Language of document :

Προσφυγή της 9ης Οκτωβρίου 2009 - Neubrandenburger Wohnungsgesellschaft κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-407/09)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Neubrandenburger Wohnungsgesellschaft mbH (Neubrandenburg, Γερμανία) (εκπρόσωποι: Núñez Müller και J. Dammann, δικηγόροι)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής (D/53320) της 29ης Ιουλίου 2009·

επικουρικώς, να αναγνωρίσει ότι η Επιτροπή, κατά παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει από το άρθρο 88 ΕΚ και τον κανονισμό (ΕΚ) 659/1999, παρέλειψε να κινήσει την τυπική διαδικασία εξέτασης, σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η προσφεύγουσα βάλλει κατά της αποφάσεως της Επιτροπής D/53320, της 29ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τη διαδικασία CP 141/2007 - Γερμανία, δυνητικές ενισχύσεις που αφορούν την ιδιωτικοποίηση κατοικιών στο Neubrandenburg. Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή διατυπώνει προσωρινώς την άποψη ότι οι συμβάσεις τις οποίες συνήψε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της ιδιωτικοποιήσεως δημοσίων κατοικιών στο Neubrandenburg και οι οποίες απετέλεσαν αντικείμενο προσφυγής που άσκησε η προσφεύγουσα, δεν περιλαμβάνουν κρατικές ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

Επικουρικώς, η προσφεύγουσα ζητεί να αναγνωρισθεί ότι η Επιτροπή παρέλειψε, παραβαίνοντας τις υποχρεώσεις της, να κινήσει την τυπική διαδικασία εξέτασης του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ.

Προς θεμελίωση της προσφυγής περί ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους.

Πρώτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να κηρυχθεί άκυρη, διότι η Επιτροπή παρέλειψε να κινήσει την τυπική διαδικασία εξέτασης του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, παρ' όλον ότι, κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής φάσεως της εξέτασης που άρχισε κατόπιν της προσφυγής της προσφεύγουσας, προσέκρουσε σε σοβαρές δυσχέρειες κατά την εκτίμηση του συμβατού των επίδικων μέτρων με την κοινή αγορά. Σύμφωνα με τον δεύτερο λόγο προσφυγής, η Επιτροπής παρέβη το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, διαπιστώνοντας ότι οι επίδικες συμβάσεις δεν περιείχαν κρατικές ενισχύσεις. Η Επιτροπή έκανε επίσης κατάχρηση της διακριτικής της εξουσίας. Τέλος, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ανεπαρκώς αιτιολογηθεί κατά παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ.

Προς θεμελίωση της επικουρικώς ασκηθείσας προσφυγής επί παραλείψει, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους.

Πρώτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται στο πλαίσιο αυτό ότι η Επιτροπή, αν και η προσφεύγουσα την κάλεσε σύμφωνα με τον τύπο κατά το άρθρο 232, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, δεν ενήργησε, παρ' όλον ότι αυτή, λόγω των δυσχερειών που ανέκυψαν στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξετάσεως κατά την εκτίμηση των επίδικων συμβάσεων, ήταν υποχρεωμένη να κινήσει την τυπική διαδικασία εξέτασης του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Δεύτερον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι αυτή, παραλείποντας να κινήσει τη διαδικασία, επί πλέον, παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 1, δεδομένου ότι, στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης, είχε λόγους για να αμφιβάλει ως προς το συμβατό των επίδικων συμβάσεων με την κοινή αγορά. Τρίτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παρέβη την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών δικαστηρίων στον τομέα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, η οποία προβλέπεται από τα άρθρα 87 και 88 ΕΚ, διότι κίνησε μεν τη διαδικασία εξέτασης πλην όμως την ανέβαλε μέχρι να τερματιστεί η εκκρεμής ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου παράλληλη δίκη μεταξύ της προσφεύγουσας και των ευνοουμένων από τις ενισχύσεις.

____________

1 - Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (ΕΕ L 83, σ. 1).