Language of document : ECLI:EU:T:2009:66

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 11ης Μαρτίου 2009 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Χρηματοδότηση της France Télévisions από τα ραδιοτηλεοπτικά τέλη – Διαρκής εξέταση των υφιστάμενων ενισχύσεων – Σύσταση με την οποία προτείνονται κατάλληλα μέτρα – Δεσμεύσεις του κράτους μέλους αποδεκτές από την Επιτροπή – Απόφαση με την οποία η ενίσχυση κηρύσσεται σύμφωνη με την κοινή αγορά – Προσφυγή ακυρώσεως – Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής – Φύση της προσβαλλομένης πράξης – Έννομο συμφέρον – Παραδεκτό – Δικαιώματα άμυνας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Απόφαση Altmark»

Στην υπόθεση T‑354/05,

Télévision française 1 SA (TF1), με έδρα την Boulogne-Billancourt (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους J.‑P. Hordies και C. Smits, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον C. Giolito,

καθής,

υποστηριζόμενης από

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον G. de Bergues και την A.‑L. Vendrolini,

και από

τη France Télévisions SA, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους J.‑P. Gunther και D. Tayar, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσες,

που έχει ως αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως C (2005) 1166 τελικό της Επιτροπής, της 20ής Απριλίου 2005, σχετικά με ενίσχυση που χορηγήθηκε στη France Télévisions [ενίσχυση E 10/2005 (πρώην C 60/1999) – Γαλλία, Ραδιοτηλεοπτικά τέλη],

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Βηλαρά (εισηγητή), πρόεδρο, M. Prek και V. M. Ciucă, δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Οκτωβρίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1        Το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ ορίζει τα εξής:

«Οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ή που έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου υπόκεινται στους κανόνες της παρούσας συνθήκης, ιδίως στους κανόνες ανταγωνισμού, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί. Η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν πρέπει να επηρεάζεται σε βαθμό ο οποίος θα αντέκειτο προς το συμφέρον της Κοινότητας.»

2        Το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ έχει ως ακολούθως:

«Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν η παρούσα συνθήκη ορίζει άλλως.»

3        Το άρθρο 88 ΕΚ ορίζει τα εξής:

«1.      Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, εξετάζει διαρκώς τα καθεστώτα ενισχύσεων που υφίστανται στα κράτη αυτά. Τους προτείνει τα κατάλληλα μέτρα που απαιτεί η προοδευτική ανάπτυξη και η λειτουργία της κοινής αγοράς.

2.      Αν η Επιτροπή διαπιστώσει, αφού τάξει προηγουμένως στους ενδιαφερομένους προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, ότι ενίσχυση που χορηγείται από ένα κράτος ή με κρατικούς πόρους δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κατά το άρθρο 87, ότι η ενίσχυση αυτή εφαρμόζεται καταχρηστικώς, αποφασίζει ότι το εν λόγω κράτος οφείλει να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει εντός προθεσμίας που η ίδια καθορίζει.

[...]

3.      Η Επιτροπή ενημερώνεται εγκαίρως περί των σχεδίων που αποβλέπουν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν τις ενισχύσεις, ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Αν κρίνει ότι σχέδιο ενισχύσεως δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, κατά το άρθρο 87, κινεί αμελλητί τη διαδικασία που προβλέπεται από την προηγούμενη παράγραφο. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν δύναται να εφαρμόσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα πριν η Επιτροπή καταλήξει σε τελική απόφαση.»

4        Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (ΕΕ L 83, σ. 1), έχει ως ακολούθως:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

[...]

β)      “υφιστάμενη ενίσχυση”:

i)      [...] όλες οι ενισχύσεις οι οποίες υφίσταντο πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης στο οικείο κράτος μέλος, δηλαδή καθεστώτα ενισχύσεων και ατομικές ενισχύσεις που είχαν τεθεί σε εφαρμογή πριν, και εφαρμόζονται ακόμη έπειτα, από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης [...]»

5        Το άρθρο 17 του κανονισμού 659/1999 προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Η Επιτροπή λαμβάνει από το οικείο κράτος μέλος όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την εξέταση, σε συνεργασία με το κράτος μέλος, των υφιστάμενων καθεστώτων ενισχύσεων σύμφωνα με το άρθρο [88], παράγραφος 1, [ΕΚ].

2.      Εφόσον η Επιτροπή θεωρήσει ότι ένα καθεστώς ενισχύσεων δεν είναι συμβιβάσιμο ή δεν είναι πλέον [συμβιβάσιμο] με την κοινή αγορά, ενημερώνει το οικείο κράτος μέλος για την προκαταρκτική της γνώμη και το καλεί να υποβάλει τις παρατηρήσεις του εντός προθεσμίας ενός μηνός. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει την προθεσμία αυτή, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις.»

6        Το άρθρο 18 του κανονισμού 659/1999 προβλέπει τα ακόλουθα:

«Εφόσον η Επιτροπή, με βάση τις πληροφορίες που υπέβαλε το οικείο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 17, συνάγει ότι το υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων δεν είναι συμβιβάσιμο ή δεν είναι πλέον συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά, εκδίδει σύσταση με την οποία προτείνει κατάλληλα μέτρα στο οικείο κράτος μέλος. Η σύσταση μπορεί να προτείνει, συγκεκριμένα:

α)      την ουσιαστική τροποποίηση του καθεστώτος ενισχύσεων, ή

β)      την επιβολή ορισμένων διαδικαστικών όρων, ή

γ)      την κατάργηση του καθεστώτος ενισχύσεων.»

7        Το άρθρο 19 του κανονισμού 659/1999 έχει ως εξής:

«1.      Εφόσον το οικείο κράτος μέλος δέχεται τα προτεινόμενα μέτρα και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή, η τελευταία σημειώνει τη διαπίστωση αυτή και ενημερώνει σχετικά το κράτος μέλος. Το κράτος μέλος δεσμεύεται με την αποδοχή του να εφαρμόσει τα κατάλληλα μέτρα.

2.      Εφόσον το οικείο κράτος μέλος δεν δέχεται τα προτεινόμενα μέτρα και η Επιτροπή, αφού εξετάσει τους ισχυρισμούς του οικείου κράτους μέλους, εξακολουθεί να θεωρεί ότι τα μέτρα αυτά είναι αναγκαία, κινεί διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 4. Τα άρθρα 6, 7 και 9 εφαρμόζονται, mutatis mutandis.»

8        Το άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 προβλέπει τα ακόλουθα:

«Η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σύντομη ανακοίνωση των αποφάσεων που λαμβάνει σύμφωνα με […] το άρθρο 18 σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παράγραφος 1. Στη σύντομη ανακοίνωση δηλώνεται ότι υπάρχει δυνατότητα να ληφθεί αντίγραφο της απόφασης στην αυθεντική γλωσσική απόδοση ή αποδόσεις.»

 Το ιστορικό της διαφοράς

9        Με έγγραφο της 10ης Μαρτίου 1993, η προσφεύγουσα, Télévision française 1 SA, ιδιοκτήτρια του εμπορικού ιδιωτικού τηλεοπτικού σταθμού TF1, υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή σχετικά με τους τρόπους χρηματοδότησης και λειτουργίας της France 1 και της France 2, δύο κρατικών γαλλικών τηλεοπτικών σταθμών. Η καταγγελία αυτή, την οποία ακολούθησε συμπληρωματική καταγγελία της 10ης Μαρτίου 1997, αναφερόταν σε παραβάσεις του άρθρου 81 ΕΚ, του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 87 ΕΚ. Με την καταγγελία της, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι η επιστροφή των ραδιοτηλεοπτικών τελών στη France 2 και στη France 3, μεταξύ διαφόρων μέτρων, συνιστά κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

10      Με απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1999, που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 27 Νοεμβρίου 1999 (ΕΕ C 340, σ. 57), η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία εξετάσεως του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, σχετικά με τις επιδοτήσεις επενδύσεων που έλαβαν η France 2 και η France 3, καθώς και τις εισφορές κεφαλαίου που έλαβε η France 2 μεταξύ του 1988 και του 1994. Η διαδικασία αυτή δεν αφορούσε τα ραδιοτηλεοπτικά τέλη, δεδομένου ότι το μέτρο αυτό θεωρήθηκε, προκαταρκτικώς, ως υφιστάμενη ενίσχυση που πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο χωριστής εξέτασης, σύμφωνα με τα άρθρα 17 επ. του κανονισμού 659/1999.

11      Το 2000, η France 2 και η France 3 περιήλθαν από τη Γαλλική Δημοκρατία στη δημόσια εταιρία χαρτοφυλακίου France Télévisions SA, η οποία συστάθηκε με τον γαλλικό νόμο 2000-719, της 1ης Αυγούστου 2000, που τροποποίησε τον νόμο 86-1067, της 30ής Σεπτεμβρίου 1986, περί της ελευθερίας της επικοινωνίας (JORF 177, της 2ας Αυγούστου 2000, σ. 11903), και η οποία είναι επιφορτισμένη με τον συντονισμό των δραστηριοτήτων των γαλλικών κρατικών τηλεοπτικών σταθμών.

12      Με την απόφαση 2004/838/ΕΚ, της 10ης Δεκεμβρίου 2003, σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις που έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία υπέρ της France 2 και της France 3 (ΕΕ 2004, L 361, σ. 21, στο εξής: απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2003), η Επιτροπή αποφάσισε ότι οι επιδοτήσεις επενδύσεων που καταβλήθηκαν στη France 2 και τη France 3 καθώς και οι εισφορές κεφαλαίου που έγιναν υπέρ της France 2 μεταξύ 1988-1994 συνιστούν κρατικές ενισχύσεις συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ. Η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως της 10ης Δεκεμβρίου 2003, η οποία πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου με τον αριθμό T‑144/04 και απορρίφθηκε με διάταξη του Πρωτοδικείου της 19ης Μαΐου 2008, Τ‑44/04, TF1 κατά Επιτροπής (δεν έχει ακόμα δημοσιευτεί στη Συλλογή).

13      Επιπλέον, με έγγραφο της 10ης Δεκεμβρίου 2003 που απηύθυνε προς τη Γαλλική Δημοκρατία, βάσει του άρθρου 17 του κανονισμού 659/1999 (στο εξής: έγγραφο της 10ης Δεκεμβρίου 2003), η Επιτροπή, στο πλαίσιο της διαρκούς εξέτασης των υφιστάμενων ενισχύσεων, παρουσίασε στη Γαλλική Δημοκρατία την ανάλυσή της όσον αφορά το γαλλικό σύστημα των ραδιοτηλεοπτικών τελών.

14      Με έγγραφα της 20ής Φεβρουαρίου και της 23ης Ιουλίου 2004, οι γαλλικές αρχές απάντησαν στο έγγραφο της 10ης Δεκεμβρίου 2003. Στις 21 Οκτωβρίου 2004 έλαβε χώρα συνάντηση μεταξύ των αντιπροσώπων της Επιτροπής και των γαλλικών αρχών. Με έγγραφα της 18ης Νοεμβρίου 2004 και της 4ης Ιανουαρίου, 28ης Φεβρουαρίου και 15ης Απριλίου 2005, οι γαλλικές αρχές ανέλαβαν ορισμένες δεσμεύσεις, απαντώντας στην ανάλυση που πραγματοποίησε η Επιτροπή με το έγγραφο της 10ης Δεκεμβρίου 2003.

15      Με την απόφαση C (2005) 1166 τελικό της Επιτροπής, της 20ής Απριλίου 2005, σχετικά με ενίσχυση που χορηγήθηκε στη France Télévisions [ενίσχυση E 10/2005 (πρώην C 60/1999) – Γαλλία, Ραδιοτηλεοπτικά τέλη] (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), κοινοποιηθείσα στη Γαλλική Δημοκρατία στις 21 Απριλίου 2005, η Επιτροπή ενημέρωσε το κράτος μέλος αυτό ότι, βάσει των δεσμεύσεων που είχαν αναλάβει οι γαλλικές αρχές στο πλαίσιο της διαδικασίας διαρκούς εξέτασης του καθεστώτος των καταβαλλομένων υπέρ της France Télévisions τελών, θεωρεί ότι το καθεστώς αυτό συμβιβάζεται με την κοινή αγορά σύμφωνα με το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ και ότι, ως εκ τούτου, αποφασίζει να περατώσει τη διαδικασία σχετικά με το εν λόγω καθεστώς που αφορά υφιστάμενη ενίσχυση (παράγραφοι 1 και 72 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

16      Στις 29 Ιουνίου 2005, η προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε από την Επιτροπή στην προσφεύγουσα με τηλεομοιοτυπία.

17      Στις 30 Σεπτεμβρίου 2005, η περίληψη της προσβαλλομένης αποφάσεως δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 240, σ. 20), με παραπομπή στην ιστοσελίδα της Επιτροπής όπου παρέχεται η δυνατότητα πρόσβασης στο πλήρες κείμενο της αποφάσεως αυτής.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

18      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 9 Σεπτεμβρίου 2005, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

19      Με χωριστά δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 5 και στις 25 Ιανουαρίου 2006, η Γαλλική Δημοκρατία και η France Télévisions ζήτησαν να παρέμβουν υπέρ της Επιτροπής. Με διατάξεις του προέδρου του πέμπτου τμήματος του Πρωτοδικείου της 14ης Μαρτίου 2004, τα αιτήματα αυτά έγιναν δεκτά.

20      Η Επιτροπή, συμμορφούμενη προς το αίτημα προσκομίσεως εγγράφων που της απηύθυνε το Πρωτοδικείο στις 25 Ιανουαρίου 2006, προσκόμισε, με έγγραφο της 21ης Φεβρουαρίου 2006, την απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2003, αλλά δήλωσε ότι δεν μπορεί να προσκομίσει την αλληλογραφία που είχε ανταλλάξει με τη Γαλλική Δημοκρατία στο πλαίσιο της διαρκούς εξέτασης των ραδιοτηλεοπτικών τελών. Με έγγραφα της 2ας Ιουνίου 2006, το Πρωτοδικείο ενημέρωσε τους διαδίκους ότι η προσκόμιση των εγγράφων αυτών μπορεί να διαταχθεί στην περίπτωση που το κρίνει αναγκαίο.

21      Απαντώντας σε ερώτηση του Πρωτοδικείου της 23ης Μαΐου 2008, η Επιτροπή, με έγγραφο της 29ης Μαΐου 2008, ενημέρωσε το Πρωτοδικείο για τα μέτρα που θέσπισε η Γαλλική Δημοκρατία προς εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

22      Με έγγραφο της 9ης Οκτωβρίου 2008 προς τον Γραμματέα του Πρωτοδικείου που έχει περιληφθεί στον φάκελο της υποθέσεως, η προσφεύγουσα επισήμανε ότι κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως θα στηριχτεί σε νέα νομικά περιστατικά, ήτοι στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Ιουνίου 2008, Τ-442/03, SIC κατά Επιτροπής (δεν έχει ακόμα δημοσιευτεί στη Συλλογή) και στην απόφαση C (2008) 3506 τελικό της Επιτροπής, της 16ης Ιουλίου 2008, σχετικά με ενίσχυση που χορηγήθηκε στη France Télévisions (ενίσχυση N 279/2008 – Γαλλία, Εισφορά κεφαλαίου υπέρ της France Télévisions).

23      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να κρίνει παραδεκτή την προσφυγή,

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα και, όσον αφορά τις παρεμβαίνουσες, να αποφανθεί κατά νόμο.

24      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία και από τη France Télévisions, ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη,

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως προδήλως στερούμενη κάθε νομικής βάσεως,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Επί του παραδεκτού

 Επί της τηρήσεως της προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής

 Επιχειρήματα των διαδίκων

25      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη France Télévisions, ερωτά αν είναι παραδεκτή η προσφυγή λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας ασκήσεώς της.

26      Η προσβαλλόμενη απόφαση απεστάλη στην προσφεύγουσα με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής στις 20 Ιουνίου 2005 και παρελήφθη από αυτήν στις 23 Ιουνίου 2005. Συνεπώς, η προσφεύγουσα έλαβε πλήρη γνώση του περιεχομένου της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά την ημερομηνία αυτή και, εν πάση περιπτώσει, το αργότερο στις 29 Ιουνίου 2005, οπότε και ζήτησε από την Επιτροπή να της αποστείλει εκ νέου με τηλεομοιοτυπία την εν λόγω απόφαση για τον λόγο ότι η συστημένη επιστολή της 20ής Ιουνίου 2005 είχε χαθεί.

27      Η προσφυγή επομένως ασκήθηκε εκπροθέσμως.

28      Η Επιτροπή δηλώνει ότι δεν αγνοεί τη νομολογία σύμφωνα με την οποία, σε περιπτώσεις πράξεων που, δυνάμει παγίας πρακτικής και, κατά μείζονα λόγο, όταν πρόκειται για εκτέλεση νομικής υποχρεώσεως, δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία δημοσιεύσεως, αλλά διαπιστώνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμπίπτει ακριβώς στις πράξεις του άρθρου 26, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999. Συγκεκριμένα, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει τόσο τη σύσταση του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού με την οποία προτείνονται κατάλληλα μέτρα όσο και την αποδοχή των μέτρων αυτών από το κράτος μέλος, την οποία προβλέπει το άρθρο 19, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή διερωτάται αν η προσβαλλόμενη απόφαση έπρεπε να δημοσιευτεί δυνάμει του άρθρου 26, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού και επαφίεται στην κρίση του Πρωτοδικείου, ζητώντας του να αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού.

29      Η Επιτροπή διερωτάται παρά ταύτα κατά πόσον η νομολογία αυτή είναι λυσιτελής στις περιπτώσεις που η πράξη έχει κοινοποιηθεί στην προσφεύγουσα. Η εν προκειμένω εφαρμογή της νομολογίας αυτής θα στερούσε από κάθε σημασία την επικοινωνία που προβλέπει το άρθρο 20 του κανονισμού 659/1999 και θα παρέτεινε αδικαιολόγητα τις προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής για τους κυρίως ενδιαφερομένους, στη συγκεκριμένη περίπτωση τους ανταγωνιστές των επιχειρήσεων που έτυχαν της ενίσχυσης.

30      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι το πλήρες κείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως της ανακοινώθηκε όχι στις 23 Ιουνίου 2005 αλλά μόλις στις 29 Ιουνίου 2005. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι το δικόγραφο της προσφυγής κατατέθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 2005, η προσφυγή είναι παραδεκτή. Επιπλέον, αν η προθεσμία είχε αρχίσει να τρέχει από της δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφυγή θα ήταν κατά μείζονα λόγο παραδεκτή.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

31      Πρέπει να επισημανθεί εκ προοιμίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, της οποίας μοναδικός αποδέκτης είναι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, εν προκειμένω η Γαλλική Δημοκρατία (βλ., συναφώς, διάταξη του Πρωτοδικείου της 13ης Μαΐου 2008, T‑327/04, SNIV κατά Επιτροπής, που δεν έχει ακόμα δημοσιευτεί στη Συλλογή, σκέψη 33), δεν κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα, αλλά απλώς της ανακοινώθηκε.

32      Δυνάμει του άρθρου 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ, η προσφυγή ακυρώσεως πρέπει να ασκείται εντός προθεσμίας δύο μηνών, ανάλογα με την περίπτωση, από τη δημοσίευση της πράξης, την κοινοποίησή της στον προσφεύγοντα ή, ελλείψει δημοσιεύσεως ή κοινοποιήσεως, από την ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση αυτής.

33      Όπως προκύπτει από το γράμμα της ανωτέρω διατάξεως, το κριτήριο της ημερομηνίας λήψεως γνώσεως της πράξεως ως χρόνου ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής εμφανίζει παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με τη δημοσίευση ή την κοινοποίηση της πράξεως (διάταξη του Πρωτοδικείου της 21ης Νοεμβρίου 2005, T‑426/04, Tramarin κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4765, σκέψη 48· προπαρατεθείσες διατάξεις SNIV κατά Επιτροπής, σκέψη 31 ανωτέρω, σκέψη 21, και TF1 κατά Επιτροπής, σκέψη 12 ανωτέρω, σκέψη 19).

34      Επιπλέον, όταν πρόκειται για πράξεις που αποτελούν, σύμφωνα με πάγια πρακτική του ενδιαφερόμενου οργάνου, αντικείμενο δημοσιεύσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μολονότι η σχετική δημοσίευση δεν αποτελεί προϋπόθεση της εφαρμογής τους, το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο έχουν δεχτεί ότι το κριτήριο της ημερομηνίας λήψεως γνώσεως δεν έχει εφαρμογή και ότι η ημερομηνία της δημοσιεύσεως είναι εκείνη από την οποία αρχίζει να τρέχει η προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής. Πράγματι, υπό παρόμοιες περιστάσεις, ο ενδιαφερόμενος τρίτος μπορεί να προεξοφλεί νομίμως ότι η επίμαχη πράξη πρόκειται να δημοσιευθεί (προπαρατεθείσες διατάξεις Tramarin κατά Επιτροπής, σκέψη 33 ανωτέρω, σκέψη 48, SNIV κατά Επιτροπής, σκέψη 31 ανωτέρω, σκέψη 22, και TF1 κατά Επιτροπής, σκέψη 12 ανωτέρω, σκέψη 20). Η λύση αυτή, που σκοπεί στην ασφάλεια δικαίου και έχει εφαρμογή έναντι παντός ενδιαφερόμενου τρίτου, ισχύει, μεταξύ άλλων, οσάκις, όπως εν προκειμένω, ο ασκών την προσφυγή τρίτος ενδιαφερόμενος λαμβάνει γνώση της προσβαλλομένης πράξης πριν τη δημοσίευσή της.

35      Τέλος, το γεγονός ότι η Επιτροπή παρέχει στους τρίτους πλήρη πρόσβαση στο κείμενο αποφάσεως που διατίθεται στον δικτυακό της τόπο, σε συνδυασμό με τη δημοσίευση σύντομης ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα, το οποίο επιτρέπει στους ενδιαφερομένους να γνωρίσουν την εν λόγω απόφαση και τους πληροφορεί για τη δυνατότητα αυτή προσβάσεως μέσω διαδικτύου, πρέπει να θεωρηθεί ως δημοσίευση κατά την έννοια του άρθρου 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, T‑17/02, Olsen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2031, σκέψη 80· διάταξη του Πρωτοδικείου της 19ης Σεπτεμβρίου 2005, T‑321/04, Air Bourbon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑3469, σκέψη 34, και προπαρατεθείσα διάταξη Tramarin κατά Επιτροπής, σκέψη 33 ανωτέρω, σκέψη 53).

36      Το άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 ορίζει ότι η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σύντομη ανακοίνωση των «αποφάσεων που λαμβάνει σύμφωνα με το άρθρο […] 18 σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παράγραφος 1».

37      Προκειμένου να καθοριστεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία δεν στηρίζεται σε καμία ρητή νομική βάση, εμπίπτει στην κατηγορία που νοείται με την έκφραση του άρθρου 26, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, έκφραση της οποίας γίνεται μνεία με την προηγούμενη σκέψη, πρέπει, πρώτον, να γίνει αναδρομή στα στάδια της διαδικασίας που ακολουθεί εν προκειμένω η Επιτροπή και, δεύτερον, να αποσαφηνισθεί το νόημα της εν λόγω έκφρασης.

38      Πρώτον, από την παράγραφο 64 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, με το έγγραφο της 10ης Δεκεμβρίου 2003, που η Επιτροπή χαρακτήρισε ως «έγγραφο του άρθρου 17» (παράγραφος 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως), το θεσμικό αυτό όργανο δεν αρκέστηκε απλώς να ενημερώσει τη Γαλλική Δημοκρατία για το προκαταρκτικό του συμπέρασμα ότι το καθεστώς των ραδιοτηλεοπτικών τελών δεν είναι συμβιβάσιμο ή δεν είναι πλέον συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά και να καλέσει αυτό το κράτος μέλος να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

39      Με το έγγραφο αυτό, η Επιτροπή επισήμανε «ότι, προκαταρκτικώς, πρέπει να επέλθουν τροποποιήσεις στο υφιστάμενο καθεστώς προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμβατότητα του γαλλικού συστήματος τελών με τους κοινοτικούς κανόνες που έχουν εφαρμογή στις κρατικές ενισχύσεις» (παράγραφος 64 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή «έκρινε ότι οι γαλλικές αρχές πρέπει να θεσπίσουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλιστεί η τήρηση ορισμένων αρχών» που αφορούν, κατ’ ουσίαν, την αναλογικότητα της κρατικής αντιστάθμισης σε σχέση με το κόστος της δημόσιας υπηρεσίας (παράγραφος 64, πρώτη περίπτωση, της προσβαλλομένης αποφάσεως) και την υπό τους όρους της αγοράς άσκηση των εμπορικών δραστηριοτήτων των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών που παρέχουν δημόσια υπηρεσία (παράγραφος 64, δεύτερη και τρίτη περίπτωση, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

40      Δεδομένης της εκτίμησης αυτής, η Επιτροπή αποφάσισε, κατά τον χρόνο αποστολής του εγγράφου της 10ης Δεκεμβρίου 2003, να απευθύνει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος «σύσταση με την οποία προτείνει κατάλληλα μέτρα», διαδικασία η οποία ωστόσο κινείται, καταρχήν, μόνον κατά το στάδιο που προβλέπει ο κανονισμός 659/1999, ήτοι «με βάση τις πληροφορίες που υπέβαλε το οικείο κράτος μέλος».

41      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή, αφού υπενθύμισε το περιεχόμενο της σύστασης αυτής (παράγραφος 64 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και αφού εξέτασε τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η Γαλλική Δημοκρατία με την απάντησή της στην εν λόγω σύσταση (παράγραφοι 65 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως), «έκρινε ότι οι δεσμεύσεις των γαλλικών αρχών σχετικά με την αρχή της απουσίας υπεραντιστάθμισης ήταν ικανοποιητικές» (παράγραφος 68 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ότι οι δεσμεύσεις «σχετικά με την εμπορική συμπεριφορά των κρατικών τηλεοπτικών σταθμών ανταποκρίνονταν ικανοποιητικά στις διατυπωθείσες από την Επιτροπή συστάσεις» (παράγραφος 70 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επίσης, η Επιτροπή έλαβε υπόψη και τη δέσμευση των γαλλικών αρχών να προβούν, «εντός δύο ετών από το παρόν έγγραφο», στις νομοθετικές και κανονιστικές τροποποιήσεις που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των δεσμεύσεων αυτών και να υποβάλουν στο θεσμικό αυτό όργανο, εντός της ίδιας προθεσμίας, σχετική έκθεση (παράγραφος 71 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

42      Βάσει των διαφορετικών αυτών δεσμεύσεων των γαλλικών αρχών και έχοντας διαπιστώσει ότι οι δεσμεύσεις αυτές ανταποκρίνονται στη σύστασή της, η Επιτροπή αποφάσισε να περατώσει τη σχετική διαδικασία (παράγραφοι 1 και 72 της προσβαλλομένης αποφάσεως), υπενθυμίζοντας ταυτοχρόνως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ουδόλως θίγει την εξουσία που διαθέτει το θεσμικό αυτό όργανο να προβαίνει στη διαρκή εξέταση των καθεστώτων υφιστάμενων ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 1, ΕΚ (παράγραφος 73, πρώτο εδάφιο, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

43      Από την προεκτεθείσα ανάλυση προκύπτει ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή, ήδη από το διαδικαστικό στάδιο του άρθρου 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999, είχε αποφασίσει να απευθύνει στη Γαλλική Δημοκρατία τη «σύσταση με την οποία προτείνει κατάλληλα μέτρα» του άρθρου 18 του κανονισμού αυτού. Εν συνεχεία, αφού έλαβε τις δεσμεύσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας, τις εξέτασε και θεώρησε ότι ανταποκρίνονται στη σύστασή της και, κατά συνέπεια, τις αποδέχτηκε. Η αποδοχή αυτή, που στηρίζεται σε προηγούμενη εξέταση των δεσμεύσεων και υπερβαίνει, ως εκ τούτου, το γεγονός της απλής σημείωσής τους, μπορεί ωστόσο να εξομοιωθεί, τουλάχιστον βάσει μιας πρώτης αναλύσεως και προκειμένου να αναλογεί, στο μέτρο του δυνατού, στα διαδικαστικά στάδια του κανονισμού 659/1999, με το γεγονός της «σημείωσης» υπό την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού.

44      Δεύτερον, πρέπει να καθοριστεί η έννοια της έκφρασης «[απόφαση] που [λαμβάνεται] σύμφωνα με το άρθρο […] 18 σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παράγραφος 1», που περιέχεται στο άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999.

45      Η έκφραση αυτή δεν σημαίνει ότι η υποχρέωση δημοσιεύσεως που καθιερώνει η διάταξη αυτή αφορά εκ προοιμίου και μόνον την «[απόφαση] που [λαμβάνεται] σύμφωνα με το άρθρο […] 18» του κανονισμού 659/1999 περί εκδόσεως σύστασης με την οποία προτείνονται κατάλληλα μέτρα στο οικείο κράτος μέλος, αλλά ότι αυτή η υποχρέωση δημοσιεύσεως γεννάται μόνο στην περίπτωση που το κράτος μέλος δέχεται τη σύσταση της Επιτροπής, πράγμα που αντιστοιχεί στην περίπτωση του άρθρου 19, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού.

46      Επομένως, το άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 επιβάλλει σε τελική ανάλυση στην Επιτροπή την υποχρέωση, αν και εφόσον η σύστασή της με την οποία προτείνονται κατάλληλα μέτρα γίνει δεκτή από το κράτος μέλος, να δημοσιεύσει το περιεχόμενο της σύστασης αυτής που το θεσμικό αυτό όργανο αποφάσισε να απευθύνει στο κράτος μέλος για τον πρόσθετο λόγο ότι το κράτος μέλος δέχτηκε τη σύσταση αυτή. Οι τρίτοι επομένως ενημερώνονται όχι μόνο για την ενδιάμεση κατάσταση της διαδικασίας εξετάσεως, αλλά και για την έκβασή της.

47      Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση αντιστοιχεί, στην πραγματικότητα, σε αυτό που εννοεί το άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 με την έκφραση «[απόφαση] που [λαμβάνεται] σύμφωνα με το άρθρο […] 18 σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παράγραφος 1», έστω και αν η εν λόγω προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατόπιν διαδικασίας κατά την οποία η σύσταση που προβλέπει το άρθρο 18 του ίδιου αυτού κανονισμού είχε υποβληθεί ήδη από το στάδιο του εγγράφου του άρθρου 17 (βλ. σκέψεις 38 έως 40 ανωτέρω).

48      Δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντιστοιχεί σαφώς σε μια από τις πράξεις του άρθρου 26, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 και ότι υπόκειται, κατά συνέπεια, σε δημοσίευση, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής αρχίζει να τρέχει, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 102, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, «από το τέλος της δεκάτης τετάρτης ημέρας από της δημοσιεύσεως της πράξεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως», ήτοι από τα μεσάνυχτα της 14ης Οκτωβρίου 2005. Συνεπώς, και κατ’ εφαρμογήν των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ, του άρθρου 101 και του άρθρου 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής έληξε τα μεσάνυχτα της Τρίτης, 27 Δεκεμβρίου 2005.

49      Δεδομένου ότι ασκήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 2005, η υπό κρίση προσφυγή είναι παραδεκτή.

 Επί της φύσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

50      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τις παρεμβαίνουσες, προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει δεσμευτική ισχύ, στο μέτρο που περιέχει σύσταση που δέχτηκαν οι γαλλικές αρχές, και, ως εκ τούτου, αποτελεί πράξη μη δυνάμενη να προσβληθεί.

51      Η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί έγγραφο που απευθύνθηκε στη Γαλλική Δημοκρατία κατά το στάδιο της διαρκούς εξετάσεως υφιστάμενης ενίσχυσης. Σύμφωνα όμως με το γράμμα του άρθρου 88, παράγραφος 1, ΕΚ, τα κατάλληλα μέτρα δεν συνιστούν παρά προτάσεις. Μόνο στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος αποφασίσει να μη δεχτεί τα προτεινόμενα από την Επιτροπή μέτρα οφείλει η τελευταία, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, να λάβει απόφαση δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, προκειμένου να αξιώσει την τροποποίηση του επίμαχου καθεστώτος ενίσχυσης, και μόνον η απόφαση αυτή έχει δεσμευτικό χαρακτήρα. Η Επιτροπή δεν διαθέτει εξουσία εξαναγκασμού έναντι του κράτους μέλους στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης ενός κρατικού μέτρου. Η Επιτροπή επικαλείται προς στήριξη της θέσης της την απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Οκτωβρίου 1996, T‑330/94, Salt Union κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. II‑1475, σκέψη 35) και την προπαρατεθείσα διάταξη Tramarin κατά Επιτροπής, σκέψη 33 ανωτέρω.

52      Επομένως, η αποκαλούμενη διαδικασία «των κατάλληλων μέτρων» παρουσιάζει ομοιότητες με έναν οιονεί συμβατικό μηχανισμό. Σε περίπτωση που δέχεται τα προτεινόμενα από την Επιτροπή κατάλληλα μέτρα, το κράτος μέλος οφείλει να τα υλοποιήσει. Σε περίπτωση άρνησης, η Επιτροπή κινεί την επίσημη διαδικασία εξετάσεως.

53      Εντούτοις, στο στάδιο αυτό της διαδικασίας των κατάλληλων μέτρων, που δεν έχει μάλιστα κανένα ανασταλτικό αποτέλεσμα, η Γαλλική Δημοκρατία θα μπορούσε να εξακολουθήσει να καταβάλλει τις ενισχύσεις βάσει του υφιστάμενου καθεστώτος για δύο ακόμα έτη από την κοινοποίηση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Οι μόνοι περιορισμοί συνίστανται στην απειλή κίνησης της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως σε περίπτωση αθέτησης των δεσμεύσεων και στο γεγονός ότι, από την παρέλευση των δύο ετών και ελλείψει τηρήσεως των δεσμεύσεων, η επίδικη ενίσχυση θα έπαυε να θεωρείται υφιστάμενη και θα ήταν πλέον νέα. Μόνο μια απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως μπορεί ενδεχομένως να έχει δεσμευτικό χαρακτήρα.

54      Επιπλέον, η μοναδική υποχρέωση που βαρύνει το κράτος μέλος έγκειται στην τήρηση των δεσμεύσεών του, ενώ η υποχρέωσή του αυτή απορρέει από την εκ μέρους του κράτους αυτού μονομερή αποδοχή των προτάσεων της Επιτροπής και όχι από την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία εξαντλείται στην απλή σημείωση των δεσμεύσεων αυτών.

55      Επιπλέον, η Επιτροπή δεν έχει τη δυνατότητα, στηριζόμενη στην αθέτηση των δεσμεύσεων και μόνο, να κινήσει τη διαδικασία λόγω παραβάσεως, δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ ή του άρθρου 226 ΕΚ.

56      Κατά την Επιτροπή, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας όσον αφορά την παρακίνηση προς τα κράτη μέλη να μη συνεργάζονται ειλικρινώς με την Επιτροπή είναι απατηλή. Βεβαίως αληθεύει ότι το κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να μη συνεργαστεί και να απορρίψει όλες τις προτάσεις για τη λήψη κατάλληλων μέτρων. Ωστόσο, τούτο συνεπάγεται την άμεση κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως που ακολουθείται από την έκδοση μονομερούς αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία ζητείται η άμεση τροποποίηση του καθεστώτος ενισχύσεων. Η εν προκειμένω ακολουθούμενη διαδικασία συνεργασίας παρέχει τη δυνατότητα να αποφευχθεί η κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως αφήνοντας ταυτοχρόνως στο κράτος μέλος χρόνο να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις του, με συμφωνημένο χρονοδιάγραμμα αλλά όχι εντός μεγαλύτερων προθεσμιών. Επομένως, το σύστημα ενθαρρύνει τη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών χωρίς να παρακινεί τα κράτη μέλη αυτά να συμπεριφέρονται κακόπιστα.

57      Το επιχείρημα που αντλείται από το γεγονός ότι η δράση της Επιτροπής δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο σε περίπτωση που, κατά τη λήξη της ταχθείσας στο κράτος μέλος προθεσμίας, το θεσμικό αυτό όργανο δεν λαμβάνει απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, είναι ανακριβές. Η εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας αθέτηση των δεσμεύσεών της παρέχει στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να ζητήσει, ενώπιον του εθνικού δικαστή, την αναστολή της καταβολής του τέλους που θα συνιστούσε πλέον νέα ενίσχυση. Επιπλέον, η προσφεύγουσα μπορεί να απευθύνει στην Επιτροπή πρόσκληση να ενεργήσει και εν συνεχεία να ασκήσει προσφυγή κατά παραλείψεως, αν το θεσμικό αυτό όργανο δεν κινήσει άμεσα την επίσημη διαδικασία εξετάσεως. Τέλος, η επίσημη διαδικασία καταλήγει στην έκδοση τελικής αποφάσεως της Επιτροπής, δυναμένης να προσβληθεί από την προσφεύγουσα.

58      Τέλος, η Επιτροπή, με τη διατύπωση της παραγράφου 73 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ουδεμία σύγχυση προκάλεσε ως προς τη φύση της προσβαλλομένης αποφάσεως, φύση η οποία εξαρτάται από την ουσία του εγγράφου αυτού.

59      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη θέση της Επιτροπής.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

60      Κατά πάγια νομολογία, μόνον οι πράξεις που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας κατά τρόπο σαφή τη νομική του θέση, μπορούν να αποτελούν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως βάσει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, IBM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639, σκέψη 9· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 4ης Μαρτίου 1999, T‑87/96, Assicurazioni Generali και Unicredito κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑203, σκέψη 37, της 22ας Μαρτίου 2000, T‑125/97 και T‑127/97, Coca-Cola κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑1733, σκέψη 77, και της 18ης Σεπτεμβρίου 2001, T‑112/99, M6 κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑2459, σκέψη 35· διάταξη του Πρωτοδικείου της 5ης Νοεμβρίου 2003, T‑130/02, Kronoply κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑4857, σκέψη 43).

61      Προκειμένου να διαπιστωθεί αν μια πράξη ή μια απόφαση παράγει τέτοια αποτελέσματα, πρέπει να εξετάζεται η ουσία της (προπαρατεθείσα απόφαση IBM κατά Επιτροπής, σκέψη 60 ανωτέρω, σκέψη 9, και διάταξη του Δικαστηρίου της 13ης Ιουνίου 1991, C‑50/90, Sunzest κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I‑2917, σκέψη 12· προπαρατεθείσα απόφαση Coca-Cola κατά Επιτροπής, σκέψη 60 ανωτέρω, σκέψη 78, και προπαρατεθείσα διάταξη Kronoply κατά Επιτροπής, σκέψη 60 ανωτέρω, σκέψη 44).

62      Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, οι διαδικαστικοί κανόνες της Συνθήκης ποικίλλουν ανάλογα με το εάν τα μέτρα συνιστούν υφιστάμενες ή νέες ενισχύσεις. Ενώ οι πρώτες υπάγονται στο άρθρο 88, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ, οι δεύτερες διέπονται από τις παραγράφους 2 και 3 της ίδιας διάταξης (απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Ιουνίου 1992, C‑47/91, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. I‑4145, σκέψη 22).

63      Το άρθρο 88, παράγραφος 1, ΕΚ δίδει αρμοδιότητα στην Επιτροπή να προβαίνει στη διαρκή εξέταση των υφιστάμενων ενισχύσεων σε συνεργασία με τα κράτη μέλη. Στο πλαίσιο αυτής της εξετάσεως, η Επιτροπή τους προτείνει τα κατάλληλα μέτρα που απαιτεί η προοδευτική ανάπτυξη ή η λειτουργία της κοινής αγοράς. Η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού ορίζει περαιτέρω ότι, εάν η Επιτροπή διαπιστώσει, αφού τάξει προηγουμένως στους ενδιαφερομένους προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, ότι μια ενίσχυση δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κατά το άρθρο 87 ΕΚ ή ότι η ενίσχυση αυτή εφαρμόζεται καταχρηστικώς, αποφασίζει ότι το ενδιαφερόμενο κράτος οφείλει να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει εντός προθεσμίας που η ίδια ορίζει (προπαρατεθείσα απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 62 ανωτέρω, σκέψη 23· απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Αυγούστου 1994, C‑44/93, Namur-Les assurances du crédit, Συλλογή 1994, σ. I‑3829, σκέψη 11).

64      Σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999, εφόσον η Επιτροπή θεωρήσει ότι ένα καθεστώς ενισχύσεων δεν είναι συμβιβάσιμο ή δεν είναι πλέον συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά, ενημερώνει το οικείο κράτος μέλος για την προκαταρκτική της γνώμη και το καλεί να υποβάλει τις παρατηρήσεις του εντός προθεσμίας ενός μήνα.

65      Σύμφωνα με το άρθρο 18 του κανονισμού 659/1999, εφόσον η Επιτροπή, με βάση τις πληροφορίες που υπέβαλε το οικείο κράτος μέλος σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 17, συνάγει ότι το υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων δεν είναι συμβιβάσιμο ή δεν είναι πλέον συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά, εκδίδει σύσταση με την οποία προτείνει κατάλληλα μέτρα στο οικείο κράτος μέλος. Είναι αναμφισβήτητο ότι η σύσταση αυτή, η οποία δεν συνιστά παρά πρόταση, δεν αποτελεί, αν ληφθεί μεμονωμένα, πράξη δυνάμενη να προσβληθεί (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Salt Union κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψη 35, πρώτη περίοδος).

66      Σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999, εφόσον το οικείο κράτος μέλος δεν δέχεται τα προτεινόμενα μέτρα και η Επιτροπή, αφού εξετάσει τους ισχυρισμούς του οικείου κράτους μέλους, εξακολουθεί να θεωρεί ότι τα μέτρα αυτά είναι αναγκαία, κινεί τη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού.

67      Σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, εφόσον το οικείο κράτος μέλος αποδεχθεί τα προτεινόμενα μέτρα και ενημερώσει σχετικά την Επιτροπή, η τελευταία σημειώνει τη διαπίστωση αυτή και ενημερώνει σχετικά το κράτος μέλος.

68      Όσον αφορά την τελευταία αυτή περίπτωση, που έχει σημασία εν προκειμένω, πρέπει να απορριφθεί η άποψη την οποία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή και η οποία συνίσταται, βάσει μιας μεμονωμένης γραμματικής ερμηνείας του ανωτέρω άρθρου 19, παράγραφος 1, στον ισχυρισμό ότι το θεσμικό αυτό όργανο δεν λαμβάνει καμία απόφαση οσάκις μια διαδικασία εξετάσεως υφιστάμενης ενίσχυσης καταλήγει στην εκ μέρους του κράτους μέλους αποδοχή των προτεινόμενων κατάλληλων μέτρων, ή ακόμα στην υποβάθμιση της διαδικασίας του άρθρου 17, του άρθρου 18 και του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 σε οιονεί συμβατικό μηχανισμό.

69      Συγκεκριμένα, η προσέγγιση αυτή παραγνωρίζει τους όρους και τον σκοπό της εν λόγω διαδικασίας, η οποία συνιστά, εκ φύσεως, διαδικασία λήψεως αποφάσεως, όπως άλλωστε επισημαίνεται στο άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 μέσω της εκφράσεως «[απόφαση] που [λαμβάνεται] σύμφωνα με το άρθρο […] 18 σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παράγραφος 1».

70      Όντως, η Επιτροπή και το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορούν να ανταλλάξουν απόψεις σχετικά με το ζήτημα των προτεινόμενων κατάλληλων μέτρων. Στο τέλος όμως, η διαδικασία εξετάσεως περατώνεται μόνο με την έκδοση της αποφάσεως που αναφέρεται στην προηγούμενη σκέψη, ήτοι εφόσον η Επιτροπή δεχτεί, κατά την άσκηση της αποκλειστικής αρμοδιότητας που διαθέτει να εκτιμά τη συμβατότητα των κρατικών ενισχύσεων με την κοινή αγορά, ότι οι δεσμεύσεις του κράτους έχουν άρει τις ανησυχίες της.

71      Εν προκειμένω, η Επιτροπή εξέτασε τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η Γαλλική Δημοκρατία, έκρινε ότι ανταποκρίνονται στη σύστασή της και ότι, επομένως, παρέχουν τη δυνατότητα να εξασφαλιστεί η συμβατότητα του καθεστώτος των τελών με την κοινή αγορά και, ως εκ τούτου, αποφάσισε να περατώσει τη σχετική διαδικασία (παράγραφοι 1 και 72 της προσβαλλομένης αποφάσεως), υπενθυμίζοντας ταυτοχρόνως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ουδόλως θίγει την εξουσία που διαθέτει το θεσμικό αυτό όργανο να προβαίνει στη διαρκή εξέταση των καθεστώτων υφιστάμενων ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 1, ΕΚ (παράγραφος 73, πρώτο εδάφιο, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

72      Πράττοντας τούτο, η Επιτροπή όχι μόνο δεν σημείωσε παθητικά τις δεσμεύσεις τις Γαλλικής Δημοκρατίας αλλά έλαβε συναφή με αυτές απόφαση, χωρίς την οποία η διαδικασία εξετάσεως των τελών δεν θα είχε περατωθεί αλλά θα είχε εξακολουθήσει, είτε με τη συνέχιση της ανταλλαγής αλληλογραφίας προκειμένου να επιτευχθεί η ανάληψη ικανοποιητικών για την Επιτροπή δεσμεύσεων είτε με την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999.

73      Όσον αφορά τα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα της προσβαλλομένης αποφάσεως, αρκεί να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, το ενδιαφερόμενο κράτος, το οποίο, κατά τη δημοσίευση του άρθρου 26, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, δέχτηκε αναγκαστικά τα κατάλληλα μέτρα, «δεσμεύεται […] να εφαρμόσει» τα μέτρα αυτά (βλ., όσον αφορά την εκ μέρους του Δικαστηρίου αναγνώριση τέτοιου δεσμευτικού έννομου αποτελέσματος σε υποθέσεις προγενέστερες της θέσης σε ισχύ του κανονισμού 659/1999, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 1993, C‑313/90, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑1125, σκέψη 36, της 15ης Οκτωβρίου 1996, C‑311/94, Ijssel-Vliet, Συλλογή 1996, σ. I‑5023, σκέψεις 42 και 43, και της 5ης Οκτωβρίου 2000, C‑288/96, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑8237, σκέψη 65, in fine).

74      Οι εκτιμήσεις αυτές δεν τίθενται υπό αμφισβήτηση από την παραπομπή που κάνει η Επιτροπή στην προπαρατεθείσα διάταξη Tramarin κατά Επιτροπής, σκέψη 33 ανωτέρω, και στην προπαρατεθείσα απόφαση Salt Union κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω.

75      Η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα διάταξη Tramarin κατά Επιτροπής, σκέψη 33 ανωτέρω, αφορά μια περίπτωση προκαταρκτικής εξέτασης νέας ενίσχυσης. Η προκαταρκτική αυτή εξέταση πρέπει να καταλήξει, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, στην έκδοση αποφάσεως δυνάμει των παραγράφων 2, 3 ή 4 του άρθρου αυτού, κατά της οποίας δύναται, ενδεχομένως, να ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως. Στο πλαίσιο αυτό, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι το έγγραφο με το οποίο η Επιτροπή, στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης, κάλεσε την Ιταλική Δημοκρατία να παραιτηθεί από πρόταση διευθετήσεως σχετικά με τη μετάβαση από το τότε ισχύον καθεστώς ενισχύσεων στο κοινοποιούμενο καθεστώς συνιστά πράξη προπαρασκευαστική της τελικής αποφάσεως κατά της οποίας, συνεπώς, δεν μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως.

76      Στο πλαίσιο όμως της διαρκούς εξετάσεως των υφιστάμενων ενισχύσεων και στην περίπτωση που το κράτος μέλος υλοποιεί τις δεσμεύσεις του συμμορφούμενο προς τις αναληφθείσες υποχρεώσεις, η Επιτροπή, μετά την έκδοση της αποφάσεως που προβλέπει το άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, δεν μπορεί πλέον να λάβει έτερη απόφαση. Επομένως, η μόνη πράξη την οποία διαθέτουν οι ενδιαφερόμενοι τρίτοι –και, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα– δεν είναι, όπως στην υπόθεση Tramarin κατά Επιτροπής, μια πράξη προπαρασκευαστική της εκδοθησόμενης τελικής αποφάσεως, αλλά η απόφαση της ανωτέρω διάταξης του κανονισμού 659/1999, απόφαση η οποία παράγει το δεσμευτικό έννομο αποτέλεσμα που προαναφέρθηκε στη σκέψη 73 ανωτέρω.

77      Η θέση της Επιτροπής δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε από την παραπομπή στην προπαρατεθείσα απόφαση Salt Union κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω. Συγκεκριμένα, η περίπτωση που εξέτασε το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 35 εκείνης της αποφάσεως, αφορούσε άρνηση κράτους μέλους να δεχτεί την πρόταση της Επιτροπής για τη λήψη προτεινόμενων μέτρων, πρόταση η οποία στην πραγματικότητα δεν συνιστούσε, λαμβανομένη μεμονωμένα και όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 65 ανωτέρω, πράξη δυνάμενη να προσβληθεί. Ωστόσο, η κατάσταση εν προκειμένω διαφέρει, εφόσον αντιστοιχεί σε αποδοχή των κατάλληλων μέτρων από το κράτος μέλος.

78      Από τις προεκτεθείσες σκέψεις προκύπτει ότι η θέση της Επιτροπής δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στην προπαρατεθείσα διάταξη Tramarin κατά Επιτροπής, σκέψη 33 ανωτέρω, ούτε στην προπαρατεθείσα απόφαση Salt Union κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω.

79      Τέλος, όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον τα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα που παράγει η προσβαλλόμενη απόφαση μπορούν να θίξουν τα συμφέροντα της προσφεύγουσας, επιβάλλεται η επισήμανση ότι η απόφαση αυτή επικυρώνει, σε ένα δεσμευτικό νομικό και χρονικό πλαίσιο που προσιδιάζει στον μηχανισμό διαρκούς εξετάσεως των υφιστάμενων ενισχύσεων, τις δεσμεύσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας που μπορεί να θεωρηθούν ως μη κατάλληλες να εξασφαλίσουν τη συμβατότητα του καθεστώτος των τελών με την κοινή αγορά. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση παρέχει στη Γαλλική Δημοκρατία τη δυνατότητα να εξακολουθήσει, για δύο έτη, να εφαρμόζει το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων.

80      Η προσβαλλόμενη απόφαση παρέχει τη δυνατότητα, εκτός των άλλων και κυρίως, να διατηρηθεί το εν λόγω καθεστώς ενισχύσεων για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τη διετή αυτή προθεσμία, μέσω ορισμένων προσαρμογών.

81      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα δυνάμενα να θίξουν τα συμφέροντα της προσφεύγουσας και συνιστά, ως εκ τούτου, πράξη κατά της οποίας μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.

 Επί του εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

82      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τις παρεμβαίνουσες, ουδόλως αμφισβητεί την ενεργητική νομιμοποίηση της προσφεύγουσας, αλλά ισχυρίζεται ότι αυτή, ως ανταγωνίστρια επιχείρησης που έλαβε ενίσχυση χορηγηθείσα σκόπιμα και σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, έχει ικανοποιηθεί και επομένως δεν έχει έννομο συμφέρον προς άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως. Σε περίπτωση ακυρώσεως, η κατάσταση της προσφεύγουσας θα ήταν λιγότερο ικανοποιητική από την κατάσταση που απορρέει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία επιδιώκει την επί το ευνοϊκότερο για το κοινό συμφέρον μετατροπή του καθεστώτος ενισχύσεως.

83      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την άποψη της Επιτροπής.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

84      Κατά πάγια νομολογία, το παραδεκτό μιας προσφυγής ακυρώσεως εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που την ασκεί αντλεί συμφέρον από την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Το συμφέρον αυτό πρέπει να είναι γεγενημένο και ενεστώς και εκτιμάται κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Απριλίου 2005, T‑141/03, Sniace κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑1197, σκέψη 25, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, T‑136/05, Salvat père & fils κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑4063, σκέψη 34).

85      Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της πράξεως είναι ικανή αφ’ εαυτής να έχει έννομες συνέπειες ή, κατ’ άλλη διατύπωση, ότι η προσφυγή είναι ικανή, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Σεπτεμβρίου 2004, T‑310/00, MCI κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3253, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Μια απόφαση που ικανοποιεί πλήρως αυτόν που ζήτησε την έκδοσή της δεν μπορεί, εξ ορισμού, να τον βλάψει (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 2002, C‑242/00, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑5603, σκέψη 46· απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Σεπτεμβρίου 1992, T‑138/89, NBV και NVB κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑2181, σκέψη 32) οπότε αυτός δεν έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωσή της.

86      Αντίστροφα, εφόσον ο αιτών ισχυρίζεται ότι η επίδικη πράξη, μολονότι είναι ενδεχομένως εν μέρει θετική, εντούτοις δεν προστατεύει επαρκώς τη νομική του κατάσταση, πρέπει να του αναγνωριστεί έννομο συμφέρον να ζητήσει τον εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή έλεγχο της νομιμότητας της αποφάσεως αυτής. Επομένως, η εκτίμηση του ευνοϊκού ή όχι χαρακτήρα της προσβαλλομένης πράξης είναι ζήτημα που άπτεται της ουσίας και όχι του παραδεκτού της προσφυγής (βλ., συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Tesauro στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1989, 55/88, Κατσούφρος κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1989, σ. 3579, 3585 έως 3587).

87      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή, στην οποία η προσφεύγουσα υπέβαλε καταγγελία όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το καθεστώς των ραδιοτηλεοπτικών τελών, έκρινε ότι ορισμένες δεσμεύσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας μπορούν να εξασφαλίσουν τη συμβατότητα του καθεστώτος αυτού με την κοινή αγορά. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι οι εν λόγω δεσμεύσεις είναι ακατάλληλες για τον σκοπό αυτόν και βάλλει κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως ακριβώς διότι η απόφαση επικυρώνει τις δεσμεύσεις αυτές και, κατά συνέπεια, παραβιάζει, εις βάρος της προσφεύγουσας, τις διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων της Συνθήκης.

88      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η προσφεύγουσα δεν έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, για τον λόγο ότι η απόφαση αυτή είναι ευνοϊκή για την προσφεύγουσα, στηρίζεται στην παραδοχή ότι οι επί της ουσίας διαπιστώσεις της προσφεύγουσας, ειδικότερα ως προς τον προδήλως ακατάλληλο χαρακτήρα των δεσμεύσεων, είναι εσφαλμένες.

89      Η προσφεύγουσα όμως σαφώς είχε έννομο συμφέρον, υπό την ιδιότητά της ως ανταγωνιστικού της France 2 και της France 3 τηλεοπτικού δικτύου, να υποβάλει στον κοινοτικό δικαστή το ερώτημα κατά πόσον η Επιτροπή νομίμως έκρινε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι οι δεσμεύσεις που ανέλαβε η Γαλλική Δημοκρατία παρέχουν τη δυνατότητα να εξασφαλιστεί η συμβατότητα του γαλλικού καθεστώτος των τελών με την κοινή αγορά.

90      Επιπλέον και αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την Επιτροπή, η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως για τον λόγο ότι το θεσμικό αυτό όργανο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά τον καθορισμό των κατάλληλων προς εφαρμογή μέτρων, ή ότι αιτιολόγησε ανεπαρκώς την καταλληλότητα των μέτρων αυτών προς αντιμετώπιση των προβλημάτων που επισημάνθηκαν, δεν θέτει την προσφεύγουσα σε κατάσταση δυσμενέστερη εκείνης που απορρέει από την προσβαλλόμενη απόφαση.

91      Συγκεκριμένα, αν η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρωθεί για τον ένα ή τον άλλο από τους λόγους αυτούς, τούτο σημαίνει ότι είτε χαρακτηρίζεται είτε δύναται να χαρακτηριστεί από μη κατάλληλες δεσμεύσεις και ότι επομένως ήταν δυσμενής για την προσφεύγουσα. Κατόπιν της ακυρώσεως αυτής, απόκειται στην Επιτροπή, λαμβανομένων υπόψη των παρουσών συνθηκών χρηματοδότησης της France 2 και της France 3, να εκτιμήσει, στο πλαίσιο της διαρκούς εξετάσεως των υφιστάμενων ενισχύσεων, τη σκοπιμότητα προτάσεως άλλων κατάλληλων μέτρων για το μέλλον.

92      Επομένως, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την Επιτροπή, η προσφεύγουσα έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως.

93      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

94      Η υπό κρίση προσφυγή στηρίζεται σε πέντε λόγους. Ο πρώτος λόγος αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Ο δεύτερος από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Ο τρίτος από το ανεπαρκές περιεχόμενο των δεσμεύσεων της Γαλλικής Δημοκρατίας. Ο τέταρτος λόγος αντλείται από καταστρατήγηση της διαδικασίας. Ο πέμπτος από εσφαλμένη ερμηνεία της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 24ης Ιουλίου 2003, C‑280/00, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (Συλλογή 2003, σ. I‑7747, στο εξής: απόφαση Altmark).

95      Καταρχάς, επιβάλλεται η εξέταση των λόγων που αντλούνται από την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και από την καταστρατήγηση της διαδικασίας. Εν συνεχεία, θα εξεταστεί ο λόγος που αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία της προπαρατεθείσας αποφάσεως Altmark, σκέψη 94 ανωτέρω, και, τέλος, οι δύο λόγοι που αντλούνται, αντιστοίχως, από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και από το ανεπαρκές περιεχόμενο των δεσμεύσεων.

 Επί του δεύτερου λόγου, που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

96      Η προσφεύγουσα, μολονότι παραδέχεται ότι η διοικητική διαδικασία στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων μπορεί να κινηθεί μόνον κατά κράτους μέλους, ισχυρίζεται ότι, κατά το στάδιο εξετάσεως που προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ, η Επιτροπή πρέπει να τάξει στους ενδιαφερομένους προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Η προσφεύγουσα εκπλήσσεται από το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να συζητήσει με την Επιτροπή τη σκοπιμότητα και το περιεχόμενο των δεσμεύσεων της Γαλλικής Δημοκρατίας, δεδομένου ότι, βάσει των δεσμεύσεων αυτών, η Επιτροπή ενέκρινε τη διατήρηση ενός συστήματος που συνιστά κρατική ενίσχυση αντίθετη προς το άρθρο 87 ΕΚ. Η συζήτηση αυτή ήταν επιβεβλημένη κατά μείζονα λόγο λαμβανομένου υπόψη ότι ο διάλογος μεταξύ της προσφεύγουσας και της Επιτροπής, ο οποίος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σύστημα των τελών αποτελούσε κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ, διακόπηκε απότομα όταν επρόκειτο να εκτιμηθεί η συμβατότητα του συστήματος αυτού με την κοινή αγορά.

97      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η θέση που της επιφυλάχθηκε στη διαδικασία εν προκειμένω ελάχιστα συμβιβάζεται με τη νομολογία σύμφωνα με την οποία, ακόμα και αν δεν υπάρχει σχετική γραπτή διάταξη, η Κοινότητα δεν μπορεί να θίξει την κατάσταση ενός προσώπου αν δεν του δόθηκε η δυνατότητα να εκφράσει την άποψή του. Λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή κατά τη λήψη μιας αποφάσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 88, παράγραφος 1, ΕΚ, ο σεβασμός του δικαιώματος ακροάσεως πρέπει κατά μείζονα λόγο να εξασφαλιστεί. Η διακοπή του διαλόγου μεταξύ της Επιτροπής και της προσφεύγουσας συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της δεύτερης.

98      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τις παρεμβαίνουσες, αμφισβητεί την άποψη της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

99      Υπενθυμίζεται ότι η διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων κινείται, λαμβανομένης υπόψη της εν γένει οικονομίας της, κατά του κράτους μέλους που ευθύνεται, από πλευράς των κοινοτικών του υποχρεώσεων, για τη χορήγηση της ενισχύσεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑198/01, Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2717, σκέψη 61, και της 11ης Μαΐου 2005, T‑111/01 και T‑133/01, Saxonia Edelmetalle κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑1579, σκέψη 47).

100    Η θέση αυτή, που διαμορφώθηκε από τη νομολογία όσον αφορά τον έλεγχο από την Επιτροπή των νέων ενισχύσεων, ισχύει και ως προς τη διαρκή εξέταση των υφιστάμενων ενισχύσεων.

101    Συνεπώς, μολονότι τίποτε δεν εμποδίζει έναν τρίτο να διαβιβάσει στην Επιτροπή πληροφορίες με τις οποίες καταγγέλλεται η ασυμβατότητα προς την κοινή αγορά μιας κρατικής ενίσχυσης, είτε πρόκειται για νέα είτε για υφιστάμενη ενίσχυση, η ευχέρεια αυτή δεν παρέχει στον τρίτο αυτόν κανένα δικαίωμα άμυνας. Η Επιτροπή ουδόλως οφείλει να διεξαγάγει κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση με τον εν λόγω τρίτον.

102    Είναι αληθές ότι, στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως του άρθρου 88, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΕΚ και του άρθρου 6 του κανονισμού 659/1999, διαδικασίας η οποία μπορεί να κινηθεί, όσον αφορά τον έλεγχο νέων ενισχύσεων, με απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 659/1999 και, όσον αφορά τη διαρκή εξέταση των υφιστάμενων ενισχύσεων, με απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, η Επιτροπή «καλεί […] τα […] ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις» (άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 659/1999). Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ελήφθη κατά το πέρας αυτής της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, αλλά κατόπιν συστάσεως για τη λήψη κατάλληλων μέτρων την οποία δέχτηκε το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, ήτοι στο πλαίσιο του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999.

103    Σε αυτό στο στάδιο της διαδικασίας εξετάσεως των υφιστάμενων ενισχύσεων, η Επιτροπή δεν είχε υποχρέωση να καλέσει την προσφεύγουσα να της υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Επομένως, κακώς αξιώνει η προσφεύγουσα να τύχει των δικαιωμάτων άμυνας και κακώς επικαλείται προσβολή τους από την Επιτροπή.

104    Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο υπό κρίση λόγος πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τέταρτου λόγου, που αντλείται από καταστρατήγηση της διαδικασίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

105    Σύμφωνα με την προσφεύγουσα, η Επιτροπή φαίνεται να μεταθέτει στις εθνικές αρχές την υποχρέωση, που ωστόσο εμπίπτει στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, να εντοπίσουν την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης. Η προσφεύγουσα δεν κατανοεί πώς μπορεί η Επιτροπή να μεταβιβάζει με τον τρόπο αυτόν την εν λόγω αρμοδιότητα και, ως εκ τούτου, να αναγνωρίζει άμεσο αποτέλεσμα στο άρθρο 87 ΕΚ, μέσω μιας απλής αποφάσεως που αποδέχεται δεσμεύσεις, τη στιγμή που για την πρόβλεψη του άμεσου αποτελέσματος του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ χρειάστηκε να εκδοθεί κανονισμός.

106    Η Επιτροπή αμφισβητεί την άποψη της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

107    Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αντιθέτως προς τα καταγγελλόμενα με τον παρόντα λόγο, η προσβαλλόμενη απόφαση ουδόλως σκοπεί να μεταθέσει στις εθνικές αρχές τη φερόμενη ως βαρύνουσα αποκλειστικά την Επιτροπή υποχρέωση εντοπισμού ενδεχόμενης κρατικής ενίσχυσης, δεδομένου, άλλωστε, όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, ότι ο εθνικός δικαστής είναι, ούτως ή άλλως, αρμόδιος να διαπιστώνει, κατά περίπτωση, την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 1977, 78/76, Steinike & Weinlig, Συλλογή τόμος 1977, σ. 171).

108    Δεύτερον, και στο μέτρο που η προσφεύγουσα επιδιώκει, με τον παρόντα λόγο, να καταγγείλει την εκ μέρους της Επιτροπής φερόμενη μεταβίβαση στις εθνικές αρχές της αποκλειστικής αρμοδιότητάς της να εκτιμά τη συμβατότητα μιας κρατικής ενίσχυσης με την κοινή αγορά, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση ουδόλως πραγματοποιείται τέτοια μεταβίβαση αρμοδιότητας.

109    Αντιθέτως, η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, έλαβε από τη Γαλλική Δημοκρατία ορισμένες δεσμεύσεις για την εξασφάλιση της συμβατότητας των τελών με την κοινή αγορά, και τούτο ακριβώς κατά την άσκηση της αποκλειστικής αυτής αρμοδιότητάς της να εκτιμά τη συμβατότητα των κρατικών ενισχύσεων με την κοινή αγορά. Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως υπενθυμίζει και η παράγραφός της 73, ουδόλως θίγει την εξουσία που διαθέτει η Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 1, ΕΚ, να προβαίνει στη διαρκή εξέταση των καθεστώτων υφιστάμενων ενισχύσεων και να προτείνει τα κατάλληλα μέτρα που απαιτεί η προοδευτική ανάπτυξη και η λειτουργία της κοινής αγοράς.

110    Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο υπό κρίση λόγος πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πέμπτου λόγου, που αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία της αποφάσεως Altmark

 Επιχειρήματα των διαδίκων

111    Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε νομική πλάνη όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ στην περίπτωση κρατικής ενίσχυσης που απορρέει από υπεραντιστάθμιση του κόστους των υποχρεώσεων της δημόσιας υπηρεσίας.

112    Με την προπαρατεθείσα απόφαση Altmark, σκέψη 94 ανωτέρω, το Δικαστήριο επέλεξε την αποκαλούμενη μέθοδο «αντισταθμίσεως». Η επιλογή αυτής της μεθόδου αντισταθμίσεως επιβεβαιώθηκε επιπλέον με τη μεταγενέστερη νομολογία τόσο του Δικαστηρίου όσο και του Πρωτοδικείου.

113    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, το Δικαστήριο, με την προπαρατεθείσα απόφαση Altmark, σκέψη 94 ανωτέρω, δεν επιβεβαιώνει εμμέσως ότι μια ενίσχυση που αντισταθμίζει, ή μάλλον υπεραντισταθμίζει, το κόστος που επωμίζεται μια επιχείρηση για την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος μπορεί να κηρυχθεί συμβατή με την κοινή αγορά εφόσον πληρούνται οι όροι του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ.

114    Συγκεκριμένα, δεν απόκειται στο Δικαστήριο να απαντά, έστω και εμμέσως, στο πλαίσιο της προδικαστικής παραπομπής, σε ερώτημα που δεν του έχει υποβληθεί.

115    Επιπλέον, το Δικαστήριο παρέπεμψε στην απόφασή του της 22ας Νοεμβρίου 2001, C‑53/00, Ferring (Συλλογή 2003, σ. I‑9067, στο εξής: απόφαση Ferring). Με την απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο απέκλεισε ρητώς την εφαρμογή του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ τονίζοντας ότι ένα πλεονέκτημα που υπερβαίνει το επιπλέον κόστος που απορρέει από τη γενικού συμφέροντος αποστολή «δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να θεωρηθεί ως αναγκαίο για να μπορούν οι επιχειρηματίες αυτοί να εκπληρώνουν την ιδιαίτερη αποστολή τους».

116    Εν συνεχεία, η εφαρμογή του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ προϋποθέτει τη συνδρομή προϋποθέσεων βάσει των οποίων ορίζονται και ανατίθενται τα καθήκοντα δημόσιας υπηρεσίας και ελέγχεται η άσκησή τους καθώς και προϋποθέσεων που αφορούν την αναλογικότητα της οικονομικής αντιστάθμισης που χορηγείται ως αντιπαροχή για την υπηρεσία αυτή. Το Δικαστήριο, με την προπαρατεθείσα απόφαση Altmark, σκέψη 94 ανωτέρω, και μέσω της πρώτης, της δεύτερης και της τρίτης από τις τέσσερις προϋποθέσεις που ορίζονται στη σκέψη 95 και στο διατακτικό της αποφάσεως αυτής (στο εξής, από κοινού: προϋποθέσεις Altmark), ανήγαγε τις προϋποθέσεις αυτές σε σωρευτικά κριτήρια βάσει των οποίων εκτιμάται όχι η συμβατότητα της κρατικής ενίσχυσης αλλά η ίδια η ύπαρξή της. Με άλλα λόγια, ο έλεγχος της αναλογικότητας ασκείται, κατά το Δικαστήριο, στο στάδιο του χαρακτηρισμού ενός μέτρου ως ενίσχυσης, ήτοι σε στάδιο προγενέστερο από εκείνο κατά το οποίο τον ασκεί η Επιτροπή.

117    Τέλος, στην πράξη, η Επιτροπή έχει εφαρμόσει το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ σε καταστάσεις όπου δεν συνέτρεχε η δεύτερη και η τέταρτη από τις προϋποθέσεις Altmark, με έμμεση συνέπεια, σε περιπτώσεις μη συνδρομής της πρώτης και της τρίτης από τις προϋποθέσεις Altmark, να αποκλείεται η διατήρηση του μέτρου μέσω της εξετάσεώς του δυνάμει του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ. Εν προκειμένω, η διαπίστωση εκ μέρους της Επιτροπής ότι δεν συντρέχει η τρίτη προϋπόθεση Altmark θα έπρεπε αναγκαστικά να οδηγήσει το θεσμικό αυτό όργανο στο συμπέρασμα ότι όντως πρόκειται για ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί η ενδεχόμενη συμβατότητά της.

118    Συνεπώς, η Επιτροπή υπέπεσε σε νομική πλάνη στο μέτρο που ερεύνησε κατά πόσον ένα κρατικό μέτρο αντιστάθμισης του κόστους της δημόσιας υπηρεσίας μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ, από τη στιγμή που η Επιτροπή είχε διαπιστώσει ότι το εν λόγω μέτρο δεν πληροί τις προϋποθέσεις Altmark που επιτρέπουν τον μη χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης.

119    Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα αρνείται ότι αμφισβητεί την αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής να αποφαίνεται επί της συμβατότητας μιας ενίσχυσης με την κοινή αγορά, όπως άλλωστε επιβεβαιώνεται και από το γεγονός της υποβολής της καταγγελίας. Η προσφεύγουσα αμφισβητεί κυρίως τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η Επιτροπή προβαίνει στην εξέταση αυτή.

120    Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο, με την προπαρατεθείσα απόφαση Ferring, σκέψη 115 ανωτέρω, δεν παραπέμπει στο άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ, προκειμένου να δικαιολογήσει την επιλεγείσα λύση. Αντιθέτως, κατά την προσφεύγουσα, το Δικαστήριο, αφού έθεσε την αρχή ότι μια αντιστάθμιση που τηρεί την προϋπόθεση της ισοδυναμίας δεν αποτελεί ενίσχυση, προσέθεσε ότι, «εάν προκύψει ότι οι χονδρέμποροι αντλούν από τη μη υποβολή τους στον φόρο επί των αμέσων πωλήσεων φαρμάκων πλεονέκτημα υπερβαίνον το επιπλέον κόστος που φέρουν για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας που τους επιβάλλει η εθνική κανονιστική ρύθμιση, το πλεονέκτημα αυτό, καθόσον υπερβαίνει το εν λόγω επιπλέον κόστος, δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να θεωρηθεί ως αναγκαίο για να μπορούν οι επιχειρηματίες αυτοί να εκπληρώνουν την ιδιαίτερη αποστολή τους». Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το Δικαστήριο, «πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο [86], παράγραφος 2, [ΕΚ] έχει την έννοια ότι δεν καλύπτει το φορολογικό πλεονέκτημα που απολαύουν επιχειρήσεις, όπως οι επιχειρήσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, επιφορτισμένες με τη διαχείριση δημόσιας υπηρεσίας, στο μέτρο που το πλεονέκτημα αυτό υπερβαίνει το επιπλέον κόστος της δημόσιας υπηρεσίας».

121    Επομένως, είναι σαφές ότι το Δικαστήριο αποκλείει κάθε εφαρμογή της παρέκκλισης του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ υπέρ μιας αντιστάθμισης που υπερβαίνει το επιπλέον κόστος που αφορά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της δημόσιας υπηρεσίας, πράγμα που συνεπάγεται ότι τέτοιου είδους ενισχύσεις πρέπει να αξιολογούνται μόνο βάσει του άρθρου 87 ΕΚ. Στην περίπτωση αυτή, η εξέταση της συμβατότητας της ενίσχυσης με την κοινή αγορά εξακολουθεί να εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Επιτροπής αλλά, ελλείψει δυνατότητας εφαρμογής της παρέκκλισης του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ, η εξέταση αυτή μπορεί στην πράξη να οδηγήσει μόνο σε αρνητικό συμπέρασμα.

122    Κατά τα λοιπά, το Δικαστήριο, με την προπαρατεθείσα απόφαση Altmark, σκέψη 94 ανωτέρω, δεν αναιρεί την ανάλυση αυτή. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο δεν αποκλείει μεν ρητώς την εφαρμογή του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ, ούτε όμως και την επιβεβαιώνει.

123    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία και από τη France Télévisions, αμφισβητεί τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα. Το θεσμικό αυτό όργανο ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι, με τον λόγο αυτόν, η προσφεύγουσα συγχέει δύο ζητήματα που ωστόσο διακρίνονται σαφώς μεταξύ τους και τα οποία αποσαφηνίστηκαν με τη συμβολή της προπαρατεθείσας αποφάσεως Altmark, σκέψη 94 ανωτέρω. Το πρώτο ζήτημα είναι να διευκρινιστεί πότε υφίσταται κρατική ενίσχυση, υπό την έννοια της Συνθήκης, και το δεύτερο να καθοριστεί πότε η ενίσχυση αυτή μπορεί να κηρυχθεί συμβατή με την κοινή αγορά.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

124    Με τον υπό κρίση λόγο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε νομική πλάνη καταλήγοντας ότι το σύστημα των ραδιοτηλεοπτικών τελών είναι συμβατό με την κοινή αγορά, δεδομένου ότι το ίδιο αυτό θεσμικό όργανο έκρινε ότι δεν συντρέχουν ορισμένες από τις προϋποθέσεις Altmark.

125    Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή καθόσον απορρέει από εσφαλμένη ερμηνεία της προπαρατεθείσας αποφάσεως Altmark, σκέψη 94 ανωτέρω.

126    Με την προπαρατεθείσα απόφαση Altmark, σκέψη 94 ανωτέρω, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, κατά πάγια νομολογία, για να υφίσταται ενίσχυση πρέπει να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (σκέψη 74 της αποφάσεως) και ότι η διάταξη αυτή προβλέπει τις ακόλουθες προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να πρόκειται για σχετική παρέμβαση εκ μέρους του κράτους ή μέσω δημοσίων πόρων. Δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Τρίτον, πρέπει να χορηγεί ένα πλεονέκτημα υπέρ του δικαιούχου. Τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (σκέψη 75 της αποφάσεως).

127    Όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη πλεονεκτήματος που παρέχεται στον δικαιούχο, το Δικαστήριο επισήμανε ότι από πάγια νομολογία και, ειδικότερα, από την προπαρατεθείσα απόφαση Ferring, σκέψη 115 ανωτέρω, προκύπτει ότι, στον βαθμό που μια κρατική παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί ως αντιστάθμιση αποτελούσα την αντιπαροχή έναντι παρεχομένων εκ μέρους των δικαιούχων επιχειρήσεων υπηρεσιών προς εκπλήρωση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, έτσι ώστε οι επιχειρήσεις αυτές να μην επωφελούνται στην πραγματικότητα από ένα οικονομικό πλεονέκτημα, με αποτέλεσμα να μην περιέρχονται λόγω της ως άνω παρεμβάσεως οι επιχειρήσεις αυτές σε ευνοϊκότερη θέση ως προς τον ανταγωνισμό σε σχέση με τις επιχειρήσεις που τις ανταγωνίζονται, η παρέμβαση αυτή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου [87], παράγραφος 1, [ΕΚ] (προπαρατεθείσα απόφαση Altmark, σκέψη 94 ανωτέρω, σκέψη 87).

128    Το Δικαστήριο προσέθεσε ότι, πάντως, για να μη χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση μια τέτοια αντιστάθμιση σε συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις (προπαρατεθείσα απόφαση Altmark, σκέψη 94 ανωτέρω, σκέψη 88):

–        πρώτον, η δικαιούχος επιχείρηση πρέπει να είναι πράγματι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ενώ η υποχρέωση αυτή πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένη (πρώτη προϋπόθεση Altmark)·

–        δεύτερον, οι βασικές παράμετροι βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση πρέπει να έχουν προσδιοριστεί προηγουμένως αντικειμενικά και με διαφάνεια (δεύτερη προϋπόθεση Altmark)·

–        τρίτον, η αντιστάθμιση δεν πρέπει να υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων και ενός ευλόγου κέρδους σε σχέση με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών (τρίτη προϋπόθεση Altmark)·

–        τέταρτον, όταν η επιλογή της επιχειρήσεως στην οποία πρόκειται να ανατεθεί η εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας δεν πραγματοποιείται στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, το επίπεδο της απαραίτητης αντισταθμίσεως πρέπει να καθορίζεται βάσει αναλύσεως των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη προς ικανοποίηση των απαιτήσεων σχετικά με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας προκειμένου να εκπληρώσει τις ως άνω υποχρεώσεις, λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά έσοδα και ένα εύλογο κέρδος από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών (τέταρτη προϋπόθεση Altmark).

129    Το Δικαστήριο κατέληξε ότι μια κρατική παρέμβαση που δεν πληροί μία ή περισσότερες από τις ανωτέρω προϋποθέσεις πρέπει να θεωρείται κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

130    Από τη σαφέστατη κατηγορηματική διατύπωση της προπαρατεθείσας αποφάσεως Altmark, σκέψη 94 ανωτέρω, προκύπτει ότι οι τέσσερις προαναφερθείσες προϋποθέσεις έχουν ένα και μοναδικό σκοπό, ήτοι τον χαρακτηρισμό του επίδικου μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης, και ειδικότερα τον καθορισμό της ύπαρξης πλεονεκτήματος.

131    Έτσι, το Δικαστήριο επανέλαβε και διευκρίνισε τη λύση που είχε δεχτεί με την προπαρατεθείσα απόφαση Ferring, σκέψη 115 ανωτέρω, την οποία η προσφεύγουσα επικαλέστηκε επανειλημμένως με τα έγγραφά της, προκειμένου να δώσει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να εκτιμήσουν καλύτερα αν η παρέμβασή τους υπέρ ενός φορέα επιφορτισμένου με την εκπλήρωση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας συνιστά κρατική ενίσχυση, με συνέπεια να γεννάται υποχρέωση ανακοινώσεως του μέτρου στην Επιτροπή, στην περίπτωση νέας ενίσχυσης, ή συνεργασίας με το θεσμικό αυτό όργανο, στην περίπτωση υφιστάμενης ενίσχυσης.

132    Τονίζεται ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας αναιρείται επίσης από τις σκέψεις 104 και 105 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Altmark, σκέψη 94 ανωτέρω, με τις οποίες το Δικαστήριο απαντά στο δεύτερο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος με το οποίο το αιτούν δικαστήριο ερωτά, μεταξύ άλλων, αν το άρθρο 73 ΕΚ μπορεί να εφαρμοστεί σε δημόσιες επιδοτήσεις που αντισταθμίζουν δαπάνες που αφορούν την εκπλήρωση υποχρεώσεως δημόσιας υπηρεσίας.

133    Με τις προπαρατεθείσες σκέψεις, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, καθόσον οι επίμαχες επιδοτήσεις της κύριας δίκης πρέπει θα θεωρηθούν ως αντιστάθμιση αποτελούσα την αντιπαροχή έναντι παροχής μεταφορικών υπηρεσιών στο πλαίσιο εκπληρώσεως υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, τηρουμένων των τεσσάρων προϋποθέσεων Altmark, οι εν λόγω επιδοτήσεις δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 EK, οπότε παρέλκει η επίκληση της παρεκκλίσεως από τη διάταξη αυτή την οποία προβλέπει το άρθρο 73 EK. Επομένως, κατά το Δικαστήριο, οι διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις, εν προκειμένω αυτές του άρθρου 73 ΕΚ, έχουν εφαρμογή στις εν λόγω επιδοτήσεις μόνο στον βαθμό που, αφενός, δεν πληρούνται όλες οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις και, αφετέρου, οι εν λόγω επιδοτήσεις δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του κανονισμού (ΕΟΚ) 1191/69 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1969, περί των ενεργειών των κρατών μελών που αφορούν τις υποχρεώσεις που είναι συνυφασμένες με την έννοια της δημοσίας υπηρεσίας στον τομέα των σιδηροδρομικών, οδικών και εσωτερικών πλωτών μεταφορών (ΕΕ ειδ. έκδ. 07/001, σ. 100), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1893/91 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 1991 (ΕΕ L 169, σ. 1).

134    Έτσι, προκύπτει σαφώς ότι το Δικαστήριο διακρίνει μεταξύ του ζητήματος του χαρακτηρισμού ενός μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης, που απορρέει εν προκειμένω από την έλλειψη συνδρομής των τεσσάρων προϋποθέσεων Altmark, και του ζητήματος της συμβατότητας της ενίσχυσης αυτής με την κοινή αγορά. Η συλλογιστική αυτή του Δικαστηρίου σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 73 ΕΚ μπορεί να μεταφερθεί πλήρως εν προκειμένω, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ.

135    Λαμβανομένου υπόψη ότι οι αποφάσεις του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου που έχουν εκδοθεί μετά την προπαρατεθείσα απόφαση Altmark, σκέψη 94 ανωτέρω, έχουν παραπέμψει στις προϋποθέσεις που έθεσε η τελευταία αυτή απόφαση, οι αποφάσεις αυτές δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση το γεγονός ότι οι εν λόγω προϋποθέσεις αφορούν τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ ούτε υποδηλώνουν ότι το Δικαστήριο θέλησε, με την καθιέρωση των προϋποθέσεων αυτών, να παύσει η εφαρμογή του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ όσον αφορά την εκτίμηση της συμβατότητας με την κοινή αγορά των κρατικών μέτρων χρηματοδότησης της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 27ης Νοεμβρίου 2003, C‑34/01 έως C‑38/01, Enirisorse, Συλλογή 2003, σ. I‑14243, σκέψεις 31 έως 40, της 30ής Μαρτίου 2006, C‑451/03, Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti, Συλλογή 2006, σ. I‑2941, σκέψεις 61 έως 72, της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑526/04, Laboratoires Boiron, Συλλογή 2006, σ. I‑7529, σκέψεις 50 έως 57, και της 17ης Ιουλίου 2008, C‑206/06, Essent Netwerk Noord κ.λπ., που δεν έχει ακόμα δημοσιευτεί στη Συλλογή, σκέψεις 79 έως 88· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 16ης Μαρτίου 2004, T‑157/01, Danske Busvognmænd κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑917, σκέψεις 97 και 98, της 16ης Σεπτεμβρίου 2004, T‑274/01, Valmont κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3145, σκέψεις 130 και 131, της 15ης Ιουνίου 2005, T‑349/03, Corsica Ferries France κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2197, σκέψη 310, και της 12ης Φεβρουαρίου 2008, T‑289/03, BUPA κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει ακόμα δημοσιευτεί στη Συλλογή, σκέψη 258).

136    Ειδικότερα, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti, σκέψη 135 ανωτέρω, το Δικαστήριο απάντησε στο προδικαστικό ερώτημα που είχε υποβάλει το αιτούν δικαστήριο αν η αμοιβή που λαμβάνουν τα κέντρα φορολογικής αρωγής για την κατάρτιση και τη διαβίβαση φορολογικών δηλώσεων, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συνιστά κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

137    Με την απόφασή του, το Δικαστήριο υπενθύμισε τις τέσσερις προϋποθέσεις Altmark, τονίζοντας ότι η συνδρομή τους παρέχει τη δυνατότητα να μη χαρακτηριστεί κρατική ενίσχυση μια κρατική παρέμβαση που θεωρείται ως αντιστάθμιση αποτελούσα την αντιπαροχή έναντι παρεχομένων εκ μέρους των δικαιούχων επιχειρήσεων υπηρεσιών προς εκπλήρωση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας.

138    Αφού παρατήρησε ότι για την εξέταση των δύο τελευταίων προϋποθέσεων Altmark σχετικά με το ύψος της σχετικής αμοιβής απαιτείται εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης και υπενθυμίζοντας ότι δεν είναι αρμόδιο σχετικώς, το Δικαστήριο επισήμανε ότι εναπόκειται, επομένως, στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, το ζήτημα εάν η εν λόγω αμοιβή αποτελεί κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

139    Υπογραμμίζεται ότι το Δικαστήριο μερίμνησε να προσθέσει, στην αλληλουχία αυτή, ότι το εθνικό δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εκτιμήσει τη συμβατότητα με την κοινή αγορά μέτρων ενισχύσεων ή καθεστώτος ενισχύσεων, καθόσον η εκτίμηση αυτή εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής, ενεργούσας υπό τον έλεγχο του κοινοτικού δικαστή (προπαρατεθείσα απόφαση Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti, σκέψη 135 ανωτέρω, σκέψη 71).

140    Η τελευταία αυτή σκέψη του Δικαστηρίου καταδεικνύει σαφώς ότι ο υπό κρίση λόγος στηρίζεται σε μια σύγχυση της προσφεύγουσας μεταξύ της μεθόδου Altmark, που σκοπεί να καθορίσει αν υφίσταται ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, και της μεθόδου του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ, που παρέχει τη δυνατότητα να εξακριβωθεί αν ένα μέτρο που συνιστά ενίσχυση μπορεί να θεωρηθεί συμβατό με την κοινή αγορά.

141    Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε εν προκειμένω σε νομική πλάνη.

142    Συγκεκριμένα, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εξέτασε, καταρχάς, κατά πόσο το σύστημα των τελών συνιστά κρατική ενίσχυση. Αφού διαπίστωσε ότι συντρέχει η προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης που αφορά τη χρησιμοποίηση δημόσιων πόρων (παράγραφος 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η Επιτροπή εξέτασε τη συνδρομή της σχετικής με την ύπαρξη επιλεκτικού πλεονεκτήματος προϋπόθεσης (παράγραφοι 22 έως 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και έκρινε, στο πλαίσιο αυτό, ότι δεν πληρούνται η δεύτερη και η τέταρτη από τις προϋποθέσεις Altmark (παράγραφοι 24 και 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως), χωρίς να αποφανθεί επί των λοιπών προϋποθέσεων Altmark. Τέλος, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το σύστημα των ραδιοτηλεοπτικών τελών επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών (παράγραφος 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

143    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή κατέληξε ότι το σύστημα αυτό συνιστά κρατική ενίσχυση (παράγραφος 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

144    Εν συνεχεία, το θεσμικό αυτό όργανο εξέτασε αν, όπως είχε κρίνει προκαταρκτικώς με την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως της 29ης Σεπτεμβρίου 1999 (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω), το σύστημα των ραδιοτηλεοπτικών τελών αποτελεί στην πραγματικότητα υφιστάμενη κρατική ενίσχυση. Αφού διαπίστωσε ότι το σύστημα αυτό είχε θεσπιστεί πριν τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης και ότι δεν είχε υποστεί ουσιώδεις τροποποιήσεις (παράγραφοι 28 έως 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι συνιστά υφιστάμενη κρατική ενίσχυση, σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο β΄, σημείο i, του κανονισμού 658/1999 (παράγραφος 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

145    Τέλος και ορθώς, η Επιτροπή εξέτασε το επίδικο μέτρο υπό το πρίσμα του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ για να αποφασίσει, τελικώς, να περατώσει τη διαδικασία λαμβανομένων υπόψη των δεσμεύσεων που ανέλαβαν οι γαλλικές αρχές να τροποποιήσουν τη νομοθεσία ώστε να παρασχεθούν επαρκείς εγγυήσεις ότι δεν θα υπάρξει υπεραντιστάθμιση του κόστους που απορρέει από τη δημόσια υπηρεσία.

146    Ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτόν, η Επιτροπή, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, δεν ερμήνευσε εσφαλμένως τα οριζόμενα στην προπαρατεθείσα απόφαση Altmark, σκέψη 94 ανωτέρω.

147    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο πέμπτος λόγος που προβάλλει η προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του πρώτου λόγου, που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

148    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι από κανένα στοιχείο της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορεί να συναχθεί ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή επέλεξε να εξαρτήσει τη συμβατότητα του καταγγελλόμενου μέτρου από τις δεσμεύσεις που πρότεινε η Γαλλική Δημοκρατία. Αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, η προσφεύγουσα αρνείται ότι συγχέει την επίκριση ως προς την υποχρέωση αιτιολογήσεως με την επίκριση ως προς τη βασιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως και προβάλλει απλώς το επιχείρημα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη, όσον αφορά την ιδιαίτερη πτυχή των δεσμεύσεων. Εν συνεχεία, η προσφεύγουσα απλώς εκφράζει έντονα τη λύπη της για την ανεπάρκεια της αιτιολογίας, από τη στιγμή μάλιστα που η ανεπάρκεια αυτή αποτελεί την κατάληξη μιας διαδικασίας που άρχισε πριν δέκα και πλέον έτη. Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι αρκείται στη διαπίστωση ότι είναι ελλιπέστατες οι διευκρινίσεις που δόθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία, μετά από 65 παραγράφους όπου επιχειρείται να καταδειχθεί ότι το καθεστώς των τελών δεν παρέχει επαρκείς εγγυήσεις για την εξασφάλιση της συμβατότητας με την κοινή αγορά, δέχεται χωρίς άλλη εξήγηση, σε επτά παραγράφους, τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η Γαλλική Δημοκρατία, ενώ η προσφεύγουσα δεν θίγει το ζήτημα της βασιμότητας των διευκρινίσεων αυτών.

149    Λαμβανομένου υπόψη ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται, μεταξύ άλλων, αναλόγως του συμφέροντος που έχουν στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, κακώς η Επιτροπή επιχειρεί να περιορίσει την εκτίμηση του ζητήματος κατά πόσον είναι επαρκής η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως αποκλειστικά στις σχέσεις μεταξύ του θεσμικού αυτού οργάνου και της Γαλλικής Δημοκρατίας. Τούτο συνεπάγεται την εκμηδένιση των δικαιωμάτων των τρίτων ενδιαφερομένων στη διαδικασία ακυρώσεως αποφάσεως που αφορά κρατικές ενισχύσεις.

150    Η ανεπάρκεια της αιτιολογίας είναι κατά μείζονα λόγο έντονη, δεδομένου του ενδιαφέροντος που εκδήλωσε η προσφεύγουσα για την υπόθεση αυτή και το οποίο αντικατοπτρίζεται στις πολυάριθμες επαφές και ανταλλαγές αλληλογραφίας.

151    Μια αιτιολογία με την οποία η Επιτροπή αρκείται να υπενθυμίσει επισήμως τα κριτήρια στα οποία στηρίζεται η εκτίμηση σχετικά με την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης, για να διαπιστώσει εν συνεχεία, με την παράγραφο 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «δεν συντρέχει η δεύτερη προϋπόθεση που θέτει η προπαρατεθείσα απόφαση Altmark, σκέψη 94 ανωτέρω», για τον λόγο ότι «ο νόμος του 1986 δεν προσδιορίζει αντικειμενικά και διαφανή στοιχεία βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση του κόστους της δημόσιας υπηρεσίας», δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής, δεδομένου ότι αυτή η έλλειψη αιτιολογίας επηρεάζει τη δυνατότητα εκτιμήσεως της λυσιτέλειας των δεσμεύσεων που ανέλαβε η Γαλλική Δημοκρατία.

152    Για τους ίδιους λόγους, μια ανάλυση που αρκείται στη διαπίστωση ότι η γαλλική νομοθεσία δεν μπορεί να αποτρέψει την υπεραντιστάθμιση των υποχρεώσεων της δημόσιας υπηρεσίας ή των διασταυρούμενων επιδοτήσεων που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζει το ύψος τους, δεν δύναται επίσης να θεωρηθεί επαρκής.

153    Το γεγονός ότι η Επιτροπή απηύθυνε στη Γαλλική Δημοκρατία έγγραφο με το οποίο πρότεινε τη λήψη κατάλληλων μέτρων και ακολούθησε την προσέγγιση που εξαγγέλλει η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις που αφορούν τις δημόσιες υπηρεσίες ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων (ΕΕ 2001, C 320, σ. 5, στο εξής: ανακοίνωση για τις ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις) δεν τροποποιεί την ανάλυση της προσφεύγουσας. Συγκεκριμένα, η ανεπάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορεί να αναπληρωθεί από την περιεχόμενη στο έγγραφο της 10ης Δεκεμβρίου 2003 αιτιολογία, έγγραφο του οποίου η προσφεύγουσα δεν ήταν αποδέκτης. Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την ανάλυση της Επιτροπής από την οποία συνάγεται ότι το καθεστώς των τελών συνιστά κρατική ενίσχυση που δεν παρέχει επαρκείς εγγυήσεις για την εξασφάλιση της συμβατότητάς του με την κοινή αγορά. Εντούτοις, η προσφεύγουσα δεν είχε τη δυνατότητα να εκτιμήσει τη βασιμότητα των δεσμεύσεων που δέχτηκε η Επιτροπή, διότι το θεσμικό αυτό όργανο δεν παρέθεσε τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να δεχτεί τις δεσμεύσεις αυτές.

154    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τις παρεμβαίνουσες, αμφισβητεί την άποψη της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

155    Κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 1985, 296/82 και 318/82, Κάτω Χώρες και Leeuwarder Papierwarenfabriek κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 809, σκέψη 19, της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C-350/88, Delacre κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. Ι-395, σκέψεις 15 και 16, της 29ης Φεβρουαρίου 1996, C-56/93, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-723, σκέψη 86, και της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 63).

156    Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αφού, πρώτον, υπενθύμισε τη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της αποφάσεως αυτής (παράγραφοι 2 έως 16 της προσβαλλομένης αποφάσεως), δεύτερον, περιέγραψε το καθεστώς των τελών και συνήγαγε ότι αυτό αποτελεί υφιστάμενη ενίσχυση (παράγραφοι 17 έως 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τρίτον, διαπίστωσε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ σχετικά με την ύπαρξη υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (παράγραφοι 41 έως 50 της προσβαλλομένης αποφάσεως) καθώς και με την ανάθεση και τον έλεγχο (παράγραφοι 51 έως 55 της προσβαλλομένης αποφάσεως), και, τέταρτον, προέβη στην εξέταση της προϋπόθεσης περί αναλογικότητας της αντιστάθμισης προς τις απαιτήσεις τις δημόσιας υπηρεσίας (παράγραφοι 56 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως), έκρινε, στο πλαίσιο της τελευταίας αυτής εξετάσεως, ότι «η γαλλική νομοθεσία δεν παρέχει επαρκείς εγγυήσεις ότι δεν θα υπάρξει υπεραντιστάθμιση του κόστους που απορρέει από τη δημόσια υπηρεσία» (παράγραφος 60 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

157    Με τις παραγράφους 61 έως 63 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξήγησε τον λόγο για τον οποίο, κατά τη γνώμη της, η γαλλική νομοθεσία δεν παρέχει τις εγγυήσεις αυτές.

158    Με την παράγραφο 64 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή περιέγραψε το περιεχόμενο της σύστασης που είχε απευθύνει στη Γαλλική Δημοκρατία με το έγγραφο της 10ης Δεκεμβρίου 2003 και με την οποία πρότεινε τη λήψη κατάλληλων μέτρων.

159    Εν συνεχεία, η Επιτροπή έκανε μνεία της αλληλογραφίας που αντάλλαξε με τις γαλλικές αρχές, ενώ περιέγραψε και εξέτασε τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν οι εν λόγω αρχές απαντώντας στη σύσταση με την οποία προτάθηκε η λήψη των κατάλληλων μέτρων. Διαπιστώνοντας ότι οι δεσμεύσεις αυτές ανταποκρίνονται στη σύσταση, η Επιτροπή αποφάσισε να περατώσει τη διαδικασία εξετάσεως των τελών (παράγραφοι 65 έως 72 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

160    Καταρχάς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από την προαναφερθείσα αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως απορρέει, κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, η συλλογιστική της Επιτροπής στην οποία στηρίχτηκε η απόφασή της να περατώσει τη διαδικασία εξετάσεως των τελών.

161    Επιπλέον, όταν η προσφεύγουσα, με το δικόγραφο της προσφυγής της, ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία ένδειξη που να της παρέχει τη δυνατότητα να κατανοήσει την επιλογή της Επιτροπής να εξαρτήσει τελικώς τη συμβατότητα του καταγγελλόμενου μέτρου από τις δεσμεύσεις που πρότεινε η Γαλλική Δημοκρατία, η προσφεύγουσα δεν παρέχει κανένα συγκεκριμένο στοιχείο προς στήριξη του ισχυρισμού της αυτού. Έτσι, μολονότι η προσφεύγουσα, με τα έγγραφά της, αναφέρεται επανειλημμένως στην καταγγελία της και στην αλληλογραφία που αντάλλαξε με την Επιτροπή, ουδόλως επισημαίνει, υπό το φως συγκεκριμένων στοιχείων της καταγγελίας αυτής, της αλληλογραφίας ή ακόμα άλλων πληροφοριών στην κατοχή της Επιτροπής, τι είδους στοιχεία όφειλε το όργανο αυτό να έχει συμπεριλάβει στην αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, πλέον εκείνων που ήδη περιέλαβε.

162    Η προσφεύγουσα αρκείται σε μια γενική αναφορά στο γεγονός ότι η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής διήρκεσε πλέον των δέκα ετών, ότι η Επιτροπή είχε παραλάβει συμπληρωματική καταγγελία και είχε επικοινωνήσει επανειλημμένως με την προσφεύγουσα, ότι το θεσμικό αυτό όργανο ζήτησε να του υποβληθεί εξωτερική μελέτη, ότι δημοσίευσε την ανακοίνωση για τις ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις στην οποία απλώς παραπέμπει η προσβαλλόμενη απόφαση και, τέλος, ότι μόνον επτά από τις 72 παραγράφους της προσβαλλομένης αποφάσεως ασχολούνται με το ζήτημα της περάτωσης της διαδικασίας. Λαμβανομένων υπόψη των γενικοτήτων αυτών, η προσφεύγουσα, κατά τη δική της διατύπωση, «αρκείται στη διαπίστωση ότι είναι ελλιπέστατες οι διευκρινίσεις που δόθηκαν από την Επιτροπή» όσον αφορά την ιδιαίτερη πτυχή των δεσμεύσεων.

163    Διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα, με τις εκτιμήσεις αυτές, δεν παρέχει κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει την ανεπάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τη συγκεκριμένη πτυχή.

164    Εν συνεχεία, ως προς την αιτίαση που αφορά την αιτιολογία της παραγράφου 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τη δεύτερη προϋπόθεση Altmark, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή, με την εν λόγω παράγραφο, διαπίστωσε ότι δεν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, πράγμα που δεν αμφισβητεί η προσφεύγουσα. Η Επιτροπή αιτιολόγησε τη διαπίστωση αυτή υποστηρίζοντας ότι «ο νόμος του 1986 δεν προσδιορίζει αντικειμενικά και διαφανή στοιχεία βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση του κόστους της δημόσιας υπηρεσίας». Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αιτιολογία αυτή, που παρατέθηκε για τις ανάγκες του χαρακτηρισμού των τελών ως κρατικής ενίσχυσης, είναι επαρκής.

165    Αυτή η σχετική με την αιτιολογία αιτίαση, στο μέτρο που αφορά τη συμβατότητα του καθεστώτος των τελών με την κοινή αγορά, πρέπει να απορριφθεί ως στερούμενη λυσιτέλειας, δεδομένου ότι, όπως επισημάνθηκε, η μέθοδος Altmark και η περιεχόμενη στην παράγραφο 24 αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως αφορούν τον χαρακτηρισμό του μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης και όχι τη συμβατότητα της ενίσχυσης αυτής με την κοινή αγορά.

166    Τέλος, όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται, κατ’ ουσίαν, από το γεγονός ότι η Επιτροπή όφειλε να επιχειρήσει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, να καθορίσει κατά πόσον υφίσταται η φερόμενη υπεραντιστάθμιση και ποιο είναι το ύψος της, αιτίαση που συνιστά, δεδομένης της άποψης της προσφεύγουσας ότι το σύστημα των τελών συνεπάγεται υπεραντιστάθμιση, μάλλον αιτίαση επί της ουσίας αντλούμενη από παράβαση της υποχρεώσεως εξετάσεως παρά σχετική με την αιτιολογία αιτίαση, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, κατά πάγια νομολογία, η εξέταση των υφιστάμενων ενισχύσεων μπορεί να οδηγήσει μόνο σε μέτρα για το μέλλον (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2000, T‑298/97, T‑312/97, T‑313/97, T‑315/97, T‑600/97 έως T‑607/97, T‑1/98, T‑3/98 έως T‑6/98 και T‑23/98, Alzetta κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2319, σκέψεις 147 και 148, της 4ης Απριλίου 2001, T‑288/97, Regione autonoma Friuli-Venezia Giulia κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑1169, σκέψη 91, και της 6ης Μαρτίου 2002, T‑127/99, T‑129/99 και T‑148/99, Diputación Foral de Álava κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1275, σκέψη 172). Επομένως, η Επιτροπή μπορεί να προτείνει κατάλληλα μέτρα μόνον εφόσον θεωρεί ότι το επίμαχο σύστημα χρηματοδότησης παρουσιάζει κίνδυνο υπεραντιστάθμισης για το μέλλον.

167    Υπό τις συνθήκες αυτές, μολονότι η διερεύνηση, στο πλαίσιο της διαρκούς εξετάσεως υφιστάμενης ενίσχυσης, κατά πόσο μια ενδεχόμενη υπεραντιστάθμιση για το παρελθόν μπορεί ενδεχομένως, ανάλογα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της προκειμένης υπόθεσης, να παρουσιάζει ενδιαφέρον για την εκτίμηση της συμβατότητας της ενίσχυσης αυτής με την κοινή αγορά, γεγονός παραμένει ωστόσο ότι η διερεύνηση αυτή δεν είναι, αφ’ εαυτής, οπωσδήποτε απαραίτητη για να εκτιμηθεί ορθώς η αναγκαιότητα της πρότασης κατάλληλων μέτρων για το μέλλον και για να καθοριστούν τα μέτρα αυτά. Ο κίνδυνος ή η απουσία κινδύνου υπεραντιστάθμισης για το μέλλον εξαρτάται ουσιαστικά, σε τελική ανάλυση, από τους συγκεκριμένους όρους αυτού καθαυτό του συστήματος χρηματοδότησης και όχι από το γεγονός ότι το καθεστώς αυτό προκάλεσε, στην πράξη, υπεραντιστάθμιση στο παρελθόν.

168    Όμως, από τον φάκελο της υποθέσεως δεν προκύπτει και η προσφεύγουσα ουδόλως αποδεικνύει ότι, υπό τις εν προκειμένω περιστάσεις, η Επιτροπή όφειλε, για τις ανάγκες της εξετάσεως του συστήματος των τελών δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 1, ΕΚ, να προβεί, πέραν του ελέγχου των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του συστήματος αυτού, στη σύγκριση μεταξύ του συνόλου των πηγών χρηματοδότησης της δημόσιας υπηρεσίας και του κόστους της υπηρεσίας αυτής, προκειμένου να διερευνηθεί αν η Γαλλική Δημοκρατία πραγματοποίησε ενδεχομένως, κατά το παρελθόν, υπεραντιστάθμιση του κόστους αυτού.

169    Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή, με την απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2003 και κατόπιν της καταγγελίας της προσφεύγουσας, πραγματοποίησε, κατά τα λοιπά, τέτοια εξέταση για την περίοδο 1988-1994 και ότι κατέληξε ότι δεν υφίσταται υπεραντιστάθμιση του κόστους της δημόσιας υπηρεσίας για την εν λόγω περίοδο.

170    Επιπλέον, η προσφεύγουσα ουδόλως ισχυρίζεται ότι υπέβαλε καταγγελία με την οποία προσάπτει υπεραντιστάθμιση για τον μετά το 1994 χρόνο.

171    Η προσφεύγουσα υπέβαλε απλώς, τον Μάρτιο του 1997, καταγγελία συμπληρωματική αυτής που είχε υποβάλει στις 10 Μαρτίου 1993. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η συμπληρωματική αυτή καταγγελία δύναται, εν πάση περιπτώσει, να είναι λυσιτελής μόνο για την περίοδο που προηγείται της υποβολής της, επιβάλλεται η επισήμανση ότι η προσφεύγουσα, πέραν μιας σύντομης και χωρίς ιδιαίτερη σημασία μνείας της συμπληρωματικής αυτής καταγγελίας με το δικόγραφο της προσφυγής, δεν κάνει, με τα έγγραφά της ενώπιον του Πρωτοδικείου, καμιά περαιτέρω αναφορά ή παραπομπή στην εν λόγω συμπληρωματική καταγγελία, έστω και γενική, και δεν αντλεί επομένως κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα προς στήριξη της αιτιάσεώς της ότι η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το ζήτημα της υπάρξεως υπεραντιστάθμισης για το παρελθόν.

172    Επομένως, η προσφεύγουσα ουδόλως αποδεικνύει ότι, υπό τις περιστάσεις εν προκειμένω, η Επιτροπή όφειλε, για τις ανάγκες της εξετάσεως των τελών ως υφιστάμενων ενισχύσεων και της ενδεχόμενης πρότασης για τη λήψη κατάλληλων μέτρων, να εξετάσει κατά πόσον ο μηχανισμός αυτός χρηματοδότησης συνεπάγεται, μαζί με τις λοιπές πηγές χρηματοδότησης των France 2 και France 3, υπεραντιστάθμιση του κόστους της δημόσιας υπηρεσίας κατά τη διάρκεια της περιόδου που προηγήθηκε της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η προσφεύγουσα δεν προβάλλει, με το δικόγραφο της προσφυγής, κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι το θεσμικό αυτό όργανο παρέβη την υποχρέωση που υπέχει για επιμελή και αμερόληπτη εξέταση.

173    Επιπλέον και στο μέτρο που η αιτίαση της προσφεύγουσας πρέπει να νοηθεί ως προσάπτουσα, μεταξύ άλλων, στην Επιτροπή ότι δεν επιχείρησε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, να καθορίσει το ύψος της υπεραντιστάθμισης που μπορεί να προκύψει στο μέλλον εν απουσία προτάσεως για τη λήψη κατάλληλων μέτρων, διαπιστώνεται ότι η διερεύνηση αυτή, πέραν του αμιγώς θεωρητικού της χαρακτήρα, δεν είναι ούτως ή άλλως αναγκαία για τη διαπίστωση της ύπαρξης κινδύνου υπεραντιστάθμισης και τη διατύπωση πρότασης για τη λήψη κατάλληλων μέτρων.

174    Από τις προεκτεθείσες σκέψεις προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί ο υπό κρίση λόγος, που αντλείται από την ανεπάρκεια αιτιολογίας, καθώς και η αιτίαση επί της ουσίας, που προβάλλεται επ’ ευκαιρία του λόγου αυτού και αντλείται, κατ’ ουσίαν, από φερόμενη παράβαση εκ μέρους της Επιτροπής της υποχρεώσεως εξετάσεως, όσον αφορά την ύπαρξη και το ύψος μιας υπεραντιστάθμισης για το παρελθόν ή για το μέλλον.

 Επί του τρίτου λόγου, αντλούμενου από το ανεπαρκές περιεχόμενο των δεσμεύσεων της Γαλλικής Δημοκρατίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

175    Κατά την προσφεύγουσα, οι δεσμεύσεις που ανέλαβε η Γαλλική Δημοκρατία δεν είναι ικανές να εξασφαλίσουν τη συμβατότητα του γαλλικού συστήματος των τελών με τους κοινοτικούς κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Συγκεκριμένα, η απουσία υπεραντιστάθμισης των υποχρεώσεων της δημόσιας υπηρεσίας, η άσκηση εκ μέρους της France Télévisions των εμπορικών δραστηριοτήτων της σύμφωνα με τις πρακτικές της αγοράς, η πώληση διαφημιστικού χώρου στην τιμή της αγοράς και η σύσταση ανεξάρτητης αρχής για την εξασφάλισης της τηρήσεως των κανόνων αυτών αποτελούν στόχους που θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν επιτευχθεί και με άλλα μέσα ή σε άλλη νομική βάση.

176    Οι δεσμεύσεις αυτές είναι καθαρά τυπικές και περιορίζονται, κατ’ ουσίαν, σε βελτίωση της νομοθεσίας που δεν επιφέρει αξιοσημείωτη βελτίωση σε σχέση με τα υφιστάμενα κείμενα, τα οποία αποδεικνύονται ανίκανα να αποτρέψουν την υπεραντιστάθμιση και την παροχή υπηρεσιών υπό συνθήκες που δεν αντιστοιχούν προς τις συνθήκες της αγοράς. Το αποτέλεσμα που παράγεται από τη ρητή μνεία, στον γαλλικό νόμο, αρχών του κοινοτικού δικαίου εφαρμοστέων ούτως ή άλλως δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερης εμβέλειας από το αποτέλεσμα που παράγουν οι ίδιες οι εν λόγω αρχές.

177    Η προσφεύγουσα απορεί ιδίως με το γεγονός ότι η Επιτροπή, αφού διαπίστωσε, με την παράγραφο 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως, την απουσία αντικειμενικών και διαφανών στοιχείων βάσει των οποίων πρέπει να υπολογίζεται η αντιστάθμιση του κόστους της δημόσιας υπηρεσίας, παρέλειψε να διευκρινίσει ποια είναι τα στοιχεία αυτά και, τουλάχιστον, να αποσπάσει συγκεκριμένες συναφώς δεσμεύσεις από τη Γαλλική Δημοκρατία.

178    Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή όφειλε μάλλον να προτείνει την κατάργηση των τελών καθόσον αυτά υπεραντισταθμίζουν το κόστος των υποχρεώσεων της δημόσιας υπηρεσίας και, ως εκ τούτου, συνιστούν αντίθετη προς τον ανταγωνισμό επιδότηση.

179    Τούτο καθίσταται κατά μείζονα λόγο αναγκαίο δεδομένου ότι οι δεσμεύσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας πόρρω απείχαν από το να εκπληρωθούν το 2006, και τούτο κατά παράβαση της υποχρεώσεως για ειλικρινή συνεργασία του κράτους μέλους αυτού. Συγκεκριμένα, για το 2006, η France Télévisions Publicité είχε δεσμευτεί να ορίσει ένα από τα στοιχεία του κόστους της GRP [Gross Rating Point (δείκτης πιέσεως των μέσων μαζικής ενημερώσεως)] στο 25 % του κόστους GRP της προσφεύγουσας και του εμπορικού ραδιοτηλεοπτικού σταθμού Μ6, πράγμα που ελάχιστα συμβιβάζεται με τη δέσμευση της Γαλλικής Δημοκρατίας να εξασφαλίσει, με τη θέσπιση σχετικής νομοθετικής διάταξης, την εκ μέρους της France Télévisions τήρηση των όρων του ανταγωνισμού κατά την άσκηση των εμπορικών της δραστηριοτήτων.

180    Από τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι η τήρηση των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων αποτελεί στόχο που θα μπορούσε κάλλιστα να έχει επιτευχθεί και με άλλα μέσα ή σε άλλη νομική βάση, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τις παρεμβαίνουσες, συνάγει ότι η καθιέρωση νέων εγγυήσεων μέσω κατάλληλων μέτρων ήταν όντως αναγκαία και επισημαίνει ότι αυτός ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ουδόλως αποδεικνύει ότι οι δεσμεύσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας είχαν ανεπαρκές περιεχόμενο.

181    Κατά την Επιτροπή, ο ισχυρισμός ότι οι δεσμεύσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας δεν είναι αποτελεσματικές για τον λόγο ότι φέρονται ως μη αναγκαίες δεν είναι ορθός.

182    Κατά το θεσμικό αυτό όργανο, η προσφεύγουσα απλώς ισχυρίζεται, χωρίς να προσκομίζει ούτε αρχή αποδείξεως, ότι οι δεσμεύσεις αυτές δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις του κοινοτικού δικαίου.

183    Οι δεσμεύσεις αυτές δεν αφορούν μια απλή βελτίωση της νομοθεσίας, αλλά εισάγουν στη γαλλική έννομη τάξη, κατά τρόπο ώστε να τις καθιστούν δεσμευτικές σύμφωνα με το γαλλικό δίκαιο, διατάξεις που εξασφαλίζουν ότι η χρηματοδότηση των γαλλικών κρατικών τηλεοπτικών σταθμών τηρεί τις αρχές της ανακοίνωσης για τις ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις.

184    Όσον αφορά την επιχειρηματολογία ότι η εθνική έννομη τάξη βαρύνεται ήδη με πλήθος κοινοτικών κειμένων, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, αν γίνει δεκτή η συλλογιστική αυτή σε όλη της την έκταση, οι διαδικασίες ελέγχου των υφιστάμενων και των νέων ενισχύσεων μέσω ατομικών αποφάσεων καθίσταται ανώφελη, δεδομένου ότι οι οριζόντιοι κανόνες αρκούν.

185    Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα όσον αφορά την απουσία αντικειμενικών και διαφανών στοιχείων την οποία διαπίστωσε η προσβαλλόμενη απόφαση, στοιχείων που παρέχουν τη δυνατότητα να εξακριβωθεί η απουσία υπεραντιστάθμισης, οι δεσμεύσεις που ανέλαβαν οι γαλλικές αρχές ήταν οι αναγκαίες. Η Επιτροπή επικαλείται, συναφώς, την παράγραφο 67 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

186    Το επιχείρημα σχετικά με την τιμολογιακή πολιτική των κρατικών τηλεοπτικών σταθμών το 2006, το οποίο προβλήθηκε με το υπόμνημα απαντήσεως, αποτελεί νέο ισχυρισμό και επομένως είναι απαράδεκτο. Εν πάση περιπτώσει, οι προβαλλόμενες πρακτικές φαίνεται ότι ούτως ή άλλως ενέπιπταν στη διαδικασία εξετάσεως των υφιστάμενων ενισχύσεων εφόσον δεν είχε παρέλθει η προθεσμία των δύο ετών. Κατά συνέπεια, οι πρακτικές αυτές δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση για την απόδειξη της φερόμενης αναποτελεσματικότητας των δεσμεύσεων. Κυρίως, επί της ουσίας, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι οι προβαλλόμενες πρακτικές συνιστούν ντάμπινγκ επί των τιμών.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

187    Σύμφωνα με το άρθρο 18 του κανονισμού 659/1999, εφόσον η Επιτροπή καταλήγει ότι το υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων δεν συμβιβάζεται ή έπαυσε να συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, «εκδίδει σύσταση με την οποία προτείνει κατάλληλα μέτρα στο οικείο κράτος μέλος». Κατά την ίδια διάταξη, «[η] σύσταση μπορεί να προτείνει, συγκεκριμένα, […] την ουσιαστική τροποποίηση του καθεστώτος ενισχύσεων, ή […] την επιβολή ορισμένων διαδικαστικών όρων, ή […] την κατάργηση του καθεστώτος ενισχύσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, «εφόσον το οικείο κράτος μέλος δέχεται τα προτεινόμενα μέτρα και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή, η τελευταία σημειώνει τη διαπίστωση αυτή».

188    Από το γράμμα του άρθρου 18 του κανονισμού 659/1999 προκύπτει ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς της να λαμβάνει, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 26, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, μια απόφαση σύμφωνα «με το άρθρο 18 σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παράγραφος 1» του κανονισμού αυτού και, στο πλαίσιο αυτό, να καθορίζει τα κατάλληλα μέτρα που είναι ικανά να απαντήσουν στο συμπέρασμα της Επιτροπής ότι οι επίδικες υφιστάμενες ενισχύσεις δεν είναι συμβιβάσιμες ή δεν είναι πλέον συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά.

189    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο δεν είναι δυνατό να υποκαταστήσει την Επιτροπή στην εκτίμηση της, διότι ο έλεγχός του περιορίζεται στην εξακρίβωση του ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης κρίνοντας ότι οι αναληφθείσες δεσμεύσεις είναι κατάλληλες για την επίλυση των προβλημάτων ανταγωνισμού που θέτει το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 5ης Νοεμβρίου 1997, T‑149/95, Ducros κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑2031, σκέψη 63, της 30ής Ιανουαρίου 2002, T‑35/99, Keller και Keller Meccanica κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑261, σκέψη 77· βλ., επίσης, κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 3ης Απριλίου 2003, T‑119/02, Royal Philips Electronics κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑1433, σκέψη 78 , της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T‑158/00, ARD κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑3825, σκέψη 329, και της 4ης Ιουλίου 2006, T‑177/04, easyJet κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1931, σκέψη 128).

190    Με τον υπό κρίση λόγο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι δεσμεύσεις που ανέλαβε η Γαλλική Δημοκρατία απαντώντας στις προτάσεις της Επιτροπής για τη λήψη κατάλληλων μέτρων, δεσμεύσεις οι οποίες έγιναν δεκτές από το θεσμικό αυτό όργανο, δεν επιφέρουν καμία αξιοσημείωτη βελτίωση σε σχέση με τα υφιστάμενα κείμενα, τα οποία αποδεικνύονται ανίκανα να αποτρέψουν την υπεραντιστάθμιση.

191    Διαπιστώνεται ότι, πέραν του γεγονότος ότι ουδόλως τεκμηριώνεται ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι το σύστημα των τελών συνεπάγεται υπεραντιστάθμιση, ο ισχυρισμός αυτός, εν πάση περιπτώσει, στερείται λυσιτέλειας.

192    Συγκεκριμένα, για τις ανάγκες του ελέγχου της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως εκ μέρους του Πρωτοδικείου, εκείνο που έχει σημασία δεν είναι κατά πόσον το σύστημα των τελών είχε ή δεν είχε ως συνέπεια μια υπεραντιστάθμιση για τον χρόνο που προηγήθηκε της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, αλλά μόνον αν, υπό τις συγκεκριμένες εν προκειμένω περιστάσεις, η Επιτροπή όφειλε, για την εξέταση αυτού του συστήματος χρηματοδότησης και για την πρόταση κατάλληλων μέτρων, να διερευνήσει αν υφίσταται τέτοια υπεραντιστάθμιση.

193    Όπως όμως διαπιστώθηκε (βλ. σκέψεις 172 και 173 ανωτέρω), η Επιτροπή, στο μέτρο που δεν πραγματοποίησε, υπό τις εν προκειμένω περιστάσεις, την έρευνα αυτή με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν παρέβη την υποχρέωση εξετάσεως που υπέχει.

194    Στο μέτρο που η προσφεύγουσα επικαλείται, τόσο με τα υπομνήματά της (βλ. σκέψη 179 ανωτέρω) όσο και με το από 9 Οκτωβρίου 2008 έγγραφό της, στοιχεία μεταγενέστερα της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα στοιχεία αυτά πρέπει να απορριφθούν. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, η νομιμότητα μιας κοινοτικής πράξεως πρέπει να κρίνεται σε συνάρτηση με τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που υφίστανται κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Φεβρουαρίου 1979, 15/76 και 16/76, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 141, σκέψη 7· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 1996, T-177/94 και T-377/94, Altmann κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II-2041, σκέψη 119, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑322/01, Roquette Frères κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3137, σκέψη 325). Κατά συνέπεια, αποκλείεται να λαμβάνονται υπόψη, κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της πράξεως αυτής, στοιχεία μεταγενέστερα από την ημερομηνία εκδόσεως της κοινοτικής πράξεως (προπαρατεθείσα απόφαση Roquette Frères κατά Επιτροπής, σκέψη 325· βλ. επίσης, συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 21ης Οκτωβρίου 1997, T-229/94, Deutsche Bahn κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II-1689, σκέψη 102, και της 13ης Ιουλίου 2006, T‑165/04, Vounakis κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑155 και II‑A‑2‑735, σκέψη 114).

195    Επιπλέον, όσον αφορά, ειδικότερα, τα έγγραφα που προσκόμισε η προσφεύγουσα με το από 9 Οκτωβρίου έγγραφό της και που παρουσίασε ως νέα νομικά περιστατικά, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε, στηριζόμενη στα έγγραφα αυτά, την ύπαρξη γεγονότων προγενέστερων της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα οποία γνώριζε η Επιτροπή αλλά αγνοούσε η προσφεύγουσα και τα οποία θα έρχονταν στο φως από τα έγγραφα αυτά. Επιπλέον, όσον αφορά, ειδικότερα, την προπαρατεθείσα απόφαση SIC κατά Επιτροπής, σκέψη 22 ανωτέρω, δεν αποδείχτηκε από την προσφεύγουσα ούτε άλλωστε προκύπτει ότι η απόφαση αυτή αποσαφήνισε ή διευκρίνισε το νόημα μιας διάταξης του κοινοτικού δικαίου όπως έπρεπε να ερμηνεύεται από τη θέση της σε ισχύ, ώστε να προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη, υπό το φως του διευκρινισθέντος νοήματος της διάταξης αυτής.

196    Από τις προεκτεθείσες σκέψεις προκύπτει ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, το ζήτημα που τίθεται δεν είναι αν τα προτεινόμενα μέτρα συνιστούν αξιοσημείωτη βελτίωση σε σχέση με τα υφιστάμενα κείμενα, τα οποία αποδεικνύονται ανίκανα να αποτρέψουν την υπεραντιστάθμιση, αλλά αν τα μέτρα αυτά και οι δεσμεύσεις που ανέλαβε η Γαλλική Δημοκρατία επιλύουν κατά τρόπο ικανοποιητικό τα προβλήματα που εντόπισε η Επιτροπή στο πλαίσιο της εξετάσεως της συμβατότητας των τελών με την κοινή αγορά, ενώ υπενθυμίζεται ότι, ελλείψει οποιασδήποτε ένδειξης ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση που υπέχει για επιμελή και αμερόληπτη εξέταση (βλ. σκέψη 172 ανωτέρω), δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση η εκ μέρους του θεσμικού αυτού οργάνου ορθότητα της εκτιμήσεως περί υπάρξεως προβλημάτων.

197    Για την εξέταση αυτή πρέπει να γίνει αναπομπή σε όσα διαλαμβάνει η απόφαση.

198    Με την παράγραφο 56 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αρχίζει την εξέταση της αναλογικότητας επισημαίνοντας ότι «πρέπει να βεβαιωθεί ότι ο μηχανισμός [χρηματοδότησης] παρουσιάζει εγγυήσεις ότι δεν θα υπάρξει ενδεχόμενη υπεραντιστάθμιση του κόστους που προκαλεί η δημόσια υπηρεσία».

199    Με την παράγραφο 60 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανακοινώνει ότι «θεωρεί ότι η γαλλική νομοθεσία δεν παρουσιάζει επαρκείς εγγυήσεις ότι δεν θα υπάρξει ενδεχόμενη υπεραντιστάθμιση» και εν συνεχεία επεξηγεί τις ανησυχίες της, με τις παραγράφους 61 έως 63 της αποφάσεως αυτής.

200    Κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή προβάλλει την αιτίαση ότι η γαλλική νομοθεσία, πρώτον, «δεν περιέχει καμία διάταξη που να προβλέπει ρητώς ότι η εκ μέρους του κράτους αντιστάθμιση του κόστους των δραστηριοτήτων δημόσιας υπηρεσίας ενός τηλεοπτικού σταθμού στον οποίο έχουν ανατεθεί καθήκοντα δημόσιας υπηρεσίας δεν πρέπει να υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη του κόστους, λαμβανομένου υπόψη του καθαρού κέρδους των εμπορικών δραστηριοτήτων του σταθμού αυτού» (παράγραφος 61 της προσβαλλομένης αποφάσεως), δεύτερον, ότι «ουδόλως προβλέπει ρητώς ότι οι εμπορικές δραστηριότητες [αυτές] […] πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τις πρακτικές της αγοράς» (παράγραφος 62 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τρίτον, ότι «δεν ορίζει ρητώς ότι κάθε εμπορική εκμετάλλευση ενός τηλεοπτικού προγράμματος που εμπίπτει στα καθήκοντα δημόσιας υπηρεσίας καθώς και η πώληση διαφημιστικού χώρου από έναν τηλεοπτικό σταθμό στον οποίο έχουν ανατεθεί καθήκοντα δημόσιας υπηρεσίας πρέπει να πραγματοποιούνται στις τιμές της αγοράς» (παράγραφος 63 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

201    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι τα προβλήματα που εντόπισε η Επιτροπή, στα οποία στήριξε την εκτίμησή της ότι η γαλλική νομοθεσία δεν παρείχε επαρκείς εγγυήσεις και με τα οποία αιτιολόγησε επομένως την πρότασή της για τη λήψη κατάλληλων μέτρων, αφορούν το γεγονός ότι η νομοθεσία αυτή δεν επαναλαμβάνει ρητώς, ενσωματώνοντάς τες, ορισμένες απαιτήσεις του κοινοτικού δικαίου.

202    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προτάσεις για τη λήψη κατάλληλων μέτρων που διατύπωσε η Επιτροπή μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως αίρουν πλήρως τις ανησυχίες της.

203    Επομένως, όταν, με την παράγραφο 64 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι γαλλικές αρχές πρέπει να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν την τήρηση ορισμένων αρχών, το θεσμικό αυτό όργανο διατυπώνει τις αρχές αυτές, τρεις τον αριθμό, με όρους που ανταποκρίνονται επακριβώς στις τρεις ανησυχίες που εκφράζει με τις παραγράφους 61 έως 63 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

204    Επιπλέον και πέραν της πρόσκλησης αυτής για τήρηση ορισμένων αρχών και θέσπιση των αναγκαίων συναφώς μέτρων, η Επιτροπή επισημαίνει, με την πρόταση για τη λήψη κατάλληλων μέτρων, ότι μια ανεξάρτητη αρχή θα πρέπει να εξετάζει περιοδικώς κατά πόσον οι τηλεοπτικοί σταθμοί στους οποίους έχει ανατεθεί δημόσια υπηρεσία εκπληρώνουν την υποχρέωση να ασκούν τις εμπορικές τους δραστηριότητες σύμφωνα με τις πρακτικές της αγοράς και, ιδίως, να μην επιδίδονται σε ντάμπινγκ επί των τιμών πώλησης διαφημιστικού χώρου (παράγραφος 64, δεύτερη και τρίτη περίπτωση, in fine, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

205    Οι προτεινόμενες από τις γαλλικές αρχές δεσμεύσεις, τις οποίες η Επιτροπή περιγράφει με τις παραγράφους 67, 69 και 71 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σκοπούν να αντιμετωπίσουν τις ανησυχίες του θεσμικού αυτού οργάνου και να θέσουν σε εφαρμογή τις προτάσεις του για τη λήψη κατάλληλων μέτρων.

206    Σκοπός της πρώτης δέσμευσης είναι να αντιμετωπίσει την ανησυχία (βλ. παράγραφος 61 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και να θέσει σε εφαρμογή την πρόταση (βλ. παράγραφος 64, πρώτη περίπτωση, της προσβαλλομένης αποφάσεως) σχετικά με την υπεραντιστάθμιση του καθαρού κόστους της δημόσιας υπηρεσίας. Έτσι, οι γαλλικές αρχές «δεσμεύτηκαν να μεριμνήσουν ότι, στο πλαίσιο της εκπόνησης του δημοσιονομικού νόμου, το ύψος των χρηματικών πόρων που προτείνεται […] να χορηγηθούν στον όμιλο France Télévisions καλύπτει μόνον το κόστος της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της δημόσιας υπηρεσίας» (παράγραφος 67 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Οι γαλλικές αρχές «επισήμαναν επίσης ότι “τα κέρδη που ενδεχομένως θα προκύψουν κατά το τέλος του οικονομικού έτους […] επανεπενδύονται εξ ολοκλήρου στις δραστηριότητες [των κρατικών τηλεοπτικών σταθμών], ειδικότερα για την ανανέωση ή τον εκσυγχρονισμό του εξοπλισμού παραγωγής”» και ότι το ενδεχόμενο αυτό κέρδος θα λαμβανόταν υπόψη κατά την κατάρτιση του προϋπολογισμού για το επόμενο οικονομικό έτος (παράγραφος 67 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Με την ίδια επίσης παράγραφο, οι γαλλικές αρχές δεσμεύτηκαν να καθιερώσουν στη γαλλική νομοθεσία την αρχή της απουσίας υπεραντιστάθμισης του κόστους της δημόσιας υπηρεσίας.

207    Σκοπός της δεύτερης δέσμευσης είναι να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες (βλ. παραγράφους 62 και 63 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και να θέσει σε εφαρμογή τις προτάσεις (βλ. παράγραφος 64, δεύτερη και τρίτη περίπτωση, της προσβαλλομένης αποφάσεως) σχετικά με την εμπορική συμπεριφορά των κρατικών τηλεοπτικών σταθμών καθώς και να τροποποιήσει, προς τον σκοπό αυτόν, το κείμενο της γαλλικής νομοθεσίας (παράγραφος 69 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

208    Επιπλέον, η Γαλλική Δημοκρατία, ανταποκρινόμενη στην πρόταση για λήψη κατάλληλων μέτρων που διατύπωσε η Επιτροπή σχετικά με τον περιοδικό έλεγχο, ανέλαβε τη δέσμευση να εξασφαλίζει ετησίως, μέσω ανεξάρτητου ελεγκτικού φορέα του οποίου η έκθεση διαβιβάζεται στο Κοινοβούλιο, ότι οι κρατικοί τηλεοπτικοί σταθμοί εκπληρώνουν την υποχρέωση που υπέχουν να ασκούν τις εμπορικές τους δραστηριότητες υπό τις συνθήκες της αγοράς (βλ. παράγραφο 69, τελευταία περίοδος, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

209    Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, υπάρχει απόλυτη αντιστοιχία μεταξύ των ανησυχιών που η Επιτροπή εκφράζει με τις παραγράφους 61 έως 63 της προσβαλλομένης αποφάσεως και των προτάσεων για τη λήψη κατάλληλων μέτρων, καθώς και μεταξύ των προτάσεων αυτών και των δεσμεύσεων που ανέλαβε η Γαλλική Δημοκρατία.

210    Η αιτίαση της προσφεύγουσας που στηρίζεται στην παράγραφο 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως και που προβλήθηκε, για πρώτη φορά, κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, χωρίς ωστόσο να προκύπτει από νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία ότι συνιστά ανάπτυξη λόγου που είχε προβληθεί με το δικόγραφο της προσφυγής, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας. Εν πάση περιπτώσει, η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη, στο μέτρο που στηρίζεται σε μια παράγραφο της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορά μόνον τον χαρακτηρισμό του καθεστώτος των τελών ως κρατικής ενίσχυσης.

211    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, καθόσον διατύπωσε τις προτάσεις της για τη λήψη κατάλληλων μέτρων και καθόσον δέχτηκε τις δεσμεύσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας, δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

212    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο παρών λόγος πρέπει να απορριφθεί.

213    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε ως προς το σύνολο των αιτημάτων της, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

214    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής και της France Télévisions, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά τους.

215    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, εδάφιο πρώτο, του ίδιου κανονισμού, τα κράτη μέλη που παρενέβησαν στη διαφορά φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Επομένως, η Γαλλική Δημοκρατία θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Télévision française 1 SA (TF1) φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή και η France Télévisions SA.

3)      Η Γαλλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Βηλαράς

Prek

Ciucă

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Μαρτίου 2009.

(Υπογραφές)

Πίνακας περιεχομένων


Το νομικό πλαίσιο

Το ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Επί του παραδεκτού

Επί της τηρήσεως της προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί της φύσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί της ουσίας

Επί του δεύτερου λόγου, που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του τέταρτου λόγου, που αντλείται από καταστρατήγηση της διαδικασίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του πέμπτου λόγου, που αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία της αποφάσεως Altmark

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του πρώτου λόγου, που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του τρίτου λόγου, αντλούμενου από το ανεπαρκές περιεχόμενο των δεσμεύσεων της Γαλλικής Δημοκρατίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.