Language of document : ECLI:EU:T:2014:781

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 18ης Σεπτεμβρίου 2014 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων λόγω της καταστάσεως στη Ζιμπάμπουε — Δέσμευση κεφαλαίων — Εξωσυμβατική ευθύνη — Αιτιώδης σύνδεσμος — Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες — Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως — Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑168/12,

Aguy Clement Georgias, κάτοικος Χαράρε (Ζιμπάμπουε),

Trinity Engineering (Private) Ltd, με έδρα τη Χαράρε,

Georgiadis Trucking (Private) Ltd, με έδρα τη Χαράρε,

εκπροσωπούμενοι αρχικώς από τον M. Robson, την E. Goulder, solicitors, και τον H. Mercer, QC, στη συνέχεια, από τον M. Robson, τον H. Mercer και τον I. Quirk, barrister,

ενάγοντες,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους B. Driessen και G. Étienne,

και

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον M. Κωνσταντινίδη και την S. Bartelt,

εναγομένων

με αντικείμενο αίτημα για την αποκατάσταση της ζημίας που φέρονται ότι υπέστησαν οι ενάγοντες, συνεπεία της εκδόσεως του κανονισμού (ΕΚ) 412/2007 της Επιτροπής, της 16ης Απριλίου 2007, που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) 314/2004 του Συμβουλίου για ορισμένα περιοριστικά μέτρα σχετικά με τη Ζιμπάμπουε (EE L 101, σ. 6),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία (εισηγητή), πρόεδρο, M. Kancheva και C. Wetter, δικαστές,

γραμματέας: J. Weychert, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Απριλίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Με την κοινή θέση 2002/145/ΚΕΠΠΑ, της 18ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Ζιμπάμπουε (EE L 50, σ. 1), η οποία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 15 της Συνθήκης ΕΕ, όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίησή της με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέφρασε τη σοβαρή του ανησυχία για την κατάσταση στη Ζιμπάμπουε, και για τις σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Κυβέρνηση της Ζιμπάμπουε, και ειδικότερα της ελευθερίας της εκφράσεως και του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι και του συνέρχεσθαι κατά τρόπο ειρηνικό. Για τον λόγο αυτόν επέβαλε ορισμένα περιοριστικά μέτρα για χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών με δυνατότητα ανανεώσεως και υποκείμενα σε διαρκή έλεγχο.

2        Η κοινή θέση 2004/161/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 19ης Φεβρουαρίου 2004, για την ανανέωση των περιοριστικών μέτρων κατά της Ζιμπάμπουε (EE L 50, σ. 66), προέβλεψε την ανανέωση των περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν με την κοινή θέση 2002/145. Η κοινή θέση 2004/161 ορίζει, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 4, παράγραφος 1, ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εμποδίζουν την είσοδο στο έδαφός τους ή την από το έδαφός τους διέλευση των απαριθμούμενων στο παράρτημα φυσικών προσώπων, τα οποία επιδίδονται σε δραστηριότητες που υπονομεύουν σοβαρά τη δημοκρατία, τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το κράτος δικαίου στη Ζιμπάμπουε. Επιπλέον, το άρθρο 5, παράγραφος 1, προβλέπει ότι «[δ]εσμεύονται όλα τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι που ανήκουν σε μεμονωμένα μέλη της Κυβέρνησης της Ζιμπάμπουε και σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή φορέα που συνδέεται με αυτ[ά], όπως αναφέρονται στον κατάλογο του παραρτήματος». Τέλος, το άρθρο 6 ορίζει ότι «[τ]ο Συμβούλιο ενεργώντας βάσει προτάσεως κράτους μέλους ή της Επιτροπής, εγκρίνει τροποποιήσεις του καταλόγου που περιέχεται στο παράρτημα, σε συνάρτηση με τις πολιτικές εξελίξεις στη Ζιμπάμπουε».

3        Κατά το άρθρο της 8, δεύτερο εδάφιο, η κοινή θέση 2004/161 άρχισε να ισχύει από τις 21 Φεβρουαρίου 2004. Το άρθρο 9 όριζε ότι αυτή ίσχυε για διάστημα δώδεκα μηνών και ότι υπέκειτο σε συνεχή επανεξέταση. Κατά το ίδιο άρθρο, έπρεπε «να ανανεώνεται ή να τροποποιείται, ανάλογα με την περίπτωση, εφόσον το Συμβούλιο [έκρινε] ότι δεν έχουν επιτευχθεί οι στόχοι της».

4        Στη συνέχεια, η διάρκεια της ισχύος της προαναφερθείσας κοινής θέσεως παρατάθηκε μέχρι τις 20 Φεβρουαρίου 2006 με την κοινή θέση 2005/146/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 21ης Φεβρουαρίου 2005, περί παρατάσεως της κοινής θέσεως 2004/161 (EE L 49, σ. 30), μέχρι τις 20 Φεβρουαρίου 2007 με την κοινή θέση 2006/51/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 30ής Ιανουαρίου 2006, για την ανανέωση των περιοριστικών μέτρων κατά της Ζιμπάμπουε (EE L 26, σ. 28), μέχρι τις 20 Φεβρουαρίου 2008 με την κοινή θέση 2007/120/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 19ης Φεβρουαρίου 2007, για την ανανέωση των περιοριστικών μέτρων κατά της Ζιμπάμπουε (EE L 51, σ. 25), μέχρι τις 20 Φεβρουαρίου 2009 με την κοινή θέση 2008/135/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2008, για την ανανέωση των περιοριστικών μέτρων κατά της Ζιμπάμπουε (EE L 43, σ. 39), μέχρι τις 20 Φεβρουαρίου 2010 με την κοινή θέση 2009/68/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιανουαρίου 2009, για την ανανέωση των περιοριστικών μέτρων κατά της Ζιμπάμπουε (EE L 23, σ. 43) και, τέλος, μέχρι τις 20 Φεβρουαρίου 2011 με την απόφαση 2010/92/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2010, για την παράταση των περιοριστικών μέτρων κατά της Ζιμπάμπουε (EE L 41, σ. 6).

5        Ο κανονισμός (ΕΚ) 314/2004 του Συμβουλίου, της 19ης Φεβρουαρίου 2004, για ορισμένα περιοριστικά μέτρα σχετικά με τη Ζιμπάμπουε, εκδόθηκε, όπως αναφέρει η αιτιολογική του σκέψη 5, προς εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων που προβλέπει η κοινή θέση 2004/161. Ο κανονισμός αυτός προβλέπει, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 6, παράγραφος 1, ότι δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και όλοι οι οικονομικοί πόροι που ανήκουν σε μέλη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε ή σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό που έχουν σχέση με αυτά και απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ του εν λόγω κανονισμού. Κατά το άρθρο 11, στοιχείο β΄, του ίδιου κανονισμού, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εξουσιοδοτείται να τροποποιεί το παράρτημα III του εν λόγω κανονισμού βάσει των αποφάσεων που λαμβάνονται σχετικά με το παράρτημα της κοινής θέσεως 2004/161.

6        Ο πρώτος ενάγων, Aguy Clement Georgias, είναι επιχειρηματίας από τη Ζιμπάμπουε. Είναι ιδιοκτήτης και γενικός διευθυντής της Trinity Engineering (Private) Ltd, δεύτερης ενάγουσας. Η τρίτη ενάγουσα, Georgiadis Trucking (Private) Ltd, είναι υποκατάστημα της δεύτερης ενάγουσας. Ο πρώτος ενάγων είναι επίσης ο γενικός διευθυντής της τρίτης ενάγουσας.

7        Στις 29 Νοεμβρίου 2005 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Ζιμπάμπουε διόρισε τον πρώτο ενάγοντα γερουσιαστή άνευ εκλογής στη Γερουσία της Ζιμπάμπουε. Στις 6 Φεβρουαρίου 2007 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Ζιμπάμπουε διόρισε τον πρώτο ενάγοντα Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικής Ανάπτυξης.

8        Η απόφαση 2007/235/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2007, για την εφαρμογή της κοινής θέσεως 2004/161 (EE L 101, σ. 14), τροποποίησε το παράρτημα της κοινής θέσεως 2004/161, προσθέτοντας, μεταξύ άλλων, σε αυτό, όσον αφορά τον πρώτο ενάγοντα, την καταχώριση «Georgias, Aguy, Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικής Ανάπτυξης, γεν. 22.6.1935». Την ίδια ημέρα η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 412/2007, της 16ης Απριλίου 2007, που τροποποιεί τον κανονισμό 314/2004 (EE L 101, σ. 6), με τον οποίο τροποποιήθηκε το παράρτημα III του κανονισμού 314/2004. Το τροποποιημένο παράρτημα περιέχει, μεταξύ άλλων, καταχώριση σχετικά με τον πρώτο ενάγοντα η οποία έχει την ίδια ακριβώς διατύπωση με την αρχική καταχώριση.

9        Στις 25 Μαΐου 2007 ο πρώτος ενάγων αφίχθηκε στο αεροδρόμιο Heathrow (Ηνωμένο Βασίλειο) προκειμένου να επισκεφθεί την οικογένειά του που ήταν εγκατεστημένη στην Αγγλία και, στη συνέχεια, να ταξιδέψει την επομένη με πτήση προς Νέα Υόρκη (Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής). Δεν του παρασχέθηκε το δικαίωμα να εισέλθει στο Ηνωμένο Βασίλειο ή να διέλθει από τα αεροδρόμια του κράτους μέλους αυτού με προορισμό τη Νέα Υόρκη και υποχρεώθηκε να διανυκτερεύσει στο αεροδρόμιο υπό καθεστώς προσωρινής κρατήσεως και να επιστρέψει την επομένη αεροπορικώς στη Χαράρε (Ζιμπάμπουε).

10      Η απόφαση 2007/455/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2007, για την εφαρμογή της κοινής θέσης 2004/161 (EE L 172, σ. 89), τροποποίησε εκ νέου το παράρτημα της κοινής θέσεως 2004/161. Στην προμνησθείσα στη σκέψη 8 ανωτέρω καταχώριση που αφορά τον πρώτο ενάγοντα προστέθηκε η εξής φράση:

«Μέλος της κυβέρνησης επιδιδόμενο, ως εκ τούτου, σε δραστηριότητες που υπονομεύουν σοβαρά τη δημοκρατία, τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και το κράτος δικαίου.»

11      Με τον κανονισμό (ΕΚ) 777/2007, της 2ας Ιουλίου 2007, για την τροποποίηση του κανονισμού 314/2004 (EE L 173, σ. 3), η Επιτροπή τροποποίησε για μια ακόμη φορά το παράρτημα III του κανονισμού 314/2004. Το όνομα του πρώτου ενάγοντος εξακολούθησε να περιλαμβάνεται στο ως άνω παράρτημα συνοδευόμενο από στοιχεία πανομοιότυπα προς εκείνα που παρατέθηκαν στη σκέψη 10 ανωτέρω.

12      Η απόφαση 2011/101/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Ζιμπάμπουε (EE L 42, σ. 6), κατήργησε την κοινή θέση 2004/161. Η απόφαση αυτή προέβλεψε, έναντι όσων προσώπων περιλαμβάνονταν στο παράρτημά της, περιοριστικά μέτρα ανάλογα προς εκείνα είχαν προβλεφθεί με την κοινή θέση 2004/161. Εντούτοις, το όνομα του πρώτου ενάγοντος δεν περιλήφθηκε στο παράρτημα της αποφάσεως αυτής. Στη συνέχεια, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 174/2011, της 23ης Φεβρουαρίου 2011, για την τροποποίηση του κανονισμού 314/2004 (EE L 49, σ. 23), ο οποίος αντικατέστησε το παράρτημα III του κανονισμού 314/2004 με νέο παράρτημα το οποίο δεν περιέχει πλέον το όνομα του πρώτου ενάγοντος.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

13      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Απριλίου 2012, οι ενάγοντες άσκησαν την υπό κρίση αγωγή.

14      Με χωριστό δικόγραφο, που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την ίδια ημέρα, οι ενάγοντες υπέβαλαν αίτηση δυνάμει του άρθρου 76α, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, προκειμένου η υπόθεση να εκδικαστεί με την ταχεία διαδικασία. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της 25ης Μαΐου 2012.

15      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο αρχικώς ορισθείς εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο όγδοο τμήμα, στο οποίο συνακολούθως ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση.

16      Κατόπιν εισηγήσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

17      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 3ης Απριλίου 2014.

18      Οι ενάγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Επιτροπή και/ή το Συμβούλιο να αποκαταστήσουν την προκληθείσα ζημία, καταβάλλοντας στους ενάγοντες ως αποζημίωση τα ακόλουθα ποσά ή οποιοδήποτε άλλο ποσό επιδικάσει το Γενικό Δικαστήριο, και συγκεκριμένα 374 986,57 ευρώ ή ισοδύναμο ποσό για τον πρώτο ενάγοντα, πέραν του ποσού το οποίο θα κριθεί προσήκον για τη χρηματική ικανοποίηση της μη περιουσιακής βλάβης που υπέστη· 469 520,24 ευρώ ή ισοδύναμο ποσό για τη δεύτερη ενάγουσα και 5 627 020 ευρώ ή ισοδύναμο ποσό για την τρίτη ενάγουσα·

–        να διατάξει εκτίμηση της ζημίας που υπέστησαν οι ενάγοντες, αν και στον βαθμό που το Γενικό Δικαστήριο το κρίνει αναγκαίο·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή και/ή το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

19      Με το υπόμνημα απαντήσεως, οι ενάγοντες διόρθωσαν σε 462 626 ευρώ το ποσό που ζητούσαν αρχικώς προς αποζημίωση της δεύτερης ενάγουσας. Επιπλέον, επισήμαναν ότι, μολονότι εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει ποιο ποσό είναι προσήκον ως χρηματική ικανοποίηση λόγω μη περιουσιακής βλάβης, θεωρούν τα ακόλουθα ποσά ως προσήκουσα χρηματική ικανοποίηση λόγω της ως άνω βλάβης που υπέστη ο πρώτος ενάγων:

–        500 ευρώ για το γεγονός ότι πέρασε μια νύκτα υπό προσωρινή κράτηση στο αεροδρόμιο Heathrow (σκέψη 9 ανωτέρω)·

–        10 000 ευρώ για την επιδείνωση της καταστάσεως της υγείας του.

20      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή,

–        να καταδικάσει τους ενάγοντες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Παρουσίαση της ζημίας της οποίας ζητείται η αποκατάσταση

21      Σύμφωνα με όσα διατείνονται οι ενάγοντες, η ζημία της οποίας επιδιώκεται η αποκατάσταση με την υπό κρίση αγωγή, συνίσταται, όσον αφορά τον πρώτο ενάγοντα:

–        στα έξοδα ταξιδίου και διαμονής σε ξενοδοχείο, υπολογιζόμενα συνολικώς σε 9 689 δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών (USD), στα οποία αυτός υποβλήθηκε χωρίς να του επιστραφούν, διότι υποχρεώθηκε να ακυρώσει το ταξίδι του στη Νέα Υόρκη λόγω της προσωρινής κρατήσεώς του στο αεροδρόμιο Heathrow (σκέψη 9 ανωτέρω)·

–        στα ιατρικά έξοδα, υπολογιζόμενα συνολικώς σε 221 766,74 USD, στα οποία κατά δήλωσή του υποβλήθηκε λόγω της επιδεινώσεως της καταστάσεως της υγείας του συνεπεία του προσωπικού άγχους που του προκάλεσε η δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του, οι συνέπειες που είχε η δέσμευση αυτή στις επαγγελματικές του δραστηριότητες και στην ικανότητά του να ανταποκριθεί στις βιοτικές ανάγκες της οικογένειάς του καθώς και η προσωρινή κράτησή του στο αεροδρόμιο Heathrow·

–        στα δικαστικά έξοδα, υπολογιζόμενα σε 67 879,30 στερλίνες (GBP), στα οποία υποβλήθηκε για την αμφισβήτηση, ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου, της αποφάσεως των αρχών του κράτους μέλους αυτού να του αρνηθούν την πρόσβασή του στο έδαφός του Ηνωμένου Βασιλείου και τη διέλευσή του από τα αεροδρόμια του εν λόγω κράτους μέλους·

–        στα δικαστικά έξοδα, υπολογιζόμενα σε 74 097,72 GBP, στα οποία υποβλήθηκε στο πλαίσιο των ενεργειών του για να απαλειφθεί το όνομά του από το παράρτημα III του κανονισμού 314/2004·

–        στα έξοδα διαφημίσεως, υπολογιζόμενα σε 9 696,43 USD, στα οποία υποβλήθηκε για να μετριαστούν οι αρνητικές συνέπειες που είχε για την επαγγελματική του φήμη η δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του και για να περιοριστούν, κατά τον τρόπο αυτό, οι ζημίες που υπέστησαν οι επιχειρήσεις του·

–        στη μη περιουσιακή βλάβη που προκλήθηκε από την επιδείνωση της καταστάσεως της υγείας του και από την προσωρινή κράτησή του στο αεροδρόμιο Heathrow εντός του εκεί ευρισκόμενου κρατητηρίου.

22      Όσον αφορά τη δεύτερη και την τρίτη ενάγουσα, η ζημία της οποίας ζητείται η αποκατάσταση συνίσταται σε εμπορικές απώλειες, εκτιμώμενες αντιστοίχως σε 605 675 USD και σε 7 375 000 USD, τις οποίες αυτές υπέστησαν λόγω των προβαλλόμενων «εξωεδαφικών αποτελεσμάτων» του κανονισμού 314/2004, τα οποία είχαν ως συνέπεια τη διακοπή των σχέσεων με ορισμένους από τους εμπορικούς εταίρους τους.

23      Οι ενάγοντες διευκρινίζουν ότι η προκληθείσα ζημία έχει υπολογιστεί σε USD. Τα υπολογισθέντα κατά τον τρόπο αυτό ποσά αντιστοιχούν, κατόπιν μετατροπής τους σε ευρώ, στα ποσά που μνημονεύονται στα αγωγικά αιτήματά τους, όπως αυτά διορθώθηκαν με το υπόμνημα απαντήσεως (βλ. σκέψεις 18 και 19 ανωτέρω).

 Υπόμνηση της νομολογίας σχετικά με τις αγωγές αποζημιώσεως που ασκούνται δυνάμει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ

24      Κατά πάγια νομολογία, το βάσιμο αγωγής αποζημιώσεως που ασκείται δυνάμει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, και συγκεκριμένα από τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτόμενης στα θεσμικά όργανα συμπεριφοράς, από το υποστατό της ζημίας και από την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1982, 26/81, Oleifici Mediterranei κατά ΕΟΚ, Συλλογή 1982, σ. 3057, σκέψη 16, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1996, T‑175/94, International Procurement Services κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑729, σκέψη 44). Αν δεν συντρέχει μία από τις προϋποθέσεις αυτές, η αγωγή απορρίπτεται στο σύνολό της, χωρίς να απαιτείται η εξέταση των λοιπών προϋποθέσεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 1994, C‑146/91, ΚΥΔΕΠ κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑4199, σκέψεις 19 και 81, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Μαΐου 2006, T‑279/03, Galileo International Technology κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1291, σκέψη 77).

25      Για να γίνει δεκτό ότι συντρέχει η προϋπόθεση του παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς η νομολογία απαιτεί να αποδεικνύεται κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 2000, C‑352/98 P, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. 1‑5291, σκέψη 42, και της 10ης Δεκεμβρίου 2002, C‑312/00 P, Επιτροπή κατά Camar και Tico, Συλλογή 2002, σ. 1‑11355, σκέψη 53).

26      Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ γίνεται δεκτή, όταν υφίσταται βέβαιος και άμεσος σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς του οικείου θεσμικού οργάνου και της ζημίας, σύνδεσμος τον οποίο οφείλει να αποδεικνύει ο ενάγων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Ιανουαρίου 1987, 253/84, GAEC de la Ségaude κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ.123, σκέψη 20, και της 30ής Ιανουαρίου 1992, C‑363/88 και C‑364/88, Finsider κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. I‑359, σκέψη 25). Η προβαλλόμενη ζημία πρέπει να απορρέει, με επαρκή βαθμό αμεσότητας, από την προσαπτόμενη συμπεριφορά, δηλαδή η συμπεριφορά αυτή πρέπει να είναι η γενεσιουργός αιτία της ζημίας, ενώ αντιθέτως δεν υφίσταται υποχρέωση αποκαταστάσεως κάθε βλαπτικής συνέπειας, έστω και απομακρυσμένης, που προκύπτει από την παράνομη κατάσταση (απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Οκτωβρίου 1979, 64/76, 113/76, 167/78, 239/78, 27/79, 28/79 και 45/79, Dumortier κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 515, σκέψη 21· βλ. απόφαση Galileo International Technology κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 24 ανωτέρω, σκέψη 130 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

 Επί της παραγραφής και επί του παραδεκτού των επιχειρημάτων των εναγόντων που στηρίζονται σε έλλειψη νομιμότητας των κανονισμών 314/2004 και 412/2007

27      Έχοντας υπόψη ορισμένα επιχειρήματα που προέβαλε προς άμυνά του το Συμβούλιο, πρέπει να εξεταστεί αν οι ενάγοντες έχουν τηρήσει την ισχύουσα για τις αξιώσεις αποζημιώσεως προθεσμία παραγραφής που προβλέπει το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

28      Το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι ο κανονισμός 314/2004 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 24 Φεβρουαρίου 2004 και υποστηρίζει ότι, «στο μέτρο που οι ενάγοντες ζητούν την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν λόγω της προβαλλόμενης ελλείψεως νομιμότητας» του κανονισμού αυτού, η αξίωσή τους έχει παραγραφεί.

29      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, του ίδιου Οργανισμού, οι αξιώσεις στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης παραγράφονται μετά πέντε έτη από την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος. Η παραγραφή διακόπτεται είτε διά της αγωγής που ασκείται ενώπιον του Δικαστηρίου είτε διά της προηγουμένης αιτήσεως που ο ζημιωθείς απευθύνει στο αρμόδιο θεσμικό όργανο. Εντούτοις, στην τελευταία αυτή περίπτωση, η αγωγή πρέπει να ασκηθεί εντός προθεσμίας δύο μηνών.

30      Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η προθεσμία παραγραφής αρχίζει από το χρονικό σημείο κατά το οποίο συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες θεμελιώνεται η υποχρέωση προς αποζημίωση και, ιδίως, από το χρονικό σημείο συγκεκριμενοποιήσεως της προς αποκατάσταση ζημίας. Επομένως, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η ευθύνη της Ένωσης απορρέει από πράξη που θέτει κανόνες δικαίου, η εν λόγω προθεσμία παραγραφής δεν μπορεί να αρχίσει πριν επέλθουν τα ζημιογόνα αποτελέσματα της πράξεως αυτής και, ως εκ τούτου, πριν οι ενδιαφερόμενοι υποστούν βέβαιη ζημία (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιουλίου 2008, C‑51/05 P, Επιτροπή κατά Cantina sociale di Dolianova κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. I‑5341, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

31      Στην προκειμένη περίπτωση, ο κανονισμός 314/2004 άρχισε να παράγει τα φερόμενα ως ζημιογόνα για τους ενάγοντες αποτελέσματά του από τον χρόνο εκδόσεως, στις 16 Απριλίου 2007, του κανονισμού 412/2007, ο οποίος αντικατέστησε το παράρτημα III του κανονισμού 314/2004 με νέο παράρτημα το οποίο περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, το όνομα του πρώτου ενάγοντος. Δεδομένου ότι η υπό κρίση αγωγή ασκήθηκε στις 13 Απριλίου 2012, είναι προφανές ότι η αξίωση των εναγόντων δεν έχει παραγραφεί.

32      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η αγωγή αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ είναι αυτοτελές ένδικο βοήθημα, το οποίο έχει τη δική του ιδιαίτερη λειτουργία στο πλαίσιο του συστήματος ενδίκων βοηθημάτων και εξαρτάται από προϋποθέσεις ασκήσεως που έχουν διαμορφωθεί με γνώμονα το ειδικό του αντικείμενο. Διαφέρει από την προσφυγή ακυρώσεως, κατά το μέρος που αποσκοπεί όχι στην εξαφάνιση συγκεκριμένου μέτρου, αλλά στην αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσε ένα θεσμικό όργανο (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Ιουνίου 2006, T‑47/02, Danzer κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. II‑1779, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

33      Στο πλαίσιο αυτό, έχει κριθεί ότι ακόμη και η ύπαρξη ατομικής αποφάσεως που έχει καταστεί απρόσβλητη δεν συνεπάγεται το απαράδεκτο ασκηθείσας αγωγής αποζημιώσεως, με εξαίρεση την ειδική περίπτωση κατά την οποία η ως άνω αγωγή επιδιώκει, στην πραγματικότητα, την εξαφάνιση της προαναφερθείσας ατομικής αποφάσεως, πράγμα το οποίο, παραδείγματος χάρη, συμβαίνει όταν σκοπός της αγωγής αποζημιώσεως είναι η καταβολή στον ενάγοντα ποσού το οποίο αντιστοιχεί ακριβώς στο ποσό που αυτός κατέβαλε σε εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Φεβρουαρίου 1986, 175/84, Krohn Import-Export κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 753, σκέψεις 32 και 33· βλ., επίσης, απόφαση Danzer κατά Συμβουλίου, σκέψη 32 ανωτέρω, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34      Περαιτέρω, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 277 ΣΛΕΕ, παρά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κάθε διάδικος μπορεί, επ’ ευκαιρία διαφοράς που θέτει υπό αμφισβήτηση πράξη γενικής ισχύος εκδοθείσα από θεσμικό όργανο της Ένωσης, να επικαλείται έναντι της πράξεως αυτής έναν από τους λόγους που μνημονεύονται στο άρθρο 263, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

35      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι οι πράξεις από τις οποίες προέκυψε η ζημία την οποία φέρονται να υπέστησαν οι ενάγοντες έχουν ιδιαίτερη φύση, δεδομένου ότι προσιδιάζουν τόσο σε πράξεις γενικής ισχύος, στο μέτρο κατά το οποίο, αφενός, καθορίζουν τα κριτήρια που πρέπει να πληροί ένα πρόσωπο για να του επιβληθεί το μέτρο της δεσμεύσεως κεφαλαίων και οικονομικών πόρων και, αφετέρου, απαγορεύουν σε μια κατηγορία συγκεκριμένων αποδεκτών που έχουν καθοριστεί κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο να θέτουν, μεταξύ άλλων, κεφάλαια και οικονομικούς πόρους στη διάθεση των προσώπων και των οντοτήτων που περιλαμβάνονται στους καταλόγους των παραρτημάτων των εν λόγω πράξεων, όσο και σε δέσμη ατομικών αποφάσεων που αφορούν τα εν λόγω πρόσωπα και οντότητες (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Απριλίου 2013, C‑478/11 P έως C‑482/11 P, Gbagbo κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 56, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Μαΐου 2013, T‑187/11, Trabelsi κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψεις 85 και 86). Επομένως, στον βαθμό που οι κανονισμοί 314/2004 και 412/2007 αποτελούν πράξεις γενικής ισχύος, οι ενάγοντες παραδεκτώς προβάλλουν, προς στήριξη της αγωγής αποζημιώσεως που έχουν ασκήσει, την έλλειψη νομιμότητας των εν λόγω κανονισμών, παρά το γεγονός ότι δεν άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως κατά των κανονισμών αυτών. Το αντεπιχείρημα του Συμβουλίου ότι το άρθρο 277 ΣΛΕΕ «δεν εισάγει παρέκκλιση από το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου» δεν ευσταθεί. Όπως επισημάνθηκε (βλ. σκέψη 31 ανωτέρω), η προθεσμία παραγραφής που προβλέπει το εν λόγω άρθρο δεν είχε παρέλθει κατά τον χρόνο ασκήσεως της κρινόμενης αγωγής και δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο το άρθρο αυτό θα μπορούσε να καταστήσει αδύνατη την εφαρμογή του άρθρου 277 ΣΛΕΕ στην υπό κρίση υπόθεση.

 Επί της προβαλλόμενης ζημίας που προκλήθηκε από την προσωρινή κράτηση του πρώτου ενάγοντος στο αεροδρόμιο του Heathrow

36      Η αγωγή πρέπει καταρχάς να εξεταστεί κατά το μέρος που αφορά την αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται να υπέστη ο πρώτος ενάγων λόγω της προσωρινής κρατήσεώς του στο αεροδρόμιο του Heathrow (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω).

37      Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι συνθήκες του περιστατικού αυτού και οι λόγοι για τους οποίους απαγορεύθηκε στον πρώτο ενάγοντα η πρόσβαση στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου ή η διέλευση από τα αεροδρόμια του εν λόγω κράτους μέλους εκτίθενται σε έγγραφο της 28ης Αυγούστου 2007, το οποίο απέστειλε το Treasury Solicitor’s Department (νομική υπηρεσία της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου) στους δικηγόρους του πρώτου ενάγοντος και το οποίο έχουν επισυνάψει οι ενάγοντες στο δικόγραφο της αγωγής τους.

38      Όπως προκύπτει από το έγγραφο αυτό, η αρμόδια αρχή του Ηνωμένου Βασιλείου κοινοποίησε στον πρώτο ενάγοντα, κατά την άφιξή του στο αεροδρόμιο του Heathrow στις 25 Μαΐου 2007, απόφαση με την οποία του απαγόρευε την πρόσβαση. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε βάσει του άρθρου 8 B του Immigration Act 1971 (νόμος του 1971 για τη μετανάστευση), όπως τροποποιήθηκε. Η διάταξη αυτή παρέχει στον αρμόδιο υπουργό την εξουσία, μεταξύ άλλων, να χαρακτηρίζει μια πράξη που έχει εκδοθεί από το Συμβούλιο ως «σχετική πράξη» για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, με αποτέλεσμα, στην περίπτωση αυτή, να πρέπει να επιβληθεί απαγόρευση προσβάσεως στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου σε οποιοδήποτε πρόσωπο κατονομάζεται στην εν λόγω πράξη.

39      Εντούτοις, κατά το ίδιο έγγραφο, από επανεξέταση προέκυψε ότι, κατά τον χρόνο αφίξεως του πρώτου ενάγοντος στο αεροδρόμιο του Heathrow, η απόφαση 2007/235 δεν είχε ακόμη χαρακτηριστεί από τον αρμόδιο υπουργό ως σχετική βάσει του άρθρου 8 B του Immigration Act 1971 και ότι, κατά συνέπεια, η τελευταία αυτή διάταξη δεν επέτρεπε την απαγόρευση προσβάσεως του πρώτου ενάγοντος στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου. Ως εκ τούτου, το Treasury Solicitor’s Department, με το προαναφερθέν έγγραφό του, ενημέρωσε τους δικηγόρους του πρώτου ενάγοντος ότι η αρχική απόφαση περί απαγορεύσεως της προσβάσεώς του στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου επρόκειτο να ανακληθεί και να αντικατασταθεί με νέα απόφαση του ίδιου περιεχομένου που θα εκδιδόταν από τον αρμόδιο υπουργό βάσει του κανόνα 321 A, παράγραφος 5, των Immigration Rules (εκτελεστικοί κανόνες του Ηνωμένου Βασιλείου για τη μετανάστευση), ο οποίος προβλέπει ότι η άδεια εισόδου ορισμένου προσώπου στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου μπορεί να ακυρώνεται αν από πληροφορίες που διαθέτουν οι αρμόδιες αρχές προκύπτει ότι η ακύρωση αυτή «δικαιολογείται για λόγους δημοσίου συμφέροντος».

40      Οι ενάγοντες ουδόλως αντικρούουν τις εξηγήσεις αυτές τις οποίες, αντιθέτως, έχουν επαναλάβει με το δικόγραφο της αγωγής τους και με δήλωση ενός από αυτούς η οποία έχει επισυναφθεί στο εν λόγω δικόγραφο. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η ζημία την οποία φέρεται να υπέστη ο πρώτος ενάγων λόγω της απαγορεύσεως της εισόδου του στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου και λόγω της προσωρινής κρατήσεώς του στο αεροδρόμιο του Heathrow επί μία νύκτα, πριν επιβιβαστεί την επομένη σε πτήση για να επιστρέψει στο Χαράρε, οφείλεται ευθέως σε απόφαση των αρμοδίων αρχών του εν λόγω κράτους μέλους.

41      Εντούτοις, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας αυτής και της εκδόσεως του κανονισμού 412/2007. Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζουν ότι η κοινή θέση 2004/161 η οποία, από την τροποποίηση του παραρτήματός της με την απόφαση 2007/235, αφορούσε και τον πρώτο ενάγοντα, δεν έχει νομικώς δεσμευτικά αποτελέσματα στην έννομη τάξη των κρατών μελών. Κατά τους ενάγοντες, από τα ανωτέρω έπεται ότι η επιβολή στον πρώτο ενάγοντα «του μέτρου της δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων του κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού [314/2004] παρείχε στις αρχές [του Ηνωμένου Βασιλείου] την εξουσία να του απαγορεύσουν την πρόσβαση στο κράτος αυτό για τους —εκτιμώμενους κατά διακριτική ευχέρεια— λόγους απαγορεύσεως που προβλέπει ο κανόνας 321 A, παράγραφος 5, των Immigrations Rules».

42      Το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί.

43      Ανεξαρτήτως των λόγων για τους οποίους οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου ακύρωσαν την άδεια εισόδου του πρώτου ενάγοντος, απαγορεύοντάς του με τον τρόπο αυτό την πρόσβαση στο έδαφός τους και τη διέλευση από τα αεροδρόμιά τους, καθοριστική σημασία έχει το γεγονός ότι πρόκειται για απόφαση που έλαβαν οι αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους κατ’ ενάσκηση των κυριαρχικών αρμοδιοτήτων τους όσον αφορά τον έλεγχο της προσβάσεως πολιτών τρίτων χωρών που δεν είναι μέλη της Ένωσης στο έδαφος του ως άνω κράτους μέλους. Σε αυτήν ακριβώς την απόφαση οφείλεται η προσωρινή κράτηση του πρώτου ενάγοντος στο αεροδρόμιο του Heathrow, καθώς και η επιστροφή του με απευθείας πτήση από το αεροδρόμιο του Heathrow, περιστατικά τα οποία φέρονται να προκάλεσαν τη ζημία που αυτός υπέστη. Επομένως, μόνο μεταξύ της εν λόγω αποφάσεως, αφενός, και της ζημίας την οποία προβάλλει ο πρώτος ενάγων, αφετέρου, ενδέχεται να υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος κατά την έννοια της μνημονευόμενης στη σκέψη 26 ανωτέρω νομολογίας. Αντιθέτως, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η απόφαση των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου να απαγορεύσουν στον πρώτο ενάγοντα την πρόσβασή του στο έδαφός τους οφείλεται στη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του, η προβαλλόμενη ζημία που προκύπτει από την απαγόρευση αυτή δεν απορρέει με επαρκή βαθμό αμεσότητας από την επίμαχη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του, όπως απαιτεί η ίδια νομολογία.

44      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, ασφαλώς, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της κοινής θέσεως 2004/161 ορίζει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εμποδίζουν την είσοδο στο έδαφός τους ή την διέλευση από το έδαφός τους των φυσικών προσώπων που κατονομάζονται στο παράρτημα της εν λόγω κοινής θέσεως, συμπεριλαμβανομένου του πρώτου ενάγοντος. Εντούτοις, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 27ης Φεβρουαρίου 2007, C‑354/04 P, Gestoras Pro Amnistía κ.λπ. κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2007, σ. I‑1579, σκέψεις 51 έως 57), και C‑355/04 P, Segi κ.λπ. κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2007, σ. I‑1657, σκέψεις 51 έως 57), οι κοινές θέσεις κατά τους τίτλους V και VI της Συνθήκης ΕΕ, όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίησή της με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, δεν λογίζονταν ως παράγουσες αφ’ εαυτών έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, όπως είναι εν προκειμένω ο πρώτος ενάγων. Για τον λόγο αυτό, όπως προκύπτει από το άρθρο 46 της Συνθήκης ΕΕ, όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίησή της με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, δεν προβλεπόταν αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου σε σχέση με πράξεις εκδιδόμενες βάσει των διαφόρων διατάξεων του τίτλου V της ίδιας Συνθήκης με αντικείμενο την ΚΕΠΠΑ.

45      Επιπλέον, οι ενάγοντες, έχοντας προδήλως γνώση του ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να επιλαμβάνεται αγωγών αποζημιώσεως με αίτημα την αποκατάσταση προβαλλόμενης ζημίας που προέκυψε από την έκδοση κοινής θέσεως βάσει των διατάξεων του τίτλου V της Συνθήκης ΕΕ, όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίησή της με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, δεν υποστηρίζουν με την αγωγή τους ότι η ζημία της οποίας ζητούν την αποκατάσταση οφείλεται, εν όλω ή εν μέρει, στην έκδοση της κοινής θέσεως 2004/161. Διατείνονται ότι η ζημία αυτή απορρέει από την έκδοση του κανονισμού 314/2004. Η άποψη όμως αυτή δεν ευσταθεί όσον αφορά την προβαλλόμενη ζημία λόγω της προσωρινής κρατήσεως του πρώτου ενάγοντος στο αεροδρόμιο του Heathrow, δεδομένου ότι ο κανονισμός 314/2004 δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη που να απαγορεύει την είσοδο του πρώτου ενάγοντος στο Ηνωμένο Βασίλειο ή τη διέλευσή του από το έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους.

46      Επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς που προσάπτεται με την αγωγή στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, και συγκεκριμένα μεταξύ, αφενός, της εκδόσεως του κανονισμού 412/2007, ο οποίος υποστηρίζεται ότι είναι παράνομος, και, αφετέρου, της ζημίας που φέρεται να υπέστη ο πρώτος ενάγων λόγω του γεγονότος αυτού (βλ. σκέψη 21 ανωτέρω, πρώτη, τρίτη και έκτη περίπτωση). Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι δεν συντρέχει μία από τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται σωρευτικά για να θεμελιωθεί ευθύνη της Ένωσης κατά το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, κατά το μέρος που αφορά την αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται να υπέστη ο πρώτος ενάγων λόγω της προσωρινής κρατήσεώς του στο αεροδρόμιο του Heathrow, δηλαδή, συγκεκριμένα, κατά το μέρος που αφορά τα έξοδα ταξιδίου και διαμονής σε ξενοδοχείο στα οποία υποβλήθηκε, χωρίς να του επιστραφούν, ο πρώτος ενάγων, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε για να αμφισβητήσει ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου την απόφαση περί απαγορεύσεως της προσβάσεώς του στο κράτος μέλος αυτό και τη «μη περιουσιακή» βλάβη, ήτοι την ηθική βλάβη που διατείνεται ότι υπέστη λόγω των προαναφερθέντων γεγονότων (βλ. σκέψη 21 ανωτέρω, αντιστοίχως πρώτη, τρίτη και έκτη περίπτωση).

 Επί των λοιπών ζημιών

47      Όσον αφορά τις λοιπές ζημίες, επιβάλλεται η εξέταση των διαφόρων αιτιάσεων που προβάλλουν οι ενάγοντες ώστε να διευκρινιστεί αν εν προκειμένω συντρέχει η προϋπόθεση περί παράνομης συμπεριφοράς που απαιτείται στο πλαίσιο του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, για τη θεμελίωση της ευθύνης της Ένωσης.

48      Οι ενάγοντες προβάλλουν διάφορες αιτιάσεις προκειμένου να αποδείξουν τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς του Συμβουλίου και της Επιτροπής, η οποία συνίσταται στην έκδοση των κανονισμών 314/2004 και 412/2007. Πρώτον, προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, καθόσον αυτά έκριναν ότι επιβαλλόταν η αναγραφή του ονόματος του πρώτου ενάγοντος στον κατάλογο των προσώπων τα οποία αφορούσε το μέτρο της δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων που επιβλήθηκε με τον κανονισμό 314/2004. Δεύτερον, προβάλλουν έλλειψη αιτιολογίας των επίμαχων κανονισμών, κατά το μέρος που αφορούν τον πρώτο ενάγοντα, με αποτέλεσμα την προσβολή των δικαιωμάτων του άμυνας και τον αποκλεισμό οποιασδήποτε αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του. Τρίτον, προβάλλουν κατάχρηση εξουσίας. Τέταρτον, προβάλλουν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας του πρώτου ενάγοντος, όσον αφορά ειδικότερα τη διατήρηση του ονόματός του στο παράρτημα III του κανονισμού 314/2004, η οποία, κατ’ αυτούς, έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο τακτικής επανεξετάσεως από τα εν λόγω θεσμικά όργανα.

49      Προς ανάπτυξη των διαφόρων αυτών αιτιάσεων, οι ενάγοντες στηρίζονται στην προκείμενη ότι το γεγονός και μόνο ότι ο πρώτος ενάγων υπήρξε αναπληρωτής υπουργός δεν αποτελούσε επαρκή δικαιολογητικό λόγο για την εγγραφή του ονόματός του στο παράρτημα III του κανονισμού 314/2004 και για τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του. Με βάση τα ανωτέρω, προσάπτουν στα θεσμικά όργανα της Ένωσης τόσο πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον αυτά κακώς στηρίχθηκαν στην ιδιότητα αυτή προκειμένου να συναγάγουν ότι ο πρώτος ενάγων ήταν υπεύθυνος για σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όσο και μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθόσον παρέλειψαν να παράσχουν επαρκή αιτιολογία σχετικά με τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του. Η σχετική με την κατάχρηση εξουσίας αιτίασή τους έχει, κατ’ ουσίαν, την ίδια βάση. Από πλευράς τους, τα εναγόμενα θεσμικά όργανα υποστηρίζουν ότι η εγγραφή του ονόματος του πρώτου ενάγοντος στο παράρτημα III του κανονισμού 314/2004 μπορούσε νομίμως να στηριχθεί αποκλειστικώς και μόνο στην ιδιότητά του ως αναπληρωτή υπουργού, χωρίς να επιβάλλεται αιτιολόγηση της εν λόγω εγγραφής βάσει άλλων αποδεικτικών στοιχείων.

50      Η ως άνω επιχειρηματολογία των εναγόντων εγείρει το προκαταρκτικό ζήτημα του προσδιορισμού των δικαιολογητικών λόγων βάσει των οποίων επιβλήθηκε δέσμευση περιουσιακών στοιχείων στα πρόσωπα που κατονομάζονται στον κανονισμό 314/2004, μεταξύ των οποίων και ο πρώτος ενάγων κατόπιν της εκδόσεως του κανονισμού 412/2007. Συγκεκριμένα, πρέπει να προσδιοριστεί αν, κατά την αντίληψη των οργάνων που έλαβαν το μέτρο αυτό, η επιβληθείσα δέσμευση περιουσιακών στοιχείων είχε ως δικαιολογητική της βάση, όσον αφορά τον πρώτο ενάγοντα, μόνο την ιδιότητά του ως μέλους της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε ή και άλλους λόγους οι οποίοι θα πρέπει, εν ανάγκη, να προσδιοριστούν.

 Επί των λόγων της δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων του πρώτου ενάγοντος και επί της τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

51      Υπενθυμίζεται καταρχάς ότι ο κανονισμός 314/2004 εκδόθηκε βάσει των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ. Το άρθρο 60, παράγραφος 1, ΕΚ ορίζει ότι, «[ε]άν, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 301 [ΕΚ], κρίνεται αναγκαία κοινοτική δράση, το Συμβούλιο δύναται, σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 301 [ΕΚ] διαδικασία, να λαμβάνει τα αναγκαία επείγοντα μέτρα σχετικά με τις κινήσεις κεφαλαίων και τις πληρωμές έναντι των οικείων τρίτων χωρών». Το δε άρθρο 301 ΕΚ ορίζει ότι, «[ό]ταν μία κοινή θέση ή κοινή δράση, που εγκρίθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης για την [ΕΕ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας] σχετικά με την [ΚΕΠΠΑ], προβλέπει δράση της Κοινότητας για τη μερική ή ολοκληρωτική μείωση ή διακοπή των οικονομικών σχέσεων με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία μετά από πρόταση της Επιτροπής, λαμβάνει τα αναγκαία επείγοντα μέτρα».

52      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ, ιδίως των φράσεων «έναντι των οικείων τρίτων χωρών» και «με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες» που περιέχονται στα άρθρα αυτά, σκοπός των εν λόγω διατάξεων είναι η λήψη μέτρων εις βάρος «τρίτων χωρών», έννοια που μπορεί να περικλείει τόσο τους ιθύνοντες μιας τέτοιας χώρας όσο και τα άτομα και τις οντότητες που συνδέονται με τους ιθύνοντες αυτούς ή υπόκεινται στον άμεσο ή έμμεσο έλεγχό τους (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑402/05 P και C‑415/05 P, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑6351, σκέψη 166, και της 13ης Μαρτίου 2012, C‑376/10 P, Tay Za κατά Συμβουλίου, σκέψη 53).

53      Επιβάλλεται επίσης η υπόμνηση των αιτιολογικών σκέψεων 4 και 5 του κανονισμού 314/2004, με τις οποίες εκτίθενται οι λόγοι θεσπίσεως ιδίως του άρθρου 6 του εν λόγω κανονισμού, του οποίου το περιεχόμενο υπενθυμίζεται στη σκέψη 5 ανωτέρω. Οι εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις έχουν ως εξής:

«(4)      Τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπει η κοινή θέση 2004/161/ΚΕΠΠΑ περιλαμβάνουν […] δέσμευση κεφαλαίων, χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και οικονομικών πόρων των μελών της Κυβέρνησης της Ζιμπάμπουε, καθώς και οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου, οντότητας ή οργανισμού που έχουν σχέση με αυτά.

(5)      Τα μέτρα αυτά εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης [ΕΚ] και κατά συνέπεια, για να αποφευχθεί η στρέβλωση του ανταγωνισμού, είναι αναγκαία η θέσπιση κοινοτικής νομοθεσίας για την εφαρμογή τους […]».

54      Όσον αφορά τον κανονισμό 412/2007, η αιτιολογική του σκέψη 2 αναφέρει απλώς ότι «[η] κοινή θέση 2007/235/ΚΕΠΠΑ […] τροποποιεί το παράρτημα της κοινής θέσης 2004/161/ΚΕΠΠΑ» και ότι, «[κ]ατά συνέπεια, το παράρτημα ΙΙΙ του κανονισμού […] 314/2004 πρέπει να τροποποιηθεί ανάλογα». Ο κανονισμός 412/2007 περιέχει μόνο δύο άρθρα, εκ των οποίων το μεν άρθρο 1 απλώς τροποποιεί, σύμφωνα με το παράρτημα του κανονισμού αυτού, το παράρτημα III του κανονισμού 314/2004, το δε άρθρο 2 ορίζει την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού 412/2007.

55      Πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη οι διατάξεις της κοινής θέσεως 2004/161 και της αποφάσεως 2007/235, όπως συνοψίστηκαν αντιστοίχως στις σκέψεις 2 και 8 ανωτέρω, οι οποίες εντάσσονται στο πλαίσιο της εκδόσεως των κανονισμών 314/2004 και 412/2007 και δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα.

56      Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση των αιτιολογικών σκέψεων 2, 6 και 7 της κοινής θέσεως 2004/161, οι οποίες έχουν ως εξής:

«(2)      Με την κοινή θέση 2002/145/ΚΕΠΠΑ το Συμβούλιο επέβαλε επίσης απαγόρευση ταξιδίων και δέσμευση κεφαλαίων στην Κυβέρνηση της Ζιμπάμπουε και σε άτομα που φέρουν μεγάλη ευθύνη για σοβαρές παραβιάσεις δικαιωμάτων και της ελευθερίας της γνώμης, του συνεταιρίζεσθαι και του συνέρχεσθαι ειρηνικά.

[…]

(6)      Δεδομένου ότι η επιδείνωση της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συνεχίζεται στη Ζιμπάμπουε, τα περιοριστικά μέτρα που ενέκρινε η [Ένωση] θα πρέπει να ανανεωθούν για δώδεκα ακόμη μήνες […]

(7)      Ο στόχος αυτών των περιοριστικών μέτρων είναι να ενθαρρυνθούν τα σκοπούμενα πρόσωπα να απορρίψουν τις πολιτικές που οδηγούν σε καταστρατήγηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ελευθερίας της έκφρασης και της χρηστής διακυβέρνησης.»

57      Όπως προκύπτει σαφώς από τον συνδυασμό των ανωτέρω αιτιολογικών σκέψεων και διατάξεων, το Συμβούλιο, με τη θέσπιση του άρθρου 6 του κανονισμού 314/2004, είχε την πρόθεση να επιβάλει δέσμευση περιουσιακών στοιχείων στα «μέλη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε», των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονταν στο παράρτημα III του εν λόγω κανονισμού, στηριζόμενο αποκλειστικώς και μόνο στην ιδιότητά τους ως μελών της κυβερνήσεως του εν λόγω κράτους. Τούτο συνάγεται, ιδίως, από την αναφορά που κάνουν η αιτιολογική σκέψη 2 και το άρθρο 5, παράγραφος 1, της κοινής θέσεως 2004/161 σε δύο χωριστές κατηγορίες προσώπων έναντι των οποίων επιβάλλεται το μέτρο της δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων, ήτοι, αφενός, στα μέλη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε και, αφετέρου, «σε άτομα που φέρουν μεγάλη ευθύνη για σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθερίας της γνώμης, του συνεταιρίζεσθαι και του συνέρχεσθαι ειρηνικά».

58      Από την τροποποίηση της σχετικής με τον πρώτο ενάγοντα καταχωρίσεως που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της κοινής θέσεως 2004/161 και στο παράρτημα ΙΙΙ του κανονισμού 314/2004, τροποποίηση η οποία πραγματοποιήθηκε αντιστοίχως με την απόφαση 2007/455 και με τον κανονισμό 777/2007 (βλ. σκέψεις 10 και 12 ανωτέρω), δεν μπορεί να συναχθεί διαφορετικό συμπέρασμα. Συγκεκριμένα, η φράση «ως εκ τούτου» που περιλαμβάνεται στην περίοδο που προστέθηκε στην καταχώριση αυτή καταδεικνύει, σε σχέση με τον πρώτο ενάγοντα, ότι η ιδιότητά του και μόνο ως μέλους κυβερνήσεως η οποία συμμετείχε σε δραστηριότητες που υπονόμευαν τη δημοκρατία, τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το κράτος δικαίου, δικαιολογούσε την υπαγωγή του στα μέτρα που επιβλήθηκαν με την προαναφερθείσα κοινή θέση. Πράγματι, είναι πρόδηλο ότι επρόκειτο για απλή διευκρίνιση και όχι για τροποποίηση του ως άνω δικαιολογητικού λόγου.

59      Τα επιχειρήματα περί του αντιθέτου τα οποία προβάλλουν οι ενάγοντες δεν μπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετικό συμπέρασμα.

60      Κατά πρώτο λόγο, οι ενάγοντες μνημονεύουν την αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού 314/2004, η οποία έχει ως εξής:

«Το Συμβούλιο θεωρεί ότι η Κυβέρνηση της Ζιμπάμπουε εξακολουθεί να διαπράττει σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Για τον λόγο αυτό, επί όσο διάστημα συνεχίζονται οι παραβιάσεις αυτές, το Συμβούλιο κρίνει αναγκαίο να διατηρήσει τα περιοριστικά μέτρα εναντίον της Κυβέρνησης της Ζιμπάμπουε και των προσώπων που φέρουν την κύρια ευθύνη για τις εν λόγω παραβιάσεις.»

61      Κατά τους ενάγοντες, τα ανωτέρω ανταποκρίνονται στο πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται ο εν λόγω κανονισμός, λαμβανομένης επίσης υπόψη της αναφοράς που κάνει η αιτιολογική σκέψη 3 της κοινής θέσεως 2004/161 σε άλλη προγενέστερη κοινή θέση, η οποία «επέκτεινε [τα] περιοριστικά μέτρα [που επιβλήθηκαν με την κοινή θέση 2002/145] σε άλλα πρόσωπα τα οποία φέρουν μεγάλη ευθύνη για [τις] παραβιάσεις» που μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 2 της κοινής θέσεως 2004/161.

62      Το επιχείρημα που προσπαθούν να αντλήσουν οι ενάγοντες από τις προπαρατεθείσες αιτιολογικές σκέψεις δεν ευσταθεί. Η αναφορά που κάνει η αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού 314/2004 στο γεγονός ότι, κατά το Συμβούλιο, η Κυβέρνηση της Ζιμπάμπουε διαπράττει σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν έχει την έννοια ότι το Συμβούλιο προσήπτε ατομικώς σε κάθε μέλος της εν λόγω κυβερνήσεως συγκεκριμένες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για τις οποίες το μέλος αυτό έφερε ατομική ευθύνη. Η αναφορά αυτή εναρμονίζεται πλήρως με την απόφαση να επιβληθεί στο σύνολο των μελών της εν λόγω κυβερνήσεως δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων τους, λόγω και μόνο της ιδιότητάς τους ως μελών της κυβερνήσεως και, ως εκ τούτου, υπεύθυνων για την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

63      Η ανωτέρω ερμηνεία της επίμαχης αιτιολογικής σκέψεως επιβεβαιώνεται από τη δεύτερη περίοδό της στην οποία γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ της «Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε» και «των προσώπων που φέρουν την κύρια ευθύνη για τις εν λόγω παραβιάσεις», διατύπωση με την οποία επαναλαμβάνεται, με διαφορετικούς όρους, η διάκριση περί της οποίας έγινε λόγος στη σκέψη 57 ανωτέρω.

64      Επιπλέον, η αιτιολογική σκέψη 3 της κοινής θέσεως 2004/161, την οποία επίσης επικαλούνται οι ενάγοντες, δεν ασκεί επιρροή, στον βαθμό που το περιεχόμενό της συνίσταται απλώς στην υπόμνηση μιας άλλης κοινής θέσεως η οποία τροποποίησε την κοινή θέση 2002/145. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι η ισχύς της τελευταίας αυτής κοινής θέσεως έληξε στις 20 Φεβρουαρίου 2004 και ότι αυτή αντικαταστάθηκε με την κοινή θέση 2004/161.

65      Κατά δεύτερο λόγο, οι ενάγοντες στηρίζονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της κοινής θέσεως 2004/161 (βλ. σκέψη 2 ανωτέρω). Υποστηρίζουν ότι από την ιδιότητα και μόνο του πρώτου ενάγοντος ως αναπληρωτή υπουργού δεν προκύπτει η ανάμειξή του σε δραστηριότητες που υπονομεύουν σοβαρά τη δημοκρατία, τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το κράτος δικαίου στη Ζιμπάμπουε.

66      Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της κοινής θέσεως 2004/161 αφορά την απαγόρευση εισόδου στο έδαφος των κρατών μελών και μετακινήσεως ή διελεύσεως από το έδαφος αυτό, η οποία επιβλήθηκε στα φυσικά πρόσωπα που κατονομάζονται στο παράρτημα της εν λόγω κοινής θέσεως. Όπως προκύπτει από σκέψη 44 ανωτέρω, πρόκειται για μέτρο το οποίο έχουν αρμοδιότητα να λαμβάνουν τα κράτη μέλη. Ο κανονισμός 314/2004 δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη επ’ αυτού. Επομένως, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η απαγόρευση που προβλέπεται με το άρθρο 4 της εν λόγω κοινής θέσεως δεν επιβλήθηκε στα εμπλεκόμενα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και ο πρώτος ενάγων, λόγω και μόνο της ιδιότητάς τους ως μελών της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε, το γεγονός αυτό και μόνο στερείται σημασίας σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους επιβλήθηκε στα ίδια πρόσωπα το μέτρο της δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων τους. Πράγματι, το άρθρο 5, παράγραφος 1, της προαναφερθείσας κοινής θέσεως, το οποίο αφορά τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων και του οποίου το κείμενο παρατέθηκε στη σκέψη 2 ανωτέρω, δεν περιέχει καμία αναφορά στις δραστηριότητες των μελών της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε, αντίστοιχη με την αναφορά που περιέχει το άρθρο 4, παράγραφος 1, της ίδιας κοινής θέσεως.

67      Κατά τρίτο λόγο, οι ενάγοντες επικαλούνται, αφενός, το γεγονός ότι ο πρώτος ενάγων, κατά τον χρόνο διαγραφής του ονόματός του από το παράρτημα III του κανονισμού 314/2004 (βλ. σκέψη 12 ανωτέρω), εξακολουθούσε να είναι αναπληρωτής υπουργός και ότι συνέχισε να ασκεί τα καθήκοντά του ακόμη και μετά τη διαγραφή αυτή και, αφετέρου, το γεγονός ότι δεν επιβλήθηκε αντίστοιχο μέτρο δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων σε ορισμένους άλλους υπουργούς ή αναπληρωτές υπουργούς, μέλη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε, που διορίστηκαν τον Φεβρουάριο 2009. Κατά τους ενάγοντες, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η θέση του αναπληρωτή υπουργού που κατείχε ο πρώτος ενάγων δεν αποτελούσε, αυτή καθαυτή, επαρκή δικαιολογητικό λόγο για την εγγραφή του ονόματός του στον κατάλογο των προσώπων έναντι των οποίων ο κανονισμός 314/2004 επέβαλε το μέτρο της δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων τους.

68      Συναφώς, επισημαίνεται ότι ουδείς εκ των διαδίκων αμφισβητεί ότι, μετά την εγγραφή του ονόματος του πρώτου ενάγοντος στον κατάλογο προσώπων έναντι των οποίων ο κανονισμός 314/2004 επέβαλε το μέτρο της δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων, η πολιτική κατάσταση στη Ζιμπάμπουε γνώρισε μια σημαντική εξέλιξη λόγω της υπογραφής, στις 15 Σεπτεμβρίου 2008, της «Global Political Agreement» (Συνολική Πολιτική Συμφωνία, στο εξής: GPA) μεταξύ, αφενός, του κυβερνητικού κόμματος Zanu PF και, αφετέρου, των δύο πτερύγων του κόμματος της αντιπολιτεύσεως MDC. Η GPA προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τον διορισμό του Morgan Tsvangirai, επικεφαλής του MDC, ως πρωθυπουργού, καθώς και τον διορισμό νέας κυβερνήσεως, αποτελούμενης από δύο αντιπροέδρους, τους οποίους θα πρότειναν οι δύο πτέρυγες του MDC, από 31 υπουργούς, εκ των οποίων τους δεκαπέντε θα πρότεινε το Zanu PF και τους λοιπούς δεκαέξι οι δύο πτέρυγες του MDC, καθώς και από δεκαπέντε αναπληρωτές υπουργούς, εκ των οποίων τους οκτώ θα πρότεινε το Zanu PF και τους λοιπούς επτά οι δύο πτέρυγες του MDC. Ο διορισμός της νέας κυβερνήσεως έλαβε τελικώς χώρα τον Φεβρουάριο 2009.

69      Δεδομένης της σημαντικής αυτής εξελίξεως, το γεγονός ότι τα ονόματα των υπουργών που διορίστηκαν μέλη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε μετά την υπογραφή της GPA δεν συμπεριλήφθηκαν στον κατάλογο προσώπων έναντι των οποίων ο κανονισμός 314/2004 επέβαλε το μέτρο της δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων δεν μπορεί να προβληθεί ως επιχείρημα προς στήριξη της προβαλλόμενης από τους ενάγοντες απόψεως ότι, το 2007, όταν λήφθηκε η απόφαση για την επιβολή του προαναφερθέντος μέτρου στον πρώτο ενάγοντα, πρόθεση του Συμβουλίου δεν ήταν να επιβάλει τη δέσμευση αυτή λόγω και μόνο της ιδιότητας του πρώτου ενάγοντος ως μέλους της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε. Η εκτίμηση αυτή δεν θίγει την εξέταση που ακολουθεί σχετικά με τη νομιμότητα τόσο της αποφάσεως περί δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων του πρώτου ενάγοντος όσο και της αποφάσεως που λήφθηκε τον Φεβρουάριο 2009 να μην αρθεί η έναντί του εφαρμογή του ως άνω μέτρου. Τα ζητήματα αυτά διαφέρουν από τον προσδιορισμό των δικαιολογητικών λόγων βάσει των οποίων το όνομα του πρώτου ενάγοντος περιλήφθηκε στον κατάλογο προσώπων των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία δεσμεύθηκαν κατ’ εφαρμογή του κανονισμού 314/2004.

70      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το μέτρο της δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων επιβλήθηκε στον πρώτο ενάγοντα λόγω και μόνο της ιδιότητάς του ως αναπληρωτή υπουργού. Με βάση το συμπέρασμα αυτό, πρέπει να απορριφθεί εκ προοιμίου ως αβάσιμη η αιτίαση των εναγόντων περί μη τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Συγκεκριμένα, στον βαθμό που, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω εκτιμήσεις, αφενός, ο κανονισμός 314/2004 διευκρινίζει σαφώς ότι το Συμβούλιο είχε την πρόθεση να επιβάλει στα μέλη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων τους και, αφετέρου, το παράρτημα III του ίδιου κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 412/2007, κάνει μνεία της ιδιότητας του πρώτου ενάγοντος ως αναπληρωτή υπουργού, πρέπει να συναχθεί ότι περιέχει επαρκή έκθεση των δικαιολογητικών λόγων βάσει των οποίων επιβλήθηκε σε αυτόν η δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του.

71      Το ζήτημα του αν το Συμβούλιο έκρινε ορθώς κατά νόμο ότι η ιδιότητα του πρώτου ενάγοντος αρκούσε, αφ’ εαυτής, για τη δικαιολόγηση της δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων του δεν αφορά την τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, αλλά το βάσιμο της αιτιολογίας, το οποίο αποτελεί στοιχείο της ουσιαστικής νομιμότητας της επίμαχης πράξεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 67, και της 22ας Μαρτίου 2001, C‑17/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑2481, σκέψη 35). Το ζήτημα αυτό εξετάζεται στη συνέχεια, προς τον σκοπό δε αυτό πρέπει να γίνει εκτίμηση των αιτιάσεων των εναγόντων περί πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και περί καταχρήσεως εξουσίας.

 Επί των αιτιάσεων περί πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και περί καταχρήσεως εξουσίας

72      Το Γενικό Δικαστήριο, με την απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2009, T‑390/08, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2009, σ. II‑3967, σκέψη 36), έκρινε ότι, όσον αφορά τους γενικούς κανόνες που καθορίζουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής περιοριστικών μέτρων, το Συμβούλιο διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως σε σχέση με τα στοιχεία που πρέπει να συνεκτιμώνται ενόψει της λήψεως μέτρων οικονομικών και χρηματοοικονομικών κυρώσεων βάσει των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ, σύμφωνα με κοινή θέση εκδοθείσα στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ). Δεδομένου ότι τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν μπορούν ιδίως να υποκαθιστούν το Συμβούλιο όσον αφορά την εκτίμηση των αποδείξεων, των γεγονότων και των περιστάσεων που δικαιολογούν τη λήψη τέτοιων μέτρων, ο έλεγχος που ασκεί το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων και των κανόνων περί αιτιολογίας, του υποστατού των πραγματικών περιστατικών, καθώς και της απουσίας, αφενός, πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά και, αφετέρου, καταχρήσεως εξουσίας. Ο περιορισμένος αυτός έλεγχος ισχύει ιδίως για την εκτίμηση των λόγων σκοπιμότητας επί των οποίων στηρίζονται τέτοια μέτρα.

73      Εντούτοις, πρέπει επίσης, στο πλαίσιο αυτό, να λαμβάνεται υπόψη η μνημονευθείσα στη σκέψη 52 ανωτέρω νομολογία σχετικά με την έννοια «τρίτη χώρα» κατά το άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο της ασκήσεως της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει στον τομέα αυτό, το Συμβούλιο, οσάκις προτίθεται να λάβει, βάσει των προαναφερθέντων άρθρων, περιοριστικά μέτρα κατά των ιθυνόντων μιας τέτοιας χώρας καθώς και κατά ατόμων και οντοτήτων που συνδέονται με τους ιθύνοντες αυτούς ή υπόκεινται στον άμεσο ή έμμεσο έλεγχό τους, μπορεί, ασφαλώς, να καθορίζει κατά τρόπο περισσότερο ή λιγότερο ευρύ τον κύκλο των ιθυνόντων και των συνδεόμενων με αυτούς προσώπων έναντι των οποίων θα ληφθούν τα επικείμενα μέτρα, αλλά δεν μπορεί να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω μέτρων σε πρόσωπα ή σε οντότητες που δεν εμπίπτουν σε καμία από τις ανωτέρω κατηγορίες (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Tay Za κατά Συμβουλίου, σκέψη 52 ανωτέρω, σκέψη 63).

74      Επιπλέον, στην περίπτωση κατά την οποία το Συμβούλιο καθορίζει με τρόπο αφηρημένο τα κριτήρια βάσει των οποίων το όνομα ενός προσώπου ή μιας οντότητας μπορεί να εγγράφεται στον κατάλογο προσώπων και οντοτήτων έναντι των οποίων εφαρμόζονται τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει των δύο προαναφερθέντων άρθρων, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να ελέγξει, λαμβάνοντας υπόψη τους ισχυρισμούς ή λόγους που έχει προβάλει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή η ενδιαφερόμενη οντότητα ή, ενδεχομένως, τους αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενους ισχυρισμούς ή λόγους, αν η περίπτωσή του/της πληροί τα αφηρημένα κριτήρια που έχει καθορίσει το Συμβούλιο. Ο έλεγχος αυτός περιλαμβάνει την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των συνθηκών που έχουν προβληθεί ως δικαιολογητική βάση της εγγραφής του ονόματος του ενδιαφερόμενου προσώπου ή της ενδιαφερόμενης οντότητας στον κατάλογο προσώπων και οντοτήτων έναντι των οποίων λαμβάνονται τα περιοριστικά μέτρα καθώς και την εξέταση των αποδεικτικών και πληροφοριακών στοιχείων επί των οποίων στηρίζεται η εκτίμηση αυτή. Το Γενικό Δικαστήριο πρέπει επίσης να ελέγχει συναφώς τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και την τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως καθώς και, ενδεχομένως, το βάσιμο των επιτακτικών λόγων που κατ’ εξαίρεση έχει επικαλεστεί το Συμβούλιο για να μην τηρήσει τις υποχρεώσεις αυτές (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 72 ανωτέρω, σκέψη 37).

75      Εν προκειμένω, ουδείς εκ των διαδίκων αμφισβητεί ότι ο πρώτος ενάγων, κατά τον χρόνο της εγγραφής του ονόματός του στο παράρτημα III του κανονισμού 314/2004, ήταν αναπληρωτής υπουργός στη Ζιμπάμπουε και ότι διατήρησε την ιδιότητα αυτή καθ’ όλη την περίοδο κατά την οποία το όνομά του ήταν εγγεγραμμένο στο παράρτημα αυτό.

76      Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι πρέπει να «προσδιοριστεί σε ποιο βαθμό ένας αναπληρωτής υπουργός ασκεί την εκτελεστική εξουσία» και εκθέτουν σειρά στοιχείων για να αποδείξουν ότι το πεδίο δράσεως του πρώτου ενάγοντος ήταν «αυστηρώς περιορισμένο στα καθήκοντα που ενέπιπταν στο υπουργικό χαρτοφυλάκιό του» και ότι δεν υφίστατο «σύνδεσμος μεταξύ των υπουργικών αρμοδιοτήτων του [πρώτου ενάγοντος] και των περιορισμών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του κράτους δικαίου ή των δημοκρατικών θεσμών».

77      Πάντως, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι οι αναπληρωτές υπουργοί εμπίπτουν στην έννοια των «ιθυνόντων» τρίτης χώρας, εν προκειμένω της Ζιμπάμπουε, κατά τη μνημονευόμενη στη σκέψη 52 ανωτέρω νομολογία, καθώς και στην έννοια των «μελών της κυβερνήσεως» της χώρας αυτής, κατά την κοινή θέση 2004/161 και τον κανονισμό 314/2004. Κατά συνέπεια, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, επιβάλλοντας στον πρώτο ενάγοντα το περιοριστικό μέτρο της δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων του κατόπιν του διορισμού του ως αναπληρωτή υπουργού, δεν υπέπεσαν σε πλάνη περί τα πράγματα.

78      Υπό τις συνθήκες αυτές, τα επιχειρήματα των εναγόντων, τα οποία εκτέθηκαν συνοπτικά στη σκέψη 76 ανωτέρω, μπορούν να εξεταστούν μόνο υπό το πρίσμα ενδεχόμενης πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως του Συμβουλίου, στο μέτρο δηλαδή που το Συμβούλιο, με την έκδοση του κανονισμού 314/2004, προέβλεψε περιοριστικό μέτρο συνιστάμενο στη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων όλων των μελών της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε, χωρίς να κάνει διάκριση μεταξύ, αφενός, των μελών των οποίων οι δραστηριότητες ή οι αρμοδιότητες είχαν σύνδεσμο με τις σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα αυτή, όπως οι εν λόγω παραβιάσεις διαπιστώθηκαν από το Συμβούλιο (βλ. αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού 314/2004), και, αφετέρου, των μελών ως προς τα οποία δεν μπορούσε να αποδειχθεί σύνδεσμος αυτού του είδους.

79      Συναφώς, παρατηρείται ότι κακώς οι ενάγοντες διατείνονται ότι η υπό κρίση υπόθεση «δεν αφορά ενδεχόμενη παρανομία κατά τη διατύπωση των κανόνων» που διέπουν την εγγραφή του ονόματος ενός προσώπου στον κατάλογο προσώπων που υπόκεινται σε δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων τους, αλλά την εφαρμογή των εν λόγω κανόνων. Συγκεκριμένα, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 77 ανωτέρω, λαμβανομένου υπόψη του κριτηρίου που χρησιμοποιήθηκε εν προκειμένω, ήτοι της ιδιότητας και μόνο του ενδιαφερομένου ως μέλους της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε, η εφαρμογή των σχετικών κανόνων στην υπό κρίση περίπτωση ήταν ορθή.

80      Όσον αφορά το ζήτημα του αν το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τη διατύπωση των προαναφερθέντων κανόνων, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, του σκοπού της επίμαχης δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων, με την οποία επιδιωκόταν «να ενθαρρυνθούν τα σκοπούμενα πρόσωπα να απορρίψουν τις πολιτικές που οδηγούν σε καταστρατήγηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ελευθερίας της έκφρασης και της χρηστής διακυβέρνησης» (αιτιολογική σκέψη 7 της κοινής θέσεως 2004/161, βλ. σκέψη 56 ανωτέρω) και, αφετέρου, της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει το Συμβούλιο στον τομέα αυτό (βλ. σκέψη 72 ανωτέρω), δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε τέτοια πλάνη.

81      Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η ενεργός ενασχόληση ενός προσώπου με τους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας του, στην οποία η λειτουργία της δημοκρατίας είναι ελλιπής και υφίστανται σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου, δεν μπορεί να δικαιολογεί τη λήψη περιοριστικών μέτρων έναντι του προσώπου αυτού. Η αντίθετη άποψη θα ισοδυναμούσε με απαξίωση της δημοκρατίας.

82      Το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί. Όπως προκύπτει από τις μνημονευθείσες στις σκέψεις 1 έως 8 ανωτέρω αιτιολογικές σκέψεις και διατάξεις, κατά τον χρόνο της επιβολής του επίμαχου μέτρου της δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων με τον κανονισμό 314/2004, καθώς και κατά τον χρόνο της εγγραφής, το 2007, του ονόματος του πρώτου ενάγοντος στον κατάλογο των υποκείμενων στο μέτρο αυτό προσώπων, το Συμβούλιο εκτιμούσε ότι η Κυβέρνηση της Ζιμπάμπουε ήταν υπεύθυνη για σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα αυτή. Με βάση την εκτίμηση αυτή, την οποία δεν επιχειρούν να αμφισβητήσουν οι ενάγοντες, το Συμβούλιο μπορούσε, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, να δεχθεί ότι οποιοσδήποτε ενδιαφερόταν να συμμετάσχει στους «δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας του» δεν έπρεπε να γίνει μέλος μιας τέτοιας κυβερνήσεως, πριν η κυβέρνηση αυτή, ή άλλη που θα την αντικαθιστούσε, απορρίψει τις πολιτικές που οδηγούσαν σε καταστρατήγηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ελευθερίας της εκφράσεως και της χρηστής διακυβερνήσεως.

83      Οι ενάγοντες υποστηρίζουν επίσης ότι η έννοια «στοχευμένες κυρώσεις», στην οποία εμπίπτει η επίμαχη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, συνεπάγεται κατ’ ανάγκη τη συνεκτίμηση των ατομικών δραστηριοτήτων των εμπλεκόμενων προσώπων. Κατά τους ενάγοντες, σκοπός των ανωτέρω κυρώσεων είναι να προσδιοριστεί ποιοι είναι οι υπεύθυνοι για τις επίμαχες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

84      Επιπλέον, οι ενάγοντες κάνουν μνεία του εγγράφου 15114/05 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 2005, με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή και αξιολόγηση των περιοριστικών μέτρων (κυρώσεων) στα πλαίσια της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας της ΕΕ», αντίγραφο του οποίου έχουν επισυνάψει στο δικόγραφο της αγωγής τους.

85      Ειδικότερα, επικαλούνται την παράγραφο 14 του εν λόγω εγγράφου, η οποία επιγράφεται «Στοχοθετημένα μέτρα» και έχει ως εξής:

«Στο στόχαστρο των λαμβανόμενων μέτρων θα πρέπει να βρίσκονται όσοι έχουν αναγνωρισθεί ως υπεύθυνοι για τις πολιτικές ή τις δράσεις που οδήγησαν στην απόφαση της ΕΕ να επιβάλει περιοριστικά μέτρα. Τα στοχοθετημένα μέτρα είναι αποτελεσματικότερα από τα μέτρα που λαμβάνονται αδιακρίτως και ελαχιστοποιούν τις αρνητικές συνέπειες για όσους δεν είναι υπεύθυνοι για τις εν λόγω πολιτικές ή δράσεις.»

86      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι τα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ, όπως προκύπτει από το γράμμα τους, αφορούν τις τρίτες χώρες. Στο πλαίσιο αυτό, μπορεί να γίνεται λόγος για «στοχευμένες κυρώσεις», όταν τα περιοριστικά μέτρα που εκδίδονται βάσει των δύο προαναφερθέντων άρθρων δεν αφορούν το σύνολο της οικείας χώρας και των προσώπων που κατοικούν σε αυτή ή που διαθέτουν την ιθαγένειά της, αλλά αποκλειστικώς τα πρόσωπα που έχουν χαρακτηριστεί ως υπεύθυνα για πολιτικές ή ενέργειες στις οποίες οφείλεται η επιβολή των εν λόγω μέτρων. Αυτή ακριβώς είναι και η έννοια της παραγράφου 14 του εγγράφου 15114/05 του Συμβουλίου, την οποία μνημονεύουν οι ενάγοντες.

87      Το ουσιώδες ζήτημα που τίθεται είναι αποκλειστικώς ο προσδιορισμός των υπευθύνων στους οποίους μπορούν να επιβληθούν οι στοχευμένες κυρώσεις. Πάντως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τέτοιες κυρώσεις μπορούν να επιβάλλονται στους ιθύνοντες τρίτης χώρας και στα συνδεόμενα με αυτούς πρόσωπα (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Tay Za κατά Συμβουλίου, σκέψη 52 ανωτέρω, σκέψη 68). Επομένως, κατά τη νομολογία αυτή, οι εν λόγω ιθύνοντες και τα συνδεόμενα με αυτούς πρόσωπα θεωρούνται ως υπεύθυνοι για πολιτικές ή ενέργειες στις οποίες οφείλεται η λήψη των επίμαχων περιοριστικών μέτρων, ανεξαρτήτως της προσωπικής τους αναμείξεως στην εφαρμογή των πολιτικών ή ενεργειών αυτών. Το συμπέρασμα αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση των μελών της κυβερνήσεως τρίτης χώρας τα οποία, ανεξαρτήτως των ατομικών αρμοδιοτήτων τους εντός της κυβερνήσεως αυτής, φέρουν τη συλλογική ευθύνη για την πολιτική που ασκεί η εν λόγω κυβέρνηση καθώς και για το σύνολο των ενεργειών της.

88      Από τα ανωτέρω έπεται ότι τα επιχειρήματα των εναγόντων που αφορούν τη φύση των επίμαχων περιοριστικών μέτρων ως στοχευμένων κυρώσεων καθώς και το έγγραφο 15114/05 του Συμβουλίου, πρέπει να απορριφθούν. Επομένως, δεν παρίσταται ανάγκη εξετάσεως των συνεπειών που έχει επί της υπό κρίση υποθέσεως το γεγονός ότι το έγγραφο 15114/05 του Συμβουλίου είναι μεταγενέστερο της εκδόσεως του κανονισμού 314/2004.

89      Επιπλέον, λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, πρέπει να απορριφθεί το σύνολο των επιχειρημάτων των εναγόντων σχετικά με τις ατομικές δραστηριότητες του πρώτου ενάγοντος. Συγκεκριμένα, σκοπός και αυτών των επιχειρημάτων, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ευσταθούν, είναι να αποδειχθεί ότι ο πρώτος ενάγων δεν είχε προσωπική ανάμειξη στις πολιτικές και ενέργειες της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε σε σχέση με τις οποίες λήφθηκαν τα επίμαχα μέτρα και ότι, τόσο ως ιδιώτης όσο και με την υπουργική του ιδιότητα, επηρέασε θετικά την κατάσταση στη χώρα του. Οι περιστάσεις αυτές δεν αρκούν προκειμένου να αποδειχθεί ότι το Συμβούλιο, όταν αποφάσισε να επιβάλει το μέτρο της δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων σε όλα τα μέλη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε, χωρίς να κάνει διάκριση μεταξύ όσων είχαν προσωπική ανάμειξη σε παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και όσων δεν είχαν τέτοια ανάμειξη, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

90      Επιπλέον, δεν αρκούν για την απόδειξη τέτοιας πλάνης όσα διατείνονται οι ενάγοντες σχετικά με την προσωπική στήριξη που παρέσχε ο πρώτος ενάγων σε λευκούς γαιοκτήμονες οι οποίοι απειλούνταν με έξωση από τη γη τους.

91      Επισημαίνεται συναφώς ότι τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία που επικαλούνται οι ενάγοντες συνίστανται σε επιστολές και δηλώσεις οι οποίες είναι εν μέρει προγενέστερες του διορισμού του πρώτου ενάγοντος ως αναπληρωτή υπουργού. Όσον αφορά τα στοιχεία των οποίων η ημερομηνία είναι μεταγενέστερη του διορισμού αυτού, από το περιεχόμενό τους δεν προκύπτει σαφώς αν αναφέρονται σε περιστατικά προγενέστερα ή μεταγενέστερα του εν λόγω διορισμού.

92      Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν βάσει των ανωτέρω στοιχείων γίνει δεκτό ότι ο πρώτος ενάγων, σε χρόνο μεταγενέστερο του διορισμού του ως αναπληρωτή υπουργού, συνέχισε να παρέχει τη στήριξή του σε ορισμένους λευκούς γαιοκτήμονες που απειλούνταν με έξωση, το γεγονός αυτό και μόνο είναι προδήλως ανεπαρκές για να στηρίξει το συμπέρασμα ότι, εντός της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε, ο πρώτος ενάγων εφάρμοζε διαφορετική πολιτική, σαφώς αντίθετη προς τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τις οποίες ήταν υπεύθυνη η εν λόγω κυβέρνηση και αποσκοπούσα στον τερματισμό των παραβιάσεων αυτών. Μόνο στην τελευταία αυτή περίπτωση θα μπορούσε ενδεχομένως να τεθεί ζήτημα πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως του Συμβουλίου, κατά το μέρος που αυτό παρέλειψε να προβεί σε διάκριση μεταξύ δύο τάσεων στο πλαίσιο της ίδιας κυβερνήσεως, αλλά επέβαλε αδιακρίτως το μέτρο της δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων στο σύνολο των μελών της.

93      Οι ανωτέρω εκτιμήσεις καθιστούν δυνατή την απόρριψη ως αβάσιμων των αιτιάσεων των εναγόντων τόσο περί πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως όσο και περί καταχρήσεως εξουσίας, οι οποίες προβλήθηκαν σε σχέση με την εγγραφή του ονόματος του πρώτου ενάγοντος στον κατάλογο των προσώπων έναντι των οποίων ο κανονισμός 314/2004 επέβαλε δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων.

94      Ειδικότερα, όσον αφορά την αιτίαση περί καταχρήσεως εξουσίας, υπενθυμίζεται ότι μια πράξη εκδίδεται κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον αν με βάση αντικειμενικά, κρίσιμα και συγκλίνοντα στοιχεία προκύπτει ότι εκδόθηκε με αποκλειστικό, ή τουλάχιστον καθοριστικό, σκοπό άλλον από εκείνον τον οποίο αναφέρει ή για την παράκαμψη διαδικασίας που προβλέπεται ειδικά στη Συνθήκη για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων περιστάσεων (βλ. απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 72 ανωτέρω, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

95      Πάντως, οι ενάγοντες δεν προέβαλαν επιχειρήματα και δεν προσκόμισαν αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να καταδείξουν ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή, επιβάλλοντας στα μέλη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε το μέτρο της δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων και περιλαμβάνοντας το όνομα του πρώτου ενάγοντος στον κατάλογο των προσώπων τα οποία αφορούσε η δέσμευση αυτή, επιδίωκαν σκοπό διαφορετικό από τον σκοπό που συνίστατο στην προτροπή προς τα εμπλεκόμενα πρόσωπα να απορρίψουν τις πολιτικές που οδηγούν σε καταστρατήγηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ελευθερίας της εκφράσεως και της χρηστής διακυβερνήσεως στη χώρα αυτή. Επομένως, δεν μπορεί, εν προκειμένω, να τεθεί ζήτημα καταχρήσεως εξουσίας (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 72 ανωτέρω, σκέψη 50).

96      Στην πραγματικότητα, οι ενάγοντες, με τα επιχειρήματα που προβάλλουν στο πλαίσιο της αναπτύξεως της αιτιάσεώς τους περί καταχρήσεως εξουσίας, επιχειρούν, κατ’ ουσίαν, να αποδείξουν την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως. Σε αυτή ακριβώς τη βάση στηρίχθηκε η ανωτέρω εξέταση των επιχειρημάτων αυτών καθώς και η απόρριψή τους.

97      Στη συνέχεια, η αγωγή πρέπει να εξεταστεί κατά το μέρος που αφορά ειδικώς το ζήτημα της διατηρήσεως του ονόματος του πρώτου ενάγοντος στον κατάλογο των προσώπων στα οποία επιβλήθηκε δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων τους. Συγκεκριμένα, πρέπει να εξεταστεί αν το Συμβούλιο και η Επιτροπή υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον δεν διέγραψαν το όνομα του πρώτου ενάγοντος από τον προαναφερθέντα κατάλογο πριν τις 23 Φεβρουαρίου 2011. Στο πλαίσιο αυτό, θα εξεταστεί επίσης η αιτίαση των εναγόντων περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας του πρώτου ενάγοντος σε σχέση με το ειδικό αυτό ζήτημα.

 Επί της διατηρήσεως του ονόματος του πρώτου ενάγοντος στον κατάλογο των προσώπων των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία δεσμεύθηκαν

98      Οι ενάγοντες υπενθυμίζουν ότι η κοινή θέση 2004/161, στην εκτέλεση της οποίας αποσκοπούσε ο κανονισμός 314/2004, ίσχυε αρχικώς για διάστημα δώδεκα μηνών, ότι υπέκειτο σε «συνεχή επανεξέταση» και ότι η διάρκεια της ισχύος παρατάθηκε στη συνέχεια επανειλημμένως (βλ. σκέψεις 3 και 4 ανωτέρω). Κατά τους ενάγοντες, μολονότι ο κανονισμός 314/2004 δεν όριζε την ημερομηνία λήξεως της ισχύος του, εντούτοις επρόκειτο απλώς για ζήτημα «διοικητικής φύσεως», όπως προκύπτει από την παράγραφο 31 του εγγράφου 15114/05 του Συμβουλίου, η δε υποχρέωση διαρκούς και τακτικής επανεξετάσεως ίσχυε επίσης σε σχέση με τη σκοπιμότητα της διατηρήσεως των περιοριστικών μέτρων που προέβλεπε ο εν λόγω κανονισμός.

99      Οι ενάγοντες προσθέτουν ότι, δεδομένου ότι τα περιουσιακά στοιχεία των εμπλεκόμενων προσώπων είχαν ήδη δεσμευθεί, δεν υπήρχε λόγος αιφνιδιασμού, ενώ θα μπορούσε να έχει προηγηθεί ενημέρωση των ενδιαφερομένων, όπως είναι εν προκειμένω ο πρώτος ενάγων, ως προς τους σχετικούς λόγους και τα κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων παρατάθηκε η έναντί τους εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων και να τους έχει παρασχεθεί η δυνατότητα να ζητήσουν την επανεξέταση της περιπτώσεώς τους. Στα πρόσωπα αυτά όμως, μεταξύ των οποίων και ο πρώτος ενάγων, δεν παρασχέθηκε η προαναφερθείσα διαδικαστική εγγύηση και, επιπλέον, δεν αποδείχθηκε ότι η περίπτωσή τους υποβλήθηκε όντως σε επανεξέταση. Κατά συνέπεια, τα δικαιώματα άμυνας του πρώτου ενάγοντος ουδόλως λήφθηκαν υπόψη κατά τη χρονική περίοδο της έναντί του εφαρμογής των επίμαχων περιοριστικών μέτρων, πράγμα το οποίο είναι προδήλως παράνομο.

100    Εν προκειμένω, δεν χωρεί αμφιβολία ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης είχαν την υποχρέωση να επανεξετάζουν σε τακτική βάση την κατάσταση που δικαιολογούσε την εφαρμογή των επίμαχων περιοριστικών μέτρων και τη σκοπιμότητα της παρατάσεώς τους, ιδίως όσον αφορά τον πρώτο ενάγοντα. Η υποχρέωση αυτή ήταν ιδιαιτέρως έντονη στον βαθμό που τα ως άνω μέτρα συνεπάγονταν τον περιορισμό της ασκήσεως του δικαιώματος ιδιοκτησίας των εμπλεκόμενων προσώπων, περιορισμός που πρέπει επιπλέον να χαρακτηριστεί ως σημαντικός, λαμβανομένου υπόψη του γενικού χαρακτήρα της επίμαχης δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 52 ανωτέρω, σκέψη 358).

101    Για τον λόγο αυτό, η διάρκεια της ισχύος της κοινής θέσεως 2004/161 περιορίστηκε αρχικώς σε ένα έτος, η δε παράτασή της προϋπέθετε νέα απόφαση του Συμβουλίου, η οποία κατ’ ανάγκη έπρεπε να ληφθεί κατόπιν επανεξετάσεως της καταστάσεως. Επιπλέον, όπως ορθώς υποστηρίζουν οι ενάγοντες, το γεγονός ότι η διάρκεια ισχύος του κανονισμού 314/2004 δεν ήταν χρονικώς περιορισμένη δικαιολογούνταν από λόγους διοικητικής φύσεως.

102    Η παράγραφος 31 του εγγράφου του Συμβουλίου 15114/05 προβλέπει συναφώς τα εξής:

«Σε περιπτώσεις όπου η νομική πράξη ΚΕΠΠΑ περιέχει ημερομηνία λήξης, δεν είναι πάντως αυτονόητη η ανάγκη πρόβλεψης ημερομηνίας λήξης στους κανονισμούς για την εφαρμογή της νομικής πράξης ΚΕΠΠΑ

–        δεδομένου ότι οι κανονισμοί εφαρμόζουν την πράξη ΚΕΠΠΑ, υποχρεωτικά καταργούνται, εάν η νομική πράξη ΚΕΠΠΑ παύσει να έχει εφαρμογή […]. Σε αυτήν την περίπτωση, οι κανονισμοί μπορούν να καταργούνται με αναδρομικά αποτελέσματα, όμως καλό θα ήταν η περίοδος αυτή να είναι όσον το δυνατόν βραχύτερη.

–        εάν τα μέτρα ανανεώνονται με μεταγενέστερη νομική πράξη ΚΕΠΠΑ, η τροποποίηση της ημερομηνίας λήξης του κανονισμού ή η έκδοση νέου κανονισμού με τις αυτές νομικές διατάξεις αποτελεί απλώς διοικητική επιβάρυνση η οποία θα πρέπει να αποφεύγεται. Ιδίως όταν λαμβάνονται αποφάσεις της τελευταίας στιγμής περί ανανέωσης, ενδέχεται να υπάρχει διάστημα κατά το οποίο δεν εφαρμόζονται τα μέτρα διότι αναμένεται η τροποποίηση ή έκδοση κανονισμού […]

Είναι, άρα, προτιμότερο να παραμείνει ο κανονισμός εν ισχύ, μέχρις ότου καταργηθεί.»

103    Εντούτοις, είναι αυτονόητο ότι, μολονότι η διάρκεια ισχύος του κανονισμού 314/2004 δεν ήταν χρονικώς περιορισμένη, αν η διάρκεια ισχύος της κοινής θέσεως 2004/161, στην εκτέλεση της οποίας αποσκοπούσε ο εν λόγω κανονισμός, δεν παρατεινόταν, τόσο στο σύνολό της όσο και κατά το μέρος που αφορούσε μόνο ορισμένα πρόσωπα επί των οποίων εφαρμοζόταν, το Συμβούλιο και η Επιτροπή θα καταργούσαν, σε σχέση με τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, και τον κανονισμό 314/2004. Πράγματι, η ερμηνεία αυτή γίνεται δεκτή, τουλάχιστον σιωπηρώς, με την παράγραφο 31 του προαναφερθέντος εγγράφου του Συμβουλίου 15114/05.

104    Επιπλέον, το Συμβούλιο, με το υπόμνημα αντικρούσεως που κατέθεσε, δεν αμφισβητεί την ύπαρξη υποχρεώσεως τακτικής επανεξετάσεως των επίμαχων περιοριστικών μέτρων, αλλά υποστηρίζει ότι τα μέτρα αυτά όντως επανεξετάστηκαν χωρίς όμως από την επανεξέταση αυτή να προκύψουν λόγοι που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την κατάργηση των μέτρων πριν τις 15 Φεβρουαρίου 2011 όσον αφορά τον πρώτο ενάγοντα. Η δε Επιτροπή υπογραμμίζει ότι ο ρόλος της περιοριζόταν απλώς στην εκτέλεση των πράξεων του Συμβουλίου.

105    Δεδομένου ότι οι ενάγοντες προβάλλουν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας του πρώτου ενάγοντος στο πλαίσιο της τακτικής επανεξετάσεως των επίμαχων μέτρων, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία που κινείται κατά ενός προσώπου και είναι δυνατόν να καταλήξει στην έκδοση βλαπτικής πράξεως, συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης και πρέπει να εξασφαλίζεται ακόμα και αν δεν υπάρχει ρύθμιση που να διέπει την εν λόγω διαδικασία (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 1986, 234/84, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 2263, σκέψη 27, και της 9ης Νοεμβρίου 2006, C‑344/05 P, Επιτροπή κατά De Bry, Συλλογή 2006, σ. I‑10915, σκέψη 37). Η αρχή αυτή απαιτεί να είναι σε θέση ο ενδιαφερόμενος να διατυπώσει λυσιτελώς την άποψή του σχετικά με τα στοιχεία που μπορεί να γίνουν δεκτά σε βάρος του στην επικείμενη πράξη (προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά De Bry, σκέψη 38).

106    Εντούτοις, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, επίσης από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, για να συνεπάγεται μια τέτοια προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας την ακύρωση της επίμαχης πράξεως, πρέπει η οικεία διαδικασία να μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα αν δεν υφίστατο η πλημμέλεια αυτή (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 1990, C‑142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑959, σκέψη 48, και διάταξη του Δικαστηρίου της 18ης Οκτωβρίου 2001, C‑241/00 P, Kish Glass κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑7759, σκέψη 36).

107    Σε περίπτωση όπως η υπό κρίση, στην οποία ο ενάγων, με την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως, επιδιώκει την αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται να υπέστη λόγω της εκδόσεως ορισμένης πράξεως ή λόγω της παρατάσεως της ισχύος της πράξεως αυτής, κατά τρόπο θίγοντα τα δικαιώματα του άμυνας, και δεν έχει ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της επίμαχης πράξεως, από τον συνδυασμό της μνημονευόμενης στη σκέψη 106 ανωτέρω νομολογίας και των εκτιμήσεων σχετικά με την αναγκαία ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της προσαπτόμενης παρανομίας και της προβαλλόμενης ζημίας (βλ. σκέψη 24 ανωτέρω) προκύπτει κατά λογική αναγκαιότητα ότι η επίκληση και μόνο της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας δεν αρκεί για να αποδειχθεί το βάσιμο της αγωγής αποζημιώσεως. Ο ενάγων οφείλει επιπροσθέτως να εξηγήσει ποια επιχειρήματα και ποια στοιχεία θα προέβαλε αν τα δικαιώματά του άμυνας είχαν τηρηθεί και να αποδείξει, ενδεχομένως, ότι βάσει των επιχειρημάτων και των στοιχείων αυτών θα μπορούσε, στην περίπτωσή του, να προκύψει διαφορετικό αποτέλεσμα, και συγκεκριμένα, εν προκειμένω και όσον αφορά τον πρώτο ενάγοντα, η μη παράταση της έναντί του εφαρμογής του επίμαχου περιοριστικού μέτρου της δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων.

108    Πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, οι ενάγοντες δεν τήρησαν την ως άνω απαίτηση. Ειδικότερα, δεν εξηγούν, στα δικόγραφά τους, ποια επιχειρήματα και ποια αποδεικτικά στοιχεία θα μπορούσε να προβάλει ο πρώτος ενάγων αν καλούνταν προς ακρόαση πριν από κάθε ετήσια παράταση της ισχύος της κοινής θέσεως 2004/161 και πώς βάσει των επιχειρημάτων και των στοιχείων αυτών θα μπορούσε να προκύψει, σε σχέση με τον πρώτο ενάγοντα, διαφορετικό αποτέλεσμα, και συγκεκριμένα η απάλειψη του ονόματός του, σε ημερομηνία προγενέστερη της 15ης Φεβρουαρίου 2011, από τον κατάλογο των προσώπων στα οποία επιβλήθηκε το μέτρο της δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων.

109    Κατά συνέπεια, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν το Συμβούλιο είχε, όπως υποστηρίζουν οι ενάγοντες, την υποχρέωση να καλεί σε ακρόαση τον πρώτο ενάγοντα πριν από κάθε ετήσια παράταση της ισχύος της κοινής θέσεως 2004/161, κατά το μέρος που αυτή τον αφορούσε, η αιτίαση περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας του πρώτου ενάγοντος στο πλαίσιο της παρατάσεως των επίμαχων περιοριστικών μέτρων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

110    Μένει στη συνέχεια να εξεταστεί αν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον δεν διέγραψαν, πριν τις 15 Φεβρουαρίου 2011, το όνομα του πρώτου ενάγοντος από τον κατάλογο των προσώπων στα οποία ο κανονισμός 314/2004 επέβαλε, σε εκτέλεση της κοινής θέσεως 2004/161, το μέτρο της δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων.

111    Διαπιστώνεται ότι το μόνο στοιχείο από την επιχειρηματολογία των εναγόντων το οποίο θα μπορούσε συναφώς να χαρακτηριστεί ως λυσιτελές είναι το γεγονός ότι σε κανένα από τα νέα μέλη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε, που διορίστηκαν τον Φεβρουάριο 2009, δεν επιβλήθηκε δέσμευση περιουσιακών στοιχείων ανάλογη προς εκείνη που επιβλήθηκε στον πρώτο ενάγοντα μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου 2011. Επομένως, πρέπει να διευκρινιστεί αν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον δεν διέγραψαν το όνομα του πρώτου ενάγοντος από τον κατάλογο προσώπων στα οποία επιβλήθηκε δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων τους, όταν αποφάσισαν να μην εγγράψουν στον ως άνω κατάλογο τα ονόματα των μελών της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε που ανέλαβαν καθήκοντα τον Φεβρουάριο 2009. Γενικότερα, πρέπει να διευκρινιστεί αν η διατήρηση του ονόματος του πρώτου ενάγοντος στον εν λόγω κατάλογο κατά τη διάρκεια της διετίας που ακολούθησε την προαναφερθείσα πολιτική εξέλιξη οφείλεται σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

112    Εν προκειμένω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, τον Φεβρουάριο 2009, η επιλογή του Συμβουλίου να μην επεκτείνει τα περιοριστικά μέτρα που προέβλεπε η κοινή θέση 2004/161 στα νέα μέλη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε, τα οποία ανέλαβαν καθήκοντα μετά την υπογραφή της GPA, αποτελεί σημαντική μεταβολή της στάσεώς του. Μέχρι την εξέλιξη αυτή, η άποψη του Συμβουλίου ήταν προφανώς ότι τα περιοριστικά μέτρα, ιδίως δε το μέτρο της δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων, έπρεπε να ισχύουν για κάθε μέλος της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε, λόγω και μόνο της ιδιότητάς του ως μέλους μιας κυβερνήσεως που ήταν υπεύθυνη για σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ., επίσης, σκέψη 57 ανωτέρω). Όπως όμως προκύπτει από τα ανωτέρω, η άποψη αυτή έπαψε να υποστηρίζεται από τον Φεβρουάριο 2009, δεδομένου ότι δεν επιβλήθηκε δέσμευση περιουσιακών στοιχείων σε κανένα από τα νέα μέλη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε, συμπεριλαμβανομένων όσων είχαν προταθεί από το κόμμα Zanu-PF, που κατείχε μόνο του την εξουσία πριν την υπογραφή της GPA.

113    Το Συμβούλιο διατείνεται σχετικώς ότι, μετά την υπογραφή της GPA και τον διορισμό των νέων μελών της κυβερνήσεως τον Φεβρουάριο 2009, «λήφθηκε η απόφαση να μη διαγραφούν από τον κατάλογο [των προσώπων στα οποία επιβλήθηκαν περιοριστικά μέτρα ούτε ο πρώτος ενάγων] ούτε κάποιο άλλο μέλος της κυβερνήσεως που κατονομαζόταν στον εν λόγω κατάλογο πριν ληφθούν περισσότερες διαβεβαιώσεις σχετικά με τη στάση που τηρούσαν τα εν ενεργεία μέλη της κυβερνήσεως αυτής έναντι του συνασπισμού» που προέκυψε από την GPA.

114    Οι δε ενάγοντες προβάλλουν καταρχάς την αιτίαση ότι το Συμβούλιο δεν τους ανακοίνωσε, παρά τα πολλαπλά αιτήματα που του υπέβαλαν, αυτό που οι ίδιοι φρονούν ότι συνιστά την «απόφαση» την οποία μνημονεύει το Συμβούλιο στην επιχειρηματολογία του που συνοψίστηκε ανωτέρω. Επιπλέον, επικαλούνται χωρία του εγγράφου ΚΕΠΠΑ/00028/11, της 18ης Ιανουαρίου 2011, της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης, το οποίο περιήλθε στην κατοχή τους κατόπιν σχετικής αιτήσεως προσβάσεως. Στο έγγραφο αυτό μνημονεύεται το όνομα του πρώτου ενάγοντος μεταξύ των ονομάτων των «υψηλόβαθμων δημοσίων υπαλλήλων και πολιτικών με μετριοπαθή στάση, για τους οποίους υπάρχει η εκτίμηση ότι δεν είχαν άμεσο σύνδεσμο με τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων», και προτείνεται η διαγραφή του από τον κατάλογο των προσώπων στα οποία επιβλήθηκαν περιοριστικά μέτρα. Κατά τους ενάγοντες, κατόπιν της εκτιμήσεως αυτής, το όνομα του πρώτου ενάγοντος διαγράφηκε από τον επίμαχο κατάλογο.

115    Περαιτέρω, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι, όταν ο πρώτος ενάγων «απλώς διαβεβαίωσε», με έγγραφο των δικηγόρων του προς το Συμβούλιο, ότι ήταν «καλόπιστος επιχειρηματίας και ένθερμος υποστηρικτής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», το όνομά του απαλείφθηκε αμέσως από τον κατάλογο των προσώπων στα οποία επιβλήθηκαν περιοριστικά μέτρα.

116    Καταρχάς, διαπιστώνεται ότι οι ενάγοντες προβαίνουν σε εσφαλμένη ερμηνεία της επιχειρηματολογίας του Συμβουλίου, καθόσον υποστηρίζουν ότι κακώς δεν τους ανακοινώθηκε η «απόφαση» περί μη διαγραφής του ονόματος του πρώτου ενάγοντος από τον κατάλογο των προσώπων στα οποία επιβλήθηκε το μέτρο της δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων. Είναι πρόδηλο ότι το Συμβούλιο, όταν αναφέρεται στην «απόφαση» αυτή, εννοεί την επιλογή την οποία έκανε, κατά την παράταση, το 2009 και το 2010, της διάρκειας της ισχύος της κοινής θέσεως 2004/161, να διατηρήσει σε ισχύ τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των μελών της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε που ήταν διορισμένα πριν την υπογραφή της GPA και πριν την τροποποίηση της συνθέσεως της κυβερνήσεως αυτής τον Φεβρουάριο 2009. Πάντως, οι λόγοι της επιλογής αυτής προκύπτουν από την κοινή θέση 2009/68 και την απόφαση 2010/92, με την οποία παρατάθηκε αντιστοίχως μέχρι τις 20 Φεβρουαρίου 2010 και μέχρι τις 20 Φεβρουαρίου 2011, η διάρκεια της ισχύος της κοινής θέσεως 2004/161.

117    Ειδικότερα, η αιτιολογική σκέψη 3 της κοινής θέσεως 2009/68, η οποία είναι προγενέστερη της τροποποιήσεως της συνθέσεως της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε τον Φεβρουάριο 2009, έχει ως εξής:

«Δεδομένης της κατάστασης στη Ζιμπάμπουε, ιδίως μετά τις βιαιοπραγίες που οργάνωσαν και διέπραξαν οι αρχές της Ζιμπάμπουε και τη συνεχιζόμενη παρεμπόδιση της εφαρμογής της [GPA], η ισχύς της κοινής θέσης 2004/161/ΚΕΠΠΑ θα πρέπει να παραταθεί για περαιτέρω περίοδο 12 μηνών.»

118    Επιπλέον, η κοινή θέση 2009/68 αντικατέστησε το παράρτημα της κοινής θέσεως 2004/161 με νέο παράρτημα, προκειμένου να προστεθούν τα ονόματα ορισμένων προσώπων. Η σχετική με τον πρώτο ενάγοντα καταχώριση δεν τροποποιήθηκε.

119    Οι αιτιολογικές σκέψεις 3 και 4 της αποφάσεως 2010/92 έχουν ως εξής:

«(3)      Δεδομένης της κατάστασης στη Ζιμπάμπουε, ιδίως της έλλειψης προόδου ως προς την εφαρμογή της [GPA], η ισχύς των περιοριστικών μέτρων της κοινής θέσης 2004/161/ΚΕΠΠΑ θα πρέπει να παραταθεί για περαιτέρω περίοδο 12 μηνών.

(4)      Ωστόσο, δεν υφίσταται πλέον λόγος να διατηρούνται ορισμένα πρόσωπα και οντότητες στον κατάλογο προσώπων, οντοτήτων και φορέων έναντι των οποίων εφαρμόζεται η κοινή θέση 2004/161/ΚΕΠΠΑ. Ο κατάλογος του παραρτήματος της κοινής θέσεως 2004/161/ΚΕΠΠΑ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.»

120    Εξάλλου, από το παράρτημα της τελευταίας αυτής αποφάσεως προκύπτει ότι τα ονόματα έξι φυσικών προσώπων διαγράφηκαν από τον προσαρτημένο στην κοινή θέση 2004/161 κατάλογο προσώπων στα οποία επιβλήθηκαν περιοριστικά μέτρα. Ένα μόνο από τα έξι αυτά πρόσωπα, και συγκεκριμένα ο Joseph Msika, ήταν μέλος της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε (αντιπρόεδρος). Εντούτοις, είναι προφανές ότι η διαγραφή του ονόματός του από τον εν λόγω κατάλογο οφειλόταν στον θάνατό του στις 4 Αυγούστου 2009, γεγονός που επιβεβαίωσαν οι διάδικοι απαντώντας σε ερώτημα του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

121    Επομένως, καθίσταται εμφανές ότι το Συμβούλιο, τόσο κατά την έκδοση της κοινής θέσεως 2009/68 όσο και κατά την έκδοση της αποφάσεως 2010/92, έκρινε ότι δεν υπήρξε επαρκής πρόοδος στην τήρηση της GPA και ότι, προκειμένου να διατηρηθεί η πίεση προς τις πολιτικές δυνάμεις της Ζιμπάμπουε που κατείχαν μόνες τους την εξουσία πριν την υπογραφή της GPA, ήταν σκόπιμο να διατηρηθούν σε ισχύ τα περιοριστικά μέτρα που λήφθηκαν κατά όσων μελών της κυβερνήσεως της χώρας αυτής ήταν ήδη εν ενεργεία κατά τον χρόνο υπογραφής της GPA.

122    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι ενάγοντες δεν προέβαλαν κανένα συγκεκριμένο στοιχείο που θα μπορούσε να αποδείξει ότι η ως άνω εκτίμηση βαρυνόταν με πρόδηλη πλάνη. Αντιθέτως, το γεγονός ότι οι υπουργοί τους οποίους πρότεινε το αντιπολιτευόμενο κόμμα MDC, σύμφωνα με όσα προέβλεπε η υπογραφείσα τον Σεπτέμβριο 2008 GPA, διορίστηκαν με καθυστέρηση πολλών μηνών, ήτοι τον Φεβρουάριο 2009, τείνει να επιβεβαιώσει την εκτίμηση του Συμβουλίου.

123    Η εκτίμηση που προκύπτει από το έγγραφο ΚΕΠΠΑ/00028/11 της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (βλ. σκέψη 114 ανωτέρω), κατά την οποία ο πρώτος ενάγων ανήκε στους «μετριοπαθείς» πολιτικούς και δεν είχε «άμεσο» σύνδεσμο με παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν αρκεί για να αποδειχθεί τέτοια πλάνη. Ασφαλώς, όσον αφορά το στοιχείο αυτό, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το Συμβούλιο, στις 15 Φεβρουαρίου 2011, κατά την έκδοση της αποφάσεως 2011/101 η οποία είχε ως αποτέλεσμα την άρση των περιοριστικών μέτρων που είχαν επιβληθεί στον πρώτο ενάγοντα, έκρινε ότι η πρόσφατη εξέλιξη της καταστάσεως στη Ζιμπάμπουε ήταν αρκούντως θετική ώστε να δικαιολογεί την κατάργηση των περιοριστικών μέτρων έναντι ορισμένων «μετριοπαθών» προσώπων, μεταξύ των οποίων ο πρώτος ενάγων. Εντούτοις, δεδομένου ότι οι ενάγοντες δεν προέβαλαν κάποιο άλλο στοιχείο περί του αντιθέτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως, για τον λόγο ότι δεν αποφάσισε την κατάργηση αυτή σε προγενέστερη ημερομηνία.

124    Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις προκύπτει ότι η αιτίαση των εναγόντων περί πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτή ούτε και σε σχέση με την παράλειψη του Συμβουλίου να καταργήσει, ως προς τον πρώτο ενάγοντα, το μέτρο της δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων σε ημερομηνία προγενέστερη της 15ης Φεβρουαρίου 2011. Συνεπώς, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

125    Δεδομένου ότι οι όλες οι αιτιάσεις, όπως συνοψίστηκαν στη σκέψη 49 ανωτέρω, που προέβαλαν οι ενάγοντες για να αποδείξουν τον παράνομο χαρακτήρα της επίμαχης συμπεριφοράς του Συμβουλίου και της Επιτροπής πρέπει να απορριφθούν, πρέπει επίσης να απορριφθεί και η αγωγή στο σύνολό της, σύμφωνα με τη μνημονευόμενη στη σκέψη 24 ανωτέρω νομολογία.

 Επί των δικαστικών εξόδων

126    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή οι ενάγοντες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή.

2)      Ο Aguy Clement Georgias, η Trinity Engineering (Private) Ltd και η Georgiadis Trucking (Private) Ltd φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους καθώς και τα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Γρατσίας

Kancheva

Wetter

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Σεπτεμβρίου 2014.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.