Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 21 Μαΐου 2011 ο Carlo De Nicola κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοικήσεως στις 8 Μαρτίου 2011 στην υπόθεση F-59/09, De Nicola κατά ΕΤΕ

(Υπόθεση T-264/11 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Αναιρεσείων: Carlo De Nicola (Strassen, Λουξεμβούργο) (εκπρόσωπος: L. Isola, δικηγόρος)

Αντίδικος κατ' αναίρεση: Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων

Αιτήματα του αναιρεσείοντος

Ο αναιρεσείων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο: να μεταρρυθμίσει, ως δευτεροβάθμιος δικαστής, contrariis rejectis, μερικώς την αναιρεισιβαλλομένη απόφαση, να κάνει δεκτά τα αιτήματα περί διεξαγωγής αποδείξεων, καθώς και τα εναπομένοντα σκέλη του αιτητικού της διοικητικής προσφυγής του, και να επιδικάσει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αναιρέσεώς του, ο αναιρεσείων επικαλείται επτά λόγους αναιρέσεως.

Επί των αιτημάτων περί αναιρέσεως

1.    Σε σχέση με το αίτημα ακυρώσεως του υπηρεσιακού σημειώματος HR/Coord/2008-0038/BK της 22ας Σεπτεμβρίου 2008, ο αναιρεσείων προσάπτει στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοικήσεως ότι το αγνόησε παντελώς, μολονότι αναφέρθηκε στο υπόμνημα αντικρούσεως της ΕΤΕ, όπου θεωρείται θεμιτή η επιλογή η οποία έγκειται στο να μη δοθεί στον υπάλληλο αντίγραφο της ηχογραφημένης συσκέψεως της επιτροπής προσφυγών ή επίσημο πρακτικό της συσκέψεως, με αποτέλεσμα, εν κατακλείδι, η ΕΤΕ να είναι ελεύθερη να αγνοεί τα πραγματικά περιστατικά, καθόσον καθίσταται αδύνατη η προσκόμιση της περί του αντιθέτου αποδείξεως.

2.    Ο αναιρεσείων ζήτησε αμιγώς την ακύρωση της αποφάσεως της επιτροπής προσφυγών.

Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοικήσεως, κατ' αναλογία προς ό,τι προβλέπεται με τη διαδικασία του άρθρου 90 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, έκρινε ότι, βάσει του αιτητικού (αρχικό αίτημα σε διοικητικό επίπεδο, εν συνεχεία δε ενώπιον του Δικαστηρίου), παρέχεται στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοικήσεως η δυνατότητα να εξετάσει αποκλειστικά το αιτητικό της δεύτερης διαδικασίας και να θεωρήσει ως πλήρως απορροφηθέν το αιτητικό της πρώτης διαδικασίας. Ο αναιρεσείων απορρίπτει την εφαρμογή του προαναφερθέντος άρθρου 90 και υποστηρίζει ότι δικαιούται να επιδιώκει την έκδοση αποφάσεως περί ακυρώσεως καθόσον παρόμοια απόφανση συνιστά έγγραφο το οποίο καταχωρίζεται στον προσωπικό του φάκελο και θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τη μελλοντική σταδιοδρομία του.

Τέλος, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοικήσεως απέρριψε το αίτημα περί ακυρώσεως των προαγωγών ως προβληθέν εκπροθέσμως. Ο De Nicola υποστηρίζει ότι η σχετική απόφαση στερείται νομιμότητας για τέσσερις λόγους.

Επί του αναγνωριστικού αιτήματος

4.    Ο αναιρεσείων ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει και αναγνωρίσει ότι οι μορφές κακομεταχειρίσεως τις οποίες υφίσταται από 18 ετών πρέπει να εκτιμηθούν από κοινού, ενώ απηχούν όλους τους τύπους τους οποίους η θεωρία και η νομολογία σε θέματα εργατικά δικαίου χαρακτηρίζουν ως mobbing. Επ' αυτού, ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ορθότητα του τιτλοφορούμενου "πολιτική σε θέματα σεβασμού της αξιοπρέπειας του προσώπου στον χώρο εργασίας" εγγράφου (όπου ουδαμώς δίδεται ο ορισμός του mobbing) και την απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοικήσεως με την οποία κρίθηκε απαράδεκτο το αίτημα ως σκοπούν στο να γίνουν δεκτές απαγορευόμενες διαπιστώσεις αρχής ή διαταγές έναντι της ΕΤΕ. Συγκεκριμένα, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αγνοήθηκε το αίτημά του, καθόσον επιδιώκει να διαπιστωθούν οι διαπραχθείσες από ορισμένους υπαλλήλους καταχρήσεις απέναντί του, να εντοπιστούν οι μορφές εκείνες κακομεταχειρίσεως οι οποίες, εκτιμώμενες από κοινού, απηχούν εν προκειμένω ό,τι συνθέτει τον όρο mobbing, να αποδοθεί στην ΕΤΕ η ευθύνη της ως άνω δραστηριότητας ως εντολέως.

5.    Υπό άλλη έποψη, ο αναιρεσείων αναιρεσιβάλλει την απόφαση καθ' ο μέρος, κατά παράβαση του άρθρου 41 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοικήσεως αποπειράθηκε να εντοπίσει το ζήτημα σε μη υφιστάμενη ανάγκη προσφυγής στην αναλογικότητα και επινόησε το ίδιο το εφαρμοστέο επί της ΕΤΕ καθεστώς, κατά παράβαση του δικαιώματός της περί αυτοπροσδιορισμού.

6.    Επί πλέον, ο a quo δικαστής εφήρμοσε πεπλανημένα επί συμβάσεως εργασίας ιδιωτικού δικαίου κανόνες οι οποίοι απευθύνονται αντιθέτως αποκλειστικά στους δημόσιους υπαλλήλους και, κάτι ακόμη χειρότερο, αποπειράθηκε να εφαρμόσει επί αθέμιτων πράξεων τις οποίες διέπραξαν ορισμένοι υπάλληλοι την αφορώσα τις διοικητικές πράξεις κανονιστική ρύθμιση.

Επί του αιτήματος περί επιδικάσεως αποζημιώσεως

7.    Ο αναιρεσείων προέβαλε τρία αιτήματα: 1) την παύση της δραστηριότητας του mobbing 2) την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης και αποζημίωση για σωματικές και υλικές ζημίες και 3) την πληρωμή των δικαστικών εξόδων.

Επί του πρώτου αιτήματος το Δικαστήριο Δημόσιας Διοικήσεως δεν αποφάνθηκε.

Το δεύτερο αίτημα απερρίφθη αφού αγνοήθηκε, καθόσον ο αναιρείων ζήτησε την καταβολή κάποιων αποζημιώσεων κατόπιν της αθέμιτης συμπεριφοράς της ΕΤΕ, αποζημιώσεων το ύψος των οποίων θα ήταν συνάρτηση ορισμένων στοιχείων τα οποία το ίδιο θα μπορούσε να λάβει υπόψη μέσω της αιτηθείσας από κοινού εκτιμήσεως. Εν πάση περιπτώσει, υποστηρίζει ότι το αιτητικό του δεν είναι απαράδεκτο καθόσον δεν πρόκειται περί "μιας πράξεως που προκαλεί ζημία" και η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο ενός και μόνον αιτήματος περί καταβολής αποζημιώσεως. Και τούτο καθόσον η εργασιακή σχέση είναι ιδιωτική και δεδομένου ότι γίνεται λόγος για αθέμιτα πραγματικά περιστατικά και όχι για πράξεις.

Το τρίτο αίτημα απερρίφθη λόγω του ότι, σε αντίθεση προς την πραγματικότητα, ο νυν αναιρεσείων δεν είχε ζητήσει την καταδίκη της ΕΤΕ στα δικαστικά έξοδα.

____________