Language of document :

Διάταξη του Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 10ης Απριλίου 2024 [αίτηση του Fővárosi Törvényszék (Ουγγαρία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] – Lear Corporation Hungary Autóipari Gyártó Kft. κατά Nemzeti Adó- és Vámhivatal Fellebbviteli Igazgatósága

(Υπόθεση C-532/23 1 , Lear Corporation Hungary)

[Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Απάντηση που μπορεί να συναχθεί σαφώς από τη νομολογία – Φορολογία – Φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Άρθρο 183 – Δικαίωμα έκπτωσης του καταβληθέντος ΦΠΑ εισροών – Τρόπος άσκησης – Καθυστερημένη επιστροφή – Καθυστέρηση που προκλήθηκε από την εφαρμογή εθνικής διάταξης – Συνέπειες προδικαστικής αποφάσεως την οποία εξέδωσε το Δικαστήριο σε χρόνο μεταγενέστερο των πραγματικών αυτών περιστατικών – Τόκοι υπερημερίας – Παραγραφή – Αρχές της ισοδυναμίας, της αποτελεσματικότητας και της φορολογικής ουδετερότητας]

Γλώσσα διαδικασίας: η ουγγρική

Αιτούν δικαστήριο

Fővárosi Törvényszék

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Lear Corporation Hungary Autóipari Gyártó Kft.

κατά

Nemzeti Adó- és Vámhivatal Fellebbviteli Igazgatósága

Διατακτικό

Το άρθρο 183 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας,

ερμηνευόμενο, υπό το πρίσμα των αρχών της ισοδυναμίας, της αποτελεσματικότητας και της φορολογικής ουδετερότητας, έχει την έννοια ότι:

σε περίπτωση που ο υποκείμενος στον φόρο ζητεί την επιστροφή του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) τον οποίο δεν μπορούσε προηγουμένως να ανακτήσει λόγω της εφαρμογής μιας προβλεπόμενης στον νόμο προϋποθέσεως που κρίθηκε από το Δικαστήριο αντίθετη προς το εν λόγω άρθρο της οδηγίας, η διάταξη αυτή δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να θεωρηθεί ότι η αίτηση επιστροφής περιλαμβάνει συγχρόνως και αξίωση καταβολής τόκων υπερημερίας, λαμβανομένου υπόψη ότι σκοπός της καταβολής τόκων επί του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ που παρακρατήθηκε από κράτος μέλος κατά παράβαση των κανόνων του δικαίου της Ένωσης είναι να αντισταθμιστεί η οικονομική ζημία την οποία υπέστη ο υποκείμενος στον φόρο επειδή δεν είχε στη διάθεσή του τα αντίστοιχα ποσά.

Οι αρχές της αποτελεσματικότητας και της φορολογικής ουδετερότητας

έχουν την έννοια ότι:

επιτρέπουν πρακτική κράτους μέλους η οποία συνίσταται στον αποκλεισμό κάθε υποχρέωσης της φορολογικής Διοίκησης του κράτους αυτού να επιδικάσει κατά το στάδιο της υποβολής αιτήσεως για την καταβολή τόκων υπερημερίας, η οποία υποβάλλεται πριν την παραγραφή της σχετικής αξιώσεως και αφορά ποσά ΦΠΑ που παρακρατήθηκαν από το εν λόγω κράτος κατά παράβαση του δικαίου της Ένωσης, τόκους στους οποίους δεν αναφέρεται η αίτηση αυτή, αλλά, αντιθέτως, οι ως άνω αρχές δεν επιτρέπουν στη φορολογική Διοίκηση να χαρακτηρίσει μια δεύτερη αίτηση καταβολής τόκων υπερημερίας σε σχέση με χρονικό διάστημα το οποίο δεν αποτελούσε αντικείμενο της πρώτης αιτήσεως ως νέα αξίωση, με συνέπεια την παραγραφή της, σε περίπτωση που η δεύτερη αίτηση αφορά τόκους υπερημερίας επί ποσών ΦΠΑ τα οποία παρακρατήθηκαν λόγω της ίδιας παράβασης του ενωσιακού δικαίου με εκείνη που προκάλεσε την υποβολή της πρώτης αιτήσεως και η δυνατότητα επέκτασης του χρονικού πεδίου εφαρμογής της πρώτης αιτήσεως έγινε για πρώτη φορά γνωστή στον υποκείμενο στον φόρο κατόπιν της έκδοσης σχετικής αποφάσεως εθνικού δικαστηρίου, σε συνέχεια αποφάσεως την οποία είχε εκδώσει το Δικαστήριο στο πλαίσιο ασκήσεως της αρμοδιότητας που του απονέμει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ.

Οι αρχές της αποτελεσματικότητας και της φορολογικής ουδετερότητας

έχουν την έννοια ότι:

όταν υποβάλλεται μια δεύτερη αίτηση καταβολής τόκων υπερημερίας η οποία αναφέρεται σε χρονική περίοδο που δεν αποτελούσε αντικείμενο της πρώτης αιτήσεως για την καταβολή τέτοιων τόκων, η μεταγενέστερη αίτηση πρέπει να χαρακτηρίζεται, κατ’ εφαρμογήν των πρακτικών κανόνων που εναπόκειται στο κάθε κράτος μέλος να καθορίζει βάσει του εθνικού του δικαίου, ως συμπληρωματική της πρώτης αιτήσεως, σε περίπτωση που η μεταγενέστερη αίτηση αφορά τόκους υπερημερίας για ποσά ΦΠΑ τα οποία παρακρατήθηκαν λόγω της ίδιας παράβασης του ενωσιακού δικαίου με εκείνη που προκάλεσε την υποβολή της πρώτης αιτήσεως και ο υποκείμενος στο φόρο έλαβε, για πρώτη φορά, γνώση της δυνατότητας επέκτασης του χρονικού πεδίου εφαρμογής της πρώτης αιτήσεως μόνον κατόπιν της έκδοσης αποφάσεως εθνικού δικαστηρίου, σε συνέχεια αποφάσεως την οποία είχε εκδώσει το Δικαστήριο στο πλαίσιο ασκήσεως της αρμοδιότητας που του απονέμει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ.

____________

1 ΕΕ C, C/2023/1127.