τη διάρκεια της συμπράξεως, οι μετέχοντες σε αυτήν αντάλλαξαν ευαίσθητα εμπορικής φύσεως πληροφορίες, κατένειμαν μεταξύ τους πελάτες, αποφάσισαν να εφαρμόσουν τις συμφωνημένες αυξήσεις τιμών και συζήτησαν για την υλοποίηση των συμφωνιών, ενημερώνοντας τους πίνακες κατανομής της αγοράς. Οι συμφωνίες δεν απέκλειαν τον ανταγωνισμό μεταξύ των μετεχόντων, πλην όμως η ύπαρξη αντιπαλοτήτων και παρασπονδιών δεν αναιρεί τη διαπίστωση ότι οι συμφωνίες τέθηκαν σε εφαρμογή και ότι είχαν ως συνέπεια τον περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ των προμηθευτών ανθρακασβεστίου και κόκκων μαγνησίου.

(319)Επιπλέον, ουδείς από τους μετέχοντες δήλωσε ότι απέφυγε εντελώς την εφαρμογή των παράνομων συμφωνιών. Πιο συγκεκριμένα, ουδείς από τους μετέχοντες προσκόμισε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ουσιαστικά απείχε από την εφαρμογή των εν λόγω συμφωνιών, ακολουθώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά, ή, τουλάχιστον, ότι παρέβη σαφώς και σε σημαντικό βαθμό τις υποχρεώσεις που αποσκοπούσαν στην εφαρμογή της συμπράξεως, μέχρι σημείου ώστε να διαταράξει τη λειτουργία της [..]. Η παρασπονδία ουδέποτε είχε ως συνέπεια την απόρριψη των συμφωνιών, αλλά είχε παγίως ως βάση τα συμφωνηθέντα. Αποτελούσε αντικείμενο έντονων συζητήσεων στο πλαίσιο της συμπράξεως και, εφόσον ήταν απαραίτητο, παρεχόταν κάποιο αντιστάθμισμα γι’ αυτήν.»

143    Επομένως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι οι επίμαχες συμφωνίες όντως τέθηκαν σε εφαρμογή. Ήταν ορθή η εκτίμησή της, στο πλαίσιο της εξετάσεως τυχόν ελαφρυντικών περιστάσεων, ότι, κατ’ ουσίαν, το γεγονός ότι οι εν λόγω συμφωνίες δεν απέκλειαν εξ ολοκλήρου τον ανταγωνισμό μεταξύ των μετεχόντων και η ύπαρξη αντιπαλοτήτων και παρασπονδιών δεν αναιρούν το γεγονός της διαπράξεως της παραβάσεως. Συγκεκριμένα, από τη νομολογία που υπενθυμίζει η ίδια η Επιτροπή στην προαναφερθείσα αιτιολογική σκέψη 318 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι μια επιχείρηση η οποία, παρά τη συνεννόηση με τους ανταγωνιστές της, ακολουθεί, κατά το μάλλον ή ήττον, ανεξάρτητη πολιτική στην αγορά ενδέχεται απλώς να επιχειρεί να χρησιμοποιήσει τη σύμπραξη προς όφελός της και ότι οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν, με ιδιαίτερη ευχέρεια, να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο να υποχρεωθούν να καταβάλουν βαρύ πρόστιμο, εάν είχαν τη δυνατότητα να επωφεληθούν από παράνομη σύμπραξη και στη συνέχεια να επιτύχουν μείωση του προστίμου με την αιτιολογία ότι δεν διαδραμάτισαν παρά περιορισμένο ρόλο στην υλοποίηση της παραβάσεως, ενώ με τη στάση τους παρακίνησαν άλλες επιχειρήσεις να συμπεριφερθούν κατά τρόπο ακόμη πιο βλαπτικό για τον ανταγωνισμό (βλ. απόφαση Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψη 491 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Όπως επιβεβαίωσε το Δικαστήριο με την απόφαση KME Germany κ.λπ., σκέψη 58 ανωτέρω (σκέψεις 94 έως 96), δεν αποτελεί πλάνη περί το δίκαιο η στενή ερμηνεία των προϋποθέσεων για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως που συνίσταται στη μη εφαρμογή παράνομων συμφωνιών.

144    Όπως κατ’ ουσίαν επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 319 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν θα μπορούσε να αναγνωριστεί στην προσφεύγουσα ή σε άλλον μετέχοντα στην παράβαση η ελαφρυντική περίσταση που προβλέπεται στην παράγραφο 29, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών, κατά την οποία η επιχείρηση αποδεικνύει ότι η συμμετοχή της στην παράβαση ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη και, συνεπώς, ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία συμμετείχε στην παράνομη συμφωνία, απείχε κατ’ ουσίαν από την εφαρμογή αυτής, ακολουθώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά (βλ., συναφώς, απόφαση Ecka Granulate και non ferrum Metallpulver κατά Επιτροπής, σκέψη 139 ανωτέρω, σκέψη 86 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε τέτοιες αποδείξεις.

145    Όσον αφορά, εξάλλου, τη θέση της προσφεύγουσας ότι δεν άντλησε κανένα όφελος από τη συμμετοχή της στην παράβαση, το γεγονός αυτό, ακόμη και εάν είχε αποδειχθεί, δεν θα συνιστούσε ελαφρυντική περίσταση. Συγκεκριμένα, κατά την πάγια νομολογία η οποία επίσης παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 320 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν αποκόμισε κανένα όφελος από την παράβαση δεν εμποδίζει την επιβολή προστίμου, διότι διαφορετικά το πρόστιμο θα έχανε τον αποτρεπτικό του χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη, προκειμένου να καθορίσει το ύψος των προστίμων, να λάβει υπόψη τη μη αποκόμιση κέρδους από την εν λόγω παράβαση (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Ιουνίου 2010, T‑66/01, Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑2631, σκέψη 443 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

146    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, επίσης, ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη, ως ελαφρυντική περίσταση, το γεγονός ότι η παράβαση δεν είχε επιπτώσεις στην αγορά. Ωστόσο, αρκεί, συναφώς, η παραπομπή στις κρίσεις που αναπτύσσονται στις σκέψεις 78 έως 80 ανωτέρω, κατά τις οποίες οι θέσεις της προσφεύγουσας περί ελλείψεως επιπτώσεων της επίδικης παραβάσεως στην αγορά δεν τεκμηριώνονται από αποδεικτικά στοιχεία. Εν πάση περιπτώσει, από τη σκέψη 81 ανωτέρω προκύπτει ότι, ακόμη και σε περίπτωση που είχαν προσκομιστεί αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν τη θέση αυτή, δεν θα δικαιολογούνταν η αναγνώριση ελαφρυντικής περιστάσεως λόγω ελλείψεως επιπτώσεων της παραβάσεως στην αγορά, δεδομένης της εγγενούς σοβαρότητας της επίδικης παραβάσεως.

147    Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος κρίνεται απορριπτέο.

 Επί του δεύτερου σκέλους, σχετικά με παράλειψη συνεκτιμήσεως της αποτελεσματικής συνεργασίας της προσφεύγουσας

148    Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή παράνομη παράλειψη συνεκτιμήσεως της αποτελεσματικής συνεργασίας ως ελαφρυντικής περιστάσεως που δικαιολογεί μείωση του προστίμου. Το σκέλος αυτός εξετάζεται από κοινού με τον τρίτο λόγο, καθώς σχετίζεται στενά με αυτόν, δεδομένου μάλιστα ότι η ίδια η προσφεύγουσα παραπέμπει στην επιχειρηματολογία που αναπτύσσει προς στήριξη του συγκεκριμένου λόγου.

 Επί του τρίτου σκέλους, σχετικά με παράλειψη συνεκτιμήσεως της ομολογίας και της μεταμέλειας της προσφεύγουσας

149    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, κατά τη νομολογία, η Επιτροπή μπορεί να προβεί σε μείωση του προστίμου, εάν η επιχείρηση ομολογήσει τη συμμετοχή της σε παράβαση. Υπενθυμίζει ότι ομολόγησε αμέσως το σύνολο της προσαπτόμενης παραβάσεως και υποστηρίζει ότι τούτο έπρεπε να ληφθεί υπόψη, ως ελαφρυντική περίσταση, κατά τον καθορισμό του προστίμου που επρόκειτο να της επιβληθεί. Προβάλλει ακόμη ότι είναι η μόνη μετέχουσα στη σύμπραξη που εξέφρασε ρητώς τη μεταμέλειά της για την παράβαση που διέπραξε. Επικαλείται, συναφώς, τις δηλώσεις του ιδιοκτήτη της κατά την ακρόαση στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας και φρονεί ότι έπρεπε και αυτές να συνεκτιμηθούν ως ελαφρυντική περίσταση.

150    Συναφώς, τονίζεται ότι η απλή μη αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών από την εμπλεκόμενη επιχείρηση δεν συγκαταλέγεται στις ελαφρυντικές περιστάσεις που απαριθμούνται ενδεικτικά στην παράγραφο 29 των κατευθυντήριων γραμμών. Η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 1996, C 207, σ. 4) όντως προέβλεπε, στο σημείο Δ, παράγραφος 2, μείωση του προστίμου λόγω συνεργασίας σε περίπτωση που, μετά την ανακοίνωση των αιτιάσεων, η επιχείρηση ενημερώσει την Επιτροπή ότι δεν αμφισβητεί τα γεγονότα επί των οποίων βασίζονται οι κατηγορίες της. Η νομολογία που επικαλείται η προσφεύγουσα αφορά περιπτώσεις κατά τις οποίες είχε εφαρμογή η εν λόγω ανακοίνωση. Ωστόσο, η εν λόγω ανακοίνωση δεν είχε εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, δεδομένου ότι έχει αντικατασταθεί από την ανακοίνωση περί επιείκειας του 2002, η οποία δεν προβλέπει τέτοια μείωση.

151    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 74 ανωτέρω, η Επιτροπή, μολονότι δεν μπορεί να αποκλίνει από τους κανόνες που η ίδια επιβάλλει στον εαυτό της, έχει, εντούτοις, την εξουσία να τροποποιεί και να αντικαθιστά τους κανόνες αυτούς και δεν μπορεί να της προσαφθεί ότι δεν συνεκτίμησε ελαφρυντική περίσταση μη προβλεπόμενη από τους νέους κανόνες, για τον λόγο και μόνον ότι προβλεπόταν από τους παλαιούς.

152    Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι, με παλαιότερες αποφάσεις που είχαν ληφθεί σύμφωνα με κανόνες ή με πρακτική που έχουν έκτοτε τροποποιηθεί, η Επιτροπή είχε λάβει υπόψη της, προς μείωση του προστίμου που επιβλήθηκε σε επιχείρηση μετέχουσα σε σύμπραξη, τη μη αμφισβήτηση, εκ μέρους της, των προσαπτόμενων σε αυτήν περιστατικών, δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή υποχρεούται, εν προκειμένω, να ευεργετήσει την προσφεύγουσα με μείωση του προστίμου για τον ίδιο λόγο (βλ., συναφώς, απόφαση Ecka Granulate και non ferrum Metallpulver κατά Επιτροπής, σκέψη 139 ανωτέρω, σκέψη 60)

153    Κατά συνέπεια, για την εξέταση του συγκεκριμένου λόγου, πρέπει να διαπιστωθεί εάν η μη αμφισβήτηση, από την προσφεύγουσα, των προσαπτόμενων σε αυτήν περιστατικών, καθώς και το γεγονός ότι εξέφρασε τη μεταμέλειά της, αρκούν για τον μετριασμό του ειδικού βάρους της συμμετοχής της στη σύμπραξη και δικαιολογούν μείωση του επιβληθέντος σε αυτή προστίμου (βλ., συναφώς, απόφαση Ecka Granulate και non ferrum Metallpulver κατά Επιτροπής, σκέψη 139 ανωτέρω, σκέψη 61).

154    Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, κατά πάγια νομολογία, μείωση του προστίμου λόγω συνεργασίας κατά τη διοικητική διαδικασία δικαιολογείται μόνον εάν η συμπεριφορά της επιχείρησης διευκόλυνε την εκ μέρους της Επιτροπής διαπίστωση της παραβάσεως και, ενδεχομένως, τον τερματισμό της (βλ. απόφαση Ecka Granulate και non ferrum Metallpulver κατά Επιτροπής, σκέψη 139 ανωτέρω, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

155    Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή προσάπτει στην προσφεύγουσα συμμετοχή στις πτυχές της συμπράξεως με αντικείμενο τη σκόνη και τους κόκκους ανθρακασβεστίου. Όσον αφορά την πρώτη από τις δύο αυτές πτυχές, υπενθυμίζεται ότι η ύπαρξη της επίδικης συμπράξεως γνωστοποιήθηκε στην Επιτροπή από την Akzo Nobel, όπως επισημαίνεται με την αιτιολογική σκέψη 335 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την υποσημείωση 143 στην αιτιολογική σκέψη 64 και από την αιτιολογική σκέψη 348 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή κατέσχεσε στα γραφεία άλλης μετέχουσας στη σύμπραξη επιχειρήσεως, συγκεκριμένα της TDR Metalurgija, έγγραφες αποδείξεις σχετικές με την ίδια πτυχή της συμπράξεως και, ειδικότερα, με την πρώτη σύσκεψη με αντικείμενο το προϊόν αυτό, η οποία διεξήχθη στις 22 Απριλίου 2004.

156    Βάσει των στοιχείων αυτών, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή διέθετε πολλά αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα περιστατικά που προσάπτονται στην προσφεύγουσα ως προς τη συμμετοχή της στην πτυχή της συμπράξεως με αντικείμενο τη σκόνη ανθρακασβεστίου. Υπό τις συνθήκες αυτές και ελλείψει επιχειρημάτων της προσφεύγουσας ικανών να αποδείξουν το αντίθετο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή ήταν, εν πάση περιπτώσει, σε θέση να αποδείξει τα περιστατικά που προσάπτονται στην προσφεύγουσα σε σχέση με τη συγκεκριμένη πτυχή της συμπράξεως. Επομένως, η μη αμφισβήτηση των εν λόγω περιστατικών από την προσφεύγουσα δεν μπορεί να θεωρηθεί αποτελεσματική συνεργασία κατά τη διοικητική διαδικασία, κατά την έννοια της παραγράφου 29, τέταρτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών και της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 154 ανωτέρω, και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να δικαιολογήσει μείωση του επιβληθέντος στην προσφεύγουσα προστίμου.

157    Όσον αφορά την πτυχή της συμπράξεως με αντικείμενο τους κόκκους ανθρακασβεστίου, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 342 έως 346 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα παρέσχε στην Επιτροπή, στο πλαίσιο αιτήσεως υποβληθείσας βάσει της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002, αποδεικτικά στοιχεία που συνέβαλαν στη διαπίστωση της συγκεκριμένης πτυχής της παραβάσεως. Για τον λόγο αυτό, το πρόστιμο μειώθηκε κατά 35 % ως προς την προσφεύγουσα, κατ’ εφαρμογήν της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002 (αιτιολογική σκέψη 346 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

158    Ανεξαρτήτως του αν το ποσοστό αυτό μειώσεως ήταν εύλογο, πράγμα που η προσφεύγουσα αμφισβητεί με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος εξετάζεται κατωτέρω, δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή έπρεπε να προβεί σε χωριστή μείωση του προστίμου, επειδή η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε τη συμμετοχή της σε πτυχή της συμπράξεως, για την απόδειξη της οποίας παρέσχε στην Επιτροπή τη συνδρομή της.

159    Τέλος, όσον αφορά το γεγονός ότι η προσφεύγουσα εξέφρασε τη μεταμέλειά της για τη συμμετοχή της στη σύμπραξη, η δήλωση αυτή είναι μεν αξιέπαινη, πλην όμως δεν επηρεάζει τη διαπίστωση της παραβάσεως και, συνεπώς, δεν μπορεί να αποτελέσει ελαφρυντική περίσταση που δικαιολογεί μείωση του επιβληθέντος προστίμου (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Ecka Granulate και non ferrum Metallpulver κατά Επιτροπής, σκέψη 139 ανωτέρω, σκέψη 79).

160    Από το σύνολο των προεκτεθέντων συνάγεται ότι το τρίτο σκέλος είναι αβάσιμο και απορριπτέο.

 Επί του τέταρτου σκέλους, σχετικά με παράλειψη συνεκτιμήσεως των μέτρων συμμορφώσεως που θέσπισε η προσφεύγουσα

161    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι τόσο η Επιτροπή, με απόφασή της σχετικά με διαφορετική παράβαση, όσο και το Γενικό Δικαστήριο απόφαση της 14ης Ιουλίου 1994, T‑77/92, Parker Pen κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II‑549, σκέψη 93), χαρακτήρισαν ελαφρυντική περίσταση, δικαιολογούσα τη μείωση του προστίμου, τη θέσπιση μέτρων συμμορφώσεως από επιχείρηση κατά της οποίας έχει κινηθεί διαδικασία για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού του δικαίου της Ένωσης. Δεδομένου ότι θέσπισε τέτοια μέτρα, μετά την κίνηση της διαδικασίας η οποία κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι έπρεπε, ως εκ τούτου, να μειωθεί το πρόστιμο.

162    Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, κατά πάγια νομολογία, είναι μεν σημαντικό το ότι μια επιχείρηση έλαβε μέτρα για να εμποδίσει τη διάπραξη στο μέλλον και νέων παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης από μέλη του προσωπικού της, το γεγονός όμως αυτό ουδόλως μεταβάλλει την πραγματικότητα της διαπιστωθείσας παραβάσεως. Επομένως, το γεγονός ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η Επιτροπή έχει λάβει υπόψη, με προγενέστερες αποφάσεις της, την εκπόνηση προγράμματος συμμορφώσεως προς το δίκαιο του ανταγωνισμού ως ελαφρυντική περίσταση δεν συνεπάγεται και υποχρέωσή της να ενεργήσει κατά τον ίδιο τρόπο και σε άλλη συγκεκριμένη περίπτωση (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑224/00, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑2597, σκέψη 280 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Τούτο επισημάνθηκε, άλλωστε, από την Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 325 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προς απόρριψη του αιτήματος αυτού της προσφεύγουσας.

163    Η απόφαση Parker Pen κατά Επιτροπής, σκέψη 161 ανωτέρω, την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα προς στήριξη των επιχειρημάτων της, δεν οδηγεί σε διαφορετικό συμπέρασμα.

164    Αφενός, με τη σκέψη 93 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο αρκέστηκε στη διαπίστωση ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της, με την επίδικη απόφασή της, ελαφρυντικές περιστάσεις που συνέτρεχαν υπέρ της προσφεύγουσας στη συγκεκριμένη υπόθεση, ιδίως την εκ μέρους της εφαρμογή προγράμματος συμμορφώσεως προς εξασφάλιση της τηρήσεως των κανόνων ανταγωνισμού από τους διανομείς και τις θυγατρικές της εταιρίες. Το Γενικό Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να αποφανθεί ούτε αποφάνθηκε επί του αν η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη της το γεγονός αυτό ως ελαφρυντική περίσταση. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, παρά τη συνεκτίμηση ελαφρυντικών περιστάσεων, το πρόστιμο που επιβλήθηκε από την Επιτροπή στην προσφεύγουσα στη υπόθεση εκείνη δεν ήταν εύλογο, ιδίως λόγω του μικρού μεγέθους του κύκλου εργασιών που σχετιζόταν με την παράβαση και, ασκώντας την πλήρη δικαιοδοσία τους, μείωσε το πρόστιμο αυτό (απόφαση Parker Pen κατά Επιτροπής, σκέψη 161 ανωτέρω, σκέψη 95).

165    Αφετέρου, στο σημείο 24 της αποφάσεώς της 92/426/ΕΟΚ, της 15ης Ιουλίου 1992, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [81 ΕΚ] (υπόθεση IV/32.725 — Viho/Parker Pen) (ΕΕ L 233, σ. 27), η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο της προαναφερθείσας υποθέσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι κατά τη διάρκεια της παραβάσεως είχαν εφαρμοστεί μέτρα συμμορφώσεως, πλην όμως δεν απέτρεψαν τη διάπραξη της παραβάσεως, αντιθέτως δε η προσφεύγουσα έπαυσε την παράβαση μόνο μετά τον εντοπισμό αυτής από την Επιτροπή και κατόπιν ρητού αιτήματος της δεύτερης. Με άλλα λόγια, στην υπόθεση εκείνη, ελήφθη υπόψη ως ελαφρυντική περίσταση όχι μόνον η θέσπιση, κατά το διάστημα που συνέπεσε με τη διάρκεια της επίμαχης παραβάσεως, μέτρων προς εξασφάλιση της τηρήσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, αλλά και η συμπεριφορά της εμπλεκομένης επιχειρήσεως μετά την παρέμβαση της Επιτροπής.

166    Επιπλέον, ακόμη και αν, όπως διατείνεται η προσφεύγουσα, η Επιτροπή είχε λάβει υπόψη της, με προγενέστερες αποφάσεις της, ως ελαφρυντική περίσταση το γεγονός ότι η παράβαση διαπράχθηκε παρά τη θέσπιση, από την οικεία επιχείρηση, μέτρων αποτροπής τέτοιων παραβάσεων, από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 162 ανωτέρω προκύπτει ότι ούτε το επιχείρημα αυτό μπορεί να ευδοκιμήσει. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να κάνει δεκτό ένα τέτοιο στοιχείο ως ελαφρυντική περίσταση, εφόσον τηρεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία συνεπάγεται ότι δεν πρέπει να υπάρχει διαφορετική εκτίμηση ως προς το σημείο αυτό μεταξύ των επιχειρήσεων που είναι αποδέκτες της ίδιας αποφάσεως (απόφαση Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, σκέψη 162 ανωτέρω, σκέψη 281). Εν προκειμένω, πάντως, δεν συντρέχει η περίπτωση αυτή, καθώς δεν αναγνωρίστηκε τέτοια ελαφρυντική περίσταση υπέρ κάποιου εκ των μετεχόντων στη σύμπραξη.

167    Επισημαίνεται, ακόμη, ότι η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 162 ανωτέρω είναι όλως περιοριστική, δεδομένης της ανάγκης συνεκτιμήσεως των ειδικών αποτρεπτικών στοιχείων κατά τον καθορισμό του προστίμου, των δυσχερειών που συνεπάγεται η παράλειψη συνεκτιμήσεως των προγραμμάτων συμμορφώσεως που έχουν θεσπίσει οι επιχειρήσεις οι οποίες ζητούν την επιείκεια της Επιτροπής και της απαιτήσεως οι παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού να έχουν διαπραχθεί τουλάχιστον εξ αμελείας. Θεωρεί, συνεπώς, ότι το αυστηρό πρόγραμμα συμμορφώσεως που είχε θεσπίσει έπρεπε να ληφθεί υπόψη ως ελαφρυντική περίσταση.

168    Τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι πειστικά.

169    Από τις κατευθυντήριες γραμμές προκύπτει ότι η Επιτροπή έχει επίγνωση της ανάγκης να εξασφαλιστεί όχι μόνον ο γενικώς αποτρεπτικός χαρακτήρας της δράσης της στον τομέα των παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού αλλά, ιδιαίτερα, το ειδικό αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου που επιβάλλει σε επιχείρηση που διέπραξε τέτοια παράβαση. Τούτο επιβεβαιώνεται από την παράγραφο 4 των κατευθυντήριων γραμμών, η οποία ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «τα πρόστιμα πρέπει να έχουν ένα επαρκώς αποτρεπτικό αποτέλεσμα, […] ως κύρωση που επιβάλλεται στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις (ειδικό αποτρεπτικό αποτέλεσμα)». Ωστόσο, η απλή θέσπιση, εκ μέρους μιας επιχειρήσεως, προγράμματος συμμορφώσεως προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δεν μπορεί να συνιστά έγκυρη και βέβαιη εγγύηση της μελλοντικής σταθερής τηρήσεως των εν λόγω κανόνων από την επιχείρηση αυτή, οπότε ένα τέτοιο πρόγραμμα δεν μπορεί να υποχρεώσει την Επιτροπή να μειώσει το πρόστιμο με την αιτιολογία ότι ο σκοπός της προλήψεως που επιδιώκεται με το πρόστιμο αυτό έχει ήδη, τουλάχιστον εν μέρει, επιτευχθεί (απόφαση Degussa κατά Επιτροπής, σκέψη 66 ανωτέρω, σκέψη 361). Η προσφεύγουσα δεν επικαλέστηκε, άλλωστε, κανένα συγκεκριμένο στοιχείο που να αποδεικνύει ότι το απαιτούμενο ειδικό αποτρεπτικό αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί με χαμηλότερο πρόστιμο, στην περίπτωση των επιχειρήσεων που έχουν θεσπίσει μέτρα συμμορφώσεως. Συνεπώς, ενώ η θέσπιση τέτοιων μέτρων είναι προς το συμφέρον της επιχειρήσεως, προς αποτροπή μελλοντικών παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού και, συνεπώς, προς αποφυγή των κυρώσεων την επιβολή των οποίων θα δικαιολογούσαν οι παραβάσεις αυτές, εντούτοις ούτε η Επιτροπή ούτε το Γενικό Δικαστήριο κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας ως προς τα πρόστιμα έχουν την υποχρέωση να παρέχουν αυτομάτως και συστηματικά ανταλλάγματα για τη θέσπιση τέτοιων μέτρων, προβαίνοντας σε μείωση του προστίμου.

170    Επίσης απορριπτέο είναι το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η παράλειψη συνεκτιμήσεως μιας τέτοιας ελαφρυντικής περιστάσεως, δυσχεραίνει τη θέση των επιχειρήσεων που ζητούν την επιείκεια της Επιτροπής. Συναφώς, η προσφεύγουσα διευκρίνισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, ελλείψει προγράμματος συμμορφώσεως, θα ήταν δυσχερέστερο για τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να εντοπίσουν, με εσωτερικές έρευνες, τη συμμετοχή μελών του προσωπικού τους σε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, ώστε να ενημερώνουν εγκαίρως την Επιτροπή, και, ως εκ τούτου, να ζητούν μέτρα επιείκειας ως προς αυτές. Αρκεί η επισήμανση ότι η επιχειρηματολογία αυτή ουδόλως αποδεικνύει την αναγκαιότητα να παρέχονται ανταλλάγματα για τη θέσπιση μέτρων συμμορφώσεως, καθώς τα ανταλλάγματα που προβλέπει η Επιτροπή στο πλαίσιο των διαφόρων ανακοινώσεων περί επιείκειας που έχει εκδώσει (μεταξύ των οποίων και αυτή του 2002 η οποία έχει εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως) αποτελούν επαρκές προς τούτο κίνητρο.

171    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα ότι οι παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού πρέπει να έχουν διαπραχθεί τουλάχιστον εξ αμελείας, αρκεί να υπομνηστεί η πάγια νομολογία κατά την οποία, για να μπορεί να θεωρηθεί ότι μια παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού διαπράχθηκε εκ προθέσεως και όχι εξ αμελείας, δεν είναι απαραίτητο η επιχείρηση να έχει επίγνωση ότι παραβαίνει τους κανόνες αυτούς, αλλά αρκεί το ότι δεν μπορούσε να αγνοεί ότι η συμπεριφορά της είχε ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1989, 246/86, Belasco κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. 2117, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και απόφαση Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 143 ανωτέρω, σκέψη 205 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, η γνώση, από τους υπευθύνους μιας επιχείρησης, του ακριβούς περιεχομένου των κανόνων του ανταγωνισμού, γνώση η οποία μπορεί να αποκτηθεί στο πλαίσιο προγράμματος επιμορφώσεως και συμμορφώσεως, δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη διαπίστωση παραβάσεως των κανόνων αυτών. Αντιθέτως, από την προαναφερθείσα νομολογία προκύπτει ότι, ακόμη και ελλείψει τέτοιας γνώσεως, είναι δυνατόν να διαπιστωθεί ότι η παράβαση των εν λόγω κανόνων δεν οφείλεται μόνο σε αμέλεια, αλλά και σε δόλο.

172    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το συγκεκριμένο σκέλος είναι αβάσιμο και επομένως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πέμπτου σκέλους, σχετικά με παράλειψη συνεκτιμήσεως της κρίσιμης καταστάσεως στην οποία βρίσκεται ο κλάδος της παραγωγής ανθρακασβεστίου και η ίδια η προσφεύγουσα

173    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, κατά το παρελθόν, η Επιτροπή είχε μειώσει κατά πολύ τα πρόστιμα, στο πλαίσιο ορισμένων υποθέσεων, λόγω της κρίσιμης κατάστασης του οικείου κλάδου. Εξάλλου, ο δικαστής της Ένωσης έχει επίσης συχνά δεχθεί ότι η δυσχερής κατάσταση ενός κλάδου συνιστά ελαφρυντική περίσταση που δικαιολογεί μείωση του προστίμου. Ωστόσο, μολονότι η προσφεύγουσα απέδειξε, κατά τη διοικητική διαδικασία, ότι ο κλάδος της παραγωγής ανθρακασβεστίου συνολικά και η ίδια βρίσκονταν, τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια της παραβάσεως, σε κρίσιμη κατάσταση, η Επιτροπή αρνήθηκε, κατά παράβαση του νόμου, να δεχθεί συναφώς τη συνδρομή ελαφρυντικής περιστάσεως. Η προσφεύγουσα επαναλαμβάνει, συναφώς, τα επιχειρήματα που είχε προβάλει κατά τη διοικητική διαδικασία προκειμένου να αποδείξει την κρίσιμη κατάσταση που επικαλείται.

174    Η Επιτροπή απέρριψε τα σχετικά επιχειρήματα που ανέπτυξαν η προσφεύγουσα και οι λοιποί μετέχοντες στη σύμπραξη κατά τη διοικητική διαδικασία, επισημαίνοντας, συναφώς, με την αιτιολογική σκέψη 330 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα εξής: «Τα επιχειρήματα αυτά εξηγούν βεβαίως την επιλογή των προμηθευτών ανθρακασβεστίου και κόκκων μαγνησίου να περιορίσουν τον ανταγωνισμό, πλην όμως δεν δικαιολογούν τις πρακτικές της συμπράξεως». Απαντώντας στο επιχείρημα ότι, υπό ανάλογες περιστάσεις κατά το παρελθόν, το πρόστιμο είχε μειωθεί, η Επιτροπή υπενθύμισε τη νομολογία κατά την οποία δεν δεσμεύεται από τις προγενέστερες αποφάσεις της (βλ. σκέψη 87 ανωτέρω), αναφέροντας επιπλέον τα εξής: «Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο […] έχει επιβεβαιώσει ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να δέχεται ως ελαφρυντική περίσταση την κακή οικονομική κατάσταση του οικείου κλάδου».

175    Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να δέχεται ως ελαφρυντική περίσταση την κακή οικονομική κατάσταση του οικείου κλάδου. Το γεγονός ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη, σε προηγούμενες υποθέσεις, την οικονομική κατάσταση του οικείου κλάδου ως ελαφρυντική περίσταση δεν σημαίνει ότι πρέπει οπωσδήποτε να εξακολουθήσει να εφαρμόζει την εν λόγω πρακτική. Επισημαίνεται, συναφώς, ότι, κατά κανόνα, τα καρτέλ σχηματίζονται σε εποχές κατά τις οποίες ένας κλάδος αντιμετωπίζει δυσχέρειες (βλ. αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψη 510, και της 5ης Οκτωβρίου 2011, T‑39/06, Transcatab κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑6831, σκέψη 352 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

176    Αυτήν ακριβώς τη νομολογία επικαλείται η προσφεύγουσα προκειμένου να υποστηρίξει ότι ο δικαστής της Ένωσης συχνά αναγνωρίζει ως ελαφρυντική περίσταση το γεγονός ότι ένας συγκεκριμένος κλάδος βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση, είναι δε προφανές ότι ερμηνεύει τη νομολογία αυτή κατά τρόπο εσφαλμένο.

177    Κατά τα λοιπά, διαπιστώνεται ότι η επιχειρηματολογία που αναπτύσσει η προσφεύγουσα σχετικά με την κρίσιμη οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται τόσο ο οικείος κλάδος όσο και η ίδια αποτελεί ουσιαστικά επανάληψη παρόμοιων επιχειρημάτων που ανέπτυξε με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Πάντως, από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 175 ανωτέρω προκύπτει ότι ορθώς η Επιτροπή απέρριψε την επιχειρηματολογία αυτή, δεδομένου, μάλιστα, ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κανένα επιπλέον στοιχείο προς αμφισβήτηση της εκτιμήσεως της Επιτροπής, όπως αυτή αποτυπώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση.

178    Επομένως, το πέμπτο σκέλος και, κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθούν, υπό την επιφύλαξη της εξετάσεως του δεύτερου σκέλους από κοινού με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως. Εξάλλου, δεδομένου ότι το σύνολο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας που εξετάστηκαν ανωτέρω κρίθηκαν απορριπτέα, επισημαίνεται ότι τα επιχειρήματα αυτά δεν δικαιολογούν το να προβεί το Γενικό Δικαστήριο σε μείωση του επιβληθέντος στην προσφεύγουσα προστίμου, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του.

 Επί του τρίτου λόγου, σχετικά με παράβαση της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002

179    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η μείωση προστίμου στην οποία προέβη η Επιτροπή, ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία της κατά τη διοικητική διαδικασία (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω), είναι ιδιαίτερα περιορισμένη και, ως εκ τούτου, παράνομη.

 Ανακοίνωση περί επιείκειας του 2002

180    Οι παράγραφοι 20 έως 23 του σημείου Β της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002 έχουν ως εξής:

«B. ΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΤΙΜΟΥ

20.      Οι επιχειρήσεις που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που περιέχονται στο τμήμα A ανωτέρω [με τίτλο “Μη επιβολή προστίμων”] μπορούν να είναι επιλέξιμες για απαλλαγή από οποιοδήποτε πρόστιμο που θα τους επιβαλλόταν διαφορετικά.

21.      Για να πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις, μια επιχείρηση πρέπει να υποβάλει στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την πιθανολογούμενη παράβαση που αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει ήδη στην κατοχή της η Επιτροπή και πρέπει να διακόψει την ανάμειξή της στην πιθανολογούμενη παράβαση το αργότερο κατά τη χρονική στιγμή που υποβάλλει τις αποδείξεις.

22.      Η έννοια της “προστιθέμενης αξίας” αναφέρεται στον βαθμό στον οποίο τα παρεχόμενα αποδεικτικά στοιχεία ενισχύουν, από την ίδια τη φύση τους ή/και την έκταση των λεπτομερειών τους, την ικανότητα της Επιτροπής να αποδείξει τα εν λόγω περιστατικά. Κατά την εκτίμηση αυτή, η Επιτροπή θα θεωρεί κατά κανόνα ότι τα γραπτά αποδεικτικά στοιχεία που χρονολογούνται από τη χρονική περίοδο την οποία αφορούν τα πραγματικά περιστατικά έχουν μεγαλύτερη αξία από τα μεταγενέστερα αποδεικτικά στοιχεία. Επίσης, τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται άμεσα στα εν λόγω πραγματικά περιστατικά θα θεωρούνται κατά κανόνα ότι έχουν μεγαλύτερη αξία από εκείνα που αναφέρονται έμμεσα μόνο σε αυτά.

23.      Σε κάθε οριστική απόφαση που εκδίδει μετά το τέλος της διοικητικής διαδικασίας, η Επιτροπή θα προσδιορίσει:

α)      κατά πόσον τα αποδεικτικά στοιχεία που παρέσχε μια επιχείρηση σε μια δεδομένη χρονική στιγμή αντιπροσώπευαν σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με τις αποδείξεις που η Επιτροπή είχε τότε στην κατοχή της·

β)      το επίπεδο της μείωσης του προστίμου του οποίου θα τύχει μια επιχείρηση, το οποίο θα προσδιορισθεί ως ακολούθως με βάση τα πρόστιμα που θα είχαν διαφορετικά επιβληθεί, ως εξής:

–        πρώτη επιχείρηση που πληροί τους όρους [της παραγράφου] 21: μείωση 30-50 %·

–        δεύτερη επιχείρηση που πληροί τους όρους [της παραγράφου] 21: μείωση 20-30 %·

–        επόμενες επιχειρήσεις που πληρούν τους όρους [της παραγράφου] 21: μείωση έως 20 %.

Προκειμένου να προσδιορίσει το επίπεδο της μειώσεως του προστίμου εντός των παραπάνω ορίων, η Επιτροπή θα λάβει υπόψη της τον χρόνο κατά τον οποίο υποβλήθηκαν τα αποδεικτικά στοιχεία που πληρούν την προϋπόθεση [της παραγράφου 21] και τον βαθμό της “προστιθέμενης αξίας” που αυτά τα στοιχεία αντιπροσωπεύουν. Η Επιτροπή μπορεί επίσης να λάβει υπόψη της τον βαθμό και τη διάρκεια της συνεργασίας της επιχείρησης μετά την ημερομηνία υποβολής των αποδεικτικών στοιχείων.

Επίπλέον, εάν μια επιχείρηση παράσχει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά τα οποία αγνοούσε προηγουμένως η Επιτροπή και τα οποία έχουν άμεση σχέση με τη βαρύτητα ή τη διάρκεια της πιθανολογούμενης σύμπραξης (καρτέλ), η Επιτροπή δεν θα λάβει υπόψη τα στοιχεία αυτά κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου που θα επιβάλει στην επιχείρηση που παρέσχε τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία.»

 Προσβαλλόμενη απόφαση

181    Με τις αιτιολογικές σκέψεις 342 έως 346 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε τα εξής σχετικά με το ζήτημα της εφαρμογής της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002 ως προς την προσφεύγουσα:

«(342) Η Donau Chemie υπέβαλε αίτηση μειώσεως του προστίμου στις 25 Ιανουαρίου 2007, μία εβδομάδα μετά τους επιτόπιους ελέγχους, προσκομίζοντας αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το ανθρακασβέστιο (υπό μορφή σκόνης ή κόκκων). […l. Η] Επιτροπή είχε ήδη στη διάθεσή της αποδεικτικά στοιχεία προερχόμενα από την Akzo [Nobel] και από τους ελέγχους σχετικά με τη σκόνη ανθρακασβεστίου. Ωστόσο, με την αίτηση τέθηκαν υπόψη της Επιτροπής συγκεκριμένα λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τα περιστατικά που συνέβησαν όσον αφορά τους ανθρακασβεστίου. Κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο, τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή όσον αφορά το συγκεκριμένο προϊόν περιορίζονταν σε (i) δηλώσεις εργαζομένου της Akzo [Nobel], ο οποίος είχε έμμεση γνώση του συγκεκριμένου τμήματος του καρτέλ, και (ii) σε έγγραφα κατασχεθέντα κατά τους επιτόπιους ελέγχους, τα οποία περιείχαν αποσπασματικές πληροφορίες. Τα τεκμηριωτικά αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Donau Chemie συνέβαλαν στη διαπίστωση της παραβάσεως.

(343) Η Donau Chemie ήταν η πρώτη επιχείρηση που γνωστοποίησε στην Επιτροπή τις ημερομηνίες διεξαγωγής και λεπτομερή στοιχεία σχετικά με το περιεχόμενο των συσκέψεων με αντικείμενο το συγκεκριμένο προϊόν. Τα στοιχεία αυτά, λόγω της φύσεώς τους και του λεπτομερούς χαρακτήρα τους, ενίσχυσαν τη δυνατότητα της Επιτροπής να αποδείξει τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά.

(344) Η Donau Chemie ήταν επίσης η πρώτη επιχείρηση που γνωστοποίησε ότι η συμπαιγνία με αντικείμενο το ανθρακασβέστιο αποτελούσε μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου περιορισμού του ανταγωνισμού, το οποίο περιελάμβανε τους κόκκους μαγνησίου. Η Donau Chemie έπαυσε τη συμμετοχή της στην παράβαση πριν την υποβολή της αιτήσεώς της. Η Donau Chemie εξακολούθησε να συνεργάζεται, συμμορφούμενη προς τα αιτήματα παροχής πληροφοριών, χωρίς όμως να παράσχει οικειοθελώς συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία.

(345) Κατά την [παράγραφο] 23 της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002, η Επιτροπή, προκειμένου να καθορίσει το ποσοστό μειώσεως ποσοστό μειώσεως του προστίμου που μπορεί να δεχθεί ως προς τη Donau Chemie μεταξύ 30 και 50 %, λαμβάνει υπόψη της το γεγονός η μείωση του προστίμου υπέρ της Donau Chemie επηρεάζει το πρόστιμο όσον αφορά τους κόκκους και τη σκόνη ανθρακασβεστίου. Η Donau Chemie παρέσχε στοιχεία με σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία μόνον ως προς τους κόκκους ασβεστίου, δηλαδή ένα από τα δύο προϊόντα για τα οποία επιβλήθηκε το πρόστιμο. Η Επιτροπή σημειώνει ότι η Donau Chemie έκανε λόγο για ενδεχόμενη ύπαρξη ευρύτερου μηχανισμού για τον περιορισμό του ανταγωνισμού, ο οποίος περιελάμβανε τους κόκκους μαγνησίου.

(346) Συμπερασματικώς, δεδομένων των στοιχείων αυτών, η Επιτροπή μειώνει κατά 35 % το πρόστιμο που κανονικά θα επιβαλλόταν στη Donau Chemie.»

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

182    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η μείωση του προστίμου που της χορηγήθηκε κυμαίνεται στο χαμηλότερο τμήμα του κλιμακίου 30 έως 50 % που προβλέπεται στο σημείο Β, παράγραφος 23, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β΄, πρώτη περίπτωση, της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002. Θεωρεί ότι, εάν η Επιτροπή είχε ορθώς εκτιμήσει το εύρος και την αξία της συνεργασίας της, θα έπρεπε να προβεί σε μεγαλύτερη μείωση του προστίμου, κοντά στο ανώτατο όριο του 50 %. Στο πλαίσιο αυτό, προβάλλει επιχειρήματα σχετικά με τον χρόνο γνωστοποιήσεως των αποδεικτικών στοιχείων στην Επιτροπή, καθώς και σχετικά με τη σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία των στοιχείων αυτών όσον αφορά τους κόκκους ανθρακασβεστίου, τη σκόνη ανθρακασβεστίου και τους κόκκους μαγνησίου. Τα επιχειρήματα αυτά εξετάζονται διαδοχικά κατωτέρω.

183    Κατόπιν της εξετάσεως αυτής και ανάλογα με τα συμπεράσματα που θα προκύψουν, θα εξεταστεί εάν η μείωση του προστίμου ήταν ή όχι εύλογη. Συγκεκριμένα, το σημείο Β, παράγραφος 23, δεύτερο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002 προβλέπει, για τον καθορισμό του επιπέδου της μειώσεως του προστίμου εντός των προβλεπόμενων ορίων της κλίμακας, τη συνεκτίμηση της σημασίας της πρόσθετης αποδεικτικής αξίας των στοιχείων που έχει προσκομίσει η εμπλεκόμενη επιχείρηση. Συνεπώς, για τον καθορισμό της αξίας αυτής, απαιτείται να εξεταστεί για κάθε στοιχείο εάν πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τρόπο θετικό ή αρνητικό.

184    Επικουρικώς, η προσφεύγουσα προβάλλει ακόμη ότι, εφόσον κριθεί ότι τα στοιχεία που επικαλείται με την επιχειρηματολογία της δεν δικαιολογούν μείωση του προστίμου μεγαλύτερη από αυτή που αποφασίστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, η προσκόμιση των στοιχείων αυτών πρέπει να χαρακτηριστεί ως αποτελεσματική συνεργασία με την Επιτροπή βαίνουσα πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως περί επιείκειας, κατά την έννοια της παραγράφου 29, τέταρτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών, και να αναγνωριστεί έτσι υπέρ η συνδρομή ελαφρυντικής περιστάσεως. Το επιχείρημα αυτό θα εξεταστεί τελευταίο.

 Επί του χρονικού σημείου της γνωστοποιήσεως των αποδεικτικών στοιχείων από την προσφεύγουσα στην Επιτροπή

185    Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι υπέβαλε την αίτησή της μειώσεως του προστίμου, μαζί με αποδεικτικά στοιχεία υψηλής πρόσθετης αποδεικτικής αξίας, στις 25 Ιανουαρίου 2007, δηλαδή μόνο μία εβδομάδα μετά τη διενέργεια ελέγχων από την Επιτροπή και πολύ πριν η Επιτροπή της απευθύνει αίτηση παροχής πληροφοριών.

186    Η Επιτροπή επισημαίνει ότι δεν συμμερίζεται «αυτή καθαυτή» την άποψη ότι η κατάθεση της αιτήσεως της προσφεύγουσας πρέπει να χαρακτηριστεί ως ιδιαίτερα ταχεία. Ωστόσο, αναφέρει επιπλέον ότι, σε κάθε περίπτωση, εκτίμησε θετικά, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το χρονικό σημείο υποβολής της αιτήσεως περί επιείκειας από την προσφεύγουσα. Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με την πρόσθετη αποδεικτική αξία των πληροφοριών που περιλαμβάνονταν στην εν λόγω αίτηση, θα έπρεπε να έχει ως συνέπεια τον καθορισμό του συντελεστή μειώσεως του προστίμου σε 35 %.

187    Υπό το πρίσμα των διευκρινίσεων αυτών της Επιτροπής και ελλείψει ειδικής επιχειρηματολογίας εκ μέρους της, προς στήριξη της θέσεώς της ότι η αίτηση περί επιείκειας της προσφεύγουσας μπορούσε να υποβληθεί νωρίτερα, το στοιχείο αυτό πρέπει, όπως τόνισε και η Επιτροπή, να εκτιμηθεί θετικά για τον καθορισμό της σημασίας της πρόσθετης αποδεικτικής αξίας των προσκομισθέντων από την προσφεύγουσα στοιχείων.

 Επί της πρόσθετης αποδεικτικής αξίας των στοιχείων που προσκόμισε η προσφεύγουσα όσον αφορά τους κόκκους ανθρακασβεστίου

188    Η προσφεύγουσα εκθέτει αναλυτικά τα στοιχεία που προσκόμισε στην Επιτροπή όσον αφορά τους κόκκους ανθρακασβεστίου και της αποδεικτικής αξίας που είχαν, κατ’ αυτήν, τα εν λόγω στοιχεία για την Επιτροπή. Καταλήγει ότι τα στοιχεία αυτά ήταν τα πρώτα που παρέσχον στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαπιστώσει παράβαση στον συγκεκριμένο κλάδο. Πριν την υποβολή της δηλώσεώς της, στην Επιτροπή είχαν περιέλθει, κατά την προσφεύγουσα, μόνο οι δηλώσεις ενός συνεργάτη της Akzo σχετικά με την πτυχή αυτή της παραβάσεως, οι οποίες ήταν παντελώς αόριστες και στερούμενες αποδεικτικής αξίας.

189    Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι, όσον αφορά τους κόκκους ανθρακασβεστίου, τα προσκομισθέντα από την προσφεύγουσα στοιχεία ήταν χρήσιμα γι’ αυτήν και ότι, λόγω της φύσεώς τους και του λεπτομερούς χαρακτήρα τους, τη βοήθησαν στην απόδειξη της παραβάσεως. Τονίζει, ωστόσο, ότι δεν ήταν απαραίτητο να στηριχθεί αποκλειστικά στα στοιχεία αυτά προκειμένου να αποδείξει την παράβαση ως προς τους κόκκους ανθρακασβεστίου, καθώς είχε στη διάθεσή της, εκτός της δηλώσεως της Akzo Nobel, και πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει κατά τους επιτόπιους ελέγχους στις εγκαταστάσεις πλειόνων μετεχόντων στη σύμπραξη.

190    Διαπιστώνεται, βάσει των εκτιμήσεων που περιλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 343 της προσβαλλομένης αποφάσεως και των διευκρινίσεων που παρέθεσε η Επιτροπή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα με τη δήλωσή της όσον αφορά τους κόκκους ανθρακασβεστίου είχαν σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία. Πρόκειται για στοιχείο που συνεκτιμάται θετικά κατά τον καθορισμό του βαθμού της πρόσθετης αποδεικτικής αξίας των προσκομισθέντων από την προσφεύγουσα στοιχείων. Η θέση της Επιτροπής ότι, όταν η προσφεύγουσα υπέβαλε την αίτησή της, διέθετε ήδη πληροφορίες και αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη συγκεκριμένη πτυχή της παραβάσεως δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα, δεδομένης της παραδοχής της Επιτροπής ότι η δυνατότητά της να αποδείξει τη συγκεκριμένη πτυχή της παραβάσεως ενισχύθηκε από τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα.

 Επί της πρόσθετης αποδεικτικής αξίας των στοιχείων που προσκόμισε η προσφεύγουσα όσον αφορά τη σκόνη ανθρακασβεστίου

191    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι προσκόμισε στοιχεία που διευκόλυναν κατά τρόπο καθοριστικό τη διαπίστωση της παραβάσεως και ως προς τη σκόνη ανθρακασβεστίου. Τα στοιχεία αυτά αφορούσαν τη διάρκεια παραβάσεως και, επιπλέον, παρέσχον στην Επιτροπή τη δυνατότητα να προσδιορίσει την ταυτότητα των μετεχόντων στη σύμπραξη και να πληροφορηθεί το περιεχόμενο των συζητήσεων που διεξάγονταν κατά τις συσκέψεις με αντικείμενο τη συγκεκριμένη πτυχή της παραβάσεως.

192    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα. Προβάλλει ότι, για να εκτιμηθεί η πρόσθετη αποδεικτική αξία των προσκομισθέντων από την προσφεύγουσα στοιχείων πρέπει να ληφθούν υπόψη όλα τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της κατά τον χρόνο υποβολής της δηλώσεως της προσφεύγουσας, και όχι μόνον η δήλωση της Akzo Nobel. Η Επιτροπή, πάντως, διέθετε κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο επαρκή στοιχεία σχετικά με την εν λόγω πτυχή της παραβάσεως, αντικείμενο της οποίας ήταν η σκόνη ανθρακασβεστίου, οπότε η συμβολή της προσφεύγουσας δεν είχε σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία ως προς το προϊόν αυτό. Τα στοιχεία που επικαλείται συναφώς η προσφεύγουσα με τα επιχειρήματά της δεν δικαιολογούν μείωση του προστίμου πέραν αυτής που προβλέπεται στην προσβαλλόμενη απόφαση.

193    Η προσφεύγουσα προβάλλει τρία επιχειρήματα προς στήριξη της θέσεώς της ότι τα στοιχεία που παρέθεσε με τη δήλωσή της είχαν σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία και όσον αφορά την πτυχή της συμπράξεως με αντικείμενο τη σκόνη ανθρακασβεστίου. Πρώτον, προβάλλει ότι ήταν η πρώτη που έθεσε υπόψη της Επιτροπής στοιχεία σχετικά με τις συσκέψεις της 22ας Νοεμβρίου 2005 και της 25ης Απριλίου 2006, τα οποία παρατίθενται, αντιστοίχως, στις αιτιολογικές σκέψεις 78 και 83 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τη δήλωσή της, η Akzo Nobel δεν είχε μετάσχει στις δύο αυτές συσκέψεις.

194    Το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί. Το γεγονός ότι η Akzo Nobel δεν είχε μετάσχει στις δύο αυτές συσκέψεις δεν σημαίνει ότι δεν μπορούσε να παράσχει σχετικές πληροφορίες στην Επιτροπή. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις υποσημειώσεις 188 και 207, στις οποίες παραπέμπουν οι προαναφερθείσες αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως, η δήλωση της Akzo Nobel συγκαταλέγεται στα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή σχετικά με τις δύο αυτές συναντήσεις. Στις εν λόγω υποσημειώσεις γίνεται επίσης λόγος για διάφορα έγγραφα που κατέσχεσε η Επιτροπή κατά τους επιτόπιους ελέγχους που διενήργησε σε εγκαταστάσεις διαφόρων μετεχόντων στη σύμπραξη. Δεδομένου ότι οι επιτόπιοι αυτοί έλεγχοι διενεργήθηκαν πριν την υποβολή της αιτήσεως περί επιείκειας της προσφεύγουσας, πρόκειται για στοιχεία που η Επιτροπή είχε ήδη στη διάθεσή της κατά τον χρόνο υποβολής της εν λόγω αιτήσεως. Επομένως, ελλείψει τεκμηριωμένης αμφισβητήσεως, από την προσφεύγουσα, της σημασίας των στοιχείων αυτών, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι αυτή ήταν η πρώτη επιχείρηση που παρέσχε στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τις δύο αυτές συσκέψεις, ανεξαρτήτως του αν τούτο θα αρκούσε, εφόσον αποδεικνυόταν, για να γίνει δεκτό ότι παρέσχε στοιχεία με σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία και όσον αφορά τη σκόνη ανθρακασβεστίου.

195    Δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, σε αντίθεση με την Akzo Nobel, ανέφερε αναλυτικά στην αίτησή της επιείκειας ποιοι ήταν οι μετέχοντες σε κάθε σύσκεψη της συμπράξεως. Ειδικότερα, η Akzo Nobel δεν ανέφερε, με τη δήλωσή της της 4ης Δεκεμβρίου 2006, τη συμμετοχή της Novácke chemické závody στη σύμπραξη. Τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα παρέχον στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαπιστώσει την παράβαση σε όλες τις διαστάσεις της και η Επιτροπή όντως τα αξιοποίησε. Η προσφεύγουσα παραπέμπει, συναφώς, στην υποσημείωση 154 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

196    Το επιχείρημα αυτό είναι επίσης απορριπτέο. Η αιτιολογική σκέψη 67 της προσβαλλομένης αποφάσεως παραπέμπει στην υποσημείωση 154, την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα. Η εν λόγω αιτιολογική σκέψη αφορά τη δεύτερη σύσκεψη στο πλαίσιο της πτυχής της συμπράξεως με αντικείμενο τη σκόνη ανθρακασβεστίου, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 2004. Η Novácke chemické závody περιλαμβάνεται στους μετέχοντες στην εν λόγω σύσκεψη, οι οποίοι αναφέρονται στην ως άνω αιτιολογική σκέψη. Οι αποδείξεις που επικαλείται η Επιτροπή παρατίθενται στην υποσημείωση 153. Η υποσημείωση 154, την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα, αφορά ειδικότερα τον κατάλογο των μετεχόντων στη σύσκεψη αυτή, αλλά περιέχει απλώς την ένδειξη «όπ.π.», παραπέμποντας έτσι στην υποσημείωση 153. Στη δεύτερη αυτή υποσημείωση παρατίθενται πολλά αποδεικτικά στοιχεία, μεταξύ αυτών και δύο δηλώσεις της Akzo Nobel, της 29ης Νοεμβρίου 2006 και της 22ας Δεκεμβρίου 2006, καθώς και πολλά έγγραφα που κατασχέθηκαν στις εγκαταστάσεις διαφόρων μετεχόντων στη σύμπραξη, κατά τους διενεργηθέντες από την Επιτροπή επιτόπιους ελέγχους. Στα έγγραφα αυτά καταλέγονται και τα κατασχεθέντα στις εγκαταστάσεις της Novácke chemické závody. Όπως προαναφέρθηκε, οι επιτόπιοι αυτοί έλεγχοι διενεργήθηκαν πριν την υποβολή της αιτήσεως περί επιείκειας της προσφεύγουσας. Υπό τις συνθήκες αυτές και δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε τεκμηριωμένα επιχειρήματα προς αμφισβήτηση των στοιχείων αυτών, κρίνεται απορριπτέο και το επιχείρημά της ότι ήταν η πρώτη επιχείρηση που ανέφερε στην Επιτροπή ποιοι ήταν οι μετέχοντες στην πτυχή της συμπράξεως με αντικείμενο τη σκόνη ανθρακασβεστίου.

197    Τρίτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα να προσδιορίσει τη φύση των συμφωνιών που συνάφθηκαν κατά την εν λόγω σύσκεψη χάρη στην αίτηση επιείκειας της προσφεύγουσας. Η προσφεύγουσα παραπέμπει, συναφώς, στην υποσημείωση 160, καθώς και, «εν γένει», στην υποσημείωση 136 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Προβάλλει ακόμη ότι παρέσχε στην Επιτροπή αναλυτικό κατάλογο των οικείων πελατών.

198    Όσον αφορά την υποσημείωση 136, τονίζεται ότι σε αυτή παραπέμπει η αιτιολογική σκέψη 62 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να τεκμηριωθεί η θέση ότι, «κατά τις συσκέψεις, οι μετέχοντες συζητούσαν και συνεννοούνταν, πέραν του καταμερισμού της αγοράς, και για γενικευμένες αυξήσεις των τιμών της σκόνης ανθρακασβεστίου». Είναι ακριβές ότι η υποσημείωση παραπέμπει στις αιτήσεις επιείκειας διαφόρων επιχειρήσεων, μεταξύ αυτών και της προσφεύγουσας, η οποία ήταν η πρώτη που υποβλήθηκε στην Επιτροπή.

199    Ωστόσο, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή πληροφορήθηκε για πρώτη φορά από τη δήλωση της προσφεύγουσας ότι η πτυχή της συμπράξεως με αντικείμενο τη σκόνη ανθρακασβεστίου αφορούσε, μεταξύ άλλων, την αύξηση των καθοριζόμενων από τους μετέχοντες τιμών. Συγκεκριμένα, στην ίδια αιτιολογική σκέψη 62 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρονται εν συνεχεία τα εξής: «Η Επιτροπή διαθέτει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι υπήρξαν συζητήσεις και/ή συμφωνίες με αντικείμενο τις τιμές και την αύξηση των τιμών κατά τη διάρκεια τουλάχιστον έξι από τις δώδεκα συσκέψεις». Τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή απαριθμούνται στην υποσημείωση 137 και περιλαμβάνουν τις δύο δηλώσεις της Akzo Nobel που αναφέρονται στη σκέψη 196 ανωτέρω, καθώς και έγγραφα κατασχεθέντα κατά τους επιτόπιους ελέγχους που είχε διενεργήσει η Επιτροπή πριν την υποβολή της αιτήσεως περί επιείκειας της προσφεύγουσας στις εγκαταστάσεις της Novácke chemické závody και της TDR Metalurgija.

200    Όσον αφορά την υποσημείωση 160 της προσβαλλομένης αποφάσεως, γίνεται αναφορά στη δήλωση της προσφεύγουσας προς τεκμηρίωση της θέσεως που διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 68 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά τη σύσκεψη της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, «κατόπιν αιτήματος [άλλης μετέχουσας στη σύμπραξη επιχειρήσεως] (η οποία είχε συνάψει σύμβαση παραχωρήσεως άδειας με την A., που ήταν σημαντικός προμηθευτής στο Ηνωμένο Βασίλειο), αποφασίστηκε να παύσει η προμήθεια των πελατών στο Ηνωμένο Βασίλειο». Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η επίμαχη σύμπραξη δεν είχε επεκταθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο (βλ. σκέψη 1 ανωτέρω). Ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή κατέληξε στη διαπίστωση αυτή σχετικά με το γεωγραφικό εύρος της συμπράξεως αποκλειστικά με βάση την πληροφορία αυτή της προσφεύγουσας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η δήλωση της προσφεύγουσας όσον αφορά τη σκόνη ανθρακασβεστίου είχε σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία. Συγκεκριμένα, η εν λόγω δήλωση όχι μόνο δεν αποτελούσε σε καμία περίπτωση αποδεικτικό στοιχείο για την Επιτροπή, αλλά επιπλέον αποτελούσε γι’ αυτήν ένδειξη ότι δεν είναι δυνατόν να στοιχειοθετηθεί η επέκταση της συμπράξεως στο Ηνωμένο Βασίλειο.

201    Κατόπιν των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι ορθώς η Επιτροπή εκτίμησε ότι τα προσκομισθέντα από την προσφεύγουσα στοιχεία δεν είχαν σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία όσον αφορά σκόνη ανθρακασβεστίου. Τούτο πρέπει να ληφθεί αρνητικά υπόψη κατά τον καθορισμό της σημασίας της πρόσθετης αποδεικτικής αξίας των προσκομισθέντων από την προσφεύγουσα στοιχείων.

 Επί της πρόσθετης αποδεικτικής αξίας των στοιχείων που προσκόμισε η προσφεύγουσα σχετικά με τους κόκκους μαγνησίου

202    Η προσφεύγουσα κάνει λόγο, πρώτον, για παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως κατά το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει αντιφατικές εκτιμήσεις όσον αφορά την πρόσθετη αποδεικτική αξία πληροφοριών που προσκόμισε με τη δήλωσή της, σχετικά με τους κόκκους μαγνησίου. Η αιτιολογική σκέψη 345 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία η προσφεύγουσα «προσκόμισε στοιχεία με σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία μόνον όσον αφορά τους κόκκους ασβεστίου», αντιφάσκει προς την αιτιολογική σκέψη 344, κατά την οποία η προσφεύγουσα ήταν «η πρώτη επιχείρηση που γνωστοποίησε ότι η συμπαιγνία με αντικείμενο το ανθρακασβέστιο αποτελούσε μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου περιορισμού του ανταγωνισμού, το οποίο περιελάμβανε τους κόκκους μαγνησίου».

203    Η προσφεύγουσα προβάλλει, περαιτέρω, ότι, ανεξαρτήτως της προαναφερθείσας παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, η παράλειψη συνεκτιμήσεως, προς μείωση του επιβληθέντος προστίμου, της σημαντικής πρόσθετης αποδεικτικής αξίας των στοιχείων που προσκόμισε σχετικά με τους κόκκους μαγνησίου επίσης συνιστά νομική πλημμέλεια. Η Επιτροπή επιβεβαίωσε ρητώς με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι η προσφεύγουσα ήταν η πρώτη επιχείρηση που την ενημέρωσε για την πτυχή της παραβάσεως με αντικείμενο τους κόκκους μαγνησίου. Η αίτηση επιείκειας της Akzo Nobel δεν περιέχει καμία σχετική ένδειξη. Επομένως, η προσφεύγουσα προσκόμισε στην Επιτροπή θεμελιώδους σημασίας στοιχεία, με τα οποία αποδεικνυόταν η ύπαρξη της συγκεκριμένης πτυχής της παραβάσεως. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα αποκάλυψε στην Επιτροπή την πτυχή αυτή της παραβάσεως, μπορεί να υποστηριχθεί ότι, ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, ήταν η πρώτη επιχείρηση που συνεργάστηκε, κατά την έννοια της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002. Σε κάθε περίπτωση, παρέσχε στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αναπτύξει και να τεκμηριώσει την επιχειρηματολογία της περί ενιαίου σχεδίου και ενιαίας παραβάσεως με αντικείμενο τρία διαφορετικά προϊόντα. Η προσφεύγουσα φρονεί, συνεπώς, ότι η συμβολή της ήταν ουσιώδης, καθώς συνετέλεσε στην αποκάλυψη της παραβάσεως σε μεγαλύτερο εύρος, με συνέπεια την αύξηση του βαθμού της σοβαρότητάς της και την επιβολή ιδιαίτερα αυξημένων προστίμων.

204    Η προσφεύγουσα παραθέτει, ακόμη, συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με την πτυχή της παραβάσεως με αντικείμενο τους κόκκους μαγνησίου, θεωρώντας σημαντική τη συμβολή της. Ειδικότερα, αφενός, κατονόμασε τις επιχειρήσεις που μετείχαν στην πτυχή αυτή της συμπράξεως, καθώς και τους πελάτες που επηρεάστηκαν. Αφετέρου, γνωστοποίησε στην Επιτροπή το περιεχόμενο των συζητήσεων κατά τις δύο συσκέψεις της 22ας Νοεμβρίου 2005 και της 11ης Ιουλίου 2006. Κατά την πρώτη εξ αυτών, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι πειθαναγκάστηκε να προμηθεύεται μαγνήσιο από τον όμιλο Ecka. Κατά τη δεύτερη, οι παραγωγοί κόκκων μαγνησίου ανακοίνωσαν στους παραγωγούς ανθρακασβεστίου αύξηση των τιμών. Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι παρέσχε επίσης στην Επιτροπή όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε στη διάθεσή της και σχετίζονταν με τις πληροφορίες αυτές. Οι πληροφορίες και τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε πληρούσαν όλα τα κριτήρια ώστε να θεωρηθεί ότι έχουν σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία. Επιπλέον, η σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία των στοιχείων που προσκόμισε επιβεβαιώνεται από τις πολυάριθμες αναφορές που υπάρχουν σε αυτά στην προσβαλλόμενη απόφαση.

205    Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει, ως μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας ή, εφόσον είναι απαραίτητο, ως αποδεικτικό μέσο, την προσκόμιση αντιγράφου της αιτήσεώς της επιείκειας, προς εξέταση των περιλαμβανόμενων σε αυτό ενδείξεων και αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τους κόκκους μαγνησίου. Επιπλέον, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 17 ανωτέρω, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα ζήτησε να της επιτραπεί να καταθέσει απόσπασμα της εν λόγω δηλώσεως. Ερωτηθείσα εάν συνέτρεξαν ιδιαίτεροι και συγκεκριμένοι λόγοι που την εμπόδισαν να καταθέσει το έγγραφο αυτό με την προσφυγή, η προσφεύγουσα απάντησε αρνητικά. Προσέθεσε, ωστόσο, ότι υπέβαλε το αίτημα αυτό λόγω του περιεχομένου του υπομνήματος αντικρούσεως και, κυρίως, του υπομνήματος ανταπαντήσεως της Επιτροπής, με το οποίο χαρακτηρίζει ασαφή τα όσα αναφέρει η προσφεύγουσα με τη δήλωσή της αυτή σχετικά με την πτυχή της συμπράξεως με αντικείμενο τους κόκκους μαγνησίου. Με το αίτημά της να της επιτραπεί να καταθέσει απόσπασμα της δηλώσεως αυτής επιχειρεί να αποδείξει ότι η θέση αυτή της Επιτροπής δεν ευσταθεί.

206    Τέλος, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, ενώ ήταν η πρώτη επιχείρηση που αποκάλυψε την πτυχή της συμπράξεως με αντικείμενο τους κόκκους μαγνησίου, η Επιτροπή προέβη σε μείωση του προστίμου ως προς την Degussa για τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε σχετικά με τη συγκεκριμένη πτυχή, παρά το γεγονός ότι, όπως παραδέχεται η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 355 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το επιβληθέν στην Degussa αφορούσε μόνο τη συμμετοχή της στην πτυχή της συμπράξεως με αντικείμενο τη σκόνη ανθρακασβεστίου. Κατά την προσφεύγουσα, η ευνοϊκή μεταχείριση της Degussa καθιστά εμφανέστερη την έλλειψη νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η προσφεύγουσα προβάλλει, επί της ίδιας βάσεως, παραβίαση, σε βάρος της, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

207    Καταρχάς, είναι απορριπτέο το επιχείρημα της προσφεύγουσας περί αντιφατικής αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψη 202 ανωτέρω). Το απόσπασμα της αιτιολογικής σκέψεως 345 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο επικαλείται συναφώς η προσφεύγουσα, έχει αποσπαστεί από το πλαίσιό του. Από το σύνολο της εν λόγω αιτιολογικής σκέψεως προκύπτει ότι η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η μείωση του προστίμου ως προς την προσφεύγουσα, σύμφωνα με την ανακοίνωση περί επιείκειας του 2002, αφορά τόσο το μέρος του προστίμου που επιβάλλεται για τη σκόνη ανθρακασβεστίου όσο και το μέρος του προστίμου που επιβάλλεται για τη συμμετοχή της στην πτυχή της παραβάσεως με αντικείμενο τους κόκκους ανθρακασβεστίου, παρά το γεγονός ότι η σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία της δηλώσεως της προσφεύγουσας αφορά μόνον την τελευταία αυτή πτυχή. Στο πλαίσιο αυτό, δεν γίνεται αναφορά στην πτυχή της συμπράξεως με αντικείμενο τους κόκκους μαγνησίου, καθώς η προσφεύγουσα δεν μετείχε σε αυτή, και, ως εκ τούτου, το πρόστιμο που της επιβλήθηκε δεν την κάλυπτε. Κατά συνέπεια, η αιτιολογική σκέψη 345 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν έχει την έννοια ότι η Επιτροπή χαρακτήρισε ως παντελώς στερούμενη αποδεικτικής αξίας τη δήλωση της προσφεύγουσας σχετικά με την πτυχή της παραβάσεως με αντικείμενο τους κόκκους μαγνησίου ούτε μπορεί να θεωρηθεί ως αντιφάσκουσα προς την αιτιολογική σκέψη 344 της ίδιας αποφάσεως.

208    Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι, όπως άλλωστε επιβεβαίωσε η Επιτροπή με τα δικόγραφά της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, από την τελευταία αυτή αιτιολογική σκέψη προκύπτει ότι η Επιτροπή συνεκτίμησε θετικά, κατά τον καθορισμό του ποσοστού μειώσεως του προστίμου ως προς την προσφεύγουσα, το γεγονός ότι αυτή ήταν η πρώτη επιχείρηση που την πληροφόρησε για την πτυχή της συμπράξεως με αντικείμενο τους κόκκους μαγνησίου. Η Επιτροπή υποστήριξε, ωστόσο, ότι δεν ήταν σε θέση, με βάση τις πληροφορίες της προσφεύγουσας και μόνον, να αποδείξει την ύπαρξη της πτυχής αυτής της παραβάσεως. Για τον λόγο αυτό θεώρησε ότι η προσφεύγουσα προσκόμισε, με τη δήλωσή της, στοιχεία με σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία μόνον όσον αφορά τους κόκκους ανθρακασβεστίου.

209    Προτού κριθούν οι θέσεις αυτές της Επιτροπής, πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που παρατίθενται συνοπτικά στη σκέψη 204 ανωτέρω και με τα οποία αυτή προβάλλει ότι παρέσχε στην Επιτροπή συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με την πτυχή της παραβάσεως με αντικείμενο τους κόκκους μαγνησίου. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 113 έως 135 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου παρατίθεται αναλυτικά η εξέλιξη της πτυχής αυτής της συμπράξεως, δεν περιλαμβάνουν καμία αναφορά στη δήλωση της προσφεύγουσας κατά την υποβολή της αιτήσεώς της επιείκειας ούτε σε κάποιο άλλο προσκομισθέν από αυτή αποδεικτικό στοιχείο. Το τμήμα αυτό της προσβαλλομένης αποφάσεως παραπέμπει αποκλειστικά στη δήλωση της Degussa, καθώς και σε έγγραφα που κατέσχεσε η Επιτροπή κατά τους επιτόπιους ελέγχους που διενήργησε στις εγκαταστάσεις διαφόρων μετεχόντων στη σύμπραξη.

210    Σχετικά με τις αναφορές της προσφεύγουσας στις συσκέψεις της 22ας Νοεμβρίου 2005 και της 11ης Ιουλίου 2006, από τις αιτιολογικές σκέψεις 78 και 85 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αντιστοίχως, προκύπτει ότι οι συσκέψεις αυτές διεξήχθησαν στο πλαίσιο της πτυχής της συμπράξεως με αντικείμενο τη σκόνη ανθρακασβεστίου. Στην αιτιολογική σκέψη 79 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου γίνεται λόγος και για τη σύσκεψη της 22ας Νοεμβρίου 2005, απλώς επαναλαμβάνεται η θέση της προσφεύγουσας ότι οι προμηθευτές κόκκων μαγνησίου επιχείρησαν να την πείσουν να προμηθεύεται μαγνήσιο από την Ecka, χωρίς να διατυπώνεται εκτίμηση σχετικά με τη θέση αυτή ή να εξάγονται συμπεράσματα. Ομοίως, στην αιτιολογική σκέψη 86 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά με τη σύσκεψη της 11ης Ιουλίου 2006, υπάρχει αναφορά στη θέση της προσφεύγουσας ότι οι παραγωγοί κόκκων μαγνησίου ανακοίνωσαν αύξηση των τιμών, χωρίς να παρατίθενται σχετικά σχόλια ή να εξάγονται συμπεράσματα. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι δύο αυτές θέσεις της προσφεύγουσας ενείχαν σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία, τουλάχιστον όσον αφορά την πτυχή της συμπράξεως με αντικείμενο τους κόκκους μαγνησίου.

211    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν παρίσταται αναγκαία η λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας (ή, ενδεχομένως, η διεξαγωγή αποδείξεων) που ζητεί η προσφεύγουσα (βλ. σκέψη 205 ανωτέρω). Όπως προαναφέρθηκε, από το κείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως επιβεβαιώνεται ότι η προσφεύγουσα είχε όντως προσκομίσει τα δυο στοιχεία που αναφέρονται στη σκέψη 210 ανωτέρω. Επομένως, δεν απαιτείται συναφώς κανένας έλεγχος. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν προσέδωσε ιδιαίτερη σημασία στα δύο αυτά στοιχεία με την προσβαλλόμενη απόφαση και η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα προκειμένου να αποδείξει τη σημασία των δύο αυτών στοιχείων για τη στοιχειοθέτηση της επίδικης παραβατικής συμπεριφοράς. Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν παρέθεσε άλλα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την πτυχή της συμπράξεως με αντικείμενο τους κόκκους μαγνησίου, τα οποία παρέθεσε στη δήλωσή της χωρίς η Επιτροπή να τα λάβει υπόψη της. Δεν απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αναζητήσει, αφού ζητήσει την προσκόμιση της δηλώσεως της προσφεύγουσας, εάν η εν λόγω δήλωση αφορούσε τέτοια πρόσθετα στοιχεία. Επομένως, το αίτημα της προσφεύγουσας για λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας ή για τη διεξαγωγή αποδείξεων κρίνεται απορριπτέο.

212    Τα προεκτεθέντα δικαιολογούν και την απόρριψη της προτάσεως αποδεικτικών μέσων στην οποία προέβη η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σχετικά με την προσκόμιση αποσπάσματος της συγκεκριμένης δηλώσεως. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι διάδικοι μπορούν προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας τους να προτείνουν με τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως αποδεικτικά μέσα, διευκρινιζομένου, όμως, ότι πρέπει να αιτιολογούν την καθυστερημένη πρόταση αποδεικτικών μέσων. Από τη νομολογία προκύπτει ότι η πρόταση αποδεικτικών μέσων μετά την κατάθεση του υπομνήματος ανταπαντήσεως εξακολουθεί να είναι δυνατή σε περίπτωση κατά την οποία ο προτείνων διάδικος δεν μπορούσε, πριν την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, να έχει στη διάθεσή του τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία ή αν η εκπρόθεσμη προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του αντιδίκου δικαιολογεί τη συμπλήρωση της δικογραφίας κατά τρόπο διασφαλίζοντα την τήρηση της αρχής της κατ’ αντιμωλία συζητήσεως της υποθέσεως. Προκειμένου περί εξαιρέσεως από τους κανόνες που διέπουν την πρόταση αποδεικτικών μέσων, το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου υποχρεώνει τους διαδίκους να αιτιολογούν την καθυστερημένη πρόταση των αποδεικτικών τους μέσων. Μια τέτοια υποχρέωση συνεπάγεται ότι ο δικαστής έχει την εξουσία να ελέγχει το βάσιμο της αιτιολογίας της καθυστερημένης προτάσεως των αποδεικτικών μέσων και, αναλόγως της περιπτώσεως, το περιεχόμενο της εν λόγω προτάσεως αυτής, καθώς και, σε περίπτωση κατά την οποία το αίτημα δεν κρίνεται επαρκώς βάσιμο από νομικής απόψεως, την εξουσία να μην τη λαμβάνει υπόψη. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο για τις προτάσεις αποδεικτικών μέσων που υποβάλλονται μετά την κατάθεση του υπομνήματος ανταπαντήσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Απριλίου 2005, C‑243/04 P, Γάκη-Κακούρη κατά Δικαστηρίου, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 32 και 33, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Σεπτεμβρίου 2008, T‑47/05, Angé Serrano κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑A‑2‑55 και II‑A‑2‑357, σκέψεις 55 και 56).

213    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν επικαλέστηκε καμία αιτία που να την εμπόδισε να καταθέσει το συγκεκριμένο έγγραφο με το δικόγραφο της προσφυγής. Όσον αφορά το επιχείρημά της ότι το έγγραφο αυτό θα αποδείκνυε ότι δεν είναι ασαφή τα όσα υποστηρίζει σχετικά με την πτυχή της συμπράξεως με αντικείμενο τους κόκκους ανθρακασβεστίου, αρκεί η επισήμανση ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή χαρακτήρισε έτσι τις δηλώσεις της προσφεύγουσας. Αντιθέτως, όπως προαναφέρθηκε, η Επιτροπή έλαβε θετικά υπόψη της το γεγονός ότι η προσφεύγουσα ήταν η πρώτη επιχείρηση που την ενημέρωσε για την πτυχή αυτή της συμπράξεως, επισημαίνοντας, ωστόσο, ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την εν λόγω πτυχή της συμπράξεως. Ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι, από την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ως προς το ίδιο ζήτημα η Επιτροπή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, συνάγεται ότι θεωρεί ασαφείς τις δηλώσεις της προσφεύγουσας, το στοιχείο αυτό, το οποίο δεν αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, στερείται σημασίας για την επίλυση της διαφοράς και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο, οπότε, εφόσον, όπως διατείνεται η προσφεύγουσα, η πρόταση καταθέσεως αποσπάσματος της δηλώσεώς της ως αποδεικτικού μέσου αποσκοπούσε μόνο στην αντίκρουση του επιχειρήματος αυτού της Επιτροπής, η πρόταση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

214    Συγκεκριμένα, παρά τα όσα αναφέρονται στη σκέψη 210 ανωτέρω, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα ήταν η πρώτη που ενημέρωσε, με τη δήλωσή της, την Επιτροπή για την πτυχή της συμπράξεως με αντικείμενο τους κόκκους μαγνησίου αποτελεί στοιχείο που έπρεπε να ληφθεί υπόψη και όντως έλαβε υπόψη της η Επιτροπή, όπως επιβεβαιώνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τον καθορισμό του ποσοστού μειώσεως του προστίμου ως προς την προσφεύγουσα. Ωστόσο, στο ίδιο πλαίσιο, πρέπει επίσης να ληφθεί αρνητικά υπόψη το γεγονός, το οποίο δεν αναιρείται από τα στοιχεία που επικαλείται η προσφεύγουσα, ότι η δήλωσή της δεν παρείχε στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αποδείξει τη συγκεκριμένη πτυχή της παραβάσεως.

215    Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ούτε το επιχείρημα της προσφεύγουσας, που παρατίθεται συνοπτικά στη σκέψη 206 ανωτέρω, σχετικά με νομική πλημμέλεια και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τη μείωση του προστίμου ως προς την Degussa.

216    Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι η Επιτροπή διαπίστωσε με την προσβαλλόμενη απόφαση ενιαία παράβαση με αντικείμενο τρία διαφορετικά προϊόντα, χωρίς η διαπίστωση αυτή να αμφισβητηθεί από την προσφεύγουσα. Με την ανακοίνωση περί επιείκειας του 2002, η Επιτροπή δεσμεύθηκε, αφενός, όπως προκύπτει από την παράγραφο 8 αυτής, να χορηγεί απαλλαγή από το πρόστιμο στην επιχείρηση που παρουσιάζει πρώτη αποδεικτικά στοιχεία που να της επιτρέπουν να αποφασίσει τη διενέργεια ελέγχου ή να διαπιστώσει παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού και, αφετέρου, να μειώνει το πρόστιμο, σύμφωνα με τις παραγράφους 20 επ., για τις λοιπές επιχειρήσεις που προσκόμισαν, στο ίδιο πλαίσιο, στοιχεία με σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία. Οι επιχειρήσεις που εμπίπτουν στην τελευταία αυτή κατηγορία διαχωρίζονται ανάλογα με τη σειρά με την οποία προσκόμισαν τις εν λόγω πληροφορίες, και συγκεκριμένα η πρώτη δικαιούται έκπτωση 30 έως 50 %, η δεύτερη έκπτωση 20 έως 30 % και οι λοιπές έκπτωση 20 % κατ’ ανώτατο όριο.

217    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα ήταν η πρώτη επιχείρηση, μετά την Akzo Nobel, που υπέβαλε αίτηση επιείκειας συνοδευόμενη από αποδεικτικά στοιχεία σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία, οπότε δικαιούνταν μείωση 30 έως 50 % και τελικά έτυχε μειώσεως 35 %. Η Degussa ήταν η δεύτερη επιχείρηση που μπορούσε να αξιώσει μείωση και, τελικά, έτυχε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, μειώσεως του προστίμου κατά 20 %. Συνεπώς, δεν υφίσταται παραβίαση της αρχής της ισότητας ούτε ευνοϊκή μεταχείριση της Degussa σε σχέση με την προσφεύγουσα.

218    Η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας κρίνεται απορριπτέα και κατά το μέτρο που έχει την έννοια ότι η προσφεύγουσα ήταν πρώτη που μπορούσε να αξιώσει μείωση του προστίμου όσον αφορά την πτυχή της συμπράξεως με αντικείμενο τους κόκκους μαγνησίου, αλλά η Επιτροπή χορήγησε τη μείωση αυτή στην Degussa. Στην περίπτωση των ενιαίων παραβάσεων, δεν τίθεται ζήτημα μειώσεως ως προς τη μία ή την άλλη πτυχή της συμπράξεως. Η μείωση του προστίμου πρέπει να αφορά και όντως αφορούσε το σύνολο του προστίμου που επιβάλλεται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση. Το ζήτημα των προϊόντων ως προς τα οποία η επιχείρηση προσκόμισε στοιχεία με σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία έχει κάποια σημασία μόνο για την εκτίμηση του βαθμού της πρόσθετης αποδεικτικής αξία των προσκομισθέντων στοιχείων, προκειμένου να καθοριστεί επ’ ακριβώς το ποσοστό της μειώσεως του προστίμου. Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα ήταν η πρώτη επιχείρηση που ενημέρωσε την Επιτροπή για την πτυχή της συμπράξεως με αντικείμενο τους κόκκους μαγνησίου δεν σημαίνει ούτε ότι αποκλείεται κάποια άλλη επιχείρηση, εν προκειμένω η Degussa, να έχει προσκομίσει στοιχεία με σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία για την ίδια πτυχή της συμπράξεως ούτε ότι δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να τύχει μειώσεως του προστίμου, η οποία άλλωστε ήταν χαμηλότερη από αυτή που χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα.

219    Για τους ίδιους λόγους κρίνεται απορριπτέο το επιχείρημα που προέβαλε η προσφεύγουσα με το υπόμνημα απαντήσεως, διατυπώνοντας αμφιβολίες όσον αφορά την απαλλαγή από το πρόστιμο που χορηγήθηκε στην Akzo Nobel, λόγω της αοριστίας, κατ’ αυτήν, των όσων περιλαμβάνονται στη δήλωση της εν λόγω επιχειρήσεως σχετικά με τους κόκκους ανθρακασβεστίου και την εκ μέρους της αμφισβήτηση και της υπάρξεως ακόμη της πτυχής της παραβάσεως με αντικείμενο τους κόκκους μαγνησίου. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι η Akzo Nobel προσκόμισε στοιχεία με σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία όσον αφορά τη σκόνη ανθρακασβεστίου, λόγω των οποίων η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα να διατάξει τη διενέργεια ελέγχων και, εν συνεχεία, να διαπιστώσει την ύπαρξη ενιαίας παραβάσεως περιλαμβάνουσας πτυχή με αντικείμενο το εν λόγω προϊόν. Τα περιστατικά θα αρκούσαν για να δικαιολογηθεί η απαλλαγή της Akzo Nobel από το πρόστιμο.

 Εκτίμηση του εύλογου χαρακτήρα του ποσοστού μειώσεως του προστίμου ως προς την προσφεύγουσα

220    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι παρέσχε στην Επιτροπή, όσον αφορά τα τρία προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο της παραβάσεως, στοιχεία με σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία και ότι, ως εκ τούτου, το πρόστιμο έπρεπε να μειωθεί ως προς αυτή κατά ποσοστό πλησίον του ανώτατου ορίου (50 %) της σχετικής κλίμακας.

221    Η Επιτροπή τονίζει, πρώτον, ότι, κατά την ανακοίνωση περί επιείκειας του 2002, διαθέτει διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον καθορισμό του ποσοστού μειώσεως του προστίμου που μπορεί να χορηγηθεί σε επιχείρηση με αντάλλαγμα τη συνεργασία της.

222    Ωστόσο, από τα προεκτεθέντα στη σκέψη 58 ανωτέρω προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει με πλήρη δικαιοδοσία και, ως εκ τούτου, μπορεί να υποκαταστήσει την Επιτροπή, προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατ’ επέκταση, να μειώνει ή να αυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν, ορίζοντας το ποσοστό που θεωρεί εύλογο. Εξάλλου, βάσει των αναφερόμενων στις σκέψεις 59 και 60 ανωτέρω και ελλείψει στοιχείων ή επιχειρημάτων της προσφεύγουσας που να δικαιολογούν την εφαρμογή, από το Γενικό Δικαστήριο, διαφορετικού κλιμακίου από αυτό που προβλέπεται για την προσφεύγουσα σύμφωνα με την ανακοίνωση περί επιείκειας του 2002 (30 έως 50 % το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει να κινηθεί εντός του κλιμακίου αυτού. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί εάν το ποσοστό μειώσεως 35 % που επέλεξε η Επιτροπή είναι εύλογο ή εάν θα ήταν δικαιολογημένος ο καθορισμός διαφορετικού ποσοστού, ενδεχομένως πλησιέστερου προς το ανώτατο όριο, όπως ζητεί η προσφεύγουσα.

223    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προαναφέρθηκε, το χρονικό σημείο κατά το οποίο η προσφεύγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση επιείκειας με στοιχεία αποδεικτικά της παραβάσεως, η σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία των στοιχείων αυτών όσον αφορά την πτυχή της παραβάσεως με αντικείμενο τους κόκκους ανθρακασβεστίου, καθώς και το γεγονός ότι η προσφεύγουσα ήταν η πρώτη επιχείρηση που ενημέρωσε την Επιτροπή σχετικά με την ύπαρξη τρίτης πτυχής της παραβάσεως με αντικείμενο τους κόκκους μαγνησίου αποτελούν όλα στοιχεία που πρέπει να ληφθούν θετικά υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής. Αντιθέτως, κατά την εν λόγω εκτίμηση πρέπει να ληφθεί αρνητικά υπόψη το γεγονός ότι τα προσκομισθέντα από την προσφεύγουσα στοιχεία δεν είχαν σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία για την πτυχή της συμπράξεως με αντικείμενο τη σκόνη ανθρακασβεστίου, καθώς και το γεγονός ότι η προσφεύγουσα γνωστοποίησε μεν στην Επιτροπή την πτυχή της συμπράξεως με αντικείμενο τους κόκκους μαγνησίου, πλην όμως δεν ήταν σε θέση να προσκομίσει συγκεκριμένα στοιχεία που να παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αποδείξει την πτυχή αυτή της παραβάσεως. Τα στοιχεία αυτά προσκομίστηκαν εν συνεχεία από την Degussa.

224    Επισημαίνεται, ακόμη, ότι, με την αιτιολογική σκέψη 34 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή τόνισε ότι, μετά την υποβολή αιτήσεως επιείκειας συνοδευόμενης από αποδεικτικά στοιχεία, η προσφεύγουσα «εξακολούθησε να συνεργάζεται, συμμορφούμενη προς τα αιτήματα παροχής πληροφοριών, χωρίς όμως να παράσχει οικειοθελώς συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία». Ωστόσο, ελλείψει διευκρινίσεων εκ μέρους της Επιτροπής από τις οποίες να προκύπτει ότι η προσφεύγουσα διέθετε και άλλα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δεν προσκόμισε οικειοθελώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι πρόκειται για απλή, ουδέτερη παρατήρηση της Επιτροπής, που αποσκοπεί στην παράθεση όλων των περιστατικών και η οποία δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη ούτε θετικά ούτε αρνητικά.

225    Όπως προαναφέρθηκε, η Επιτροπή επισημαίνει, με την αιτιολογική σκέψη 345 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, ενώ η προσφεύγουσα προσκόμισε στοιχεία με σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία μόνον όσον αφορά την πτυχή της παραβάσεως με αντικείμενο τους κόκκους ανθρακασβεστίου, η μείωση του προστίμου ως προς αυτή δεν αφορούσε μόνο το μέρος του προστίμου που της επιβλήθηκε για τη συμμετοχή της στη συγκεκριμένη πτυχή της παραβάσεως, αλλά και το μέρος του προστίμου που επιβάλλεται για τη συμμετοχή της στην πτυχή της παραβάσεως με αντικείμενο τη σκόνη ανθρακασβεστίου. Είναι πρόδηλο ότι το στοιχείο αυτό επηρέασε την επιλογή του ποσοστού μειώσεως του προστίμου της προσφεύγουσας.

226    Συγκεκριμένα, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή επισήμανε ότι, με γνώμονα το στοιχείο αυτό, υπήρξε «ιδιαίτερα γενναιόδωρη», ορίζοντας το ποσοστό μειώσεως του προστίμου ως προς την προσφεύγουσα σε 35 %. Ανέφερε ακόμη ότι η μείωση του προστίμου ως προς την προσφεύγουσα κατά 35 % αντιστοιχεί σε 2,7 εκατομμύρια ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 70 % του μέρους του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα για τη συμμετοχή της στην πτυχή της παραβάσεως με αντικείμενο τους κόκκους ανθρακασβεστίου. Απαντώντας στην επισήμανση της προσφεύγουσας ότι, κατ’ ουσίαν, το επιχείρημα αυτό δεν συμβιβάζεται με τη διαπίστωση περί ενιαίας παραβάσεως με αντικείμενο τρία διαφορετικά προϊόντα με αντικείμενο, η Επιτροπή προβάλλει ότι, μολονότι πρόκειται για ενιαία παράβαση, μπορούσε «να προβεί σε διαχωρισμό μεταξύ των διαφόρων στοιχείων της συμπράξεως, ανάλογα με την πρόσθετη αποδεικτική αξία των πληροφοριών που τέθηκαν υπόψη της».

227    Σχετικά με την τελευταία αυτή, κάπως ασαφή, παρατήρηση της Επιτροπής, διευκρινίζεται ότι από τα προεκτεθέντα στη σκέψη 218 ανωτέρω προκύπτει ότι θα ήταν αντίθετη προς την ανακοίνωση περί επιείκειας του 2002 η μείωση του προστίμου μόνον κατά το μέρος που αντιστοιχεί στην πτυχή της παραβάσεως για την οποία η προσφεύγουσα είχε προσκομίσει στοιχεία με σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία. Εν πάση περιπτώσει, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η παρατήρηση αυτή δεν έχει την έννοια ότι υποστηρίζει το αντίθετο.

228    Συγκεκριμένα, η σημασία των αποδεικτικών μιας παραβάσεως στοιχείων όσον αφορά την πτυχή της παραβάσεως στην οποία μετείχε η επιχείρηση που τα προσκόμισε δεν συγκαταλέγεται στα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, κατά την παράγραφο 23, δεύτερο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002, για τον καθορισμό του ποσοστού μειώσεως του προστίμου ως προς την επιχείρηση αυτή.

229    Κατά συνέπεια, για τον καθορισμό του ποσοστού μειώσεως του προστίμου που θεωρείται εύλογο ώστε η προσφεύγουσα να ανταμειφθεί για τη συνεργασία της, δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το πρόστιμο αυτό αποτελεί κύρωση για τη συμμετοχή της όχι μόνο στην πτυχή της παραβάσεως για την οποία προσκόμισε στοιχεία με σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία, αλλά και σε άλλη πτυχή της ίδιας παραβάσεως για την οποία δεν προσκόμισε τέτοια στοιχεία.

230    Επιπλέον, πρέπει να συνεκτιμηθούν οι ενδείξεις όσον αφορά τους κύκλους εργασιών που πραγματοποίησαν οι μετέχοντες στη σύμπραξη σχετικά με καθένα από τα τρία προϊόντα που αποτέλεσαν αντικείμενο της παραβάσεως, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 288 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Από την εν λόγω αιτιολογική σκέψη προκύπτει ότι ο συνολικός κύκλος εργασιών που πραγματοποίησαν από τη σκόνη ανθρακασβεστίου αντιστοιχεί στο 45 έως 50 % του συνολικού κύκλου εργασιών, ο κύκλος εργασιών από τους κόκκους ανθρακασβεστίου στο 30 έως 35 % και ο κύκλος εργασιών από τους κόκκους μαγνησίου στο 20 %. Επομένως, η προσφεύγουσα παρέσχε στην Επιτροπή, όπως η ίδια παραδέχεται, τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία για τη στοιχειοθέτηση πτυχής της παραβάσεως που αντιστοιχεί στο 30 έως 35 % του συνολικού κύκλου εργασιών που σχετίζεται με την παράβαση και, επιπλέον, επέστησε την προσοχή της Επιτροπής σε τρίτη πτυχή της εν λόγω παραβάσεως, έστω και αν δεν ήταν σε θέση να προσκομίσει τα απαραίτητα για τη στοιχειοθέτησή της στοιχεία.

231    Βάσει όλων αυτών των στοιχείων, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, να ακυρωθεί το άρθρο 2, στοιχείο γ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά το μέρος που η Επιτροπή ορίζει το ύψος του προστίμου με συντελεστή μειώσεως 35 % και, με την επιφύλαξη της εξετάσεως των λοιπών λόγων και επιχειρημάτων που προβάλλει η προσφεύγουσα και δεν έχουν ακόμη εξεταστεί, να μειωθεί το επιβληθέν σε αυτή πρόστιμο σε 4,35 εκατομμύρια ευρώ, δηλαδή σε ποσό που αντιστοιχεί στη μείωση του βασικού ποσού του προστίμου, το οποίο κατά την αιτιολογική σκέψη 308 της προσβαλλομένης αποφάσεως ανέρχεται σε 7,7 εκατομμύρια ευρώ, κατά 43,5 %, ποσοστό που το Γενικό Δικαστήριο κρίνει εύλογο δεδομένων των περιστάσεων της υποθέσεως.

 Επί της συνεκτιμήσεως της συνεργασίας της προσφεύγουσας ως ελαφρυντικής περιστάσεως

232    Μένει να εξεταστεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η συνεργασίας της με την Επιτροπή έπρεπε να θεωρηθεί ελαφρυντική περίσταση. Είναι αληθές ότι στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προέβαλε το επιχείρημα αυτό επικουρικώς, «σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο απορρίψει» τα επιχειρήματά της περί παραβιάσεως της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002. Ωστόσο, δεδομένου ότι τα επιχειρήματα αυτά δεν έγιναν εξ ολοκλήρου δεκτά και ότι, κατά τα λοιπά, η προσφεύγουσα προβάλλει αντίστοιχα επιχειρήματα και στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψη 148 ανωτέρω), είναι απαραίτητο να εξεταστεί και το επιχείρημα αυτό.

233    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά την παράγραφο 29, τέταρτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών, η Επιτροπή διαπιστώνει τη συνδρομή ελαφρυντικών περιστάσεων εφόσον η «εμπλεκόμενη επιχείρηση συνεργάστηκε αποτελεσματικά με την Επιτροπή, πέραν του πεδίου εφαρμογής της Ανακοίνωσης περί Επιείκειας και πέραν των νόμιμων υποχρεώσεών της να συνεργαστεί». Κατά πάγια νομολογία, μείωση του προστίμου λόγω συνεργασίας κατά τη διοικητική διαδικασία δικαιολογείται μόνον εάν η συμπεριφορά της επιχειρήσεως διευκόλυνε την εκ μέρους της Επιτροπής διαπίστωση της παραβάσεως και, ενδεχομένως, την παύση της (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑297/98 P, SCA Holding κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑10101, σκέψη 36, και της 10ης Μαΐου 2007, C‑328/05 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑3921, σκέψη 83· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Μαΐου 1998, T‑311/94, BPB de Eendracht κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1129, σκέψη 325).

234    Εν προκειμένω, στον βαθμό που το επιχείρημα της προσφεύγουσας περί μη αναγνωρίσεως ελαφρυντικής περιστάσεως λόγω συνεργασίας με την Επιτροπή αφορά τη συνεργασία της που είχε ως αποτέλεσμα την υποβολή αιτήσεως κατά την έννοια της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, είναι πρόδηλο ότι δεν πρόκειται για συνεργασία «πέραν του πεδίου εφαρμογής» της εν λόγω ανακοινώσεως. Η συνεργασία αυτή αξιολογήθηκε από την Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν της ανακοινώσεως και το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε την αξιολόγηση της Επιτροπής, υποκαθιστώντας την κρίση της με τη δική του, πράγμα που είχε ως συνέπεια την περαιτέρω μείωση του επιβληθέντος στην προσφεύγουσα προστίμου.

235    Το επιχείρημα αυτό κρίνεται απορριπτέο και κατά το μέτρο που αφορά συνεργασία διαφορετική από αυτή που κατέληξε στην υποβολή αιτήσεως εφαρμογής της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα δεν διευκρίνισε ούτε σε τι ακριβώς συνίσταται η συνεργασία την οποία επικαλείται ούτε πώς η Επιτροπή θα μπορούσε, χάρη στην εν λόγω συνεργασία, να διαπιστώσει ευχερέστερα την παράβαση και, ενδεχομένως, να θέσει τέρμα σε αυτή.

236    Επομένως, το επιχείρημα αυτό της προσφεύγουσας είναι απορριπτέο, η δε μείωση του προστίμου περιορίζεται σε αυτή που αναφέρεται στη σκέψη 231 ανωτέρω.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας

237    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, κατά τον καθορισμό του προστίμου που της επιβλήθηκε, η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας. Τα επιχειρήματα που αναπτύσσει στο πλαίσιο αυτό μπορούν να ομαδοποιηθούν σε δύο κύριες αιτιάσεις, οι οποίες αφορούν, αφενός, παράλειψη διαφοροποιήσεως του προστίμου ανάλογα με το μέγεθος των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και του κύκλου εργασιών τους, τόσο του συνολικού όσο και αυτού που έχουν πραγματοποιήσει στις αγορές τις οποίες αφορά η παράβαση, και, αφετέρου, ευνοϊκή μεταχείριση της Almamet.

238    Οι δύο αυτές αιτιάσεις εξετάζονται διαδοχικά κατωτέρω. Εισαγωγικά, πρέπει, όμως, να υπομνηστεί ότι κατά τον εν λόγω καθορισμό των προστίμων η Επιτροπή υποχρεούται να τηρεί τις γενικές αρχές του δικαίου, ειδικότερα δε τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί από τη νομολογία των δικαστηρίων της Ένωσης (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου Degussa κατά Επιτροπής, σκέψη 66 ανωτέρω, σκέψεις 77 και 79, και της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑69/04, Schunk και Schunk Kohlenstoff-Technik κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2567, σκέψη 41). Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ή της απαγόρευσης των διακρίσεων επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται κατά τρόπο διαφορετικό παρόμοιες καταστάσεις και κατά τρόπο όμοιο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ. απόφαση BPB de Eendracht κατά Επιτροπής, σκέψη 233 ανωτέρω, σκέψη 309 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εξάλλου, η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει οι πράξεις των θεσμικών οργάνων να μην υπερβαίνουν το μέτρο που είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (βλ. απόφαση Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, σκέψη 226 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

 Επί της πρώτης αιτιάσεως, σχετικά με παράλειψη διαφοροποιήσεως του προστίμου ανάλογα με το μέγεθος των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και του κύκλου εργασιών τους, τόσο του συνολικού όσο και αυτού που έχουν πραγματοποιήσει στις αγορές τις οποίες αφορά η παράβαση

239    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, η Επιτροπή, σύμφωνα με την πρακτική που ακολουθεί με τις αποφάσεις της, λαμβάνει υπόψη της, μεταξύ άλλων, το μέγεθος της οικείας επιχειρήσεως, διότι το πρόστιμο που επιβάλλεται για ίσης βαρύτητας συμμετοχή στην παράβαση μπορεί να διαφοροποιείται ανάλογα με το μέγεθος των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Τα δικαστήρια της Ένωσης επίσης θεωρούν το σχετικό μέγεθος των επιχειρήσεων ουσιώδες κριτήριο για τον καθορισμό των προστίμων σε περίπτωση εμπλοκής πλειόνων επιχειρήσεων στην παράβαση. Εν προκειμένω, όμως, παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως σε βάρος της προσφεύγουσας. Μολονότι πρόκειται για μετρίου μεγέθους επιχείρηση, εντούτοις της επιβλήθηκε πρόστιμο το οποίο αντιστοιχεί στο 4 % περίπου του συνολικού κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε το 2006. Αντιθέτως, το βασικό ποσό του προστίμου της Akzo Nobel και της Degussa αντιστοιχεί περίπου στο 0,05 % του συνολικού κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε εκάστη εξ αυτών κατά το ίδιο έτος.

240    Η προσφεύγουσα προσάπτει περαιτέρω στην Επιτροπή παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, επειδή δεν όρισε ως προς αυτή βασικό ποσό προστίμου χαμηλότερο ή τουλάχιστον ίσο με αυτό που όρισε για τις Akzo Nobel, Degussa, Almamet και Novácke chemické závody. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι, εφόσον ο κύκλος εργασιών που πραγματοποίησε στις αγορές τις οποίες αφορά η παράβαση είναι χαμηλότερος από τον αντίστοιχο της Almamet και της Novácke chemické závody και ότι, επιπλέον, αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες για τους λόγους που αναπτύσσει στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή έπρεπε να καθορίσει ως προς αυτήν, ενόψει του καθορισμού του βασικού ποσού του προστίμου, ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων που σχετίζονται με την παράβαση χαμηλότερο του 17 %.

241    Η προσφεύγουσα προβάλλει επίσης ότι το πρόστιμο πρέπει να είναι ανάλογο με την παράβαση, τις επιπτώσεις της στην αγορά, την ανάγκη αποτροπής νέων παραβάσεων και την οικονομική δυνατότητα της οικείας επιχειρήσεως. Προκειμένου να αποδείξει τον δυσανάλογο, κατ’ αυτήν, χαρακτήρα του προστίμου που της επιβλήθηκε, επικαλείται την ιδιαιτερότητα των αγορών τις οποίες αφορά η παράβαση, τις οποίες η προσφεύγουσα θεωρεί αγορές μάλλον περιορισμένες. Υποστηρίζει ακόμη, στο ίδιο πλαίσιο, ότι τα εμπορικά αποτελέσματά της στον συγκεκριμένο κλάδο είναι σχετικά μέτρια, καθώς ο ετήσιος κύκλος εργασιών της στις αγορές αυτές ανέρχεται σε 13 εκατομμύρια ευρώ περίπου. Τα προϊόντα τα οποία αφορά η παράβαση δεν αποφέρουν υψηλά κέρδη, δεδομένου ότι πρόκειται για επικίνδυνα χημικά προϊόντα, με συνέπεια να απαιτούνται μεγάλες δαπάνες για την τήρηση των προδιαγραφών ασφαλείας. Κατά συνέπεια, το περιθώριο κέρδους από τα προϊόντα αυτά είναι συνήθως χαμηλό. Η προσφεύγουσα φρονεί ότι το πρόστιμο που της επιβλήθηκε δεν έχει καμία σχέση με το περιθώριο κέρδους που αποκόμιζε από προϊόντα τα οποία αφορά η παράβαση.

242    Επιπλέον, η προσφεύγουσα προβαίνει σε διάφορες συγκρίσεις του προστίμου που της επιβλήθηκε, προκειμένου να αποδείξει τον δυσανάλογο χαρακτήρα του. Επισημαίνει ότι το ποσό αυτό αντιστοιχεί, στην περίπτωσή της, στο 20 % του ανωτάτου ορίου του προστίμου που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003 (10 % του συνολικού κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε κατά την προηγούμενη χρήση). Αντιθέτως, στην περίπτωση της Akzo Nobel, το πρόστιμο που επρόκειτο να επιβληθεί (εάν η επιχείρηση αυτή δεν είχε τύχει απαλλαγής από το πρόστιμο) θα αντιστοιχούσε στο 1,1 % του ανωτάτου ορίου που προβλέπεται γι’ αυτήν. Το ίδιο ποσοστό ανέρχεται μόλις σε 0,5 % στην περίπτωση της Degussa. Η προσφεύγουσα επικαλείται, ακόμη, διάφορα παραδείγματα παλαιότερων παραβάσεων, για τις οποίες επιβλήθηκαν στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις πρόστιμα που αντιστοιχούσαν σε πολύ χαμηλότερο ποσοστό του συνολικού κύκλου εργασιών του και των ανωτέρων ορίων του προστίμου που ίσχυαν γι’ αυτές.

243    Tα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

244    Όσον αφορά, πρώτον, το επιχείρημα περί διαφορετικού μεγέθους των επιχειρήσεων που μετείχαν στην παράβαση, τονίζεται ότι, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η πρακτική που ακολουθεί στις αποφάσεις της και την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα αφορά υποθέσεις για τις οποίες εφαρμόστηκαν οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998, οι οποίες έχουν καταργηθεί. Το ίδιο ισχύει και για τη νομολογία που επικαλείται η προσφεύγουσα, η οποία επίσης αφορά υποθέσεις στις οποίες εφαρμόστηκαν οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές.

245    Οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998 προέβλεπαν, στο σημείο 1A και Β, τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου με σύστημα διαφορετικό από αυτό που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές. Συγκεκριμένα, προβλέπονταν τρεις διαφορετικές κλίμακες βασικών ποσών για τις ελαφρές, τις σοβαρές και τις πολύ σοβαρές παραβάσεις αντιστοίχως.

246    Κατά την εφαρμογή του συστήματος αυτού, η Επιτροπή είχε αποφασίσει, σε ορισμένες περιπτώσεις, να κατατάξει τις μετέχουσες στην παράβαση επιχειρήσεις ανάλογα με τον συνολικό κύκλο εργασιών τους σε διαφορετικές κατηγορίες, ορίζοντας διαφορετικό βασικό ποσό προστίμου για κάθε μία από αυτές (βλ., π.χ., απόφαση Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, σκέψη 162 ανωτέρω, σκέψη 13). Η πρακτική αυτή της Επιτροπής είχε κριθεί από τα δικαστήρια της Ένωσης σύμφωνη με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 2006, T‑15/02, BASF κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑497, σκέψη 233 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, σκέψη 162 ανωτέρω, σκέψεις 186 έως 188). Αυτή τη νομολογία επικαλείται η προσφεύγουσα προς στήριξη των επιχειρημάτων της.

247    Η Επιτροπή, ωστόσο, κατήργησε, όπως είχε την ευχέρεια να πράξει (βλ. σκέψη 74 ανωτέρω), τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998 και τις αντικατέστησε με κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες προβλέπουν διαφορετικό σύστημα καθορισμού του βασικού ποσού του προστίμου. Συγκεκριμένα, όπως προαναφέρθηκε (βλ. σκέψη 106 ανωτέρω), κατά το νέο αυτό σύστημα, καθορίζεται βασικό ποσό προστίμου για κάθε μετέχοντα στην παράβαση χωριστά, ανάλογα με την αξία των πωλήσεών του που σχετίζονται με την παράβαση, οπότε δεν είναι πλέον απαραίτητη η κατάταξη των μετεχόντων στην ίδια παράβαση σε διαφορετικές κατηγορίες ανάλογα με το μέγεθός τους ή άλλο σχετικό κριτήριο.

248    Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 111 ανωτέρω, οι κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν, στην παράγραφο 30, δυνατότητα προσαυξήσεως του προστίμου για τις επιχειρήσεις των οποίων ο κύκλος εργασιών, πέραν των πωλήσεων των προϊόντων και των υπηρεσιών που σχετίζονται με την παράβαση, είναι ιδιαίτερα υψηλός, ώστε να εξασφαλίζεται επαρκώς το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου. Επομένως, οι κατευθυντήριες γραμμές δεν αποκλείουν εντελώς τη συνεκτίμηση του μεγέθους και του συνολικού κύκλου εργασιών μιας επιχειρήσεως κατά τον καθορισμό του προστίμου.

249    Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να υποχρεωθεί η Επιτροπή να λαμβάνει συστηματικά υπόψη τα στοιχεία αυτά κατά τον καθορισμό του προστίμου.

250    Συγκεκριμένα, από την παράγραφο 30 των κατευθυντήριων γραμμών προκύπτει μεν ότι η αύξηση του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί σε επιχείρηση η οποία έχει ιδιαίτερα μεγάλο κύκλο εργασιών πέραν των πωλήσεων των προϊόντων και υπηρεσιών με τα οποία σχετίζεται η παράβαση ενδέχεται να είναι αναγκαία προκειμένου να εξασφαλιστεί επαρκώς αποτρεπτικό αποτέλεσμα στο πρόστιμο αυτό, εντούτοις, δεν συνάγεται, αντιστρόφως, ότι το πρόστιμο που δεν αντιπροσωπεύει σημαντικό ποσοστό του συνολικού κύκλου εργασιών της οικείας επιχείρησης δεν θα παραγάγει επαρκώς αποτρεπτικό αποτέλεσμα έναντι της εν λόγω επιχειρήσεως. Επισημαίνεται, συναφώς, ότι το πρόστιμο που καθορίζεται βάσει της μεθόδου που καθιερώνουν οι κατευθυντήριες γραμμές αντιπροσωπεύει, καταρχήν, σημαντικό ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που έχει πραγματοποιήσει η οικεία επιχείρηση στον κλάδο που αφορά η παράβαση. Επομένως, εξαιτίας του προστίμου, τα οφέλη της εν λόγω επιχείρησης στον κλάδο αυτόν θα μειωθούν σημαντικά, ενώ ενδέχεται να υποστεί και ζημίες. Ακόμη και αν ο κύκλος εργασιών που πραγματοποίησε η επιχείρηση στον κλάδο αυτό αντιπροσωπεύει μικρό μόνο τμήμα του συνολικού κύκλου εργασιών της, δεν μπορεί εκ προοιμίου να αποκλειστεί ότι η μείωση των κερδών που πραγματοποιούνται στον οικείο κλάδο, και κατά μείζονα λόγο η μετατροπή τους σε ζημίες, θα έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα κατά το μέτρο που, καταρχήν, μια εμπορική επιχείρηση δραστηριοποιείται σε συγκεκριμένο κλάδο με σκοπό την αποκόμιση κέρδους. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η παράγραφος 30 των κατευθυντήριων γραμμών προβλέπει τη δυνατότητα και όχι την υποχρέωση της Επιτροπής να αυξάνει το πρόστιμο που επιβάλλει σε επιχείρηση η οποία έχει ιδιαίτερα μεγάλο κύκλο εργασιών πέραν των πωλήσεων των προϊόντων και υπηρεσιών με τα οποία σχετίζεται η παράβαση (απόφαση Novácke chemické závody κατά Επιτροπής, σκέψη 74 ανωτέρω, σκέψεις 62 έως 64).

251    Επομένως, λαμβανομένης επίσης υπόψη της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 112 ανωτέρω, οι συγκρίσεις που πραγματοποιεί η προσφεύγουσα μεταξύ των προστίμων που επιβλήθηκαν σε διάφορους μετέχοντες στην επίδικη παράβαση, ως ποσοστά επί των αντίστοιχων συνολικών κύκλων εργασιών, δεν αρκούν για να διαπιστωθεί εν προκειμένω παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας από την Επιτροπή.

252    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι το βασικό ποσό του προστίμου που ορίστηκε για την προσφεύγουσα έπρεπε να είναι χαμηλότερο, σε απόλυτους αριθμούς, από αυτό που ορίστηκε για ορισμένους άλλους μετέχοντες στην παράβαση (βλ. σκέψη 240 ανωτέρω), από την αιτιολογική σκέψη 308 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι χαμηλότερο βασικό ποσό προστίμου, σε απόλυτους αριθμούς, από αυτό που ορίστηκε για την προσφεύγουσα ορίστηκε για δύο μόνον από τις επιχειρήσεις που αναφέρει.

253     Πάντως, στην περίπτωση, αφενός, της Degussa, τούτο εξηγείται από τη διάρκεια της συμμετοχής της στην παράβαση, η οποία ήταν κατά πολύ μικρότερη (τέσσερις μήνες) από την αντίστοιχη της προσφεύγουσας, καθώς και από το γεγονός ότι η συμμετοχή αυτή αφορούσε μία μόνο πτυχή της συμπράξεως (αυτή με αντικείμενο τη σκόνη ανθρακασβεστίου).

254    Αφετέρου, όσον αφορά την Almamet, από την αιτιολογική σκέψη 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι ο συνολικός κύκλος εργασιών της κατά την τελευταία πριν την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως πλήρη χρήση ανερχόταν σε 40 έως 50 εκατομμύρια ευρώ περίπου (έναντι 257 εκατομμυρίων ευρώ της προσφεύγουσας· βλ. αιτιολογική σκέψη 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επιπλέον, από την αιτιολογική σκέψη 288 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η αξία των πωλήσεών της που σχετίζονται με την παράβαση ήταν χαμηλότερη από την αξία των αντίστοιχων πωλήσεων της προσφεύγουσας. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τη διάρκεια της συμμετοχής της στη σύμπραξη (βλ. αιτιολογική σκέψη 304 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Δεδομένων των στοιχείων αυτών, το γεγονός ότι για τις δύο αυτές επιχειρήσεις ορίστηκε διαφορετικό βασικό ποσό προστίμου, σε απόλυτους αριθμούς, από αυτό που ορίστηκε για την προσφεύγουσα δεν συνιστά από μόνο του παραβίαση ούτε της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ούτε της αρχής της αναλογικότητας. Επισημαίνεται, στο ίδιο πλαίσιο, ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας περί δυσχερούς οικονομικής καταστάσεώς της θα εξεταστούν στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως.

255    Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ούτε το επιχείρημα της προσφεύγουσας σχετικά με τον περιορισμένο χαρακτήρα των επίμαχων αγορών, λόγω του οποίου τα περιθώρια κέρδους είναι μειωμένα.

256    Βεβαίως, από τη νομολογία προκύπτει ότι, για τον καθορισμό των προστίμων, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια των παραβάσεων, καθώς και όλα τα στοιχεία που προσφέρονται για την εκτίμηση της σοβαρότητάς τους, όπως η συμπεριφορά της κάθε επιχειρήσεως, η λειτουργία εκάστης εξ αυτών κατά τον καθορισμό των συμπεφωνημένων πρακτικών, το όφελος που άντλησαν από τις πρακτικές αυτές, το μέγεθός τους και η αξία των εμπορευμάτων που αφορά η σύμπραξη, καθώς και ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν παραβάσεις τέτοιου είδους (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Δεκεμβρίου 2011, C‑272/09 P, KME κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. Ι‑12789, σκέψη 96 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

257    Ωστόσο, αποτελεί επίσης πάγια νομολογία ότι, μολονότι το ύψος του προστίμου που επιβάλλεται σε επιχείρηση πρέπει να είναι ανάλογο με τη διάρκεια της παραβάσεως και τα λοιπά στοιχεία που μπορούν να επηρεάσουν την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, μεταξύ των οποίων το κέρδος που αποκόμισε η οικεία επιχείρηση από τις πρακτικές της, το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν αποκόμισε κανένα όφελος από την παράβαση δεν μπορεί να εμποδίσει την επιβολή προστίμου, διότι διαφορετικά το πρόστιμο θα έχανε τον αποτρεπτικό του χαρακτήρα (βλ. απόφαση BPB de Eendracht κατά Επιτροπής, σκέψη 233 ανωτέρω, σκέψη 441 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

258    Κατά συνέπεια, μολονότι το κέρδος που πραγματοποίησε η οικεία επιχείρηση από την παράβαση και, εν γένει, τα κέρδη που αποκόμισε στις αγορές που αφορά η παράβαση συγκαταλέγονται στα στοιχεία που μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό του προστίμου, εντούτοις η Επιτροπή ή ο δικαστής της Ένωσης, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, δεν υπέχουν την υποχρέωση να βεβαιωθούν ότι το πρόστιμο θα είναι ευθέως ανάλογο των κερδών που έχει πραγματοποιήσει η συγκεκριμένη επιχείρηση ή ότι δεν υπερβαίνει τα κέρδη αυτά.

259    Τέλος, επίσης άνευ σημασίας είναι οι πραγματοποιηθείσες από την προσφεύγουσα συγκρίσεις των προστίμων που επιβλήθηκαν στους μετέχοντες στην επίδικη σύμπραξη ως ποσοστών επί του ανώτατου ορίου του προστίμου που ισχύει για καθέναν εξ αυτών βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003. Όπως προκύπτει από τη νομολογία, πρόκειται μάλλον για ανώτατο όριο προσαρμογής το οποίο έχει ως μοναδική συνέπεια το ότι το ύψος του προστίμου που υπολογίζεται με βάση τα κριτήρια της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως μειώνεται μέχρι το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο. Η εφαρμογή του συνεπάγεται ότι η οικεία επιχείρηση δεν καταβάλλει το πρόστιμο το οποίο θα οφειλόταν, καταρχήν, βάσει εκτιμήσεως στηριζόμενης στα εν λόγω κριτήρια (απόφαση Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 112 ανωτέρω, σκέψη 283). Επομένως, το γεγονός και μόνον ότι το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα προσεγγίζει κατά πολύ το όριο του 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών της, ενώ το ποσοστό αυτό είναι πολύ μικρότερο στην περίπτωση των λοιπών μετεχόντων στη σύμπραξη, δεν μπορεί να συνιστά παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως ή της αναλογικότητας. Συγκεκριμένα, η συνέπεια αυτή είναι σύμφυτη με την ερμηνεία του ορίου του 10 % ως απλού ανώτατου ορίου προσαρμογής το οποίο εφαρμόζεται μετά από την ενδεχόμενη μείωση του ποσού του προστίμου λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων ή της αρχής της αναλογικότητας (βλ. απόφαση Novácke chemické závody κατά Επιτροπής, σκέψη 74 ανωτέρω, σκέψη 163 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

260    Κατόπιν των προεκτεθέντων, η πρώτη αιτίαση κρίνεται απορριπτέα.

 Επί της δεύτερης αιτιάσεως, περί ευνοϊκής μεταχειρίσεως της Almamet

261    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, διότι δεν μείωσε κατά 20 % το πρόστιμο που της επέβαλε, όπως έπραξε στην περίπτωση της Almamet. Επικαλείται, στο ίδιο πλαίσιο, παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

262    Με την αιτιολογική σκέψη 372 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι πρέπει να συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι η Almamet ήταν ανεξάρτητη, καθαρά εμπορική επιχείρηση, ελάχιστου μεγέθους, η οποία δεν ανήκε σε μεγάλο όμιλο εταιριών. Η Almamet δραστηριοποιούνταν στο εμπόριο υλικών υψηλής αξίας με μάλλον περιορισμένο περιθώριο κέρδους και διέθετε «σχετικά στοχευμένο φάσμα προϊόντων». Η Επιτροπή προσέθεσε ότι ελήφθη υπόψη και «το γεγονός ότι το επιβληθέν πρόστιμο είχε σχετικά σημαντικό αντίκτυπο στην οικονομική κατάσταση τέτοιου τύπου εταιρίας». Καταλήγοντας, η Επιτροπή έκρινε ότι, υπό το πρίσμα των εν λόγω «ειδικών χαρακτηριστικών» της Almamet, ενδεικνυόταν μείωση του ποσού του προστίμου κατά 20 %, δεδομένου ότι ένα πρόστιμο του ύψους αυτού ήταν εν πάση περιπτώσει επαρκώς αποτρεπτικό για την Almamet.

263    Η Επιτροπή παραπέμπει, με την υποσημείωση 685, στην παράγραφο 37 των κατευθυντήριων γραμμών, η οποία έχει ως εξής:

«Παρότι οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές παραθέτουν τη γενική μεθοδολογία για τον υπολογισμό των προστίμων, οι ιδιαιτερότητες μίας ορισμένης υπόθεσης ή η ανάγκη διασφάλισης του αποτρεπτικού χαρακτήρα του προστίμου, μπορεί να δικαιολογούν απόκλιση από τη μεθοδολογία αυτή ή από τα όρια που καθορίζονται [στην παράγραφο] 21.»

264    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή μείωσε το πρόστιμο ως προς την Almamet κατά 20 %, ενεργώντας κατά παρέκκλιση από τις κατευθυντήριες γραμμές που η ίδια έχει θεσπίσει. Κατά πάγια νομολογία, η απόκλιση αυτή πρέπει να είναι συμβατή, μεταξύ άλλων, με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 112 ανωτέρω, σκέψη 211· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου Schunk και Schunk Kohlenstoff-Technik κατά Επιτροπής, σκέψη 238 ανωτέρω, σκέψη 44, και της 28ης Απριλίου 2010, T‑446/05, Amann & Söhne και Cousin Filterie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑1255, σκέψη 146).

265    Επισημαίνεται ότι στην αιτιολογική σκέψη 372 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή απαριθμεί ορισμένα «ειδικά χαρακτηριστικά» της Almamet για να δικαιολογήσει τη μείωση του ποσού του προστίμου ως προς αυτή. Όπως κρίθηκε με την απόφαση Novácke chemické závody κατά Επιτροπής, σκέψη 74 ανωτέρω (σκέψεις 137 έως 141), μια επιχείρηση η οποία παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά αυτά βρίσκεται, όσον αφορά το ενδεχόμενο να της χορηγηθεί μείωση του ποσού του προστίμου πέραν των περιπτώσεων που προβλέπονται ειδικά στις κατευθυντήριες γραμμές, σε διαφορετική κατάσταση από εκείνη μιας επιχείρησης που δεν παρουσιάζει τα εν λόγω χαρακτηριστικά.

266    Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι για καθεμία από τις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων που συμμετείχαν σε παράβαση των διατάξεων του άρθρου 81 ΕΚ, το πρόστιμο δεν υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος. Κατά τη νομολογία, το όριο που αφορά τον κύκλο εργασιών σκοπό έχει να αποτρέψει το ενδεχόμενο τα πρόστιμα που επιβάλλονται από την Επιτροπή να είναι δυσανάλογα σε σχέση με το μέγεθος της οικείας επιχείρησης (απόφαση του Δικαστηρίου Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω, σκέψη 119, και απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 2007, C‑76/06 P, Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑4405, σκέψη 24).

267    Το ανώτατο αυτό όριο, όμως, δεν είναι αρκετό για να αποτραπεί ο ενδεχομένως δυσανάλογος χαρακτήρας του επιβληθέντος προστίμου στην περίπτωση εμπόρου δραστηριοποιούμενου στην πώληση υλικών υψηλής αξίας με περιορισμένο περιθώριο κέρδους, όπως είναι η Almamet. Συγκεκριμένα, λόγω ακριβώς της υψηλής αξίας των οικείων υλικών, η επιχείρηση αυτή ενδέχεται να εμφανίζει κύκλο εργασιών δυσανάλογα υψηλό σε σχέση με τα κέρδη και το ενεργητικό της, που αποτελούν τα στοιχεία από τα οποία θα προέλθει η κάλυψη του ποσού του προστίμου.

268    Δεύτερον, δεδομένου ότι, κατά τη μέθοδο των κατευθυντήριων γραμμών, το πρόστιμο καθορίζεται αφού χρησιμοποιηθεί ως βάση ένα ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων που πραγματοποίησε η ενδιαφερόμενη επιχείρηση στην αγορά που αφορά η παράβαση, ο κίνδυνος το πρόστιμο να είναι δυσανάλογο, διότι αντιπροσωπεύει πολύ σημαντικό μερίδιο του συνολικού κύκλου εργασιών της εν λόγω επιχείρησης, είναι κατά μείζονα λόγο μεγαλύτερος στην περίπτωση μιας επιχείρησης η οποία, όπως ακριβώς η Almamet, διαθέτει «σχετικά στοχευμένο φάσμα προϊόντων».

269    Τρίτον, είναι επίσης κρίσιμο το γεγονός ότι η Almamet ήταν μια επιχείρηση πολύ μικρού μεγέθους που δεν ανήκε σε κανένα μεγάλο όμιλο, διότι η επιχείρηση αυτή έπρεπε να επωμιστεί μόνη της το βάρος της καταβολής του προστίμου, εφόσον καμία άλλη εταιρία δεν ήταν από κοινού και εις ολόκληρον υπεύθυνη για την εν λόγω καταβολή ή, γενικότερα, σε θέση να της παράσχει σχετική συνδρομή.

270    Βάσει των εκτιμήσεων αυτών, επισημαίνεται, πρώτον, ότι, αντιθέτως προς ό,τι προβάλλει προσφεύγουσα, η απόφαση της Επιτροπής να χορηγήσει στην Almamet μείωση του προστίμου είναι επαρκώς αιτιολογημένη κατά νόμο.

271    Εξάλλου, είναι απορριπτέο, ως αλυσιτελές, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Almamet δεν πληρούσε, όπως άλλωστε διαπίστωσε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 371 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τις προϋποθέσεις της παραγράφου 35 των κατευθυντήριων γραμμών, προκειμένου να τύχει μειώσεως του προστίμου λόγω αδυναμίας καταβολής του προστίμου. Αρκεί να υπομνηστεί συναφώς ότι η Επιτροπή αποφάσισε να μειώσει το πρόστιμο της Almamet βάσει της παραγράφου 37 των κατευθυντήριων γραμμών. Επίσης αλυσιτελής είναι η επίκληση, από την προσφεύγουσα, του γεγονότος ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 152 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Almamet είχε εν μέρει αμφισβητήσει την παράβαση. Όσον αφορά τη θέση της προσφεύγουσας ότι η Almamet είχε ηγετικό ρόλο στην παράβαση, η θέση αυτή είναι ανακριβής, αλλά, ακόμη και αν ήταν ακριβής, θα ήταν αλυσιτελής.

272    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα προκειμένου να αποδείξει ότι βρισκόταν σε κατάσταση ανάλογη με αυτή της Almamet και δικαιούνταν μείωση του προστίμου όπως αυτή.

273    Πρώτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, όπως και η Almamet, δραστηριοποιείται στις οικείες αγορές επίσης ως ανεξάρτητη επιχείρηση, «μικρού σχετικά μεγέθους». Προβάλλει, ακόμη, ότι, στην πραγματικότητα, η δραστηριότητά της στις οικείες αγορές είναι πιο περιορισμένη από αυτή της Almamet: οι πωλήσεις που πραγματοποίησε στις αγορές αυτές ανέρχονταν, κατά την Επιτροπή, σε 10 έως 15 εκατομμύρια ευρώ, ενώ οι πωλήσεις της Almamet σε 20 έως 25 εκατομμύρια ευρώ.

274    Το επιχείρημα αυτό δεν είναι αρκετό για να δικαιολογήσει τη διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα βρισκόταν σε κατάσταση ανάλογη με αυτή της Almamet. Καταρχάς, η Επιτροπή δεν συνεκτίμησε μόνο το μικρό μέγεθος της Almamet, αλλά και το γεγονός ότι επρόκειτο για καθαρά εμπορική επιχείρηση μικρού μεγέθους. Ως καθαρά εμπορική επιχείρηση, δεν είχε τη δυνατότητα να επηρεάσει τις τιμές των προϊόντων που αγόρασε και εμπορευόταν, αλλά μόνον το περιθώριο κέρδους της και, ως εκ τούτου, την τελική τιμή στην οποία πωλούσε τα προϊόντα στους πελάτες της. Για τον λόγο αυτό, η αξία τόσο των σχετιζόμενων με την παράβαση πωλήσεων της Almamet όσο και, εν γένει, του συνολικού κύκλου εργασιών της εμφανίζεται αρκετά υψηλή, πλην όμως πολύ μεγάλο μέρος από τα πραγματοποιούμενα έσοδα αντιστοιχούσαν σε ποσά που έπρεπε να καταβάλλονται απευθείας σε τρίτους, δηλαδή στους προμηθευτές της. Η προσφεύγουσα δεν είναι καθαρά εμπορική επιχείρηση, αλλά εμπορεύεται προϊόντα που παράγει η ίδια, οπότε δεν βρίσκεται στην ίδια κατάσταση.

275    Περαιτέρω, τονίζεται ότι, μολονότι το μέγεθος της προσφεύγουσας είναι βεβαίως σαφώς μικρότερο από αυτό των άλλων μεγάλων επιχειρήσεων που μετείχαν στη σύμπραξη, εντούτοις υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ αυτής και της Almamet ως προς τον συνολικό κύκλο εργασιών (βλ. σκέψη 254 ανωτέρω). Επιπλέον, είναι ορθή η επισήμανση της Επιτροπής ότι από ένα συνημμένο στην προσφυγή πίνακα συνάγεται ότι κατά τη διάρκεια της παραβάσεως είχε περισσότερους από 600 εργαζομένους. Επομένως, δύσκολα χαρακτηρίζεται ως μικρή επιχείρηση.

276    Δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, όπως και η Almamet, δραστηριοποιείται με υλικά υψηλής αξίας, με συνέπεια να περιορίζεται κατά πολύ το περιθώριο κέρδους της. Επίσης, το εύρος των προϊόντων της είναι ιδιαίτερα στοχευμένο.

277    Διαπιστώνεται ότι το επιχείρημα αυτό της προσφεύγουσας προβάλλεται κατά τρόπο ιδιαίτερα έμμεσο και δεν στηρίζεται σε αναλυτικές διευκρινίσεις ή σε συναφή αποδεικτικά στοιχεία. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα δεν παρέθεσε λεπτομέρειες ή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα περιθώρια κέρδους της. Επίσης, δεν αναφέρθηκε, με το υπόμνημα απαντήσεως, στην επισήμανση της Επιτροπής ότι το εύρος των προϊόντων της δεν είναι συγκρίσιμο προς αυτό της Almamet.

278    Επιπλέον, σημασία έχει και στο πλαίσιο αυτό το γεγονός ότι η Almamet είναι μια επιχείρηση που εμπορεύεται αποκλειστικά προϊόντα τα οποία έχει προμηθευθεί από άλλες επιχειρήσεις, ενώ η προσφεύγουσα εμπορεύεται προϊόντα που παράγει η ίδια. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 274 ανωτέρω, λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη η υψηλή αξία των προϊόντων που εμπορεύεται η Almamet, καθώς και τα εξαιρετικά περιορισμένα περιθώρια κέρδους της. Στην περίπτωση της προσφεύγουσας, η οποία δεν είναι καθαρά εμπορική επιχείρηση, αλλά παραγωγός προϊόντων, και, επιπλέον, δεν παρέθεσε λεπτομερή στοιχεία σχετικά με το κόστος παραγωγής, οι δύο αυτές παράμετροι δεν έχουν την ίδια σημασία όπως στην περίπτωση της Almamet.

279    Τρίτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το πρόστιμο που της επιβλήθηκε θα έχει σοβαρό αντίκτυπο στην οικονομική κατάστασή της. Υποστηρίζει ότι επιβαρύνεται με υψηλό κόστος παραγωγής, συντήρησης, αποθήκευσης και επενδύσεων και ότι, ως εκ τούτου, η επιβολή υψηλού προστίμου την επηρεάζει πολύ περισσότερο απ’ ό,τι την Almamet.

280    Το επιχείρημα αυτό, το οποίο είναι άλλωστε ιδιαίτερα αόριστο και ατεκμηρίωτο, είναι επίσης απορριπτέο για τους λόγους που παρατίθενται στη σκέψη 278 ανωτέρω.

281    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε άλλα επιχειρήματα προκειμένου να αποδείξει ότι βρισκόταν σε κατάσταση ανάλογη με αυτή της Almamet, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, δεδομένης της καταστάσεώς της, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, λόγω της μειώσεως του προστίμου ως προς την Almamet, αλλά όχι ως προς την προσφεύγουσα, για τους λόγους που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 372 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, η δεύτερη αιτίαση καθώς και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του πρέπει να απορριφθούν. Εξάλλου, δεδομένου ότι κρίθηκαν απορριπτέα όλα ανωτέρω εξετασθέντα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, δεν δικαιολογείται να προβεί το Γενικό Δικαστήριο, ασκώντας την πλήρη δικαιοδοσία του, σε μείωση του επιβληθέντος σε αυτήν προστίμου πέραν αυτής που αναφέρεται στη σκέψη 231 ανωτέρω.

 Επί του πέμπτου λόγου, σχετικά με παράνομη παράλειψη της Επιτροπής να μειώσει το πρόστιμο λόγω περιορισμένης οικονομικής δυνατότητας και λόγω της συνδρομής ιδιαίτερων περιστάσεων

282    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι πληρούνταν, κατά την παράγραφο 35 ή, έστω, κατά την παράγραφο 37 των κατευθυντήριων γραμμών, οι προϋποθέσεις για σημαντική μείωση του επιβληθέντος προστίμου, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της καταστάσεώς της. Προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε αρκούντως υπόψη της την περιορισμένη δυνατότητά της να καταβάλει το πρόστιμο, παρά τα πειστικά επιχειρήματα που της εξέθεσε. Θεωρεί, συνεπώς, ότι η Επιτροπή παρέβη τις κατευθυντήριες γραμμές και υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, αρνούμενη να μειώσει το πρόστιμο. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι η Επιτροπή προέβη σε αντίστοιχη μείωση του προστίμου ως προς την Almamet, παρά το γεγονός ότι η ατομική οικονομική κατάσταση της προσφεύγουσας ενείχε ακόμη μεγαλύτερους κινδύνους.

 Κατευθυντήριες γραμμές

283    Οι παράγραφοι 35 και 37 των κατευθυντήριων γραμμών έχουν ως εξής:

«35. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η Επιτροπή δύναται, εφόσον αυτό της ζητηθεί, να συνεκτιμήσει την αδυναμία της επιχείρησης να πληρώσει το πρόστιμο σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο. Η Επιτροπή δεν θα βασίζει καμία μείωση του προστίμου που χορηγείται για αυτό το λόγο στην απλή διαπίστωση μιας προβληματικής ή ελλειμματικής οικονομικής κατάστασης. Μία τέτοια μείωση θα μπορεί να χορηγείται μόνο βάσει αντικειμενικών αποδείξεων ότι η επιβολή του προστίμου, σύμφωνα με τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές, θα έθετε ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα της εμπλεκόμενης επιχείρησης και θα οδηγούσε στην απώλεια της αξίας στοιχείων του ενεργητικού της.

[…]

37. Παρότι οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές παραθέτουν τη γενική μεθοδολογία για τον υπολογισμό των προστίμων, οι ιδιαιτερότητες μίας ορισμένης υπόθεσης ή η ανάγκη διασφάλισης του αποτρεπτικού χαρακτήρα του προστίμου, μπορεί να δικαιολογούν απόκλιση από τη μεθοδολογία αυτή ή από τα όρια που καθορίζονται [στην παράγραφο] 21.»

 Η προσβαλλόμενη απόφαση

284    Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 363 και 373 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα ήταν μία από τις επιχειρήσεις που επικαλέστηκαν την παράγραφο 35 των κατευθυντήριων γραμμών κατά τη διοικητική διαδικασία. Αφού παρέθεσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 364 έως 368 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ορισμένες γενικής φύσεως εκτιμήσεις που ισχύουν για όλες τις επιχειρήσεις που επικαλέστηκαν τη συγκεκριμένη παράγραφο, η Επιτροπή αναφέρθηκε ειδικά στην περίπτωση της προσφεύγουσας, με τις αιτιολογικές σκέψεις 373 και 374 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες έχουν ως εξής:

«(373) Από την ανάλυση των οικονομικών στοιχείων που προσκόμισε η Donau Chemie […] προκύπτει το συμπέρασμα ότι η επιχείρηση είναι βιώσιμη και δεν αντιμετωπίζει μεγάλο κίνδυνο πτωχεύσεως. Εξάλλου, το πρόστιμο δεν μπορεί να θέσει ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητά της και να οδηγήσει σε απώλεια της αξίας στοιχείων του ενεργητικού της. Επομένως, απορρίπτεται το αίτημα της Donau Chemie σχετικά με αδυναμία καταβολής του προστίμου.

(374) Η Donau Chemie προέβαλε επανειλημμένως ότι το 2005 ήταν ιδιαίτερα δυσμενές, λόγω της καταστροφής του σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της επιχείρησης, πλην όμως το γεγονός αυτό δεν θέτει σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητά της σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην είναι σε θέση να καταβάλει το επιβληθέν με την παρούσα πρόστιμο.»

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί της παραγράφου 35 των κατευθυντήριων γραμμών

285    Έχει επανειλημμένως κριθεί ότι η Επιτροπή δεν είναι καταρχήν υποχρεωμένη, κατά τον καθορισμό του προστίμου, να λαμβάνει υπόψη την ελλειμματική οικονομική κατάσταση μιας επιχείρησης, καθόσον η αναγνώριση τέτοιας υποχρεώσεως θα συνεπαγόταν αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για τις επιχειρήσεις που είναι λιγότερο προσαρμοσμένες στις συνθήκες της αγοράς (απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 112 ανωτέρω, σκέψη 327· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 2003, T‑213/00, CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑913, σκέψη 351, και Tokai Carbon κ.λπ., σκέψη 110 ανωτέρω, σκέψη 370).

286    Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, προκύπτει ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ένα μέτρο λαμβανόμενο από αρχή της Ένωσης να προκαλέσει την πτώχευση ή την εκκαθάριση επιχειρήσεως. Συγκεκριμένα, η εκκαθάριση επιχειρήσεως με την συγκεκριμένη νομική της μορφή μπορεί μεν να θίξει τα οικονομικά συμφέροντα των κυρίων, των μετόχων ή των κατόχων μεριδίων, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι τα προσωπικά, υλικά και άυλα στοιχεία της επιχειρήσεως χάνουν και αυτά την αξία τους (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου Tokai Carbon κ.λπ., σκέψη 110 ανωτέρω, σκέψη 372· της 29ης Νοεμβρίου 2005, T‑64/02, Heubach κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5137, σκέψη 163, και της 28ης Απριλίου 2010, T‑452/05, BST κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑1373, σκέψη 96).

287    Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι με τη θέσπιση της παραγράφου 35 των κατευθυντήριων γραμμών η Επιτροπή επέβαλε στον εαυτό της υποχρέωση που προσκρούει προς την ανωτέρω νομολογία. Τούτο επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι η εν λόγω παράγραφος δεν μνημονεύει την πτώχευση επιχείρησης, αλλά αφορά μια κατάσταση, επελθούσα «σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο», κατά την οποία η επιβολή προστίμου «θα έθετε ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα της εμπλεκόμενης επιχείρησης και θα οδηγούσε στην απώλεια της αξίας στοιχείων του ενεργητικού της» (αποφάσεις Novácke chemické závody κατά Επιτροπής, σκέψη 74 ανωτέρω, σκέψη 188, και Ecka Granulate και non ferrum Metallpulver κατά Επιτροπής, σκέψη 139 ανωτέρω, σκέψη 96).

288    Επομένως, το γεγονός και μόνον ότι η επιβολή προστίμου για παραβάσεις των κανόνων ανταγωνισμού ενδέχεται να προκαλέσει πτώχευση της ενδιαφερόμενης επιχείρησης δεν αρκεί, όσον αφορά την εφαρμογή της παραγράφου 35 των κατευθυντήριων γραμμών. Συγκεκριμένα, από τη νομολογία που παρατίθεται με τη σκέψη 286 ανωτέρω προκύπτει ότι, μολονότι η πτώχευση επιχείρησης θίγει τα οικονομικά συμφέροντα των ενδιαφερόμενων κυρίων ή μετόχων, δεν συνεπάγεται αναγκαστικά την εξαφάνιση της οικείας επιχείρησης. Η εν λόγω επιχείρηση μπορεί να εξακολουθεί να υφίσταται είτε, σε περίπτωση ανακεφαλαιοποίησης της κηρυχθείσας σε πτώχευση εταιρίας, ως νομικό πρόσωπο που ασκεί την εκμετάλλευση της επιχείρησης, είτε, σε περίπτωση ολικής εξαγοράς των στοιχείων του ενεργητικού της και, κατά συνέπεια, της επιχείρησης, ως οντότητας που ασκεί οικονομική δραστηριότητα από μια άλλη οντότητα. Η ολική αυτή εξαγορά μπορεί να είναι αποτέλεσμα είτε εκούσιας αγοράς είτε αναγκαστικής εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων της πτωχεύσασας εταιρίας, με εξασφάλιση της συνεχούς λειτουργίας της επιχείρησης (αποφάσεις Novácke chemické závody κατά Επιτροπής, σκέψη 74 ανωτέρω, σκέψη 189, και Ecka Granulate και non ferrum Metallpulver κατά Επιτροπής, σκέψη 139 ανωτέρω, σκέψη 97).

289    Ως εκ τούτου, η παράγραφος 35 των κατευθυντήριων γραμμών έχει την έννοια, ιδιαίτερα υπό το πρίσμα της παραπομπής στην ολική απώλεια της αξίας του ενεργητικού της οικείας εταιρίας, ότι αφορά την κατάσταση κατά την οποία είναι απίθανη, αν όχι αδύνατη, η κατά την προηγούμενη σκέψη εξαγορά της επιχείρησης, ή τουλάχιστον των στοιχείων του ενεργητικού της. Σε μια τέτοια περίπτωση, τα στοιχεία που συνιστούν το ενεργητικό της πτωχεύσασας επιχείρησης προσφέρονται προς πώληση ένα προς ένα και είναι πολύ πιθανό ότι δεν θα ευρεθεί ενδιαφερόμενος αγοραστής ή ότι, στην καλύτερη περίπτωση, θα πωληθούν σε κατά πολύ μειωμένη τιμή, οπότε είναι θεμιτό να γίνεται λόγος, όπως στην παράγραφο 35 των κατευθυντήριων γραμμών, για ολική απώλεια της αξίας τους (αποφάσεις Novácke chemické závody κατά Επιτροπής, σκέψη 74 ανωτέρω, σκέψη 190, και Ecka Granulate και non ferrum Metallpulver κατά Επιτροπής, σκέψη 139 ανωτέρω, σκέψη 98).

290    Εκτός αυτού, υπενθυμίζεται ότι η εφαρμογή της εν λόγω παραγράφου των κατευθυντήριων γραμμών απαιτεί επίσης, σύμφωνα με το γράμμα της, την ύπαρξη «συγκεκριμένου κοινωνικού και οικονομικού πλαισίου». Κατά τη νομολογία, το πλαίσιο αυτό μπορεί να το διαμορφώνουν οι συνέπειες που θα μπορούσε να έχει η πληρωμή του προστίμου, ιδίως δε όσον αφορά την αύξηση της ανεργίας ή την επιδείνωση των οικονομικών κλάδων από τους οποίους προμηθεύεται και τους οποίους προμηθεύει η σχετική επιχείρηση (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 2006, C‑308/04 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑5977, σκέψη 106, και απόφαση Novácke chemické závody κατά Επιτροπής, σκέψη 74 ανωτέρω, σκέψη 192).

291    Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 289 και 290 είναι όντως δυνατόν να υποστηριχθεί ότι η επιβολή προστίμου που θα μπορούσε να προκαλέσει την εξαφάνιση της ενδιαφερόμενης επιχείρησης είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας την οποία οφείλει πάντοτε να τηρεί η Επιτροπή όταν αποφασίζει να επιβάλει πρόστιμα δυνάμει του δικαίου του ανταγωνισμού (αποφάσεις Novácke chemické závody κατά Επιτροπής, σκέψη 74 ανωτέρω, σκέψη 193, και Ecka Granulate και non ferrum Metallpulver κατά Επιτροπής, σκέψη 139 ανωτέρω, σκέψη 100).

292    Εξάλλου, όσον αφορά τις αναφορές της Επιτροπής, στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας της, στην ευρεία διακριτική ευχέρεια που διαθέτει σύμφωνα με την παράγραφο 35 των κατευθυντήριων γραμμών, επισημαίνεται, αφενός, ότι δεν πρέπει να αποδίδεται υπερβολική σημασία στο γεγονός ότι στην εν λόγω παράγραφο χρησιμοποιείται η λέξη «δύναται», αντί της λέξεως «πρέπει». Η χρήση της λέξεως αυτής δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή μπορεί αυθαίρετα να αρνείται τη μείωση του προστίμου εφόσον συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις της παραγράφου αυτής και η μείωση είναι συμβατή με τις γενικές αρχές του δικαίου οι οποίες διέπουν τον καθορισμό του προστίμου. Αποτελεί, μάλλον, μια επιπλέον ένδειξη της ευχέρειας που πρέπει να διαθέτει η Επιτροπή όταν θεσπίζει ενδεικτικούς κανόνες όπως οι κατευθυντήριες γραμμές (απόφαση Ecka Granulate και non ferrum Metallpulver κατά Επιτροπής, σκέψη 139 ανωτέρω, σκέψη 48).

293    Αφετέρου, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, ασκώντας την πλήρη δικαιοδοσία του (βλ. σκέψη 58 ανωτέρω), δύναται να υποκαταστήσει την εκτίμηση της Επιτροπής, προβαίνοντας σε δική του εκτίμηση, και ως προς το ζήτημα εάν η προσφεύγουσα πρέπει να τύχει μειώσεως του προστίμου δυνάμει της παραγράφου 35 των κατευθυντήριων γραμμών.

294    Πρέπει, συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη όλων των προηγούμενων επισημάνσεων, να εξεταστεί εάν, όπως προβάλλει η προσφεύγουσα, η επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ενώπιον της Επιτροπής δικαιολογούσε μείωση του προστίμου δυνάμει της εν λόγω παραγράφου.

 Επί της εφαρμογής της παραγράφου 35 των κατευθυντήριων γραμμών

295    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι ο όμιλος επιχειρήσεων στον οποίον ανήκει βρίσκεται συνολικά σε ιδιαίτερα δυσχερή κατάσταση. Τούτο αποτυπώνεται στο αποτέλεσμα των συνήθων δραστηριοτήτων της, το οποίο παρουσίασε καθαρή μείωση, από τα 7,016 εκατομμύρια ευρώ το 2007 σε μόλις 1,686 εκατομμύρια ευρώ το 2008. Το ενοποιημένο αποτέλεσμα του ομίλου της προσφεύγουσας επίσης παρουσιάζει σαφή επιδείνωση, δεδομένου ότι η ζημία που καταγράφεται στον ισολογισμό της χρήσεως από 30 Σεπτεμβρίου 2007 έως 30 Σεπτεμβρίου 2008 υπερβαίνει τα 2 εκατομμύρια ευρώ. Εξάλλου, το καθαρό χρέος του ομίλου της προσφεύγουσας αυξήθηκε από τα 14,2 εκατομμύρια ευρώ για τη χρήση του 2005 σε 30,4 εκατομμύρια ευρώ για τη χρήση του 2008. Προβάλλει, ακόμη, ότι ο κλάδος της επιχειρήσεώς της που δραστηριοποιείται στην παραγωγή ανθρακασβεστίου είναι από ετών ελλειμματικός. Οι συσσωρευμένες ζημίες μεταξύ 1999 και 2006 ανέρχονται σε 15,94 εκατομμύρια ευρώ.

296    Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει, περαιτέρω, ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, είχε επισημάνει το γεγονός ότι το υδροηλεκτρικό εργοστάσιο που έχει στην κυριότητά της στο Wiesberg (Αυστρία) καταστράφηκε ολοσχερώς το 2005 εξαιτίας πλημμύρας. Η λειτουργία των εγκαταστάσεών της παραγωγής ανθρακασβεστίου στο Landeck (Αυστρία) εξαρτάται από την ηλεκτρική ενέργεια που παραγόταν στο εργοστάσιο του Wiesberg και η διάσωσή του κατέστη δυνατή χάρη στην οικονομική ενίσχυση των αυστριακών αρχών. Ωστόσο, η προσφεύγουσα έπρεπε να επωμιστεί τη δαπάνη ανακατασκευής του εν λόγω εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Λόγω της φυσικής αυτής καταστροφής, η προσφεύγουσα υπέστη το 2005 ζημία 20 εκατομμυρίων ευρώ περίπου, πράγμα που αποτυπώνεται στο αρνητικό οικονομικό αποτέλεσμα του εργοστασίου του Landeck, το οποίο ανήλθε σε —11,92 εκατομμύρια ευρώ, η ζημία δε αυτή εξακολουθεί να έχει επιπτώσεις στην οικονομική κατάσταση της προσφεύγουσας.

297    Επιπλέον, η προσφεύγουσα παρέθεσε αναλυτικά στοιχεία σχετικά με σημαντικά επενδυτικά έργα η κατασκευή των οποίων πρόκειται να καταστεί απαραίτητη σε διάφορες εγκαταστάσεις της επιχείρησης. Συνολικά, οι επενδύσεις που προβλέπονται για το εργοστάσιο του Landeck έως το 2016 αναμένεται να ανέλθουν σε 20,17 εκατομμύρια ευρώ και είναι απολύτως απαραίτητες για τη διατήρηση των εγκαταστάσεων αυτών και, μακροπρόθεσμα, των εκεί θέσεων εργασίας. Ελλείψει ιδίων κεφαλαίων της προσφεύγουσας, οι επενδύσεις αυτές πρόκειται να χρηματοδοτηθούν με δανεισμό. Η επιβολή του επίδικου προστίμου, για την καταβολή του οποίου η προσφεύγουσα επίσης χρειάζεται δάνεια, θα εμποδίσει την εξεύρεση των αναγκαίων πιστώσεων, θα επιδεινώσει την ήδη επισφαλή οικονομική κατάστασή της και θα αποδυναμώσει σε σημαντικό βαθμό τη θέση της στον ανταγωνισμό στις αγορές του ανθρακασβεστίου. Η επιβολή του προστίμου θα έχει ως αποτέλεσμα το κλείσιμο, εν μέρει ή εξ ολοκλήρου, σημαντικών εγκαταστάσεων παραγωγής της προσφεύγουσας και, συνεπώς, την απώλεια πολλών θέσεων εργασίας.

298    Η προσφεύγουσα αναφέρεται, ειδικότερα, στην κατάσταση του εργοστασίου του Landeck, από το οποίο εξαρτώνται απευθείας 70 θέσεις εργασίας, καθώς και, εμμέσως, πολλές άλλες. Προβάλλει ότι το 2006 διενήργησε συγκριτικό υπολογισμό των οικονομικών αποτελεσμάτων που θα επιτύγχανε εάν συνέχιζε τη δραστηριότητα του εν λόγω εργοστασίου καθώς και σε περίπτωση παύσεως της λειτουργίας του και πωλήσεως σε τρίτους της παραγόμενης στον σταθμό του Wiesberg ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία κανονικά προορίζεται για το εργοστάσιο του Landeck. Από τον υπολογισμό αυτόν προέκυψε ότι η συνέχιση της δραστηριότητας του εργοστασίου θα συνεπαγόταν ζημίες 513 000 ευρώ, ενώ σε περίπτωση παύσεως της λειτουργίας και πωλήσεως της ηλεκτρικής ενέργειας σε τρίτους η προσφεύγουσα θα πραγματοποιούσε κέρδη 773 000 ευρώ. Ωστόσο, έχοντας επίγνωση της κοινωνικής ευθύνης της, δεν σκόπευε να κλείσει το εργοστάσιο του Landeck. Ωστόσο, η επιβολή του προστίμου θα καθιστούσε παντελώς ασύμφορη την παραγωγή ανθρακασβεστίου στο εργοστάσιο του Landeck και θα είχε ως συνέπεια την παύση της λειτουργίας του.

299    Έναντι των επιχειρημάτων αυτών της προσφεύγουσας, υπενθυμίζεται ότι, με την απόφαση Ecka Granulate και non ferrum Metallpulver κατά Επιτροπής, σκέψη 139 ανωτέρω (σκέψη 112), το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, για την εφαρμογή της παραγράφου 35 των κατευθυντήριων γραμμών, δεν αρκεί να αποδειχθεί ότι η επιβολή του προστίμου θα έχει ως συνέπεια την πτώχευση της οικείας επιχείρησης. Κατά το γράμμα της εν λόγω παραγράφου 35, πρέπει να υπάρχουν «αντικειμενικ[ές] αποδείξε[ις] ότι η επιβολή του προστίμου […] θα έθετε ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα της εμπλεκόμενης επιχείρησης και θα οδηγούσε στην απώλεια της αξίας στοιχείων του ενεργητικού της», πράγμα το οποίο δεν ισχύει οπωσδήποτε σε περίπτωση πτωχεύσεως της εταιρίας που εκμεταλλεύεται την εν λόγω επιχείρηση. Επομένως, η επίκληση της παραγράφου αυτής των κατευθυντήριων γραμμών είναι λυσιτελής μόνον εάν ο προσφεύγων αποδείξει με αντικειμενικά στοιχεία ότι συντρέχουν οι κίνδυνοι που αποτελούν ουσιώδεις προϋποθέσεις για την εφαρμογή της προαναφερθείσας παραγράφου.

300    Ωστόσο, εν προκειμένω διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα ούτε ισχυρίστηκε ούτε απέδειξε, ότι η επιβολή του επίδικου προστίμου θα οδηγούσε στην πτώχευσή της. Επίσης, δεν απέδειξε και δεν ισχυρίστηκε καν ότι η πτώχευσή της θα συνεπαγόταν απώλεια της αξίας στοιχείων του ενεργητικού της, όπως απαιτείται κατά την παράγραφο 35 των κατευθυντήριων γραμμών.

301    Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, τα οποία παρατίθενται συνοπτικά στη σκέψη 295 ανωτέρω, το αποτέλεσμα της συνήθους δραστηριότητάς της, μολονότι μειώθηκε, παρέμεινε ωστόσο θετικό κατά τη χρήση 2008. Με άλλα λόγια, η προσφεύγουσα πραγματοποίησε κέρδη και όχι ζημίες. Όσον αφορά το ενοποιημένο αρνητικό αποτέλεσμα τόσο του 2007 όσο και του 2008 και ανεξαρτήτως του αν αυτά πρέπει να συνεκτιμηθούν στο πλαίσιο της εφαρμογής της παραγράφου 35 των κατευθυντήριων γραμμών, καθώς δεν αφορούν μόνο το νομικό πρόσωπο της προσφεύγουσας, αλλά και άλλα νομικά πρόσωπα του ομίλου της, για τα οποία δεν έχει διευκρινιστεί εάν συναποτελούν με την προσφεύγουσα ενιαία οικονομική οντότητα, από τη σύγκριση των αποτελεσμάτων των δύο αυτών χρήσεων την οποία η προσφεύγουσα παραθέτει συνημμένη στην προσφυγή της, προκύπτει ότι το κεφάλαιο του ομίλου της προσφεύγουσας παραμένει άθικτο, παρά τις ζημίες, δεδομένου ότι τα αποθεματικά ήταν υπεραρκετά για την κάλυψή τους. Εξάλλου, στο ίδιο έγγραφο αναφέρεται ότι το 2008 η κατάσταση παρουσίασε ελαφρά βελτίωση, καθώς η καταγεγραμμένη στον ισολογισμό ζημία μειώθηκε από 2,63 εκατομμύρια ευρώ σε 2,17 εκατομμύρια ευρώ περίπου.

302    Όσον αφορά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με τον ελλειμματικό κλάδο παραγωγής ανθρακασβεστίου, την καταστροφή του υδροηλεκτρικού σταθμού του Wiesberg και την κατάσταση του εργοστασίου του Landeck, η προσφεύγουσα δεν διευκρινίζει ποια σημασία έχουν για την εφαρμογή της παραγράφου 35 των κατευθυντήριων γραμμών. Η παράγραφος αυτή αναφέρεται στη δυνατότητα καταβολής του προστίμου από την επιχείρηση συνολικά και όχι από ορισμένους μόνο κλάδους της. Η προσφεύγουσα, πάντως, δεν ισχυρίστηκε ότι οι οικονομικές δυσχέρειες του εργοστασίου του Landeck μπορούν να την οδηγήσουν σε πτώχευση. Σημειωτέον, εξάλλου, ότι δεν υπάρχει καμία εξασφάλιση ότι, ακόμη και αν μειωθεί το πρόστιμο, η προσφεύγουσα δεν θα παύσει τη λειτουργία του εργοστασίου του Landeck, δεδομένου μάλιστα ότι, όπως ανέφερε η ίδια, σε μια τέτοια περίπτωση θα αποκόμιζε κέρδη.

303    Τέλος, η ίδια η προσφεύγουσα αναφέρει ότι ο υδροηλεκτρικός σταθμός του Wiesberg, που καταστράφηκε το 2005, στο μεταξύ επισκευάστηκε χάρη στην οικονομική υποστήριξη των αυστριακών αρχών. Δεν μπορεί, συναφώς, να θεωρηθεί εσφαλμένη η διαπίστωση της Επιτροπής, στην αιτιολογική σκέψη 374 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το γεγονός αυτό δεν μπορούσε πλέον να θέσει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα της προσφεύγουσας.

304    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει η Επιτροπή απέρριψε ορθώς και χωρίς να παραβεί την παράγραφο 35 των κατευθυντήριων γραμμών, το αίτημα της προσφεύγουσας για μείωση του προστίμου. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να επίσης να εξεταστεί εάν η μείωση αυτή θα μπορούσε να δικαιολογηθεί βάσει της παραγράφου 37 των κατευθυντήριων γραμμών, την οποία επίσης επικαλείται η προσφεύγουσα με τα επιχειρήματά της.

 Επί της εφαρμογής της παραγράφου 37 των κατευθυντήριων γραμμών

305    Βάσει των επιχειρημάτων που παρατίθενται συνοπτικά στις σκέψεις 296 έως 298 ανωτέρω, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή έπρεπε τουλάχιστον να μειώσει το πρόστιμο ως προς αυτήν, βάσει της παραγράφου 37 των κατευθυντήριων γραμμών, λόγω «ιδιαιτεροτήτων» που παρουσιάζει η περίπτωση της προσφεύγουσας, όπως έπραξε για την Almamet. Στο ίδιο πλαίσιο, η προσφεύγουσα επαναλαμβάνει, εξάλλου, τα επιχειρήματα σχετικά με παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, η οποία συνίσταται στο γεγονός ότι δεν μειώθηκε το πρόστιμο που της επιβλήθηκε, ενώ μειώθηκε αυτό που επιβλήθηκε στην Almamet. Ωστόσο, τα επιχειρήματα αυτά είναι απορριπτέα, για τους λόγους που παρατίθενται στις σκέψεις 261 έως 281 ανωτέρω.

306    Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι οι κατευθυντήριες γραμμές περιέχουν κανόνα συμπεριφοράς που υποδεικνύει την ακολουθητέα πρακτική, από την οποία η διοίκηση δεν μπορεί να παρεκκλίνει σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να προσδιορίσει τους σχετικούς λόγους, οι οποίοι πρέπει να συμβιβάζονται με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Μαΐου 2006, C‑397/03 P, Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑4429, σκέψη 91, και KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 58 ανωτέρω, σκέψη 127). Συνεπώς, δεν αποκλείεται, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, η Επιτροπή να υποχρεωθεί να αποκλίνει από τις κατευθυντήριες γραμμές που έχει θεσπίσει, υπό την προϋπόθεση ότι θα προβάλει λόγους συμβατούς με τις γενικές αρχές του δικαίου, τις οποίες οφείλει να τηρεί κατά τον καθορισμό του προστίμου, περιλαμβανομένης, μεταξύ άλλων, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως (απόφαση Ecka Granulate και non ferrum Metallpulver κατά Επιτροπής, σκέψη 139 ανωτέρω, σκέψη 42).

307    Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ιεραρχία των κανόνων, ένα θεσμικό όργανο της Ένωσης δεν μπορεί, με απλό εσωτερικό κανόνα συμπεριφοράς που έχει το ίδιο θεσπίσει, να παραιτηθεί πλήρως από την άσκηση της εξουσίας που του παρέχει διάταξη όπως εν προκειμένω το άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003 (βλ. απόφαση Ecka Granulate και non ferrum Metallpulver κατά Επιτροπής, σκέψη 139 ανωτέρω, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

308    Υπενθυμίζεται, ακόμη, ότι, για τον καθορισμό των προστίμων που επιβάλλονται για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, η Επιτροπή υποχρεούται να τηρεί, μεταξύ άλλων, την αρχή της αναλογικότητας. Πάντως, εάν οι κατευθυντήριες γραμμές για τον καθορισμό των προστίμων δεν παρείχαν στην Επιτροπή καμία ευελιξία όσον αφορά την επιλογή του κατάλληλου για κάθε περίπτωση ποσού, δεν θα ήταν συμβατές με την αρχή της αναλογικότητας, στον βαθμό που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην επιβολή είτε προστίμων που υπερβαίνουν κατά το πολύ το πρόσφορο και αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού είτε, αντιστρόφως, προστίμων των οποίων το ύψος είναι προδήλως ανεπαρκές προς τούτο (απόφαση Ecka Granulate και non ferrum Metallpulver κατά Επιτροπής, σκέψη 139 ανωτέρω, σκέψη 45).

309    Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή καλώς διατήρησε, με την παράγραφο 37 των κατευθυντήριων γραμμών, την ευχέρεια να αποκλίνει από τη μέθοδο που προβλέπεται σε αυτές για τον καθορισμό του προστίμου και, κατά συνέπεια, να καθορίζει σε μια συγκεκριμένη περίπτωση πρόστιμο διαφορετικό από αυτό που θα προέκυπτε από την εφαρμογή της εν λόγω μεθόδου, εφόσον τούτο επιβάλλεται από τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Πάντως, το πρόστιμο αυτό μπορεί να είναι είτε υψηλότερο είτε χαμηλότερο από αυτό που προκύπτει βάσει της μεθόδου που προβλέπεται από τις κατευθυντήριες γραμμές.

310    Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο, το οποίο έχει πλήρη δικαιοδοσία ως προς το ζήτημα αυτό, οπότε μπορεί να υποκαταστήσει την εκτίμηση της Επιτροπής, και, επιπλέον, δεν δεσμεύεται από τις κατευθυντήριες γραμμές, αλλά μπορεί να αποκλίνει από αυτές, αιτιολογώντας συναφώς την απόφασή του (βλ. σκέψη 60 ανωτέρω), έχει την εξουσία να επιβάλει πρόστιμο χαμηλότερο από αυτό που θα προέκυπτε κατ’ εφαρμογήν των κατευθυντήριων γραμμών, εφόσον τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί. Απόκειται, πάντως, στον προσφεύγοντα να προβάλει λόγους ικανούς να δικαιολογήσουν τη μείωση του προστίμου και να προσκομίσει τα κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη των λόγων αυτών (βλ., συναφώς, απόφαση KME Germany κ.λπ., σκέψη 58 ανωτέρω, σκέψη 131).

311    Εν προκειμένω, πάντως, κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν δικαιολογεί παρέμβαση του Γενικού Δικαστηρίου προς μείωση του προστίμου. Οι οικονομικές δυσχέρειες που επικαλείται η προσφεύγουσα, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι υφίστανται, δεν αποδεικνύουν, όπως προαναφέρθηκε, ότι αντιμετωπίζει τον κίνδυνο πτωχεύσεως ή τον κίνδυνο ολικής απώλειας της αξίας των ενεργητικού της. Λαμβανομένης επίσης υπόψη της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 285 και 286 ανωτέρω, οι εν λόγω οικονομικές δυσχέρειες δεν δικαιολογούν τη μείωση του προστίμου από το Γενικό Δικαστήριο κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του.

312    Όσον αφορά τα λοιπά επιχειρήματα της προσφεύγουσας, σχετικά με τις δυσχέρειες του εργοστασίου του Landeck, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε τη σχέση μεταξύ της ζητούμενης μειώσεως του προστίμου και της βιωσιμότητας του συγκεκριμένου εργοστασίου και των εξαρτώμενων από αυτό θέσεων εργασίας. Όπως προαναφέρθηκε, τίποτα δεν εμποδίζει την προσφεύγουσα να αποφασίσει ανά πάσα στιγμή την παύση της δραστηριότητας του εν λόγω εργοστασίου, ακόμη και αν μειωνόταν το πρόστιμο που της επιβλήθηκε. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ούτε τα επιχειρήματα αυτά δικαιολογούν τη μείωση του προστίμου από το Γενικό Δικαστήριο κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του.

313    Δεδομένης της απορρίψεως όλων των επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, πρέπει ο λόγος αυτός να απορριφθεί και να γίνει δεκτό ότι δεν δικαιολογείται, στο πλαίσιο αυτό, να προβεί το Γενικό Δικαστήριο, ασκώντας την πλήρη δικαιοδοσία του, σε περαιτέρω μείωση του επιβληθέντος στην προσφεύγουσα προστίμου.

314    Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να ακυρωθεί το άρθρο 2, στοιχείο γ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά το μέρος που η Επιτροπή ορίζει το ύψος του προστίμου με συντελεστή μειώσεως 35 %, να μειωθεί το επιβληθέν στην προσφεύγουσα πρόστιμο σε 4,35 εκατομμύρια ευρώ, ποσό το οποίο το Γενικό Δικαστήριο, ασκώντας την πλήρη δικαιοδοσία του, κρίνει εύλογο δεδομένων των περιστάσεων της υποθέσεως και, ιδίως, των περιστάσεων που σχετίζονται με τη διαπιστωθείσα από την Επιτροπή σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως, καθώς και των πόρων που διαθέτει η προσφεύγουσα, και να απορριφθεί η προσφυγή κατά τα λοιπά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

315    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων.

316    Επειδή η προσφυγή έγινε μερικώς μόνο δεκτή, το Γενικό Δικαστήριο, κατά δίκαιη κρίση των περιστάσεων της υποθέσεως, αποφασίζει ότι η προσφεύγουσα φέρει κατά 90 % τα δικαστικά έξοδά της καθώς και κατά 90 % τα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής. Η Επιτροπή φέρει το 10 % των εξόδων της και το 10 % των δικαστικών εξόδων της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην Donau Chemie AG βάσει του άρθρου 2, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως C(2009) 5791 τελικό της Επιτροπής, της 22ας Ιουλίου 2009, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/39.396 − Αντιδραστήρια με βάση ανθρακασβέστιο και μαγνήσιο για τη χαλυβουργία και τη βιομηχανία φυσικού αερίου), ορίζεται σε 4,35 εκατομμύρια ευρώ.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Η Donau Chemie φέρει κατά 90 % τα δικαστικά έξοδά της καθώς και κατά 90 % τα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η Επιτροπή φέρει το 10 % των δικαστικών εξόδων της και το 10 % των εξόδων της Donau Chemie.

Czúcz

Labucka

Γρατσίας

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Μαΐου 2014.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με εσφαλμένο καθορισμό
του βασικού ποσού του προστίμου

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Επί του πρώτου σκέλους, σχετικά με εσφαλμένη εκτίμηση του συνολικού μεριδίου αγοράς των μετεχόντων στη σύμπραξη, λόγω εσφαλμένου προσδιορισμού των οικείων αγορών

Επί του δεύτερου σκέλους, σχετικά με παράλειψη της Επιτροπήςνα συνεκτιμήσει την απουσία επιπτώσεων της παραβάσεως στην αγορά

Επί του τρίτου σκέλους, σχετικά με εσφαλμένη εκτίμηση του οικονομικού μεγέθους της οικείας αγοράς

Επί του τέταρτου σκέλους, σχετικά με εσφαλμένη εκτίμηση του ειδικού βάρους της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση

Επί του έβδομου σκέλους, σχετικά με παράλειψη της Επιτροπής να λάβει υπόψη της το γεγονός ότι η προσφεύγουσα μετείχε σε ορισμένες μόνον πτυχές της παραβάσεως

Επί του έκτου σκέλους, σχετικά με πλάνη περί το δίκαιο και παράβασητης υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσον αφορά τον καθορισμό του «τέλους εισόδου»

Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την παράνομη παράλειψητης Επιτροπής να συνεκτιμήσει ελαφρυντικές για την προσφεύγουσα περιστάσεις

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

Επί του πρώτου σκέλους, σχετικά με μη εφαρμογή των επίμαχων συμφωνιών, μη πλουτισμό της προσφεύγουσας και το γεγονός ότι δεν προκλήθηκε ζημία στους καταναλωτές

Επί του δεύτερου σκέλους, σχετικά με παράλειψη συνεκτιμήσεωςτης αποτελεσματικής συνεργασίας της προσφεύγουσας

Επί του τρίτου σκέλους, σχετικά με παράλειψη συνεκτιμήσεως της ομολογίας και της μεταμέλειας της προσφεύγουσας

Επί του τέταρτου σκέλους, σχετικά με παράλειψη συνεκτιμήσεως των μέτρων συμμορφώσεως που θέσπισε η προσφεύγουσα

Επί του πέμπτου σκέλους, σχετικά με παράλειψη συνεκτιμήσεως της κρίσιμης καταστάσεως στην οποία βρίσκεται ο κλάδος της παραγωγής ανθρακασβεστίου και η ίδια η προσφεύγουσα

Επί του τρίτου λόγου, σχετικά με παράβαση της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2002

Ανακοίνωση περί επιείκειας του 2002

Προσβαλλόμενη απόφαση

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Επί του χρονικού σημείου της γνωστοποιήσεως των αποδεικτικών στοιχείων από την προσφεύγουσα στην Επιτροπή

Επί της πρόσθετης αποδεικτικής αξίας των στοιχείων που προσκόμισεη προσφεύγουσα όσον αφορά τους κόκκους ανθρακασβεστίου

Επί της πρόσθετης αποδεικτικής αξίας των στοιχείων που προσκόμισε προσφεύγουσα όσον αφορά τη σκόνη ανθρακασβεστίου

Επί της πρόσθετης αποδεικτικής αξίας των στοιχείων που προσκόμισεη προσφεύγουσα σχετικά με τους κόκκους μαγνησίου

Εκτίμηση του εύλογου χαρακτήρα του ποσοστού μειώσεως του προστίμουως προς την προσφεύγουσα

Επί της συνεκτιμήσεως της συνεργασίας της προσφεύγουσας ως ελαφρυντικής περιστάσεως

Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας

Επί της πρώτης αιτιάσεως, σχετικά με παράλειψη διαφοροποιήσεωςτου προστίμου ανάλογα με το μέγεθος των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και τουκύκλου εργασιών τους, τόσο του συνολικού όσο και αυτού που έχουν πραγματοποιήσει στις αγορές τις οποίες αφορά η παράβαση

Επί της δεύτερης αιτιάσεως, περί ευνοϊκής μεταχειρίσεως της Almamet

Επί του πέμπτου λόγου, σχετικά με παράνομη παράλειψη της Επιτροπήςνα μειώσει το πρόστιμο λόγω περιορισμένης οικονομικής δυνατότητας και λόγωτης συνδρομής ιδιαίτερων περιστάσεων

Κατευθυντήριες γραμμές

Η προσβαλλόμενη απόφαση

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί της παραγράφου 35 των κατευθυντήριων γραμμών

Επί της εφαρμογής της παραγράφου 35 των κατευθυντήριων γραμμών

Επί της εφαρμογής της παραγράφου 37 των κατευθυντήριων γραμμών

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.