Language of document : ECLI:EU:C:2023:633

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 7ης Σεπτεμβρίου 2023 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 – Αναγνώριση και εκτέλεση σε ένα κράτος μέλος αποφάσεων προερχόμενων από άλλο κράτος μέλος – Άρθρο 34 – Λόγοι απόρριψης της αίτησης – Προσβολή της δημόσιας τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της εθνικής δημόσιας τάξης – Έννοια της “δημόσιας τάξης” – Αμοιβαία εμπιστοσύνη – “‘Οιονεί’ αντιαγωγική διαταγή” – Αποφάσεις που εμποδίζουν την άσκηση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας ή τη συνέχιση δικών που εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους»

Στην υπόθεση C‑590/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε ο Άρειος Πάγος (Ελλάδα) με απόφαση της 25ης Ιουνίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Σεπτεμβρίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

Charles Taylor Adjusting Ltd,

FD

κατά

Starlight Shipping Co.,

Overseas Marine Enterprises Inc.,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Jürimäe, πρόεδρο τμήματος, M. Safjan, N. Piçarra, N. Jääskinen (εισηγητή) και M. Gavalec, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Charles Taylor Adjusting Ltd και ο FD, εκπροσωπούμενοι από τον S. Cogley, advocate, καθώς και από τους Α. Νασίκα, Γ. Ορφανίδη και Κ. Σωτηριάδη, δικηγόρους,

–        οι Overseas Marine Enterprises Inc. και Starlight Shipping Co., εκπροσωπούμενες από τον Κ. Γεωργόπουλο, δικηγόρο,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη Z. Χατζηπαύλου, τον Κ. Γεωργιάδη και τη Λ. Κοτρώνη,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. J. Ruiz Sánchez,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους Θ. Αδαμόπουλο και S. Noë,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Μαρτίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 34, σημείο 1, και του άρθρου 45, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των Charles Taylor Adjusting Ltd (στο εξής: Charles Taylor) και FD, αντιπροσώπων των ασφαλιστών του πλοίου με το όνομα Αλέξανδρος Τ., και, αφετέρου, της Starlight Shipping Co. (στο εξής: Starlight), πλοιοκτήτριας του πλοίου αυτού, και της Overseas Marine Enterprises Inc. (στο εξής: OME), διαχειρίστριας του ίδιου πλοίου, με αντικείμενο την αναγνώριση και την εκτέλεση στην Ελλάδα μίας αποφάσεως και δύο διαταγών του High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Commercial Court) [ανώτερου δικαστηρίου (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα αστικών, εμπορικών και διοικητικών διαφορών (εμπορικές διαφορές), Ηνωμένο Βασίλειο] (στο εξής: απόφαση και διαταγές του High Court).

 Το νομικό πλαίσιο

 Ο κανονισμός 44/2001

3        Το άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, ο οποίος έχει εφαρμογή ratione temporis στη διαφορά της κύριας δίκης, όριζε τα εξής:

«Απόφαση δεν αναγνωρίζεται:

1)      αν η αναγνώριση αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως».

4        Το άρθρο 45, παράγραφος 1, του κανονισμού είχε ως εξής:

«Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου ασκήθηκε το ένδικο μέσο δυνάμει των άρθρων 43 ή 44 δύναται να απορρίψει ή να ανακαλέσει την κήρυξη της εκτελεστότητας μόνον εφόσον συντρέχει λόγος από τους οριζόμενους στα άρθρα 34 και 35. Αποφασίζει αμελλητί.»

 Η συμφωνία αποχώρησης

5        Η συμφωνία για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΕ 2020, L 29, σ. 7, στο εξής: συμφωνία αποχώρησης) συνήφθη στις 17 Οκτωβρίου 2019 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 2020.

6        Το άρθρο 67 της ως άνω συμφωνίας, το οποίο επιγράφεται «Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, και σχετική συνεργασία μεταξύ κεντρικών αρχών», προβλέπει στην παράγραφο 2, στοιχείο αʹ, τα εξής:

«Στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και στα κράτη μέλη σε περιπτώσεις στις οποίες εμπλέκεται το Ηνωμένο Βασίλειο, οι ακόλουθες πράξεις ή διατάξεις εφαρμόζονται ως εξής σε σχέση με την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, δημόσιων εγγράφων, δικαστικών συμβιβασμών και συμφωνιών:

α)      ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1)] εφαρμόζεται στην αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων οι οποίες εκδίδονται σε σχέση με αγωγές που ασκήθηκαν πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου [...]».

7        Το άρθρο 126 της συμφωνίας αποχώρησης προβλέπει μεταβατική περίοδο η οποία αρχίζει από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας και λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2020, κατά τη διάρκεια της οποίας, σύμφωνα με το άρθρο 127, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της ίδιας συμφωνίας, το δίκαιο της Ένωσης εφαρμόζεται για το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός αυτού, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στη συμφωνία αποχώρησης.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

8        Στις 3 Μαΐου 2006 το πλοίο Αλέξανδρος Τ. βυθίστηκε και απωλέσθηκε μαζί με το φορτίο του στα ανοικτά του κόλπου Port Elizabeth (Νότια Αφρική). Οι εταιρίες Starlight και OME, πλοιοκτήτρια και διαχειρίστρια του ως άνω πλοίου, αντιστοίχως, ζήτησαν από τους ασφαλιστές του πλοίου την καταβολή αποζημίωσης βάσει της ενδοσυμβατικής τους ευθύνης, λόγω επέλευσης του ασφαλιζόμενου κινδύνου.

9        Συνεπεία της αρνήσεως των ασφαλιστών να καταβάλουν την ασφαλιστική αποζημίωση, η Starlight, εντός του ίδιου έτους, άσκησε κατά των ασφαλιστών αγωγή στο Ηνωμένο Βασίλειο και προσέφυγε, κατά ενός εκ των ασφαλιστών, στη διαιτησία. Ενόσω εκκρεμούσε η δίκη επί της αγωγής και η διαιτητική διαδικασία, μεταξύ της Starlight, της OME και των ασφαλιστών του πλοίου καταρτίστηκαν συμφωνίες συμβιβασμού (στο εξής: συμφωνίες συμβιβασμού) με τις οποίες καταργήθηκαν οι μεταξύ τους δίκες. Ως εκ τούτου, οι ασφαλιστές κατέβαλαν, λόγω επέλευσης του ασφαλιζόμενου κινδύνου, εντός συμφωνηθέντος χρόνου, την αποζημίωση που προβλεπόταν από τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, προς πλήρη και ολοσχερή εξόφληση όλων των αξιώσεων σε σχέση με την απώλεια του πλοίου Αλέξανδρος Τ.

10      Οι συμφωνίες συμβιβασμού επικυρώθηκαν στις 14 Δεκεμβρίου 2007 και στις 7 Ιανουαρίου 2008 στο Ηνωμένο Βασίλειο από το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμούσε η εν λόγω αγωγή. Το δικαστήριο αυτό διέταξε την αναστολή κάθε περαιτέρω διαδικασίας επί της σχετικής δικογραφίας που είχε σχηματισθεί επί της αγωγής.

11      Μετά την κατάρτιση των συμφωνιών συμβιβασμού, η Starlight και η ΟΜΕ, καθώς και οι υπόλοιποι πλοιοκτήτες του πλοίου Αλέξανδρος Τ., και φυσικά πρόσωπα ως νόμιμοι εκπρόσωποί τους, άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ελλάδα), μεταξύ άλλων αγωγών τους, τις από 21 Απριλίου 2011 και από 13 Ιανουαρίου 2012 αγωγές τους, οι οποίες στρέφονταν, μεταξύ άλλων, κατά της Charles Taylor, εταιρίας νομικών και τεχνικών συμβούλων, χειριζόμενης τα σχετικά με την άμυνα των ασφαλιστών του εν λόγω πλοίου κατά των αξιώσεων της Starlight ενώπιον του δικαστηρίου για το οποίο έγινε λόγος στην προηγούμενη σκέψη, και κατά του FD, ως διευθυντή της Charles Taylor.

12      Με τις νέες αυτές αγωγές, η Starlight και η ΟΜΕ ζήτησαν την επιδίκαση αποζημίωσης για τις θετικές ζημίες και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που ισχυρίσθηκαν ότι υπέστησαν εξαιτίας ψευδών και συκοφαντικών ισχυρισμών σε βάρος τους, προερχόμενων από τους ασφαλιστές του πλοίου και τους αντιπροσώπους τους. Η Starlight και η ΟΜΕ υποστήριξαν ότι, ενόσω εκκρεμούσε η αρχική δίκη για την επιδίκαση της οφειλόμενης από τους ασφαλιστές αποζημίωσης και εξακολουθούσε να υφίσταται η άρνησή τους να καταβάλουν την ασφαλιστική αποζημίωση, οι προστηθέντες και αντιπρόσωποι των ασφαλιστών διέδωσαν, ενώπιον της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, ενυπόθηκης δανείστριας ενός εκ των πλοιοκτητών του πλοίου, καθώς και στην αγορά ασφαλίσεων, μεταξύ άλλων, τους ψευδείς ισχυρισμούς ότι η απώλεια του πλοίου Αλέξανδρος Τ. οφειλόταν στην ύπαρξη σοβαρών ελαττωμάτων του, που ήταν γνωστά στους πλοιοκτήτες.

13      Ενόσω εκκρεμούσαν οι δίκες επί των εν λόγω νέων αγωγών, οι ασφαλιστές του πλοίου και οι αντιπρόσωποί τους, μεταξύ των οποίων η Charles Taylor και ο FD, οι οποίοι ήταν εναγόμενοι στις ως άνω δίκες, ενήγαγαν τη Starlight και την ΟΜΕ ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων, ζητώντας να αναγνωριστεί ότι οι ασκηθείσες στην Ελλάδα νέες αυτές αγωγές συνιστούσαν παραβίαση των συμφωνιών συμβιβασμού και να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους περί «αναγνωριστικής θεραπείας και αποζημιώσεως».

14      Κατόπιν εξάντλησης όλων των ένδικων μέσων, επί των αγωγών κατά των Starlight και ΟΜΕ στο Ηνωμένο Βασίλειο εκδόθηκαν, στις 26 Σεπτεμβρίου 2014, η απόφαση και οι διαταγές του High Court. Κατά την απόφαση και τις διαταγές του High Court, οι οποίες στηρίχθηκαν στο περιεχόμενο των συμφωνιών συμβιβασμού, καθώς και στη ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας που όριζε ως αρμόδιο το δικαστήριο αυτό, επιδικάστηκαν στους αναιρεσείοντες της κύριας δίκης, αφενός, αποζημίωση σε σχέση με την κινηθείσα στην Ελλάδα δίκη και, αφετέρου, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν στην Αγγλία.

15      Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, Ναυτικό Τμήμα (Ελλάδα), έκανε δεκτή την από 7 Ιανουαρίου 2015 αίτηση της Charles Taylor και του FD να αναγνωριστούν η απόφαση και οι διαταγές του High Court και να κηρυχθούν εν μέρει εκτελεστές στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον κανονισμό 44/2001.

16      Στις 11 Σεπτεμβρίου 2015 η Starlight και η OME άσκησαν προσφυγή κατά της αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, Ναυτικό Τμήμα, ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, Ναυτικό Τμήμα (Ελλάδα).

17      Το δικαστήριο αυτό, με την από 1η Ιουλίου 2019 απόφασή του, έκανε δεκτή την προσφυγή με το σκεπτικό ότι οι αποφάσεις των οποίων ζητείται η αναγνώριση και η εκτέλεση περιέχουν «“οιονεί” αντιαγωγικές διαταγές» διά των οποίων τίθενται εμπόδια στην προσφυγή ενώπιον της Ελληνικής Δικαιοσύνης, κατά παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, καθώς και του άρθρου 8, παράγραφος 1, και του άρθρου 20 του Συντάγματος, τα οποία εντάσσονται στον «πυρήνα» της έννοιας της «δημοσίας τάξεως» στην Ελλάδα.

18      Η Charles Taylor και ο FD άσκησαν αναίρεση κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου (Ελλάδα), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου. Προβάλλουν ότι η απόφαση και οι διαταγές του High Court δεν αντίκεινται προδήλως στην εγχώρια και ενωσιακή δημόσια τάξη, μη παραβιάζουσες θεμελιώδεις αρχές αυτών. Υποστηρίζουν ότι διά της προσωρινής επιδίκασης σε αυτούς αποζημίωσης για τις νέες αγωγές που είχαν ασκηθεί στην Ελλάδα πριν από την υποβολή των σχετικών αιτήσεων ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων δεν απαγορεύεται η συνέχιση της πρόσβασης στα ελληνικά δικαστήρια και η παροχή δικαστικής προστασίας από αυτά. Συνεπώς, κατά την άποψή τους, εσφαλμένως κρίθηκε ότι η απόφαση και οι διαταγές του High Court είναι «αντιαγωγικές διαταγές».

19      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο Άρειος Πάγος αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Κατά την αληθή έννοια της πρόδηλης αντίθεσης στην ενωσιακή δημόσια τάξη κατ’ επέκταση δε και στην εγχώρια δημόσια τάξη, που αποτελεί λόγο μη αναγνώρισης και μη κηρύξεως εκτελεστότητας κατ’ άρθρα 34 [σημείο] 1 και 45 παρ. 1 του κανονισμού 44/2001, εμπίπτουν, πέραν των ρητών αντιαγωγικών διαταγών, που απαγορεύουν την έναρξη και συνέχιση δικών ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους, και αποφάσεις ή διαταγές δικαστηρίων κρατών μελών, που: i. δυσχεραίνουν και θέτουν εμπόδια στον προσφεύγοντα για την παροχή δικαστικής προστασίας από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους ή για τη συνέχιση δικών, που έχουν ήδη αρχίσει ενώπιον αυτού, και ii. είναι συμβατή με την ενωσιακή δημόσια τάξη η δι’ αυτού του τρόπου παρέμβαση στη δικαιοδοσία δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους για την εκδίκαση συγκεκριμένης διαφοράς, που έχει ήδη αχθεί ενώπιόν του και της οποίας έχει ήδη επιληφθεί; Ειδικότερα δε, αντιβαίνει στην ενωσιακή δημόσια τάξη, κατά την έννοια των άρθρων 34 [σημείο] 1 και 45 παρ. 1 του κανονισμού 44/2001, η αναγνώριση ή (και) η κήρυξη εκτελεστότητας απόφασης ή διαταγής δικαστηρίων κράτους μέλους, με τις οποίες επιδικάζεται προσωρινά και προκαταβολικά χρηματική αποζημίωση στους αιτούντες την αναγνώριση και κήρυξη της εκτελεστότητας για τις δαπάνες και έξοδα, που εκείνοι υφίστανται λόγω της έγερσης αγωγής ή τη[ς] συνέχιση[ς] δίκης ενώπιον του δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους, με τις αιτιολογίες ότι:

α)      κατόπιν έρευνας της αγωγής αυτής, η υπόθεση καλύπτεται από συμβιβασμό, που καταρτίσθηκε νομοτύπως και επικυρώθηκε από δικαστήριο του κράτους μέλους, το οποίο εκδίδει την απόφαση (ή) και διαταγή και

β)      ότι το δικαστήριο του άλλου κράτους μέλους, στο οποίο προσέφυγε ο καθού η απόφαση και διαταγή με νέα αγωγή, στερείται δικαιοδοσίας λόγω ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας;

2)      Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης επί του ανωτέρω πρώτου ερωτήματος, αποτελεί κατά την αληθή έννοια του άρθρου 34 [σημείο] 1 του κανονισμού 44/2001, όπως τα όριά της είναι ερμηνευτέα από το [Δικαστήριο], λόγο κωλύματος αναγνώρισης και κηρύξεως εκτελεστότητας στην Ελλάδα της αποφάσεως και των διαταγών με το ανωτέρω (υπό 1) περιεχόμενο, που εκδόθηκαν από δικαστήρια άλλου κράτους μέλους (Ηνωμένου Βασιλείου), όταν αυτές αντιτίθενται ευθέως και προφανώς στην εγχώρια δημόσια τάξη σύμφωνα με τις προπαρατιθέμενες θεμελιώδεις πολιτειακές και δικαιικές αντιλήψεις, που κρατούν στη χώρα, και τις θεμελιώδεις ρυθμίσεις του ελληνικού δικαίου, που αφορούν τον πυρήνα του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας (άρθρα 8 και 20 του Ελληνικού Συντάγματος, 33 Αστικού Κώδικα και τη διαπνέουσα όλο το ελληνικό δικονομικό δίκαιο αρχή της διαφύλαξης του ανωτέρω δικαιώματος, όπως αυτή εξειδικεύεται και από τα άρθρα 176, 173 παρ. 1-3, 185, 205, 191 του ελληνικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας [...]) και του άρθρου 6 παρ. 1 της [Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών], ώστε να είναι επιτρεπτή, σε αυτή την περίπτωση, η υποχώρηση της αρχής του ενωσιακού δικαίου για την ελεύθερη κυκλοφορία των δικαστικών αποφάσεων, συνάδει δε η μη αναγνώριση λόγω αυτού του κωλύματος με τις αντιλήψεις, που αφομοιώνουν και προωθούν την ευρωπαϊκή προοπτική;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

20      Όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής ratione loci του κανονισμού 44/2001 παρά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, επισημαίνεται προκαταρκτικώς ότι, σύμφωνα με το άρθρο 67, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας αποχώρησης, σε συνδυασμό με τα άρθρα της 126 και 127, ο κανονισμός 1215/2012 εφαρμόζεται, στο Ηνωμένο Βασίλειο καθώς και στα κράτη μέλη σε περιπτώσεις στις οποίες εμπλέκεται το Ηνωμένο Βασίλειο, στην αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων που εκδίδονται επί αγωγών οι οποίες ασκήθηκαν πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, ήτοι πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2020.

21      Επομένως, οι περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως διατάξεις του κανονισμού 44/2001, ο οποίος είχε ήδη καταργηθεί και αντικατασταθεί από τον κανονισμό 1215/2012 κατά τον χρόνο συνάψεως της συμφωνίας αποχώρησης, εξακολουθούν επίσης να εφαρμόζονται υπό τις ίδιες προϋποθέσεις.

22      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η απόφαση και οι διαταγές του High Court εκδόθηκαν στις 26 Σεπτεμβρίου 2014, ο κανονισμός 44/2001 έχει εφαρμογή ratione loci στη διαφορά της κύριας δίκης.

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

23      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 45, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, έχει την έννοια ότι δικαστήριο κράτους μέλους μπορεί να αρνηθεί την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεως δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους, λόγω αντίθεσης προς τη δημόσια τάξη, όταν η απόφαση αυτή εμποδίζει τη συνέχιση δίκης εκκρεμούσας ενώπιον άλλου δικαστηρίου του πρώτου κράτους μέλους, κατά το μέτρο που επιδικάζει προσωρινώς σε έναν από τους διαδίκους χρηματική αποζημίωση για τα έξοδα στα οποία υποβάλλεται λόγω της δίκης αυτής, με την αιτιολογία, αφενός, ότι το αντικείμενο της δίκης καλύπτεται από συμφωνία συμβιβασμού, καταρτισθείσα νομοτύπως και επικυρωθείσα από το δικαστήριο του κράτους μέλους που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση, και, αφετέρου, ότι το δικαστήριο του πρώτου κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου κινήθηκε η επίμαχη δίκη, στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας λόγω ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας.

24      Ο κανονισμός 44/2001 στηρίζεται στην εμπιστοσύνη την οποία επιδεικνύουν αμοιβαίως τα κράτη μέλη όσον αφορά τα νομικά τους συστήματα και τα δικαιοδοτικά τους όργανα (απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2003, Gasser, C‑116/02, EU:C:2003:657, σκέψη 72). Κατά συνέπεια, ο κανονισμός 44/2001 δεν επιτρέπει τον έλεγχο της δικαιοδοσίας ενός δικαστηρίου από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, πλην ορισμένων περιορισμένων εξαιρέσεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η αντίθεση στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνώρισης, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού (πρβλ. αποφάσεις της 27ης Απριλίου 2004, Turner, C‑159/02, EU:C:2004:228, σκέψη 26, και της 10ης Φεβρουαρίου 2009, Allianz και Generali Assicurazioni Generali, C‑185/07, EU:C:2009:69, σκέψη 29).

25      Πλην όμως, η απαγόρευση από δικαστήριο σε διάδικο, με την απειλή κυρώσεων, να κινήσει ή να συνεχίσει δίκη ενώπιον αλλοδαπού δικαστηρίου, στο πλαίσιο «αντιαγωγικής διαταγής», θίγει τη δικαιοδοσία που έχει το δικαστήριο αυτό για την επίλυση της διαφοράς. Συγκεκριμένα, εφόσον απαγορεύεται στον ενάγοντα να κινήσει τέτοια δίκη, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι συντρέχει παρέμβαση στη δικαιοδοσία του αλλοδαπού δικαστηρίου η οποία δεν συμβιβάζεται, αυτή καθεαυτή, με το σύστημα του κανονισμού (πρβλ. αποφάσεις της 27ης Απριλίου 2004, Turner, C‑159/02, EU:C:2004:228, σκέψη 27, της 10ης Φεβρουαρίου 2009, Allianz και Generali Assicurazioni Generali, C‑185/07, EU:C:2009:69, σκέψη 34, και της 13ης Μαΐου 2015, Gazprom, C‑536/13, EU:C:2015:316, σκέψη 32).

26      Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει κατ’ ουσίαν, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 14 της παρούσας αποφάσεως, ότι η απόφαση και οι διαταγές του High Court, του οποίου η αποκλειστική δικαιοδοσία επελέγη από τους διαδίκους στο πλαίσιο των συμφωνιών συμβιβασμού, δεν απευθύνονται ευθέως στα ελληνικά δικαστήρια ούτε απαγορεύουν τυπικώς τη δίκη ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Εντούτοις, η απόφαση και οι διαταγές του High Court περιέχουν σκεπτικό που αφορά, πρώτον, την παράβαση των συμφωνιών συμβιβασμού εκ μέρους των Starlight και OME, καθώς και των φυσικών προσώπων που τις εκπροσωπούν, δεύτερον, τις επαπειλούμενες εις βάρος τους κυρώσεις εάν δεν συμμορφωθούν προς την απόφαση και τις διαταγές αυτές και, τρίτον, τη διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων υπό το πρίσμα των συμφωνιών συμβιβασμού. Περαιτέρω, η απόφαση και οι διαταγές του High Court περιλαμβάνουν επίσης σκεπτικό που αφορά τις χρηματικές κυρώσεις που απειλούνται εις βάρος των Starlight και OME, καθώς και των φυσικών προσώπων που τις εκπροσωπούν, και ιδίως διάταξη περί προκαταβολικής επιδίκασης αποζημίωσης της οποίας το ύψος δεν είναι οριστικό και εξαρτάται από τη συνέχιση της δίκης ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων.

27      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, όπως διαπίστωσε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 38 των προτάσεών του, η απόφαση και οι διαταγές του High Court θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «“οιονεί” αντιαγωγικές διαταγές». Πράγματι, θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι η απόφαση και οι διαταγές του High Court, μολονότι δεν έχουν ως αντικείμενο την απαγόρευση σε διάδικο να κινήσει ή να συνεχίσει δίκη ενώπιον αλλοδαπού δικαστηρίου, έχουν πάντως ως αποτέλεσμα να αποτρέπουν τις Starlight και OME, καθώς και τους εκπροσώπους τους, από την κίνηση ή τη συνέχιση δίκης ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων με το ίδιο αντικείμενο με εκείνες που κινήθηκαν ενώπιον των δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου, όπερ, εν πάση περιπτώσει, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

28      Διαταγή δικαστηρίου έχουσα τέτοιες συνέπειες δεν θα ήταν συμβατή, λαμβανομένων υπόψη των αρχών που υπενθυμίζονται στις σκέψεις 24 και 25 της παρούσας αποφάσεως, με τον κανονισμό 44/2001.

29      Εντούτοις, το δικαστήριο του κράτους μέλους αναγνωρίσεως δεν μπορεί να αρνηθεί την αναγνώριση αποφάσεως που προέρχεται από άλλο κράτος μέλος για τον λόγο και μόνον ότι θεωρεί ότι με την απόφαση αυτή εφαρμόστηκε εσφαλμένα το εθνικό ή το ενωσιακό δίκαιο, διότι διαφορετικά θα διακυβευόταν ο σκοπός του κανονισμού 44/2001 (αποφάσεις της 28ης Απριλίου 2009, Αποστολίδης, C‑420/07, EU:C:2009:271, σκέψη 60, και της 16ης Ιανουαρίου 2019, Liberato, C‑386/17, EU:C:2019:24, σκέψη 54).

30      Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί αν δικαστήριο κράτους μέλους μπορεί, στο πλαίσιο της εξέτασης μέσου παροχής ένδικης προστασίας κατά της κήρυξης της εκτελεστότητας αποφάσεως δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους, να ανακαλέσει την κήρυξη της εκτελεστότητας για τον λόγο ότι η απόφαση αυτή προσομοιάζει με «“οιονεί” αντιαγωγική διαταγή», η οποία κατ’ αρχήν δεν είναι συμβατή με τον κανονισμό 44/2001.

31      Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι, κατά το άρθρο 45, παράγραφος 1, του κανονισμού, δυνατότητα απόρριψης ή ανάκλησης της κήρυξης της εκτελεστότητας υπάρχει μόνον εφόσον συντρέχει λόγος από τους οριζόμενους στα άρθρα 34 και 35 του κανονισμού. Δεύτερον, το άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού ορίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η απόφαση δεν αναγνωρίζεται αν η αναγνώριση αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως.

32      Το Δικαστήριο έχει κρίνει, όσον αφορά την έννοια της «δημόσιας τάξης» κατά τη διάταξη αυτή, ότι το άρθρο 34 του κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνεύεται στενά δεδομένου ότι αποτελεί εμπόδιο στην επίτευξη ενός από τους θεμελιώδεις σκοπούς του κανονισμού. Η ρήτρα της δημόσιας τάξης, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού, πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις (αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 2000, Krombach, C‑7/98, EU:C:2000:164, σκέψη 21, και της 25ης Μαΐου 2016, Meroni, C‑559/14, EU:C:2016:349, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33      Μολονότι τα κράτη μέλη παραμένουν, κατ’ αρχήν, ελεύθερα να καθορίζουν, δυνάμει της επιφυλάξεως που διατυπώνεται στη διάταξη αυτή, σύμφωνα με τις εθνικές τους αντιλήψεις, τις επιταγές της δικής τους δημοσίας τάξεως, τα όρια της έννοιας αυτής αποτελούν ζήτημα ερμηνείας του εν λόγω κανονισμού (αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 2000, Krombach, C‑7/98, EU:C:2000:164, σκέψη 22, και της 7ης Απριλίου 2022, H Limited, C‑568/20, EU:C:2022:264, σκέψη 42).

34      Κατά συνέπεια το Δικαστήριο, καίτοι δεν απόκειται σε αυτό να ορίσει το περιεχόμενο της δημοσίας τάξεως κράτους μέλους, οφείλει εντούτοις να ελέγχει τα όρια εντός των οποίων ο δικαστής κράτους μέλους δύναται να επικαλεστεί την έννοια αυτή προκειμένου να μην αναγνωρίσει απόφαση προερχόμενη από άλλο κράτος μέλος (αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 2000, Krombach, C‑7/98, EU:C:2000:164, σκέψη 23, και της 7ης Απριλίου 2022, H Limited, C‑568/20, EU:C:2022:264, σκέψη 42).

35      Συνεπώς, η εφαρμογή της ρήτρας δημοσίας τάξεως, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, είναι νοητή μόνο στην περίπτωση που η αναγνώριση της αποφάσεως που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος θα προσέκρουε κατά τρόπο απαράδεκτο στην έννομη τάξη του κράτους μέλους αναγνωρίσεως, επειδή θα παραβίαζε θεμελιώδη αρχή. Προκειμένου να τηρηθεί η απαγόρευση της επί της ουσίας αναθεωρήσεως της αποφάσεως που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος, η παραβίαση θα πρέπει να συνίσταται σε πρόδηλη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος θεωρείται ουσιώδης στην έννομη τάξη του κράτους μέλους αναγνωρίσεως ή σε πρόδηλη προσβολή δικαιώματος το οποίο αναγνωρίζεται ως θεμελιώδες σε αυτή την έννομη τάξη (αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 2000, Krombach, C‑7/98, EU:C:2000:164, σκέψη 37, και της 16ης Ιουλίου 2015, Diageo Brands, C‑681/13, EU:C:2015:471, σκέψη 44).

36      Το γεγονός ότι το πρόδηλο σφάλμα που φέρεται ότι διαπράχθηκε από τον δικαστή του κράτους προελεύσεως αφορά κανόνα του δικαίου της Ένωσης δεν μεταβάλλει τις προϋποθέσεις εφαρμογής της ρήτρας δημοσίας τάξεως κατά την έννοια του άρθρου 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001. Πράγματι, ο εθνικός δικαστής οφείλει να διασφαλίζει με την ίδια αποτελεσματικότητα την προστασία των δικαιωμάτων που παρέχει η εθνική έννομη τάξη και των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης. Η εν λόγω ρήτρα εφαρμόζεται με τον ίδιο τρόπο στην περίπτωση που το εν λόγω νομικό σφάλμα θα είχε ως συνέπεια ότι η αναγνώριση της συγκεκριμένης αποφάσεως στο κράτος αναγνωρίσεως θα συνιστούσε πρόδηλη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος είναι ουσιώδης στην έννομη τάξη της Ένωσης και επομένως στην έννομη τάξη του εν λόγω κράτους μέλους (αποφάσεις της 11ης Μαΐου 2000, Renault, C‑38/98, EU:C:2000:225, σκέψη 32, και της 16ης Ιουλίου 2015, Diageo Brands, C‑681/13, EU:C:2015:471, σκέψεις 48 και 50).

37      Εν προκειμένω, η απόφαση και οι διαταγές του High Court, οι οποίες, σύμφωνα με τη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «“οιονεί” αντιαγωγικές διαταγές», κατά το μέτρο που ασκούν εμμέσως επιρροή στη συνέχιση δίκης που έχει κινηθεί ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους, αντιβαίνουν προς τη γενική αρχή που απορρέει από τη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία τα επιλαμβανόμενα δικαστήρια καθορίζουν τα ίδια, βάσει των κανόνων που υποχρεούνται να εφαρμόζουν, αν έχουν διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθούν της διαφοράς που έχει υποβληθεί στην κρίση τους (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 2009, Allianz και Generali Assicurazioni Generali, C‑185/07, EU:C:2009:69, σκέψη 29, και της 13ης Μαΐου 2015, Gazprom, C‑536/13, EU:C:2015:316, σκέψη 33).

38      Τέτοιου είδους «“οιονεί” αντιαγωγικές διαταγές» έρχονται σε αντίθεση προς την εμπιστοσύνη την οποία επιδεικνύουν αμοιβαίως τα κράτη μέλη όσον αφορά τα νομικά τους συστήματα και τα δικαιοδοτικά τους όργανα και επί της οποίας στηρίζεται το σύστημα άρσεως συγκρούσεως δικαιοδοσιών που προβλέπει ο κανονισμός 44/2001 (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2009, Allianz και Generali Assicurazioni Generali, C‑185/07, EU:C:2009:69, σκέψη 30).

39      Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως διαπίστωσε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 53 των προτάσεών του και υπό την επιφύλαξη του ελέγχου που θα διεξαγάγει το αιτούν δικαστήριο, η αναγνώριση και η εκτέλεση της αποφάσεως και των διαταγών του High Court ενδέχεται να μην είναι συμβατές με τη δημόσια τάξη της έννομης τάξης του κράτους μέλους αναγνώρισης, κατά το μέτρο που είναι ικανές να θίξουν τη, θεμελιώδη στον ευρωπαϊκό δικαστικό χώρο ο οποίος εδράζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη, αρχή σύμφωνα με την οποία κάθε δικαστήριο αποφαίνεται ως προς τη δική του δικαιοδοσία.

40      Επιπλέον, το είδος αυτό «“οιονεί” αντιαγωγικών διαταγών» είναι επίσης ικανό να περιορίσει την πρόσβαση του καθού η διαταγή σε δικαστήριο. Πράγματι, όπως παρατήρησε η Επιτροπή, δεδομένου ότι επιδικάζονται, υπό μορφή προσωρινής χρηματικής αποζημίωσης, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβάλλεται ο εναγόμενος λόγω της κίνησης δίκης που εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου του κράτους μέλους αναγνώρισης, η αποζημίωση αυτή δυσχεραίνει, ή ακόμη και αποτρέπει, τη συνέχιση της δίκης από τον ενάγοντα.

41      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 45, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, έχει την έννοια ότι δικαστήριο κράτους μέλους μπορεί να αρνηθεί την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεως δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους, λόγω αντίθεσης προς τη δημόσια τάξη, όταν η απόφαση αυτή εμποδίζει τη συνέχιση δίκης εκκρεμούσας ενώπιον άλλου δικαστηρίου του πρώτου κράτους μέλους, κατά το μέτρο που επιδικάζει προσωρινώς σε έναν από τους διαδίκους χρηματική αποζημίωση για τα έξοδα στα οποία υποβάλλεται λόγω της δίκης αυτής, με την αιτιολογία, αφενός, ότι το αντικείμενο της δίκης καλύπτεται από συμφωνία συμβιβασμού, καταρτισθείσα νομοτύπως και επικυρωθείσα από το δικαστήριο του κράτους μέλους που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση, και, αφετέρου, ότι το δικαστήριο του πρώτου κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου κινήθηκε η επίμαχη δίκη, στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας λόγω ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

42      Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα υποβάλλεται για την περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα. Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της απάντησης που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

43      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 45, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού,

έχει την έννοια ότι:

δικαστήριο κράτους μέλους μπορεί να αρνηθεί την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεως δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους, λόγω αντίθεσης προς τη δημόσια τάξη, όταν η απόφαση αυτή εμποδίζει τη συνέχιση δίκης εκκρεμούσας ενώπιον άλλου δικαστηρίου του πρώτου κράτους μέλους, κατά το μέτρο που επιδικάζει προσωρινώς σε έναν από τους διαδίκους χρηματική αποζημίωση για τα έξοδα στα οποία υποβάλλεται λόγω της δίκης αυτής, με την αιτιολογία, αφενός, ότι το αντικείμενο της δίκης καλύπτεται από συμφωνία συμβιβασμού, καταρτισθείσα νομοτύπως και επικυρωθείσα από το δικαστήριο του κράτους μέλους που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση, και, αφετέρου, ότι το δικαστήριο του πρώτου κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου κινήθηκε η επίμαχη δίκη, στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας λόγω ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.