Language of document : ECLI:EU:T:2007:334

Υπόθεση T-194/04

The Bavarian Lager Co. Ltd

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (EΚ) 1049/2001 – Έγγραφα σχετικά με διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως – Απόφαση απορρίπτουσα την αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα – Προστασία των φυσικών προσώπων από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων – Κανονισμός (EΚ) 45/2001 – Έννοια της ιδιωτικής ζωής»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Αρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή

(Άρθρο 230 EΚ)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξεις δεκτικές προσφυγής

(Συνθήκη EΚ, άρθρο 169 (νυν άρθρο 226 EΚ))

3.      Προσέγγιση των νομοθεσιών – Προστασία των φυσικών προσώπων από πλευράς επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων – Επεξεργασία των δεδομένων αυτών από κοινοτικά όργανα και οργανισμούς – Κανονισμός 45/2001

(Κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 45/2001, άρθρο 5, στοιχεία α΄, β΄, και 1049/2001)

4.      Ευρωπαϊκές Κοινότητες – Κοινοτικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001

(Κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 45/2001, άρθρο 8, στοιχείο β΄, και 1049/2001, άρθρα 2 και 6 § 1)

5.      Ευρωπαϊκές Κοινότητες – Κοινοτικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001

(Κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 45/2001, άρθρο 8, στοιχείο β΄, και 1049/2001, άρθρο 4 § 1, στοιχείο β΄)

6.      Προσέγγιση των νομοθεσιών – Προστασία των φυσικών προσώπων από πλευράς επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων – Επεξεργασία των δεδομένων αυτών από κοινοτικά όργανα και οργανισμούς – Κανονισμός 45/2001

(Κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 45/2001, άρθρα 5, στοιχείο β΄, και 18, στοιχείο β΄, και 1049/2001, άρθρο 4 § 1, στοιχείο β΄)

7.      Προσέγγιση των νομοθεσιών – Προστασία των φυσικών προσώπων από πλευράς επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων – Επεξεργασία των δεδομένων αυτών από κοινοτικά όργανα και οργανισμούς – Κανονισμός 45/2001

(Άρθρο 6 § 2 ΕE· κανονισμός 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

8.      Ευρωπαϊκές Κοινότητες – Κοινοτικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001

(Άρθρο 6 § 2 ΕE· κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 45/2001, άρθρο 10, και 1049/2001, άρθρο 4 § 1, στοιχείο β΄· οδηγία 95/46 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

9.      Προσέγγιση των νομοθεσιών – Προστασία των φυσικών προσώπων από πλευράς επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων – Επεξεργασία των δεδομένων αυτών από κοινοτικά όργανα και οργανισμούς – Κανονισμός 45/2001

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 169 (νυν άρθρο 226 EΚ)· κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 45/2001, άρθρο 2, στοιχείο α΄, και 1049/2001, άρθρο 4 § 1, στοιχείο β΄)

10.    Ευρωπαϊκές Κοινότητες – Κοινοτικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2, τρίτη περίπτωση)

11.    Ευρωπαϊκές Κοινότητες – Κοινοτικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

1.      Αιτήματα που προβάλλονται στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως και με τα οποία ζητείται να διαταχθεί η Επιτροπή να λάβει ειδικά μέτρα είναι απαράδεκτα. Πράγματι, ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να απευθύνει διαταγές στα κοινοτικά όργανα ή να τα υποκαθιστά στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας που ασκεί. Ο περιορισμός αυτός του ελέγχου της νομιμότητας ισχύει για όλες τις κατηγορίες διαφορών των οποίων επιλαμβάνεται το Πρωτοδικείο, περιλαμβανομένων αυτών που αφορούν την πρόσβαση στα έγγραφα.

(βλ. σκέψεις 47-48)

2.      ΄Ένας ιδιώτης δεν μπορεί παραδεκτώς να ζητήσει την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής να μην κινήσει διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως κατά κράτους μέλους.

Πράγματι, από το άρθρο 169 της Συνθήκης (νυν άρθρο 226 ΕΚ) προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να κινήσει διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως, αλλά διαθέτει επί του σημείου αυτού διακριτική ευχέρεια αποκλείουσα το δικαίωμα των ιδιωτών να απαιτήσουν από το όργανο να λάβει συγκεκριμένη θέση και να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως κατά της αρνήσεώς της να ενεργήσει.

(βλ. σκέψεις 54-55)

3.      Κατά το άρθρο 5, στοιχεία α΄ ή β΄, του κανονισμού 45/2001 σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, σύμφωνα με το οποίο η επεξεργασία πρέπει να είναι αναγκαία για την εκπλήρωση αποστολής προς το δημόσιο συμφέρον ή για την τήρηση έννομης υποχρεώσεως που υπέχει ο υπεύθυνος για την επεξεργασία, η επεξεργασία πρέπει να είναι σύννομη. Το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα των οργάνων που αναγνωρίζεται στους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει την κατοικία ή την έδρα του εντός κράτους μέλους, όπως προβλέπει το άρθρο 2 του κανονισμού 1049/2001 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, αποτελεί έννομη υποχρέωση κατά την έννοια του άρθρου 5, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001. Συνεπώς, αν ο κανονισμός 1049/2001 επιβάλλει υποχρέωση γνωστοποιήσεως των δεδομένων, η οποία αποτελεί «επεξεργασία» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001, το άρθρο 5 του ίδιου αυτού κανονισμού προσδίδει στην εν λόγω γνωστοποίηση τη σχετική νομιμότητα.

(βλ. σκέψη 106)

4.      Η πρόσβαση στα έγγραφα που περιέχουν προσωπικά δεδομένα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1049/2001 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, ο αιτών δεν υποχρεούται να δικαιολογήσει την αίτησή του και, επομένως, να αποδείξει ότι αντλεί οποιοδήποτε συμφέρον από την πρόσβαση στα οικεία έγγραφα. Συνεπώς, στην περίπτωση κατά την οποία προσωπικά δεδομένα διαβιβάζονται προς εφαρμογή του άρθρου 2 του κανονισμού 1049/2001, που προβλέπει το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα για όλους τους πολίτες της Ένωσης, η κατάσταση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού και, ως εκ τούτου, ο αιτών δεν οφείλει να αποδείξει την αναγκαιότητα της γνωστοποιήσεως των στοιχείων κατά την έννοια του άρθρου 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών. Πράγματι, ενδεχόμενη απαίτηση προς τον αιτούντα να αποδείξει τον αναγκαίο χαρακτήρα της διαβιβάσεως, ως συμπληρωματική προϋπόθεση του κανονισμού 45/2001, θα ήταν αντίθετη προς τον σκοπό του κανονισμού 1049/2001, ήτοι την ευρύτερη δυνατή πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα των οργάνων.

(βλ. σκέψη 107)

5.      Δεδομένου ότι η πρόσβαση σε έγγραφο δεν επιτρέπεται, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, στην περίπτωση κατά την οποία η γνωστοποίησή του θίγει την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου, η διαβίβαση που δεν εμπίπτει στην εξαίρεση αυτή δεν μπορεί, καταρχήν, να θίξει τα νόμιμα συμφέροντα του ενδιαφερομένου, κατά την έννοια του άρθρου 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών.

6.      Το άρθρο 18 του κανονισμού 45/2001, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, προβλέπει ότι ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να αντιτάσσεται ανά πάσα στιγμή, για επιτακτικούς και νόμιμους λόγους σχετικούς με την προσωπική του κατάσταση, στην επεξεργασία δεδομένων που τον αφορούν, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο άρθρο 5, στοιχείο β΄, του κανονισμού αυτού. Συνεπώς, δεδομένου ότι η επεξεργασία στην οποία αναφέρεται ο κανονισμός 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, αποτελεί έννομη υποχρέωση κατά την έννοια του άρθρου 5, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001, ο ενδιαφερόμενος δεν απολαύει καταρχήν δικαιώματος αντιτάξεως. Ωστόσο, δεδομένου ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001 προβλέπει εξαίρεση από την εν λόγω έννομη υποχρέωση, πρέπει να ληφθούν υπόψη, στο πλαίσιο αυτό, οι επιπτώσεις της γνωστοποιήσεως δεδομένων που αφορούν τον ενδιαφερόμενο.Συναφώς, αν η κοινοποίηση των στοιχείων αυτών δεν θίγει την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ενδιαφερομένου, όπως απαιτεί το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001, η άρνηση του ενδιαφερομένου δεν μπορεί να εμποδίσει την εν λόγω κοινοποίηση.

(βλ. σκέψεις 109-110)

7.      Οι διατάξεις του κανονισμού 45/2001, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, στο μέτρο που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία μπορούν να οδηγήσουν σε προσβολή των θεμελιωδών ελευθεριών και, ειδικότερα, του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, πρέπει οπωσδήποτε να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου, την τήρηση του οποίου διασφαλίζουν το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο, και επαναλαμβάνονται ρητώς στο άρθρο 6, παράγραφος 2, ΕΕ ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.

(βλ. σκέψεις 111-112)

8.      Κάθε απόφαση που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, πρέπει να τηρεί το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής σύμβασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, ΕΕ. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ο κανονισμός αυτός θέτει τις γενικές αρχές και τα όρια που, για λόγους δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος, διέπουν την άσκηση του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα, σύμφωνα με το άρθρο 255, παράγραφος 2, ΕΚ. Ως εκ τούτου, το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού αυτού προβλέπει εξαίρεση σκοπούσα στην προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου. Λαμβανομένου υπόψη ότι οι εξαιρέσεις από την αρχή της προσβάσεως στα έγγραφα πρέπει να τυγχάνουν περιοριστικής ερμηνείας, η εξαίρεση αυτή αφορά μόνον τα προσωπικά δεδομένα που δύνανται να θίξουν συγκεκριμένα και ουσιαστικά τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου.

Το ότι η «ιδιωτική ζωή» αποτελεί ευρεία έννοια, σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, και η προστασία των προσωπικών δεδομένων μπορεί να αποτελέσει πτυχή του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής δεν σημαίνει ότι όλα τα προσωπικά δεδομένα εμπίπτουν οπωσδήποτε στην έννοια της «ιδιωτικής ζωής».

A fortiori, όλα τα προσωπικά δεδομένα δεν είναι ικανά, εκ της φύσεώς τους, να θίξουν την ιδιωτική ζωή του ενδιαφερομένου. Συγκεκριμένα, στην 33η αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 95/46 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών γίνεται λόγος για δεδομένα δυνάμενα εκ της φύσεώς τους να θίξουν τις θεμελιώδεις ελευθερίες ή την ιδιωτική ζωή και που δεν θα έπρεπε να αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας, εκτός αν υπάρχει ρητή συγκατάθεση του ενδιαφερομένου, πράγμα που αποδεικνύει ότι όλα τα δεδομένα δεν είναι της ίδιας φύσεως. Τα ευαίσθητα αυτά δεδομένα μπορούν να περιληφθούν στα αναφερόμενα στο άρθρο 10 του κανονισμού 45/2001, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, το οποίο αφορά την επεξεργασία ορισμένων ειδικών κατηγοριών δεδομένων, όπως εκείνα που σχετίζονται με τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις ή τα σχετικά με την υγεία και τη σεξουαλική ζωή δεδομένα.

(βλ. σκέψεις 116-119)

9.      Ο κατάλογος των προσώπων που μετείχαν σε συνεδρίαση διεξαχθείσα στο πλαίσιο διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης (νυν άρθρου 226 ΕΚ), ο οποίος προσαρτάται στα πρακτικά της συνεδριάσεως αυτής και περιλαμβάνει ταξινόμηση των ονομάτων βάσει του φορέα εν ονόματι και για λογαριασμό των οποίων τα πρόσωπα αυτά μετείχαν στην εν λόγω συνεδρίαση, καθώς και περιγραφή του τίτλου τους, του αρχικού του ονόματός τους και, ενδεχομένως, του οργανισμού ή της ενώσεως από τον/την οποίο/α εξαρτώνται στο εσωτερικό κάθε οικείου φορέα, περιέχει προσωπικά δεδομένα, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 45/2001, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, καθόσον τα πρόσωπα που μετείχαν στη συνεδρίαση αυτή μπορούν να προσδιοριστούν. Ωστόσο, το απλό γεγονός ότι ένα έγγραφο στο οποίο ζητείται πρόσβαση κατά τον κανονισμό 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, περιέχει προσωπικά δεδομένα δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε προσβολή της ιδιωτικής ζωής ή της ακεραιότητας των ενδιαφερομένων, μολονότι οι επαγγελματικές δραστηριότητες δεν αποκλείονται καταρχήν από την έννοια της «ιδιωτικής ζωής» κατά το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής σύμβασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου.

Η αναφορά των ονομάτων των εκπροσώπων αυτών στα πρακτικά δεν θίγει την ιδιωτική ζωή των οικείων προσώπων, δεδομένου ότι τα πρόσωπα αυτά μετείχαν στη συνεδρίαση ως εκπρόσωποι των φορέων τους. Επιπλέον, τα πρακτικά δεν περιέχουν προσωπική άποψη των προσώπων αυτών, αλλά τη θέση των φορέων τους οποίους εκπροσωπούν. Eν πάση περιπτώσει, η γνωστοποίηση των ονομάτων εκπροσώπων δεν είναι ικανή να θίξει συγκεκριμένα και ουσιαστικά την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας των ενδιαφερομένων. Η απλή αναγραφή του ονόματος του ενδιαφερομένου προσώπου στον κατάλογο των μετεχόντων σε συνεδρίαση, ως φορέα τον οποίο εκπροσωπεί το εν λόγω πρόσωπο, δεν αποτελεί τέτοιου είδους προσβολή και δεν θίγει την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας των ενδιαφερομένων που απαιτεί το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001.

(βλ. σκέψεις 121-123, 125-126)

10.    Το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, που προσβλέπει στην προάσπιση «του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου», έχει εφαρμογή μόνον όταν η γνωστοποίηση των εγγράφων ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την ολοκλήρωση της επιθεώρησης, της έρευνας ή του οικονομικού ελέγχου. Συναφώς, η εξαίρεση αυτή, όπως προκύπτει από τη διατύπωσή της, δεν προσβλέπει στην προστασία των δραστηριοτήτων έρευνας καθαυτών, αλλά του σκοπού τους, ο οποίος συνίσταται, στην περίπτωση διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως, στη συμμόρφωση του οικείου κράτους μέλους με το κοινοτικό δίκαιο.

Στην περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή είχε ήδη θέσει στο αρχείο τη διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως κατά κράτους μέλους έξι έτη πριν υποβληθεί η αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα και το κράτος αυτό τροποποίησε τη σχετική νομοθεσία του, ο σκοπός των δραστηριοτήτων έρευνας εκπληρώθηκε. Επομένως, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν βρισκόταν σε εξέλιξη καμία δραστηριότητα έρευνας, της οποίας το αντικείμενο θα μπορούσε να διακυβευθεί εξαιτίας της κοινοποιήσεως των πρακτικών με τα ονόματα ορισμένων εκπροσώπων φορέων που μετείχαν στη συνεδρίαση και, ως εκ τούτου, η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 δεν μπορεί να εφαρμοστεί.

(βλ. σκέψεις 148-149)

11.    Η εξέταση που απαιτείται για την επεξεργασία μιας αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει ο κανονισμός 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, πρέπει να έχει συγκεκριμένο χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, αφενός, το γεγονός και μόνον ότι ένα έγγραφο αφορά συμφέρον προστατευόμενο από εξαίρεση δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την εφαρμογή της εξαιρέσεως αυτής. Αφετέρου, ο κίνδυνος προσβολής του προστατευόμενου συμφέροντος πρέπει να μπορεί να προβλεφθεί ευλόγως και να μην είναι αμιγώς υποθετικός. Κατά συνέπεια, η εξέταση στην οποία πρέπει να προβεί το θεσμικό όργανο προκειμένου να εφαρμόσει μια εξαίρεση πρέπει να πραγματοποιηθεί κατά τρόπο συγκεκριμένο και να προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως.

Μολονότι η ανάγκη διατηρήσεως της ανωνυμίας των προσώπων που παρέχουν στην Επιτροπή πληροφορίες αφορώσες ενδεχόμενες παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου αποτελεί νόμιμο σκοπό δυνάμενο να δικαιολογήσει την άρνηση της Επιτροπής να χορηγήσει πλήρη ή ακόμη και μερική πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα, εντούτοις, εν προκειμένω, η Επιτροπή αποφάνθηκε in abstracto επί του ενδεχομένου να θιγεί η δραστηριότητά της έρευνας λόγω της γνωστοποιήσεως του οικείου εγγράφου με τα ονόματα, χωρίς να αποδείξει με επαρκή νομικά επιχειρήματα ότι η γνωστοποίηση του εγγράφου αυτού προσκρούει συγκεκριμένα και ουσιαστικά στην προάσπιση των σκοπών των δραστηριοτήτων έρευνας. Συνεπώς, δεν αποδεικνύεται, εν προκειμένω, ότι ο σκοπός των δραστηριοτήτων έρευνας εθίγη συγκεκριμένα και ουσιαστικά λόγω της γνωστοποιήσεως των οικείων στοιχείων έξι έτη μετά την ολοκλήρωση των εν λόγω δραστηριοτήτων.

(βλ. σκέψεις 151-152)